Ετικέτες

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Haunted Love M2o "4. Killing Me Softly"



Μέχρι να φτάσω στο ξενοδοχείο, είχα πάρεις τι αποφάσεις μου... Σίγουρα μου λείπανε πολλά στοιχεία για να συμπληρώσω το πάζλ μου ώστε να καταφέρω να την βγάλω από αυτόν τον εφιάλτη αλλά το πιο βασικό που με βασάνιζε και μου τριβέλιζε το μυαλό ήταν το εξής ένα... Με ποιον τρόπο την απειλούσε, τι ήταν τόσο σημαντικό για εκείνην να χρησιμοποιήσει εναντίον της ώστε να την κάνει ανένδοτη στην απόφαση της... Όσο και να έσπαγα το κεφάλι μου, καμία απάντηση δεν έβρισκα που να ταιριάζει.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο μου πέταξα τα ρούχα μου και όλες τις περιττές αηδίες που είχα βάλει στο πρόσωπο μου για να το αλλάξω ώστε να μην με αναγνωρίσει κανείς και μπήκα κάτω από το νερό για να μπορέσω να χαλαρώσω… Έτσι με πιο καθαρό μυαλό, να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά για να βγάλω μια άκρη πριν αρχίσω το ψάξιμο μέσα από την υπηρεσία μου και ο άλλος καταλάβει ότι είμαι εδώ ώστε να μου την πάρει ξανά μακριά μου.

Καθώς όλα τα στοιχεία κατέκλυζαν τον νου μου, ένιωθα ακόμα πιο μπερδεμένος από πριν, έλειπε κάτι... Ήξερα ότι η απάντηση βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου, αλλά αυτήν την στιγμή μου ήταν αδύνατον να την δω... Λίγο η εικόνα της να μου βομβαρδίζει την σκέψη και το κορμί, λίγο το απωθημένο μου πάθος για εκείνην που με έκανε να καίγομαι σε σημείο να σαστίζω, λίγο το άρωμα της που δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό μου, με έκαναν να θολώνω τόσο πολύ που απορροφημένος από τις σκέψεις μου, όλα τα άλλα γύρω μου απλά έπαψαν να υπάρχουν, σε τέτοιο σημείο που ακόμα και το νερό που έπεφτε πάνω στο κορμί μου, ένιωθα πια ότι δεν υπήρχε, ότι είχε αντικατασταθεί από τα ζεστά της χέρια που με αγγίζανε και με έκαναν έρμαιο στα χέρια της, ακόμα και ο ήχος του είχε χαθεί και είχε αντικατασταθεί με τον ήχο της φωνής της καθώς μου μιλούσε και μου έλεγε όλα όσα η ψυχή μου και η καρδιά μου είχαν ανάγκη να ακούσουν.

Τα δάχτυλα μου αυτόματα αγκάλιασαν τον μεγάλο σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βρει την ολοκλήρωση που αναζητούσε από την πρώτη στιγμή που την είχε ξανά αντικρίσει έστω και μέσα από μια κάμερα... Αλλά όταν αυτή η εικόνα πήρε σάρκα και οστά και ένιωσα την ζεστασιά της, τότε όλα τελείωσαν... Τελείωσαν για εκείνον, για εμένα και με έκαναν αδύναμο μπροστά της, με έκαναν περισσότερο πεισματάρη από ποτέ ώστε να την πάρω και πάλι πίσω, να την κλείσω για πάντα μέσα στην αγκαλιά μου και να μην την αφήσω να φύγει ποτέ ξανά από εκεί, με οποιοδήποτε κόστος.


Με τα μάτια μου κλειστά και το αριστερό μου χέρι ακουμπισμένο πάνω στα πλακάκια να συγκρατεί όλο το βάρος του σώματος μου, χωρίς να βιάζομαι, απολάμβανα κάθε στιγμή που είχαμε περάσει μέσα σε αυτήν την λίγη ώρα που ήμασταν ξανά μαζί και εκεί που νόμιζα ότι ίδια μου η φαντασία με ξεπερνά, ένιωσα τα ζεστά της δάχτυλα να με τυλίγουν για μία μόνο στιγμή ίσα, ίσα ώστε να σταματήσω αυτό που έκανα και αμέσως τα ένιωσα να κατηφορίζουν μέχρι το κατώτερο σημείο του μεγάλου και τα μάτια μου αυτόματα έσφιξαν ακόμα περισσότερο την στιγμή που ένα βογκητό μου έσπασε την σιωπή καθώς το χέρι μου που ήταν ακόμα πάνω στα πλακάκια, έκλεινε σε μπουνιά για να συγκρατηθεί εκεί σταθερό πριν παραστρατήσει και χαλάσει αυτήν την στιγμή.

Δεν χρειαζόταν τα λόγια να το επιβεβαιώσουν για να ξέρω ότι ήταν εκείνη, δεν χρειαζόταν η εικόνα της για να ξέρω ότι δεν ήταν μια παραίσθηση, δεν χρειαζόταν η αφή για να ξέρω ότι δεν ήταν ακόμα ένα όνειρο... Ήταν εδώ και μου επιβεβαίωνε ότι τίποτα μεταξύ μας δεν είχε αλλάξει, ήταν εδώ να με διαβεβαιώνει ότι υπήρχε άλλος λόγος που την έκανε να μένει μακριά μου.

«Χρειάζεσαι ένα χέρι βοηθείας;» ρώτησε καθώς το χέρι της απαλά απομάκρυνε το δικό μου χέρι από τον μεγάλο ενώ τα δόντια της παιχνιδιάρικα δάγκωναν την πλάτη μου σε διάφορα σημεία και χωρίς να αντέχω άλλο όλο αυτό το βάρος, με ένα βογκητό, έβαλα το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στο χέρι μου που ήταν ακόμα πάνω στον τοίχο, ανασαίνοντας με δυσκολία.

«Που να με πάρει Μπέλλα, σκότωσε με αυτήν την στιγμή» της είπα απελπισμένα εννοώντας την κάθε λέξη… Βάζοντας το ελεύθερο της χέρι πάνω στον ώμο μου, με γύρισε προς την μεριά της αργά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, το έκανα χωρίς δισταγμό ενώ άνοιγα αργά τα μάτια μου ξανά.

«Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο τώρα, ενώ μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο!» είπε με βαθιά φωνή χωρίς να αποχωρίζεται την ματιά μου ενώ ταυτόχρονα φίλαγε και άγγιζε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου, μέχρι που έφτασε στον μεγάλο και συγκρατώντας τον στο χέρι της, με μια κίνηση τον κατέκτησε ολόκληρο και κλείνοντας ξανά τα μάτια μου, σίριξα δυνατά ενώ άφησα την πλάτη μου να ακουμπήσει πάνω στα κρύα πλακάκια για να με συγκρατήσει όρθιο και τα χέρια μου αυτόματα βρέθηκαν μέσα στα μαλλιά της κάνοντας με να διαπιστώσω κάτι που ήμουν ανίκανος να το καταλάβω πιο πριν καθώς η ματιά μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από την δική της, αγνοώντας όλα τα άλλα που υπήρχαν γύρω.

Τα μαλλιά της ήταν κοντά, τόσο κοντά που με το ζόρι φτάνανε μέχρι τους ώμους της και ανοίγοντας τα μάτια μου για να το επιβεβαιώσω η εικόνα που αντίκρισα μπροστά μου με άφησε ξέπνοο και για άλλη μια φορά ξέχασα όλα τα άλλα που θα μπορούσαν να μου απασχολήσουν αυτήν την στιγμή το μυαλό και μην αντέχοντας άλλο να την βλέπω και να την νιώθω κατ’ αυτόν τον τον τρόπο... την έπιασα από τα μπράτσα, της υπέβαλα να ισιώσει το κορμί της και γυρίζοντας την προς τον τοίχο, την κάρφωσα απάνω του και κατέκτησα τα χείλια της με τέτοιο πάθος που εκείνη από το ξάφνιασμα άφησε ένα επιφώνημα έκπληξης αλλά νιώθοντας την ανάγκη μου, χωρίς να χάνει χρόνο, βάζοντας τα χέρια της μέσα στις τούφες τον μαλλιών μου, έδωσε ώθηση στο σώμα της και πιάνοντας την κίνηση της, συγκρατώντας την από τους γλουτούς της, την συγκράτησα απάνω μου την στιγμή που εκείνη κλείδωνε τα πόδια της γύρω από το σώμα μου και κολλώντας την για άλλη μια φορά πάνω στα υγρά και κρύα πλακάκια, άφησα όλο μου το πάθος να απελευθερωθεί και να την κατακτήσει με κάθε δυνατό τρόπο.

«Έντουαρτ» την άκουσα να με καλεί ανάμεσα από τα φιλιά μας που δεν είχαν τελειωμό και μούγκρισα από ικανοποίηση καθώς την άκουγα για άλλη μια φορά και βάθυνα ακόμα περισσότερο το φιλί μας ενώ εκείνη πάλευε για λίγη ανάσα... «Έντουαρτ...» επανέλαβε πνιχτά αλλά δεν είχα κουράγιο να σταματήσω τώρα, είχα ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια μου... «Γαμώτο μπες μέσα μου» φώναξε ενώ τέντωνε το κεφάλι της ασθμαίνοντας και καθώς τα χείλια μου κατηφορίζανε προς τον λαιμό της, ενώ δεν μπορούσα να της το αρνηθώ η λογική μου με αφύπνισε.

«Πες μου ότι παίρνει προφυλάξεις, δεν θα αντέξω να σταματήσω για κανέναν λόγο αυτήν την στιγμή» τραβώντας μου τα μαλλιά απότομα προς τα πίσω ώστε να με αναγκάσει να την κοιτάξω, έβαλε το χέρι της πάνω στο στόμα μου για να μου κόψει οτιδήποτε θα μπορούσα να πω και κοιτώντας με, με το πιο καυτό βλέμμα που είχα δει ποτέ από γυναίκα, ανασαίνοντας με δυσκολία μου είπε σχεδόν νευριασμένα.

«Σταμάτα να σκέφτεσαι και πήδα με επιτέλους» φώναξε και με μια κίνηση μπήκα μέσα της και εκείνη αμέσως κόλλησε την πλάτη της πάνω στα πλακάκια ενώ η ανάσα της κόπηκε στην μέση την στιγμή που το βογκητό της ήρθε ακριβώς την στιγμή που το σώμα της άρχισε να τρέμει... «Ω γαμώτο Έντουαρτ» είπε με όση ανάσα είχε απομείνει μέσα της ενώ έκλεινε τα μάτια της καθώς αφηνόταν στα δικά μου χέρια.

«Το όνομα μου είναι Ρόμπερτ...» είπα αυτόματα διορθώνοντας την, έχοντας την ανάγκη αυτή η στιγμή να είναι απόλυτα αληθινή και για τους δύο μας και τα μάτια της αυτόματα άνοιξαν και με κοίταξαν με τέτοια τρυφερότητα που μου έκανε την καρδιά μου χίλια κομμάτια... «Και σ’ αγαπάω τόσο πολύ που όλα τα μέσα μου ουρλιάζουν σε τέτοιο βαθμό που αν με σκοτώσεις αυτήν την στιγμή, θα μπορούσα να το δω μόνο σαν ευλογία» της είπα όσα με βάραιναν και τα δάχτυλά της πλαισίωσαν το πρόσωπο μου και με τους αντίχειρες της άρχισε να μου χαϊδεύει απαλά τις σακούλες των ταλαιπωρημένων μου ματιών από την αϋπνία.

Είχα χάσει πια τον ύπνο μου, είχα χάσει το μυαλό μου, αλλά το μόνο που με ένοιαζε ήταν ότι εκείνη ήταν αυτήν την στιγμή εδώ και αν χρειαζόταν να το ξαναπεράσω μόνο και μόνο για να μπορέσω να την έχω ξανά στην αγκαλιά μου, θα το έκανα ξανά και ξανά αδιαμαρτύρητα όσες φορές και να χρειαζόταν.

Κόλλησε τα χείλια της πάνω στα δικά μου χωρίς να πει τίποτα άλλο, το φιλί της τρυφερό, λυτρωτικό, γεμάτο συμπόνια, αγάπη και κατανόηση... Ήξερα ότι ένιωθε το ίδιο, όπως ήξερα ότι αδυνατούσε να το παραδεχτεί γιατί σε λίγο θα πάλευε για να το αναιρέσει γιατί αυτό θα έπρεπε να κάνει για να μπορέσει να φυλάξει καλά το μυστικό της, όμως δεν με ένοιαζε που δεν το έλεγε, γιατί ήξερα ότι αυτό το φιλί μου το επιβεβαίωνε περίτρανα.

«Πες το μου πάλι» παρακάλεσε με ένα παράπονο και ένιωσα ξαφνικά σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω, σαν να ήμασταν και πάλι σε εκείνο το ξενοδοχείο όπου της το είχα πρώτο πει.

«Σ’ αγαπώ Μπέλλα... Σ’ αγαπώ τόσο πολύ που πονάω» της είπα όπως της είχα πει και τότε και σαν να ζούσα το όνειρο μου από την αρχή, εκείνη έπεσε απάνω μου με ορμή και με κατέκτησε με όλο της το είναι... Πόσο ηλίθιος ήμουν τότε που δεν μπορούσα να το δω όπως και τώρα, πόσο ηλίθιος ήμουν να μην καταλάβω ότι τα λόγια της δεν χρειαζόταν για να μου αποδείξει ότι το ίδιο ακριβώς ίσχυε και για εκείνην.

«Σε προειδοποιώ, θα είναι γρήγορο» της είπα καθώς το κορμί μου πήρε ξανά φωτιά και εκείνη αγκομαχώντας, κρατώντας με από το μαλλί, με τράβηξε απόλυτα απάνω της ενώ τέντωνε το κορμί της και αυτόματα τα χείλια μου βρέθηκαν απάνω στο καυτό της στηθάκι και αρπάζοντας την ρωγίτσα της, εκείνη φώναξε δυνατά όλο της το πάθος.

«Αρκεί να υπάρχει και συνέχεια» ανταπέδωσε με κόπο καθώς βογκούσε ακολουθώντας τον ρυθμό μου κάνοντας με να χάσω και το λίγο μυαλό που μου είχε απομείνει.

«Ωωω μωρό μου, σου το ορκίζομαι ότι όταν τελειώσω μαζί σου, θα χρειαστείς κάποιον να σε κουβαλήσει για να βγεις από αυτό το δωμάτιο» την απείλησα και αυτό την εξίταρε περισσότερο.


Μετά από... οκ ο χρόνος έπαψε πια να υπάρχει... παραμένοντας ανάμεσα στα πόδια της, άφησα το σώμα μου να ακουμπήσει απαλά πάνω στο δικό της ασθμαίνοντας... Με το κεφάλι μου πάνω στο στερνό της, έμεινα για λίγο στην σιωπή να αφομοιώνω όλα τα συναισθήματα που είχα εισπράξει μέσα από αυτήν την μοναδική επαφή, με την απόλυτη ολοκλήρωση να μου δίνει δύναμη για να συνεχίσω τον αρχικό μου στόχο.

«Οκ... τώρα σίγουρα θα χρειαστώ κάποιον να με μεταφέρει στο δωμάτιο μου» είπε πειραχτικά και γέλασα τραντάζοντας τα κορμιά μας και εκείνη με μιμήθηκε.

«Αποστολή εξετελέσθη... Τώρα μπορώ να σε φορτώσω στην πλάτη μου και να αρχίσω να τρέχω μακριά για να σε πάρω από εδώ» την πείραξα και εκείνη αμέσως τσιτώθηκε και πήγε να φέρει αντίρρηση αλλά δεν την άφησα να πει κάτι ώστε να χαλάσει αυτήν την απίστευτη ατμόσφαιρα που υπήρχε μέχρι στιγμή μεταξύ μας.

«Άλλαξες πάρα πολύ» είπα με βαθιά φωνή καθώς βάζοντας το αριστερό μου αγκώνα να ακουμπήσει δίπλα από το σώμα της άφησα το κεφάλι μου να ξεκουραστεί πάνω στην παλάμη μου ώστε να την κοιτώ, ενώ το χέρι μου αχόρταγα, εξερευνούσε για άλλη μια φορά το κορμί της θέλοντας με αυτήν την κίνηση να επιβεβαιώσει ότι είναι πράγματι εδώ, ότι δεν είναι απλά μια παραίσθηση που σε λίγο θα σβήσει.

«Το ίδιο τολμώ να πω και για σένα» ανταπέδωσε ενώ αμέσως χαλάρωσε κάτω από το άγγιγμα και την τρυφερή ματιά μου, που της δήλωναν ότι δεν είχα σκοπό να χαλάσω αυτήν την υπέροχη βραδιά.

«Μόνο για σένα... Για τους άλλους παραμένω το ίδιο, μην έχεις αυταπάτες... Δεν άλλαξε τίποτα...» της είπα και χαμογέλασε απαλά... «Αλλά εσύ...»

«Τι εγώ;» ρώτησε και το βλέμμα μου άρχισε να την απορροφά σαν να ήταν η τελευταία φορά που την αντίκριζε.

«Τα μαλλιά σου...»

«Τα έκοψα...» είπε αυτόματα ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους της... «Με τις περούκες έλυσα το πρόβλημα του στεγνώματος»

«Το δάκρυ που πέταξες και το αντικατέστησες με αυτό το μικρό δάκρυ στον αφαλό σου...» συνέχισα ενώ ταυτόχρονα το έπιασα απαλά και εκείνη αναρίγησε.

«Είναι πιο βολικό, μπορώ να το κρύβω κάτω από τα ρούχα... Και δεν το πέταξα αλλά το χάρισα» είπε πάλι αυτόματα, κάνοντας με να καταλάβω ότι είχε προβάρει άπειρες φορές αυτές τις ατάκες περιμένοντας κάποια στιγμή να της πει όταν θα έρθει η ώρα... Ήταν άθλια ψεύτρα, όλα αυτά σήμαιναν περισσότερα για εκείνην αλλά δεν ήθελε να πει την αλήθεια γιατί κάτι θα πρόδιδε αν θα το έκανε.

«Το ταττου...» συνέχισα απτόητος γεμάτος περιέργεια για τις αντιδράσεις της ενώ ταυτόχρονα τα ακροδάχτυλα μου πέρναγαν πάνω από το σχήμα του ενός τριαντάφυλλου... Δεν απάντησε αμέσως, προσπάθησε πολύ σκληρά να μην αντιδράσει σε αυτό το άγγιγμα αλλά δεν με ξεγελούσε, την ενοχλούσε που το ακουμπούσα... Κλέβοντας την ευκαιρία, θέλοντας να την προκαλέσω περισσότερο κατέβηκα πιο χαμηλά και χωρίς να σταματώ να το αγγίζω με τα δάχτυλα μου ακολουθώντας το περίγραμμα των κλαδιών για να φτάσω στο κεντρικό τριαντάφυλλο προσπάθησα να το φιλήσω αλλά εκείνη με σταμάτησε πριν τα χείλια μου ακουμπήσουν πάνω στην επιδερμίδα της.

«Εγώ δεν θα το έκανα στην θέση σου...» προειδοποίησε και σηκώνοντας την ματιά μου στην δική της, με κοίταξε ψυχρά παγωμένη.

«Και γιατί όχι;» ρώτησα όλο περιέργεια ενώ την φίλαγα πάνω στην κοιλιά της παντού εκτός από το σημείο που ήταν το ταττού.

«Γιατί τα αγκάθια του είναι δηλητηριώδες» είπε και άφησα ένα χαμόγελο να μου ξεφύγει.

«Θα το διακινδυνεύσω» της απάντησα και πριν προλάβω να την φιλήσω ακριβώς πάνω στο άσπρο της τριαντάφυλλο, εκείνη απομάκρυνε το σώμα της από το δικό μου και μόλις ανακάθισε στο στρώμα, ανασήκωσε το μαξιλάρι και βόλεψε την πλάτη της καλύτερα πάνω στο κεφαλάρι του κρεβατιού ενώ τεντώνοντας το χέρι της, πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο της που το είχε αφήσει εκεί πριν έρθει να με βρει στο μπάνιο και το άναψε.

«Πολύ κακιά συνήθεια...» την επέπληξα ενώ έφερνα το σώμα μου πιο κοντά στο δικό της παίρνοντας ξανά την προηγούμενη μου στάση.

«Δεν είμαι πια κάτω από τις διαταγές σου, οπότε ξεπέρασε το» είπε ψυχρά και αναστέναξα... Μάλιστα, ότι απολαύσαμε, απολαύσαμε, ως εδώ ήταν... Τώρα αρχίζει το θέατρο του παραλόγου.

«Γιατί σε ενοχλεί να το αγγίζω;» την ρώτησα απροκάλυπτα και εκείνη φυσώντας τον καπνό ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.

«Απλός δεν μου αρέσει» είπε απλά δηλώνοντας ότι δεν είχε σκοπό να το αναλύσει περισσότερο και προς το παρόν το άφησα στην άκρη.

«Πράγματι έχεις αλλάξει πάρα πολύ...» συνέχισα και εκείνη πήρε μια βαθιά αναπνοή αλλά δεν το σχολίασε... «Τολμώ να πω περισσότερο εσωτερικά παρά εξωτερικά...» συνέχιζε να καπνίζει το τσιγάρο της χωρίς να ανταποκρίνεται, περιμένοντας να συνεχίσω... Ήξερα ότι δεν είχα πολύ χρόνο στην διάθεση μου, αργά ή γρήγορα θα έκανε την κίνηση να φύγει, έπρεπε να πιαστώ από κάπου για να την κρατήσω περισσότερο... «Είσαι πιο ώριμη, πιο αέρινη, πιο εκθαμβωτική, πιο σέξι από ποτέ, πιο δυναμική, πιο σίγουρη για τον εαυτό σου...» και η λίστα δεν τελείωνε αλλά εκείνη δεν είχε κουράγιο να τα ακούσει.

«Δεν βλέπω να σε χαλάσανε και τόσο» σχολίασε με έναν περίεργο προβληματισμό που δεν μου πρόδιδε ποιος ήταν αυτός.

«Να με χαλάσουν;... Δεν φαντάζεσαι πόσο υπερήφανος είμαι για σένα, μέσα σε λίγο χρόνο κατάφερες να βγάλεις όλα όσα έκρυβες μέσα σου...» είπα και πριν συνεχίσω εκείνη με διέκοψε.

«Και έχασα κάποια άλλα που εσύ πάσχιζες με νύχια και με δόντια να τα διατηρήσεις απάνω μου» είπε κάπως ειρωνικά αλλά εννοώντας το.

«Δεν χάθηκαν Μπέλλα, εσύ τα χαντακώνεις γιατί πιστεύεις ότι δεν υπάρχουν πια... Εμένα όμως δεν με ξεγελάς» της δήλωσα και το σκέφτηκε για λίγο ενώ κοίταζε μακριά... Ο χρόνος μου είχε τελειώσει δεν μου έμενε άλλο από το να μπω στο ψητό και ότι γινόταν.

«Με τι σε εκβιάζει Μπέλλα:» της είπα και αυτόματα γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου ζαρώνοντας τα φρύδια της... «Ξέρω ότι είναι ο Χάντερ πίσω από όλα αυτά, δεν χρειάζομαι την επιβεβαίωση σου γι αυτό... το μόνο που χρειάζοται να ξέρω είναι αν μαζί με εκείνον, θα πάρω και κανέναν άλλον την στιγμή που θα τον τεμαχίζω» της είπα σοβαρά και τότε όλο το αίμα από το πρόσωπο της στράγγιξε και με κοίταξε παγωμένα... Μια εσωτερική διαμάχη μαίνονταν μέσα στο μυαλό της αλλά ακόμα και τώρα, το έβλεπα στο βλέμμα της, δεν ήταν διατεθειμένη να μου αποκαλύψει τίποτα... «Με τι σε εκβιάζει Μπέλλα;... Υπάρχει κανείς από πίσω που θα χάσει την ζωή του, την στιγμή που θα τον κάνω κομμάτια;» την ρώτησα ξανά και τότε το σώμα της βρέθηκε σε εγρήγορση... Πετώντας το τσιγάρο μέσα στο τασάκι άγαρμπα, έπιασε το σαγόνι μου με δύναμη και γέρνοντας προς το μέρος μου με κοίταξε με την πιο σκληρή της ματιά και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Σήκω και φύγε από εδώ πριν να είναι αργά... Το μόνο άτομο που μπορείς να σώσεις εδώ μέσα είναι τον ίδιο σου τον εαυτό... Ότι σου είπα πριν στο εστιατόριο ισχύει... Δεν είμαι διατεθειμένη να καταστρέψω ότι έχω κάνει μέχρι τώρα, για κανέναν και για τίποτα...»

«Επειδή το γουστάρεις...» ειρωνεύτηκα διακόπτοντας την αλλά εκείνη συνέχισε σαν να μην την είχα διακόψει ποτέ.

«Αν προσπαθήσεις να μπεις εμπόδιο στην δουλειά μου, στην ζωή μου ή στην ζωή του, θα με βρεις μπροστά σου και αυτήν την φορά δεν θα έχεις να αντιμετωπίσεις κανένα κοριτσάκι που παίζει με ηλεκτρονικά, έγινα κατανοητή;» είπε και περίμενε την ανταπόκριση μου.

«Τότε γιατί είσαι εδώ Μπέλλα... Αν δεν με ήθελες στην ζωή σου, γιατί ήρθες;» την ρώτησα και πιέζοντας για λίγο τα δόντια της χωρίς να τα τρίξει, άφησε το σαγόνι μου και έκανε πιο πίσω το σώμα της σε μια προσπάθεια να ξεκολλήσει από πάνω μου.

«Ήθελα να σου δώσω ένα αποχαιρετιστήριο δώρο μιας και που είναι η τελευταία φορά που σε βλέπω» μου είπε με ένα τελείως κυνικό τρόπο σαν να προσπαθούσε να με προσβάλει, ναι και τώρα σε πίστεψα.

«Είσαι αισχρή ψεύτρα και ξέρεις ότι τα παραμυθάκια σου δεν περνάνε σε μένα» της δήλωσα και περνώντας το πόδι της πάνω από το σώμα μου έκανε την κίνηση να φύγει, δεν την σταμάτησα.

«Πίστεψε ότι θες... Αν βρεθείς όμως με μια σφαίρα από τα δικά μου χέρια, μην πεις μετά ότι δεν σε προειδοποίησα» είπε ψυχρά καθώς άρχισε να ντύνεται και γυρίζοντας το σώμα μου προς το μέρος της ανακάθισα στο κρεβάτι και την κοίταζα χωρίς να μιλάω, περίμενα μέχρι να κάνει την κίνηση να ανοίξει το παράθυρο για να φύγει.

«Πριν φύγεις, θα μπορούσα να μάθω που χάρισες το περιδέραιο που σου είχα χαρίσει;» την ρώτησα την στιγμή που έφτασε κοντά στο παράθυρο και γύρισε αυτόματα προς την μεριά μου.

«Γιατί έχει τόση σημασία για σένα;» ρώτησε ζαρώνοντας τα φρύδια της.

«Απλή περιέργεια...» είπα ειρωνικά αλλά δεν την ξεγέλασα, αυτό ακριβώς ήθελα και εγώ.

«Σε ένα κοριτσάκι...» είπε αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους της λες και ήταν κάτι το φυσικό και αυτό με προβλημάτισε περισσότερο, αλλά προσπαθώντας να πάρω όσα περισσότερα μπορούσα το άφησα στην άκρη του μυαλού μου να το επεξεργαστώ αργότερα... «Τώρα σου λύθηκε η απορία;» ρώτησε πίσω ειρωνικά και χαμογέλασα με ένα ειρωνικό γελάκι και εκείνη έκανε την κίνηση να φύγει ξανά αλλά για άλλη μια φορά την σταμάτησα.

«Πριν φύγεις, πιστεύω ότι θα ήθελες να ξέρεις...» ξεκίνησα το παιχνίδι και εκείνη αυτόματα γύρισε ξανά προς το μέρος μου με απορία.

«Τι πράγμα;» ρώτησε αδιάφορα αλλά δεν με ξεγέλασε, η καρδιά της σίγουρα αυτή την στιγμή θα κόντευε να σπάσει.

«Ότι ούτε και εγώ είμαι διατεθειμένος να τα παρατήσω...»

«Έντουαρτ...»

«Δεν πιστεύω λέξη από όσα λες... Ξέρω τον Χάντερ περισσότερο από όσο εσύ τον γνωρίζεις και ξέρω ότι σε κρατάει με κάτι... Δεν έχω καταλάβει ακόμα με τι, αλλά θα το μάθω...Αργά ή γρήγορα θα το μάθω...»

«Μην προσπαθήσεις...»

«Όπως και να έχει, είναι νεκρός και αυτήν την φορά δεν υπάρχει κανείς που μπορεί να με εμποδίσει, ούτε καν εσύ Μπέλλα... Περίμενα χρόνια αυτήν την ευκαιρία και δεν πρόκειται να την χάσω μέσα από τα χέρια μου... Έκλεψε την ζωή μου, τώρα κλέβει και την μοναδική γυναίκα που αγάπησα ποτέ και πιστεύεις ότι πρόκειται να τον αφήσω να το κάνει;... Όχι δεν πρόκειται να τον αφήσω να το κάνει Μπέλλα, εγώ είμαι ξοφλημένος, εσύ όμως όχι και δεν υπάρχει περίπτωση να τους αφήσω να σε κάνουν σαν τα μούτρα τους, με οποιοδήποτε κόστος... Όταν ήρθα ήμουν διατεθειμένος να σε αφήσω να διαλέξεις εσύ την μοίρα σου, αλλά αν δεν μου δώσεις το περιθώριο, θα το κάνω πάλι εγώ για σένα και ας με μισήσεις» της δήλωσα και με δύο δρασκελιές ήρθε μπροστά μου και με έπιασε από τον λαιμό αναγκάζοντας με να την κοιτάξω, δεν της έφερα αντίσταση.

«Σήκω και φύγε από την ζωή μου, πριν ενεργοποιήσεις τα χέρια μου... Αν νομίζεις ότι δειλιάζω να το κάνω, δοκίμασε με»

«Τότε κάντο, γιατί αν δεν το κάνεις τώρα, τότε δεν νομίζω ότι θα έχεις άλλη ευκαιρία» της είπα και για λίγο προβληματίστηκε... «Δεν είμαι εγώ ο εχθρός σου Μπέλλα, άφησε με να σε βοηθήσω» έκανα μια απελπισμένη προσπάθεια και έκανε πιο πίσω απελευθερώνοντας με.

«Μην σε ξαναδώ μπροστά μου, γιατί θα είναι και η τελευταία» είπε μόνο σαν απάντηση και μεγάλα βήματα έφυγε από το δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA