Έλενα
Είχα φτάσει στα όρια μου, στην κυριολεξία
σερνόμουνα από μάθημα σε μάθημα με τα μάτια μου μισόκλειστα από την εξάντληση.
Τι το ήθελα η ρουφιάνα να το κάνω και με τον Ντέιμον;;;; Δεν μου έφτανε το
ξεπάτωμα που είχα φάει από τον Έντουαρ;;; Τα είχα δει όλα αλλά γαμώ την τρέλα
μου γαμώ ποτέ ξανά στην ζωή μου δεν έχω νιώσει πιο γεμάτη, πιο ολοκληρωμένη και
αυτό με τρελαίνει ακόμα περισσότερο. Μα από όλους τους άντρες που έχω πάει
αυτός έπρεπε να με κάνει να νιώσω για πρώτη φορά στην ζωή μου πως είναι να
νιώσεις την απόλυτη ολοκλήρωση;;;; Μμμμμμμμμμμμμμμμμ... μούγκρισα μέσα μου και
μόλις ένιωσα το σκούντημα της Κάρολαιν δίπλα μου αυτόματα γύρισα προς την μεριά
της ξεχνώντας για λίγο τις σκέψεις που με βασάνιζαν.
«Βρε βρε καλώς την πουτανοτουρίστρια»
σχολίασε εκείνη πικρόχολα και καθώς ακολούθησα την ματιά της έμεινα παγωτό από
την έκπληξη.
Μετά το τέλος των μαθημάτων η ομάδα του
ράγκμπι όπως και η ομάδα των μαζορετών που ήμασταν εμείς είχαμε έρθει στο
γήπεδο για προπόνηση ενώ πολλά παιδία είχαν κάτσει στις κερκίδες για να
παρακολουθήσουν την προπόνηση ή είχαν έρθει ραντεβουδάκι εδώ για να περάσουν
την ώρα τους πριν γυρίσουν στην κλεισούρα του σπιτιού. Κοιτώντας προς το μέρος
τους είδα την σκρόφα την Μπέλλα να ανεβαίνει τα σκαλιά με έναν αέρα που δεν
άφησε κανένα ανδρικό βλέμμα απαρατήρητο φορώντας όπως πάντα ένα ξέκωλο
μπλουζοφόρεμα που με το ζόρι κάλυπτε τα επίμαχα σημεία της και με ψιλοτάκουνες
μπότες που έφταναν πάνω από το γόνατο της κάνοντας μια εντυπωσιακή
επανεμφάνιση. Όλα τα μέσα μου ένιωσα να εκρήγνυνται ενώ αυτόματα γύρισα την
ματιά μου προς τον Έντουαρτ που εκείνην την στιγμή έτρεχε να βάλει γκολ. Δεν
φάνηκε να την έχει πάρει είδηση και έτσι γύρισα ξανά προς την μεριά της
ψάχνοντας ένα σχέδιο για να την κάνω να ξεκουμπιστεί από εδώ μέχρι που την είδα
να κάθετε δίπλα στον Μπρέκ και τότε πάγωσα.
Τι δουλειά έχει αυτή με το καθυστερημένο που
μου το παίζει και πορτιέρης στο “Salend”;;;... σκέφτηκα ψυλλιασμένη και χωρίς
να το σκεφτώ γύρισα προς την Κάρολαιν.
«Βρες μια δικαιολογία να με καλύψεις, πρέπει
να φύγω» της είπα γρήγορα στο αυτί και πριν αντιδράσει έτρεξα στον μπάγκο, πήρα
την τσάντα μου και βγάζοντας το κινητό μου την έβαλα στον ώμο και εξαφανίστηκα.
«Πρέπει να μιλήσουμε... ΤΩΡΑ» απαίτησα από
τον Ντέιμον την ώρα που απάντησε στην κλήση μου και αφού συνεννοηθήκαμε το που
θα συναντηθούμε πήγα καρφί για να τον βρω. Αν προσπαθήσει να μου την φέρει ο
παλιοπούστης πέθανε, δεν ξέρω με ποιον τρόπο αλλά από εμένα θα την βρει.
Μπέλλα
Φτάνοντας δίπλα στον Μπρέκ τον φίλησα καθώς
έκατσα δίπλα του και άφησα την ματιά μου να περιπλανηθεί προς το μέρος του
Έντουαρτ φορώντας ακόμα τα γυαλιά ηλίου στα μάτια μου.
«Τι λέει;» τον ρώτησα χωρίς να τον κοιτώ και
εκείνος μου έδωσε τον φάκελο που κρατούσε για μένα.
«Από το κακό στο χειρότερο» ψιθύρισε και
κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά καθώς τον έβλεπα που τώρα μάλωνε με έναν που
είχε πέσει πριν απάνω του κόβοντας του την φόρα.
«Το βλέπω» απάντησα κάτω από την αναπνοή μου
χωρίς να κάνω τον κόπο να ανοίξω τον φάκελο να δω τι περιείχε μέσα... «Πόσο
καιρό έχει να πάει για κυνήγι;» ρώτησα το ίδιο ψιθυριστά για να μην φτάσει η
φωνή μου στα αυτιά του αν και ήμουν σίγουρη ότι στην κατάσταση που βρισκόταν
και να την άκουγε ούτε καν θα την έπαιρνε είδηση.
«Από χθες» με ενημέρωσε ο Μπρέκ και γύρισα το
κεφάλι μου προς το μέρος του απότομα.
«Από χθες και έχει τέτοια νεύρα;...» ρώτησα
με δυσπιστία και γύρισα ξανά την ματιά μου προς το μέρος του.
Τώρα πια όλες οι φλέβες του σώματος του είχαν
πεταχτεί επικίνδυνα καθώς πάλλονταν ενώ το άσπρο των ματιών του είχε καλυφθεί
όλο από εκατομμύρια μικρές κόκκινες φλέβες με το χρώμα των ματιών του να
αλλάζει προς το χρυσαφί. Ο Μπρέκ κατευθείαν τσιτώθηκε και άρχισε να
συγκεντρώνετε για να σώσει την κατάσταση.
«Άσʼ τον...»
τον σταμάτησα βάζοντας
το χέρι μου
πάνω στο μπράτσο
του... «Υπάρχουν μάρτυρες...»
του είπα και
κοιτώντας γύρω μου
του έδειξα προς
την κοπέλα που
εκείνη την στιγμή
έκανε προθέρμανση μόνη
της λίγο πιο
μακριά από το
σημείο που ο
Έντουαρτ με τους
υπόλοιπους συμπαίκτες του μαλώναμε και του την έδειξα με μια κίνηση του
κεφαλιού μου.
«Κάνʼ την να
ματώσει η μύτη
της και τρέχα
να την πάρεις
από εδώ πριν
την πλησιάσει, αν
χρειαστεί θα επέμβω
εγώ» του είπα
και εκείνος αμέσως
πήγε με γρήγορα
βήματα προς το σημείο που η
κοπέλα ακόμα αμέριμνη έκανε κάποια τεντώματα με τα χέρια της. Φτάνοντας αρκετά
κοντά της, ο Μπρέκ, ζάρωσε τα μάτια του και αμέσως η κοπέλα έπιασε το κεφάλι
της και λύγισε μπροστά ενώ η μύτη της δεν άργησε να ματώσει.
~Παράτα ότι κάνεις και έλα στο γήπεδο τώρα~
έστειλα μήνυμα στην Άλις και μόλις γύρισα την ματιά μου προς τον Έντουαρτ τον
είδα που ξαφνικά πάγωσε στην θέση του.
Η κοπέλα πια αιμορραγούσε αρκετά ώστε να
πιάσει την μυρωδιά του φρέσκου αίματος και γυρίζοντας το κεφάλι του αργά προς
το μέρος της σταμάτησε να δίνει σημασία σε ότι οι άλλοι γύρω του τού έλεγαν.
Σαν λαγωνικό σκάναρε κάθε κίνηση του Μπρέκ και της κοπέλας που τώρα την έπαιρνε
από το γήπεδο και με αργά φιδίσια βήματα άρχισε να τους παίρνει από πίσω ενώ ο
Έμετ και οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να τον σταματήσουν αλλά εκείνος αγνοώντας
τους συνέχυσε να τους ακολουθεί και έκανα ακριβώς το ίδιο για να δω μέχρι που
μπορεί να το φτάσει.
Μόλις ο Μπρέκ και η κοπέλα φτάσανε σε ένα
απόμακρο σημείο όπου δεν υπήρχαν μάρτυρες, ο Έντουαρτ άνοιξε το βήμα του και
τους πλησίασε σαν λιοντάρι που ήταν έτοιμο να επιτεθεί σε ένα κοπάδι
ανυπεράσπιστων ελαφιών. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα μπροστά μου,
είχε ξεφύγει τελείως, δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε που βρισκόταν αλλά ούτε και
ποια ήταν αυτή που ήταν τώρα πληγωμένη;
«Έλιροουζ;» η Άλις αναφώνησε φτάνοντας κοντά
της και πήγε να ελέγξει αμέσως την κατάσταση της... «Είσαι καλά; Τι έπαθες;»
«Εεε... Δεν είναι τίποτα, άνοιξε λίγο η μύτη
μου...» απολογήθηκε εκείνη και ο Έντουαρτ παγώνοντας στην θέση του έψαξε μέρος
για να κρύψει τα ίχνη του αλλά η Άλις πρόλαβε να δει την κίνηση του και τον
πρόδωσε πριν προλάβει εκείνος να φύγει.
«Έντουαρτ; Τελείωσε η προπόνηση;» ρώτησε η
Άλις και εκείνος χωρίς επιλογή, πήρε μια βαθιά ανάσα από την αντίθετη
κατεύθυνση και γύρισε προς το μέρος τους παίζοντας το καλό παιδί. Πραγματικά
είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό.
«Όχι αλλά είδα την Έλιροουζ που έφυγε άρον
άρον και ανησύχησα, είσαι καλά;» την ρώτησε με τέτοιο ενδιαφέρον που αν δεν
είχα δει τι είχε διαδραματιστεί πριν θα μπορούσα να το πιστέψω μέχρι και εγώ.
«Ναι, σε ευχαριστώ» απάντησε η κακομοίρη
κοπέλα που τα είχε χάσει τελείως με όλη του την συμπεριφορά.
«Θες να σε πετάξω στο σπίτι; Μπορώ να πω...»
ρώτησε με έναν τελείως σαγηνευτικό τρόπο ο Έντουαρτ αλλά πριν τελειώσει την
φράση του ο Μπρέκ μπήκε αμέσως στην μέση για να τον σταματήσει.
«Θα την πάω εγώ» δήλωσε και ο Έντουαρτ γύρισε
την ματιά μου με απορία προς το μέρος του.
«Εσύ είσαι;» ρώτησε ψυχρά και πριν ο Μπρέκ
απαντήσει η Άλις μπήκε στην μέση μιλώντας αντί για εκείνον.
«Καλέ δεν ξέρεις τον Μπρέκ;» ρώτησε και ο
Έντουαρτ γύρισε προς το μέρος της ξαφνιασμένος λες και είχε ξεχάσει τελείως την
παρουσία της.
«Θες να σε πάω στο σπίτι;» ρώτησε τελικά
μαλακώνοντας την φωνή του προς την Έλιροουζ και για μια στιγμή εκείνη σάστισε
και δεν ήξερε τι να πει.
«Άσε τον Μπρέκ να την πάει σπίτι, μέχρι να
πας να κάνεις ένα ντουζάκι και να αλλάξεις μπορεί η κοπέλα να γίνει χειρότερα»
επενέβη η Άλις και είδα τα χέρια του Έντουαρτ να σχηματίζουν μπουνιές αλλά το
πρόσωπο του να παραμένει το ίδιο προς την Έλιροουζ που εκείνη την στιγμή γύριζε
την ματιά της προς την Άλις.
«Εεεε... Έχει δίκιο η Άλις, καλύτερα να πάω
με τον, Μπρέκ δεν θέλω να σε βάζω σε μπελάδες με τον προπονητή σου. Πάντως σʼ ευχαριστώ
για το ενδιαφέρον»
συνέχισε εκείνη καθώς
έβγαλε το ύφασμα
που κάλυπτε την
μύτη της τόση
ώρα και ο
Έντουαρτ βλέποντας την
κίνηση της έκανε
για λίγο πίσω
σταματώντας την ανάσα
του στην μέση.
«Δεν κάνει τίποτα» είπε γρήγορα και
γυρίζοντας την πλάτη του άρχισε να γυρίζει προς το γήπεδο με γοργά βήματα με
την Άλις πίσω του να τον ακολουθεί φωνάζοντας τον.
Πριν πιάσει την μυρωδιά μου μπήκα γρήγορα
μέσα στο δάσος και εξαφανίστηκα.
Άλις
«Περαστικά...» είπα στην Έλιροούζ και αφού με
ευχαρίστησε άρχισα να τρέχω πίσω από τον Έντουαρτ πριν γυρίσει ξανά στο
γήπεδο... «Έντουαρτττττ... Σταμάτα παιδί μου να τρέχεις, τι έπαθες; Νέφτι σου
βάλανε;;;» του έλεγα προσπαθώντας να τον σταματήσω και εκεί που έτρεχα να τον
προφτάσω εκείνος ξαφνικά φρέναρε απότομα γυρίζοντας προς το μέρος μου και εγώ
πριν προλάβω να σταματήσω έπεσα απάνω του και τελικά βρέθηκα στο πάτωμα με την
πλάτη μου βογκώντας από τον πόνο που με διαπέρασε αλλά πριν προλάβω να σκεφτώ
τι μου συμβαίνει η ματιά του με έκανε να κοκαλώσω στην θέση μου χωρίς να ξέρω
τι να κάνω.
«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ μου λες;» με ρώτησε
εκνευρισμένος με όλες τις φλέβες του προσώπου του να πετάγονται λες και ήταν
έτοιμος να πάθει κανένα εγκεφαλικό.
«Είχα πάει στην βιβλιοθήκη και...»
«Στην βιβλιοθήκη!» επανέλαβε δύσπιστα.
«Ναι στην βιβλιοθήκη. Ξέρεις, αυτό το μεγάλο
γκρι κτήριο με τα μεγάλα παράθυρα και τα πολλά βιβλία που έχεις να πατήσεις το
πόδι σου από τότε που σκέφτηκες να μας το παίξεις αντράκι!!!» του γύρισα πίσω
το ίδιο εκνευρισμένη χωρίς να κουνιέμαι από την θέση μου και εκείνος σαν
αίλουρος έφερε το πρόσωπο του σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου και βάζοντας
το χέρι του κάτω από το σαγόνι μου τόσο δυνατά που μου έκοψε το αίμα μου μίλησε
με τέτοιον τρόπο που πραγματικά έκανε την καρδιά μου να σταματήσει.
«Αν σε δω να ανακατεύεσαι ξανά στα πόδια μου,
να είσαι σίγουρη ότι θα σου κόψω την γλώσσα και θα σου την δώσω να την φας.
Έγινα κατανοητός;» ρώτησε αλλά πριν του απαντήσω καταλλήλως εκείνος με άφησε
από το σφιχτό του κράτημα και άρχισε να πηγαίνει και πάλι προς γήπεδο χωρίς να
ρίξει ούτε ένα βλέμμα προς το μέρος μου αφήνοντας με στο πάτωμα άδεια.
Τα μάτια μου βούρκωσαν, η καρδιά μου άρχισε
να χτυπάει άρρυθμα και εκεί που ένιωθα τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια
μου ένα άγγιγμα με έκανε να πεταχτώ αλλά πριν προλάβω να ουρλιάξω η Μπέλλα
έβαλε το χέρι της πάνω στο στόμα μου και με το δάχτυλο της πάνω στα χείλια της
μου έκανε νόημα να μην μιλήσω. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και μόλις
απελευθέρωσε τα χείλια μου άνοιξε την αγκαλιά της για μένα και εγώ χώθηκα μέσα
σε αυτήν ευθύς αμέσως χωρίς δισταγμό. Είχα τόσο ανάγκη για λίγη κατανόηση.
«Σσσς... όλα θα πάνε καλά...» με παρηγόρησε
εκείνη αλλά εγώ δεν ήμουν και τόσο σίγουρη πια γι αυτό... «Έλα σήκω να φύγουμε
από εδώ» με παρότρυνε καθώς με σήκωνε από το χώμα ενώ καθάριζε τα ρούχα μου με
το χέρι της και με τρεμάμενα χέρια την σταμάτησα και εκείνη με κοίταξε στα
μάτια.
«Ποιος είναι αυτός; Τι κάνανε στον αδελφό
μου;» ρώτησα σπαρακτικά και εκείνη για άλλη μια φορά με έκλεισε μέσα στην
αγκαλιά της.
«Έχουμε πολλά να πούμε» με ενημέρωσε και με
την λιγότερη βοήθεια από μέρους μου, με παρέσυρε προς ένα μαύρο αυτοκίνητο που
από την θολούρα μου δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν. Τουλάχιστον τα παράθυρα
του ήταν μαύρα και έτσι θα γλύτωνα την πιθανότητα να με δει κανείς σε αυτά τα
χάλια.
Φτάνοντας στο σπίτι της μου έφτιαξε μια ζεστή
σοκολάτα και μου την πρόσφερε ενώ έκατσε δίπλα μου και την κοίταξα ικετευτικά.
«Σε παρακαλώ κάνε κάτι» παρακάλεσα με ένα
πληγωμένο ύφος και αναστέναξε.
«Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι αυτό»
είπε και ένιωσα την καρδιά μου να σταματά.
«Κάποιος τρόπος...» προσπάθησα αλλά εκείνη
βάζοντας το χέρι της πάνω στο δικό μου με κοίταξε σταθερά στα μάτια σταματώντας
την φράση μου στην μέση.
«Άλις... Δεν μπορείς να επέμβεις στην ζωή
ενός λυκάνθρωπου, αυτός είναι ο πρώτος μας κανόνας...» μου είπε σοβαρά και τα
μάτια μου αμέσως δάκρυσαν... «Αν προσπαθήσεις να το κάνεις τότε το μόνο που θα
καταφέρεις είναι να τον κάνεις χειρότερο... Όσο επεμβαίνεις στην ζωή του τόσο
θρέφεις την λυκισια του πλευρά και εκείνη τον δηλητηριάζει περισσότερο. Είναι
πως να το πω... σαν το δεύτερο εγώ σου που σου ψιθυρίζει στο αυτί παροτρύνοντας
σε να κάνεις πράγματα που δεν θα έκανες ποτέ αν είχε την κρίση να αποφασίσεις
μόνος σου. Αυτό συμβαίνει και στον Έντουαρτ, όσο περισσότερο επεμβαίνετε στην
ζωή του τόσο αυτή η φωνή τον παραπλανεί και τον κάνει να δυσπιστεί απέναντι
σας, αν εκείνος δεν βρει τις ισορροπίες του ώστε να του κλείσει το στόμα τα
πράγματα θα γίνονται χειρότερα μέρα με την ημέρα» μου είπε απαλά προσπαθώντας
να μην με πληγώσει περισσότερο αλλά δεν μπορούσα να το αντέξω άλλο αυτό.
«Χειρότερα; Πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν
δηλαδή;» αναφώνησα χωρίς να μπορώ να το πιστέψω.
«Πολύ χειρότερα Άλις και δυστυχώς δεν μπορώ
να κάνω τίποτα για να τον σταματήσω, πρέπει μόνος του να αποφασίσει για τον
εαυτό του, να διαλέξει πια πλευρά του εαυτού του θα κυριαρχεί» συνέχυσε εκείνη
και έκλεισα το πρόσωπο μου μέσα στα δύο μου χέρια παλεύοντας απελπισμένα για
μια επαρκή ανάσα και αμέσως με τράβηξε στην αγκαλιά της για να με παρηγορήσει.
«Πως συνέβη αυτό;;; Από την μια εκείνος να
γίνεται χειρότερος μέρα με την ημέρα ενώ ο πατέρας να γίνεται όλο και
καλύτερος; Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα, είναι σαν να τους απήγαγαν Άλιεν και
να τους αντικατέστησαν, δεν αναγνωρίζω κανέναν από τους δύο τους πια» έλεγα
απαρηγόρητη και εκείνη μου έτυψε την πλάτη ήρεμα αναστενάζοντας.
«Ο πατέρας σου παίρνει την ικανοποίηση που
έχει ανάγκη η ψυχή του για να τραφεί, ο αδελφός σου όμως...» ψιθύρισε κάτω από
την ανάσα της σαν να μην είχε σκοπό να το ακούσω και σήκωσα την ματιά μου προς
το μέρος της.
«Σε παρακαλώ Μπέλλα μην τον εγκαταλείψεις
πάλι, πρέπει να υπάρχει τρόπος...» έκανα μια απελπισμένη προσπάθεια και μου
χάιδεψε τα μαλλιά απαλά ακριβώς όπως θα έκανε η μητέρα μου για να με καθησυχάσει.
«Θα προσπαθήσω αλλά δεν μπορώ να σου εγγυηθώ
τίποτα Άλις, είναι δικιά του επιλογή όχι δική μου» μου είπε και κούνησα το
κεφάλι μου καταφατικά ενώ ακουμπούσα το κεφάλι μου για άλλη μια φορά πάνω στο
στερνό της.
«Δεν σε κατηγορώ που έφυγες αλλά δεν θα σε
συγχωρήσω αν τον αφήσεις και τώρα» της δήλωσα αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα.
Έντουαρτ
Καθόμουν στο κρεβάτι μου ακίνητος, τα μάτια
μου στυλωμένα στο ταβάνι με τα νεύρα μου να χτυπάνε κόκκινο, μια περίεργη
μυρωδιά μου τρύπαγε τα ρουθούνια αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ από που την ήξερα.
Με βασάνιζε, με θόλωνε, με έκανε να θέλω να σπάσω ότι υπήρχε όρθιο εδώ μέσα
αλλά εγώ πεισματικά παρέμενα ακίνητος με τα μάτια στο ταβάνι με τις ίδιες
εικόνες να με πνίγουν. Αυτό το χρώμα μου είχε γίνει εμμονή, δεν το ήθελα άλλο
μέσα στο δωμάτιο μου, όμως είχα ξεχάσει πια για ποιον λόγο, το μόνο που
θυμόμουν ήταν ότι το μισώ, οτιδήποτε είναι άσπρο το μισώ τόσο πολύ που με κάνει
να ξεπερνώ τα όρια μου.
Τα βήματα του πατέρα μου που πλησίαζαν στην
πόρτα έφτασαν στα αυτιά μου αλλά και πάλι δεν κουνήθηκα, δεν με ενδιέφερε τι
ήθελε, δεν με ενδιέφερε κανένας τους πια, το μόνο που ήθελα ήταν να με αφήνουν
στην ησυχία μου και αν είναι δυνατόν να μην τους ακούω κιόλας ήταν ακόμα
καλύτερα αλλά γι αυτό δεν μπορούσα να κάνω κάτι μιας και που η ακοή μου πια
καθώς και η όραση μου ήταν τόσο καλές που ξεπερνούσαν κάθε όριο.
«Ακόμα έτσι είσαι εσύ δεν θα ετοιμαστείς;»
ρώτησε ο πατέρας μου μπαίνοντας στο δωμάτιο μου χωρίς να κάνει τον κόπο να
χτυπήσει αλλά δεν του έδωσα σημασία, για κάποιον λόγο προσπαθούσα με μανία να
θυμηθώ γιατί μισούσα τόσο πολύ αυτό το ταβάνι, γιατί κάθε φορά που το κοίταζα η
όραση μου άλλαζε και γινόταν από απαλό ροζ σε βαθύ κόκκινο, τόσο λαχταριστό σαν
το αίμα.
Αίμα!!!! Η μυρωδιά του αμέσως μόλις το
σκέφτηκα κάλυψε οποιοδήποτε άλλη σκέψη και αμέσως ανασηκώθηκα στο κρεβάτι και
κοίταξα προς το χέρι του πατέρα μου που κράταγε ένα ποτήρι από άσπρο φενιζολ
από αυτά που έχουν στις καφετέριες για να παίρνεις τον καφέ μαζί σου, καλυμμένο
με ένα πλαστικό άσπρο καπάκι χωρίς καλαμάκι και πριν το σκεφτώ είχα ήδη μπει
μπροστά του, είπα πάρει το ποτήρι στα χέρια μου και ανοίγοντας το καπάκι, ήπια
τον περιεχόμενο του με μια ανάσα χωρίς να αφήσω καμία σταγόνα να πάει χαμένη.
Αίμα!!! Ρευστό, απολαυστικό, τονωτικό, μου
όξυνε όλες μου τις αισθήσεις, μου έπαιρνε όλες τις παράταιρες σκέψεις και έκανε
όλα τα μέσα μου να καταλαγιάζουν, να βρίσκουν την αρμονία που τόσο αναζητούσα.
«Άκουσα τι συνέβη στην προπόνηση» είπε
ξαφνικά ο πατέρας μου και γύρισα προς το μέρος μου.
«Και;» ρώτησα μειδιάζοντας ενώ πάλευα να
στραγγίξω ότι είχε απομείνει μέσα στο ποτήρι νιώθοντας ικανοποίηση αλλά και
απογοήτευση ταυτόχρονα επειδή είχε τελειώσει τόσο γρήγορα.
«Έχεις ξεφύγει, δεν θέλω να επαναληφθεί κάτι
τέτοιο έγινα κατανοητός;» ρώτησε και γύρισα για άλλη μια φορά προς το μέρος
του.
«Θα κάνω ότι γουστάρω. Έγινα κατανοητός;» του
γύρισα πίσω σκληρά αλλά εκείνος δεν μάσησε μια.
«Όχι όσο ζεις κάτω από την στέγη μου. Εδώ
γίνετε ότι λέω εγώ γι αυτό αν ακούσω το παραμικρό...»
«Τι ακριβώς θα κάνεις; Θα με φυλακίσεις σε
κανένα υπόγειο; Θα πεις στην γυναίκα σου ότι με έστειλες διακοπές και άλλες τέτοιες
παπαριές;» τον ειρωνεύτηκα και εκείνος κάλυψε την απόσταση που μας χώριζε με
δύο δρασκελιές.
«Αν δεν συμμορφωθείς θα χάσεις τα πάντα, το
κατάλαβες; Τέρμα οι τσαμπουκάδες μικρέ, δεν θα ανεχτώ άλλη παρασπονδία, γι αυτό
ξανασκέψου καλά πριν κάνει καμία ίδια μαλακία με αυτή που έκανες το πρωί. Έγινα
κατανοητός;» ρώτησε με τα μάτια του να αστράφτουν και ξαφνικά έμεινα να τον
κοιτάζω με απορία.
Γιατί δεν τον στέλνω στο διάολο; Πως κάθομαι
και ανέχομαι ότι λέει;... Δεν μπορούσα να θυμηθώ.
~*~*~*~*~*~*~*~
Οι ώρες περνούσαν για άλλη μια φορά ανούσια,
ατάραχα, μέσα στην αδράνεια, πληκτικά, μονότονα, μέχρι που η σκρόφα έκανε την
εμφάνιση της και μου χάλασε την ησυχία για άλλη μια φορά... Πόσο ήθελα να της
στρίψω το λαρύγγι!!! Πόσες φορές είχα ονειρευτεί να το κάνω αλλά και πάλι ποτέ
δεν το είχα κάνει, ακόμα απορώ γιατί.
«Ακόμα έτσι είσαι θα αργήσουμε» γκρίνιαξε και
ήρθε κοντά μου.
«Θα αργήσουμε;» ρώτησα και αναστέναξε.
«Δεν είπαμε ότι σήμερα θα βγούμε;;; Έλα μην
μου το χαλάς, μετά από τόσο καιρό που μας αφήνει ο πατέρας σου να ξεσκάσουμε
λιγάκι» έλεγε εκείνη παρακλητικά αλλά εγώ δεν ανταποκρινόμουν.
«Έντουαρτ ο πατέρας σου μας αφήνει να βγούμε
δεν το καταλαβαίνεις; Να πάμε όπου θέλουμε να διασκεδάσουμε να μπλεχτούμε με
τον υπόλοιπο κόσμο, τι έχεις πάθει πια;;;;» ρώτησε κοιτώντας με σαν να κοίταζε
κάποιον ξένο και τελικά σηκώθηκα χωρίς να της απαντήσω. Από το κάτσω μαζί της
άλλο ένα βραδύ να την γαμάω, αλήθεια για ποιον λόγο;;;;
Κατεβαίνοντας στο σαλόνι η μητέρα μου ήταν
εκεί και μιλούσε με τόση ζεστασιά με αυτόν που αντιπαθούσα περισσότερο από
όλους... Ντέιμον, ο πιο αντιπαθητικός, ο πιο μισητός βρικόλακας από όσους είχα
γνωρίσει από αυτούς που ο πατέρας μου συνήθιζε να φέρνει στο σπίτι. Το αίμα του
με αηδίαζε σε τέτοιο βαθμό που με προκαλούσε, με έκανε να θέλω να του ξεριζώσω
την καρδιά, να τον συνθλίψω μέσα στα δύο μου χέρια, να του διαλύσω το κρανίο
πετώντας αυτά τα αντιπαθητικά εριστικά του μάτια έξω για να σταματήσει να με
κοιτάζει.
Η μητέρα μου πλησιάζοντας με έκανε κάθε μου
σκέψη να εξαφανιστεί και ξαφνικά δεν ήμουν ικανός να θυμηθώ τι ήταν αυτό
ακριβώς που σκεφτόμουν αλλά για κάποιον λόγο δεν με ένοιαζε κιόλας.
«Αγόρι μου είσαι έτοιμος;» ρώτησε και απλά
κατένευσα, δεν είχα όρεξη να μιλήσω σε κανέναν τους, ήμουν τόσο οργισμένος με
όλους τους.
«Καλά να περάσετε» συνέχισε εκείνη κάπως
πικραμένα αλλά δεν έδωσα και τόσο σημασία. Κοιτάζοντας προς την Έλενα της έκανα
σήμα με το κεφάλι μου και εκείνη ρίχνοντας μια ματιά προς τον Ντέιμον άρχισε να
προχωράει προς την πόρτα και εγώ την ακολούθησα χωρίς να πω κουβέντα σε
κανέναν.
Όταν ένιωσα τον Ντέιμον να μας ακολουθεί
γύρισα και τον κάρφωσα στα μάτια αλλά εκείνος προσπερνώντας με δεν μου έδωσε το
δικαίωμα να του πω το οτιδήποτε. Φτάνοντας έξω είδα την Έλενα να κατευθύνεται
προς το αυτοκίνητο του και τότε δεν άντεξα άλλο και έλυσα την σιωπή μου.
«Τι ακριβώς γίνεται εδώ;» ρώτησα με δηλητήριο
στην φωνή μου.
«Θα είμαι ο συνοδός σας για απόψε...» δήλωσε
εκείνος και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα τρίζοντας τα δόντια μου με δύναμη καθώς
ένιωσα όλα τα μέσα μου να βράζουν... «Τι περίμενες ότι θα σε άφηνε ξέφραγο
αμπέλι;» σχολίασε εκείνος με το γνωστό εριστικό του υφάκι και μπήκε στην θέση
του οδηγού χωρίς να περιμένει απάντηση.
Έκανα επιτόπου στροφή για να γυρίσω στο
δωμάτιο μου αλλά η Έλενα με σταμάτησε πριν κάνω ένα βήμα.
«Σε παρακαλώ Έντουαρτ, θα περάσουμε καλά θα
το δεις, μην χαλάς την βραδιά» παρακάλεσε και έσφιξα τις γροθιές μου με τόσο
δύναμη που ένιωσα τα νύχια μου να μπήγονται μέσα στο δέρμα μου.
~Πως την αφήνεις να σε κάνει ότι θέλεις;~ μια
φωνή μέσα μου με αφύπνισε και σηκώνοντας ξανά το ανάστημα μου συνέχισα την
πορεία μου προς το σπίτι αλλά η Έλενα δεν το άφησε έτσι.
«Αν δεν έρθεις εσύ θα χάσεις, τόσο κόπο έκανα
να τον πείσω για να σε αφήσει, για να μπορέσεις να ξεσκάσει λίγο αλλά φαίνετε
ότι τελικά δεν άξιζε. Άντε τράβα σαν ποντίκι να κρυφτείς στην φωλιά σου» μου
γύρισε πικρόχολα και γύρισα αυτόματα προς το μέρος της κοιτώντας την με μια
δολοφονική ματιά... Γιατί διάολο δεν την στέλνω από εκεί που ήρθε;
«Έντουαρτ, μην κάνεις σαν παιδί... Θα σας
αφήσω στην ησυχία σας μόλις φτάσουμε εκεί» επενέβη ο Ντέιμον και για λίγο το
σκέφτηκα αλλά τελικά αποφάσισα να πάω. Λίγο ποτό και να αναμιχτώ με τον κόσμο
ίσως μου κάνει καλό τελικά.
Σε όλη την διαδρομή δεν τους έδωσα καμία
σημασία, κοιτώντας έξω από το παράθυρο στο πίσω κάθισμα για κάποιον λόγο ένιωθα
σαν πρόβατο που πάει στην σφαγή... Τα πάντα με πείραζαν. Κάθε τους λέξη σαν
μέλισσα μέσα στα αυτιά μου έκανε το μυαλό μου να μυρμηγκιάζει να πυρώνει ένα
σίδερο που υπήρχε εκεί και να το κάνει να καίει περισσότερο κάνοντας όλες μου
τις σκέψεις να στρέφονται σε διάφορα πλασματικά όνειρα για το πως θα καταφέρω
να τους εξοντώσω ώστε να σταματήσουν να μιλάνε, να σταματήσουν να με
ενοχλούν... Δεν άντεχα να τους ακούω.
Φτάνοντας στο μπαράκι βγήκαμε από το
αυτοκίνητο και εκείνος μας οδήγησε προς την πλαϊνή πόρτα, η παρουσία του Μπρέκ
εκεί μου τράβηξε την προσοχή... Τι δουλειά είχε εδώ αυτός και μάλιστα σε τέτοιο
πόστο;
Δεν ρώτησα, δεν με ενδιέφερε να μάθω, όλα με
αφήνανε παντελώς αδιάφορο πια, η ζωή μου μια ρουτίνα, δωμάτιο, σχολείο και πάλι
πίσω, ούτε στην τραπεζαρία δεν κατέβαινα πια για να φάω μαζί τους, τόσο τους
είχα σιχαθεί όλους τους.
Πλησιάζοντας μια πόρτα όπου μας οδηγούσε ο
Ντέιμον στον πρώτο όροφο, η καρδιά μου για κάποιον ανεξήγητο λόγο άρχισε να
επιταχύνετε, το αίμα μου στις φλέβες μου να ρέει πιο έντονα σε σημείο να κάνει
τα μηλίγγια μου να είναι έτοιμα να εκραγούν ενώ τα άκρα μου να μυρμηγκιάζουν
και καθώς η πόρτα άνοιξε και έκανα ένα βήμα για να μπω στο δωμάτιο ξαφνικά όλα
άλλαξαν.
Η μυρωδιά που βασάνιζε την σκέψη μου από την
στιγμή που γύρισα στο σπίτι από την προπόνηση, με κατέκλισε για άλλη μια φορά.
Ένιωσα το αίμα μου ξαφνικά να παγώνει στις φλέβες μου, την καρδιά μου να σπάει
σε εκατομμύρια μικρά κομμάτια σαν κρυστάλλινο βάζο διασκορπίζοντας τα κομμάτια
της σε όλο μου το κορμί θρυμματίζοντας το όπου με ακουμπούσαν και χάνοντας κάθε
ίχνος από την ανάσα μου ξαφνικά το μυαλό μου ξύπνησε βομβαρδίζοντας με με
διάφορες εικόνες που είχα θάψει καιρό τώρα βαθιά μέσα μου για να μην τις
θυμάμαι κάνοντας όλο μου το κορμί να τρανταχτεί από έναν όξινο πόνο που όμοιο
του δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά στην ζωή μου.
Η όραση μου θαμπώθηκε, τα πάντα γύρω μου
κοκκίνισαν και καθώς εκείνη γύρισε προς το μέρος μας και η ματιά της καρφώθηκε
μέσα στην δική μου η καρδιά μου άρχισε και πάλι να χτυπά ενώ τα πνευμόνια μου
γέμισαν με μια ανάσα ζωής, μιας ζωής που δεν είχα συνειδητοποιήσω μέχρι τώρα
ότι είχε απλά ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου