Ετικέτες

Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

The Destiny "7. Όρκος ζωής"




Ήταν η πρώτη ματιά που η Μάριαν είχε ρίξει στο μέλλον και δεν είχε στοιχειωθεί από θάνατο αλλά αυτό δεν άλλαζε τίποτα. Ο πόνος που ένιωθε μέσα της την είχε διαλύσει τόσο πολύ που δεν είχε ιδέα τι να κάνει για να συνεχίσει να μένει αδιάφορη σε όσα είχαν διαδραματιστεί πριν λίγο και στην πραγματικότητα αλλά και μέσα σε όσα είχε δει από το χάρισμα της… ή καλύτερα, όπως θα έλεγε και η ίδια, την κατάρα της.

«…να καταφέρεις να πέσεις;» άκουσε τα τελευταία λόγια της φράσης του Φράνσις που την στιγμή που έβλεπε το όραμα άκουγε αμυδρά στο πίσω μέρος του μυαλού της και αυτόματα ίσιωσε το κορμί της και τράβηξε το χέρι της μακριά από το δικό του σαν να την έκαιγε.

«Συγνώμη…» αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι, συγνώμη που δεν είμαι αρκετή, συγνώμη που δεν θα καταφέρω ποτέ να είμαι… ήθελε να του πει αλλά με τον πόνο που ένοιωθε μέσα της να εκφράζεται στο πρόσωπο της, τα μάτια της να είναι έτοιμα να ξεχειλίσουν, έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα έναν τρόπο να σώσει την κατάσταση πριν καταλάβει και ο ίδιος ότι είχε μόλις ρίξει μια ματιά στο δικό του μέλλον. «…αλλά νομίζω ότι στραμπούλιξα το πόδι μου» συμπλήρωσε ενώ κρατώντας τα μάτια της πάνω στην τεράστια φούστα της έπιασε τον αστράγαλο της πάνω από το φόρεμα της και έκανε μια πονεμένη γκριμάτσα παρακαλώντας τον εαυτό της μέσα της να μην κλάψει τώρα… όχι ακόμα.

«Ο μοντιέ… πριγκίπισσα» έσπευσε αμέσως να τρέξει κοντά της η μαντάμ Σελζινάρ που είχε ακούσει τα λόγια της. «Είσαστε καλά;» την ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον και η Μάριαν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Θα πρέπει να την δει αμέσως ο θεραπευτής» απευθύνθηκε στον Φράνσις.

Καθώς εκείνος κούνησε το κεφάλι του αδιάφορα της απάντησε ξερά: «Κάντε ότι νομίζεται αρκεί να μην μας ρεζιλέψει άλλο» και απλά έφυγε.

Στην ησυχία του δωματίου της, η Μάριαν είχε αγκαλιά το αγαπημένο της βιβλίο και έκλαιγε όσο δεν είχε κλάψει ποτέ ξανά στην ζωή της. Όλο αυτό ήταν τόσο πολύ για εκείνη. Μπορεί να ήταν μικρή, να μην ήξερε πολλά αλλά ο πόνος που είχε νιώσει από όσα είχε δει δεν διέφερε από τον πόνο που θα ένοιωθε και οποιαδήποτε άλλη ώριμη γυναίκα στην θέση της. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά η φράση που είχε ακούσει κάποτε από μια υπηρέτρια που την είχε παρατήσει ο καλός της και έλεγε συνέχεια… ‘Είναι σαν να μου ξερίζωσε την καρδιά και να την πήρε μαζί του’… πίστευε ότι ταίριαζε απόλυτα με αυτό που ένοιωθε αυτήν την στιγμή.

Μόλις άκουσε το γνωστό ανεπαίσθητο ‘κλικ’ που έκανε η ασφάλεια της κρυφής πόρτας, σκούπισε γρήγορα τα δάκρυα της με το μανίκι της και κλείνοντας τα μάτια της πάλεψε πολύ σκληρά να παραστήσει ότι κοιμόταν. Μόλις το φως του κεριού πέρασε κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα ήθελε όσο τίποτα να μπορούσε να τον πείσει ότι είχε αποκοιμηθεί αλλά με την αναστάτωση που ένιωθε μέσα της και η αιφνίδια άφιξη του δεν είχε καταφέρει να προετοιμαστεί.

«Δεν μπορείς να πείσεις κανέναν ότι κοιμάσαι όταν τα μάγουλα σου είναι ακόμα αναψοκοκκινισμένα και υγρά» της ψιθύρισε καθώς της σκούπιζε με το χέρι του τα δάκρυα που της είχαν ξεφύγει.

Σφίγγοντας το βιβλίο της στην αγκαλιά της με περισσότερη δύναμη για να νιώσει ασφάλεια, άνοιξε τα μάτια της δειλά.

«Σε πονάει ακόμα πολύ;» την ρώτησε με αγωνία αναφερόμενος στο πόδι της. Η Μάριαν κλείνοντας τα μάτια της κατένευσε για απάντηση. Φυσικά ο πόνος δεν είχε καμία σχέση με το πόδι της αλλά δεν είχε σκοπό να του το αποκαλύψει.

«Και ήθελα τόσα πολλά να σου πω σήμερα» είπε κάτω από τον αναστεναγμό του ο Φράνσις και τον κοίταξε με περιέργεια αλλά δεν τον ρώτησε τι ήθελε να της πει.

Ο Φράνσις χαμηλώνοντας την ματιά του τελείως διχασμένος για το τι έπρεπε να κάνει τώρα πρόσεξε το περίεργο εξώφυλλο του βιβλίου της Μάριαν και πριν το σκεφτεί της το άρπαξε από τα χέρια.

«Που το βρήκες αυτό;» την ρώτησε χωρίς να προσέχει την έκπληξη της, ενώ χάιδευε απαλά το ανάγλυφο δέρμα και το έφερνε κοντά στην μύτη του για να μυρίσει το απαλό αλλά τόσο ιδιαίτερο άρωμα που ήξερε ότι είχαν οι σελίδες.

«Είναι δικό μου…» σχεδόν φώναξε προσέχοντας όμως να μην κάνει φασαρία για να μην μπουκάρουν οι φύλακες που ήταν απ’ έξω από την πόρτα και τους πιάσουν στα πράσα. «Είναι το βιβλίο που σου έλεγα» συμπλήρωσε ενώ προσπάθησε να το πάρει ξανά από τα χέρια του και ο Φράνσις ανοίγοντας τα χέρια του για να το πάρει εκείνη πίσω κάρφωσε την ματιά του μέσα στην δική της.

«Περίεργο» ψιθύρισε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνη.

«Τι είναι περίεργο;» τον ρώτησε σχεδόν άηχα.

«Έχω και εγώ ακριβώς το ίδιο βιβλίο με αυτό στο δωμάτιο μου» της εξήγησε ακόμα σοκαρισμένος με την διαπίστωση αυτή.

«Μου το είχε χαρίσει…» προσπάθησε να συνεχίσει αλλά ξαφνικά πάγωσε.

«Ποιος μου το είχε χαρίσει;» ρώτησε τον ίδιο του τον εαυτό ενώ κοίταζε το κενό προσπαθώντας πολύ σκληρά να θυμηθεί.

«Αυτό και αν είναι περίεργο… Θα ορκιζόμουν ότι ήξερα, ότι θυμόμουνα…» συνέχισε να παραμιλά σαν να ήταν μόνος.

«Για ποιο πράγμα μιλάει;» ρώτησε με περιέργεια η Μάριαν προσπαθώντας να τον κάνει να ξεπαγώσει. Φαινόταν να τα έχει τόσο χαμένα που δεν ήξερε τι να κάνει για να τον βοηθήσει.

«Μιλάει για…» ξεκίνησε να λέει αλλά σταμάτησε και πάλι. «Μάλλον έχει περάσει καιρός από τότε που το διάβασα και δεν θυμάμαι» συμπλήρωσε ηττημένα κάτω από τον αναστεναγμό του.

«Ή ίσως και να μην το διάβασα τελικά καθόλου…» συνέχισε και άφησε ένα γελάκι να του ξεφύγει. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν τα πάω και τόσο καλά με τα βιβλία όπως εσύ» εξήγησε αλλά η Μάριαν δεν χαμογέλασε με αυτό του το αστείο.

«Μπορώ να το δω;» ζήτησε πιο σοβαρός και η Μάριαν κοιτάζοντας για λίγο το πολύτιμο βιβλίο της τελικά άνοιξε τα χέρια της και τον άφησε να το πάρει.

Πιάνοντας το για μια στιγμή,  ο Φράνσις έκανε την ίδια ιεροτελεστία με πριν. Χάιδεψε απαλά το δέρμα, το έφερε κοντά στην μύτη του, πήρε μια βαθιά ανάσα για να αφήσει το άρωμα του να εισχωρήσει βαθιά μέσα του και μετά την κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο γεμάτο νοσταλγία.

«Μπορεί να μην θυμάμαι ποιος μου το έχει δώσει ή τι γράφει αλλά αυτή την περίεργη αίσθηση που αφήνει το δέρμα καθώς το αγγίζω ή αυτή την μυρωδιά που έχουν τα φύλλα θα τα αναγνώριζα παντού» της είπε και αφού η Μάριαν δεν αντέδρασε στα λόγια του άνοιξε το βιβλίο και άρχισε να το ξεφυλλίζει.

Προσπάθησε να συλλαβίσει τις πρώτες λέξεις του τίτλου αλλά καθώς δεν τα κατάφερε τα παράτησε.

«Σε τι γλώσσα είναι γραμμένο;» αναρωτήθηκε φωναχτά.

«Στα Γαέλικα» του απάντησε εκείνη και καθώς συνέχισε να το ξεφυλλίζει χωρίς ουσιαστικά να καταφέρνει να διαβάσει τίποτα από όσα έγραφε κούνησε το κεφάλι του θετικά.

«Στην μητρική σου γλώσσα» μουρμούρισε την διαπίστωση του.

«Δεν γνωρίζεις καθόλου Γαέλικα;» τον ρώτησε με περιέργεια και κούνησε το κεφάλι του και πάλι αρνητικά.

«Αλλά θα μπορούσες να μου μάθεις εσύ ή απλά να μου το μεταφράσεις καμία φορά στα Γαλλικά ή έστω στα Αγγλικά;» της πρότεινε και η Μάριαν έχοντας ακόμα μπροστά στα μάτια της την εικόνα του να φιλάει την Κένα ήθελε να του πει τόσα πολλά αλλά τελικά μουρμούρισε μόνο.

«Αν αυτό σε ευχαριστεί».

«Αν αυτό με ευχαριστεί;» σχεδόν αναφώνησε νευριασμένα και αμέσως έκλεισε το στόμα του και αφουγκράστηκε τις κινήσεις των φρουρών έξω από την πόρτα κάνοντας της νόημα να μην μιλήσει. 

Μόλις διαπίστωσε ότι εκείνοι ήταν ακίνητοι, γύρισε το πρόσωπο του και πάλι προς την μεριά της και άφησε την ανάσα του να βγει αργά από μέσα του με ανακούφιση.

«Δεν μπορούμε να μιλήσουμε εδώ… είναι πολύ επικίνδυνο» είπε περισσότερο στον εαυτό του παρά στην Μάριαν και εκείνη κατένευσε ελπίζοντας να φύγει και να την αφήσει και πάλι στην ησυχία της αλλά ο Φράνσις δεν ήταν διατεθειμένος να καταθέσει έτσι εύκολα τα όπλα.

Καθώς σηκώθηκε όρθιος πέταξε το βιβλίο που κρατούσε πάνω στο κρεβάτι. Κάνοντας τον γύρω του κρεβατιού της στάθηκε από την άλλη μεριά από αυτήν που ήταν ξαπλωμένη η Μάριαν, σήκωσε τα σκεπάσματα και έσκυψε να βγάλει τα παπούτσια του πριν ξαπλώσει δίπλα της. Η Μάριαν βλέποντας τον ένιωσε την καρδιά της να καλπάζει τόσο γρήγορα που είχε παγώσει τελείως στην θέση της χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Μόλις ο Φράνσις βρέθηκε πίσω από την πλάτη της και το χέρι του κράτησε το κεφάλι της σταθερό για να μπορέσει να της ψιθυρίσει στο αυτί η ανάσα της κόπηκε στην μέση.

«Μου έχεις εμπιστοσύνη;» την ρώτησε και έκανε το κεφάλι του πιο πίσω για να την κοιτάξει στο λιγοστό φως που του πρόσφερε η φλόγα του μοναδικού κεριού που έκαιγε πάνω στο κομοδίνο της.

«Τ- τι κάνεις;» ρώτησε τρομοκρατημένα με τις λέξεις να κολλάνε πάνω στον λαιμό της και να βγαίνουν διακεκομμένα από το σοκ που είχε πάθει.

«Μην τρομάζεις, δεν πρόκειται να σου τραγουδήσω σήμερα» της είπε πειρακτικά αλλά βλέποντας τον τρομοκρατημένο της ύφος συνέχισε πιο σοβαρά. «Θέλω απλά να με ακούσεις και εφόσον δεν μπορούμε να πάμε στο δωμάτιο μου…» της είπε με υπονοούμενο σαν να μπορούσε αυτό να φτάσει για εκείνη ώστε να καταλάβει τις προθέσεις του.

«Τ- τι θες;» τον ρώτησε τρεμάμενα και ο Φράνσις αναστέναξε αποκαρδιωμένος.

«Γύρνα προς την μεριά μου» της ζήτησε τελικά όσο πιο μαλακά μπορούσε. Όταν είδε ότι εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση για να κάνει αυτό που της είχε ζητήσει προσπάθησε ξανά. «Σου υπόσχομαι ότι θέλω μόνο να σου μιλήσω» την διαβεβαίωσε και η Μάριαν έμεινε αναποφάσιστη να τον κοιτά.

Βλέποντας ο Φράνσις ότι δεν είχε άλλη επιλογή, βάζοντας το χέρι του πάνω στον ώμο της, την γύρισε απαλά προς το πλάι και πιάνοντας τα χέρια της την έφερε ακόμα πιο κοντά του. Η Μάριαν ήταν τόσο παγωμένη που πίστευε ότι αν βάλει λίγη παραπάνω δύναμη θα έσπαγε μέσα στα χέρια του. Προσπαθούσε να είναι προσεκτικός στις κινήσεις του ώστε να μην την τρομάξει παραπάνω αλλά και εκείνη δεν το έκανε ευκολότερο. Μένοντας άκαμπτη τελείως και με μάτια πελώρια από την έκπληξη, ο Φράνσις τελικά κατάφερε να την γυρίσει προς την μεριά του, να καλύψει τα σώμα τα τους με τα καλύμματα, να τυλίξει τα χέρια του γύρω από το σώμα της και βάζοντας το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στο δικό της άρχισε και πάλι να της μιλά μέσα στο αυτί.

«Όλο αυτό είναι για την Κένα; Γι’ αυτό που είδες;» την ρώτησε και καθώς τα χέρια της πάνω στο πουκάμισο του σφίχτηκαν σε γροθιές εκείνος συνέχισε. 

«Λυπάμαι τόσο πολύ που έπρεπε να το δεις αυτό…» της είπε με την πιο απαλή του φωνή και αφού εκείνη δεν αντέδρασε στα λόγια του συνέχισε το ίδιο απαλά. «Αλλά πρέπει να με πιστέψεις ότι δεν ήταν δική μου επιλογή. Ήταν μια ηλίθια δοκιμασία που ετοίμασε η μητέρα μου για να δει τις αντιδράσεις σου. Δεν ξέρω από πού έβγαλε το συμπέρασμα αυτό αλλά είναι σίγουρη ότι έχεις αισθήματα για μένα και ήθελε να διαπιστώσει αν έχει δίκιο» της εξήγησε και η Μάριαν έκανε το κεφάλι της προς τα πίσω για να τον κοιτάξει στα μάτια. Η δυσπιστία που υπήρχε μέσα στην ματιά της δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Φράνσις.

«Σου το ορκίζομαι» της είπε σχεδόν άηχα με τόσο πόνο στην ματιά του που λίγο ήθελε η Μάριαν να τον πιστέψει αλλά το όραμα δεν έκανε λάθος. Μπορεί σήμερα να ήταν μια δοκιμασία αλλά αύριο;

«Μ-με τ-την Κένα…» ήταν τόσο αναστατωμένη πια που δεν κατάφερε να φτιάξει μια ολοκληρωμένη πρόταση και μάλιστα χωρίς να καταφέρει να τραυλίσει.

«Μόνο μιλάμε και απλά κάνω τα αδύνατα δυνατά να την κάνω να πιστεύει ότι είναι ιδιαίτερη ενώ το μόνο που θέλω είναι να της πω πόσο πραγματικά ανυπόφορη είναι» της εξήγησε ενώ ακούμπησε το κεφάλι του ξανά πάνω στο δικό της για να μπορεί να μιλήσει σιγανά και να τον ακούσει μόνο εκείνη.

«Μα εγώ σε είδα… σε είδα να την…» μόλις συνειδητοποίησε ότι ήταν έτοιμη να του πει τι είχε δει μέσα στο όραμα της αυτόματα σταμάτησε και έμεινε παγωμένη να περιμένει τις αντιδράσεις του.

«Να την αγκαλιάζω και να της λέω ένα χυδαίο ανέκδοτο που είχα ακούσει και εκείνη να χαχανίζει λες και καταλάβαινε τι έλεγα; Αν και μεταξύ μας δεν θα μου έκανε εντύπωση αν πράγματι καταλάβαινε» συμπλήρωσε για εκείνη και η Μάριαν έγειρε το κεφάλι της και πάλι προς τα πίσω για να τον κοιτάξει. Δεν ήξερε τι να πιστέψει πια.

«Σου λέω την αλήθεια Μάριαν… μόνο την αλήθεια, θέλω να με πιστέψεις» επέμενε ενώ της χάιδευε απαλά το μάγουλο με την αναστροφή της παλάμης του κοιτώντας την με παράπονο.

«Δεν ξέρω τι να πιστέψω» μουρμούρισε ηττημένα την αλήθεια ενώ έκλεινε τα μάτια για να αποφύγει το βλέμμα του.

Τραβώντας την ξανά κοντά του, ακούμπησε το κεφάλι του απαλά πάνω στο δικό της και καθώς άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά της παρηγορητικά αναστέναξε βαριά πριν καταφέρει να το σταματήσει.

«Θέλω να πιστέψεις ότι, ό,τι γίνεται έξω από τα δωμάτια μας είναι μόνο για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες της μητέρας μου. Ότι και να με δεις να κάνω να ξέρεις ότι το κάνω για να μας αφήνει στην ησυχία μας αλλά ποτέ… ΠΟ-ΤΕ, δεν θα χαρίσω σε καμία από αυτές ότι σου ανήκει» της ψιθύρισε και η Μάριαν έμεινε ακίνητη και τελείως μπερδεμένη.

«Δεν καταλαβαίνω» παραδέχτηκε.

«Μπορεί να με δεις με άλλη ή άλλες αλλά να ξέρεις πάντα ότι αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Καμία από αυτές δεν θα γίνει βασίλισσα μου… βοηθάει αυτό;» την ρώτησε και καθώς η Μάριαν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά ο Φράνσις αναστέναξε και προσπάθησε ξανά.

«Σε καμία από αυτές δεν θα τραγουδήσω το τραγούδι που τραγούδησε εκείνο το πουλάκι πάνω στο δέντρο στην θηλυκιά του» της είπε με νόημα και η Μάριαν έμεινε αφύσικα ακίνητη μόλις διαπίστωσε τι εννοεί.

«Γιατί το κάνει αυτό η μητέρα σου;» δεν μπορούσε να μην καλύψει την απορία της αυτή.

«Γιατί λέει ότι πρέπει από τώρα να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ακόμα και μετά τον γάμο μας θα πρέπει να με μοιράζεσαι με άλλες» της μαρτύρησε με πόνο και η καρδιά της Μάριαν σφίχτηκε περισσότερο.

«Και θα πρέπει…» δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την φράση της τα δάκρυα της ήταν έτοιμα και πάλι να ξεχειλίσουν αλλά εκείνη πάλευε με πείσμα να κρατηθεί για να μην του δείξει το πόσο πόναγε.

«Να με μοιράζεσαι;» συμπλήρωσε την φράση της για εκείνη και μόλις κούνησε το κεφάλι της θετικά εκείνος την έσφιξε τελείως επάνω του. «Τι σου ορκίστηκα μόλις;» την ρώτησε σχεδόν πειραχτικά.

«Ποτέ;» τον πίεσε περισσότερο.

«Είσαι και θα είσαι η μοναδική γυναίκα που θα γνωρίσω ποτέ στην ζωή μου. Η ψυχή μου και το σώμα μου θα ανήκουν μόνο σε σένα» της δήλωσε με επισημότητα δίνοντας της όρκο ζωής και η Μάριαν με έναν βαθύ αναστεναγμό χαλαρώνοντας τα σφιγμένα της χέρια τα άπλωσε για να τα τυλίξει γύρω από τον λαιμό του.

«Δεν ξέρω τι να πω» παραδέχτηκε, ήταν ακόμα τόσο μπερδεμένη.

«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, μόνο να με πιστέψεις… Μόνο να με πιστέψεις και να με εμπιστευτείς» την ικέτεψε και η Μάριαν χωρίς να έχει άλλες αντοχές κατένευσε τρεμάμενα.

«Σε εμπιστεύομαι».

Την άλλη μέρα το πρωί τα πράγματα ήταν ακόμα πιο εύκολα. Λόγω του ότι η Μάριαν κατάφερνε να περπατά καλύτερα όταν έκανε πως κούτσαινε πήρε την απόφαση να μην διαψεύσει τον θεραπευτή που ήταν σίγουρος ότι είχε στραμπουλίξει το πόδι της. Αυτό φυσικά παραλίγο να της κοστίσει το περίπατο που είχε προγραμματιστεί για σήμερα τους κήπους του κάστρου αλλά ευτυχώς η βασίλισσα επέμενε ότι δεν θα έπρεπε να κλειστεί μέσα μια τέτοια υπέροχη μέρα. Φυσικά η Μάριαν δεν μπορούσε να μην πονηρευτεί αλλά δεν το άφησε να το δει και η βασίλισσα της. Ότι και να είχε σχεδιάσει ο πρίγκιπας της της είχε δώσει πλέον τον λόγο της, της είχε ορκιστεί ότι ήταν μόνο δικός της και ότι και να έβλεπε ήταν σίγουρη πια ότι δεν είχε καμία σημασία για εκείνον.  

Με την βοήθεια της μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ κατάφερε τελικά να φτάσει μέχρι τους κήπους και μόλις βρήκε ένα ήσυχο και απομονωμένο αλλά εξίσου καλό σημείο ώστε να μπορούν όλοι να την βλέπουν και να την σχολιάζουν ανενόχλητα σχεδόν άδειασε το κορμί της και καλά κουρασμένα. Εννοείτε ότι δεν είχε κουραστεί ούτε στο ελάχιστο αλλά αν ήθελε να αποφύγει μερικά ακόμα γεύματα με το βασιλικό ζεύγος και επίσης πολλά από τα επιπλέον μαθήματα της μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ έπρεπε να παίξει πολύ καλά τον ρόλο της.

Πριν φτάσει στο απομονωμένο της παγκάκι είχε προσέξει ότι ο Φράνσις έκανε και πάλι παρέα με εκείνη την Κένα αλλά δεν γύρισε να τους ρίξει ούτε μια ματιά. Τα μάτια καρφωμένα μπροστά κοίταζαν ανύπαρκτα εμπόδια που θα της πρόσφεραν άλλη μια ντροπιαστική πτώση ενώ μέσα της δεν παρέλειπε να λέει ξανά και ξανά ότι ήταν μόνο δικός της ώστε να καταφέρει να σταματήσει τα συναισθήματα οργής που της ξύπναγε η εικόνα τους.

 Με το βιβλίο της συντροφιά απολάμβανε τις απαλές ακτίνες του ήλιου που της χάιδευαν το πρόσωπο και για λίγο ένοιωθε τόσο όμορφα σχεδόν ελεύθερη. Μπορεί η ‘Ο μοντίε’ να μην έφευγε λεπτό από δίπλα της αλλά τουλάχιστον όσο η Μάριαν ήταν προσηλωμένη στην ανάγνωση εκείνη δεν την ενοχλούσε. Άλλωστε σήμερα είχε πάρει επίσημη άδεια από την βασίλισσα να ακολουθήσει το φορτωμένο της πρόγραμμα λόγο του τραυματισμού της ή κάτι τέτοιο είχε καταλάβει και ας μην είχε ειπωθεί με λόγια.

«Πόσο βαρετά θα πρέπει να είναι να βρίσκεσαι έξω και να είσαι αναγκασμένη να κάθεσαι σε ένα παγκάκι παρέα μόνο με ένα βιβλίο;» άκουσε την φωνή του Κωνσταντίν που ερχόταν από δίπλα της καθώς άδειασε το κορμί του κυριολεκτικά δίπλα της στο παγκάκι που καθόταν με θράσος.

«Ο μοντιέ… μεσιέ Κωνσταντίν τι νομίζεται ότι κάνετε;» αναφώνησε η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ και τον κοίταξε με φρίκη ενώ η ανάσα της άρχισε να επιταχύνεται επικίνδυνα από την ταραχή της.

«Μην ανησυχείς και έχω την επίσημη άδεια του βασιλέως να βρίσκομαι εδώ» της είπε ο Κωνσταντίν ανενόχλητος καθώς ακουμπώντας την πλάτη του αναπαυτικά προς τα πίσω άπλωνε το χέρι του πίσω από την πλάτη της Μάριαν σαν να του άνηκε όλο το παγκάκι.

«Αν σας δει εδώ η βασίλισσα…» προσπάθησε να τον απειλήσει αλλά ο Κωνσταντίν δεν άλλαζε στάση.

«Από όσο θυμάμαι, η διαταγή του βασιλιά υπερισχύει της βασίλισσας» της χτύπησε πίσω και κουνώντας το χέρι του σαν να έδιωχνε μια ενοχλητική μύγα της έκανε νόημα να φύγει.

«Τώρα μπορείς να πηγαίνεις, η αγαπημένη μας πριγκίπισσα είναι στα καλύτερα χέρια» της είπε και η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ μόνο που δεν λιποθύμησε.

«Ο μοντίε» αναφώνησε βάζοντας το χέρι της μπροστά στο στήθος της και πριν ακούσει και άλλα γύρισε την πλάτη της και έφυγε με προορισμό προς την βασίλισσα που στεκόταν λίγο πιο μακριά από το σημείο όπου καθόταν η Μάριαν και τώρα και ο Κωνσταντίν.

«Ο μοντιέ… ο μοντιέ» την μιμήθηκε ο Κωνσταντίν και η Μάριαν χωρίς να μπορεί να το συγκρατήσει σήκωσε το βιβλίο της μέχρι το ύψος των χειλιών της και χαχάνισε άηχα. «Αναρωτιέμαι υπάρχει φράσει που να μην ξεκινάει με το ‘Ο μοντιέ’;» την ρώτησε και η Μάριαν έκλεισε τα μάτια για να καταφέρει να σταματήσει τα γέλια της αλλά με όχι και τόση μεγάλη επιτυχία.

«Αν αναλογιστείς ότι έχει γίνει το επίσημο όνομα της» μουρμούρισε μέσα από τα γέλια της.

«Και ο Φράνσις έτσι την έλεγε πίσω από την πλάτη της» της αποκάλυψε ο Κωνσταντίν.

«Το…» ξέρω πήγε να ξεφουρνίσει αλλά το έκοψε έγκαιρα και προσπάθησε να το σώσει. «…έκανε πράγματι;» τον ρώτησε και καλά με περιέργεια και ο Κωνσταντίν την κοίταξε διερευνητικά.

«Δεν σου το είπε ποτέ;» προσπάθησε να την ψαρέψει αλλά η Μάριαν δεν έπεσε στην παγίδα του.

«Πότε ακριβώς;» τον ρώτησε με ενδιαφέρον και ο Κωνσταντίν χαμογέλασε ενώ ένευσε θετικά.

«Σωστά… με τόσες ασχολίες…» είπε με νόημα γυρίζοντας την ματιά του προς το μέρος που ήταν εκείνος και η Κένα πριν συνεχίσει. «που χρόνος» κατέληξε.

Η Μάριαν καθώς ήξερε ακριβώς τι θα αντίκριζε αν γύριζε το κεφάλι της προς το μέρος που κοιτούσε τώρα ο Κωνσταντίν, έμεινε να τον κοιτά περιμένοντας να δει που θα καταλήξει όλο αυτό. Αυτό το ξαφνικό του ενδιαφέρον δεν της άρεσε καθόλου αλλά δεν είχε σκοπό να του το αποκαλύψει, όχι ακόμα… όχι πριν μάθει τι ήθελε από εκείνη.

«Δεν σε ενοχλεί;» την ρώτησε πραγματικά σοκαρισμένος από την απάθεια στο πρόσωπο της για το γεγονός ότι ο αρραβωνιαστικό της, μπροστά σε όλους έδειχνε το ενδιαφέρον του σε μια άλλη κοπέλα και όχι στην ίδια του την αρραβωνιαστικιά.

«Γιατί να με ενοχλεί;» τον ρώτησε παραξενευμένη. «Δεν είμαστε δα και παντρεμένοι, δεν γνωριζόμαστε καν, πως μπορώ να έχω την απαίτηση να έχει αισθήματα για μένα. Έτσι κι αλλιώς, όλο αυτό, είναι απλά ένας κανονισμένος αρραβώνας τίποτα παραπάνω» του είπε με ειλικρίνεια και ο Κωνσταντίν έμεινε να την κοιτά με ανοιχτό το στόμα.

«Πόσο χρονών είπαμε ότι είσαι;» δεν μπορούσε να το κρατήσει για τον εαυτό του.

«Γιατί όλοι με ρωτάτε το ίδιο πράγμα;» του έστρεψε την ερώτηση τελείως απελπισμένη πια.

«Μα αγαπητή μου έχεις ακούσει πως μιλάς; Έχεις ακούσει ποτέ τι λέξεις ξεστομίζεις! Αυτό και αν είναι αξιοθαύμαστο! Πραγματικά δεν θα περίμενα ποτέ τόσο ωριμότητα από μια…»

«Μυξιάρικη δεκάχρονη σαν εμένα;» συμπλήρωσε για εκείνον με θάρρος.

«Κοπέλα στην ηλικία σου θα έλεγα» την διόρθωσε και η Μάριαν του χαμογέλασε ευγενικά.

«Αχ δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο τόσο απομονωμένη… θα ήθελες να κάνουμε κανέναν περίπατο μακριά από όλους αυτούς τους γελοίους που δεν ξέρουν να ζουν;» της πρότεινε και ενώ ξαφνιάστηκε από αυτή την πρόταση δεν το έδειξε.

«Θα το ήθελα όσο τίποτα…» του είπε με ενθουσιασμό. «Αλλά δυστυχώς θα πρέπει να αρνηθώ» συμπλήρωσε ευγενικά.

«Αν φοβάσαι την ‘Ο μοντίε’, καθαρίζω εγώ για πάρτη σου» της είπε συνωμοτικά αλλά η Μάριαν κούνησε αμέσως το κεφάλι της αρνητικά.

«Δεν φοβάμαι την ‘Ο μοντίε’» του δήλωσε εννοώντας το απόλυτα.

«Α! Εννοείς το ατύχημα που είχες» διαπίστωσε ο Κωνσταντίν και η Μάριαν κατένευσε με ένα χαμόγελο. Που να ήξερε ότι αυτό το ‘ατύχημα’ θα την γλύτωνε από τόσα πολλά. Αν το ήξερε πιο πριν σίγουρα θα το είχε δοκιμάσει νωρίτερα.

«Κρίμα και περίμενα πως και πώς να βγει από το κλουβί σου για να καταφέρω να βρω μια ευκαιρία να σε πλησιάσω. Μου έλειψε τόσο πολύ ο χορός του πολέμου μας» της εκμυστηρευτικέ.

«Δεν νομίζω ότι ο βασιλιάς μας θα επιτρέψει σύντομα τον όρο μου να παλέψω με παντελόνι» του γύρισε πειραχτικά και ο Κωνσταντίν άρχισε να γελά.

«Πράγματι δεν θα το κάνει αλλά είμαι σίγουρος ότι ούτε αυτό είναι ικανό να σε κάνει λιγότερο καλύτερη από όσο είσαι» η Μάριαν που δεν ήταν συνηθισμένη στις κολακείες ένιωσε παράξενα να ακούει ένα τόσο καλό κομπλιμέντο ιδίως από τον Κωνσταντίν.

«Τα κοπλιμέντα δεν θα σε βοηθούν να κερδίσεις» του είπε συνωμοτικά κλείνοντας του το μάτι της και ο Κωνσταντίν πιο ενθουσιασμένος από ποτέ άρχισε να γελάει με την καρδιά του.

«Ω! Δεν έχεις ιδέα πως το περιμένω αυτό» της επιβεβαίωσε εκείνος και η Μάριαν τελείως αμήχανη γύρισε την ματιά της στο βιβλίο της που παρέμενε κλειστό πάνω στα πόδια της.

«Δεν το αποχωρίζεσαι ποτέ» παρατήρησε και αρπάζοντας το από τα χέρια της άρχισε να το ξεφυλλίζει με ενδιαφέρον.

«Είναι το αγαπημένο μου» του επιβεβαίωσε κρύβοντας με μεγάλο κόπο την ενόχληση που ένιωσε που της το πήρε χωρίς να την ρωτήσει.

«Τι το ενδιαφέρον έχει;» ρώτησε με πραγματική περιέργεια.

«Γιατί δεν το διαπιστώνεις και μόνος σου» του πρότεινε ελπίζοντας η γλώσσα που ήταν γραμμένο το βιβλίο να του ήταν άγνωστη.

«Δεν καταλαβαίνω λέξη… σε τι γλώσσα είναι γραμμένο;» ρώτησε ενώ το επεξεργαζόταν σαν να έψαχνε το όνομα του συγγραφέα.

«Στα Γαέλικα» αλλά μην μου πεις και εσύ να σου τα μάθω ή να σου το μεταφράσω γιατί πραγματικά θα φρικάρω… συμπλήρωσε μέσα της και παρέμεινε ψύχραιμη να τον κοιτά.

«Γαέλικα ε; Η μητρική σου γλώσσα… Πάλεψα πολύ σκληρά να μάθω έστω και μια λέξη αλλά είναι τόσο δύσκολη» παραδέχτηκε και η Μάριαν γέλασε με ανακούφιση.

«Το ίδιο ακριβώς είπα και εγώ όταν μου επιβάλανε να μάθω τα Γαλλικά» παραδέχτηκε και εκείνη και ήταν σειρά του Κωνσταντίν να γελάσει.

«Πόσο σε καταλαβαίνω… εμείς είμαστε άλλο, δεν μοιάζουμε με αυτούς. Ζώντας όλα μας τα χρόνια ουσιαστικά σαν ελεύθεροι, δεν μπορούμε να μπούμε σε καλούπια, δεν μπορούμε να υποκλιθούμε στις απίστευτες απαιτήσεις τους, δεν μπορούμε να συγκινηθούμε το ίδιο με εκείνους με τους τίτλους τους…» της είπε με υπονοούμενο και η Μάριαν έμεινε για μια στιγμή να τον κοιτά χωρίς να μπορεί να πιστέψει τι της είχε πει μόλις.

«Έχω άδικο;» την ρώτησε παραξενευμένος από την ελλείπει της αντίδραση.

«Μάλλον έχει να κάνει με το τι θες στην ζωή» απάντησε διπλωματικά ενώ παίρνοντας το βιβλίο της από τα χέρια του κοίταξε στην ευθεία για να αποφύγει την ματιά του.

«Και εσύ θες αυτό!» της είπε δύσπιστα δείχνοντας προς τους ένοικους του κάστρου που όλη του η διασκέδαση ήταν να θάβουν ο ένας τον άλλον.

«Το τι θέλω δεν νομίζω ότι σε αφορά» του επιτέθηκε χωρίς να τον κοιτά και ο Κωνσταντίν σήκωσε τα χέρια ψηλά σαν να παραδινόταν.

«Έχεις δίκιο. Ζητώ ταπεινά συγνώμη αν…»

«Ταπεινά;» ειρωνεύτηκε.

«Ω! Και εγώ έχω τρόπους αγαπητή μου, δεν είμαι τόσο άξεστος όσο θέλω να δείχνω» της είπε κλείνοντας της το μάτι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA