Ετικέτες

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Soulmates Μ2 "7. Without her"






Εντουαρτ

Ο χρόνος πέρναγε ασταμάτητα, αυτά που είχα να κάνω ήταν πολλά αλλά δεν τα παράταγα, μπορεί αυτό που έβλεπαν οι άλλοι σε μένα να μην ήταν ούτε κατά διάνοια αυτό που πραγματικά είμαι αλλά εγώ πλέον ξέρω ποιος είμαι και πάνω από όλα ποιος θέλω να είμαι και αυτό δεν θα επιτρέψω ποτέ ξανά και κανέναν να με κάνει να το αμφισβητήσω.

Τα προβλήματα ήταν πολλά αλλά τα στηρίγματα άλλα τόσα. Με την βοήθεια της Άλις μπορούσα να υποκριθώ ότι μετά από εκείνη την ημέρα τίποτα δεν άλλαξε και ας είχα αλλάξει ριζικά μέσα μου. Έτσι μπόρεσα να κοροϊδέψω – τουλάχιστον τον πατέρα μου που με ενδιέφερε και περισσότερο – ότι ήμουν ακόμα αυτός που εκείνος ήθελε να είμαι. Ένας αδίστακτος και οργισμένος νέος που δίψαγε για αίμα και κραιπάλη.

Κραιπάλη... μια από τις πιο μεγαλύτερες δυσκολίες μου. Εκεί που είχα γίνει ο γόης και το αστέρι του σχολείου που δεν άφηνε θηλυκιά γάτα στο πέρασμα του εγώ τώρα θα έπρεπε να συνεχίσω να υποκρίνομαι ότι είμαι ακόμα ο ίδιος γόης, ο ίδιος γυναικοκατακτητής παρόλο που δεν με ενδιέφερε καμία από όλες αυτές που με περιτριγυρίζανε. Ευτυχώς για μένα που υπήρχε και ο Ντέιμον - όσο μπορεί κάποιος αυτό να το θεωρήσει τύχη - που τουλάχιστον βοηθούσε σε αυτό το κομμάτι κάνοντας τες να πιστεύουν ότι περνάγαμε μαζί τις ώρες που κάναμε κοπάνα είτε στο δασάκι είτε σε κάποια τουαλέτα του σχολείου ενώ εγώ εκείνες τις ώρες τις πέρναγα στην βιβλιοθήκη διαβάζοντας ότι βιβλίο υπήρχε πάνω στην ιστορία των προγόνων μου.

Ντέιμον... δεν του είχα καμία εμπιστοσύνη αλλά τουλάχιστον βοηθούσε πολύ. Δεν είμαι χαζός, ήξερα ότι κάπου αποσκοπούσε αλλά όσο κράταγε το στόμα του κλειστό και πολύ περισσότερο την Έλενα μακριά μου, τίποτα άλλο δεν με ενδιέφερε. Προς το παρόν τουλάχιστον.

Έλενα... ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ την ξεφορτώθηκα. Η ανακούφιση που πήρα όταν της αρνήθηκα για πρώτη φορά να της κάτσω και εκείνη δεν έκανε καμία άλλη κίνηση να με πλησιάσει ήταν η μεγαλύτερη από όλες. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να πάω με οποιανδήποτε άλλη παρά με αυτήν .Δυστυχώς όμως ακόμα και αυτό από ένα σημείο και ύστερα ήταν αναπόφευκτο καθώς ο πατέρας μου άρχισε να ψυλλιάζεται ότι κάτι τρέχει μεταξύ μας. Εκεί αναγκαστικά και οι δύο υποκύψαμε και μπορώ να πω ότι ήταν τα χειρότερα 5λεπτά της ζωής και των δύων μας, ακόμα απορώ πως κατάφερα να έχω στύση μαζί της ή ακόμα χειρότερα πως κατάφερα να τελειώσω. Για τέτοιο ξενέρωνα μιλάμε.

Η Άλις και η μαμά ήταν το καλύτερο κομμάτι της ζωής μου. Η ευτυχία και η ασφάλεια που ένιωθα μαζί τους απλά δεν περιγράφεται. Απαλλαγμένος πια από ότι με βάραινε μπορούσα ξανά – φυσικά μόνο όταν έλειπαν όλοι υπόλοιποι από το σπίτι – να είμαι ο εαυτός μου μαζί τους και να μοιράζομαι όλες τις καλές στιγμές που μου είχαν λείψει τόσο πολύ.

Ο Έμετ και ο  μπαμπάς... αυτοί ήταν μια άλλη ιστορία. Πραγματικά δεν αναγνώριζα πια κανέναν από τους δύο τους και αυτό με στεναχωρούσε περισσότερο. Όχι φυσικά για τον πατέρα μου αλλά για τον Έμετ που πάντα πίστευα ότι ήταν με το μέρος μας αλλά τον τελευταίο καιρό δεν μπορούσα να είμαι και τόσο σίγουρος πια γι αυτό. Ο πατέρας μου όμως ήταν το χειρότερο και το πιο επίπονο κομμάτι των βασανιστηρίων μου. Άγρυπνος φρουρός να προσέχει κάθε μου βήμα, κάθε μου λέξη, μέχρι και κίνηση όμως το χειρότερο δεν ήταν αυτό , όσο ήταν η καθημερινή του επίσκεψη στο δωμάτιο μου, πάντα μετά το μεσημεριανό, για να μου φέρει εκείνο το άσπρο από αφρολέξ ποτήρι που είχε γίνει πια η κόλαση μου.

Αίμα... Ο Παράδεισος και η κόλαση μαζί. Στην αρχή προσπάθησα να βρω τρόπο να ξεγελάσω τον πατέρα μου αλλά τελικά αυτό που κατάλαβα ήταν ότι τον μόνο που κορόιδευα ήταν τον ίδιο μου τον εαυτό. Όσο και να πάλευα να μείνω μακριά του απλά δεν μπορούσα. Όσο και να πάλευα να το αρνηθώ τόσο εκείνο με τρέλαινε. Όσο και να του αντιστεκόμουν στο τέλος κατάφερνε να με διεκδικεί περισσότερο. Το ήθελα, το επιζητούσα κάθε μέρα όλο και περισσότερο, το είχα ανάγκη αλλά περισσότερο είχα ανάγκη εκείνη όμως εκείνη δεν ήταν εδώ και η παρηγοριά μου κατέληγε πάλι να είναι εκείνο το άσπρο αποκρουστικό ποτήρι, που κάθε φορά που το έβλεπα στα χέρια του πατέρα μου, κάθε φορά που το άρωμα του με κατέκλυζε, ένιωθα να παίρνει μαζί του και όλον τον πόνο που ένιωθα να με πνίγει.

Ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα τηλέφωνο, τίποτα, είχε πλέον εξαφανιστεί. Κόβοντας όλες τις γέφυρες επικοινωνίας, με είχε εγκαταλείψει ξανά στα αιχμηρά νύχια του χειρότερου εχθρού μου, του ίδιου μου του πατέρα με εκείνον να τροφοδοτεί κάθε μέρα όλο και περισσότερο τον δαίμονα μέσα μου που ήθελε για άλλη μια φορά να με κατακτήσει, να καταπιεί την ανθρωπιά μου να με κάνει τον πιο αρρωστημένο άνθρωπο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αλλά εγώ αντιστεκόμουν, έσφιγγα τα δόντια και απλά περίμενα. Δεν ήξερα όμως τι να περιμένω πια, οι τρεις μήνες μακριά της με είχαν κάνει για άλλη μια φορά να μην ελπίζω σε τίποτα.

«Δεν μου φτάνει, θέλω κι άλλο» απαίτησα μια μέρα όταν το υγρό γλυκόπιοτο ρευστό καθαρτικό της ψυχής μου είχε τελειώσει και για πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου να σαστίζει αλλά δεν μίλησε. Πήρε από τα χέρια μου το άδειο πια κύπελλο και εξαφανίστηκε χωρίς καμία απάντηση.

Εκείνη την ημέρα είχα τρομάξει και εγώ ο ίδιος, είχα χάσει τελείως τα λογικά μου, η ανάγκη μου να την δω, να την νιώσω, να ακούσω την φωνή της είχε ξυπνήσει μέσα μου όλα όσα με κόπο φύλαγα καλά κρυμμένα, όταν όμως είδα την Έλενα, όταν κατάλαβα ότι εκείνος την είχε στείλει και μάλιστα παρέμενε στο σπίτι για να δει αν θα ενδώσω τότε συνήλθα ξανά. Εκείνα τα πέντε λεπτά ήταν αρκετά να με συνεφέρουν όμως αυτό που με τρομοκρατούσε ήταν ότι αυτό δεν θα αργούσε να επαναληφτεί. Η ανάγκη μου για το αίμα θα με κυρίευε και πάλι την ίδια ώρα την επόμενη μέρα αλλά αντιστάθηκα, το ήπια αδιαμαρτύρητα και μόλις ο πατέρας μου έφυγε ικανοποιημένος πήγα και έκανα εμετό λες και αυτό θα βοηθούσε. Δεν βοήθησε, το αίμα δεν ήταν τροφή για να αποβληθεί από το σώμα μου έτσι απλά αλλά με έκανε να δω τις πράξεις μου, με έκανε να δω τα γράμματα στο ημερολόγιο μου που είχα αλλοιωθεί, είχαν ξεθωριάσει και ήταν άγνωστα πια στα μάτια μου.

Το έχανα, για άλλη μια φορά άφηνα τον εαυτό μου να παρασυρθεί από τη φωνή του λύκου μέσα μου που σα σειρήνα με καλούσε να χαθώ στα άπατα νερά της παραφροσύνης και δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, ή πόσο ακόμα θα μπορούσα να αντιστέκομαι. Ίσως ενδόμυχα τον επιζητούσα και εγώ ο ίδιος. Δεν ξέρω να σας πω.

«Έντουαρτ είσαι έτοιμος;» η φωνή της Άλις με έκανε να αναπηδήσω. Το τσιγάρο που έκαιγε τα δάχτυλά μου, μου επιβεβαίωνε το πόσο βαθιά μέσα στις σκέψεις μου είχα μπει και δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι η ώρα είχε περάσει, ότι εγώ από εχθές το βράδυ δεν σταμάτησα να γράφω ότι με βασάνιζε μέσα στις άδειες σελίδες που τώρα ήταν γεμάτες με αυτές. Όταν όμως κοίταξα τα γράμματα, όταν αναγνώρισα και πάλι τα γράμματα μου η ανακούφιση ήρθε και επισκίασε κάθε τι που ένιωθα.

«Θα κάνω ένα μπάνιο και θα κατέβω» της απάντησα ήρεμα μαζεύοντας το τσιγάρο πριν κάψει την σελίδα και την ένιωσα να με πλησιάζει.

«Έντουαρντ;» ρώτησε δειλά και σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της. Δεν ήξερα τι δήλωναν τα χαρακτηριστικά μου αλλά ότι και να είδε μέσα σε αυτά την τρόμαξε.

«Είμαι ακόμα εδώ» είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου και την παρότρυνα να κάτσει στα γόνατα μου. Τα χέρια της τυλίχτηκαν αμέσως γύρω από τον λαιμό μου και την φίλησα πάνω στα μαλλιά με ανακούφιση.

«Τουλάχιστον προσπαθώ να είμαι» συνέχισα με φωνή που δεν ήμουν σίγουρος αν είχε καταφέρει να με ακούσει και σήκωσε το κεφάλι της για να με αντικρίσει.

«Τι σε βασανίζει;» ρώτησε με παράπονο και άφησα την ανάσα μου να βγει βαριά από μέσα μου κοιτώντας για λίγο μακριά.

«Δεν ξέρω Άλις, δεν ξέρω. Όλα μου φταίνε. Θέλω να τρέξω αλλά τα πόδια μου δεν ακολουθούν. Θέλω να φωνάξω αλλά η φωνή μου δεν βγαίνει πια από μέσα μου. Φοβάμαι ότι πάλι τα χάνω και δεν ξέρω τι άλλο να κάνω για να το αποτρέψω να γίνει» παραδέχτηκα χωρίς να έχω το κουράγιο να την κοιτάξω στα μάτια και άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στον ώμο μου χωρίς να πει κουβέντα. Ήξερε ότι δεν θα βοηθούσε σε τίποτα ότι και να έλεγε.

«Έλα να ετοιμαστούμε» την παρότρυνα και καθώς με φίλησε απαλά έφυγε χωρίς καν να με κοιτάξει.

Ήταν η τελευταία μέρα του σχολείου, η τελευταία μέρα διαφυγής της ατέλειωτης φυλακής μου και ίσως γι αυτό να ένιωθα να με παίρνει από κάτω. Τελικά αποφάσισα και προσπάθησα να φανώ όσο το δυνατόν πιο πειστικός στους γύρω μου που με κοίταζαν με καχυποψία καθώς τους προσπερνούσα αδιαφορώντας πλήρως για εκείνους για πρώτη φορά μέσα στους τελευταίους 8 μήνες που με είχαν συνηθίσει σε μια άλλη συμπεριφορά από αυτήν.

Φτάνοντας κοντά στο μπουλούκι που είχε μαζευτεί γύρω από την εξέδρα έβαλα το γελοίο καπέλο όπως απαιτούσε η μέρα και απλά περίμενα. Περίμενα να τελειώσει αυτός ο Γολγοθάς, να γυρίσω και πάλι στην ησυχία του δωματίου μου, να κλείσω τα αυτιά μου και να μην ακούω κανέναν, να περιμένω υπομονετικά το μαρτύριο μου να το βλέπω να μεγαλώνει μέρα με την ημέρα, κλεισμένος εκεί, στις σκέψεις μου, μέσα στους τέσσερις τοίχους, περιμένοντας την.

«Άλις!» άκουσα τον Μπρεκ να την φωνάζει ενώ παράλληλα της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει και τον κοίταξα με περιέργεια αλλά εκείνος δεν μου έδωσε σημασία. Η Άλις γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος μας τελικά κατένευσε προς τα εκείνον και εκείνος άρχισε να ξεμακραίνει κάνοντας την να τον ακολουθήσει.

Προσπάθησα να ακούσω να πούνε κάτι αλλά τίποτα, η απόλυτη σιωπή, μέχρι που η Άλις απροειδοποίητα άρχισε να τσιρίζει από χαρά και να τον ευχαριστεί απανωτά ενώ χοροπηδούσε πάνω στο χορτάρι με τον Μπρεκ να μην βγάζει άχνα. Σίγουρα είχε πάρει κάποιο γράμμα και φυσικά δεν χρειαζόταν να μου το πει για να καταλάβω από που. Ο Τζάσπερ δεν σταμάτησε ποτέ να επικοινωνεί μαζί της. Έίτε τηλεφωνικά είτε με κάποιο σημείωμα πάντα έδινε το στίγμα του, πάντα της έλεγε πόσο πονάει μακριά της και η Άλις πάντα τον περίμενε υπομονετικά λαχταρώντας την στιγμή που θα τον έβλεπε ξανά.

Χαιρόμουν για την αδελφή μου αλλά παράλληλα δεν μπορούσα να κρύψω και το αίσθημα της ζήλιας που με κατέκλυζε κάθε φορά που την έβλεπα να έρχεται όπως και τώρα ξεφωνίζοντας από χαρά, γεμάτη δάκρυα στα μάτια, με το χαμόγελο της να αγγίζει μέχρι και τα μάτια της.

«Να υποθέσω ότι πήρες πάλι γράμμα από τον μορφονιό;» ρώτησε ρητορικά ο Έμετ αλλά η Άλις χωρίς να του δίνει σημασία έπεσε στην αγκαλιά μου και άρχισε να τραντάζει τα κορμιά μας χοροπηδώντας χωρίς να είναι ικανή να κρύψει όλη την ευτυχία που ένιωθε μέσα της. Φυσικά αυτό δεν πτόησε τον Έμετ που συνέχιζε με πραγματικό φαρμάκι πια... «Τι έγινε η απόσταση δεν τον έκανε να βαρεθεί;» η δολοφονική ματιά της Άλις πέρασε απαρατήρητη από τον Έμετ, όχι όμως και τα λόγια του Μπρεκ.

«Όταν αγαπάς πραγματικά κάποιον, η απόσταση κάνει την αγάπη σου γι αυτόν μεγαλύτερη, όχι μικρότερη» είπε και μείναμε όλοι με το στόμα ανοιχτό. Ήταν η πρώτη πρόταση που ακούγαμε να βγαίνει από τα χείλια του. Εκτός από ένα ναι ή ένα όχι ή και τα ονόματα μας όταν ήθελε να μας αποσπάσει την προσοχή, ποτέ και κανείς δεν τον είχε ακούσει να λέει τίποτα άλλο. Το μυστήριο γύρω από εκείνον δεν είχε λυθεί ποτέ και ούτε φαινόταν να είναι πρόθυμος να το λύσει.

«Σε ευχαριστώ Μπρεκ» του είπε η Άλις σκουπίζοντας πια τα δάκρυα χαράς και εκείνος όπως πάντα χαμήλωσε το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού λέγοντας της παρακαλώ με αυτό τον τρόπο και εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος.

«Τι σου γράφει πάλι και είσαι έτσι εσύ;» ρώτησε ο Έμετ που δεν τον είχε ακουμπήσει τίποτα από ότι είχε διαδραματιστεί και η Άλις μισοέκλεισε τα μάτια της με πείσμα.

«Δεν σου πέφτει λόγος γι αυτό πήγαινε στην γραμμή σου και παράτα μας» του είπε με αυθάδεια και εκείνος κάνοντας μια αδιάφορη γκριμάτσα έφυγε από δίπλα μας χωρίς να το σχολιάσει περεταίρω. Μόλις μείναμε μόνοι η Άλις μου έδωσε το γράμμα και περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία για να το διαβάσω.

Αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά και χωρίς καμία όρεξη το άνοιξα για να δω γιατί ήταν τόσο σημαντικό που χρειαζόταν να το διαβάσω. Το γράμμα έλεγε:

~Θα σε δω πολύ σύντομα. Δικός σου Τ~

Σήκωσα την ματιά μου προς την Άλις και εκείνη δαγκώνοντας τα χείλια της προσπάθησε με πολύ κόπο να μην ξεφωνίσει και πάλι από την χαρά που ξεχείλιζε πλέων από μέσα της.

«Πολύ χαίρομαι για σένα» κατάφερα με κόπο να πω και της το έδωσα πίσω. Η Άλις όμως δεν άργησε να καταλάβει το πόσο αυτό με πόνεσε και σοβαρεύοντας ξανά κράτησε το γράμμα στα χέρια της και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου.

«Βρε χαζούλη μου, αν γυρίσει εκείνος αυτό σημαίνει ότι θα γυρίσει και ηηηηη» είπε με νόημα κοιτώντας γύρω της για να βεβαιωθεί ότι δεν μας άκουγε κανείς.

«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος πια. Άλλωστε αν ήταν να γυρίσει γιατί δεν έστειλε και σε μένα κάτι; Ή δεν το άφησε έστω να εννοηθεί στο γράμμα του οοο....» της είπα και εγώ με νόημα και εκείνη τα παράτησε καθώς εκείνη την στιγμή άρχιζε η τελετή και μας ζητήθηκε να πάρουμε τις θέσεις μας.

Ο πατέρας μου, σαν δήμαρχος, πήρε πρώτος τον λόγο. Η ματιά που μου έριξε δεν μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσε και τόσο αλλά εκείνη την στιγμή ήμουν πολύ μακριά και για να του δώσω οποιαδήποτε σημασία. Είχε νικήσει, όλα είχαν έρθει όπως τα ήθελε, τι παραπάνω θα μπορούσε να απαιτήσει δηλαδή να κάνω;

Η τελετή έφτασε στο τέλος και η μαμά μου δεν σταμάταγε να σκουπίζει τα μάτια της από συγκίνηση. Για πρώτη φορά, χωρίς να με νοιάζει για τίποτα, δεν άντεξα άλλο και την κράτησα στην αγκαλιά μου για να την ηρεμήσω.

«Μην κλαις βρε μαμά» παρακάλεσα αδιαφορώντας για το ύφος του το πατέρα μου.

«Δεν κλαίω αγόρι μου...» είπε ανάμεσα από τα αναφιλητά της προσπαθώντας πολύ σκληρά να μαζέψει τον εαυτό της... «Δεν κλαίω» συμπλήρωσε και γέλασα δυνατά ενώ με την Άλις την σφίξαμε ταυτόχρονα μέσα στην αγκαλιά μας και έτσι γυρίσαμε και στο σπίτι. Φυσικά ο Έμετ και ο μπαμπάς δεν ακολούθησαν αλλά λίγο μας ένοιαζε. Καλύτερα για μας, εκεί είχαμε όλον τον χρόνο να την χαρούμε λίγο περισσότερο χωρίς το άγρυπνο μάτι τους και να την ηρεμήσουμε, να την κάνουμε να γελάσει καθώς θυμόμασταν τα παλιά νοσταλγώντας μαζί της όμορφες εποχές που είχαμε σχεδόν ξεχάσει, μαζί με το άλμπουμ των φωτογραφιών.

Λίγο πριν γυρίσουν ο Έμετ με τον μπαμπά ένιωσα περίεργα. Η μαμά, ειδικά σήμερα, με είχε εκπλήξει πάρα πολύ, η εμμονή της να θυμηθούμε τα παλιά με έκανε να νιώθω σαν να μας αποχαιρετούσε και αυτό έκανε την καρδιά μου να σφίγγεται ακόμα περισσότερο, την διαίσθηση μου ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί της να ενισχύεται σε βαθμό που κάποια στιγμή ξέσπασα πριν ακόμα καταφέρω να το εμποδίσω.

«Μαμά τι συμβαίνει;» απαίτησα να μου πει και εκείνη με κοίταξε με περιέργεια.

«Τι συμβαίνει παιδί μου;» ρώτησε πίσω και ένιωθα την υπομονή μου να χάνεται.

«Σου συμβαίνει κάτι και μας το κρύβεις;» συνέχισα με περισσότερο πείσμα.

«Γιατί το λες αυτό αγόρι μου;» ρώτησε μπερδεμένη και για λίγο με αποσυντόνισε.

«Δεν ξέρω...» παραιτήθηκα και κοίταξα για λίγο μακριά... «Αλλά όλο αυτό, δεν ξέρω πως να το πω, αλλά νιώθω σαν με κάποιο τρόπο μας αποχαιρετάς» τελικά κατάφερα να εξωτερικεύσω και την είδα για κλάσματα των δευτερολέπτων να παγώνει αλλά πολύ γρήγορα το κάλυψε ξανά αμέσως.

«Άντε βρε μπουνταλά, ακούς εκεί σας αποχαιρετώ, ναι για να πάω στα ξένα τώρα στα γεράματα, δεν είσαι με τα καλά σου. Απλά να...» αναστέναξε και μας κοίταξε με λατρεία στα μάτια καθώς ταυτόχρονα χάιδευε τα μαλλιά και τον δύο μας... «Μεγαλώσατε και δεν μπορώ να το πιστέψω. Στα μάτια μου ακόμα σας βλέπω όπως εκείνη την πρώτη μέρα που σας κράτησα στην αγκαλιά μου, εκείνες οι εικόνες ποτέ δεν θα ξεθωριάσουν» αναστέναξε για άλλη μια φορά με τα μάτια της και πάλι να δακρύζουν και τελείως απροειδοποίητα σηκώθηκε και έτρεξε στο δωμάτιο της όπου κλείστηκε μέχρι το μεσημεριανό.

Εγώ με την Άλις τα είχαμε πλέον χαμένα, δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε, ότι κάτι της συνέβαινε δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό μου και για το υπόλοιπο της μέρας δεν σταμάταγα να την παρακολουθώ με άγρυπνο βλέμμα.

Μέσα σε όλα σήμερα ήταν και τα δέκατα όγδοα γενέθλια της Άλις και τα δικά μου. Ενηλικίωση. Και τι να το κάνεις;

Η μητέρα μου είχε διοργανώσει ειδικά γι αυτήν την βραδιά ένα τεράστιο πάρτι που δεν έλειπε κανένας. Μέσα σε όλους φυσικά ήταν και τα τσιράκια του πατέρα μου. Εκεί άγρυπνοι φρουροί να μου υπενθυμίζουν ότι και που ενηλικιώθηκα τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει καθώς αν τολμήσω να κάνω κάποιο βήμα θα τους βρω μπροστά μου αλλά δεν με ένοιαζε τόσο αυτό όσο η αδελφή μου και η μαμά μου. Μόνος θα είχα ελπίδες να τους ξεφύγω, θα έβρισκα τον τρόπο να τους ξεγελάσω ή έστω και αν χρειαζόταν να τους αντιμετωπίσω και να τους βγάλω νοκ άουτ αλλά με εκείνες δεν υπήρχε ελπίδα και ο πατέρας μου πόνταρε σε αυτό. Μπορεί να μην της ήθελε νεκρές αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν θα δίσταζε κιόλας να τους καταστρέψει την σωματική τους ακεραιότητα προκειμένου να με εκβιάσει για να γυρίσω πάλι πίσω ώστε να μην τους σακατέψει την ψυχή και το σώμα για να με γεμίσει με τύψεις ξέροντας ότι όλα αυτά γίνονται εξαιτίας μου.

Όλοι γλεντούσαν και περισσότερο η Άλις που από την στιγμή που πήρε εκείνο το γράμμα δεν δίσταζε να δείξει ανοιχτά για το πόσο ευτυχισμένη ήταν, όχι όμως και εγώ. Από την στιγμή που γυρίσαμε στο σπίτι, από ένστικτο, κάτι μέσα μου μού έλεγε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και χωρίς να είμαι ικανός να το ελέγξω παρακολουθούσα την μητέρα μου από μακριά. Κάτι απάνω της δεν μου κολλούσε. Το ύφος της πια είχε αλλάξει, ήταν πιο χαρούμενη από ποτέ, τόση ευτυχία πάνω σε όλα της τα χαρακτηριστικά με έκανε να ανησυχώ ακόμα περισσότερο για εκείνην χωρίς πραγματικά να μπορώ να καταλάβω τον λόγο. Η καρδιά της δε; Αυτή και αν ήταν. Χτυπούσε τόσο ρυθμικά λες και δεν άνηκε σε εκείνην αλλά σε ένα δεκάχρονο κορίτσι. Ήταν τόσο ρυθμική και ζωντανή που με έκανε να ανατριχιάζω. Μας πως μπορούσε να γίνεται αυτό;

«Α! Εδώ είσαι;» ρώτησε η Έλενα κάποια στιγμή δίπλα μου με ένα μειδίαμα αλλά δεν της έδωσα καμία σημασία... «Πρέπει να μιλήσουμε» συνέχισε στον ίδιο τόνο και ξεφύσησα απηυδισμένα.

«Δεν έχω την όρεξη σου» δήλωσα κατηγορηματικά αλλά δεν την άγγιξε καν.

«Ούτε και εγώ αλλά δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς. Ακολούθησε με τώρα...» απαίτησε και γύρισα προς την μεριά της ανασηκώνοντας τα φρύδια μου γελώντας... «Είμαι σίγουρη ότι αυτό που έχω να σου πω δεν θα θες να το μάθεις την ώρα που θα είσαι έτοιμος να σβήνεις τα κεριά της τούρτας σου» συνέχισε εκείνη ειρωνικά και άρχισε να ξεμακραίνει χωρίς να περιμένει την αντίδραση μου και τα παράτησα. Είχε δίκιο, ότι και να ερχόταν καλύτερα να ήμουν προετοιμασμένος γι αυτό.

Φτάνοντας στο γραφείο του πατέρα μου, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα με τέτοιον αέρα σαν να της άνηκε. Δεν μου έκανε και τόσο εντύπωση, ήξερα ότι ήδη θεωρούσε τον εαυτό της κυρία του ίδιου μου του σπιτιού και ας μην της είχε δώσει κανείς το δικαίωμα να το κάνει.

«Σε ακούω» της είπα καθώς έκλεισα την πόρτα και γύρισε προς την μεριά μου κοιτώντας με, με ένα ύφος νικητή.

«Άκουσα ότι τώρα που είσαι λυκάνθρωπος έχεις την ικανότητα να έχεις καλύτερη ακοή. Είναι αλήθεια;» ρώτησε και χωρίς να το ελέγξω άρχισα να γελάω.

«Που θες να καταλήξεις;» ρώτησα χωρίς να έχω αντοχή για τέτοιες βλακείες.

«Πόσα άτομα είμαστε μέσα σε αυτό το δωμάτιο Έντουαρτ;» συνέχισε εκείνη χωρίς να την ενοχλεί η αντίδραση μου και την κοίταξα σαν να κοίταζα μια τρελή.

«Τι σόι βλακείες είναι αυτές;» ρώτησα εκνευρισμένος πια.

«Καθόλου βλακείες. Αν μπορείς να ακούσεις τις καρδιές των άλλων τότε συγκεντρώσου και πες μου, πόσες ακούς μέσα σε αυτό το δωμάτιο» απαίτησε ξανά εκείνη και αυτό αυτόματα άρχισε να με πονηρεύει.

«Τι θες να πεις;» ρώτησα με την καρδιά μου να σταματάει και την λογική μου να ουρλιάζει παρακαλώντας την να μην εννοεί αυτό που καταλάβαινα ότι υπονοούσε.

«Συγχαρητήρια βρε. Εκείνα τα πέντε λεπτά κατάφεραν να κάνουν ότι δεν έκαναν όλες οι άλλες σου προσπάθειες. Ετοιμάσου να γίνεις πατέρας» μου δήλωσε ωμά και έμεινα σοκαρισμένος να την κοιτώ ενώ μέσα μου έβριζα θεούς και δαίμονες που ο ηλίθιος δεν σκέφτηκα να πάρω μια προφύλαξη.

«Δεν λες αλήθεια...» προσπάθησα αλλά εκείνη δεν μου άφησε περιθώρια να συνεχίσω.

«Άνοιξε τα αυτιά σου ρε ηλίθιε και άκου... Η τρίτη καρδιά που ακούς μέσα σε αυτό το δωμάτιο από που έρχεται;;;;» ρώτησε και σταμάτησα την ανάσα μου στην μέση ενώ η ακοή μου επικεντρώθηκε απάνω της. Άξαφνα ένας καλπασμός αλόγου ήρθε να με ταράξει και σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της άγρια.

«Δεν πρόκειται να το δεχτώ, δεν είμαι σίγουρος ότι είναι δικό μου» της δήλωσα αλλά η πόρτα που άνοιξε πίσω μου δεν μου έδωσε το περιθώριο για άλλες αντιδράσεις.

«Θα το δεχτείς θες δεν θες...» δήλωσε ο πατέρας μου μπαίνοντας και γύρισα να τον αντιμετωπίσω... «Και άλλαξε τα μούτρα σου γιατί σε λίγο θα ανακοινώσουμε και επίσημα τους αρραβώνες σας» συνέχισε και προσπερνώντας μας πήγε προς την βιβλιοθήκη, με έναν περίεργο μηχανισμό άνοιξε ένα κομμάτι της, έσκυψε προς τα μέσα και όταν ίσιωσε το κορμί του ξανά γύρισε προς την μεριά μου και μου πέταξε ένα σακουλάκι αιμοδοσίας γεμάτο με αίμα. Η Έλενα μόλις κατάλαβε τι είναι γούρλωσε τα μάτια της και έβαλε κατευθείαν το χέρι της πάνω στο στόμα για να μην κάνει εμετό και έφυγε τρέχοντας φωνάζοντας ότι ήμαστε για δέσιμο ενώ ο πατέρας μου κλείνοντας και κλειδώνοντας ξανά το κομμάτι της βιβλιοθήκης ήρθε κοντά μου κοιτώντας με αμείλικτα.

«Πιες το και έλα έξω να ανακοινώσουμε τα χαρμόσυνα νέα στους φίλους μας... Ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να περιμένω» δήλωσε και προσπερνώντας με έκλεισε την πόρτα πίσω του αφήνοντας με μόνο.

Με το σακουλάκι με το αίμα ακόμα να παραμένει στην παλάμη μου έμεινα να κοιτώ το κενό χωρίς καμία σκέψη. Ο λύκος μέσα μου ούρλιαζε να το ανοίξω και να το πιω ενώ η καρδιά μου την ίδια στιγμή ψυχορραγούσε και εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Ο πειρασμός μεγάλος αλλά δεν λύγιζα.

Βγαίνοντας έξω στον κήπο όπου για πρώτη φορά στα χρονικά η μητέρα μου είχε επιλέξει να σβήσουμε τα κεριά της τούρτας μας, πλησίασα προς το μέρος που είχαν μαζευτεί μπροστά στις δύο τούρτες και κοίταξα τον πατέρα μου στα μάτια αποφασιστικά.

«Ότι και να κάνεις, δεν πρόκειται να με αλλάξεις» του δήλωσα αλλά εκείνου δεν ίδρωσε το αυτί του. Με μια κίνηση του κεφαλιού μου υπέδειξε να κάτσω ανάμεσα στην Άλις και την Έλενα και αφού ανακοίνωσε τα χαρμόσυνα νέα όλοι χειροκροτήσανε και η μητέρα μου έδωσε σε κάποιον το σύνθημα. Με αυτό το σύνθημα αυτόματα όλα τα φώτα έκλεισαν αφήνοντας μας στο απόλυτο σκοτάδι. Το μόνο φως που υπήρχε γύρω μας ήταν αυτό του φεγγαριού που αντανακλούσε μέσα στο ρυάκι που χώριζε το σπίτι με την πίσω αυλή και αυτό των κεριών από τις δύο τούρτες που άρχισαν να μας πλησιάζουν.

Η καρδιά μου σταμάτησε, η ανάσα μου χάθηκε μακριά και καθώς τα μάτια μου θαμπώθηκαν άξαφνα και όλα ξανά γέμισαν με φως, ένα φως που ήταν ακόμα πιο δυνατό και από αυτό των πυροτεχνημάτων που τώρα φώτιζαν τον κήπο με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Η ελπίδα είχε γυρίσει και μάλιστα φορώντας τα καλά της, χαμογελώντας μου με τέτοιο τρόπο που δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι αυτήν την φορά θα ήταν για πάντα.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Soulmates Μ2 "6. Επιστροφή στην Πραγματικότητα"





Ντέιμον

Αφήνοντας τον Έντουαρτ στο σπίτι του βγήκα ξανά στον κεντρικό και άρχισα να κατευθύνομαι προς το σπίτι της Έλενας. Εκείνη μόλις βρεθήκαμε σε αρκετή απόσταση από το σπίτι των Κάλλεν δεν άργησε να ξεσπάσει ότι την έπνιγε.

«Επιτέλους τον ξεφορτωθήκαμε. Δεν άντεχα άλλο να το παίζω χαζοχαρούμενη» αναφώνησε και άφησα ένα γελάκι να μου ξεφύγει.

«Δεν μπορώ να πω έδωσες ρεσιτάλ ερμηνείας σήμερα» σχολίασα και γύρισε προς την μεριά μου.

«Και είσαι σίγουρος ότι αυτό θα πιάσει;» ρώτησε με περιέργεια.

«Δεν τον είδες πως ήταν; Μην αγχώνεσαι και δεν θα σε ακουμπήσει ξανά μετά το σημερινό» της επιβεβαίωσα.

«Και πως διάολο θα κάνω το μπάσταρδό του;» μου πέταξε νευριασμένα.

«Υπάρχει πάντα και ο Στέφαν. Είμαι σίγουρος ότι θα είναι περισσότερο από πρόθυμος ώστε να σε εξυπηρετήσει» της είπα κλείνοντας της το μάτι και εκείνη το σκέφτηκε για λίγο.

«Και πως ακριβώς θα τον ξεγελάσω, ξέρεις πόσο ψείρας είναι στο θέμα της αντισύλληψης» μου πέταξε και ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα.

«Είμαι σίγουρος ότι κάποιον τρόπο θα βρεις για να τον ξεγελάσεις» είπα αδιάφορα και με κοίταξε σοκαρισμένη.

«Δεν θα με βοηθήσεις;» ρώτησε δύσπιστα.

«Συγνώμη γλύκα αλλά σε αυτό είσαι μόνη. Αν καταλάβει η αδελφούλα μου ότι εμπλέκομαι θα με πετάξει απ έξω και σίγουρα δεν συμφέρει κανέναν από τους δύο μας αυτό» της το επιβεβαίωσα και άρχισε να γίνετε κατακόκκινη από τον θυμό της.

«Τόσο κότα είσαι πια;» ρώτησε με αηδία.

«Κότα;...» ρώτησα πίσω και άρχισα να γελώ... «Πως φαίνεται ότι δεν ξέρεις καθόλου την Ίζαμπελ» 


Έντουαρτ

Μπαίνοντας στο σπίτι και αφού βεβαιώθηκα ότι ο πατέρας μου δεν ήταν εδώ, πήγα κοντά στην μητέρα μου που καθόταν δίπλα στο τζάκι διαβάζοντας ένα βιβλίο και έκατσα δίπλα της.

«Καλός το αγόρι μου, πως τα περάσατε;» ρώτησε αμέσως αφήνοντας το βιβλίο της στην άκρη αλλά χωρίς να κάνει καμία κίνηση να με αγκαλιάσει και αυτό με τσάκισε.

«Μαμά, λυπάμαι πάρα πολύ» ξεκίνησα με την φωνή μου να χάνεται μέσα μου και εκείνη καταλαβαίνοντας την διαφορά αμέσως έβαλε τα χέρια της πάνω στο πρόσωπο μου και με κοίταξε με αγωνία.

«Τι συμβαίνει αγόρι μου, τι έπαθες;» ρώτησε ξέπνοα και χωρίς να αντέχω άλλο τύλιξα τα χέρια μου γύρω της και ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στον ώμο της σαν να ήμουν μικρό παιδί. Η αγκαλιά της αμέσως με έκανε να νιώσω την ασφάλεια που είχα ανάγκη να νιώσω αυτήν την στιγμή.

«Έντουαρτ τι συμβαίνει; Με ανησυχείς!» συνέχισε εκείνη αλλά δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Δεν μπορούσα να θυμηθώ τι είχε συμβεί τον τελευταίο καιρό και δεν είχα ιδέα για ποιο πράγμα είχα την ανάγκη να απολογηθώ.

«Σ’ αγαπάω πάρα πολύ» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω και την άκουσα να παίρνει μια ανακουφιστική ανάσα.

«Και εγώ αγόρι μου. Και εγώ» είπε ανακουφισμένη λες και είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από πάνω της και χωρίς να πούμε τίποτα άλλο μείναμε στην ίδια θέση για λίγο.

«Θες να μου πεις τι σου συμβαίνει;» ρώτησε απαλά χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου στοργικά.

«Όχι τώρα» την παρακάλεσα με το βλέμμα μου καθώς σήκωνα το κεφάλι μου για να την αντικρίσω και εκείνη κατένευσε σεβόμενη την παράκληση μου.

«Πήγαινε να ξεκουραστείς και όταν θα έχεις ανάγκη να μου μιλήσεις να ξέρεις ότι θα είμαι εδώ να σε ακούσω, χωρίς να σε κρίνω» τόνισε και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα.

«Σε ευχαριστώ για όλα» της είπα ειλικρινά και αφού την έκλεισα για άλλη μια φορά στην αγκαλιά μου της έδωσα ένα παρατεταμένο φιλί στο μάγουλο και μόλις μου το ανταπέδωσε σηκώθηκα για να πάω προς το δωμάτιο μου.

Περνώντας από το δωμάτιο της Άλις την άκουσα που προσπαθούσε να λύσει μια άσκηση με την Ρόζαλη από το τηλέφωνο και για λίγο στάθηκα έξω από την πόρτα της αναποφάσιστος, όμως είχα τόσο ανάγκη να της μιλήσω που δεν μπορούσα να περιμένω μέχρι το πρωί και έτσι πήρα την απόφαση και χτύπησα την πόρτα της.

«Κάποιος μου χτυπάει, περίμενε λίγο να δω ποιος είναι οκ;» την άκουσα να λέει στο τηλέφωνο και μόλις άνοιξε την πόρτα και με είδε συνέχισε... «Θα σε πάρω σε λίγο» της είπε και της το έκλεισε πριν μιλήσει ξανά σε μένα.

«Τι θες;» ρώτησε κάπως νευριασμένα βάζοντας το χέρι της στην μέση και αναστέναξα.

«Είναι αργά να ζητήσω συγνώμη γιαααα... Για ότι έχω κάνει τέλος πάντων;» ρώτησα και η Άλις ανοίγοντας τα μάτια της διάπλατα τύλιξε αμέσως τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και άρχισε να ξεφωνίζει και να χοροπηδάει σαν τρελή ενώ εγώ άρχισα να γελάω ανακουφισμένος.

«Σταμάτα παιδί μου, θα μας ακούσει όλη η γειτονιά» της είπα πειραχτικά και εκείνη αμέσως έκανε πιο πίσω και με κοίταξε δακρυσμένη.

«Μου έλειψες» είπε με ένα παράπονο και αμέσως ένιωσα όλο τον πόνο που έκρυβαν τα λόγια της.

«Και εμένα» της απάντησα ειλικρινά και τραβώντας με από το χέρι με έβαλε να καθίσω πάνω στο κρεβάτι της σχεδόν με την βία αφού πρώτα έκλεισε πίσω της την πόρτα.

«Έχεις να δώσεις πολλές εξηγήσεις» δήλωσε χωρίς να δέχεται αντίρρηση γι αυτό.

«Για να είμαι ειλικρινής δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα. Είναι σαν να ζω σε δύο κόσμους, στο τώρα και στο πριν. Σαν να έγινε ένα μπλακάουτ και ξαφνικά όλα έσβησαν. Δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω» της είπα και με κοίταξε με κατανόηση λες και το ήξερε ήδη.

«Η Μπέλλα με είχε προειδοποιήσει γι αυτό» μου επιβεβαίωσε.

«Άλις! Θέλω την βοήθεια σου. Δεν ξέρω πως έφτασα μέχρι εδώ αλλά δεν θέλω με τίποτα να γυρίσω σε αυτό που ήμουν» της δήλωσα και έπεσε ξανά στην αγκαλιά μου.

«Αχχχχ δεν ξέρεις πόσο μου έλειψες» είπε με ένα παράπονο πάλι και την έσφιξα μέσα στην αγκαλιά μου για να την διαβεβαιώσω ότι το ίδιο ίσχυε και για μένα.

«Θα με βοηθήσεις;» ρώτησα ξανά και μου έκανε μια απελπισμένη γκριμάτσα.

«Εσύ τι λες;» με ρώτησε πίσω και γέλασα με την αστεία της φάτσα.

«Για πες την είδες;» ρώτησε τελικά και αναστέναξα... «Αλλά τι ρωτάω αυτό φωνάζει από μακριά» συνέχισε.

«Τόσο πολύ;» ρώτησα και μου έβγαλε την γλώσσα της.

«Τόσο. Λέγε τώρα τι σου είπε;» πίεσε περισσότερο.

«Όχι και πάρα πολλά» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους μου.

«Θες να με σκάσεις;» ρώτησε απελπισμένη και πήρα μια ανάσα πριν συνεχίσω.

«Μου είπε – ή μάλλον μου έδειξε – κάποιες φωτογραφίες από μια κοπέλα...» δίστασα για μια στιγμή αλλά η Άλις δεν με διέκοψε και συνέχισα... «Πουυυυ» δεν μπορούσα να συνεχίσω.

«Εννοείς την κοπέλα που σκότωσες;» ρώτησε εκείνη και έμεινα ξέπνοος να την κοιτώ.

«Το ξέρεις και εσύ;» ρώτησα χωρίς να μπορώ να το πιστέψω.

«Όλοι το ξέρουμε Έντουαρτ δεν είναι κρυφό» μου απάντησε λίγο σκληρά αλλά όχι με κατηγορία στην φωνή της.

«Όταν εννοείς όλοι, εννοείς ότι το ξέρει και η μαμά;» ρώτησα παγωμένα και κατένευσε.

«Ο μπαμπάς φρόντισε να το διατυμπανίσει σαν το μεγαλύτερο κατόρθωμα σου» ειρωνεύτηκε και ένιωσα την καρδιά μου να σταματά. Πως θα μπορούσα τώρα να την κοιτάξω στα μάτια;

«Αλλά μην σε κάνει αυτό να τα χάσεις και πάλι Έντουαρτ, ξέρουμε ότι δεν ήσουν ο εαυτός σου όταν το έκανες, μην αφήσεις τις τύψεις να σε πάρουν από κάτω, σε παρακαλώ» παρακάλεσε πιάνοντας τα χέρια μου κοιτώντας με παραπονιάρικα.

«Πως μπορώ να μην νιώθω τύψεις Άλις, εκείνη η κοπέλα έφυγε εξαιτίας μου»

«Έφυγε εξαιτίας του μπαμπά όχι εξαετίας σου» δήλωσε κατηγορηματικά.

«Τι εννοείς;» ρώτησα ξέπνοα.

«Ο Μπρεκ μας διαβεβαίωσε ότι εκείνος σε ώθησε να το κάνεις, εσύ αντιστάθηκες για αρκετή ώρα αλλά στο τέλος δεν μπόρεσες να σταματήσεις τον εαυτό σου και...» είπε με νόημα.

«Ο Μπρεκ;» ρώτησα δύσπιστα και κούνησε το κεφάλι της θετικά επιβεβαιώνοντας μου το... «Και πως το ξέρει εκείνος;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω.

«Ήταν μπροστά όταν το έκανες αλλά δεν κατάφερε είπε να σε βοηθήσει γιατί είχε μάρτυρες γύρω και δεν μπορούσε να προδοθεί» είπε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.

«Ένα λεπτό... Ο Μπρέκ είναι σαν εσένα;» ρώτησα και η Άλις με κοίταξε ξαφνιασμένη.

«Όχι. Δεν είναι σαν και εσένα;» ρώτησε με την σειρά της και κοιτώντας μακριά κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά καθώς το επεξεργαζόμουν.

«Λες να είναι βρικόλακας;» ρώτησε με περιέργεια και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της ξαφνιασμένος.

«Όχι ούτε βρικόλακας είναι» της είπα πιο προβληματισμένος.

«Αν δεν είναι μάγος, δεν είναι λυκάνθρωπος αλλά ούτε και βρικόλακας τότε πως μπορεί να μας προστατέψει;» συνέχισε εκείνη.

«Να μας προστατέψει;» επανέλαβα και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

«Η Μπέλλα μου είπε ότι, ό,τι χρειαστούμε μπορούμε να το ζητήσουμε από εκείνον και ότι τον έστειλε εκείνη για να μας προστατεύει» συνέχισε και τα έχασα τελείως.

«Κάτσε βρε Άλις γιατί θα τρελαθούμε τελείως εδώ πέρα. Πως μπορεί ένας κοινός άνθρωπος να μπορέσει να μας προστατέψει ενάντια σε μάγους, λυκάνθρωπους ακόμα και βρικόλακες;» ρώτησα απηυδισμένα και ξεφύσησε εξουθενωμένα.

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα και αυτός μωρέ αδελφάκι μου είναι τελείως στρείδι, δεν του παίρνεις κουβέντα που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω. Πόσες φορές δεν προσπάθησα να τον πλησιάσω αλλά εκτός από ένα ναι ή ένα όχι δεν πήρα τίποτα παραπάνω» μου απάντησε και μείναμε στην σιωπή καθώς το σκεφτόμασταν για λίγο χωρίς να μπορούμε να βγάλουμε μια άκρη από όλο αυτό.

«Ο Τζάσπερ;» ρώτησα ξαφνικά και έσμιξε τα φρύδια της με απορία.

«Τι ο Τζάσπερ;» ρώτησε πίσω χωρίς να καταλαβαίνει.

«Εκείνος δεν ξέρει τίποτα για τον Μπρέκ;» συμπλήρωσα και η Άλις αναστέναξε.

«Να σου πω την αλήθεια μου δεν σκέφτηκα να τον ρωτήσω» είπε κάτω από τον αναστεναγμό της και μπερδεύτηκα τελείως.

«Όπα τι έχω χάσει;» ρώτησα και στριφογύρισε τα μάτια της κοροϊδευτικά.

«Πολλά αλλά μην το κάνεις θέμα τώρα» ειρωνεύτηκε εκείνη πίσω και ξεφύσησα απηυδισμένα.

«Άλις» είπα πιο απαιτητικά.

«Τι Άλις μωρέ» μου γύρισε νευριασμένα.

«Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» την ρώτησα με περισσότερο πείσμα και τα παράτησε.

«Όταν έφυγε η Μπέλλα ο πατέρας του Τζαζ την ακολούθησε και όπως καταλαβαίνεις» απάντησε τελικά με νόημα και την κοίταξα με πόνο στα μάτια.

«Θα είχε τον λόγο του» της είπα παρηγορητικά τρίβοντας τα χέρια της και εκείνη νευρίασε περισσότερο.

«Ναι έφυγε γιατί είχε τον λόγο του και όχι γιατί δεν αντέχει στιγμή μακριά της. Άντε μην μιλήσω τώρα» μου γύρισε εκνευρισμένα και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.

«Εννοείς ότι παίζει κάτι μεταξύ τους;» ρώτησα δύσπιστά και εκείνη αναστέναξε.

«Ο Τζάσπερ με έχει διαβεβαιώσει επανειλημμένα ότι δεν τους έχει δει ποτέ μαζί αλλά εγώ κόβω το κεφάλι μου ότι γι αυτό τον πήρε μαζί του άρον άρον» δήλωσε εκείνη κατηγορηματικά και το σκέφτηκα για λίγο.

«Μήπως ο Τζάσπερ σου κάνει νερά τώρα τελευταία και θες κάπου να ρίξεις το φταίξιμο;» την ρώτησα μισό αστεία μισό σοβαρά και κάρφωσε το βλέμμα της μέσα στο δικό μου εχθρικά για λίγο αλλά μετά το μετάνιωσε και το μαλάκωσε καθώς συμπλήρωνε.

«Όχι δεν μου κάνει νερά...» είπε τελικά... «Αλλά και αυτή η απόσταση με τρελαίνει» αναφώνησε πιάνοντας το κεφάλι της και την έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου για να την παρηγορήσω.

«Και το χειρότερο είναι ότι τα τηλέφωνα, όσο περνάει ο καιρός, γίνονται όλο και πιο αραιά» συνέχισε με πόνο ενώ ένιωσα τα πρώτα της δάκρυα να κυλούν πάνω στο δέρμα μου.

«Ξέρεις που είναι;» ρώτησα με ελπίδα αλλά εκείνη αμέσως κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Δεν μου λέει τίποτα, ούτε που είναι αλλά ούτε και τι κάνουν» είπε πνιγμένα και αναστέναξα.

«Ελπίζω να μην κρατήσει για πολύ» είπα ειλικρινά αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά της και μαζεύοντας τα δάκρυα της απομακρύνθηκε από κοντά μου αναστενάζοντας.

«Μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι άλλο;» παρακάλεσε και κατένευσα μην θέλοντας να την πιέσω περισσότερο... «Δεν μου είπες τελικά τι άλλο σου είπε;» είπε με την σειρά της και άφησα ένα θλιμμένο γελάκι να μου ξεφύγει.

«Γιατί δεν έφτανε αυτή η πληροφορία; Χρειαζόμουν τίποτα παραπάνω για να με συνέλθω;» την ρώτησα πίσω και με κοίταξε δύσπιστα.

«Ήταν πολύ επιεικής μαζί σου» με πληροφόρησε και την κοίταξα σοκαρισμένος.

«Γιατί έκανα τίποτα χειρότερο από αυτό;» αναφώνησα και εκείνη αμέσως έσπευσε να με καθησυχάσει.

«Όχι, όχι, κάτι χειρότερο όχι αλλά και όλα τα άλλα όσο και να πεις δεν είναι και τόσο άνευ σημασίας» μου είπε και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα.

«Όπως;» ρώτησα πιέζοντας την για περισσότερα.

«Όπως...» το σκέφτηκε για λίγο και αφού πήρε μια βαθιά ανάσα συνέχισε... «Πως σου φαίνεται η ιδέα να γίνεις πατέρας μέχρι το καλοκαίρι;» μου πέταξε στην μούρη και μόνο που δεν πνίγηκα στην σκέψη και μόνο.

«Άλλο;» ρώτησα πνιγμένα καθώς κατάπινα με δυσκολία λες και είχα έναν κάκτο μέσα στον λαιμό μου.

«Πως σου φαίνεται ότι έχεις γίνει ο πιο δημοφιλής του σχολείου και κάνεις ότι κορόιδευες όλον αυτόν τον καιρό;»

«Οκ αυτό δεν είναι και τόσο άσχημο» σχολίασα κοροϊδευτικά μισογελώντας και εκείνη με κοίταξε με μια δολοφονική ματιά.

«Αν ακούσω ότι έχεις σπείρει κουτσούβελα εδώ και εκεί δεν θα μου κάνει καμία εντύπωση. Οι κοπάνες πάνε και έρχονται μαζί και τα ερωτοχτυπημένα κοριτσάκια που ξαφνικά ξεπετάγονται ξελιγωμένα από πίσω σου κοιτώντας σε λες και είσαι ο θεός του έρωτα ξεμαλλιασμένες. Εδώ να συμπληρώσω ότι η δικιά σου έχει φρικάρει τελείως, οι καυγάδες της διεκδίκησης σου έχουν αφήσει εποχή. Μέχρι και ο Έμετ έχει απηυδήσει πια μαζί σου που του έχεις πάρει όλη την δόξα» είπε και δεν είχα ιδέα πως να αντιδράσω γι αυτό. Από την μια ήθελα να βάλω τα γέλια που ότι στερήθηκα όλα αυτά τα χρόνια φαίνεται ότι τα έκανα μέσα σε πέντε μήνες αλλά από την άλλη δεν ένιωθα ότι μου άρεσε και τόσο καθώς αυτό που περιέγραφε η Άλις τώρα δεν πλησίαζε ούτε στο ελάχιστο σε αυτό που πραγματικά εγώ είμαι.

«Οκ. Άλλο; Μια στιγμή, τώρα που το ανέφερες, ο Έμετ που είναι;» ρώτησα με απορία μιας και που δεν τον άκουγα πουθενά.

«Ο Έμετ...» αναστέναξε... «Που αλλού θα μπορούσε να ήταν;» ρώτησε ρητορικά στριφογυρίζοντας τα μάτια της.

«Με τον μπαμπά να υποθέσω;» ρώτησα και κατένευσε.

«Που άλλου. Ήταν που ήταν, τώρα γίνανε αυτοκόλλητοι» επιβεβαίωσε τις υποψίες μου.

«Λες να τον πήρε με το μέρος του;» ρώτησα προβληματισμένος.

«Δεν θα μου έκανε εντύπωση» είπε και την κοίταξα καχύποπτα.

«Από πότε έχετε να μιλήσετε;» ρώτησα ψυλλιασμένος.

«Μετά από τον μεγάλο καυγά μας» είπε εκείνη και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία... «Ναι σωστά το ξέχασα αυτό. Έγινε ολόκληρη φάση, προσπάθησε να με χωρίσει με τον Τζαζ και τα πήρα στο κρανίο» είπε τελικά.

«Από που και ως που;» ρώτησα εγώ.

«Και που θες να ξέρω εγώ ρε Έντουαρτ; Βγάζεις άκρη μαζί του;» με ρώτησε απηυδισμένη και κούνησα το κεφάλι μου συγκαταβατικά.

«Έλα ντε» απάντησα και εγώ.

«Τελικά θα μου πεις τι έγινε με την Μπέλλα ή θα το γυροφέρνεις για πολύ ώρα;» με ρώτησε τελικά και ξεφύσησα.

«Σου είπα ρε Άλις. Μόλις συνειδητοποίησα τι είχα κάνει για λίγο τα έχασα, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο και ευτυχώς για μένα...»

«Για όλους μας» με διέκοψε και κατένευσα.

«Για όλους μας, ήταν αρκετό για να με ξυπνήσει» συνέχισα εγώ και μου έριξε το βλέμμα “ναι και τώρα μας έπεισες” και αναστέναξα... «Εντάξει δεν ήταν μόνο αυτό» τελικά παραδέχτηκα και εκείνη γούρλωσε τα μάτια της με έκπληξη.

«Το κάνατε!!!!» ξεφώνησε και της έκλεισα το στόμα πριν συνεχίσει.

«Ναι το κάναμε, πρέπει να το μάθουν όλοι;» ρώτησα απηυδισμένα και βγάζοντας το χέρι μου πάνω από το στόμα της άρχισε να γελάει.

«Δεν σας πιστεύω, μαζί δεν κάνετε και χώρια δεν μπορείτε» είπε πάνω στα γέλια της και ξαφνικά πάγωσε... «Πες μου ότι θα γυρίσει» παρακάλεσε με ελπίδα αλλά βλέποντας το ύφος μου καθώς κουνούσα το κεφάλι μου αρνητικά κατέβασε το κεφάλι της και δεν ήξερε πως να αντιδράσει σε αυτό.

«Μου υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει αλλά δεν ξέρω το πότε» της είπα και σηκώνοντας την ματιά της προς το μέρος μου έπεσε στην αγκαλιά μου ζητώντας παρηγοριά. Ο πόνος που ένιωθε μέσα της αμέσως με διέλυσε.

«Δεν θα είναι για πάντα» προσπάθησα να την καθησυχάσω μάταια... «Και στην τελική αν δεν έρθουν αυτοί σου υπόσχομαι ότι μόλις καταφέρουμε να φύγουμε από εδώ, θα πάμε εμείς να τους βρούμε»

«Μου το υπόσχεσαι;» κλαψούρισε.

«Σου το ορκίζομαι» της επιβεβαίωσα.

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Soulmates Μ2 "5. Παράδεισος"




Έντουαρτ 

Τα πάντα καλυφθήκαν με ένα αόρατο πέπλο που χώριζε εμάς τους δύο από τον υπόλοιπο κόσμο. Μόνο εκείνη και εγώ με τις αισθήσεις μας να εντείνονται σε κάθε μας άγγιγμα, κάθε μας φιλί, καθώς τα κορμιά μας συναντούσαν το ένα το άλλο ξανά και ξανά με μοναδικό ήχο την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα σπάζοντας το φράγμα της λογικής. Για μας δεν υπήρχε τίποτα άλλο γύρω μας παρά μόνο αυτή η τόσο μοναδική ένωση που έκανε τις ψυχές μας να αναζωπυρώνονται, τα κορμιά μας να καίγονται όλο και περισσότερο και την λογική μας να σταματάει να υπάρχει.

Ακόμα και αν ήθελα να το περιγράψω απλά δεν μπορούσα, όλο αυτό που βίωνα αυτήν την στιγμή ήταν τόσο μαγικό που ξεπέρναγε κάθε φαντασία, κάνοντας με να πιστεύω ότι ήταν απλά ένα όνειρο αλλά δεν ήταν. Ήταν πράγματι εδώ, την ένιωθα σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου να εισχωρεί μέσα μου όλο και περισσότερο, η μυρωδιά του ιδρώτα της που κυλούσε πάνω στο κορμί της κάνοντας αυτήν την ένωση πιο ταιριαστή, μου το επιβεβαίωνε ενώ η μοναδική της γεύση με κατέκλυζε καθώς την γευόμουν ξανά και ξανά με τα χείλια μου να απομνημονεύουν την ύπαρξη της.

Πίστευα ότι ήμουν στον παράδεισο αλλά ακόμα δεν είχα δει τίποτα...

Με τα μάτια κλειστά, συναντούσα το κορμί της λαίμαργα και εκείνη με ακολουθούσε, χαρίζοντας μου απλόχερα όλο της το είναι με το σώμα της να αλλάζει. Εκατομμύρια μικρά διαμάντια κάλυψαν όλη της την μεταξένια επιδερμίδα κάνοντας την ακόμα πιο εκτυφλωτική από ότι ήταν. Αυτό όμως που έκανε το σώμα μου να την αναζητάει περισσότερο δεν ήταν τόσο η απίστευτη ομορφιά της όσο η ζεστασιά που αναδυόταν από μέσα της. Ένιωθα σαν τυφλός που επιτέλους μπορούσα να δω το πρώτο φως της ημέρας, σαν δαιμονισμένος που άξαφνα ο δαίμονας που με βασάνιζε έφυγε από το κορμί μου μέσα από μια τεράστια έκρηξη που συντάραξε όλο μου το είναι, σαν διψασμένος που επιτέλους βρήκα μια όαση για να ξεδιψάσω.

Δεν μπορούσα να το περιγράψω αλλιώς, αυτή η ένωση για μένα ήταν πολλά παραπάνω από μια ένωση ψυχών, για μένα ήταν ένα απότομο ξύπνημα από τον λήθαργο όπου βρισκόμουν όλα αυτά τα χρόνια από την ημέρα που γεννήθηκα. Ενδόμυχα πάντα ένιωθα ότι την αναζητούσα και την πρόσμενα από την ημέρα που θυμάμαι τον εαυτό μου.

«Σ’ αγαπώ Ίζαμπελ Κουίν, σ’ αγαπούσα ακόμα και όταν δεν γνώριζα την ύπαρξη σου και πάντα σε περίμενα...» ψιθύρισα με πάθος χωρίς να αντέχω άλλο να το κρατάω μέσα μου... «Και όσο η ψυχή μου θα υπάρχει, η αγάπη της για σένα δεν θα σβήσει ποτέ» της ορκίστηκα και τεντώνοντας το κορμάκι της ένιωσα του χυμούς της να δροσίζουν την πυρωμένη μου σάρκα, την στιγμή που τα ηδονικά της βογκητά έφταναν σαν μελωδία αγγέλων στα αυτιά μου πλημυρίζοντας την ψυχή μου με αγαλλίαση.

«Τα λόγια της καρδιάς κανείς δεν μπορεί να τα αγνοήσει...» ψιθύρισε από τα βάθη της ύπαρξης της, χαμένη μέσα στον κόσμο της ηδονής... «Ούτε καν η άψυχη καρδιά μου» συμπλήρωσε και ένα δάκρυ σαν διαμάντι άρχισε να λαμπιρίζει από την άκρη του ματιού της κατηφορίζοντας προς το πλάι.

Ανασηκώνοντας το κορμί της τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και έμεινε για λίγο να με κοιτάει ενώ τα κορμιά μας δεν σταμάταγαν να συναντιούνται.

«Μην με αφήσεις τώρα» παρακάλεσε με σπασμένη φωνή.

«Ποτέ» υποσχέθηκα σφραγίζοντας τον όρκο μου με ένα φιλί, ένα φιλί που μου έδωσε μια ανάσα ζωής κάνοντας με να χάσω και το τελευταίο λιθαράκι λογικής που υπήρχε εκεί να με αφυπνίζει για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει.

Μην αντέχοντας άλλο όλο το βάρος που με βάραινε, κρατώντας την σφιχτά μέσα στην αγκαλιά μου, την παρέσυρα στο πάτωμα μακριά από εκείνον τον απαίσιο καναπέ που ένιωθα ότι περιόριζε τις κινήσεις μου. Ακουμπώντας απαλά το σώμα της πάνω στο ξύλινο δάπεδο έμεινα για λίγο να την κοιτώ, να θαυμάζω όλη αυτήν την απέραντη ομορφιά της, αφήνοντας την να διεισδύσει μέχρι τα βάθη της ψυχής μου για να με ζεστάνει με το μοναδικό τρόπο που μόνο εκείνη ήξερε να με ζεσταίνει.

Τα χέρια της πλαισιώνοντας το πρόσωπο μου, με καλούσαν να πάω κοντά της, να ξεδιψάσω τα χείλια της, την σάρκα της, την ανάγκη της να με νιώσει για άλλη μια φορά αλλά δεν κουνήθηκα, φοβόμουν ότι αν το έκανα δεν θα υπήρχε επιστροφή και ήθελα να απομνημονεύσω αυτήν την οπτασία για μια τελευταία φορά, να μπορέσω να την φυλάξω μέσα μου και να την κρατήσω εκεί, για πάντα, βαθιά ριζωμένη μέσα μου σαν φυλαχτό για να μην καταφέρει τίποτα και κανένας να με κάνει να την ξεχάσω ξανά.

Εκείνη δεν κουνήθηκε, παρέμεινε στην σιωπή και θα ορκιζόμουν ότι έκανε το ίδιο. Με απομνημόνευε με την ματιά της, με τα χέρια της που ακουμπούσαν απαλά πάνω στο σώμα μου κάνοντας το να καίγεται όλο και περισσότερο. Όχι δεν το μπορούσα άλλο όλο αυτό, ξαφνικά ούτε καν οι συνέπειες δεν ήταν αρκετές για να με σταματήσουν και ακουμπώντας το βάρος μου απαλά πάνω στο σώμα της, άφησα την σάρκα της να με κάψει, να με στείλει στον έβδομο ουρανό, να ξεδιψάσει κάθε τι που είχε απομείνει διψασμένο, αφήνοντας την να με οδηγήσει στην απόλυτη πληρότητα.

Καθώς βυθίστηκα μέσα της για άλλη μια φορά, βόγκηξα δυνατά την στιγμή που ένιωσα το τέρμα της και άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο. Τα κορμιά μας απόλυτα συγχρονισμένα χόρευαν στον ρυθμό της πιο αρχαίας μελωδίας, αυτής που οι ψυχές μας τραγουδούσαν και καθώς ένιωθα τον ιδρώτα μου να κατρακυλάει στην σπονδυλική μου στήλη όλο μου το σώμα ανατρίχιασε, όλες μου οι αισθήσεις οξύνθηκαν περισσότερο και το μυαλό μου πλημύρισε με εικόνες. Ήταν εικόνες δικιές της βγαλμένες μέσα από μια άλλη εποχή που την έκαναν να μοιάζει με άγγελο επί της γης, με τα μάτια της να κοιτάνε μέσα στην ψυχή μου καθώς με καλούσε να πάω κοντά της.

Τα χρώματα που υπήρχαν γύρω της με γέμισαν με εφορία. Το απέραντο γαλάζιο που απλωνόταν μπροστά μου, το πράσινο λιβάδι με τα πολύχρωμα μικρά λουλούδια που ξεπετάγονταν μέσα από την γη κάνοντας με νοητά να είμαι ικανός μέχρι και να μυρίσω την υπέροχη μυρωδιά τους, καθώς το απαλό αεράκι τα έκανε να κινιούνται σαν να χόρευαν σε έναν σκοπό που εγώ δεν μπορούσα να ακούσω, πλημύριζαν τις αισθήσεις μου φέρνοντας μου μια αρμονία που με έκανε αμέσως να νιώσω ότι είχα γυρίσει εκεί που άνηκα, στο σπίτι μου.

Εκείνη ήταν εκεί, να με περιμένει υπομονετικά με ένα φωτεινό χαμόγελο να αγγίζει μέχρι και τα μάτια της. Φορώντας ένα αραχνοΰφαντο λευκό πέπλο που κάλυπτε όλο της το σώμα όπου το απαλό αεράκι το έκανε να κολλάει απάνω στο σώμα της τονίζοντας περισσότερο τις απίστευτες καμπύλες της καθώς ανακάτευε απαλά τα πλούσια μαλλιά της. Η επιδερμίδα της πιο λευκή από ποτέ, ήταν τόσο λαμπερή που με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος. Μικροσκοπικά διαμαντάκια απλωμένα σε όλη την επιδερμίδα της την έκαναν να μοιάζει με ξάστερο ουρανό που λαμποκοπάει υπό το φως των αστεριών. Τα καστανά της μάτια ζεστά να με κοιτάνε με λατρεία.

Δεν είχα δει ποτέ κάτι πιο όμορφο, η ευφορία που ένιωθε μέσα της με κατέκλυζε, η φωτεινή της επιδερμίδα έπαιρνε κάθε μου πόνο και τα λόγια της έκαναν την ψυχή μου να λαχταρά να γίνει ένα με τη δική της.

~Είμαι δική σου~ ψιθύρισε όμως τα χείλια της δεν κουνήθηκαν... ~Μην φοβάσαι~ συνέχισε και σαν μαγεμένος άρχισα να καλύπτω την απόσταση που μας χώριζε. Μου ήταν αδύνατον να αρνηθώ το κάλεσμα της, όλο μου το είναι πόναγε μακριά της.

Φτάνοντας κοντά της, άνοιξε την αγκαλιά της για μένα και τα χέρια μου αυτόματα αγκάλιασαν το κορμί της χωρίς να αποχωρίζομαι την ματιά της. Τα μάτια μου απορροφούσαν την απίστευτη ομορφιά της και καθώς η λάμψη της μας κύκλωσε σβήνοντας κάθε εικόνα που υπήρχε γύρω μας ένιωσα το σώμα μου να την απορροφά, την ύπαρξη μου να αναγεννιέται και τα πάντα μέσα μου να γεμίζουν με απόλυτη πληρότητα.

Η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει σαν τρελή, το σώμα μου τρεμάμενο να μακραίνει ενώ τα κόκαλα μου σπάσανε σε χίλια κομμάτια με το δέρμα μου να καλύπτεται ολόκληρο με μια μεταξένια γούνα και το σώμα της αυτόματα με ακολουθούσε. Η ιδρωμένη της γούνα που τώρα είχε καλύψει το δικό της σώμα, έκανε το σώμα μου να ανατριχιάζει στο άγγιγμα του και εκεί που ένιωσα όλο το βάρος της ύπαρξης μου να ξεσπάει, τα σκληρά σαν ατσάλι νύχια μου γαντζώθηκαν στο πάτωμα για να μπορέσουν να με κάνουν να κρατηθώ από κάπου.

Δεν πόναγα πια, καμία σκέψη δεν με έκανε να υποφέρω, τίποτα άλλο δεν είχε για μένα την δεδομένη στιγμή σημασία πέρα από αυτήν την ένωση.

Το στόμα μου άνοιξε διάπλατα, τα μάτια μου σφάλισαν ερμητικά, ένας δυνατός ήχος τράνταξε όλο το κτήριο και η ανάσα μου πνίγηκε μέσα μου αλλά δεν φοβήθηκα. Αντιθέτως ότι και να ερχόταν εγώ το καλωσόριζα, το άφηνα να ριζωθεί βαθιά μέσα μου με την καρδιά μου ακόμα να εξακολουθεί να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς σαν να πάλευε να ξεπηδήσει από μέσα μου αλλά ούτε αυτό με φόβισε, γιατί ήξερα ότι ήταν εδώ, τα χέρια της σφιχτά γύρω από το κορμί μου, μου το επιβεβαίωναν και δεν ήθελα τίποτα άλλο.

Η εικόνα της χάθηκε, το άπλετο φως που ανέδυε το σώμα της έσβησε καθώς εισχώρησε μέσα στο κορμί μου και το απόλυτο σκοτάδι κάλυψε την περιφερειακή μου όραση κάνοντας το σώμα μου να αδειάσει βαρύ πάνω στο πάτωμα με την καρδιά μου να σβήνει χωρίς προειδοποίηση.


................ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ................

Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι με τις αισθήσεις μου να είναι σε πλήρη εγρήγορση, δεν υπήρχε κανένας ήχος να διαταράσσει την ησυχία μου, καμία εικόνα να αποσπά την προσοχή μου και απόλυτα ακίνητος παρέμενα στην ίδια στάση να νιώθω για πρώτη φορά στην ζωή μου ολόκληρος.

Δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει ούτε αν αυτό ήταν απλά το τέλος μου αλλά δεν με ένοιαζε, από την στιγμή που την ένιωθα μέσα μου, γύρω μου, παντού, ένιωθα τέτοια πληρότητα που θα μπορούσα να παραμείνω έτσι για πάντα. Ήταν όλα όσα ζητούσα από την ζωή μου και ήθελα να το ζήσω στο έπακρο. Μέχρι που άξαφνα μια δεσμίδα φωτός άρχισε να βγαίνει από το κέντρο του στήθους μου και τότε όλα άλλαξαν.

Το σώμα μου άρχισε σταδιακά να κρυώνει και καθώς αυτή η δεσμίδα φωτός άρχισε να ξεκολλάει από το κορμί μου και να απομακρύνετε μια τεράστια αγωνία ήρθε να με κατακλίσει. Την έβλεπα να φεύγει μακριά και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τρέξω κοντά της. Το πρόσωπο της με στοίχειωνε καθώς τα χαρακτηριστικά της καλύπτονταν με μια αρχαία θλίψη και αυτό με αποτελείωνε.

Προσπάθησα να της φωνάξω αλλά κανένας ήχος δεν έβγαινε από τα χείλια μου, προσπάθησα να τρέξω κοντά της αλλά το σώμα μου δεν αντιδρούσε, αμυδρά από κάπου στο βάθος του μυαλού μου νόμιζα ότι άκουγα εκείνην να μου φωνάζει αλλά τα λόγια της δεν έφταναν ποτέ στα αυτιά μου μέχρι που άξαφνα κάποιος με την βία γέμισε τα πνευμόνια μου με αέρα και εκείνα πάλλονταν άψυχα.

Το στήθος μου άρχισε να πονά αλλά η καρδιά μου δεν αντιδρούσε, παραμένοντας στην σιωπή διαλυόταν σε χίλια κομμάτια καθώς η εικόνα της ξεμάκραινε όλο και περισσότερο και η αγωνία μου μετατράπηκε σε τρόμο.

«Μου το υποσχέθηκες...» ήρθαν τα λόγια της ξαφνικά να με αφυπνίσουν... «Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα με αφήσεις τώρα» την άκουσα ξανά να λέει και τότε το κορμί μου άρχισε να αντιδρά. Η ανάγκη μου να πάω κοντά της, να την νιώσω για άλλη μια φορά με ξεπερνούσε και μόλις ένιωσα τα πνευμόνια μου να γεμίζουν αέρα ξανά, με όλη την δύναμη της ψυχής μου προσπάθησα να κάνω τα πάντα για να σβήσω την απόσταση που μας χώριζε.

Μπέλλα

Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι επέτρεψα στον εαυτό μου να κάνει κάτι τέτοιο. Ήξερα τις συνέπειες, που να με πάρει τις ήξερα αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό για να με σταματήσει. Τα λόγια του, το άγγιγμα του, τα φιλιά του έκαναν την λογική μου να σιωπά και σαν τυφλή των ακολουθούσα, όμως δεν έχω καμία δικαιολογία. Δεν έπρεπε να τον αφήσω να παρασυρθεί. Μπορούσα να καταλάβω την ανάγκη του αλλά έπρεπε να θυμάμαι πάντα τις συνέπειες όμως για κάποιον λόγο μου ήταν απλά αδύνατον να τις θυμηθώ. Η ανάγκη μας να γίνουμε ένα απλά μας ξεπερνούσε, όμως όταν τον ένιωσα να πέφτει βαρύς απάνω μου, όταν άκουσα την καρδιά του να σιωπά, έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου, την ανάσα μου να χάνετε μακριά και με κάθε τρόπο προσπάθησα να τον επαναφέρω αλλά εκείνος δεν αντιδρούσε και τα έχασα τελείως.

Γεμίζοντας τα πνευμόνια του με λίγο αέρα άρχισα να κάνω μαλάξεις στην καρδιά του αλλά εκείνη δεν ανταποκρινόταν όμως εγώ δεν τα παρατούσα. Μου το είχε υποσχεθεί, δεν μπορούσε να τα παρατήσει τώρα, όχι δεν έπρεπε να τα παρατήσει. Με περισσότερο πείσμα συνέχιζα ξανά και ξανά μέχρι που εκείνος παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άνοιξε τα μάτια και η καρδιά του άρχισε και πάλι να χτυπά τόσο ζωηρά που έκανε την δική μου καρδιά να αντιδράσει. Παραμένοντας όμως στην σιωπή μου υπενθύμιζε ότι ήταν για πάντα πια νεκρή και ότι, ό,τι και να γινόταν αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ ξανά. Ήμουν βρικόλακας, η καρδιά μου είχε σιωπήσει για πάντα, η ψυχή μου δεν μπορούσε να αποτυπωθεί για δεύτερη φορά όσο και να το ήθελε και ήταν τόσο άδικο για εκείνον.

Έντουαρτ

Μια τεράστια δύναμη μέσα μου με έκανε να ξεπεράσω τον ίδιο μου τον εαυτό και εκεί που πήρα μια βαθιά ανάσα άνοιξα τα μάτια μου. Μόλις την είδα μπροστά μου, με το πρόσωπο της να είναι σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου, η καρδιά μου ξανά άρχισε να χτυπά τόσο ξέφρενα που δεν ήθελε και πολύ να ξεπηδήσει από το στήθος μου. Η ανακουφιστική ανάσα της με έκανε να νιώσω την αγωνία που είχε βιώσει όλη αυτήν την ώρα και χωρίς να αντέχω δευτερόλεπτο μακριά της τα χέρια μου την κράτησαν σφιχτά και την έκλεισαν μέσα στην αγκαλιά μου.

«Μην τολμήσεις να μου το ξανακάνεις αυτό» εκείνη ξέσπασε χτυπώντας το στήθος μου και χωρίς να το ελέγξω άρχισα να γελώ.

Ήμουν τόσο ευτυχισμένος που δεν μπορούσα με κανέναν τρόπο να το κρύψω αλλά τα ποδοβολητά από τον κάτω όροφο καθώς και οι κραυγές αγωνίες που έφταναν στα αυτιά μου με έκαναν για λίγο να παραξενευτώ και γυρίζοντας το κεφάλι μου προς την τζαμαρία που ήταν δίπλα μας έμεινα σοκαρισμένος να κοιτώ τους άλλους να τρέχουν χωρίς να είμαι ικανός να καταλάβω το γιατί.

«Τι πάθανε αυτοί και τρέχουν σαν τρελοί;» ρώτησα με απορία.

«Χέστηκαν απάνω τους από τις αγριοφωνάρες σου και τα μουγκρητά σου» απάντησε αυτόματα και άρχισα πάλι να γελώ ανεξέλεγκτα χωρίς να είμαι ικανός να το σταματήσω... «Σταμάτα να γελάς δεν είναι αστείο» αναφώνησε απηυδισμένα και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της δαγκώνοντας τα χείλια μου σε μια προσπάθεια να το σταματήσω αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν ικανό να με κάνει να το σταματήσω.

«Σε αυτήν την περίπτωση την επόμενη φορά...» δεν πρόλαβα να τελειώσω την πρόταση μου και εκείνη γουρλώνοντας τα μάτια της αμέσως με διέκοψε.

«Την επόμενη φορά;;;;;;;» αναφώνησε σοκαρισμένη.

«Μπέλλα...»

«Αλήθεια πιστεύεις ότι μετά από όλα αυτά θα υπάρξει επόμενη φορά;;;» ρώτησε χωρίς να το πιστεύει.

«Μπέλλα μην κάνεις σαν μωρό, είμαι εδώ, είμαι καλά...»

«Δεν ακούω κουβέντα» αμέσως με διέκοψε ξανά χωρίς να ακούει λέξη από όσα προσπαθούσα να της πω και καθώς σηκώθηκε όρθια νευριασμένα, παίρνοντας τα ρούχα της από το πάτωμα όπου τα είχαμε διασκορπίσει, άρχισε να ντύνεται και δεν το άντεξα όλο αυτό.

Καθώς σηκώθηκα πήγα δίπλα της και πιάνοντας την από το μπράτσο την γύρισα προς την μεριά μου με το ζόρι.

«Έλα εδώ» της είπα ήρεμα και την έκλεισα στην αγκαλιά μου... «Συγνώμη...» απολογήθηκα αμέσως και εκείνη παίρνοντας μια κοφτή ανάσα την άφησε να βγει από μέσα της βίαια αλλά δεν είπε και τίποτα άλλο... «Δεν έχω νιώσει ποτέ πιο ολοκληρωμένος στην ζωή μου και δεν μετανιώνω γι αυτό» της δήλωσα και σήκωσε το κεφάλι της που το είχε αφημένο πάνω στο στήθος μου για να με αντικρίσει.

«Μπορώ να καταλάβω απόλυτα το πως ένιωσες αλλά δεν πρόκειται να το διακινδυνεύσω ξανά» μου δήλωσε πίσω κατηγορηματικά και φεύγοντας από την αγκαλιά μου συνέχισε να ντύνεται χωρίς να με κοιτάει.

«Θα φύγεις τώρα;» ρώτησα με δυσκολία ενώ ήξερα ήδη την απάντηση.

«Ναι» απάντησε απλά ενώ έκατσε στον καναπέ για να βάλει τα παπούτσια της και αφού το σκέφτηκε για λίγο σταμάτησε την κίνηση της στην μέση και γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου.

«Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Ειλικρινά λυπάμαι γι αυτό, αλλά δεν μπορώ να αποτυπωθώ σε σένα, δυστυχώς αποτυπωνόμαστε μόνο μια φορά στην ζωή μας και είναι πολύ επικίνδυνο για σένα λόγο του ότι είμαι βρικόλακας Έντουαρτ»

«Θα γυρίσεις όμως» ήταν δήλωση παρά ερώτηση αλλά δεν μπορούσα να μην πάρω την επιβεβαίωση της καθώς καθόμουν δίπλα της κοιτώντας την με αγωνία.

«Αυτήν την φορά ήσουν τυχερός και επανήλθες, δεν μπορώ όμως να πάρω το ρίσκο να ξανακάνω το ίδιο λάθος Έντουαρτ» μου είπε εκείνη και η καρδιά μου πάγωσε.

«Θα γυρίσεις, το υποσχέθηκες» επέμενα εγώ κατηγορηματικά και κοιτώντας από την άλλη πλευρά έμεινε για λίγο στην σιωπή αποφεύγοντας την ματιά μου... «Μπέλλα...» προσπάθησα ξανά αλλά γυρίζοντας την ματιά της προς την μεριά μου έκοψε την φράση μου στην μέση.

«Δεν σου υπόσχομαι τίποτα. Δεν είναι καν στο χέρι μου. Σε προειδοποίησα γι αυτό» είπε εκείνη και ξεφύσησα περνώντας το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου ενώ χαμήλωνα την ματιά μου στο πάτωμα. Όλη η ευτυχία μετατράπηκε σε απελπισία και δεν ήξερα τι να κάνω για να το αλλάξω όλο αυτό.

«Μου υπόσχεσαι τουλάχιστον ότι θα προσπαθήσεις;» την ρώτησα παρακλητικά και αφήνοντας την ανάσα της να βγει εξουθενωμένα από μέσα της, με τον πιο απαλό τρόπο άφησε το χέρι της να ακουμπήσει πάνω στο μάγουλο μου και αυτόματα έκλεισα τα μάτια μου από αντίδραση ενώ το χέρι μου κάλυψε το δικό της χέρι για να το κρατήσει εκεί λίγο περισσότερο πριν πάρει την απόφαση να το αφαιρέσει.

«Θα προσπαθήσω» άκουσα να μου ψιθυρίζει και ανοίγοντας τα μάτια, άφησα στην ματιά μου να αντικατοπτριστεί όλη η αγάπη που υπήρχε μέσα μου.

«Θα σε περιμένω» της ανταπέδωσα και μην αντέχοντας άλλο αυτήν την απόσταση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας, βάζοντας το ελεύθερο χέρι μου μέσα στα ανακατεμένα της μαλλιά την έφερα απαλά προς το μέρος μου και έσμιξα για άλλη μια φορά τα χείλια μας.

Δεν μου το αρνήθηκε, αντιθέτως η ανταπόκριση της ήταν τόσο μοναδική που αυτόματα έκανε όλα τα μέσα μου να καταλαγιάσουν σε βαθμό να μου δώσουν όλη την δύναμη που χρειαζόμουν ώστε να αντέξω τις μαύρες μέρες που έβλεπα να έρχονται και με την λαχτάρα μου για εκείνην να με πνίγει, την κόλλησα απόλυτα απάνω μου και άρχισα να την φιλώ με όλη την αγάπη που έβραζε μέσα μου περνώντας της μέσα από αυτό το φιλί και τα πιο βαθιά μου συναισθήματα για εκείνην.



Όσο και να προσπαθούσα να το καθυστερήσω δεν μπορούσα να αποφύγω την ώρα του αποχαιρετισμού. Την έβλεπα να μπαίνει μέσα σε ένα μαύρο GMS-SUV και η καρδιά μου πάγωνε, όλο μου το κορμί ήταν έτοιμο να τρέξει πίσω της, να ανοίξει την πόρτα της και να την τραβήξει μέσα από το αμάξι και να την φυλακίσει μέσα στην αγκαλιά μου για πάντα ώστε να μην φύγει ποτέ ξανά αλλά εγώ δεν έκανα τίποτα. Μένοντας χωρίς ανάσα την έβλεπα να ξεμακραίνει παίρνοντας μαζί της και την καρδιά μου που ήταν για πάντα δική της.

Η παρουσία του Μπρεκ μου τράβηξε την προσοχή και γυρίζοντας προς το μέρος του τον κοίταξα με απορία. Δεν είχε πει κουβέντα, με απόλυτο σεβασμό την είχε αποχαιρετήσει σιωπηλά με μια κίνηση του κεφαλιού του και παρέμεινε εκεί, πιστός φύλακας της πίσω πόρτας κοιτώντας με τώρα χωρίς κανένα συναίσθημα να περάνει από τα χαρακτηριστικά του. Χωρίς να ξέρω το γιατί τον πλησίασα αλλά εκείνος δεν βλεφάρισε καν ούτε είπε τίποτα για να σπάσει πρώτος την σιωπή.

«Είσαι ο Μπρεκ σωστά;» ρώτησα και κατένευσε για απάντηση... «Ήθελα να σε ρωτήσω...» δίστασα αλλά εκείνος σιωπηλός μου έδωσε την άδεια να συνεχίσω... «Η Έλιροούζ είναι καλά; Εννοώ όταν την πήγε στο σπίτι ήταν καλύτερα;» ρώτησα με περισσότερο θάρρος.

«Ναι» απάντησε εκείνος μονολεκτικά χωρίς να αλλάζει στάση.

«Χαίρομαι γι αυτό...» είπα αμήχανα χωρίς να ξέρω τι άλλο να πω μιας και που δεν φαινόταν να είχε όρεξη για να ανοίξει κουβέντα... «Δεν θα ήθελα να πάθει κάτι εξαιτίας μου...» δικαιολογήθηκα περνώντας το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου αλλά και πάλι δεν το σχολίασε... «Όπως και να έχει σε ευχαριστώ που την φρόντισες» συνέχισα αλλά και πάλι δεν είπε τίποτα, κατένευσε καταφατικά και παρέμεινε σιωπηλός πάντα κοιτώντας με χωρίς να εκφράζει κανένα συναίσθημα.

Πριν σκεφτώ το τι θα ήταν καλύτερο τώρα να κάνω η φωνή της Έλενας έφτασε στα αυτιά μου και αυτόματα με έκανε να αναστενάξω απελπισμένα.

«Που είσαι τόση ώρα εσύ; Φάγαμε όλο τον τόπο να σε ψάχνουμε...» έλεγε ακατάπαυστα κατηγορώντας με λες και είχα κάνει το χειρότερο έγκλημα για εκείνην. Εδώ που τα λέμε αν ήξερε ή αν υποψιαζόταν έστω και στο ελάχιστο το τι είχα κάνει, σίγουρα θα ήταν το χειρότερο έγκλημα για εκείνην.

«Μια στιγμή...» ξαφνικά σαν να της ήρθε αναλαμπή απότομα φρέναρε και με κοίταξε εχθρικά αλλά εδώ δεν αντέδρασα... «Εσύ ήσουν αυτός που τράνταξε το κτήριο με τις φωνές σου; Πήγες με άλλη;» ούρλιαξε και στριφογύρισα τα μάτια μου με απελπισία. Δεν έλεγα τίποτα άλλο ο πούστης; Αναρωτήθηκα και κοίταξα παρακλητικά προς τον Ντέιμον και εκείνος δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα.

Πριν η Έλενα συνεχίσει, την γύρισε προς την μεριά του και σαγηνεύοντας την, της άλλαξε τα όσα θυμόταν ώστε να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο με τον πατέρα μου. Την στιγμή που μας έφεραν το αυτοκίνητο του Ντέιμον και πήγα να μπω στο πίσω κάθισμα για να φύγουμε κοίταξα για άλλη μια φορά προς τον Μπρεκ και εκείνος ανταπέδωσε το βλέμμα μου το ίδιο σοβαρός και ανέκφραστος με πριν. Δεν μπορούσα να τον καταλάβω, κάτι περίεργο υπήρχε απάνω του αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω το τι και παρατώντας τα τον καληνύχτισα με μια κίνηση του κεφαλιού μου και αφού το ανταπέδωσε και εκείνος μπήκα στο αμάξι και ο Ντέιμον μας γύρισε σπίτι. Για καλή μου τύχη η Έλενα, από όσα της είχε περάσει ο Ντέιμον, είχε πάρα πολλά να σχολιάσει και έτσι με άφησε στην ησυχία μου για το υπόλοιπο της διαδρομής και εγώ βρήκα την ευκαιρία να μπω για λίγο στον κόσμο του ονείρου αναπολώντας όλα όσα είχαν γίνει σήμερα.

Ήταν η καλύτερη εμπειρία της ζωής μου, η πιο ευτυχισμένη μέρα από όλες και ακόμα και αν άφηνε μια πικρή γεύση για το τέλος δεν θα την ξεχνούσα ποτέ ότι και να γινόταν, ορκίστηκα μέσα μου και αφήνοντας το χαμόγελο μου να απλωθεί σε όλα μου τα χαρακτηριστικά έκλεισα τα μάτια μου και άφησα την εικόνα της να εισχωρήσει για άλλη μια φορά μέσα μου για να την κρατήσω για πάντα κοντά μου.

ESCAPE POLH FANTASMA