Εντουαρτ
Ο
χρόνος πέρναγε ασταμάτητα, αυτά που είχα να κάνω ήταν πολλά αλλά δεν τα
παράταγα, μπορεί αυτό που έβλεπαν οι άλλοι σε μένα να μην ήταν ούτε κατά
διάνοια αυτό που πραγματικά είμαι αλλά εγώ πλέον ξέρω ποιος είμαι και πάνω από
όλα ποιος θέλω να είμαι και αυτό δεν θα επιτρέψω ποτέ ξανά και κανέναν να με
κάνει να το αμφισβητήσω.
Τα
προβλήματα ήταν πολλά αλλά τα στηρίγματα άλλα τόσα. Με την βοήθεια της Άλις
μπορούσα να υποκριθώ ότι μετά από εκείνη την ημέρα τίποτα δεν άλλαξε και ας
είχα αλλάξει ριζικά μέσα μου. Έτσι μπόρεσα να κοροϊδέψω – τουλάχιστον τον
πατέρα μου που με ενδιέφερε και περισσότερο – ότι ήμουν ακόμα αυτός που εκείνος
ήθελε να είμαι. Ένας αδίστακτος και οργισμένος νέος που δίψαγε για αίμα και
κραιπάλη.
Κραιπάλη...
μια από τις πιο μεγαλύτερες δυσκολίες μου. Εκεί που είχα γίνει ο γόης και το
αστέρι του σχολείου που δεν άφηνε θηλυκιά γάτα στο πέρασμα του εγώ τώρα θα
έπρεπε να συνεχίσω να υποκρίνομαι ότι είμαι ακόμα ο ίδιος γόης, ο ίδιος
γυναικοκατακτητής παρόλο που δεν με ενδιέφερε καμία από όλες αυτές που με
περιτριγυρίζανε. Ευτυχώς για μένα που υπήρχε και ο Ντέιμον - όσο μπορεί κάποιος
αυτό να το θεωρήσει τύχη - που τουλάχιστον βοηθούσε σε αυτό το κομμάτι κάνοντας
τες να πιστεύουν ότι περνάγαμε μαζί τις ώρες που κάναμε κοπάνα είτε στο δασάκι
είτε σε κάποια τουαλέτα του σχολείου ενώ εγώ εκείνες τις ώρες τις πέρναγα στην
βιβλιοθήκη διαβάζοντας ότι βιβλίο υπήρχε πάνω στην ιστορία των προγόνων μου.
Ντέιμον...
δεν του είχα καμία εμπιστοσύνη αλλά τουλάχιστον βοηθούσε πολύ. Δεν είμαι χαζός,
ήξερα ότι κάπου αποσκοπούσε αλλά όσο κράταγε το στόμα του κλειστό και πολύ
περισσότερο την Έλενα μακριά μου, τίποτα άλλο δεν με ενδιέφερε. Προς το παρόν
τουλάχιστον.
Έλενα...
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ την ξεφορτώθηκα. Η ανακούφιση που πήρα όταν της αρνήθηκα για πρώτη
φορά να της κάτσω και εκείνη δεν έκανε καμία άλλη κίνηση να με πλησιάσει ήταν η
μεγαλύτερη από όλες. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να πάω με οποιανδήποτε άλλη
παρά με αυτήν .Δυστυχώς όμως ακόμα και αυτό από ένα σημείο και ύστερα ήταν
αναπόφευκτο καθώς ο πατέρας μου άρχισε να ψυλλιάζεται ότι κάτι τρέχει μεταξύ
μας. Εκεί αναγκαστικά και οι δύο υποκύψαμε και μπορώ να πω ότι ήταν τα
χειρότερα 5λεπτά της ζωής και των δύων μας, ακόμα απορώ πως κατάφερα να έχω
στύση μαζί της ή ακόμα χειρότερα πως κατάφερα να τελειώσω. Για τέτοιο ξενέρωνα
μιλάμε.
Η
Άλις και η μαμά ήταν το καλύτερο κομμάτι της ζωής μου. Η ευτυχία και η ασφάλεια
που ένιωθα μαζί τους απλά δεν περιγράφεται. Απαλλαγμένος πια από ότι με βάραινε
μπορούσα ξανά – φυσικά μόνο όταν έλειπαν όλοι υπόλοιποι από το σπίτι – να είμαι
ο εαυτός μου μαζί τους και να μοιράζομαι όλες τις καλές στιγμές που μου είχαν
λείψει τόσο πολύ.
Ο
Έμετ και ο μπαμπάς... αυτοί ήταν μια
άλλη ιστορία. Πραγματικά δεν αναγνώριζα πια κανέναν από τους δύο τους και αυτό
με στεναχωρούσε περισσότερο. Όχι φυσικά για τον πατέρα μου αλλά για τον Έμετ
που πάντα πίστευα ότι ήταν με το μέρος μας αλλά τον τελευταίο καιρό δεν
μπορούσα να είμαι και τόσο σίγουρος πια γι αυτό. Ο πατέρας μου όμως ήταν το
χειρότερο και το πιο επίπονο κομμάτι των βασανιστηρίων μου. Άγρυπνος φρουρός να
προσέχει κάθε μου βήμα, κάθε μου λέξη, μέχρι και κίνηση όμως το χειρότερο δεν
ήταν αυτό , όσο ήταν η καθημερινή του επίσκεψη στο δωμάτιο μου, πάντα μετά το
μεσημεριανό, για να μου φέρει εκείνο το άσπρο από αφρολέξ ποτήρι που είχε γίνει
πια η κόλαση μου.
Αίμα...
Ο Παράδεισος και η κόλαση μαζί. Στην αρχή προσπάθησα να βρω τρόπο να ξεγελάσω
τον πατέρα μου αλλά τελικά αυτό που κατάλαβα ήταν ότι τον μόνο που κορόιδευα
ήταν τον ίδιο μου τον εαυτό. Όσο και να πάλευα να μείνω μακριά του απλά δεν
μπορούσα. Όσο και να πάλευα να το αρνηθώ τόσο εκείνο με τρέλαινε. Όσο και να
του αντιστεκόμουν στο τέλος κατάφερνε να με διεκδικεί περισσότερο. Το ήθελα, το
επιζητούσα κάθε μέρα όλο και περισσότερο, το είχα ανάγκη αλλά περισσότερο είχα
ανάγκη εκείνη όμως εκείνη δεν ήταν εδώ και η παρηγοριά μου κατέληγε πάλι να
είναι εκείνο το άσπρο αποκρουστικό ποτήρι, που κάθε φορά που το έβλεπα στα
χέρια του πατέρα μου, κάθε φορά που το άρωμα του με κατέκλυζε, ένιωθα να
παίρνει μαζί του και όλον τον πόνο που ένιωθα να με πνίγει.
Ούτε
ένα γράμμα, ούτε ένα τηλέφωνο, τίποτα, είχε πλέον εξαφανιστεί. Κόβοντας όλες
τις γέφυρες επικοινωνίας, με είχε εγκαταλείψει ξανά στα αιχμηρά νύχια του
χειρότερου εχθρού μου, του ίδιου μου του πατέρα με εκείνον να τροφοδοτεί κάθε
μέρα όλο και περισσότερο τον δαίμονα μέσα μου που ήθελε για άλλη μια φορά να με
κατακτήσει, να καταπιεί την ανθρωπιά μου να με κάνει τον πιο αρρωστημένο
άνθρωπο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αλλά εγώ αντιστεκόμουν, έσφιγγα τα δόντια και
απλά περίμενα. Δεν ήξερα όμως τι να περιμένω πια, οι τρεις μήνες μακριά της με
είχαν κάνει για άλλη μια φορά να μην ελπίζω σε τίποτα.
«Δεν
μου φτάνει, θέλω κι άλλο» απαίτησα μια μέρα όταν το υγρό γλυκόπιοτο ρευστό
καθαρτικό της ψυχής μου είχε τελειώσει και για πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου
να σαστίζει αλλά δεν μίλησε. Πήρε από τα χέρια μου το άδειο πια κύπελλο και
εξαφανίστηκε χωρίς καμία απάντηση.
Εκείνη
την ημέρα είχα τρομάξει και εγώ ο ίδιος, είχα χάσει τελείως τα λογικά μου, η
ανάγκη μου να την δω, να την νιώσω, να ακούσω την φωνή της είχε ξυπνήσει μέσα
μου όλα όσα με κόπο φύλαγα καλά κρυμμένα, όταν όμως είδα την Έλενα, όταν
κατάλαβα ότι εκείνος την είχε στείλει και μάλιστα παρέμενε στο σπίτι για να δει
αν θα ενδώσω τότε συνήλθα ξανά. Εκείνα τα πέντε λεπτά ήταν αρκετά να με
συνεφέρουν όμως αυτό που με τρομοκρατούσε ήταν ότι αυτό δεν θα αργούσε να
επαναληφτεί. Η ανάγκη μου για το αίμα θα με κυρίευε και πάλι την ίδια ώρα την
επόμενη μέρα αλλά αντιστάθηκα, το ήπια αδιαμαρτύρητα και μόλις ο πατέρας μου
έφυγε ικανοποιημένος πήγα και έκανα εμετό λες και αυτό θα βοηθούσε. Δεν
βοήθησε, το αίμα δεν ήταν τροφή για να αποβληθεί από το σώμα μου έτσι απλά αλλά
με έκανε να δω τις πράξεις μου, με έκανε να δω τα γράμματα στο ημερολόγιο μου
που είχα αλλοιωθεί, είχαν ξεθωριάσει και ήταν άγνωστα πια στα μάτια μου.
Το
έχανα, για άλλη μια φορά άφηνα τον εαυτό μου να παρασυρθεί από τη φωνή του
λύκου μέσα μου που σα σειρήνα με καλούσε να χαθώ στα άπατα νερά της
παραφροσύνης και δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, ή πόσο ακόμα θα μπορούσα να
αντιστέκομαι. Ίσως ενδόμυχα τον επιζητούσα και εγώ ο ίδιος. Δεν ξέρω να σας πω.
«Έντουαρτ
είσαι έτοιμος;» η φωνή της Άλις με έκανε να αναπηδήσω. Το τσιγάρο που έκαιγε τα
δάχτυλά μου, μου επιβεβαίωνε το πόσο βαθιά μέσα στις σκέψεις μου είχα μπει και
δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι η ώρα είχε περάσει, ότι εγώ από εχθές το βράδυ
δεν σταμάτησα να γράφω ότι με βασάνιζε μέσα στις άδειες σελίδες που τώρα ήταν
γεμάτες με αυτές. Όταν όμως κοίταξα τα γράμματα, όταν αναγνώρισα και πάλι τα
γράμματα μου η ανακούφιση ήρθε και επισκίασε κάθε τι που ένιωθα.
«Θα
κάνω ένα μπάνιο και θα κατέβω» της απάντησα ήρεμα μαζεύοντας το τσιγάρο πριν
κάψει την σελίδα και την ένιωσα να με πλησιάζει.
«Έντουαρντ;»
ρώτησε δειλά και σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της. Δεν ήξερα τι δήλωναν
τα χαρακτηριστικά μου αλλά ότι και να είδε μέσα σε αυτά την τρόμαξε.
«Είμαι
ακόμα εδώ» είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου και την παρότρυνα να κάτσει στα
γόνατα μου. Τα χέρια της τυλίχτηκαν αμέσως γύρω από τον λαιμό μου και την
φίλησα πάνω στα μαλλιά με ανακούφιση.
«Τουλάχιστον
προσπαθώ να είμαι» συνέχισα με φωνή που δεν ήμουν σίγουρος αν είχε καταφέρει να
με ακούσει και σήκωσε το κεφάλι της για να με αντικρίσει.
«Τι
σε βασανίζει;» ρώτησε με παράπονο και άφησα την ανάσα μου να βγει βαριά από
μέσα μου κοιτώντας για λίγο μακριά.
«Δεν
ξέρω Άλις, δεν ξέρω. Όλα μου φταίνε. Θέλω να τρέξω αλλά τα πόδια μου δεν
ακολουθούν. Θέλω να φωνάξω αλλά η φωνή μου δεν βγαίνει πια από μέσα μου.
Φοβάμαι ότι πάλι τα χάνω και δεν ξέρω τι άλλο να κάνω για να το αποτρέψω να
γίνει» παραδέχτηκα χωρίς να έχω το κουράγιο να την κοιτάξω στα μάτια και άφησε
το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στον ώμο μου χωρίς να πει κουβέντα. Ήξερε ότι
δεν θα βοηθούσε σε τίποτα ότι και να έλεγε.
«Έλα
να ετοιμαστούμε» την παρότρυνα και καθώς με φίλησε απαλά έφυγε χωρίς καν να με
κοιτάξει.
Ήταν
η τελευταία μέρα του σχολείου, η τελευταία μέρα διαφυγής της ατέλειωτης φυλακής
μου και ίσως γι αυτό να ένιωθα να με παίρνει από κάτω. Τελικά αποφάσισα και
προσπάθησα να φανώ όσο το δυνατόν πιο πειστικός στους γύρω μου που με κοίταζαν
με καχυποψία καθώς τους προσπερνούσα αδιαφορώντας πλήρως για εκείνους για πρώτη
φορά μέσα στους τελευταίους 8 μήνες που με είχαν συνηθίσει σε μια άλλη
συμπεριφορά από αυτήν.
Φτάνοντας
κοντά στο μπουλούκι που είχε μαζευτεί γύρω από την εξέδρα έβαλα το γελοίο
καπέλο όπως απαιτούσε η μέρα και απλά περίμενα. Περίμενα να τελειώσει αυτός ο
Γολγοθάς, να γυρίσω και πάλι στην ησυχία του δωματίου μου, να κλείσω τα αυτιά
μου και να μην ακούω κανέναν, να περιμένω υπομονετικά το μαρτύριο μου να το
βλέπω να μεγαλώνει μέρα με την ημέρα, κλεισμένος εκεί, στις σκέψεις μου, μέσα
στους τέσσερις τοίχους, περιμένοντας την.
«Άλις!»
άκουσα τον Μπρεκ να την φωνάζει ενώ παράλληλα της έκανε νόημα να τον
ακολουθήσει και τον κοίταξα με περιέργεια αλλά εκείνος δεν μου έδωσε σημασία. Η
Άλις γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος μας τελικά κατένευσε προς τα
εκείνον και εκείνος άρχισε να ξεμακραίνει κάνοντας την να τον ακολουθήσει.
Προσπάθησα
να ακούσω να πούνε κάτι αλλά τίποτα, η απόλυτη σιωπή, μέχρι που η Άλις
απροειδοποίητα άρχισε να τσιρίζει από χαρά και να τον ευχαριστεί απανωτά ενώ
χοροπηδούσε πάνω στο χορτάρι με τον Μπρεκ να μην βγάζει άχνα. Σίγουρα είχε
πάρει κάποιο γράμμα και φυσικά δεν χρειαζόταν να μου το πει για να καταλάβω από
που. Ο Τζάσπερ δεν σταμάτησε ποτέ να επικοινωνεί μαζί της. Έίτε τηλεφωνικά είτε
με κάποιο σημείωμα πάντα έδινε το στίγμα του, πάντα της έλεγε πόσο πονάει
μακριά της και η Άλις πάντα τον περίμενε υπομονετικά λαχταρώντας την στιγμή που
θα τον έβλεπε ξανά.
Χαιρόμουν
για την αδελφή μου αλλά παράλληλα δεν μπορούσα να κρύψω και το αίσθημα της
ζήλιας που με κατέκλυζε κάθε φορά που την έβλεπα να έρχεται όπως και τώρα
ξεφωνίζοντας από χαρά, γεμάτη δάκρυα στα μάτια, με το χαμόγελο της να αγγίζει
μέχρι και τα μάτια της.
«Να
υποθέσω ότι πήρες πάλι γράμμα από τον μορφονιό;» ρώτησε ρητορικά ο Έμετ αλλά η
Άλις χωρίς να του δίνει σημασία έπεσε στην αγκαλιά μου και άρχισε να τραντάζει
τα κορμιά μας χοροπηδώντας χωρίς να είναι ικανή να κρύψει όλη την ευτυχία που
ένιωθε μέσα της. Φυσικά αυτό δεν πτόησε τον Έμετ που συνέχιζε με πραγματικό φαρμάκι
πια... «Τι έγινε η απόσταση δεν τον έκανε να βαρεθεί;» η δολοφονική ματιά της
Άλις πέρασε απαρατήρητη από τον Έμετ, όχι όμως και τα λόγια του Μπρεκ.
«Όταν
αγαπάς πραγματικά κάποιον, η απόσταση κάνει την αγάπη σου γι αυτόν μεγαλύτερη,
όχι μικρότερη» είπε και μείναμε όλοι με το στόμα ανοιχτό. Ήταν η πρώτη πρόταση
που ακούγαμε να βγαίνει από τα χείλια του. Εκτός από ένα ναι ή ένα όχι ή και τα
ονόματα μας όταν ήθελε να μας αποσπάσει την προσοχή, ποτέ και κανείς δεν τον
είχε ακούσει να λέει τίποτα άλλο. Το μυστήριο γύρω από εκείνον δεν είχε λυθεί
ποτέ και ούτε φαινόταν να είναι πρόθυμος να το λύσει.
«Σε
ευχαριστώ Μπρεκ» του είπε η Άλις σκουπίζοντας πια τα δάκρυα χαράς και εκείνος
όπως πάντα χαμήλωσε το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού λέγοντας της παρακαλώ με αυτό
τον τρόπο και εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος.
«Τι
σου γράφει πάλι και είσαι έτσι εσύ;» ρώτησε ο Έμετ που δεν τον είχε ακουμπήσει
τίποτα από ότι είχε διαδραματιστεί και η Άλις μισοέκλεισε τα μάτια της με
πείσμα.
«Δεν
σου πέφτει λόγος γι αυτό πήγαινε στην γραμμή σου και παράτα μας» του είπε με
αυθάδεια και εκείνος κάνοντας μια αδιάφορη γκριμάτσα έφυγε από δίπλα μας χωρίς
να το σχολιάσει περεταίρω. Μόλις μείναμε μόνοι η Άλις μου έδωσε το γράμμα και
περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία για να το διαβάσω.
Αφήνοντας
την ανάσα μου να βγει βαριά και χωρίς καμία όρεξη το άνοιξα για να δω γιατί
ήταν τόσο σημαντικό που χρειαζόταν να το διαβάσω. Το γράμμα έλεγε:
~Θα
σε δω πολύ σύντομα. Δικός σου Τ~
Σήκωσα
την ματιά μου προς την Άλις και εκείνη δαγκώνοντας τα χείλια της προσπάθησε με
πολύ κόπο να μην ξεφωνίσει και πάλι από την χαρά που ξεχείλιζε πλέων από μέσα
της.
«Πολύ
χαίρομαι για σένα» κατάφερα με κόπο να πω και της το έδωσα πίσω. Η Άλις όμως
δεν άργησε να καταλάβει το πόσο αυτό με πόνεσε και σοβαρεύοντας ξανά κράτησε το
γράμμα στα χέρια της και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου.
«Βρε
χαζούλη μου, αν γυρίσει εκείνος αυτό σημαίνει ότι θα γυρίσει και ηηηηη» είπε με
νόημα κοιτώντας γύρω της για να βεβαιωθεί ότι δεν μας άκουγε κανείς.
«Δεν
είμαι και τόσο σίγουρος πια. Άλλωστε αν ήταν να γυρίσει γιατί δεν έστειλε και
σε μένα κάτι; Ή δεν το άφησε έστω να εννοηθεί στο γράμμα του οοο....» της είπα
και εγώ με νόημα και εκείνη τα παράτησε καθώς εκείνη την στιγμή άρχιζε η τελετή
και μας ζητήθηκε να πάρουμε τις θέσεις μας.
Ο
πατέρας μου, σαν δήμαρχος, πήρε πρώτος τον λόγο. Η ματιά που μου έριξε δεν
μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσε και τόσο αλλά εκείνη την στιγμή ήμουν πολύ μακριά
και για να του δώσω οποιαδήποτε σημασία. Είχε νικήσει, όλα είχαν έρθει όπως τα
ήθελε, τι παραπάνω θα μπορούσε να απαιτήσει δηλαδή να κάνω;
Η
τελετή έφτασε στο τέλος και η μαμά μου δεν σταμάταγε να σκουπίζει τα μάτια της
από συγκίνηση. Για πρώτη φορά, χωρίς να με νοιάζει για τίποτα, δεν άντεξα άλλο
και την κράτησα στην αγκαλιά μου για να την ηρεμήσω.
«Μην
κλαις βρε μαμά» παρακάλεσα αδιαφορώντας για το ύφος του το πατέρα μου.
«Δεν
κλαίω αγόρι μου...» είπε ανάμεσα από τα αναφιλητά της προσπαθώντας πολύ σκληρά
να μαζέψει τον εαυτό της... «Δεν κλαίω» συμπλήρωσε και γέλασα δυνατά ενώ με την
Άλις την σφίξαμε ταυτόχρονα μέσα στην αγκαλιά μας και έτσι γυρίσαμε και στο
σπίτι. Φυσικά ο Έμετ και ο μπαμπάς δεν ακολούθησαν αλλά λίγο μας ένοιαζε.
Καλύτερα για μας, εκεί είχαμε όλον τον χρόνο να την χαρούμε λίγο περισσότερο
χωρίς το άγρυπνο μάτι τους και να την ηρεμήσουμε, να την κάνουμε να γελάσει
καθώς θυμόμασταν τα παλιά νοσταλγώντας μαζί της όμορφες εποχές που είχαμε
σχεδόν ξεχάσει, μαζί με το άλμπουμ των φωτογραφιών.
Λίγο
πριν γυρίσουν ο Έμετ με τον μπαμπά ένιωσα περίεργα. Η μαμά, ειδικά σήμερα, με
είχε εκπλήξει πάρα πολύ, η εμμονή της να θυμηθούμε τα παλιά με έκανε να νιώθω
σαν να μας αποχαιρετούσε και αυτό έκανε την καρδιά μου να σφίγγεται ακόμα
περισσότερο, την διαίσθηση μου ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί της να ενισχύεται σε
βαθμό που κάποια στιγμή ξέσπασα πριν ακόμα καταφέρω να το εμποδίσω.
«Μαμά
τι συμβαίνει;» απαίτησα να μου πει και εκείνη με κοίταξε με περιέργεια.
«Τι
συμβαίνει παιδί μου;» ρώτησε πίσω και ένιωθα την υπομονή μου να χάνεται.
«Σου
συμβαίνει κάτι και μας το κρύβεις;» συνέχισα με περισσότερο πείσμα.
«Γιατί
το λες αυτό αγόρι μου;» ρώτησε μπερδεμένη και για λίγο με αποσυντόνισε.
«Δεν
ξέρω...» παραιτήθηκα και κοίταξα για λίγο μακριά... «Αλλά όλο αυτό, δεν ξέρω
πως να το πω, αλλά νιώθω σαν με κάποιο τρόπο μας αποχαιρετάς» τελικά κατάφερα
να εξωτερικεύσω και την είδα για κλάσματα των δευτερολέπτων να παγώνει αλλά
πολύ γρήγορα το κάλυψε ξανά αμέσως.
«Άντε
βρε μπουνταλά, ακούς εκεί σας αποχαιρετώ, ναι για να πάω στα ξένα τώρα στα γεράματα,
δεν είσαι με τα καλά σου. Απλά να...» αναστέναξε και μας κοίταξε με λατρεία στα
μάτια καθώς ταυτόχρονα χάιδευε τα μαλλιά και τον δύο μας... «Μεγαλώσατε και δεν
μπορώ να το πιστέψω. Στα μάτια μου ακόμα σας βλέπω όπως εκείνη την πρώτη μέρα
που σας κράτησα στην αγκαλιά μου, εκείνες οι εικόνες ποτέ δεν θα ξεθωριάσουν»
αναστέναξε για άλλη μια φορά με τα μάτια της και πάλι να δακρύζουν και τελείως
απροειδοποίητα σηκώθηκε και έτρεξε στο δωμάτιο της όπου κλείστηκε μέχρι το
μεσημεριανό.
Εγώ
με την Άλις τα είχαμε πλέον χαμένα, δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε, ότι κάτι της
συνέβαινε δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό μου και για το υπόλοιπο της μέρας
δεν σταμάταγα να την παρακολουθώ με άγρυπνο βλέμμα.
Μέσα
σε όλα σήμερα ήταν και τα δέκατα όγδοα γενέθλια της Άλις και τα δικά μου.
Ενηλικίωση. Και τι να το κάνεις;
Η
μητέρα μου είχε διοργανώσει ειδικά γι αυτήν την βραδιά ένα τεράστιο πάρτι που
δεν έλειπε κανένας. Μέσα σε όλους φυσικά ήταν και τα τσιράκια του πατέρα μου.
Εκεί άγρυπνοι φρουροί να μου υπενθυμίζουν ότι και που ενηλικιώθηκα τίποτα δεν
πρόκειται να αλλάξει καθώς αν τολμήσω να κάνω κάποιο βήμα θα τους βρω μπροστά
μου αλλά δεν με ένοιαζε τόσο αυτό όσο η αδελφή μου και η μαμά μου. Μόνος θα
είχα ελπίδες να τους ξεφύγω, θα έβρισκα τον τρόπο να τους ξεγελάσω ή έστω και
αν χρειαζόταν να τους αντιμετωπίσω και να τους βγάλω νοκ άουτ αλλά με εκείνες
δεν υπήρχε ελπίδα και ο πατέρας μου πόνταρε σε αυτό. Μπορεί να μην της ήθελε
νεκρές αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν θα δίσταζε κιόλας να τους καταστρέψει την
σωματική τους ακεραιότητα προκειμένου να με εκβιάσει για να γυρίσω πάλι πίσω
ώστε να μην τους σακατέψει την ψυχή και το σώμα για να με γεμίσει με τύψεις
ξέροντας ότι όλα αυτά γίνονται εξαιτίας μου.
Όλοι
γλεντούσαν και περισσότερο η Άλις που από την στιγμή που πήρε εκείνο το γράμμα
δεν δίσταζε να δείξει ανοιχτά για το πόσο ευτυχισμένη ήταν, όχι όμως και εγώ.
Από την στιγμή που γυρίσαμε στο σπίτι, από ένστικτο, κάτι μέσα μου μού έλεγε
ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και χωρίς να είμαι ικανός να το ελέγξω παρακολουθούσα
την μητέρα μου από μακριά. Κάτι απάνω της δεν μου κολλούσε. Το ύφος της πια
είχε αλλάξει, ήταν πιο χαρούμενη από ποτέ, τόση ευτυχία πάνω σε όλα της τα
χαρακτηριστικά με έκανε να ανησυχώ ακόμα περισσότερο για εκείνην χωρίς
πραγματικά να μπορώ να καταλάβω τον λόγο. Η καρδιά της δε; Αυτή και αν ήταν.
Χτυπούσε τόσο ρυθμικά λες και δεν άνηκε σε εκείνην αλλά σε ένα δεκάχρονο
κορίτσι. Ήταν τόσο ρυθμική και ζωντανή που με έκανε να ανατριχιάζω. Μας πως
μπορούσε να γίνεται αυτό;
«Α!
Εδώ είσαι;» ρώτησε η Έλενα κάποια στιγμή δίπλα μου με ένα μειδίαμα αλλά δεν της
έδωσα καμία σημασία... «Πρέπει να μιλήσουμε» συνέχισε στον ίδιο τόνο και
ξεφύσησα απηυδισμένα.
«Δεν
έχω την όρεξη σου» δήλωσα κατηγορηματικά αλλά δεν την άγγιξε καν.
«Ούτε
και εγώ αλλά δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς. Ακολούθησε με τώρα...» απαίτησε και
γύρισα προς την μεριά της ανασηκώνοντας τα φρύδια μου γελώντας... «Είμαι
σίγουρη ότι αυτό που έχω να σου πω δεν θα θες να το μάθεις την ώρα που θα είσαι
έτοιμος να σβήνεις τα κεριά της τούρτας σου» συνέχισε εκείνη ειρωνικά και
άρχισε να ξεμακραίνει χωρίς να περιμένει την αντίδραση μου και τα παράτησα.
Είχε δίκιο, ότι και να ερχόταν καλύτερα να ήμουν προετοιμασμένος γι αυτό.
Φτάνοντας
στο γραφείο του πατέρα μου, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα με τέτοιον αέρα σαν
να της άνηκε. Δεν μου έκανε και τόσο εντύπωση, ήξερα ότι ήδη θεωρούσε τον εαυτό
της κυρία του ίδιου μου του σπιτιού και ας μην της είχε δώσει κανείς το
δικαίωμα να το κάνει.
«Σε
ακούω» της είπα καθώς έκλεισα την πόρτα και γύρισε προς την μεριά μου κοιτώντας
με, με ένα ύφος νικητή.
«Άκουσα
ότι τώρα που είσαι λυκάνθρωπος έχεις την ικανότητα να έχεις καλύτερη ακοή.
Είναι αλήθεια;» ρώτησε και χωρίς να το ελέγξω άρχισα να γελάω.
«Που
θες να καταλήξεις;» ρώτησα χωρίς να έχω αντοχή για τέτοιες βλακείες.
«Πόσα
άτομα είμαστε μέσα σε αυτό το δωμάτιο Έντουαρτ;» συνέχισε εκείνη χωρίς να την
ενοχλεί η αντίδραση μου και την κοίταξα σαν να κοίταζα μια τρελή.
«Τι
σόι βλακείες είναι αυτές;» ρώτησα εκνευρισμένος πια.
«Καθόλου
βλακείες. Αν μπορείς να ακούσεις τις καρδιές των άλλων τότε συγκεντρώσου και
πες μου, πόσες ακούς μέσα σε αυτό το δωμάτιο» απαίτησε ξανά εκείνη και αυτό
αυτόματα άρχισε να με πονηρεύει.
«Τι
θες να πεις;» ρώτησα με την καρδιά μου να σταματάει και την λογική μου να
ουρλιάζει παρακαλώντας την να μην εννοεί αυτό που καταλάβαινα ότι υπονοούσε.
«Συγχαρητήρια
βρε. Εκείνα τα πέντε λεπτά κατάφεραν να κάνουν ότι δεν έκαναν όλες οι άλλες σου
προσπάθειες. Ετοιμάσου να γίνεις πατέρας» μου δήλωσε ωμά και έμεινα
σοκαρισμένος να την κοιτώ ενώ μέσα μου έβριζα θεούς και δαίμονες που ο ηλίθιος
δεν σκέφτηκα να πάρω μια προφύλαξη.
«Δεν
λες αλήθεια...» προσπάθησα αλλά εκείνη δεν μου άφησε περιθώρια να συνεχίσω.
«Άνοιξε
τα αυτιά σου ρε ηλίθιε και άκου... Η τρίτη καρδιά που ακούς μέσα σε αυτό το
δωμάτιο από που έρχεται;;;;» ρώτησε και σταμάτησα την ανάσα μου στην μέση ενώ η
ακοή μου επικεντρώθηκε απάνω της. Άξαφνα ένας καλπασμός αλόγου ήρθε να με
ταράξει και σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της άγρια.
«Δεν
πρόκειται να το δεχτώ, δεν είμαι σίγουρος ότι είναι δικό μου» της δήλωσα αλλά η
πόρτα που άνοιξε πίσω μου δεν μου έδωσε το περιθώριο για άλλες αντιδράσεις.
«Θα
το δεχτείς θες δεν θες...» δήλωσε ο πατέρας μου μπαίνοντας και γύρισα να τον
αντιμετωπίσω... «Και άλλαξε τα μούτρα σου γιατί σε λίγο θα ανακοινώσουμε και
επίσημα τους αρραβώνες σας» συνέχισε και προσπερνώντας μας πήγε προς την
βιβλιοθήκη, με έναν περίεργο μηχανισμό άνοιξε ένα κομμάτι της, έσκυψε προς τα
μέσα και όταν ίσιωσε το κορμί του ξανά γύρισε προς την μεριά μου και μου πέταξε
ένα σακουλάκι αιμοδοσίας γεμάτο με αίμα. Η Έλενα μόλις κατάλαβε τι είναι
γούρλωσε τα μάτια της και έβαλε κατευθείαν το χέρι της πάνω στο στόμα για να
μην κάνει εμετό και έφυγε τρέχοντας φωνάζοντας ότι ήμαστε για δέσιμο ενώ ο
πατέρας μου κλείνοντας και κλειδώνοντας ξανά το κομμάτι της βιβλιοθήκης ήρθε
κοντά μου κοιτώντας με αμείλικτα.
«Πιες
το και έλα έξω να ανακοινώσουμε τα χαρμόσυνα νέα στους φίλους μας... Ξέρεις ότι
δεν μου αρέσει να περιμένω» δήλωσε και προσπερνώντας με έκλεισε την πόρτα πίσω
του αφήνοντας με μόνο.
Με
το σακουλάκι με το αίμα ακόμα να παραμένει στην παλάμη μου έμεινα να κοιτώ το
κενό χωρίς καμία σκέψη. Ο λύκος μέσα μου ούρλιαζε να το ανοίξω και να το πιω
ενώ η καρδιά μου την ίδια στιγμή ψυχορραγούσε και εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Ο
πειρασμός μεγάλος αλλά δεν λύγιζα.
Βγαίνοντας
έξω στον κήπο όπου για πρώτη φορά στα χρονικά η μητέρα μου είχε επιλέξει να
σβήσουμε τα κεριά της τούρτας μας, πλησίασα προς το μέρος που είχαν μαζευτεί
μπροστά στις δύο τούρτες και κοίταξα τον πατέρα μου στα μάτια αποφασιστικά.
«Ότι
και να κάνεις, δεν πρόκειται να με αλλάξεις» του δήλωσα αλλά εκείνου δεν ίδρωσε
το αυτί του. Με μια κίνηση του κεφαλιού μου υπέδειξε να κάτσω ανάμεσα στην Άλις
και την Έλενα και αφού ανακοίνωσε τα χαρμόσυνα νέα όλοι χειροκροτήσανε και η
μητέρα μου έδωσε σε κάποιον το σύνθημα. Με αυτό το σύνθημα αυτόματα όλα τα φώτα
έκλεισαν αφήνοντας μας στο απόλυτο σκοτάδι. Το μόνο φως που υπήρχε γύρω μας
ήταν αυτό του φεγγαριού που αντανακλούσε μέσα στο ρυάκι που χώριζε το σπίτι με
την πίσω αυλή και αυτό των κεριών από τις δύο τούρτες που άρχισαν να μας
πλησιάζουν.
Η
καρδιά μου σταμάτησε, η ανάσα μου χάθηκε μακριά και καθώς τα μάτια μου
θαμπώθηκαν άξαφνα και όλα ξανά γέμισαν με φως, ένα φως που ήταν ακόμα πιο
δυνατό και από αυτό των πυροτεχνημάτων που τώρα φώτιζαν τον κήπο με όλα τα
χρώματα του ουράνιου τόξου. Η ελπίδα είχε γυρίσει και μάλιστα φορώντας τα καλά
της, χαμογελώντας μου με τέτοιο τρόπο που δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι αυτήν
την φορά θα ήταν για πάντα.