Ετικέτες

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Soulmates Μ2 "3. I live to make you free"



Έντουαρντ

«Αφήστε μας μόνους...» διέταξε και με την άκρη του ματιού μου είδα τον Ντέιμον αμέσως να ανταποκρίνεται θετικά σοβαρός με μια κίνηση του κεφαλιού του ενώ πιάνοντας την Έλενα από το μπράτσο άρχισε να την σέρνει προς την πόρτα... «Και σιγουρέψου ότι θα ξεχάσει ότι συνέβη τις δύο τελευταίες μέρες» συνέχισε.

«Πες πως έχει γίνει ήδη» την διαβεβαίωσε εκείνος κλείνοντας την πόρτα πίσω του και άκουσα την αντίδραση της Έλενας την στιγμή που μείνανε μόνοι.

«Μην τολμήσεις...» δήλωσε η Έλενα αλλά ο Ντέιμον δεν της έδωσε το περιθώριο να πει τίποτα άλλο.

«Εχθές σε πήγα κατευθείαν στο σπίτι, στην διαδρομή δεν είπαμε κουβέντα και σήμερα δεν μιλήσαμε ποτέ... Ήρθαμε εδώ με τον Έντουαρντ και τώρα θα διασκεδάσουμε οι δύο μας μέχρι να έρθει να μας βρει» άκουσα να της λέει και για λίγο απλώθηκε σιωπή.

«Που είναι ο Έντουαρντ;» ρώτησε εκείνη αμέσως με μια περίεργη χροιά στην φωνή της.

«Πήγε στην τουαλέτα, τι λες πάμε να πάρουμε κανένα ποτό μέχρι να έρθει;» ρώτησε εκείνος και αμέσως η άλλη δέχτηκε και τα βήματα τους άρχισαν να απομακρύνονται.

Η Μπέλλα που όλη αυτήν την ώρα είχε πάει προς το μπαρ για να ανανεώσει το ποτό της, δεν έβγαλε άχνα, δεν γύρισε καν προς το μέρος μου για να με αντικρίσει.

«Λοιπόν; Γύρισες από το πουθενά όπου ήσουν για να θερίσεις ότι έσπειρες;» ρώτησα πικρόχολα καθώς την πλησίαζα. Εκείνη όμως γυρίζοντας μου την πλάτη πήγε προς το σημείο που καθόταν και όταν είχα πρωτομπεί σε αυτό το δωμάτιο και έμεινε εκεί, κοιτώντας τον κόσμο που από κάτω μας χόρευε εκστασιασμένος σε έξαλλους ρυθμούς παραμένοντας για λίγο στην σιωπή.

Γεμίζοντας ένα ποτήρι με ουίσκι, πήγα κοντά της και μόλις με ένιωσε δίπλα της γύρισε προς το μέρος μου ανέκφραστη.

Τα μάτια μου αμέσως θαμπώθηκαν καθώς και η κρίση μου, η έντονη επιθυμία μου να πετάξω το ποτήρι που κρατούσα και να την κρατήσω στην αγκαλιά μου με ξάφνιασε σε τέτοιο βαθμό που για λίγο δεν ήμουν σίγουρος αν ήμουν ακόμα θυμωμένος μαζί της ή αν αυτό που ήθελα ήταν να την πάρω στην αγκαλιά μου και να τρέξω μακριά από εδώ... Για κάποιον ανεξήγητο λόγο κάτι με εμπόδιζε να κάνω κάτι από τα δύο.

«Όχι» απάντησε τελικά αποσπώντας με από τις σκέψεις μου και ζάρωσα τα μάτια μου με απορία.

«Τότε γιατί είσαι εδώ;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω.

«Γι αυτό» δήλωσε τείνοντας προς το μέρος μου έναν φάκελο που πήρε από το τραπεζάκι που ήταν δίπλα της και τον κράτησα στα χέρια μου προβληματισμένος.

Κοιτώντας γύρω μου, μόλις είδα τον καναπέ που ήταν στο κέντρο του δωματίου, πήγα κοντά του άφησα το ποτήρι μου πάνω στο τραπεζάκι που ήταν μπροστά του και μόλις έκατσα στον καναπέ άνοιξα με περιέργεια τον φάκελο και άρχισα να τον μελετώ. Μέσα υπήρχαν φωτογραφίες μιας νεκρής κοπέλας που δεν είχα δει ποτέ ξανά στην ζωή μου και σήκωσα το κεφάλι προς την μεριά της χωρίς να καταλαβαίνω.

«Έκανες τόσο κόπο να έρθεις ως εδώ για να μου δείξεις φωτογραφίες από ένα κορίτσι που προφανώς έχει σκοτωθεί απάνθρωπα από τα χέρια κάποιου λυκάνθρωπου;» ρώτησα με μια δόση ειρωνεία στην χροιά στην φωνή μου.

«Όχι από τα χέρια ενός οποιοδήποτε λυκάνθρωπου Έντουαρτ αλλά από τα δικά σου χέρια» δήλωσε κατηγορηματικά και τότε η ανάσα μου χάθηκε.

«Τι πράγμα;» ρώτησα χωρίς να μπορώ να πιστέψω ότι με κατηγορούσε για κάτι τέτοιο.

«Μην το αρνείσαι Έντουαρντ...» προσπάθησε αλλά δεν την άφησα να συνεχίσει.

«Πως μπορείς να με κατηγορείς για κάτι τέτοιο;» αναφώνησα καθώς σηκώθηκα όρθιος πετώντας στο πάτωμα νευριασμένα τον φάκελο αλλά εκείνη σαν να μην είχε ακούσει τίποτα από όσα της είχα πει, συνέχισε με το ίδιο σοβαρό και ανέκφραστο ύφος.

«Η μυρωδιά σου ήταν απάνω σε όλο της το κορμί, εγώ η ίδια ήμουν αυτή που την μύρισε όταν την ξεθάψαμε από το σημείο που την είχες παραχώσει για να μην την βρει κανείς» είπε και με έβγαλε από τα ρούχα μου.

~Μην την ακούς, προσπαθεί να σε παγιδέψει~ άκουσα την φωνή της λογικής να μου λέει και τότε έγινα χειρότερα.

«Αν το είχα κάνει δεν θα το θυμόμουν;» της γύρισα σκληρά με την ανάσα μου να επιταχύνεται και εκείνη σταυρώνοντας τα χέρια της πάνω στο στήθος της χαλαρά ακούμπησε πάνω στο τζάμι τόσο ανάλαφρα λες και έκανε μια κουβέντα για τον καιρό και αυτό με προβλημάτισε περισσότερο... Είχε έρθει για να με κατηγορήσει τελικά ή όχι;

«Αλήθεια Έντουαρντ, πόσα θυμάσαι από τους τελευταίους πέντε μήνες που είσαι λυκάνθρωπος;» ρώτησε απαλά χωρίς ίχνος ειρωνείας στην φωνή της και έμεινα σοκαρισμένος να την κοιτώ.

«Τα πάντα» δήλωσα κατηγορηματικά με την ματιά μου να πετάνε σπίθες και την περιφερική μου όραση να χρωματίζεται για άλλη μια φορά στο χρώμα της κόκκινης πυρκαγιάς ενώ τα μηλίγγια μου πάλλονταν ανεξέλεγκτα. Εκείνη όμως ατάραχη συνέχισε σαν να μην είχε παρατηρήσει τίποτα από όλα αυτά που συνέβαιναν σε μένα.

«Πάντα κράταγες ημερολόγιο για ότι συνέβαινε στην ζωή σου ακόμα και για τα πιο ανούσια πράγματα, θυμάσαι μήπως από πότε έχεις να το ενημερώσεις ή ακόμα καλύτερα, μήπως θυμάσαι τον γραφικό χαρακτήρα που χρησιμοποίησες την τελευταία φορά που κατέγραψες κάτι εκεί;» ρώτησε το ίδιο ήρεμα και για λίγο προβληματίστηκα.

«Τι προσπαθείς να μου πεις;» ρώτησα χωρίς να είμαι ικανός να κάνω μια λογική σκέψη για όλα αυτά.

«Δεν είμαι εδώ για να σε κατηγορήσω για κάτι – αν και θα έπρεπε – Είμαι εδώ απλά για να σε προειδοποιήσω» μου είπε το ίδιο ήρεμα χωρίς να αλλάζει στάση.

«Να με προειδοποιήσεις για ποιο πράγμα;» ρώτησα ενώ ένιωθα τους παλμούς της καρδιάς μου να επιταχύνονται.

«Πρόσεχε Έντουαρτ, είναι πάρα πολύ κοντά, τόσο κοντά που σχεδόν μπορώ να τον μυρίσω...» τόνισε και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία. Για ποιον μιλάει;;;... «Αν είσαι ακόμα εδώ, αν έχει μείνει έστω και λίγο ίχνος από σένα ακόμα, τότε κάνε την χάρη στον εαυτό σου και ρώτα τον σοβαρά: Αυτό ήταν που ήθελες από την ζωή σου; Αυτό ήταν το όνειρο σου; Να γίνεις μαριονέτα στα χέρια άλλων;» με ρώτησε και η ανάσα μου κόπηκε στην μέση αλλά δεν ανταποκρίθηκα και εκείνη συνέχισε.

«Δεν είμαι εδώ για να σε κρίνω, ούτε για να σου πω πως θα ζήσεις την ζωή σου ή πως όχι αλλά αν ξαναδώ οι πράξεις σου να έχουν αντίκτυπο στην ανθρώπινη ζωή, αν δω έστω και άλλο ένα θύμα από τα δικά σου χέρια τότε θα με βρεις μπροστά σου» δήλωσε κατηγορηματικά και για λίγο αυτό με έκανε να γελάσω.

«Είμαι πιο δυνατός από σένα και ξέρεις ότι δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα» της γύρισα κυνικά αλλά εκείνη δεν αντέδρασε.

«Ναι είσαι πιο δυνατός από μένα, πιο δυνατός από όλους μας, όμως ειλικρινά πιστεύεις ότι η δύναμη σου μόνο φτάνει για να τα βάλεις με την εμπειρία 1300 χρόνων σε μάχες σώμα με σώμα;» με ρώτησε σοβαρά.

«Δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί μου, κανείς δεν μπορεί» της είπα νευριασμένα με τα μηλίγγια μου να πάλλονται σαν τρελά ενώ η ανάσα μου επιταχυνόταν επικίνδυνα.

«Αν δεν μπορεί να τα βάλει κανείς μαζί σου, τότε γιατί παραμένεις κλεισμένος μέσα στην φυλακή σου, γιατί δεν ανοίγεις την πόρτα να φύγεις από εκεί;...»

Άνοιξα το στόμα μου να της απαντήσω καταλλήλως αλλά άξαφνα δεν είχα τίποτα για να της πω.

«Γιατί δεν σκοτώνεις αυτόν που πιστεύεις ότι είναι υπαίτιος για όλα ή δεν στραγγαλίζεις αυτήν που νιώθεις ότι σε πνίγει επειδή πρέπει να είσαι μαζί της ακόμα και αν δεν θυμάσαι πια για ποιον λόγο;» συνέχισε εκείνη με την ίδια ήρεμη και απαλή της φωνή και τα μάτια μου άρχισαν να κινιούνται γρήγορα αριστερά και δεξιά. Ήξερα ότι η απάντηση ήταν μπροστά στα μάτια μου αλλά εγώ δεν μπορούσα να την δω.

«Που θες να καταλήξεις;» ρώτησα εκνευρισμένα.

«Πόσα θυμάσαι από την ημέρα που έγινες λυκάνθρωπος Έντουαρντ;» ρώτησε απαλά με μια τρυφερή φωνή που έκανε όλο το κορμί μου να ανατριχιάσει και σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της.

Για λίγο έμεινα σιωπηλός μόνο να την κοιτάζω χωρίς να ξέρω τι να πω. Η ηρεμία στα χαρακτηριστικά της, η ισορροπία και η εφορία που ανέδυε όλο της το σώμα με έκανε να την ζηλεύω, να θέλω να την πλησιάσω, να την πάρω στην αγκαλιά μου για να κλέψω έστω και λίγο αυτό που την έκανε τόσο ολοκληρωμένη, μέχρι που μια σκιά πέρασε από τα μάτια μου και μου υπενθύμισε όλους τους λόγους που με έκαναν να νιώθω τόσο οργισμένος.

«Θυμάμαι εσένα...» παραδέχτηκα τελικά κάτω από τον αναστεναγμό μου... «~Θα σε προστατεύω πάντα, θα είμαι δίπλα σου ακόμα και όταν δεν θα με βλέπεις, θα γυρίσω για σένα~ είχες πει, τα λόγια σου ακόμα ηχούν μέσα στο μυαλό μου σαν φαντάσματα του παρελθόντος υπόηχα. Ακόμα και η εικόνα σου είναι τόσο ξεθωριασμένη πια που με κάνει να πιστεύω ότι είναι πλασματική αλλά δεν ήταν παρά ένα όνειρο σωστά;» ρώτησα με την καρδιά μου να πνίγεται μέσα μου.

«Όχι δεν ήταν όνειρο...» είπε και ένιωσα την καρδιά μου να σταματά... «Ήμουν εκεί Έντουαρντ, την βραδιά που προσπάθησες να σκοτώσεις τον πατέρα σου, την βραδιά που έφυγα από κοντά σας εξηγώντας σου τον λόγο που έπρεπε να το κάνω, δίνοντας σου την υπόσχεση μου ότι δεν θα σε εγκαταλείψω, όπως και την κράτησα. Προσπάθησε να ανοίξεις και πάλι τα μάτια σου και θα δεις ότι δεν σου λέω ψέματα, θα δεις ότι ποτέ δεν έμεινες μόνος. Μπορεί να μην ήμουν εδώ αλλά υπήρχαν τόσοι άνθρωποι για να σε βοηθήσουν αν εσύ το ήθελες, όμως δεν σε πλησίασαν γιατί εκείνοι ήξεραν τον πιο σημαντικό κανόνα από όλους. ~Δεν επεμβαίνουμε ποτέ στην φύση ενός λυκάνθρωπου~ Έντουαρντ, δεν προσπαθούμε ποτέ να του επιβάλουμε τι να κάνει και τι όχι αλλά πάντα δίνουμε απλόχερα την βοήθεια μας αν την χρειαστεί»

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα» είπα ηττημένα και έκατσα ξανά βαρύς στον καναπέ αποφεύγοντας το βλέμμα της. Ένιωσα να με πλησιάζει αργά αλλά δεν αντέδρασα την άφησα απλά να κάνει αυτό που ήθελε.

«Ξέρω πως νιώθεις...» είπε μετά από λίγο με την πιο απαλή της φωνή ενώ γονάτιζε μπροστά μου ακουμπώντας τα χέρια της τρυφερά πάνω στα δικά μου... «Ζούσα μέσα σε αυτήν την κόλαση 1000 χρόνια και καταλαβαίνω απόλυτα τα όσα περνάς...» συνέχισε και αυτόματα έσφιξα τα χέρια της μέσα στα δικά μου από φόβο μην φύγει πάλι αλλά δεν μίλησα, την άφησα να συνεχίσει ακόμα και χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοούσε. Η φωνή της ένιωθα να μου δίνει μια δύναμη που είχα τόσο ανάγκη να νιώσω αυτήν την στιγμή...

«Αλλά χάρης εσένα είμαι πια ελεύθερη και αυτό θα σου το χρωστάω για πάντα...» είπε και ανασηκώνοντας την ματιά μου προς το μέρος της ζάρωσα τα μάτια μου με απορία. Τι εννοούσε;... «Είμαι ελεύθερη πια από το βάρος που έκανε τον δικό μου λύκο να με απειλεί Έντουαρντ, η πόρτα του σφραγίστηκε για πάντα και πλέον μπορώ να δω ξανά πεντακάθαρα, χωρίς την ομίχλη που κάλυπτε την κρίση μου, να είμαι ξανά ο εαυτός μου χωρίς να φοβάμαι τις συνέπειες»

«Δεν καταλαβαίνω» ψιθύρισα σχεδόν άηχα και μου χαμογέλασε με κατανόηση ενώ ελευθερώνοντας το ένα της χέρι μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο μου.

«Δεν είμαι εδώ για να σου πω τι να κάνεις ούτε για να σε κρίνω, είμαι εδώ για να σου ανταποδώσω το καλό που μου έκανες...» μου δήλωσε και ανασαίνοντας γρήγορα δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό... «Ο λύκος σου Έντουαρτ, σου δηλητηριάζει την κρίση σου, σε κάνει να χάνεις την εμπιστοσύνη σου σε εμάς, όμως θέλω να είσαι σίγουρος ότι αν αποφασίσεις ότι θες την βοήθεια μας εμείς θα είμαστε και πάλι εδώ, δίπλα σου, να σε στηρίξουμε σε ότι χρειαστείς... Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα κλείσουμε και τα μάτια αν αφαιρέσεις άλλη ανθρώπινη ζωή»

«Δεν το έκανα εγώ» αντέδρασα και αναστέναξε.

«Δεν είσαι σε θέση να το θυμάσαι αλλά το έκανες Έντουαρντ, υπάρχουν μάρτυρες που σε είδαν, η μυρωδιά σου ήταν απάνω στο κορμί της, τα δόντια σου στην ξεσκισμένη της σάρκα. Μην αφήσεις όμως τον εαυτό σου τώρα να γεμίσει από άσκοπες τύψεις, γιατί δεν ήσουν εσύ αυτός που το έκανε αλλά εκείνος»

«Ποιος;;;;;;» ρώτησα απελπισμένα.

«Η λυκίσια σου υπόσταση Έντουαρντ, αυτός που σου έχει κλέψει την ζωή μέσα από τα χέρια σου και δεν το έχεις καταλάβει καν» μου είπε ήρεμα και έμεινα να την κοιτώ σοκαρισμένος.

«Γιατί με άφησες;» ρώτησα πληγωμένα το μόνο που με ένοιαζε να μάθω, το μόνο που ένιωθα να με τρώει όλον αυτόν τον καιρό.

«Γιατί δεν έφυγες από το σπίτι; Γιατί δεν σκότωσες ποτέ τον πατέρα σου παρόλο που τον θεωρείς υπαίτιο για όλα σου τα προβλήματα; Γιατί συνεχίζεις να είσαι με την Έλενα παρόλο που κάθε φορά που πας μαζί της νιώθεις να σε δηλητηριάζει περισσότερο και να σε κάνει να θες να την πνίξεις ακριβώς την στιγμή που εκείνη σου δίνει το κορμί της για να σε ικανοποιήσει;» με ρώτησε πίσω και έμεινα να την κοιτώ προσπαθώντας πολύ σκληρά να θυμηθώ το γιατί.

Εικόνες από το βάθος του μυαλού μου άρχισαν να κάνουν δειλά την εμφάνιση τους και στην αρχή δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν πράγματι μνήμες ή εικόνες που δημιουργούσα εγώ για να ικανοποιήσω την οργή που μου έκαιγε τα σώθηκα μου.

Μέσα στα μάτια μου έβλεπα τον πατέρα μου να έχει ξεμείνει από αέρα κάτω από το σφιχτό μου κράτημα πάνω στον λαιμό του ενώ η καρδιά του παλλόταν σαν τρελή μέσα στην χούφτα μου που την κράταγα έτοιμος να την ξεριζώσω αλλά κάτι με σταμάταγε από το να το κάνω. Ήταν η φωνή της που με παρακαλούσε να σταματήσω, με ικέτευε να μην το κάνω αλλά εγώ ήμουν πολύ θολωμένος για να την ακούσω, ένιωθα τόσο πνιγμένος που δεν ήθελα να σταματήσω ανεξάρτητα από τις συνέπειες που θα έπρεπε να υποστώ μέχρι που το βογκητό πόνου της μητέρας μου, μου τράβηξε την προσοχή και μόλις την είδα να σωριάζεται στο πάτωμα ξέχασα τα πάντα. Η οργή μου μετατράπηκε σε αγωνία, το χέρι μου αυτόματα βγήκε από την σάρκα του και τρέχοντας κοντά της με δάκρυα στα μάτια την πήρα στην αγκαλιά μου και προσπαθούσα να καταλάβω τι της συνέβαινε αλλά ήμουν ακόμα τόσο θολωμένος που δεν μπορούσα να δω καθαρά.

Σήκωσα την ματιά μου προς την Μπέλλα και την είδα να με κοιτάζει υπομονετικά αμίλητη περιμένοντας τις δικές μου αντιδράσεις.

«Έχει δέσει την ζωή του με την δική της, αν πεθάνει εκείνος...»

«Θα την πάρει μαζί του, γι αυτό και δεν μπορεί να αντιδράσει σε ότι και να της κάνει, γι αυτό παραμένει σιωπηλή δίπλα του υπομένοντας ότι και να συμβαίνει γύρω της παρόλο που ξέρει τα πάντα. Γι αυτό ζει ακόμα» συμπλήρωσε παρηγορώντας με χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλο μου.

«Και εσύ το ήξερες!» δήλωσα ξέπνοα την διαπίστωση μου και ένα θλιμμένο χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του.

«Φρόντισε να μου το χτυπήσει έγκαιρα για να γλυτώσει το τομάρι του όταν του πήρα το δαχτυλίδι που τον προστάτευε» επιβεβαίωσε.

«Γι αυτό έφυγες;» ρώτησα σπαρακτικά.

«Δεν μπορούσα να σε πάρω από τα χέρια του Έντουαρντ χωρίς μάχη, αν το έκανα, δεν θα άντεχες την γνώση ότι η ελευθερία σου επισκιάζεται από τον θάνατο της» μου είπε ήρεμα και ένιωσα τον κόσμο μου να γκρεμίζεται και να χτίζεται ξανά από την αρχή.


Τα μάτια μου εστίασαν πάνω στο πρόσωπο της απορροφώντας άπληστα τα χαρακτηριστικά της σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά νιώθοντας όλο μου το σώμα να απορροφά κάθε της θετική ενέργεια, κάνοντας το κορμί μου να ξυπνά, την ανάσα μου να γεμίζει με ζωή και την καρδιά μου να χτυπά με αρμονία.

Η ανάσα της πλαισιώνοντας το πρόσωπο μου έκανε τις αισθήσεις μου να αναζωπυρωθούν και το πρόσωπο μου σαν μαγεμένο άρχισε να πλησιάζει το δικό της. Πριν το καταλάβω τα μάτια μου σφάλισαν αλλά εκεί που τα χείλια μου έψαχναν για τα δικά της χείλη, η φωνή της ήρθε για να με κάνει να συνειδητοποιήσω τι ήμουν έτοιμος να κάνω.

«Ότι και να γίνει και πάλι θα φύγω» την άκουσα να λέει και ανοίγοντας τα μάτια μου την κοίταξα για μια στιγμή.

Αυτό δεν ήταν άρνηση σωστά;... αναρωτήθηκα για λίγο και καθώς είδα ότι δεν έκανε καμία κίνηση να απομακρυνθεί από κοντά μου χωρίς να αντέχω άλλο, βάζοντας το χέρι μου μέσα στα μαλλιά της, την έφερα κοντά μου και άρχισα να την φιλώ.

Τα χείλια μου τριβόντουσαν απελπισμένα πάνω στα δικά της και τα χέρια της αμέσως πλαισίωσαν τον λαιμό μου φέροντας με ακόμα πιο κοντά της. Η καρδιά μου φτερούγισε, τα χέρια μου απαλά την παρέσερναν πάνω στην αγκαλιά μου και εκείνη αμέσως δεχόμενη την πρόσκληση μου, βάζοντας τα πόδια της αριστερά και δεξιά από τα δικά μου πόδια, έκατσε πάνω στα γόνατα μου. Μόλις ένιωσα το κορμί της να με ακουμπά βόγκηξα δυνατά καθώς ένιωσα όλα τα μέσα μου να εκρήγνυνται και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, γέρνοντας το σώμα μου στο πλάι την ξάπλωσα πάνω στον καναπέ και συνέχισα το φιλί μας πιο παθιασμένα μέχρι που ένιωσα τα πνευμόνια μου να διαμαρτύρονται σιωπηλά για λίγο αέρα.

Η ανταπόκριση της με έστελνε στον έβδομο ουρανό και έκανε όλο μου το σώμα να ζητά για περισσότερα. Αφήνοντας τα χείλια της, με τον πιο τρυφερό τρόπο, δάγκωσα απαλά το σαγόνι της και την άκουσα να βογκά ενώ τέντωνε το σώμα της κάνοντας το να ακουμπήσει απόλυτα πάνω στο σώμα μου ενώ με το χέρι της μέσα στα μαλλιά μου με παρότρυνε να συνεχίσω. Χωρίς καν να το σκεφτώ τα χείλια μου άρχισαν να γεύονται την επιδερμίδα του λαιμού της καθώς εκείνη έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω δίνοντας μου το ελεύθερο να προχωρήσω. Η επιδερμίδα της άρχισε να λαμπιρίζει δειλά δειλά ενώ το σώμα της έτρεμε ανεπαίσθητα με την ανάσα της να επιταχύνεται περισσότερο και άξαφνα εικόνες της από ένα μακρινό παρελθόν που είχαν διαγραφεί από τις μνήμες μου ξεπήδησαν μέσα στο μυαλό μου και με έκαναν για μια στιγμή να σταματήσω ξαφνιασμένος.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε με βαθιά φωνή από όλο το πάθος που της είχαν ξυπνήσει τα φιλιά μου και σήκωσα το κεφάλι μου για να την κοιτάξω στα μάτια.

Η ματιά της με έκαψε, με έκανε σχεδόν να ξεχάσω γιατί είχα σταματήσει και θαμπωμένος έμεινα για λίγο να την κοιτώ εκστασιασμένος από την ομορφιά που απλωνόταν μπροστά μου. Στην ματιά της έβλεπα όλο τον πόθο που σιγόκαιγε μέσα της αλλά δεν ήταν αυτό που μου είχε τραβήξει τόσο την προσοχή, όσο η ηρεμία σε όλα της τα χαρακτηριστικά.

«Λάμπεις!!!» εξωτερίκευσα την σκέψη μου πριν το σκεφτώ και εκείνη μου χάρισε το πιο εκθαμβωτικό της χαμόγελο κάνοντας με να πεταρίσω τα μάτια μου σαν μόλις να είχα ξυπνήσει από τον λήθαργο που με κράταγε πίσω κλεισμένο μέσα στο ίδιο μου το κορμί.

«Μοιάζεις τόσο με την Μπέλλα της ανάμνησης του προγόνου μου...» συνέχισα προβληματισμένος με την υποψία ότι κάτι μου ξεφεύγει... «Αλλά ταυτόχρονα είσαι και τόσο διαφορετική»

«Είναι γιατί είμαι πια απελευθερωμένη από τα "μάγια" της αποτύπωσης» μου είπε και άρχισα να ανασαίνω με περισσότερη ελπίδα.

«Δηλαδή δεν...» δεν μπορούσα να συνεχίσω.

«Δεν είμαι δεμένη πια μαζί του...» επιβεβαίωσε εκείνη τις υποψίες μου συμπληρώνοντας την φράση μου και η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά κάνοντας τον λαιμό μου να ξεραθεί τελείως... «Ο δεσμός μας έσπασε όταν θάφτηκε για πάντα μέσα σου και γίνατε ένα» συνέχισε και κατάπια με δυσκολία. Είχα χάσει τα λόγια μου, τα μάτια μου άρχισαν να βλέπουν πιο καθαρά και καθώς πέρναγε η ώρα όλο και περισσότερες αναμνήσεις ξεπηδούσαν από το πουθενά αφήνοντας με ξέπνοο. Μας πως ήταν δυνατόν να είχαν σβηστεί;

«Βοήθησε με» παρακάλεσα απελπισμένα και παίρνοντας μια θλιμμένη έκφραση αναστέναξε κοιτώντας με απολογητικά.

«Αν μπορούσα να νικήσω τον δαίμονα σου για σένα, θα το είχα κάνει ήδη και χωρίς να μου το ζητήσεις αλλά δεν μπορώ, είναι μια μάχη που πρέπει να δώσεις μόνος σου» μου είπε με πόνο και κοίταξα για λίγο γύρω μου προσπαθώντας από κάπου να κρατηθώ φοβούμενος να μην χάσω αυτό που είχα βρει από την στιγμή που την είχα αντικρίσει ξανά.

«Τότε πάρε με μαζί σου, αν είμαστε μαζί θα βρω την δύναμη να τον νικήσω» είπα απελπισμένα αλλά και πάλι μου το αρνήθηκε χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου για να με παρηγορήσει πριν τα λόγια της να έρθουν να με καταρρακώσουν περισσότερο.

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, λυπάμαι»

«Γιατί;» ρώτησα με αγανάκτηση και άρχισε να μου ψιθυρίζει μέσα στην σκέψη μου.

~Γιατί είμαστε στους πρόποδες μια μάχης που δεν θα έχει προηγούμενο Έντουαρντ και πρέπει όλοι μας να προετοιμαστούμε γι αυτό. Αν σε πάρω τώρα μαζί μου, τότε ο πατέρας σου θα μπορεί να βάλει όλη την αστυνομία να σε ψάξει γιατί είσαι ανήλικος και άνετα μπορεί να ισχυριστεί ότι σε απήγαγα για να σε εκμεταλλευτώ και δεν μπορώ να το ρισκάρω. Προσπαθούμε να τους κρυφτούμε με μεγάλη δυσκολία ώστε να μην ξέρουν τον αριθμό μας για να μπορέσουμε να έχουμε το αβαντάζ όταν θα έρθει η ώρα να τους αντιμετωπίσουμε και ήδη ρισκάρω πολλά με το να είμαι εδώ αν σε πάρω και μαζί μου...~ κλείνοντας τα μάτια μου έκοψα την φράση της στην μέση και εκείνη ανασηκώνοντας το κορμί της άφησε τα χείλια της να ακουμπήσουν απαλά πάνω στο μέτωπο μου πριν συνεχίσει.

~Είσαι δυνατός, πάντα ήσουν μην αμφιβάλεις γι αυτό, απλά έχασες στον στόχο σου, ένιωσες προδομένος, μόνος μέσα στο ατελείωτο σκοτάδι της απελπισίας που σε έκανε να πιστεύεις ότι είσαι . Δεν είναι έτσι όμως, έχεις πολλούς συμμάχους δίπλα σου Έντουαρτ, ζήτα τους την βοήθεια τους και εκείνοι θα σου την δώσουν χωρίς να σε κρίνουν~ συνέχισε και ανοίγοντας τα μάτια μου βύθισα την ματιά μου μέσα στην δική της και εξέφρασα ότι με έπνιγε όλη αυτήν την ώρα.

~Χωρίς όμως εσένα δεν μπορώ να ανασάνω, η καρδιά μου νιώθω ότι σταματά και πνίγομαι. Προσπάθησα, σου το ορκίζομαι, προσπάθησα πολύ σκληρά αλλά όσο περισσότερο πάλευα να σε ξεχάσω τόσο περισσότερο ένιωθα ότι σ’ αγαπώ~ της είπα με πόνο και ξαφνικά σταμάτησε να αναπνέει κοιτώντας με μια έκφραση που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ξανά με αγωνία.

«Δεν φαντάζεσαι πόσο λυπάμαι γι αυτό» είπε πνιγμένα και σάστισα για λίγο.

«Για ποιο; Δεν καταλαβαίνω» είπα μπερδεμένος.

«Έχεις αποτυπωθεί Έντουαρντ, στο πρόσωπο μου».............

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA