Ετικέτες

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Haunted Love "78. Εγώ Σ' αγάπησα εδώ"


 Η ώρα είχε έρθει και εγώ δεν ήξερα πως να καταλαγιάσω την νευρικότητα μου... Φυσικά ο Τζέικομπ είχε φροντίσει για τα πάντα... για τα ρούχα, τα μαλλιά, το μακιγιάζ... σε χρόνο ντε τε... Είχαμε πάει στο σπίτι του πατέρα του από νωρίς και όλοι με είχαν υποδέχτηκαν ζεστά... ιδίως η μητέρα του που είχε το πιο γλυκό χαμόγελο που είχα δει ποτέ μου, τόσο ίδιο με εκείνο που είχα πρωτοδεί στο πρόσωπο του Τζέικομπ... της έμοιαζε πάρα πολύ... αλλά και ο πατέρας του, αν και αυστηρός, δεν πήγε πίσω... μας άνοιξε το σπίτι του στην κυριολεξία.

Πριν φτάσουν οι καλεσμένοι, ο Τζέικομπ ήθελε να μου δείξει το παλιό του δωμάτιο... Άλλο που δεν ήθελα και εγώ, τον ακολούθησα με περίσσιο ενθουσιασμό, ελπίζοντας να τον καταφέρω να μου πει ποιο θα ήταν το δωμάτιο του πατέρα του, μιας και ήξερα ότι σε λίγες ώρες, μέσα σε αυτό το δωμάτιο, σε λίγο θα ήταν εκείνος μέσα. Ελπίζω να καταφέρω να βρω τρόπο να τον δω μόνο του... Δεν ξέρω πως, αλλά θα κάνω τα πάντα για να συμβεί... σκέφτηκα με πείσμα μέσα μου και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ακολούθησα τον Τζέικομπ στον επάνω όροφο που βρισκόντουσαν τα δωμάτια τους.

«Έχουνε πάρα πολλά δωμάτια...» σχολίασα μόλις βρεθήκαμε στον διάδρομο και ο Τζέικομπ μου χαμογέλασε... «Τα χρησιμοποιούν όλα αυτά;» ρώτησα με ελπίδα να καταφέρω να του αποσπάσω πληροφορίες.

«Όχι όλα... όσο εγώ και ο αδελφός μου ζούσαμε μαζί τους, χρησιμοποιούσαμε τα 4 από όσα βλέπεις... τώρα χρησιμοποιούνται μόνο τα δύο» είπε και γύρισα προς το μέρος του με περιέργεια.

«Εκτός από τους γονείς σου, μένεις και κανένας άλλος εδώ;» τον ρώτησα με περιέργεια και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά.

«Οι γονείς μου κοιμούνται, χρόνια τώρα, ξεχωριστά» διευκρίνισε και τον κοίταξε έκπληκτη.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο;» είπα ειλικρινά και ο Τζέικομπ σταματώντας για λίγο, γύρισε προς την μεριά μου και μου χάιδεψε απαλά το μάγουλο μου.

«Αθώα μου Μπέλλα... Οι γονείς μου ζουν, πως να το πω, συμβατικά»

«Αλήθεια;... Εγώ έτσι όπως τους είδα, νόμιζα ότι ήταν πολύ ευτυχισμένοι»

«Ναι για τα μάτια του κόσμου» είπε κυνικά και γυρίζοντας, άρχισε να προχωράει πάλι προς το τέλος του διαδρόμου.

«Και οι κρεβατοκάμαρες τους είναι δίπλα, δίπλα;» προσπάθησα πάλι ελπίζοντας να μην το είχα παρακάνει.

«Όχι... αυτό...» είπε καθώς έδειχνε μια πόρτα, την 3η στα δεξιά από την σκάλα... «Είναι το δωμάτιο της μητέρας μου και αυτό...» έδειξε το 5ο δωμάτιο από τα αριστερά... «Είναι του πατέρα μου» είπε και η καρδιά μου πιάστηκε στην μέση αλλά προσπάθησα με νύχια και με δόντια να καταπνίξω τα συναισθήματα μου ώστε να μην προδοθώ... «Και αυτό είναι το δωμάτιο μου» ανακοίνωσε αλλά το μυαλό μου είχε σταματήσει στο δωμάτιο που σε λίγη ώρα θα ήταν εκείνος μέσα και δεν πρόσεξα σε πιο δωμάτιο με είχε βάλει... «Πως σου φαίνεται;» ρώτησε και από ευγένεια κοίταξα για λίγο γύρω μου, με την ανάσα μου να μετράει χιλιόμετρα.

«Απλό και όμορφο... σαν και εσένα» του είπα ειλικρινά και εκείνος χαμογελώντας μου, ήρθε διστακτικά κοντά μου και έβαλε τα χέρια του να ακουμπήσουν πάνω στους ώμους μου... ήμουν τόσο ταραγμένη που η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.

«Είσαι κουρασμένη;» ρώτησε και κατένευσα πριν το καταλάβω... Το χαμόγελο του αμέσως έγινε συγκαταβατικό... «Θες να σε αφήσω να ξεκουραστείς για λίγο;... Αν αρχίσουν να έρχονται οι καλεσμένοι, θα έρθω να σε πάρω να κατέβουμε μαζί» μου είπε και δεν ήθελα τίποτα περισσότερο από αυτό.

«Σε ευχαριστώ» του είπα με βαθιά φωνή και εκείνος σκύβοντας προς το μέρος μου, άφησε ένα απαλό φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου, μου χαμογέλασε ζεστά και εξαφανίστηκε.


Τι κάνω εδώ;... Γιατί ήρθα;... Πως θα καταφέρω να του μιλήσω;... Χριστέ μου δώσε μου δύναμη... έλεγα μέσα μου και έκατσα στο κρεβάτι του για λίγο πριν σωριαστώ κάτω... Τα πόδια μου δεν με βαστούσαν άλλο... Τι θα του πω;... Πως θα δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα... και το μωρό;... Τι θα κάνω θεέ μου, δεν μπορώ χωρίς εκείνον και αν εκείνος με δεχτεί πίσω;... Ξέρω ότι θα θυμώσει πάρα πολύ... αλλά δεν μπορώ κιόλας να μην προσπαθήσω... Δεν μπορώ.

Δεν είχα ιδέα πόση ώρα είχε περάσει... στεκόμουν στο ίδιο σημείο με το μυαλό μου σε εκείνον, μέχρι που η πόρτα χτύπησε και πετάχτηκα απάνω σαν ελατήριο.

«Μπέλλα, να περάσω;» άκουσα την φωνή του Τζέικομπ και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Ναι» απάντησα και έμεινα στην θέση μου μέχρι που η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Τζέικομπ.

«Είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία και πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα... Δεν είπε τίποτα άλλο, ήρθε δίπλα μου, πήρε το χέρι μου μέσα στα δύο δικά του και αφού πρώτα το φίλησε ευλαβικά, το πέρασε κάτω από τον αγκώνα του και με οδήγησε στον κάτω όροφο.

Ο κόσμος πήγαινε και ερχόταν μέσα στο τεράστιο σαλόνι... τους περισσότερους μου τους είχαν κιόλας συστήσει αλλά εγώ δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε κανέναν τους... Τα μάτια μου έψαχναν μόνο εκείνον και όσο δεν τον έβλεπα τόσο απελπιζόμουν... μέχρι που έκανε την εμφάνιση του, με συνοδό, μια δίμετρη ξανθιά που μόλις ήρθε δίπλα μου ένιωσα μπροστά της σαν μυρμήγκι... ένα τίποτα.... ένα μηδενικό που έκανε την καρδιά μου να σταματήσει.

«Μπέλλα μου, να σου συστήσω έναν παλιό φίλο του πατέρα μου, Έντουαρτ Κάλλεν» μου είπε ο Τζέικομπ και το χέρι μου απρόθυμα σηκώθηκε για χειραψία.

«Χαίρω πολύ κύριε Κάλλεν» είπα με όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει.

«Και εγώ δεσποινίς;» είπε ψυχρά με υπεροψία.

«Σουάν... Ιζαμπέλλα Σουάν» του είπα και εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια του με μια κοροϊδευτική γκριμάτσα.

«Ξέρετε αυτό μοιάζει πολύ με το... Μποντ... Τζέημς Μποντ» είπε την πρώτη ατάκα που του είχα πει εγώ και ένιωσα σαν μόλις κάποιος να μου είχε δώσει μια μπουνιά στο στομάχι και ξέπνοη τράβηξα το χέρι μου από το δικό του ενώ προσπάθησα με νύχια και με δόντια να καταπνίξω τα δάκρυα μου που ένιωθα ότι έρχονται με ορμή... Όχι δεν θα του έκανα την χάρη να με ρεζιλέψει.

«Συγνώμη παράληψης μου... Να σας συστήσω την υπέροχη σύντροφο μου... Νατάσα Μέλοβιτς» συνέχισε εκείνος.

«Μέλοβιτς;» ρώτησε ο Τζέικομπ και εκείνος άρχισε να λέει διάφορα αλλά τ’ αυτιά μου είχαν πλέον σταματήσει να ακούνε το οτιδήποτε... Όλα τα μέλη του σώματος μου είχαν αρχίσει να παραλύουν και ένιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή ακόμα και τα γόνατα μου θα με πρόδιδαν αλλά ήμουν πολύ πεισματάρα ώστε να τους κάνω την χάρη... Παρέμεινα σταθερή, παγερά αδιάφορη και ψυχρή, στο ύψος μου και μόλις τους είδα να με χαιρετούν με μια κίνηση του κεφαλιού τους, τους μιμήθηκα και εγώ μηχανικά... Δεν είχα ιδέα αν με ρώτησαν κάτι ή μου είπαν κάτι που εγώ έπρεπε να απαντήσω... Επικεντρώθηκα μόνο στο παραμείνω σαν άγαλμα όρθια και τα είχα καταφέρει... αλλά μόλις τον είδα να απομακρύνεται από κοντά μου... ένιωσα να παίρνει μαζί του και τον αέρα που ανέπνεα... την ίδια μου την καρδιά, ακόμα και την ψυχή μου και μόλις τον έχασα από το οπτικό μου πεδίο, τελικά κατέρρευσα.

Ο Τζέικομπ που ήταν δίπλα μου με συγκράτησε πριν σωριαστώ και πριν νιώσω της δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν τελείως, τον άκουσα να μου λέει ότι θα με πάει στο δωμάτιο του.

Όταν τα μάτια μου άνοιξαν, ήταν το απόλυτο σκοτάδι... Ο Τζέικομπ ήταν εκεί και μόλις είδε να μετακινούμε, έτρεξε κοντά μου.

«Μπέλλα είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Με τρόμαξες» τον κατηγόρησα και εκείνος άνοιξε το πορτατίφ που ήταν δίπλα μου... Αυτόματα έκλεισα τα μάτια μου για να τα προστατέψω.

«Συγνώμη δεν ήθελα να σε τρομάξω... Είσαι καλά;» ρώτησε ξανά και κοιτάζοντας γύρω μου... αναγνώρισα το δωμάτιο του.

«Τι συνέβη;» ρώτησα. Πραγματικά τα είχα χαμένα... ένιωθα σαν να μην είχα βγει ποτέ από αυτό το δωμάτιο... από την στιγμή που μπήκαμε και μέχρι τώρα. Δεν θυμόμουν τίποτα στο ενδιάμεσο.

«Δεν θυμάσαι;» ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά... «Μετά που σε σύστησα στον κύριο Κάλλεν και την συνοδό του, λιποθύμησες» στο όνομα Κάλλεν, το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές... Δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο.

«Τώρα είμαι καλά» είπα και προσπάθησα να αποφύγω οποιαδήποτε άλλη συζήτηση που θα περιέκλειε το όνομα του... Ήμουν ακόμα πολύ αδύναμη για να μπορέσω να συγκρατήσω τα συναισθήματα μου γι αυτόν τον άνθρωπο μέσα μου ώστε να μην προδοθώ μπροστά στον Τζέικομπ.

«Σίγουρα;» ρώτησε πάλι και με την βοήθεια του ανακάθισα πάνω στο κρεβάτι.

«Σίγουρα» είπα με σταθερή φωνή και τον κοίταξα με αυτοπεποίθηση... «Πήγαινε κάτω και σε λίγο θα κατέβω και εγώ» του υποσχέθηκα και εκείνος αμέσως πήγε να φέρει αντίρρηση... «Σε παρακαλώ Τζέικομπ... θέλω λίγο χρόνο να συνέλθω... Είμαι καλά... Σου υπόσχομαι ότι δεν θα αργήσω» του είπα με περισσότερη πειθώ και εκείνος τελικά υποχώρησε.

«Όπως νομίζεις... αν χρειαστείς κάτι»

«Θα είμαι καλά... μην ανησυχείς για μένα» τον παρακάλεσα και εκείνος ξεφύσησε... Πήγε να συμπληρώσει κάτι ακόμα αλλά τελικά το κατέπνιξε και ρίχνοντας μου, μια τελευταία εξονυχιστική ματιά, τελικά με άφησε μόνη μου.

Άφησα να περάσουν λίγα λεπτά... και κλείνοντας το φως, πήγα μέχρι την πόρτα με τις μύτες τον ποδιών μου... Αφουγκράστηκα τον διάδρομο και αφού δεν άκουσα βήματα, πήρα την απόφαση και άνοιξα την πόρτα αθόρυβα... Μέσα από μια μικρή χαραμάδα κοίταξα να επιβεβαιώσω ότι δεν ήταν κανείς γύρω, και μόλις το επιβεβαίωσα, άνοιξα την πόρτα περισσότερο και βγαίνοντας στον διάδρομο, όπως ήμουν ξυπόλητη... έκλεισα την πόρτα, πίσω μου αθόρυβα και έτρεξα μέχρι την πόρτα που μου είχε υποδείξει ο Τζέικομπ ότι ήταν η πόρτα του πατέρα του... 

Κοίταξα την χαραμάδα στο πάτωμα αλλά δεν φαινόταν το φως να είναι ανοιχτό... έστησα αυτί και πάλι δεν άκουσα τίποτα από μέσα... Απογοητευμένη που εκείνος δεν ήταν μέσα, με βαριά βήματα γύρισα το προς την μεριά που είχα έρθει και πριν, αλλά πριν απομακρυνθώ, άκουσα ένα κινητό να χτυπάει από πολύ κοντά... Δεν μπορούσα να προδοθώ... έπρεπε να κρυφτώ μέχρι να φύγει όποιος και να ήταν στο πάνω όροφο και μετά να γυρίσω στο δωμάτιο του Τζέικομπ, που παρεμπιπτόντως είχα ξεχάσει πιο ήταν.

Με γρήγορα βήματα, πήγα στην διπλανή πόρτα από αυτήν που ήταν το δωμάτιο του πατέρα του Τζέικομπ και για καλή μου τύχη η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη... Την άνοιξα και μόλις μπήκα, την έκλεισα γρήγορα και αθόρυβα, ελπίζοντας όποιος ανέβαινε να μην με είχε δει... Έστησα αυτί και μόλις άκουσα τα βήματα να πλησιάζουν προς την πόρτα μου... αυτόματα, έτρεξα προς το εσωτερικό της κρεβατοκάμαρας κοιτώντας γύρω μου... Μόλις είδα το χερούλι της πόρτας να γυρίζει, η ανάσα μου κόπηκε στην μέση... δεν σκέφτηκα απλά έπραξα... μέσα στο μισοσκόταδο... γύρισα το πρώτο χερούλι που βρέθηκε στο χέρι μου και μόλις άνοιξα την πόρτα, μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου αθόρυβα... ελπίζοντας και πάλι, όποιος και να ήταν αυτός που για κακή μου τύχη, ακολουθούσε τα βήματα μου, να μην με είχε πάρει είδηση.

«Είμαι στο διπλανό δωμάτιο από του Μπλακ......» τον άκουσα να λέει... «Ναι ο άλλος είναι μέσα, τον είδα που ανέβηκε........ Μην ανησυχείς, θα είναι η τελευταία του........ Θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις το περιστέρι χάσει τα φτερά του» είπε και έκλεισα το στόμα μου πριν ουρλιάξω... Εννοεί τον Έντουαρτ;... Αυτόν έχει βάλει στο μάτι;... Και εγώ τώρα τι πρέπει να κάνω;

Έστησα αυτί... Τον άκουσα να ανοίγει το παράθυρο... Κοίταξα γύρω μου... Από το λιγοστό φως που έμπαινε από το παράθυρο, κατάλαβα ότι για καλή μου τύχη, ήμουν μέσα στην τουαλέτα του δωματίου... Το μυαλό μου άρχισε να σκανάρει τα αντικείμενα με την ταχύτητα του φωτός... Η ματιά μου έπεσα πάνω στο γυάλινο μπουκάλι που περιέχει το υγρό σαπούνι... Δεν το σκέφτηκα περισσότερο... Το πήρα στα χέρια μου και ανοίγοντας την πόρτα απότομα, μόλις εκείνος γύρισε απότομα προς το μέρος μου ξαφνιασμένος... αμέσως του το πέταξα στο κεφάλι και εκείνος για λίγο ζαλίστηκε αλλά δεν ήταν αρκετό... Είδα το μπιστόλι του... πριν προλάβει να βρει την ισορροπία του... έτρεξα κοντά του... το πήρα από τα χέρια του ενώ ταυτόχρονα του έδωσα μια κλωτσιά για να τον απομακρύνω από κοντά μου και γυρίζοντας, με το πίσω μέρος του όπλου του, τον χτύπησα για άλλη μια φορά στο κεφάλι και εκείνος έπεσε αναίσθητος.

Για λίγο έμεινα να το κοιτώ αποσβολωμένη... Από την μια ήθελα να ουρλιάξω, από την άλλη να πάω να προειδοποιήσω τον Έντουαρτ... Υπερίσχυσε το δεύτερο και χωρίς να το σκεφτώ... βγήκα από το παράθυρο και πιάνοντας το πεζούλι... έβαλα τα πόδια μου πάνω στο τοιχάκι και άρχισα να πηγαίνω προς το παράθυρο του... Τι ηλίθια που είμαι;... Πως μου ήρθε να κάνω κάτι τέτοιο;

Μια κίνηση από κάτω με έκανε να χάσω την αυτοσυγκέντρωση μου και το πόδι μου γλίστρησε.

«ΑΑΑΑΑΑ» φώναξα και πιάστηκα από τον τοίχο ενώ έκλεινα τα μάτια μου τρέμοντας καθώς η υψοφοβία μου για άλλη μια φορά με είχε προδώσει και με έκανε ανίκανη να σκεφτώ λογικά... Η φωνή του Έντουαρτ ήρθε σωτήρια να με κάνει να βρω το τελευταίο λιθαράκι της ψυχραιμίας που μου είχε απομείνει ώστε να κρατηθώ λίγο περισσότερο.

«Είσαι τελείως ηλίθια;... Τι κάνεις εκεί;» ψιθύρισε και η ανάσα μου χάθηκε.

«Σε παρακαλώ Έντουαρτ...» κλαψούρισα... «Τα χέρια μου δεν κρατάνε άλλο» συνέχισα ενώ άκουσα ένα κλαψούρισμα να έρχεται από μακριά και για λίγο ένιωσα ότι μάλλον αυτός θα πρέπει να ήταν ο Φλικ.

«Μην κουνηθείς» απείλησε και ένιωσα να μετακινείτε.

Με κομμένη την ανάσα... έκανα ότι μου είπε και μόλις ένιωσα τα χέρια του πάνω στο κορμί μου... πήρα τέτοια δύναμη που αυτήν την στιγμή θα μπορούσα να αντέξω τα πάντα... Δεν με ένοιαζε τι είχε προηγηθεί... Δεν με ένοιαζε αν είχα εκτεθεί... ή αν διακινδυνευόταν η ζωή μου... αυτό που με ένοιαζε ήταν ότι εκείνος ήταν εδώ... τα χέρια του με αγκαλιάζανε... με προστατεύανε για άλλη μια φορά και δεν ήθελα τίποτα παραπάνω.

«Θες να με καταστρέψεις τελείως;... Δεν σου έφτασαν όσα έκανες;... Τώρα ήρθες......» δεν άντεχα να τον ακούω άλλο... μόλις συνειδητοποίησα ότι ήμασταν μέσα στο δωμάτιο... πήρα μια βαθιά ανάσα και πριν τελειώσει τις κατηγορίες του... έβαλα το ελεύθερο μου χέρι πάνω στο στόμα του και πριν με σταματήσει, του τα είπα όλα με μια ανάσα.

«Κάποιος μπήκε στο διπλανό δωμάτιο και τον άκουσα που έλεγε ότι θα είναι η τελευταία σου... Αποστολή;... Βραδιά;... Δουλειά;... Διάλεξε και πάρε... Τον χτύπησα με το γυάλινο μπουκάλι που βάζουν το υγρό σαπούνι αλλά δεν έφτασε... του πήρα το όπλο και τον χτύπησα και με αυτό και μόλις τον είδα αναίσθητο έτρεξα να σε προειδοποιήσω» το ύφος τους μαλάκωσε... το χέρι του τράβηξε το δικό μου και όλο μου το σώμα από αυτήν την επαφή ανατρίχιασε.

«Τον σκότωσες;» ρώτησε ήρεμα και τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν ακατάπαυστα από την συνειδητοποίηση.

«Δεν ξέρω... Μόλις τον είδα αναίσθητο, δεν σκέφτηκα, κρατώντας το όπλο του...» είπα και του το έδειξα... «Έκανα αυτό που πήγε να κάνει εκείνος... χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες... μόλις κατάλαβα ότι ήμουν πάνω στον τοίχο, άρχισα να συνειδητοποιώ τι κάνω» είπα ανασαίνοντας γρήγορα και εκείνος πήγε μέχρι το παράθυρο... σφύριξε συνθηματικά στον Φλικ και μόλις κοίταξε αριστερά και δεξιά... γύρισε ξανά κοντά μου.

«Γύρνα στον φλούφλη σου και μην το κουνήσεις από κοντά του... Όσο είσαι μαζί του δεν θα σε πειράξει κανείς... Ο πατέρας του είναι μεγάλο κεφάλι... αν ο ο φλούφλης του πει να σε προστατέψει, θα το κάνει... Τώρα φύγε από εδώ και μην σε ξαναδώ μπροστά μου, το κατάλαβες;» Τα μάτια μου είχαν θολώσει... τα αυτιά μου βουίζανε από το σοκ που είχα πάθει... η καρδιά μου έτρεχε όπως ένα άλογο σε κούρσα θανάτου... και όλο μου το σώμα έτρεμε... Ήταν εδώ, ήταν μπροστά μου, έχω την ευκαιρία που ζητούσα... Τι περιμένω;

«Τι περιμένεις... φύγε» είπε ενώ άρχισε να με σπρώχνει προς την πόρτα και μόλις τον ένιωσα να την ανοίγει, το μυαλό μου ξαφνικά άρχισε να παίρνει στροφές.

«Όχι» φώναξα και μου έκλεισε το στόμα πριν προλάβω να πω οτιδήποτε άλλο.

«Έκανες την επιλογή σου... Τώρα ζήσε με αυτό... Σήκω φύγε και μην σε ξαναδώ ποτέ ξανά στα μάτια μου για κανέναν λόγο... Έγινα κατανοητός;... Για κανέναν λόγο... Και την επόμενη φορά που θα θελήσεις να με προστατέψεις, απλά μην το κάνεις» είπε σκληρά και ανοίγοντας την πόρτα... αφού έλεγξε ότι δεν πέρναγε κανείς, πήρε το όπλο από τα χέρια μου... και με μια γρήγορη κίνηση, με άδειασε στον διάδρομο, σαν να ήμουν άδειο σακί και έκλεισε την πόρτα πριν προλάβω εγώ να αντιδράσω.

Έμεινα στο πάτωμα σοκαρισμένη να κοιτώ την κλειστή πόρτα... Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι έχασα την ευκαιρία μέσα από τα χέρια μου... Ήμουν τόσο κοντά στο να του πω τα πάντα και εγώ η ηλίθια πάγωσα... Όχι πρέπει να μάθει... δεν μπορώ να φύγω χωρίς να του το πω... πρέπει να ξέρει... Είπα από μέσα μου με πείσμα αλλά την στιγμή που πήγα να σηκωθώ για να απαιτήσω να μου ανοίξει την πόρτα και να με ακούσει... μια δυνατή έκρηξη με έκανε να καθηλωθώ στην θέση μου.

Έκλεισα τα αυτιά μου για να τα προστατέψω από τον εκκωφαντικό ήχο ενώ η κραυγή μου βγήκε πριν προλάβω να την σταματήσω και εκεί που προσπάθησα να καταλάβω τι συμβαίνει, η πόρτα που είχα κρυφτεί πριν, άνοιξε και αυτόματα το κεφάλι μου γύρισε προς το μέρος της.

Ήταν εκείνος, ο ίδιος τύπος που είχα χτυπήσει πριν, να με κοιτάει με ένα δολοφονικό ύφος... Για μια στιγμή που μου φάνηκε αιώνια... οι ματιές μας κλειδώθηκαν η μία μέσα στην άλλη και εκεί που τον είδα να σηκώνει το όπλο του για να με αποτελειώσει, το κεφάλι μου από αντίδραση άρχισε να κουνιέται σπασμωδικά αρνητικά ενώ το σώμα μου είχε καθηλωθεί στο ίδιο σημείο αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία στην σιωπηλό μου παρακαλετό.

Την στιγμή που τον είδα να πατάει την σκανδάλη, δεν άντεξα άλλο... Τα μάτια μου σφάλισαν, τ’ αυτιά μου νέκρωσαν, η καρδιά μου πάγωσε και το σώμα μου παραδόθηκε στην ανυπαρξία για να με προστατέψει.

«Μπέλλα, Μπέλλα...» άκουγα το όνομα μου από μακριά αλλά δεν μπορούσα να επανέλθω ακόμα.

«Κύριε Μπλακ, πρέπει να φύγουμε τώρα» άκουσα μια επιτακτική φωνή και ένιωσα να αιωρούμαι.

Τρομοκρατημένες φωνές φτάνανε στ΄ αυτιά μου αλλά ακόμα ήμουν πολύ μακριά για να αντιδράσω.

«Από εδώ» άκουσα την ίδια επιτακτική φωνή και ένιωσα σαν κάποιος να με είχε βάλει μέσα σε ένα τρακτέρ που όργωνε το χώμα με μεγάλη ταχύτητα... Το σώμα μου πήγαινε πάνω κάτω... το κεφάλι μου ένιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή θα σπάσει... και όταν το βασανιστήριο τελείωσε η ανάσα μου σιγά, σιγά προσπάθησε ξανά να βρει τους φυσιολογικούς της ρυθμούς με μεγάλη δυσκολία.

«Πρέπει να την πάρω από εδώ πατέρα... Δεν μπορώ να την αφήσω εκτεθειμένη» άκουσα να λέει ο Τζέικομπ και ένιωσα μια ασφάλεια να πλημμυρίζει την καρδιά μου και αυτόματα το σώμα μου χαλάρωσε.

«Τον πιάσαμε...» ακούστηκε μια φωνή από πιο μακριά πριν ο πατέρας του Τζέικομπ προλάβει να πει κάτι και η ίδια φωνή συνέχισε... «Είναι βαριά τραυματισμένος... δεν νομίζω να τα καταφέρει» τον άκουσα να λέει και ξαφνικά η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά.

Τον Έντουαρτ; Για τον Έντουαρτ μιλάνε; Ο Έντουαρτ είναι τραυματισμένος; Δεν νομίζει ότι θα τα καταφέρει; Πρέπει να κάνω κάτι, κάτι πρέπει να κάνω... Σύνελθε Μπέλλα άνοιξε τα μάτια σου, πρέπει να συνέλθεις.

«Θέλω να τον δω τώρα» απαίτησε ο πατέρας του Τζέικομπ με τραχιά φωνή που με έκανε να ανατριχιάσω και η αγωνία μου έφτασε στο αποκορύφωμα... Για ποιον μιλάνε;

«Πατέρα νομίζεις ότι είναι ώρα;... Δεν ξέρουμε αν είναι μόνος» προσπάθησε να τον μεταπείσει ο Τζέικομπ και η ίδια φωνή που είχε φέρει τα νέα το επιβεβαίωσε.

«Δεν είναι μόνος, κάποιος είχε χτυπήσει τον δικό μας με την σαπουνοθήκη του μπάνιου και μετά με όπλο, πριν τον πυροβολήσεις για χάρη της.......» έκοψε την φράση του στην μέση και για λίγο έμεινε στην σιωπή.

Αυτός που ήθελε να τον σκοτώσει τον Έντουαρτ ήταν δικός τους;... Είναι δυνατόν να είναι δικός τους;... Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;... Γιατί ο Έντουαρτ δεν με προειδοποίησε;

«Λες να ήταν η ξανθόψιρα που έσερνε;» ρώτησε ο Τζέικομπ

«Μην είσαι ηλίθιος γιε μου... μια απλή πουτάνα ήταν και τίποτα παραπάνω... Είμαι σίγουρος ότι δεν την έχει καν εκπαιδεύσει... Κάποιος άλλος πρέπει να ήταν, ή καλύτερα να πω, κάποια άλλη» είπε και μου κόπηκαν τα γόνατα.

«Θα μάθουμε πολύ σύντομα ποια ήταν, οι δική μου παίρνουν αποτυπώματα, αν ήμαστε τυχεροί και δεν φόραγε γάντια, σε λίγο θα έχουμε το όνομα της» είπε μια άγνωστη φωνή που άκουγα για πρώτη φορά και το σώμα μου άρχισε να τρέμει.

Ηλίθια... ηλίθια... πάντα σου έλεγε να καλύπτεις τα ίχνη σου... Πως μπόρεσες να το ξεχάσεις; Πως;... Ούρλιαζα μέσα μου και ένιωθα ότι μια περίεργη δύνη άρχιζε να με καταπίνει... Την είχα άσχημα, την είχα πολύ άσχημα και το χειρότερο ήταν ότι δεν ήξερα πως να το σταματήσω όλο αυτό.

«Που τον έχετε;» ρώτησε ξανά ο πατέρας του Τζέικομπ.

«Πίσω» απάντησε αυτός που είχε φέρει τα νέα και ξαφνικά ακούστηκαν βήματα.

«Πατέρα, τι πας να κάνεις;» φώναξε ο Τζέικομπ για να τον σταματήσει.

«Πάρε την Μπέλλα και φύγετε από εδώ Τζέικομπ» του είπε εκείνος αλλά ο Τζέικομπ δεν τα παρατούσε.

«Τζέισον, πρόσεχε την» άκουσα να λέει και μετά έπεσε η απόλυτη σιωπή.

Όλοι διασκορπίστηκαν και εγώ με νύχια και με δόντια προσπάθησα με κάποιον τρόπο να συνέλθω... Έπρεπε να βρω την δύναμη να συνέλθω... Έπρεπε να το κάνω... έπρεπε να τον βρω... Δεν μπορούσα να τον χάσω τώρα... Όχι τώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA