Ετικέτες

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Soulmates "41. Ένωση ψυχών"




~Μπέλλα~

Έτρεχα μέσα στο δάσος όσο πιο γρήγορα μπορούσα και ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό για να σβήσω την απόσταση που μας χώριζε... Έχοντας το διπλάσιο μέγεθος με την λυκίσια του μορφή από το δικό μου μέγεθος καθώς και από όσο μπορούσα να υπολογίσω και την διπλάσια δύναμη, πως θα μπορούσα να τον σταματήσω στην περίπτωση που εκείνος επιχειρούσε να κάνει κάτι;... αναρωτήθηκα για λίγο αλλά δεν τα παρατούσα, του υποσχέθηκα ότι θα τον προστατέψω και θα έκανα τα πάντα για να εκπληρώσω την υπόσχεση μου με οποιοδήποτε κόστος.

Καθώς οσμίστηκα δυο κατασκηνωτές στην ατμόσφαιρα ένα ζευγάρι που έκανε κάμπινγκ κοντά στο σημείο που εκείνος κατευθυνόταν προσπάθησα να σκεφτώ γρήγορα και αλλάζοντας πορεία βάζοντας όλη την δύναμη της ψυχής μου έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσε να τρέξει το σώμα μου ενώ φώναζα μέσα στην σκέψη του.

~Έντουαρτ μην το κάνεις~ αυτό τον έκανε για λίγο να κόψει ταχύτητα και καθώς ένιωσε την παρουσία μου να γυρίσει προς το μέρος μου κοιτώντας με απειλητικά, ενώ τώρα κατευθυνόταν προς το μέρος μου, και την στιγμή που προσπάθησε να μου ορμήσει δίνοντας ένα σάλτο πέρασα πάνω από το σώμα του... Μόλις τα πόδια μου άγγιξαν την γη γύρισα αυτόματα προς το μέρος του και τον είδα να είναι σε θέση εφόρμησης καθώς με κοίταζε απειλητικά έτοιμος να μου επιτεθεί.

~Δεν θα σε αφήσω να τους κάνεις κακό~ του δήλωσα γρυλίζοντας απειλητικά και εκείνος αφήνοντας ένα λυκίσιο ουρλιαχτό που έκανε την γη να τρανταχτεί όρμησε καταπάνω μου αλλά εγώ δεν κουνήθηκα σπιθαμή.

Καθώς τα δόντια του καρφώθηκαν μέσα στον λαιμό μου γυρίζοντας την μουσούδα μου προς τον δικό του λαιμό, έμπηξα και τα δικά μου δόντια μέσα στην σάρκα του και επειδή δεν το περίμενε αυτόματα τα δόντια του με απελευθέρωσαν και προσπάθησε να με απωθήσει από πάνω του κουνώντας έντονα το κεφάλι του σπασμωδικά κάνοντας το σώμα μου να αιωρείται στον αέρα... Δεν τα παρατούσα, σφίγγοντας με περισσότερη δύναμη τα δόντια μου κρατήθηκα από πάνω του και μόλις χτύπησε το κεφάλι του στο έδαφος για να κάνει το σώμα μου να συγκρουστεί στο χώμα άνοιξα το στόμα μου απελευθερώνοντας τον και πριν προλάβει να κινηθεί αλλάζοντας μορφή έμεινα με τα χέρια μου να είναι σε θέση άμυνας μπροστά από το σώμα μου... Μόλις με είδε κάτι τον έκανε να φρενάρει την επίθεση του και διχασμένος με κοίταζε χωρίς να ξέρει πως να αντιδράσει.

«Δεν θα σου κάνω κακό αλλά δεν θα σε αφήσω να τους πειράξεις, υπάρχει και άλλος τρόπος να ικανοποιήσεις την δίψα σου» του είπα κατηγορηματικά και κοιτώντας μια προς το ζευγάρι που εκείνην την στιγμή παρατώντας την κατασκήνωση του έτρεχε για να μπει μέσα στο αυτοκίνητο του προκειμένου να φύγουν μακριά από τον κίνδυνο που ένιωθε ότι ήταν πολύ κοντά τους, γύρισε ξανά την ματιά του προς την μεριά μου και ξεφυσώντας απανωτά από την μύτη προσπάθησε να παραμείνει ακίνητος στο ίδιο σημείο που ήταν, με μεγάλη δυσκολία μέχρι που το ζευγάρι κατάφερε να βάλει μπρος την μηχανή και να φύγει.

Μόλις η μυρωδιά τους αίματος τους διαλύθηκε και ο αέρας ήταν πια καθαρός ο Έντουαρτ έδειχνε να καταφέρνει να καταλαγιάζει τα ένστικτα του μέσα του και μόλις κατάφερε να κάνει την ανάσα του πιο σταθερή πέρασε την σκέψη του μέσα στην δική μου.

~Βοήθησε με~ παρακάλεσε και καθώς κατένευσα με το πιο αργό μου βήμα προσπάθησα να τον πλησιάσω... Χωρίς να κουνηθεί σπιθαμή, έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω και μόλις άφησα το χέρι μου να ακουμπήσει ανάμεσα στα αυτιά του άφησε ένα πονεμένο γρύλισμα να του ξεφύγει και την στιγμή που άρχισα να τον χαϊδεύω απαλά για να τον παρηγορήσω βάζοντας την μουσούδα του να ακουμπήσει πάνω στο σώμα μου άρχισε να την τρίβει με ένταση.

~ Βρομάς~ τον άκουσα να λέει με μια περίεργη χροιά στην φωνή του και γέλασα δυνατά.

«Είμαι βρικόλακας μην το ξεχνάς» του απάντησα χωρίς να σταματάω να γελάω και καθώς ανασήκωσε το βλέμμα του προς το δικό μου με κοίταξε με παράπονο.

~Νιώθω να καίγομαι~ μου πέρασε μέσα στην σκέψη μου με παράπονο και κατένευσα με κατανόηση.

«Μόλις ικανοποιήσεις την δίψα σου θα νιώσεις καλύτερα...» του υποσχέθηκα καθώς του έτριψα για μια ακόμα φορά την μουσούδα του... «Πάμε για κυνήγι» συνέχισα και απομακρύνοντας το σώμα μου από το δικό του άρχισα να τρέχω ενώ ταυτόχρονα μεταμορφωνόμουν και εκείνος με ακολούθησε με μεγάλη ευκολία.

Παρόλο που δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει το ένστικτο του ήταν τόσο ισχυρό που με μεγάλη ευκολία και δεξιοτεχνία κατάφερνε να κάνει το κυνήγι να μοιάζει τόσο εύκολο που τον κοίταζα και δεν μπορούσα να το πιστέψω... Αν και περίμενα τα χειρότερα τώρα ένιωθα τόσο ήσυχη που όλα πήγα καλά... Καθώς τον κοίταζα πίστευα όλο και περισσότερο ότι ήταν γεννημένος γι αυτό και η ικανοποίηση που ένιωθα μέσα μου με γέμιζε με περισσότερη αυτοπεποίθηση αλλά το γεγονός του ότι ο πρίγκιπας μου δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνιση του μου έφερνε ταυτόχρονα και μια ανησυχία... Τι είχε σκοπό να κάνει; Γιατί δεν έχει δείξει ακόμα κάποιο σημάδι του;

Καθώς ο ήλιος έκανε την πρώτη του εμφάνιση ήξερα ότι δεν είχα πολύ ώρα ακόμα και καθώς δεν ήθελα να χάσω αυτήν την μαγική στιγμή πλησίασα στον λόφο που συνηθίζαμε να πηγαίνουμε πάντα με τον πρίγκιπα μου για να απολαύσω, έστω και λίγο τα χρώματα του ουρανού που μέσα από τα λυκίσια μου μάτια έμοιαζαν με ουράνιο τόξο, πριν ο ήλιος εμφανιστεί και αρχίσει να με καίει μιας που πια δεν είχα το περιδέραιο μου για να με προστατεύει από αυτόν.

Ανεβαίνοντας την πεδιάδα ο Έντουαρτ ελάττωσε την ταχύτητα του και έμεινε πιο πίσω μου αλλά εγώ δεν σταμάτησα, αυξάνοντας τον ρυθμό μου, περνώντας το σώμα μου πάνω από τα αγριόχορτα που χαϊδεύανε απαλά το τρίχωμα μου έκλεισα τα μάτια μου και με το ένστικτο μου για οδηγό κατευθύνθηκα προς την μεγάλη πέτρα που ήταν στο μεγαλύτερο ύψωμα του λόφου με τις δροσοσταλίδες να υγράνουν το τρίχωμα μου αφήνοντας αυτήν την απίστευτη αίσθηση να με παρασύρει στο όνειρο... Ένα όνειρο που έκανε κάθε πρωινό μου όλα αυτά τα χρόνια που ήταν μακριά μου να ζωντανεύει τις αναμνήσεις που με έκαναν και πάλι να νιώθω ξανά έστω και για λίγο ζωντανή.

~Έντουαρτ~

Χορτάτοι πια καθώς το ξημέρωμα έκανε δειλά την εμφάνιση του ενώ οι πρώτες ακτίνες το ήλιου διαπερνούσαν αμυδρά τον αραιά σύννεφα που κινούνταν σχεδόν τεμπέλικα από το ελαφρύ αεράκι! Η Μπέλλα κατευθύνθηκε προς το ψηλότερο σημείο του λόφου και εγώ αμέσως την ακολούθησα με ευκολία χωρίς να την συναγωνίζομαι... Όλα είχαν έρθει τόσο ομαλά και αβίαστα που δεν μπορούσα να το πιστέψω, ένιωθα σαν να ήμουν λύκος όλη μου την ζωή και αυτό μου έδινε τόση αυτοπεποίθηση και τόση σιγουριά για το μέλλον που τώρα με έκανε να πιστεύω ότι είμαι ικανός για τα πάντα, όχι μόνο να κερδίσω την ζωή μου πίσω αλλά μέχρι και την ίδια.

Καθώς η ματιά μου εστίασε στον ορίζοντα ξαφνικά τυφλώθηκα, η ομορφιά που απλώνονταν μπροστά μου με μάγεψε και μειώνοντας τον ρυθμό μου έμεινα πιο πίσω της να τον κοιτώ εκστασιασμένος... Η όραση μου ήταν τόσο καθαρή που τα χρώματα που έβλεπα τώρα  μπροστά μου δεν είχαν καμία σχέση με τα χρώματα που έβλεπε με την ανθρώπινη μου ματιά.

Εκείνη φτάνοντας στον βράχο που ήταν μπροστά μας, με τα δύο της μπροστινά πόδια να μένουν πάνω στον βράχο τέντωσε το κορμί της και κλείνοντας τα μάτια άφησε το απαλό αεράκι να χαϊδέψει το κορμί της καθώς η φύση ξυπνούσε μαζί της... Το τρίχωμα της άξαφνα άρχισε να λαμπιρίζει τόσο πολύ που η ματιά μου δεν ήταν ικανή να κοιτάξει πουθενά αλλού και πλησιάζοντας την, έμεινα δίπλα της να την κοιτώ με την καρδιά μου να καλπάζει σαν τρελή... Ήταν σαν οπτασία, δεν είχα δει τίποτα πιο όμορφο στην ζωή μου και μόλις γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου ένιωσα σαν να μου χαμογελά.

~Έχεις δει τίποτα πιο όμορφο στην ζωή σου;~ ρώτησε εννοώντας τα χρώματα στον ορίζοντα.

~Όχι~ της απάντησα με πάθος στην φωνή μου ξέπνοα καθώς εγώ εννοούσα εκείνην και γυρίζοντας την ματιά της ξανά προς τον ορίζοντα ξαφνικά η χροιά της φωνής της πήρε μια περίεργη θλίψη.

~Δυστυχώς όμως θα πρέπει να φύγουμε~ δήλωσε και γυρίζοντας το κορμί της προς την αντίθετη μεριά πήγε να το κάνει και πράξη.

~Δεν μπορούμε να μείνουμε λίγο ακόμα;~ παρακάλεσα γυρίζοντας προς την μεριά της μόνο το κεφάλι μου και εκείνη αμέσως έκοψε το βήμα της γυρίζοντας προς την μεριά μου.

~Αν θες να με δεις να καίγομαι, φυσικά~ με πείραξε.

~Αν φορέσεις το Evenstar μπορούμε να κάτσουμε περισσότερο~ πρότεινα και έκανε δύο βήματα προς το μέρος μου κοιτώντας με προβληματισμένη.

~Γιατί το φόρεσες;~ ρώτησε με μια δόση κατηγορίας στην φωνή της.

~Για να μην το χάσω, ήταν το μόνο σημείο που θα ήταν ασφαλές κατά την μεταμόρφωση μου~ είπα ειλικρινά παραλείποντας το κομμάτι ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να το μαγέψουμε ξανά.

Για μια στιγμή ένιωσα ότι δεν την έπεισα και απογοητευμένος γύρισα την ματιά μου ξανά προς τον ορίζοντα.

~Δεν θέλω να γυρίσω ακόμα, δεν νιώθω έτοιμος να τον αντιμετωπίσω~ συνέχισα κάτω από τον αναστεναγμό μου και ένιωσα να με πλησιάζει.

Βάζοντας την μουσούδα της να ακουμπήσει πάνω στον ώμο μου εκείνη προσπάθησε να με παρηγορήσει.

~Έχεις το διπλάσιο μέγεθος από μένα, την διπλάσια δύναμη – ακόμα να το πιστέψω αυτό~ είπε και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της αργά... ~Αν μπορείς να τα βάλεις μαζί μου δεν έχεις να φοβηθείς κανέναν τους~ συνέχισε με περισσότερη πειθώ και έμεινα για λίγο να την κοιτάζω.

~Είναι περισσότεροι, εκείνοι ξέρουν τι να κάνουν και πως, εγώ δεν ξέρω τίποτα, το ένστικτο μόνο δεν φτάνει για να τους αντιμετωπίσω Μπέλλα και το ξέρεις~ της είπα τις φοβίες μου και εκείνη κατένευσε καταλαβαίνοντας το.

~Έχεις όμως και εμένα, δεν θα σε αφήσω μόνο~ μου δήλωσε και γύρισα ξανά την ματιά μου προς τον ορίζοντα.

~Ας μείνουμε λίγο ακόμα~ παρακάλεσα για άλλη μια φορά αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα, με την ματιά της να κοιτάει τον ορίζοντα έμεινε για λίγο να το σκέφτεται.

~Όταν γυρίσουμε όμως...~

~Μπορείς να μου το επιστρέψεις αν αυτό θες~ της επιβεβαίωσα εγώ πριν τελειώσει την φράση της καταλαβαίνοντας τι ήθελε να μου πει και γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος μου τελικά μου έδωσε την άδεια να της το φορέσω.

Αλλάζοντας μορφή πέρασα το περιδέραιο της πάνω από το κεφάλι μου και κρατώντας το στα δύο μου χέρια το έτεινα μπροστά για να το περάσω πάνω από το κεφάλι της αλλά για λίγο δίστασα και αυτό δεν διέφυγε της προσοχής της... Ο φόβος μου ότι όταν θα το έκανα αυτόματα θα ήταν και η τελευταία φορά που την έβλεπα έκοψε την κίνηση μου στην μέση αλλά πριν εκείνη καταλάβει κάτι και αντιδράσει τελικά το πέρασα από το κεφάλι της και το άφησα απαλά πάνω στον λαιμό της ενώ τα χέρια μου ακουμπούσαν απαλά πάνω στο τρίχωμα της.


«Είναι τόσο απαλό» εξωτερίκευσα την σκέψη μου πριν προλάβω να την φρενάρω και αυτόματα άρχισα να το χαϊδεύω χωρίς να είμαι ικανός να ελέγξω την κίνηση μου αυτή... Η Μπέλλα ενοχλημένη έκανε πιο πίσω και τα χέρια μου μείνανε μετέωρα στον αέρα στο ίδιο σημείο που ήταν πριν ενώ το στήθος μου από την απόρριψη της αμέσως διαλύθηκε.

«Πάντα θα ανήκεις σε εκείνον» δήλωσα με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα μου και χαμηλώνοντας τα χέρια μου κοίταξα χαμηλά σφίγγοντας τα δόντια μου απανωτά σε μια προσπάθεια να ελέγξω τον πόνο που διαπερνούσε όλο μου το σώμα. Το ήξερα αλλά ακόμα και τώρα δεν μπορούσα να το χωνέψω.

«Θα ανήκω πάντα σε εμένα» την άκουσα να λέει και σηκώνοντας την ματιά μου την κοίταξα μέσα στα μάτια. Το πρόσωπο της τώρα ήταν αλλιώτικο, τα μάγουλα της πιο ροδαλά από το πρωινό κυνήγι και η επιδερμίδα της πιο ζεστή, τα μάτια της δε, ήταν τόσο λαμπερά που με τύφλωναν καθώς το σοκολατένιο τους χρώμα με έκανε ανίκανο να κοιτάξω κάπου αλλού.

«Σε ερωτεύτηκα πριν καν σε γνωρίσω μέσα από τα όνειρα μου, μέσα από αυτά που περάσαμε με έκανες να σε αγαπήσω μέρα με την ημέρα περισσότερο αλλά ξέρω ότι, ό,τι και να κάνω ποτέ δεν θα είναι αρκετό για να σε κερδίσω, εκείνος θα μπαίνει πάντα ανάμεσα μας» της άνοιξα την καρδιά μου αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα.

«Δεν μπορούμε να ορίσουμε την καρδιά μας...» συνέχισα κάτω από τον αναστεναγμό μου αποφεύγοντας την ματιά της... «Αλλά με εκείνην οδηγό μπορούμε να αλλάξουμε τις πράξεις μας...»

«Έντουαρτ...» είπε επιτακτικά γυρίζοντας με προς το μέρος της με το χέρι της πάνω στο πρόσωπο μου... «Μην τολμήσεις...»

«Είναι δική μου η επιλογή όχι δική σου...» την διέκοψα εκνευρισμένα... «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα και εσύ δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εκείνον...»

«Έντουαρτ κάνεις λάθος, μην το κάνεις αυτό» απαίτησε τραντάζοντας με από τους ώμους.

«Το έχω κάνει ήδη» ήταν το μόνο που της απάντησα καθώς αφήνοντας το πνεύμα μου να αδυνατήσει ένιωσα να πνίγομαι μέσα στο ίδιο μου το σώμα ενώ ένα δάκρυ ένιωθα να κυλάει από τα μάτια μου.

«Έντουαρτττττ» συνέχισε εκείνη πιο νευριασμένα ταρακουνώντας με περισσότερο.

«Σ’ αγαπώ... Μην κάνετε τα ίδια λάθη» είπα με την φωνή μου να σβήνει χωρίς να είμαι σίγουρος αν το είχε ακούσει εκείνη και σίγουρος για την επιλογή μου με όση δύναμη είχα μέσα μου ενίσχυσα το πνεύμα του προγόνου μου και τον άφησα να πάρει τα ηνία.

~Μπέλλα~

Έβλεπα τον μικρό να σβήνει και δεν ήξερα τι να κάνω... Το σώμα του βάραινε, έπεφτε προς τα πίσω ενώ όλο του το σώμα άρχισε να γερνάει, τα χαρακτηριστικά του να σκληραίνουν, το δέρμα του να ζαρώνει... Καθώς τον συγκράτησα από τον αυχένα ενστικτωδώς για να μην χτυπήσει το κεφάλι του έμεινα σοκαρισμένη να βλέπω τις αυλακιές στο πρόσωπο του να βαθαίνουν ενώ τα μαλλιά γινόντουσαν άσπρα σαν το βαμβάκι και χάνοντας την ανάσα μου δεν ήξερα πως να αντιδράσω.

«Έντουαρτ;» ψιθύρισα με όσο αέρα διαθέτανε τα πνευμόνια μου καθώς τα μάτια μου βούρκωναν και μόλις άκουσα την βαθιά σχεδόν άηχη φωνή του πανικοβλήθηκα.

«Δεν έχω πολύ χρόνο» κατάφερε να πει με δυσκολία και φέρνοντας τον κοντά μου ακούμπησα το κεφάλι του πάνω στον ώμο μου και προσπάθησα να βρω την ανάσα μου που είχε χαθεί, ο καρδιακός του παλμός καθώς έσβηνε περισσότερο σε κάθε του χτύπο επιβεβαίωνε τα λόγια του.

«Τι πρέπει να κάνω;» ρώτησα τρεμάμενα πριν προλάβω να κοντρολάρω τον εαυτό μου και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Χρειάζομαι το αίμα σου» κατάφερε να πει και πάγωσα.

Ήμουν σίγουρη ότι μπορούσα να το κάνω αυτό; Να κλέψω την ζωή του κακόμοιρου του παιδιού έστω και αν ήταν δική του επιλογή;... Από την άλλη όσο προετοιμασμένη και να ήμουν γι αυτό δεν μπορούσα να τον αφήσω να φύγει, έτρεμα και μόνο στην ιδέα να τον χάσω ξανά... Το μυαλό μου νέκρωσε όπως και το σώμα, δεν μπορούσα να αποφασίσω.

«Βασίλισσα μου» πρόφερε ικετευτικά καταλαβαίνοντας τον δισταγμό μου και απομακρύνοντας τον από την αγκαλιά μου, συγκρατώντας τον και με τα δύο μου χέρια βύθισα την ματιά μου μέσα στην δική του... Ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε ούτε τα χέρια του να κουνήσει ώστε να μου ανταποδώσει την αγκαλιά.

«Σ’ αγαπώ, δεν έριξα ποτέ την ευθύνη απάνω σου, κατανοώ όλους τους λόγους που σε οδήγησαν σε αυτόν τον δρόμο που δεν ήταν δικός σου γι αυτό και ποτέ δεν σου κράτησα κακία, γι αυτό και πάντα σε συγχωρούσα όπως σε συγχωρώ και τώρα...»

«Ίζαμπελ» με διέκοψε πνιγμένα με φωνή που ίσα κατάφερνε να βγει από μέσα του.

«Σσσσς...» τον καθησύχασα ακουμπώντας απαλά τα χείλια μου πάνω στο μέτωπο του με τα δάκρυα μου να κατρακυλούν πάνω στις βαθιές αυλακές του προσώπου του ξεδιψώντας τες... «Ποτέ δεν θα πάψω να σε αγαπώ αλλά ήρθε η ώρα να σε αφήσω... Λυπάμαι αγάπη μου, λυπάμαι για όλα αλλά περισσότερο γιατί τους άφησα να μας κρατάνε χώρια...» σηκώνοντας ξανά το κεφάλι μου ένιωσα την ματιά του να με καίει, να με στοιχειώνει, ο πόνος τους ξεπερνούσε τον δικό μου αλλά δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, έπρεπε να τον αφήσω να φύγει όσο και να με πονούσε... «Εύχομαι οι δρόμοι να ξανασυναντηθούν» ήταν τα τελευταία μου λόγια και πριν σβήσει τελείως μέσα στην αγκαλιά μου στο άκουσμα τον τελευταίων βαριών χτύπων της καρδιάς του, έσμιξα τα χείλια μας και του έδωσα ένα τελευταίο φιλί για να το αποχαιρετήσω.

Η καρδιά του άρχισε να λιγοστεύει τους παλμούς της, το φιλί του να γίνεται όλο και πιο ασθενές ενώ το σώμα του στα χέρια μου γινόταν όλο και πιο βαρύ.

«Σ’ αγαπώ» ήταν η τελευταία λέξη που βγήκε από τα χείλια του και μετά χάθηκε μακριά κάνοντας το σώμα να αδειάσει άψυχο πάνω στα χέρια μου.


«Έντουαρτ;» τα χείλια μου πρόφεραν αγχωμένα... Καμία αντίδραση, καμία ένδειξη ζωής, είχε χαθεί για πάντα και μαζί με εκείνον και ο μικρός;... «Έντουαρτ;;;;» φώναξα απελπισμένα ενώ τα χέρια μου αυτόματα τον τράνταζαν αλλά η ανάσα του δεν επανερχόταν, η καρδιά του παρέμενε σιωπηλή... «ΈΝΤΟΥΑΡΤΤΤΤΤΤΤ» είπα ξανά με την φωνή μου να σπάει καθώς τα μάτια μου έτρεχαν με ορμή καλύπτοντας όλη την περιφερική μου όραση και καθώς έγειρα προς το μέρος του, ακουμπώντας τον πάνω στο υγρό χορτάρι άφησα τον εαυτό μου να ξεσπάσει σπάζοντας την απόλυτη σιωπή με τα αναφιλητά μου.

Μια βαθιά ανάσα ζητώντας για λίγο αέρα με έκανε να παγώσω και ανασηκώνοντας το κορμί μου τον κοίταξα με ελπίδα... Το σώμα του άρχισε και πάλι σταδιακά να τσιτώνεται, οι αυλακές από το πρόσωπο του να χάνονται, το χρώμα των μαλλιών του να γίνονται ξανά καστανόξανθα και καθώς ένα χτύπος της καρδιά του τον έκανε να τιναχτεί σαν να κάποιος μόλις να του είχε κάνει ηλεκτροσόκ, η αλλαγή στο σώμα του άρχισε να γίνετε με πιο γρήγορο ρυθμό ενώ η καρδιά του ζωντάνευε λεπτό το λεπτό περισσότερο.

Δεν ήξερα πως να αντιδράσω, αν είχα καρδιακό παλμό σίγουρα τώρα η καρδιά μου θα είχε σπάσει κάθε κοντέρ και με τα μάτια μου χωρίς να σταματάνε να ξεχειλίζουν, κράτησα το πρόσωπο του μέσα στα δύο μου χέρια και άρχισα να του ψηλαφίζω το πρόσωπο σαν τυφλή.

«Έντουαρτ;;;» ρώτησα απελπισμένα και εκείνος καθώς προσπαθούσε να βρει έναν φυσιολογικό ρυθμό στην αναπνοή του άρχισε να κοιτάει αριστερά και δεξιά μπερδεμένος... «Έντουαρτ, είσαι καλά, είσαι εδώ...» έλεγα ακατάπαυστα και πιάνοντας τα χέρια μου σταθεροποίησε την ματιά του μέσα στην δική μου.

«Τι έγινε; Τι συμβαίνει;» ρώτησε με αγωνία χωρίς να μπορεί ακόμα να καταλάβει τι είχε μόλις διαδραματιστεί.

«Όλα θα πάνε καλά» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω και ανασηκώνοντας τον στην αγκαλιά μου έβαλα το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στον ώμο μου και τον χάιδεψα παρηγορητικά στον σβέρκο και στην πλάτη... «Όλα θα πάνε καλά» επανέλαβα ακόμα μια φορά περισσότερο για να το πιστέψω εγώ και μόλις ένιωσα τα χέρια του να με σφίγγουν απάνω του χωρίς να έχω άλλες αντοχές ξέσπασα ότι όλη αυτήν την ώρα με έπνιγε και οι ρόλοι μας αντιστράφηκαν με μιας, τώρα εκείνος ήταν που με παρηγορούσε και εγώ εκείνη που είχα ανάγκη να με καθησυχάσει.

~Έντουαρτ~

Καθώς φάνηκε να βρίσκει σταδιακά την αυτοκυριαρχία της και το σώμα της ηρεμούσε, συνειδητοποιώντας τι έκανε απομάκρυνε το κορμί της από το δικό μου και χωρίς να με κοιτά άρχισε σπασμωδικά να καθαρίζει το πρόσωπο της από τα δάκρυα της ντροπιασμένα.

«Συγνώμη δεν κατάλαβα...»

«Μπέλλα...» την σταμάτησα και την ανάγκασα να με κοιτάξει... «Τι συνέβη;» ρώτησα αγχωμένα προσπαθώντας σκληρά να καταλάβω την αντίδραση της και περισσότερο γιατί είχα πάρει ξανά τον έλεγχο του κορμιού μου.

«Καλύτερα να φύγουμε» ήταν η μοναδική της απάντηση και αλλάζοντας μορφή άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος χωρίς να μου δίνει το δικαίωμα της επιλογής.

Χωρίς να χάνω χρόνο, ενστικτωδώς, άλλαξα μορφή και με ευκολία την ακολούθησα... Φτάνοντας στο σημείο που έσπασα την κατάρα εκείνη πλησιάζοντας τα σχισμένα μου ρούχα με ενημέρωσε ότι βρήκε τα κλειδιά μου και πιάνοντας τα με τα δόντια της κίνησε προς το αυτοκίνητο μου όπου ήταν το μοναδικό που είχε απομείνει στο ξέφωτο και εγώ την ακολούθησα σιωπηλός.

Την στιγμή που έφτασε στο πορτμπαγκαζ άφησε τα κλειδιά στο έδαφος και πατώντας τα με το μπροστινό της πόδι για να ξεκλειδώσει το αμάξι ταυτόχρονα άλλαξε μορφή και το άνοιξε... Γέρνοντας προς τα μέσα έβγαλε μια μπλούζα και άρχισε να την φοράει με νεύρο... Βλέποντας την άλλαξα μορφή και απορριμμένος της πλησίασα.

«Πως;...» πήγα να την ρωτήσω αλλά εκείνη χωρίς να με κοιτάει, βγάζοντας μια αλλαξιά για μένα την πέταξε απάνω μου και συνέχισε να ντύνεται καθώς έλεγε.

«Πήρα τα κλειδιά από το μπουφάν σου την ώρα που ήσασταν απασχολημένοι» με ενημέρωσε πικρόχολα και κρατώντας ένα δαχτυλίδι που το είχε πάρει μέσα από την σακούλα που πριν ήταν τα ρούχα μας το φόρεσε και προσπάθησε να βγάλει το περιδέραιο της από πάνω της.

Βλέποντας την κίνηση της εγώ πάγωσα, κρατώντας ακόμα τα ρούχα στο χέρι έμεινα να κοιτώ τις αντιδράσεις της με την καρδιά μου να επιταχύνεται και καθώς την άκουσε, καταλαβαίνοντας ότι δεν ήταν εφικτό να το βγάλει γύρισε την ματιά της δολοφονικά προς το μέρος μου.

«ΤΙ ΔΙΑΛΟ ΚΑΝΑΤΕ;» φώναξε πλησιάζοντας με επικίνδυνα με το σώμα της να τρέμει από τα νεύρα της και εγώ ενστικτωδώς πισωπάτισα.

«Ήταν ο λόγος που επανήλθες στην ζωή, έπρεπε να σιγουρευτούμε ότι δεν θα το βγάλεις ξανά από πάνω σου» είπα διστακτικά την αλήθεια ενώ συνέχιζα να πισωπατώ με την ανάσα μου να κόβεται και εκείνη παγώνοντας στην θέση της άρχισε να ανασαίνει γρήγορα τρίζοντας τα δόντια της απειλητικά.

Δεν είχα ιδέα πόση ώρα είχε περάσει, εκείνη ακίνητη να με κοιτά και εγώ σαστισμένος να ανταποδίδω το βλέμμα τρομαγμένα.

«Πάμε να φύγουμε από εδώ» είπε τελικά και παίρνοντας τα κλειδιά από το έδαφος που τα είχε παρατήσει, κλείνοντας με δύναμη το πορτμπαγκαζ πήγε στην θέση του οδηγού χωρίς να συμπληρώσει κάτι άλλο.

Την κοίταζα μηχανικά κρατώντας ακόμα τα ρούχα στα χέρια μου και δεν ήξερα τι να κάνω... Ήταν η ηρεμία πριν την καταιγίδα; Το είχε ξεπεράσει κιόλας; Το δέχτηκε τόσο απλά;... Τι;;;

Φορώντας τα ρούχα που μου είχε δώσει μόλις μπήκα στην θέση του συνοδηγού εκείνη πατώντας το γκάζι στην ήδη αναμμένη μηχανή ξεκίνησε... Σε όλη την διαδρομή έτρεχε σαν δαιμονισμένη, παγερά ανέκφραστη με την ματιά της καρφωμένη στον δρόμο χωρίς να βγάλει άχνα.

«Θα μου πεις επιτέλους τι συμβαίνει;» ρώτησα εκνευρισμένα και εκείνη άφησε ένα γελάκι να της ξεφύγει χωρίς ίχνος χιούμορ να καλύπτει τα χαρακτηριστικά της.

«Εσύ τι νομίζεις ότι συμβαίνει;» ρώτησε με μια δόση κακίας στην φωνή της και τα πήρα περισσότερο.

«Αυτό ακριβώς προσπαθώ να καταλάβω» της γύρισα σκληρά με όλον τον εκνευρισμό που με είχε καταβάλει να αντικατοπτρίζεται στην χροιά της φωνής μου.

«Δεν δέχτηκα την αυτοθυσία σου» δήλωσε απλά σαν να μην την ενδιέφερε και πολύ πια το θέμα και έμεινα σοκαρισμένος να την κοιτώ με ανοιχτό το στόμα.

«Γιατί;» ρώτησα χωρίς να το πιστεύω αλλά εκείνη δεν απάντησε.

Κοιτώντας ξανά προς την ευθεία προσπάθησα σκληρά να βρω έναν λόγο για να δικαιολογήσω αυτή την πράξη της αλλά δεν βρήκα τίποτα που θα ταίριαζε σαν δικαιολογία... Είχα σοκαριστεί τόσο πολύ που τα είχα τελείως χαμένα, από την μια ήθελα να πανηγυρίσω για την νίκη μου αλλά από την άλλη δεν ήμουν και τόσο σίγουρος ότι τελικά το ότι πήρα ολοκληρωτικά και πάλι τον έλεγχο του κορμιού μου ήταν μια νίκη.

«Και τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησα το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό με αγωνία.

«Θα δούμε» απάντησε κοφτά και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα.

«Θα δούμε;...» ρώτησα με δυσπιστία... «Είσαι με τα καλά σου; Εκείνος ήξερε τον τρόπο να τους βγάλει από την μέση, εμείς δεν ξέρουμε τίποτα... Πες μου τουλάχιστον ότι σου τον είπε» απαίτησα αλλά εκείνη δεν μου απάντησε... «Είσαι τόσο ηλίθια;» αναφώνησα καθώς κατάλαβα ότι δεν το σκέφτηκε καν να τον ρωτήσει και εκείνη καθώς έφτασε στην αυλή του σπιτιού της πάτησε απότομα το φρένο και βγήκε έξω από το αμάξι και με άδειασε με μιας.

«Μπέλλαααα...» φώναξα καθώς προσπάθησα να την φτάσω αλλά τα αυτοκίνητα που άρχισαν να παρκάρουν πίσω από το δικό μου, μου έκοψαν την φόρα και γυρίζοντας για να δω τι συμβαίνει μόλις είδα τον πατέρα μου, τον παππού μου και τους ακόλουθούς τους να κατεβαίνουν από το αμάξι τους πάγωσα στην θέση μου και έμεινα να τους κοιτώ ξέπνοα.

«Ή μας τον δίνεις με το καλό...» ξεκίνησε ο πατέρας μου αμείλικτα και η Μπέλλα του έκοψε την φράση στην μέση.

«Είναι δικός σας» δήλωσε εκείνη και αυτόματα η ματιά μου γύρισε προς το μέρος της.

~Πως μπορείς να μου το κάνεις αυτό;~ ούρλιαξα μέσα στην σκέψη της αλλά εκείνη κατευθυνόμενη προς την πόρτα της δεν γύρισε καν να με κοιτάξει.

~Είσαι ανήλικος Έντουαρτ μην το ξεχνάς...~ μου απάντησε και δεν είχα ιδέα τι να της απαντήσω σε αυτό... ~Μην τους δήξεις την δύναμη σου, άσ’ τους να νομίζουν ότι είσαι ακόμα ένα άβουλο παιδάκι που κάνει ότι του λένε και θα τα πας μια χαρά~ συνέχισε κλείνοντας την πόρτα πίσω της αφήνοντας με στο έλεος τους και μόλις ένιωσα τα χέρια του να με κρατάνε από τα μπράτσα γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του πατέρα μου.

«Αρκετά αλώνισες, τώρα ήρθε η ώρα να πούμε δύο κουβεντούλες... Οι δύο μας» δήλωσε με δηλητήριο στην φωνή του και αυτόματα γύρισα την ματιά μου προς την κλειστή πόρτα ζητώντας σιωπηλά λίγη συμπαράσταση αλλά εκείνη δεν ήρθε ποτέ. 

Τέλος πρώτου μέρους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA