Έντουαρτ
Ξαπλωμένος ανάσκελα, κοίταζα το ταβάνι και το
άσπρο χρώμα του μου έκαιγε τα μάτια, με εκνεύριζε τόσο που με έκανε να
φαντάζομαι τον εαυτό μου να έχω βεντουζάρει απάνω του και να ξύνω το χρώμα με
τα νύχια μου με μανία βγάζοντας αυτό το απαίσιο χρώμα που μου θύμιζε φυλακή...
~Μήπως να το βάψω στο χρώμα της ώχρας;~... αναρωτήθηκα για μια στιγμή
αποσπώντας τον εαυτό μου από τις εικόνες που κατακλίσανε το μυαλό μου μέχρι που
άκουσα την φωνή της να με καλεί.
«Έντουαρτ;» ρώτησε διστακτικά και τα μάτια
μου αυτόματα σφάλισαν καθώς η ανάσα μου βγήκε από μέσα μου απαλά.
Ώχρα, σίγουρα αυτό το χρώμα θα είναι πολύ
καλύτερο από το άσπρο... επιβεβαίωσα μέσα μου με ικανοποίηση και πήρα μια βαθιά
ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με λίγο από τον αέρα που υπήρχε μέσα στο δωμάτιο.
Οι μυρωδιές του καπνού, του αλκοόλ και των ιδρωμένων φρεσκογαμημένων κορμιών
τρύπωσαν μέσα μου και με έκαναν χειρότερα, αηδιάζοντας με. Η κλεισούρα έκανε
τις μυρωδιές τόσο έντονες λες και το δωμάτιο είχε να αεριστεί χρόνια τώρα και
αυτό έκανε όλα τα μέσα μου να γυρίσουν ξανά στο πριν ενώ το κορμί μου,
ανικανοποίητο ακόμα, ζήταγε περισσότερα.
«Πρέπει να φύγω» άκουσα να συνεχίζει
αποσπώντας με από τις σκέψεις μου και τα μάτια μου άνοιξαν ξανά.
«Όχι ακόμα. Δεν έχω τελειώσει μαζί σου»
διέταξα με τραχιά φωνή αλλά δεν γύρισα να την κοιτάξω. Το άσπρο του ταβανιού
έκαψε για άλλη μια φορά τα μάτια μου και καθώς ένιωσα το κάψιμο να απλώνετε,
εκείνο άρχισε να παίρνει μια απόχρωση του ροζ και σιγά σιγά να γίνετε όλο και
πιο βαθύ κόκκινο. Γέλασα με ικανοποίηση αλλά η φωνή της μου έκλεψε ξανά όλη την
χαρά.
«Σε παρακαλώ Έντουαρτ τα έχω παίξει και αύριο
έχουμε σχολείο» την άκουσα να γκρινιάζει και το κεφάλι μου αυτόματα γύρισε προς
το μέρος της. Το σώμα της έκανε πιο πίσω με έκπληξη αλλά δεν έβγαλε άλλη άχνα.
«Είπα....» τα χέρια της σηκώθηκα μπροστά από
το σώμα της αμυντικά ενώ η έκφραση της άλλαζε αντικαθιστώντας την ξινίλα με
ικεσία. Ξέρω ότι μέσα της παρακαλούσα να αλλάξω γνώμη και αυτό έκανε το τέρας
μέσα μου να γρυλίζει με ικανοποίηση ενώ η περιφερική μου όραση άλλαζε πάλι και
τα πάντα γύρω μου άρχισαν να παίρνουν ξανά την απόχρωση του ροζ.
«Μην κουνηθείς σπιθαμή...» διέταξα με το
κεφάλι μου να πλησιάζει το πρόσωπο της απειλητικά με τα δόντια μου να
κροταλίζουν και η ανάσα της αμέσως έγινε πιο γρήγορη. Μυρίζοντας τον φόβο της η
ικανοποίηση μου αυξήθηκε στο έπακρο και τα χρώματα στην περιφερική μου όραση
άρχισαν να σκουραίνουν περισσότερο και να γίνονται για άλλη μια φορά ένα βαθύ
κόκκινο που αναστάτωνε κάθε μου αίσθηση.
Με τα χέρια μου κράτησα τα δικά της που ακόμα
τα είχε αμυντικά μπροστά της και τα έβαλα πάνω από το κεφάλι της χωρίς να αποχωρίζομαι την ματιά της ώστε να
αυξάνω τον φόβο της περισσότερο... Το κορμί της άρχισε να τρέμει ενώ τα μάτια
της πεισματικά πάλευαν να μην δακρύσουν.
«Σε παρακ....» προσπάθησε και τα ματιά μου
αυτόματα άστραψαν ενώ το πρόσωπο μου σκλήρυνε σε επικίνδυνο βαθμό κάνοντας την
φράση της να κοπεί στην μέση.
«Μην βγάλεις άχνα... Μην τολμήσεις να με
αγγίξεις και αν είσαι καλό κορίτσι ίσως και να ανταμειφθείς... Αυτή ήταν η
συμφωνία μας, δεν φταίω εγώ αν πάντα την ξεχνάς» της δήλωσα με δηλητήριο στην
φωνή μου και εκείνη τρεμάμενα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
«Άχνα» απαίτησα ξανά και ακουμπώντας το
πυρωμένο μου κορμί πάνω στο δικό της εκείνη έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω
και δάγκωσε τα χείλια της τόσο δυνατά που αμέσως μύρισα το αίμα που απλώθηκε
μέσα στο υγρό της στόμα ακριβώς την στιγμή που βυθίστηκα μέσα της και χωρίς να
χάνω χρόνο άρχισα να την φιλώ για να γευτώ τον μοναδικό πιο γλυκό χυμό που
μπορούσε να μου προσφέρει. Το ζεστό, γλυκό, ρευστό της αίμα.
Ντέιμον
Την στιγμή που χτύπησα την πόρτα του σπιτιού
των Κάλλεν τα σχεδόν ανεπαίσθητα μουγκρητά του μικρού που δεν ήταν ικανά να
φτάσουν στα αυτιά ενός ανθρώπου έφτασαν στα αυτιά μου και κούνησα το κεφάλι μου
αποδοκιμαστικά... Ο Καρλάιλ το είχε παρακάνει μαζί του και οι συνέπειες ήταν
καταστροφικές τόσο για τον μικρό που είχε χάσει πια τα λογικά του όσο και για
το κακόμοιρο το κορίτσι που θέλοντας και μη τώρα υπέμενε όλη την τρέλα των δύο
πιο ισχυρών της οικογένειας χωρίς να μπορεί να κάνει αλλιώς... Οκ δεν μπορώ να
πω, τα ήθελε ο κώλος της όταν αποφάσιζε να τους την φέρει αλλά και αυτό πια δεν
μπορώ να πω ότι της αξίζει.
Η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι της
εμφανίστηκε η κυρία Κάλλεν με ένα γλυκό χαμόγελο που πάντα με έκανε να νιώθω
περίεργα όταν με κοιτούσε έτσι, ούτε η μητέρα μου δεν ήταν τόσο τρυφερή μαζί
μου.
«Κύριε Σίντ, τι κάνετε; Παρακαλώ περάστε» μου
είπε κατευθείαν κάνοντας μου χώρο για να μπορέσω να περάσω και της χαμογέλασα
καθώς την προσπερνούσα.
«Μια χαρά κυρία Κάλλεν εσείς;;;» ρώτησα πίσω
από ευγένεια και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο... Αν και τα βαριόμουν απίστευτα
όλα αυτά περί ευγένειας με αυτήν την γυναίκα δεν θα μπορούσα να συμπεριφερθώ
ποτέ διαφορετικά. Ένα της χαμόγελο σου λύγιζε κάθε σου αντίσταση και σε έκανε
να νιώθεις και πάλι παιδί που αναζητά όσο τίποτα να σε κλείσει στην αγκαλιά της
για να νιώσεις έστω και λίγο το πως είναι η τρυφερότητα που σου δίνει απλόχερα
ακόμα και αν σε θεωρεί έναν απλό υπάλληλο του άντρα της.
«Μια χαρά αγόρι μου, δόξα τον θεό... Έχεις
έρθει για τον Καρλάιλ;» ρώτησε και κατένευσα... «Αχ δυστυχώς δεν έχει έρθει
ακόμα και δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσει» με ενημέρωσε απολογητικά και βγάζοντας το
κινητό μου αμέσως έψαξα στις επαφές μου για το τηλέφωνο του.
«Μην ανησυχείτε θα το τακτοποιήσω αμέσως» την
καθησύχασα και μόλις ο Καρλάιλ απάντησε στην κλήση του με ενημέρωσε ότι θα
αργούσε και δεν είχα καμία όρεξη να τον περιμένω... Του είπα ότι θα του αφήσω
το πράμα του στο γνωστό σημείο και θα φύγω χωρίς να τον περιμένω και αφού
έκλεισα το τηλέφωνο γύρισα προς την Έσμε ξανά.
«Δεν θα έρθει σύντομα και εγώ δεν μπορώ να
τον περιμένω, μπορώ να του αφήσω αυτό στο γραφείο του;» την ρώτησα δείχνοντας
της τον σάκο που κράταγα και εκείνη όπως και το περίμενα με οδήγησε προς το
γραφείο του αμέσως χωρίς κανέναν δισταγμό.
«Θα ήθελες να σου φέρω κάτι να πιεις;» ρώτησε
και προκειμένου να με αφήσει μόνο για να τακτοποιήσω το περιεχόμενο του σάκου
χωρίς να δει τι περιέχει μέσα της ζήτησα ένα νερό και εκείνη αμέσως
ανταποκρίθηκε θετικά αφήνοντας με μόνο.
Πριν γυρίσει, έβγαλα από την τσέπη μου το
κλειδί της ντουλάπας που είχε διαμορφώσει ο Καρλάιλ σε ψυγείο και αφού το
άνοιξα έβαλα γρήγορα μέσα τον σάκο που περιείχε τα σακουλάκια με το αίμα –
ανθρώπινο και βρικολάκων – που του είχα φέρει και μόλις έκλεισα και κλείδωσα
ξανά την ντουλάπα έφυγα από το γραφείο και πήγα προς το σαλόνι την στιγμή που
είδα την Έσμε να έρχεται προς το μέρος μου.
«Σας ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση...» της
είπα δεχόμενος το νερό... «Ενημερώστε τον Καρλάιλ ότι ο σάκος με τα έγγραφα που
μου ζήτησε είναι εκεί που συμφωνήσαμε» της είπα και αφού μου επιβεβαίωσε ότι θα
το κάνει άφησα το ποτήρι στην άκρη και άρχισα να κινούμε προς την πόρτα με
εκείνη αν με ξεπροβοδίζει.
Καληνυχτίζοντας την τράβηξα μέχρι το αμάξι
μου και πριν προλάβω να ανοίξω την πόρτα η Έλενα έκανε την εμφάνιση της. Την
στιγμή που την είδα να αποχαιρετά την Έσμε σκέφτηκα για μια στιγμή μήπως να την
έπαιρνα μαζί μου μιας και που εκείνη δεν είχε έρθει με αυτοκίνητο αλλά τελικά
μπαίνοντας μέσα στο αυτοκίνητο μου έβαλα μπρος και έφυγα πριν βγει τελείως έξω.
Φτάνοντας στην διασταύρωση που οδηγούσε στον
κεντρικό δρόμο το μετάνιωσα και τελικά μένοντας στο σκοτάδι έσβησα την μηχανή
και έμεινα να την περιμένω εκείνη δεν άργησε να με φτάσει και την στιγμή που
προσπέρασε το αυτοκίνητο άνοιξα την πόρτα και την φώναξα.
«Έλενα;» γυρίζοντας τρομαγμένη προς το μέρος
μου με κομμένη την ανάσα της με κοίταξε και μόλις κατάλαβε ότι ήμουν εγώ
αυτόματα – από υπερηφάνεια – μάζεψε τον εαυτό της και ήρθε με θάρρος προς το
μέρος μου.
«Κύριε Σιντ» ανταπέδωσε και περίμενε υπομονετικά
να δει τι την ήθελαν.
«Να σε πετάξω κάπου;» ρώτησα δείχνοντας με
την ματιά μου προς το αμάξι.
«Δεν χρειάζεται, θα πάρω ταξί» μου πέταξε
προσπαθώντας σκληρά να κρύψει την ειρωνεία από την φωνή της.
«Τέτοια ώρα θα χρειαστείς να περιμένεις
αρκετή ώρα για να περάσει κάποιο, είσαι στον δρόμο μου οπότε» συνέχισα εγώ
ανάλαφρα και εκείνη έδειξε να το σκέφτεται για λίγο ενώ κοίταζε ξανά προς τον
δρόμο.
«Αφού επιμένετε» είπε τελικά ανασηκώνοντας
τους ώμους της και κάνοντας τον γύρω του αμαξιού πήγε και έκατσε στην θέση του
συνοδηγού.
Με απόλυτη ικανοποίηση μπήκα ξανά στην θέση
μου και βάζοντας ξανά την μηχανή σε λειτουργία πάτησα το γκάζι και έφυγα...
Στον δρόμο δεν έλεγε τίποτα, η ματιά της καρφωμένη στον δρόμο δεν δήλωνε κανένα
συναίσθημα και αυτό με εκνεύριζε απίστευτα.
«Φαίνεσαι να χρειάζεσαι ένα ποτό» πέταξα
άξαφνα και γύρισε το κεφάλι της απότομα προς την μεριά μου ζαρώνοντας τα μάτια
της με απορία.
«Το μόνο που χρειάζομαι είναι να κοιμηθώ»
τελικά είπε και ανασήκωσα το ένα μου φρύδι με δυσπιστία.
«Πηγαίνω προς το “Salend” αν θες....»
συνέχισα με υπονοούμενο και η απορία της έγινε μεγαλύτερη.
«Το “Salend” δεν είναι στην αντίθετη
κατεύθυνση;» μου πέταξε με ειρωνεία και γέλασα.
«Και;» ρώτησα αδιάφορα.
«Είπατε...»
«Είπατε;;;;...» την διέκοψα στριφογυρίζοντας
τα μάτια μου απηυδισμένα... «Έλεος Έλενα μόνοι μας είμαστε»
«Δεν σου έχω καμία εμπιστοσύνη» μου δήλωσε
απροκάλυπτα και άφησα ένα γελάκι να μου ξεφύγει.
«Και πολύ καλά κάνεις» της είπα και πριν
προλάβει να αντιδράσει έκανα επιτόπου στροφή και αφού γύρισα τον αυτοκίνητο
προς την αντίθετη κατεύθυνση πάτησα το γκάζι τέρμα και άρχισα να κατευθύνομε
προς το “Salend” με εκείνη να γκρινιάζει εκνευρισμένα.
«Τι κάνειςςςςςςςςςςςςςς... Θέλω να πάω σπίτι
μου, άσε με να κατέβωωωωω» φώναζε και γέλασα με ικανοποίηση.
«Πολύ καλύτερα τώρα» σχολίασα για τον ενικό
που είχε χρησιμοποιήσει και εκείνη ρίχνοντας μου μια δολοφονική ματιά σταύρωσε
τα χέρια της στο στήθος και γύρισε την ματιά της προς την αντίθετη μεριά χωρίς
να πει τίποτα άλλο με το πόδι της να τρυπάει το πάτωμα σαν κομπρεσέρ.
Φτάνοντας στο “Salend” βγήκα από το
αυτοκίνητο και δίνοντας τα κλειδιά μου στον παρκαδόρο πήγα από την μεριά της
Έλενας. Ανοίγοντας την πόρτα της έβαλα το αριστερό μου χέρι να στηριχτεί στο
πλαίσιο της πόρτα περιμένοντας την να βγει αλλά εκείνη εκτός της δηλητηριώδης
της ματιά προς το μέρος μου δεν έκανε καμία κίνηση να κουνηθεί.
«Δεν νομίζεις ότι είμαι πολύ απλά ντυμένη για
ένα τέτοιο μέρος;» ρώτησε εκνευρισμένα και άφησα ένα στραβό γελάκι να μου
ξεφύγει καθώς πλησίαζα το σώμα μου προς το δικό της προκλητικά για να της βγάλω
την ζώνη με το ελεύθερο μου χέρι.
«Και ποιος θα σε δει;» την ρώτησα με βαθιά
φωνή χωρίς να αποχωρίζομαι την ματιά της ενώ με το που έλυσα την ζώνη κρατώντας
το χέρι της την παρέσυρα μαζί μου προς τα έξω και το δηλητήριο στην ματιά της
μετατράπηκε σε απορία.
«Έλα μαζί μου» συνέχισα εγώ βάζοντας το χέρι
μου στην μέση της και πηγαίνοντας προς την πλαϊνή πόρτα έκανα σήμα με μια
κίνηση του κεφαλιού μου στον Μπρεκ και εκείνος αμέσως άνοιξε την πόρτα και μας
άφησε να περάσουμε μέσα.
«Τι δουλεία έχει εδώ ο Μπρέκ; Και μάλιστα σε
τέτοιο πόστο» ρώτησε καχύποπτη και ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Όλοι κάπως πρέπει να επιβιώσουμε» σχολίασα
χωρίς να επεκταθώ παραπάνω σε αυτό το θέμα.
«Δεν είναι πολύ μικρός για να κάνει τον πορτιέρη;;;»
ρώτησε πιέζοντας για περισσότερα και η μόνη απάντηση που της έδωσα ήταν ένα
στραβό ειρωνικό γελάκι. Εκείνη βλέποντας ότι δεν θα πάρει τίποτα άλλο από μένα
τελικά αποφάσισε να τα παρατήσει και σιωπηλή συνεχίσαμε για τον πάνω όροφο του
κλαμπ.
Φτάνοντας στο προσωπικό ιδιαίτερο δωμάτιο του
πρώτου ορόφου που είχε θέα τα ανεξέλεγκτα νιάτα που διασκέδαζαν αχαλίνωτα κάτω
από τα πόδια μας, μόλις την έβαλα μέσα εκείνη κοίταξε για λίγο γύρω της
αδιάφορα και γύρισε προς το μέρος μου με μια αηδιαστική γκριμάτσα.
«Αδιάφορο, μπορώ να γυρίσω τώρα στο σπίτι
μου;» ρώτησε και κλειδώνοντας την πόρτα έπαιξα με το κλειδί προκλητικά μπροστά
της καθώς την πλησίαζα αλλά εκείνη δεν βλεφάρισε καν και αυτό έκανε την
ικανοποίηση μου μεγαλύτερη.
«Από τώρα;» ρώτησα βάζοντας το κλειδί μέσα
στην τσέπη που και πηγαίνοντας προς το μπαράκι γέμισα δύο ποτήρια με ουίσκι και
της πρόσφερα το ένα.
«Δεν έχω όρεξη για τα παιχνιδάκια σου, απαιτώ
να με γυρίσεις πίσω» είπε με θράσος και με ξεσήκωσε περισσότερο το πόσο
γούσταρα το υφάκι της δεν λέγετε.
«Παιχνίδια μου;;;» επανέλαβα δύσπιστα
ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι τονίζοντας την δυσπιστία μου περισσότερο.
«Αν το μάθει ο Καρλάιλ....» προσπάθησε και
γέλασα πιο έντονα κάνοντας την φράση της να κοπεί στην μέση.
«Τότε τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα για
σένα» τόνισα με νόημα.
«Ξέρεις;» ρώτησε χωρίς ανάσα σοκαρισμένα και
πλησιάζοντας την περισσότερο άρχισα να παίζω με μια τούφα από τα μαλλιά της που
έμπαινε εμπόδιο στην απίστευτη ομορφιά της.
«Ότι έκανες συμφωνία με τον γέρο να σου
εξασφαλίσει το μέλλον με αντίτιμο τον καρπό του νέου πρωτότοκου;» ρώτησα
ρητορικά και εκείνη χτυπώντας το χέρι μου έκανε πιο πίσω για να με αποφύγει με
αποστροφή.
«Απαιτώ να με γυρίσεις πίσω τώρα» είπε με
περισσότερο πείσμα και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου κοιτώντας με ικανοποίηση.
«Δεν ήπιες ακόμα το ποτό σου...» έσυρα τα
λόγια μου καθώς την πλησίασα για άλλη μια φορά και κρατώντας το πηγούνι της
σταθερό βύθισα την ματιά μου μέσα στην δική της σαγηνεύοντας την... «Ούτε μου
είπες τι σε βασανίζει» συνέχισα και απελευθερώνοντας την από την ματιά μου
εκείνη πετάρισε τα μάτια της και με κοίταξε για λίγο σαστισμένη όμως αυτόματα
άρχισε να ξεσπά και ότι την βασάνιζε.
«Τον παλιό πούστη μου την έφερε πολύ άσχημα
και αυτό – μα τον θεό – θα μου το πληρώσει πολύ ακριβά... Αν ήξερα ότι το
μαμούχαλο θα μετατρεπόταν σε άνθρωπος των σπηλαίων τότε σίγουρα θα απαιτούσα
για τα τριπλάσια αλλά τώρα... μμμμμμμμ» μούγκρισε με αγανάκτηση και πέταξε με
νεύρο το ανέγγιχτο ποτήρι που κρατούσε στο χέρι της κλείνοντας τα μάτια της
προκειμένου να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία της... «Η συμφωνία ήταν να κάνω ένα
παιδί μαζί του όχι να με ξεπατώνει κάθε τρις και λίγο ο άχρηστος, ο άσφαιρος
που ούτε γι αυτό δεν είναι άξιος» συνέχισε και πλησιάζοντας την της πρόσφερα το
ποτήρι μου και εκείνη πιάνοντας το στο χέρι της το κατέβασε μονορούφι.
«Άλλο ένα;» ρώτησα αλλά πριν απαντήσει ήμουν
ήδη στο μπαράκι και γέμιζα άλλα δύο ποτήρια.
«Τι διάολο θες από μένα;» ρώτησε
εκνευρισμένα.
«Μόνο την παρέα σου» είπα απλά ανασηκώνοντας
τους ώμους μου και μόλις γύρισα προς την μεριά της με κοίταξε εριστικά.
«Την παρέα μου!» επανέλαβε με ένα μειδίαμα
και άφησα ένα γελάκι να μου ξεφύγει.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο μοιάζουμε εμείς οι
δύο...» της είπα δίνοντας της το καθαρό ποτήρι αλλά εκείνη δεν το πήρε και
αφήνοντας το πάνω στο τραπεζάκι μαζί με το δικό μου, την πλησίασα για μια ακόμα
φορά συνεχίζοντας... «Δεν διστάζεις να πάρεις αυτό που θέλεις με οποιοδήποτε
τρόπο...» είπε ενώ απομάκρυνα τα μαλλιά της από το πρόσωπο της που είχε πέσει
την στιγμή του ξεσπάσματος της... «Χρήμα, ένα καλό όνομα για να μπορείς μετά να
έχεις τους πάντα στα πόδια σου και να τους κάνεις να σέρνονται σαν σκυλάκια...
Πίστευες ότι το αντίτιμο θα ήταν μικρό αλλά έκανες λάθος και αυτό το λάθος μπορώ
να το διορθώσω» της δήλωσα και έσμιξε τα φρύδια της με υποψία.
«Και τι θα κερδίσεις εσύ από όλο αυτό;»
ρώτησε απροκάλυπτα και έφερα το πρόσωπο μου σε απόσταση αναπνοής από το δικό
της.
«Εσένα» δήλωσα δαγκώνοντας το σαγόνι της.
«Οκ που είναι η παγίδα» ρώτησε στραβώνοντας
τα χέρια της νευριασμένα στο στήθος κουνώντας το πόδι της νευρικά στο πάτωμα.
«Δεν υπάρχει παγίδα... Σε γουστάρω, μαζί θα
κάνουμε τους πάντες να αναστενάξουν και να ικετεύουν στα πόδια μας για λίγο
έλεος και σε θέλω σύμμαχο σε αυτό που έρχεται... Σου το εγγυώμαι έχει πολύ ψωμί
η υπόθεση» την ενημέρωσα και με κοίταξε δύσπιστα.
«Και γιατί θες παρέα για να τα φας;» δεν
δίστασε να ρωτήσει.
«Θα σου έλεγα ότι η αιωνιότητα είναι πολύ
μεγάλη για να την περάσει κανείς μόνος του αλλά μεταξύ κατεργαραίων νομίζω ότι
η ειλικρίνεια είναι καλύτερη δεν νομίζεις;;;» την ρώτησα και ο εκνευρισμός της
έγινε χειρότερα.
«Περιμένω» απαίτησε και όλα τα μέσα μου
ξεσηκώθηκα περισσότερο... Γαμώτο πόσο γουστάρω τον τσαμπουκά της!!!!
«Γιατί θα είναι πιο ενδιαφέρον έτσι» της είπα
τελικά και βάζοντας το χέρι μου στην μέση της την κόλλησα απόλυτα απάνω μου
αλλά εκείνη δεν αντέδρασε ούτε καν όταν ένιωσε το πόσο με είχε ερεθίσει.
«Και εγώ τι θα κερδίσω από όλο αυτό;» ρώτησε
τελικά.
«Πολλά...» της επιβεβαίωσα δαγκώνοντας το
κάτω της χείλος... «Πάρα πολλά...» συνέχισα δαγκώνοντας το σαγόνι της τώρα...
«Τόσα που θα έχουν μέχρι και τα τρισέγγονα σου να φάνε χωρίς να κουνήσουν ούτε
το ένα τους δαχτυλάκι»
«Και ποιος μου εγγυάται ότι δεν μου τα λες
όλα αυτά για να δεις τις αντιδράσεις μου ώστε να με καρφώσεις στον Καρλάιλ;» με
ρώτησε με δηλητήριο στην φωνή της.
«Ο Καρλάιλ μωρό μου έχει ήδη ξοφλήσει και δεν
το ξέρει καν, άλλοι είναι αυτοί που κινούν τα νήματα αλλά έχουν και το παραδάκι
και έχει μπόλικο για όλους μας» συνέχισα με περισσότερη πειθώ αλλά έβλεπα στο
ύφος της ότι ακόμα δεν την είχα ψήσει αρκετά και αυτό μου ανέβαζε το εγώ μου
στα ύψη... Το μωρό με ξεπερνούσε και αυτό με τρέλαινε αλλά δεν ήθελα να την
σαγηνεύσω για να πάρω αυτό που ήθελα, ήθελα να πέσει στα δίχτυα μου με την δική
της θέληση.
«Θέλω αποδείξεις» δήλωσε αμέσως χωρίς να
αλλάζει στάση και την κοίταξα με θαυμασμό.
Βγάζοντας το κινητό από την τσέπη μου χωρίς
να την αποχωρίζομαι από την αγκαλιά μου, βρήκα στις επαφές μου το νούμερο που
αναζητούσα και το έβαλα στο αυτί μου.
«Ο μικρός έχει ξεφύγει τελείως, ήρθε η ώρα να
γυρίσεις πριν γίνουν τα πράγματα πιο ανεξέλεγκτα» δήλωσα την στιγμή που άκουσα
την γραμμή να ανοίγει πριν μιλήσει και χωρίς απάντηση εκείνη το έκλεισε.
Κοιτώντας την Έλενα στα μάτια ανασήκωσα το ένα μου φρύδι περιμένοντας την
αντίδραση της.
«Και αυτό είναι απόδειξη ότι λες την
αλήθεια;» ρώτησε κοροϊδευτικά.
«Αν δεν με πιστεύεις τότε περίμενε το αύριο
να το διαπιστώσεις με τα μάτια σου... Ξέχνα τον μικρό.......»
«Αν πας να μου την φέρεις....» με διέκοψε και
σφράγισα τα χείλια της με τα δικά μου για να της κόψω την φράση στην μέση και
εκείνη αμέσως δάγκωσε τα χείλια μου τόσο δυνατά σε σημείο να τα ματώσει.
Δαγκώνοντας το κάτω μου χείλος εκστασιασμένος έκανα πιο πίσω να την κοιτάξω.
«Είσαι σίγουρη ότι θες να τα βάλεις μαζί
μου;» ρώτησα με μεγάλη περιέργεια και έκανε μια αηδιαστική γκριμάτσα.
«Δεν σε συμφέρει να μου κάνεις τίποτα γιατί ο
Καρλάιλ δεν θα το αφήσει έτσι οπότε τι έχω να φοβηθώ;» μου γύρισε πίσω και
ανασηκώνοντας την στην αγκαλιά μου με ευκολία εκείνη αυτόματα τύλιξε τα χέρια
της γύρω από τον λαιμό μου ενώ τα πόδια της κλείδωναν γύρω από την μέση μου.
«Γουστάρω τα ζόρικα μωρά αλλά εσύ!!!!! Απλά
είσαι η τελειότητα της πονηριάς και της καπατσοσύνης... Να υποθέσω ότι είσαι
μέσα;» ρώτησα αν και ήξερα ήδη την απάντηση.
«Αν είναι να γλυτώσω από τον άχρηστο»
επιβεβαίωσε και δεν ήθελα τίποτα άλλο... Παρασέρνοντας την προς τον καναπέ την
ξάπλωσα απάνω του χαϊδεύοντας αχόρταγα το ατελείωτο ντελικάτο κορμί της πάνω
από τα ρούχα της και η ανάσα της άρχισε να επιταχύνεται με την καρδιά της να
κτυπάει σαν τρελή και αυτό έφτανε να θολώσει περισσότερο το ήδη θολωμένο μου
μυαλό.
«Είσαι σίγουρη γι αυτό;» ρώτησα άλλη μια φορά
και ανασηκώνοντας το κεφάλι της κάρφωσε το στόμα της πάνω στο δικό μου και
άρχισε να με κατακτάει με ότι μέσον διέθετε και παίρνοντας την απάντηση μου για
το υπόλοιπο της βραδιάς την έκανα να θυμηθεί πως είναι να είναι επιθυμητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου