Έντουαρτ
Τα πάντα καλυφθήκαν με ένα αόρατο πέπλο που χώριζε εμάς τους δύο από τον υπόλοιπο κόσμο. Μόνο εκείνη και εγώ με τις αισθήσεις μας να εντείνονται σε κάθε μας άγγιγμα, κάθε μας φιλί, καθώς τα κορμιά μας συναντούσαν το ένα το άλλο ξανά και ξανά με μοναδικό ήχο την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα σπάζοντας το φράγμα της λογικής. Για μας δεν υπήρχε τίποτα άλλο γύρω μας παρά μόνο αυτή η τόσο μοναδική ένωση που έκανε τις ψυχές μας να αναζωπυρώνονται, τα κορμιά μας να καίγονται όλο και περισσότερο και την λογική μας να σταματάει να υπάρχει.
Ακόμα και αν ήθελα να το περιγράψω απλά δεν
μπορούσα, όλο αυτό που βίωνα αυτήν την στιγμή ήταν τόσο μαγικό που ξεπέρναγε
κάθε φαντασία, κάνοντας με να πιστεύω ότι ήταν απλά ένα όνειρο αλλά δεν ήταν.
Ήταν πράγματι εδώ, την ένιωθα σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου να εισχωρεί μέσα
μου όλο και περισσότερο, η μυρωδιά του ιδρώτα της που κυλούσε πάνω στο κορμί
της κάνοντας αυτήν την ένωση πιο ταιριαστή, μου το επιβεβαίωνε ενώ η μοναδική
της γεύση με κατέκλυζε καθώς την γευόμουν ξανά και ξανά με τα χείλια μου να
απομνημονεύουν την ύπαρξη της.
Πίστευα ότι ήμουν στον παράδεισο αλλά ακόμα
δεν είχα δει τίποτα...
Με τα μάτια κλειστά, συναντούσα το κορμί της
λαίμαργα και εκείνη με ακολουθούσε, χαρίζοντας μου απλόχερα όλο της το είναι με
το σώμα της να αλλάζει. Εκατομμύρια μικρά διαμάντια κάλυψαν όλη της την
μεταξένια επιδερμίδα κάνοντας την ακόμα πιο εκτυφλωτική από ότι ήταν. Αυτό όμως
που έκανε το σώμα μου να την αναζητάει περισσότερο δεν ήταν τόσο η απίστευτη
ομορφιά της όσο η ζεστασιά που αναδυόταν από μέσα της. Ένιωθα σαν τυφλός που
επιτέλους μπορούσα να δω το πρώτο φως της ημέρας, σαν δαιμονισμένος που άξαφνα
ο δαίμονας που με βασάνιζε έφυγε από το κορμί μου μέσα από μια τεράστια έκρηξη
που συντάραξε όλο μου το είναι, σαν διψασμένος που επιτέλους βρήκα μια όαση για
να ξεδιψάσω.
Δεν μπορούσα να το περιγράψω αλλιώς, αυτή η
ένωση για μένα ήταν πολλά παραπάνω από μια ένωση ψυχών, για μένα ήταν ένα
απότομο ξύπνημα από τον λήθαργο όπου βρισκόμουν όλα αυτά τα χρόνια από την
ημέρα που γεννήθηκα. Ενδόμυχα πάντα ένιωθα ότι την αναζητούσα και την πρόσμενα
από την ημέρα που θυμάμαι τον εαυτό μου.
«Σ’ αγαπώ Ίζαμπελ Κουίν, σ’ αγαπούσα ακόμα
και όταν δεν γνώριζα την ύπαρξη σου και πάντα σε περίμενα...» ψιθύρισα με πάθος
χωρίς να αντέχω άλλο να το κρατάω μέσα μου... «Και όσο η ψυχή μου θα υπάρχει, η
αγάπη της για σένα δεν θα σβήσει ποτέ» της ορκίστηκα και τεντώνοντας το κορμάκι
της ένιωσα του χυμούς της να δροσίζουν την πυρωμένη μου σάρκα, την στιγμή που
τα ηδονικά της βογκητά έφταναν σαν μελωδία αγγέλων στα αυτιά μου πλημυρίζοντας
την ψυχή μου με αγαλλίαση.
«Τα λόγια της καρδιάς κανείς δεν μπορεί να τα
αγνοήσει...» ψιθύρισε από τα βάθη της ύπαρξης της, χαμένη μέσα στον κόσμο της
ηδονής... «Ούτε καν η άψυχη καρδιά μου» συμπλήρωσε και ένα δάκρυ σαν διαμάντι
άρχισε να λαμπιρίζει από την άκρη του ματιού της κατηφορίζοντας προς το πλάι.
Ανασηκώνοντας το κορμί της τύλιξε τα χέρια
της γύρω από τον λαιμό μου και έμεινε για λίγο να με κοιτάει ενώ τα κορμιά μας
δεν σταμάταγαν να συναντιούνται.
«Μην με αφήσεις τώρα» παρακάλεσε με σπασμένη
φωνή.
«Ποτέ» υποσχέθηκα σφραγίζοντας τον όρκο μου
με ένα φιλί, ένα φιλί που μου έδωσε μια ανάσα ζωής κάνοντας με να χάσω και το
τελευταίο λιθαράκι λογικής που υπήρχε εκεί να με αφυπνίζει για το τι επρόκειτο
να επακολουθήσει.
Μην αντέχοντας άλλο όλο το βάρος που με
βάραινε, κρατώντας την σφιχτά μέσα στην αγκαλιά μου, την παρέσυρα στο πάτωμα
μακριά από εκείνον τον απαίσιο καναπέ που ένιωθα ότι περιόριζε τις κινήσεις
μου. Ακουμπώντας απαλά το σώμα της πάνω στο ξύλινο δάπεδο έμεινα για λίγο να
την κοιτώ, να θαυμάζω όλη αυτήν την απέραντη ομορφιά της, αφήνοντας την να
διεισδύσει μέχρι τα βάθη της ψυχής μου για να με ζεστάνει με το μοναδικό τρόπο
που μόνο εκείνη ήξερε να με ζεσταίνει.
Τα χέρια της πλαισιώνοντας το πρόσωπο μου, με
καλούσαν να πάω κοντά της, να ξεδιψάσω τα χείλια της, την σάρκα της, την ανάγκη
της να με νιώσει για άλλη μια φορά αλλά δεν κουνήθηκα, φοβόμουν ότι αν το έκανα
δεν θα υπήρχε επιστροφή και ήθελα να απομνημονεύσω αυτήν την οπτασία για μια
τελευταία φορά, να μπορέσω να την φυλάξω μέσα μου και να την κρατήσω εκεί, για
πάντα, βαθιά ριζωμένη μέσα μου σαν φυλαχτό για να μην καταφέρει τίποτα και
κανένας να με κάνει να την ξεχάσω ξανά.
Εκείνη δεν κουνήθηκε, παρέμεινε στην σιωπή
και θα ορκιζόμουν ότι έκανε το ίδιο. Με απομνημόνευε με την ματιά της, με τα
χέρια της που ακουμπούσαν απαλά πάνω στο σώμα μου κάνοντας το να καίγεται όλο
και περισσότερο. Όχι δεν το μπορούσα άλλο όλο αυτό, ξαφνικά ούτε καν οι
συνέπειες δεν ήταν αρκετές για να με σταματήσουν και ακουμπώντας το βάρος μου
απαλά πάνω στο σώμα της, άφησα την σάρκα της να με κάψει, να με στείλει στον
έβδομο ουρανό, να ξεδιψάσει κάθε τι που είχε απομείνει διψασμένο, αφήνοντας την
να με οδηγήσει στην απόλυτη πληρότητα.
Καθώς βυθίστηκα μέσα της για άλλη μια φορά,
βόγκηξα δυνατά την στιγμή που ένιωσα το τέρμα της και άφησα τον εαυτό μου
ελεύθερο. Τα κορμιά μας απόλυτα συγχρονισμένα χόρευαν στον ρυθμό της πιο
αρχαίας μελωδίας, αυτής που οι ψυχές μας τραγουδούσαν και καθώς ένιωθα τον
ιδρώτα μου να κατρακυλάει στην σπονδυλική μου στήλη όλο μου το σώμα
ανατρίχιασε, όλες μου οι αισθήσεις οξύνθηκαν περισσότερο και το μυαλό μου
πλημύρισε με εικόνες. Ήταν εικόνες δικιές της βγαλμένες μέσα από μια άλλη εποχή
που την έκαναν να μοιάζει με άγγελο επί της γης, με τα μάτια της να κοιτάνε
μέσα στην ψυχή μου καθώς με καλούσε να πάω κοντά της.
Τα χρώματα που υπήρχαν γύρω της με γέμισαν με
εφορία. Το απέραντο γαλάζιο που απλωνόταν μπροστά μου, το πράσινο λιβάδι με τα
πολύχρωμα μικρά λουλούδια που ξεπετάγονταν μέσα από την γη κάνοντας με νοητά να
είμαι ικανός μέχρι και να μυρίσω την υπέροχη μυρωδιά τους, καθώς το απαλό
αεράκι τα έκανε να κινιούνται σαν να χόρευαν σε έναν σκοπό που εγώ δεν μπορούσα
να ακούσω, πλημύριζαν τις αισθήσεις μου φέρνοντας μου μια αρμονία που με έκανε
αμέσως να νιώσω ότι είχα γυρίσει εκεί που άνηκα, στο σπίτι μου.
Εκείνη ήταν εκεί, να με περιμένει υπομονετικά
με ένα φωτεινό χαμόγελο να αγγίζει μέχρι και τα μάτια της. Φορώντας ένα
αραχνοΰφαντο λευκό πέπλο που κάλυπτε όλο της το σώμα όπου το απαλό αεράκι το
έκανε να κολλάει απάνω στο σώμα της τονίζοντας περισσότερο τις απίστευτες
καμπύλες της καθώς ανακάτευε απαλά τα πλούσια μαλλιά της. Η επιδερμίδα της πιο
λευκή από ποτέ, ήταν τόσο λαμπερή που με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος.
Μικροσκοπικά διαμαντάκια απλωμένα σε όλη την επιδερμίδα της την έκαναν να
μοιάζει με ξάστερο ουρανό που λαμποκοπάει υπό το φως των αστεριών. Τα καστανά
της μάτια ζεστά να με κοιτάνε με λατρεία.
Δεν είχα δει ποτέ κάτι πιο όμορφο, η ευφορία
που ένιωθε μέσα της με κατέκλυζε, η φωτεινή της επιδερμίδα έπαιρνε κάθε μου
πόνο και τα λόγια της έκαναν την ψυχή μου να λαχταρά να γίνει ένα με τη δική
της.
~Είμαι δική σου~ ψιθύρισε όμως τα χείλια της
δεν κουνήθηκαν... ~Μην φοβάσαι~ συνέχισε και σαν μαγεμένος άρχισα να καλύπτω
την απόσταση που μας χώριζε. Μου ήταν αδύνατον να αρνηθώ το κάλεσμα της, όλο
μου το είναι πόναγε μακριά της.
Φτάνοντας κοντά της, άνοιξε την αγκαλιά της
για μένα και τα χέρια μου αυτόματα αγκάλιασαν το κορμί της χωρίς να
αποχωρίζομαι την ματιά της. Τα μάτια μου απορροφούσαν την απίστευτη ομορφιά της
και καθώς η λάμψη της μας κύκλωσε σβήνοντας κάθε εικόνα που υπήρχε γύρω μας
ένιωσα το σώμα μου να την απορροφά, την ύπαρξη μου να αναγεννιέται και τα πάντα
μέσα μου να γεμίζουν με απόλυτη πληρότητα.
Η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει σαν τρελή, το
σώμα μου τρεμάμενο να μακραίνει ενώ τα κόκαλα μου σπάσανε σε χίλια κομμάτια με
το δέρμα μου να καλύπτεται ολόκληρο με μια μεταξένια γούνα και το σώμα της
αυτόματα με ακολουθούσε. Η ιδρωμένη της γούνα που τώρα είχε καλύψει το δικό της
σώμα, έκανε το σώμα μου να ανατριχιάζει στο άγγιγμα του και εκεί που ένιωσα όλο
το βάρος της ύπαρξης μου να ξεσπάει, τα σκληρά σαν ατσάλι νύχια μου γαντζώθηκαν
στο πάτωμα για να μπορέσουν να με κάνουν να κρατηθώ από κάπου.
Δεν πόναγα πια, καμία σκέψη δεν με έκανε να
υποφέρω, τίποτα άλλο δεν είχε για μένα την δεδομένη στιγμή σημασία πέρα από
αυτήν την ένωση.
Το στόμα μου άνοιξε διάπλατα, τα μάτια μου
σφάλισαν ερμητικά, ένας δυνατός ήχος τράνταξε όλο το κτήριο και η ανάσα μου
πνίγηκε μέσα μου αλλά δεν φοβήθηκα. Αντιθέτως ότι και να ερχόταν εγώ το
καλωσόριζα, το άφηνα να ριζωθεί βαθιά μέσα μου με την καρδιά μου ακόμα να
εξακολουθεί να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς σαν να πάλευε να ξεπηδήσει από μέσα
μου αλλά ούτε αυτό με φόβισε, γιατί ήξερα ότι ήταν εδώ, τα χέρια της σφιχτά
γύρω από το κορμί μου, μου το επιβεβαίωναν και δεν ήθελα τίποτα άλλο.
Η εικόνα της χάθηκε, το άπλετο φως που ανέδυε
το σώμα της έσβησε καθώς εισχώρησε μέσα στο κορμί μου και το απόλυτο σκοτάδι
κάλυψε την περιφερειακή μου όραση κάνοντας το σώμα μου να αδειάσει βαρύ πάνω
στο πάτωμα με την καρδιά μου να σβήνει χωρίς προειδοποίηση.
................ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ................
Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι με τις αισθήσεις μου
να είναι σε πλήρη εγρήγορση, δεν υπήρχε κανένας ήχος να διαταράσσει την ησυχία
μου, καμία εικόνα να αποσπά την προσοχή μου και απόλυτα ακίνητος παρέμενα στην
ίδια στάση να νιώθω για πρώτη φορά στην ζωή μου ολόκληρος.
Δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει ούτε αν αυτό
ήταν απλά το τέλος μου αλλά δεν με ένοιαζε, από την στιγμή που την ένιωθα μέσα
μου, γύρω μου, παντού, ένιωθα τέτοια πληρότητα που θα μπορούσα να παραμείνω
έτσι για πάντα. Ήταν όλα όσα ζητούσα από την ζωή μου και ήθελα να το ζήσω στο
έπακρο. Μέχρι που άξαφνα μια δεσμίδα φωτός άρχισε να βγαίνει από το κέντρο του
στήθους μου και τότε όλα άλλαξαν.
Το σώμα μου άρχισε σταδιακά να κρυώνει και
καθώς αυτή η δεσμίδα φωτός άρχισε να ξεκολλάει από το κορμί μου και να
απομακρύνετε μια τεράστια αγωνία ήρθε να με κατακλίσει. Την έβλεπα να φεύγει
μακριά και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τρέξω κοντά της. Το πρόσωπο της
με στοίχειωνε καθώς τα χαρακτηριστικά της καλύπτονταν με μια αρχαία θλίψη και
αυτό με αποτελείωνε.
Προσπάθησα να της φωνάξω αλλά κανένας ήχος
δεν έβγαινε από τα χείλια μου, προσπάθησα να τρέξω κοντά της αλλά το σώμα μου
δεν αντιδρούσε, αμυδρά από κάπου στο βάθος του μυαλού μου νόμιζα ότι άκουγα
εκείνην να μου φωνάζει αλλά τα λόγια της δεν έφταναν ποτέ στα αυτιά μου μέχρι
που άξαφνα κάποιος με την βία γέμισε τα πνευμόνια μου με αέρα και εκείνα
πάλλονταν άψυχα.
Το στήθος μου άρχισε να πονά αλλά η καρδιά
μου δεν αντιδρούσε, παραμένοντας στην σιωπή διαλυόταν σε χίλια κομμάτια καθώς η
εικόνα της ξεμάκραινε όλο και περισσότερο και η αγωνία μου μετατράπηκε σε
τρόμο.
«Μου το υποσχέθηκες...» ήρθαν τα λόγια της
ξαφνικά να με αφυπνίσουν... «Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα με αφήσεις τώρα» την
άκουσα ξανά να λέει και τότε το κορμί μου άρχισε να αντιδρά. Η ανάγκη μου να
πάω κοντά της, να την νιώσω για άλλη μια φορά με ξεπερνούσε και μόλις ένιωσα τα
πνευμόνια μου να γεμίζουν αέρα ξανά, με όλη την δύναμη της ψυχής μου προσπάθησα
να κάνω τα πάντα για να σβήσω την απόσταση που μας χώριζε.
Μπέλλα
Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι επέτρεψα στον
εαυτό μου να κάνει κάτι τέτοιο. Ήξερα τις συνέπειες, που να με πάρει τις ήξερα
αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό για να με σταματήσει. Τα λόγια του, το
άγγιγμα του, τα φιλιά του έκαναν την λογική μου να σιωπά και σαν τυφλή των
ακολουθούσα, όμως δεν έχω καμία δικαιολογία. Δεν έπρεπε να τον αφήσω να
παρασυρθεί. Μπορούσα να καταλάβω την ανάγκη του αλλά έπρεπε να θυμάμαι πάντα
τις συνέπειες όμως για κάποιον λόγο μου ήταν απλά αδύνατον να τις θυμηθώ. Η
ανάγκη μας να γίνουμε ένα απλά μας ξεπερνούσε, όμως όταν τον ένιωσα να πέφτει
βαρύς απάνω μου, όταν άκουσα την καρδιά του να σιωπά, έχασα την γη κάτω από τα
πόδια μου, την ανάσα μου να χάνετε μακριά και με κάθε τρόπο προσπάθησα να τον
επαναφέρω αλλά εκείνος δεν αντιδρούσε και τα έχασα τελείως.
Γεμίζοντας τα πνευμόνια του με λίγο αέρα
άρχισα να κάνω μαλάξεις στην καρδιά του αλλά εκείνη δεν ανταποκρινόταν όμως εγώ
δεν τα παρατούσα. Μου το είχε υποσχεθεί, δεν μπορούσε να τα παρατήσει τώρα, όχι
δεν έπρεπε να τα παρατήσει. Με περισσότερο πείσμα συνέχιζα ξανά και ξανά μέχρι
που εκείνος παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άνοιξε τα μάτια και η καρδιά του άρχισε
και πάλι να χτυπά τόσο ζωηρά που έκανε την δική μου καρδιά να αντιδράσει.
Παραμένοντας όμως στην σιωπή μου υπενθύμιζε ότι ήταν για πάντα πια νεκρή και
ότι, ό,τι και να γινόταν αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ ξανά. Ήμουν βρικόλακας, η
καρδιά μου είχε σιωπήσει για πάντα, η ψυχή μου δεν μπορούσε να αποτυπωθεί για
δεύτερη φορά όσο και να το ήθελε και ήταν τόσο άδικο για εκείνον.
Έντουαρτ
Μια τεράστια δύναμη μέσα μου με έκανε να
ξεπεράσω τον ίδιο μου τον εαυτό και εκεί που πήρα μια βαθιά ανάσα άνοιξα τα
μάτια μου. Μόλις την είδα μπροστά μου, με το πρόσωπο της να είναι σε απόσταση
αναπνοής από το δικό μου, η καρδιά μου ξανά άρχισε να χτυπά τόσο ξέφρενα που
δεν ήθελε και πολύ να ξεπηδήσει από το στήθος μου. Η ανακουφιστική ανάσα της με
έκανε να νιώσω την αγωνία που είχε βιώσει όλη αυτήν την ώρα και χωρίς να αντέχω
δευτερόλεπτο μακριά της τα χέρια μου την κράτησαν σφιχτά και την έκλεισαν μέσα
στην αγκαλιά μου.
«Μην τολμήσεις να μου το ξανακάνεις αυτό»
εκείνη ξέσπασε χτυπώντας το στήθος μου και χωρίς να το ελέγξω άρχισα να γελώ.
Ήμουν τόσο ευτυχισμένος που δεν μπορούσα με
κανέναν τρόπο να το κρύψω αλλά τα ποδοβολητά από τον κάτω όροφο καθώς και οι
κραυγές αγωνίες που έφταναν στα αυτιά μου με έκαναν για λίγο να παραξενευτώ και
γυρίζοντας το κεφάλι μου προς την τζαμαρία που ήταν δίπλα μας έμεινα
σοκαρισμένος να κοιτώ τους άλλους να τρέχουν χωρίς να είμαι ικανός να καταλάβω
το γιατί.
«Τι πάθανε αυτοί και τρέχουν σαν τρελοί;»
ρώτησα με απορία.
«Χέστηκαν απάνω τους από τις αγριοφωνάρες σου
και τα μουγκρητά σου» απάντησε αυτόματα και άρχισα πάλι να γελώ ανεξέλεγκτα
χωρίς να είμαι ικανός να το σταματήσω... «Σταμάτα να γελάς δεν είναι αστείο»
αναφώνησε απηυδισμένα και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της δαγκώνοντας τα
χείλια μου σε μια προσπάθεια να το σταματήσω αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν ικανό
να με κάνει να το σταματήσω.
«Σε αυτήν την περίπτωση την επόμενη φορά...»
δεν πρόλαβα να τελειώσω την πρόταση μου και εκείνη γουρλώνοντας τα μάτια της
αμέσως με διέκοψε.
«Την επόμενη φορά;;;;;;;» αναφώνησε
σοκαρισμένη.
«Μπέλλα...»
«Αλήθεια πιστεύεις ότι μετά από όλα αυτά θα
υπάρξει επόμενη φορά;;;» ρώτησε χωρίς να το πιστεύει.
«Μπέλλα μην κάνεις σαν μωρό, είμαι εδώ, είμαι
καλά...»
«Δεν ακούω κουβέντα» αμέσως με διέκοψε ξανά
χωρίς να ακούει λέξη από όσα προσπαθούσα να της πω και καθώς σηκώθηκε όρθια
νευριασμένα, παίρνοντας τα ρούχα της από το πάτωμα όπου τα είχαμε διασκορπίσει,
άρχισε να ντύνεται και δεν το άντεξα όλο αυτό.
Καθώς σηκώθηκα πήγα δίπλα της και πιάνοντας
την από το μπράτσο την γύρισα προς την μεριά μου με το ζόρι.
«Έλα εδώ» της είπα ήρεμα και την έκλεισα στην
αγκαλιά μου... «Συγνώμη...» απολογήθηκα αμέσως και εκείνη παίρνοντας μια κοφτή
ανάσα την άφησε να βγει από μέσα της βίαια αλλά δεν είπε και τίποτα άλλο...
«Δεν έχω νιώσει ποτέ πιο ολοκληρωμένος στην ζωή μου και δεν μετανιώνω γι αυτό»
της δήλωσα και σήκωσε το κεφάλι της που το είχε αφημένο πάνω στο στήθος μου για
να με αντικρίσει.
«Μπορώ να καταλάβω απόλυτα το πως ένιωσες
αλλά δεν πρόκειται να το διακινδυνεύσω ξανά» μου δήλωσε πίσω κατηγορηματικά και
φεύγοντας από την αγκαλιά μου συνέχισε να ντύνεται χωρίς να με κοιτάει.
«Θα φύγεις τώρα;» ρώτησα με δυσκολία ενώ
ήξερα ήδη την απάντηση.
«Ναι» απάντησε απλά ενώ έκατσε στον καναπέ
για να βάλει τα παπούτσια της και αφού το σκέφτηκε για λίγο σταμάτησε την
κίνηση της στην μέση και γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου.
«Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Ειλικρινά λυπάμαι
γι αυτό, αλλά δεν μπορώ να αποτυπωθώ σε σένα, δυστυχώς αποτυπωνόμαστε μόνο μια
φορά στην ζωή μας και είναι πολύ επικίνδυνο για σένα λόγο του ότι είμαι
βρικόλακας Έντουαρτ»
«Θα γυρίσεις όμως» ήταν δήλωση παρά ερώτηση
αλλά δεν μπορούσα να μην πάρω την επιβεβαίωση της καθώς καθόμουν δίπλα της
κοιτώντας την με αγωνία.
«Αυτήν την φορά ήσουν τυχερός και επανήλθες,
δεν μπορώ όμως να πάρω το ρίσκο να ξανακάνω το ίδιο λάθος Έντουαρτ» μου είπε
εκείνη και η καρδιά μου πάγωσε.
«Θα γυρίσεις, το υποσχέθηκες» επέμενα εγώ
κατηγορηματικά και κοιτώντας από την άλλη πλευρά έμεινε για λίγο στην σιωπή
αποφεύγοντας την ματιά μου... «Μπέλλα...» προσπάθησα ξανά αλλά γυρίζοντας την
ματιά της προς την μεριά μου έκοψε την φράση μου στην μέση.
«Δεν σου υπόσχομαι τίποτα. Δεν είναι καν στο
χέρι μου. Σε προειδοποίησα γι αυτό» είπε εκείνη και ξεφύσησα περνώντας το χέρι
μου μέσα από τα μαλλιά μου ενώ χαμήλωνα την ματιά μου στο πάτωμα. Όλη η ευτυχία
μετατράπηκε σε απελπισία και δεν ήξερα τι να κάνω για να το αλλάξω όλο αυτό.
«Μου υπόσχεσαι τουλάχιστον ότι θα
προσπαθήσεις;» την ρώτησα παρακλητικά και αφήνοντας την ανάσα της να βγει
εξουθενωμένα από μέσα της, με τον πιο απαλό τρόπο άφησε το χέρι της να
ακουμπήσει πάνω στο μάγουλο μου και αυτόματα έκλεισα τα μάτια μου από αντίδραση
ενώ το χέρι μου κάλυψε το δικό της χέρι για να το κρατήσει εκεί λίγο
περισσότερο πριν πάρει την απόφαση να το αφαιρέσει.
«Θα προσπαθήσω» άκουσα να μου ψιθυρίζει και
ανοίγοντας τα μάτια, άφησα στην ματιά μου να αντικατοπτριστεί όλη η αγάπη που
υπήρχε μέσα μου.
«Θα σε περιμένω» της ανταπέδωσα και μην
αντέχοντας άλλο αυτήν την απόσταση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας, βάζοντας
το ελεύθερο χέρι μου μέσα στα ανακατεμένα της μαλλιά την έφερα απαλά προς το
μέρος μου και έσμιξα για άλλη μια φορά τα χείλια μας.
Δεν μου το αρνήθηκε, αντιθέτως η ανταπόκριση
της ήταν τόσο μοναδική που αυτόματα έκανε όλα τα μέσα μου να καταλαγιάσουν σε
βαθμό να μου δώσουν όλη την δύναμη που χρειαζόμουν ώστε να αντέξω τις μαύρες
μέρες που έβλεπα να έρχονται και με την λαχτάρα μου για εκείνην να με πνίγει,
την κόλλησα απόλυτα απάνω μου και άρχισα να την φιλώ με όλη την αγάπη που
έβραζε μέσα μου περνώντας της μέσα από αυτό το φιλί και τα πιο βαθιά μου
συναισθήματα για εκείνην.
Όσο και να προσπαθούσα να το καθυστερήσω δεν
μπορούσα να αποφύγω την ώρα του αποχαιρετισμού. Την έβλεπα να μπαίνει μέσα σε
ένα μαύρο GMS-SUV και η καρδιά μου πάγωνε, όλο μου το κορμί ήταν έτοιμο να
τρέξει πίσω της, να ανοίξει την πόρτα της και να την τραβήξει μέσα από το αμάξι
και να την φυλακίσει μέσα στην αγκαλιά μου για πάντα ώστε να μην φύγει ποτέ
ξανά αλλά εγώ δεν έκανα τίποτα. Μένοντας χωρίς ανάσα την έβλεπα να ξεμακραίνει
παίρνοντας μαζί της και την καρδιά μου που ήταν για πάντα δική της.
Η παρουσία του Μπρεκ μου τράβηξε την προσοχή
και γυρίζοντας προς το μέρος του τον κοίταξα με απορία. Δεν είχε πει κουβέντα,
με απόλυτο σεβασμό την είχε αποχαιρετήσει σιωπηλά με μια κίνηση του κεφαλιού
του και παρέμεινε εκεί, πιστός φύλακας της πίσω πόρτας κοιτώντας με τώρα χωρίς
κανένα συναίσθημα να περάνει από τα χαρακτηριστικά του. Χωρίς να ξέρω το γιατί
τον πλησίασα αλλά εκείνος δεν βλεφάρισε καν ούτε είπε τίποτα για να σπάσει
πρώτος την σιωπή.
«Είσαι ο Μπρεκ σωστά;» ρώτησα και κατένευσε
για απάντηση... «Ήθελα να σε ρωτήσω...» δίστασα αλλά εκείνος σιωπηλός μου έδωσε
την άδεια να συνεχίσω... «Η Έλιροούζ είναι καλά; Εννοώ όταν την πήγε στο σπίτι
ήταν καλύτερα;» ρώτησα με περισσότερο θάρρος.
«Ναι» απάντησε εκείνος μονολεκτικά χωρίς να
αλλάζει στάση.
«Χαίρομαι γι αυτό...» είπα αμήχανα χωρίς να
ξέρω τι άλλο να πω μιας και που δεν φαινόταν να είχε όρεξη για να ανοίξει κουβέντα...
«Δεν θα ήθελα να πάθει κάτι εξαιτίας μου...» δικαιολογήθηκα περνώντας το χέρι
μου μέσα από τα μαλλιά μου αλλά και πάλι δεν το σχολίασε... «Όπως και να έχει
σε ευχαριστώ που την φρόντισες» συνέχισα αλλά και πάλι δεν είπε τίποτα,
κατένευσε καταφατικά και παρέμεινε σιωπηλός πάντα κοιτώντας με χωρίς να
εκφράζει κανένα συναίσθημα.
Πριν σκεφτώ το τι θα ήταν καλύτερο τώρα να
κάνω η φωνή της Έλενας έφτασε στα αυτιά μου και αυτόματα με έκανε να αναστενάξω
απελπισμένα.
«Που είσαι τόση ώρα εσύ; Φάγαμε όλο τον τόπο
να σε ψάχνουμε...» έλεγε ακατάπαυστα κατηγορώντας με λες και είχα κάνει το
χειρότερο έγκλημα για εκείνην. Εδώ που τα λέμε αν ήξερε ή αν υποψιαζόταν έστω
και στο ελάχιστο το τι είχα κάνει, σίγουρα θα ήταν το χειρότερο έγκλημα για
εκείνην.
«Μια στιγμή...» ξαφνικά σαν να της ήρθε
αναλαμπή απότομα φρέναρε και με κοίταξε εχθρικά αλλά εδώ δεν αντέδρασα... «Εσύ
ήσουν αυτός που τράνταξε το κτήριο με τις φωνές σου; Πήγες με άλλη;» ούρλιαξε
και στριφογύρισα τα μάτια μου με απελπισία. Δεν έλεγα τίποτα άλλο ο πούστης;
Αναρωτήθηκα και κοίταξα παρακλητικά προς τον Ντέιμον και εκείνος δεν χρειάστηκε
δεύτερη κουβέντα.
Πριν η Έλενα συνεχίσει, την γύρισε προς την
μεριά του και σαγηνεύοντας την, της άλλαξε τα όσα θυμόταν ώστε να μην έχουμε
κανένα παρατράγουδο με τον πατέρα μου. Την στιγμή που μας έφεραν το αυτοκίνητο
του Ντέιμον και πήγα να μπω στο πίσω κάθισμα για να φύγουμε κοίταξα για άλλη
μια φορά προς τον Μπρεκ και εκείνος ανταπέδωσε το βλέμμα μου το ίδιο σοβαρός
και ανέκφραστος με πριν. Δεν μπορούσα να τον καταλάβω, κάτι περίεργο υπήρχε
απάνω του αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω το τι και παρατώντας τα τον καληνύχτισα
με μια κίνηση του κεφαλιού μου και αφού το ανταπέδωσε και εκείνος μπήκα στο
αμάξι και ο Ντέιμον μας γύρισε σπίτι. Για καλή μου τύχη η Έλενα, από όσα της
είχε περάσει ο Ντέιμον, είχε πάρα πολλά να σχολιάσει και έτσι με άφησε στην
ησυχία μου για το υπόλοιπο της διαδρομής και εγώ βρήκα την ευκαιρία να μπω για
λίγο στον κόσμο του ονείρου αναπολώντας όλα όσα είχαν γίνει σήμερα.
Ήταν η καλύτερη εμπειρία της ζωής μου, η πιο
ευτυχισμένη μέρα από όλες και ακόμα και αν άφηνε μια πικρή γεύση για το τέλος
δεν θα την ξεχνούσα ποτέ ότι και να γινόταν, ορκίστηκα μέσα μου και αφήνοντας
το χαμόγελο μου να απλωθεί σε όλα μου τα χαρακτηριστικά έκλεισα τα μάτια μου και
άφησα την εικόνα της να εισχωρήσει για άλλη μια φορά μέσα μου για να την
κρατήσω για πάντα κοντά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου