10 μήνες μετά.........
Βρισκόμουν στην Μπογκοτά της Κολομβίας, στην αποστολή... ποιος μετράει πια;
Όλα πηγαίνανε σύμφωνα με το πρόγραμμα μέχρι που μια αναπάντεχη ανατροπή θα μπορούσε να μου διαλύσει όλα μου τα σχέδια.
Είχε βραδιάσει πια και χωρίς να έχω να κάνω κάτι το ιδιαίτερο για να σκοτώσω την ώρα μου, πήγα στο μπαράκι που είχα κάνει στέκι μου τις τελευταίες μέρες που βρισκόμουν εδώ... Έπινα την μπυρίτσα μου διαβάζοντας την εφημερίδα μου αδιάφορα, μέχρι που η αστυνομία της περιοχής εισέβαλε μέσα στο μπαράκι και άρχισε να διασκορπίζεται στον γύρω χώρο νευρικά, ψάχνοντας για κάτι.
«¿Qué pasa?»
«Τι τρέχει;» ρώτησα τον μπάρμαν και εκείνος σκουπίζοντας το ποτήρι που κρατούσε, πλησιάζοντας συνωμοτικά προς το μέρος μου, έσπευσε να με ενημερώσει.
«Alguien mató a Mparakoynta... Policía busca turistas que viajan solos»
«Κάποιος σκότωσε τον Μπαρακούντα... Η αστυνομία ψάχνει τουρίστες που ταξιδεύουν μόνοι» πριν τελειώσει ο μπάρμαν την φράση του, ένας αστυνομικός με πλησίασε και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του.
«¿Estás solo, Sir?»
«Είστε μόνος, κύριε;» ρώτησε και προσπάθησα να βρω γρήγορα έναν τρόπο να βγω από αυτήν την δύσκολη κατάσταση... Δεν ήταν ώρα για έλεγχο διαβατηρίων και τα παρελκόμενα.
Εκεί που προσπαθούσα να κάνω τον ανήξερο και τον αδαή, η πόρτα άνοιξε απότομα και η ματιά μου γύρισε αυτόματα προς το μέρος της, με τον αστυνόμο να συνεχίζει να μου πρήζει τα αυτιά, με την ίδια ερώτηση ξανά και ξανά.
Δεν άκουγα τίποτα... όλα γύρω μου έπαψαν να υπάρχουν καθώς την αντίκρισα... Η ματιά της έψαχνε τον γύρω χώρο και μόλις συνάντησε την δικά μου, έμεινε εκεί... Το πρόσωπο της φωτίστηκε ολόκληρο και χαρίζοντας μου το πιο σαγηνευτικό της χαμόγελο καθώς δάγκωνε το κάτω χείλι της αισθησιακά, έκανε την λογική μου να σταματήσει να υπάρχει.
Ήταν εκθαμβωτική... με τα μισά της μαλλιά να είναι πιασμένα ψιλά, αφήνοντας δύο λεπτές τούφες να πέφτουν πάνω στο πρόσωπο της αγκαλιάζοντας και τονίζοντας το τόσο άψογα... ενώ το υπόλοιπο μαλλί που ήταν αφημένο κάτω να αγκαλιάζει το μικρό της στηθάκι... Ντυμένη απλά στα άσπρα... με ένα τιραντένιο φανελένιο μπλουζάκι που σταμάταγε λίγο πιο πάνω από τον αφαλό της και μια απλή φούστα που έφτανε κάτω από το γόνατο της, να τονίζει τέλεια τους γοφούς της ενώ στο τελείωμα του να είναι πιο φαρδύ για να σου δίνει ευκολότερη πρόσβαση στα πιο απόκρυφα σημεία του κορμιού της.
Η ματιά μου σηκώθηκε προς την δική της και αμέσως μόλις αντίκρισα αυτές τις δύο σοκολατένιες χάντρες να με κοιτάνε με πάθος, όλα μέσα μου ένιωσα να εκρήγνυνται... Δεν είχε αλλάξει καθόλου... ήταν τόσο ίδια αλλά ταυτόχρονα και πιο γυναίκα.
«Miss, su pasaporte, por favor... tus tarjetas... ¿Estás solo?»
«Δεσποινίς, το διαβατήριό σας, παρακαλώ... τα χαρτιά σας... Είστε μόνη;» άκουσα ξαφνικά τον αστυνομικό που την είχε ακολουθήσει από έξω να της λέει και αμέσως η λογική μου άρχισε να δουλεύει πιο σωστά και πλησιάζοντας την προσπάθησα να την πάρω από εκείνον.
«Estar conmigo»
«Είναι μαζί μου» δήλωσα και πιάνοντας το χέρι της την τράβηξα απάνω μου και εκείνη αμέσως τύλιξε το χέρι της γύρω από τον λαιμό μου και ανασήκωσε το ένα της φρύδι τελείως προκλητικά την στιγμή που ένιωσε τον μεγάλο να την ακουμπά.
«Μμμμ... βλέπω κάποια πράγματα παραμένουν ίδια» είπε με έναν τελείως προκλητικό τρόπο και βάζοντας το στόμα μου πάνω στο αυτί της άρχισα να την ψιθυρίζω.
«Του έλειψες πάρα πολύ» είπα καθώς της δάγκωνα τον λοβό της με βαθιά φωνή γεμάτη από το πάθος που μου είχε ξυπνήσει και εκείνη αμέσως ανατρίχιασε ολόκληρη και σφίχτηκε περισσότερο απάνω μου.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι γι αυτό...» ανταπέδωσε με βαθιά φωνή... «Σε αυτήν την περίπτωση, τι θα έλεγες να πάμε κάπου αλλού, να το γιορτάσουμε, ίσως να θυμηθούμε και τα παλιά;» ρώτησε και βόγκηξα καθώς ένιωσα το πόδι της να ακουμπάει πάνω στα πόδια μου και να ανηφορίζει προς τα πάνω.
«Έχεις κάτι καλό υπόψιν σου;» ρώτησα ενώ το χέρι μου αυτόματα έπιασε το πόδι της και το κράτησε σταθερά απάνω στα πόδια μου και εκείνη αμέσως έχωσε τα δάχτυλα της μέσα στις τούφες των μαλλιών μου και κόλλησε το σώμα της απόλυτα απάνω μου.
«Καθώς ερχόμουν είδα να έχουν στήσει ένα υπαίθριο πάρτι... Ξέρεις, φωτιές μέσα σε βαρέλια, άφθονη Τεκίλα, πολύ χορό... Τι λες είσαι μέσα;» ρώτησε και χωρίς δεύτερη σκέψη, την απελευθέρωσα και πιάνοντας το χέρι της άρχισα να την σέρνω προς τα έξω.
Μόλις φτάσαμε στο υπαίθριο πάρτι που είχαν στήσει οι ντόπιοι, χαιρέτησε μερικούς από αυτούς μιλώντας τους στα Ισπανικά ενώ τους αγκάλιαζε με θέρμη και παρασέρνοντας με μαζί της, έκατσε σε ένα ξύλινο παγκάκι πικ νικ... που το είχαν γεμάτο με ντόπια φαγητά, φρούτα και μερικά μπουκάλια με Τεκίλα.
Φέρνοντας την κοντά μου με το ένα μου χέρι ώστε να μην χάσουν επαφή τα κορμιά μας, κράτησα στο ελεύθερο μου χέρι, ένα γεμάτο μπουκάλι Τεκίλα και άρχισα να γεμίζω τα δύο άδεια ποτήρια που ήταν μπροστά μας.
«Λοιπόν δεν μου είπες» ξεκίνησα και μόλις άφησα το μπουκάλι ξανά στο τραπέζι, πήρα στο χέρι μου το ένα από τα δύο ποτήρια και της το πρόσφερα... μόλις εκείνη το πήρε στα χέρια της, πήρα και το δικό μου ποτήρι και το τσούγκρισα με το δικό της.
«Τι πράγμα;» ρώτησε και πριν απαντήσω, κατέβασε την Τεκίλα της με μια ρουφηξιά και ανασήκωσα το ένα μου φρύδι καθώς την μιμήθηκα και εγώ... Το να βλέπεις την Μπέλλα να πίνει Τεκίλα και μάλιστα μονορούφι, σίγουρα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο... Καταλαβαίνοντας το βλέμμα μου, ανασήκωσε το ένα της φρύδι προκλητικά και πιάνοντας το μπουκάλι της Τεκίλας, ξαναγέμισε τα ποτήρια μας.
«Τι γυρεύεις εδώ;» ρώτησα πριν πιούμε τον δεύτερο γύρω των ποτών μας και μόλις κατεβάσαμε μονορούφι τα ποτά μας, εκείνη με κλειστά μάτια, άφησε το ποτήρι της πάνω στο τραπέζι και ανοίγοντας πολύ αργά τα βλέφαρα της με κοίταξε με ένα βλέμμα που έκανε την καρδιά μου να σταματήσει να χτυπά... Βόγκηξα πριν προλάβω να το σταματήσω και το χέρι της βρέθηκε αμέσως ανάμεσα στα πόδια μου.
«Κάνω διακοπές» δήλωσε καθώς ανηφόριζε το χέρι της προς τον μεγάλο και ένιωσα την ανάσα μου να χάνεται... Το χέρι μου αυτόματα βρέθηκε πάνω στο δικό της πόδι και ακολούθησε την ίδια πορεία που χάραζε και εκείνη στο δικό μου... Αμέσως η ανάσα της άρχισε να γίνεται πιο γρήγορη ενώ δάγκωνε το κάτω της χείλος... Πόσο ζήλευα αυτά τα δοντάκια που πιπίλιζαν αυτήν την τόσο τρυφερή σάρκα αντί για μένα.
«Διακοπές!» επανέλαβα ενώ άρχισα να την τρώω με την ματιά μου.
«Μμμχχχμμμ... Εσύ;» ρώτησε πίσω και μόλις το χέρι της συνάντησε τον μεγάλο... άλλο ένα μου βογκητό ήρθε πριν καλά, καλά το καταλάβω και αμέσως τα χείλια μου βρέθηκαν πάω στα δικά της ενώ με το ελεύθερο μου χέρι, γράπωσα τον αυχένα της και την κράτησα σταθερή απάνω μου.
Τα χείλια μου, λαίμαργα... ρουφούσαν κάθε σπιθαμή της τρυφερής της επιδερμίδας... ενώ η γλώσσα μου γευόταν τις σταγόνες που είχαν κατασταλάξει ακριβός εκεί... Η ανταπόκριση της ήταν ανεπανάληπτη... υπήρχε τόσο πάθος μέσα σε αυτό το φιλί που τα κορμιά μας αυτόματα καήκανε σε τέτοιο σημείο που ξεπέρασαν ακόμα και την φωτιά που σιγόκαιγε μέσα στα βαρέλια που ήταν γύρω μας.
«Ω γαμώτο... μου έχεις λείψει τόσο πολύ» είπα ανάμεσα στο φιλί μας, με απόγνωση και ένας λυγμός, ξέφυγε από τα χείλια της και με έκανε να την κοιτάξω... «Γιατί μου κρύβεσαι;» ρώτησα ενώ με το χέρι μου πάνω στο πρόσωπο της την κρατούσα σταθερή, φοβούμενος μην προσπαθούσε πάλι να μου ξεφύγει.
«Έλα να χορέψουμε» είπε με βαθιά φωνή, χωρίς να μου δίνει καμία απάντηση και αυτό με τσάκισε τελείως... Δεν την άφησα να κουνηθεί σπιθαμή.
«Γιατί Μπέλλα;» ρώτησα επιτακτικά και εκείνη χαϊδεύοντας το μάγουλο μου, μου χαμογέλασε θλιμμένα.
«Τώρα είμαι εδώ» είπε και απομακρύνοντας τα χέρια μου από το σώμα της, σηκώθηκε όρθια και καθώς γέμισε ξανά το ποτήρι της, το πήρε στο χέρι της και πήγε προς την πρόχειρη πίστα που είχαν δημιουργήσει.
Στάθηκε δίπλα από ένα βαρέλι και καθώς ήπιε το περισσότερο από την Τεκίλα της... έριξε το ποτήρι της μέσα στο βαρέλι κάνοντας την φωτιά να γίνει μεγαλύτερη και ακολουθώντας τον ρυθμό της μουσικής, άρχισε να λικνίζει τους γοφούς της με τον πιο αισθησιακό τρόπο.
Σήκωσε τα χέρια της ψηλά κλείνοντας τα μάτια της και αφού λίκνισε τους γοφούς της κυκλικά με τον πιο αργό και βασανιστικό τρόπο, άνοιξε ξανά τα μάτια της και με αυτήν την ματιά με προσκάλεσε να πάω κοντά της.
Μου ήταν απλά αδύνατον να αρνηθώ το κάλεσμα της, ήταν η σειρήνα μου... κάθε της κίνηση, κάθε της βλέμμα, κάθε της ανάσα με καλούσε κοντά της και δεν μπορούσα να της το αρνηθώ... Με αργά βήματα έφτασα κοντά της και αμέσως τα χέρια της βρήκαν την θέση τους μέσα στις τούφες τον μαλλιών μου και τα δικά μου κύκλωσαν την μέση της, φέρνοντας την απόλυτα απάνω μου.
Ήξερε όλα μου τα κουμπιά και τα πατούσε τόσο δεξιοτεχνικά... Η κίνηση του κορμιού της, το βλέμμα της γεμάτο πόθο, τα δάχτυλα της μέσα στα μαλλιά μου να κάνουν το πιο ερωτικό μασάζ, κλέβοντας κάθε παράταιρη σκέψη μακριά, κάνοντας με ανίκανο να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο πέρα από εκείνην, το μεθυστικό της άρωμα που έκανε όλο μου το σώμα να παραληρεί.
Γαμώτο πως άντεξα τόσο καιρό μακριά της; Πως μπόρεσα να επιβιώσω χωρίς εκείνην;... αναρωτιόμουν καθώς το κορμάκι της γύριζε και μόλις η πλάτη της ακούμπησε στο στερνό μου και το σώμα της άρχισε να τρίβεται πάνω στο δικό μου κάνοντας το να πάρει όλον τον πόνο που ένιωθα μακριά, η απάντηση ήρθε αυτόματα στο μυαλό μου... Άντεξα μόνο γι αυτήν την στιγμή, επιβίωσα μόνο για να την ξαναδώ έστω και για μια φορά ακόμα, να βεβαιωθώ ότι εκείνη είναι καλά, για να μπορέσω να κλείσω τα μάτια μου ήσυχος.
Ένα απαλό αεράκι έκανε το μεθυστικό της άρωμα να εισχωρήσει πιο βαθιά μέσα μου και ένιωσα σαν να ξαναγεννιόμουν εκείνην ακριβός την στιγμή... Η ανάσα που είχα χάσει την ημέρα που την έδιωξα, γύρισε ξανά και άπληστα άρχισα να ανασαίνω τον αέρα που μου πρόσφερε ξανά ζωή... γεμίζοντας ξανά την άδεια μου καρδιά με μια ανάσα ελπίδας... κλείνοντας ξανά την τρύπα που υπήρχε στο στήθος μου και χωρίς να αντέχω άλλο, την έσφιξα με τα χέρια μου απάνω μου με απελπισία.
«Μπέλλα...»
«Σσσσς...» εκείνη σταμάτησε την φράση μου στην μέση πριν προλάβω να της εκφράσω τους φόβους μου και γυρίζοντας προς την μεριά μου, έβαλε τα χέρια της πάνω στο πρόσωπο μου και με τον πιο απαλό τρόπο άφησε ένα τρυφερό φιλί πάνω στα χείλια μου... «Μην χαλάς την στιγμή» είπε με πάθος πάνω στα χείλια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Δεν θα αντέξω να σε χάσω ξανά» συνέχισα έτσι κι αλλιώς και εκείνη μου χάιδεψε απαλά το περίγραμμα των χειλιών μου με τον αντίχειρα της ενώ μέσα στην ματιά της υπήρχε θλίψη.
«Τώρα είμαι εδώ... μην αφήνεις τις υπόλοιπες σκέψεις που σε βασανίζουν, να χαλάσουν αυτήν την ξεχωριστή στιγμή... Απόλαυσε το» είπε μόνο και αναστέναξα.
«Σ’ αγαπάω Μπέλλα...» πρόλαβα μόνο να πω και όπως και όταν υπνοβατούσε, το διάστημα που ήμασταν μαζί... αυτή η μοναδική λέξη έφτασε να την κάνει να καεί ολόκληρη.
Σφραγίζοντας τα χείλια μου με τα δικά της για άλλη μια φορά... με φίλησε με τόσο πάθος, με τόση αγάπη που όλα τα άλλα έγιναν στάχτη... Κλέβοντας και το τελευταίο λιθαράκι της λογικής μου, με έκανε δικό της και όλα τα άλλα έπαψαν πια να υπάρχουν... Ξέχασα ποιος ήμουν, που ήμουν, για ποιον λόγο ήμουν εδώ... όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία πια παρά μόνο εκείνη.
Μια βροντή έκανε όλο τον γύρω χώρο να τρανταχτεί όπως ακριβός τρανταζόντουσαν τα κορμιά μας από την ένταση και την έξαψη της στιγμής, οι πρώτες στάλες της βροχής πέφτανε στα κορμιά μας που καιγόντουσαν αλλά αντί να σβήσουν την φωτιά που έκαιγε μέσα μας, την έκανε πιο δυνατή και χωρίς να αντέχω άλλο, βάζοντας τα χέρια μου πάνω στους γλουτούς της, την ανασήκωσα στην αγκαλιά μου και μόλις τα πόδια της κλειδώθηκαν γύρω από την μέση μου, χωρίς να σταματήσω το φιλί μας, κινήθηκα προς το μπάγκο που καθόμασταν πριν και μόλις τα πόδια μου βρήκανε στον μπάγκο, χωρίς να την αποχωρίζομαι από την αγκαλιά μου συγκρατώντας την απάνω μου με το ένα μου χέρι, με το άλλο μου πέταξα ότι υπήρχε πάνω στο τραπέζι που θα μπορούσε να πληγώσει το εύθραυστο κορμάκι της.
Με το κορμί μου την έγειρα προς το τραπέζι και μόλις η πλάτη της βρήκε το κρύο και υγρό ξύλο εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι της για να πάρει μια ανάσα σπάζοντας το φιλί μας και τα χείλια μου άρχισαν να κατηφορίζουν πάνω στην υγρή εκτεθειμένη της επιδερμίδα με λαχτάρα.
«Έντουαρτ...» πρόφεραν τα χείλια της με κόπο και βογκώντας άρχισα να τρίβομαι απάνω της για να καταφέρω να διώξω τον πόνο που μου ξερίζωνε την ψυχή... «Κάνε με δική σου» ψιθύρισε ενώ τα χέρια της πάνω στο κεφάλι μου με έφερναν πιο κοντά της και δεν ήθελα τίποτα άλλο.
Σε χρόνο μηδέν... τα χέρια μου, καταστρέφοντας το εσώρουχο της και απελευθερώνοντας το αντικείμενο του πόθου της... έδωσαν το ελεύθερο στα κορμιά μας να γίνουν ξανά ένα και χωρίς να χάνω χρόνο, εισχωρώντας ως τα βάθη της ύπαρξης της... εκπλήρωσα αυτό που οι ψυχές μας αναζητούσαν... και εκείνες άρχισαν να ουρλιάζουν... να ζητάνε για περισσότερα... να αναζητάνε την ολοκλήρωση... να γίνουν ξανά ένα.
Βάζοντας το ένα μου χέρι πίσω από τον αυχένα της, την ανασήκωσα και κολλώντας την απόλυτα απάνω μου, με το χέρι μου να την συγκρατεί από την μέση της, την κράτησα σταθερή και με όλο το πάθος και την έξαψη που με είχε καταβάλει, την έκανα δική μου... Εκείνη αγκομαχώντας, τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και για άλλη μια φορά ένωσε τα χείλια μας... Τέτοιο φιλί δεν είχα γευτεί ποτέ ξανά στην ζωή μου... μέσα από αυτό το φιλί ένιωθα να ρουφάει την ύπαρξη μου, αλλά ταυτόχρονα με έκανε να νιώθω να την κάνει ακόμα πιο δυνατή, να την εξυψώνει ως τα ουράνια και να την απογειώνει.
«Έντουαρτ...» άκουσα για άλλη μια φορά να λέει το όνομα μου και βόγκηξα δυνατά ενώ το σώμα μου αν είναι δυνατών πήρε περισσότερη φωτιά και της χάρισε περισσότερη απόλαυση... «Σ’ αγαπάω» ούρλιαξε μέσα από το βογκητό της ηδονής που είχε κάνει το κορμάκι της να τρέμει σύγκορμο μέσα στην αγκαλιά μου ενώ το καυτό της νέκταρ ξεχείλιζε με ορμή και η καρδιά μου ένιωσα να σπάει σε χίλια κομμάτια και να ενώνετε ξανά από την αρχή. Το βάρος που υπήρχε μέσα μου, ένιωσα να ξεχειλίζει και να με απελευθερώνει κάνοντας το κορμί μου να τραντάζεται τόσο πολύ που με έκανε να πιστεύω ότι τα κόκαλά μου θα άρχιζαν να διαλύονται.
«Ω μωρό μου...» φώναξα καθώς έβαζα το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στον ώμο της και με μιμήθηκε και εκείνη ενώ με έσφιγγε περισσότερο απάνω της για να με αφήσει να εκφράσω, στο εσωτερικό της κόσμο, όλο το περίσσιο πάθος που υπήρχε μέσα μου, μέσα από αυτήν την μοναδική επαφή... «Είσαι ο λόγος της ύπαρξης μου... Χωρίς εσένα δεν υπάρχω» ανταπέδωσα και μόλις κατάλαβα ότι είχα αδειάσει τελείως, ένιωσα τα πόδια μου να μην με βαστάνε άλλο και για να μην σωριαστώ, έγειρα το κορμί μου προς τα μπροστά και τα χέρια της αυτόματα έπεσαν άψυχα αριστερά και δεξιά από το κορμί της ενώ το σώμα της έμεινε ακίνητο σαν να μην είχε πια ζωή μέσα του και πανικοβλημένος, την απομάκρυνα από την αγκαλιά μου αλλά μόλις την κοίταξα στα μάτια, τα έχασα τελείως.
Καμία ριπή όπλου δεν είχε σπάσει την σιωπή... καμία της κίνηση δεν είχε δηλώσει αυτό που έβλεπα ότι είχε μόλις συμβεί και όμως ανάμεσα στα μάτια της, υπήρχε μια σφαίρα να μου δηλώνει ότι πράγματι είχε συμβεί και εγώ δεν το είχα πάρει είδηση.
«Μπέλλα...» είπα ξεψυχισμένα καθώς εναπόθεσα, το άψυχο πλέον κορμάκι της, πάνω στο τραπέζι και πιάνοντας το σαγόνι της, την ταρακούνησα για λίγο χωρίς να πιστεύω αυτό που έβλεπα μπροστά στα μάτια μου.
Η βροχή ξέπλενε το τέλειο πρόσωπο της από το αίμα που ξεχείλιζε από την πληγή καθώς το άπλωνε σε όλη την επιφάνεια του ξύλου, η κάπνα από τα σβηστά από την βροχή πλέον βαρέλια, έκαναν την εικόνα της να σβήνει και ένιωσα σαν κάποιος να μου ξερίζωνε εκείνην την στιγμή την ψυχή... Σήκωσα το χέρι μου που ήταν όλη αυτήν την ώρα πίσω από το κεφάλι της και μόλις είδα την χούφτα μου να είναι κόκκινη έχασα και το τελευταίο λιθαράκι της λογικής μου.
«ΌΧΙ... ΌΧΙΙΙΙΙΙ» φώναξα και πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο ενώ εκείνην την στιγμή μια δυνατή βροντή ήρθε να σπάσει την εκκωφαντική σιωπή που με είχε πλαισιώσει και η βροχή που έπεφτε πάνω στο παράθυρο μου με ορμή, με έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου αυτόματα προς το μέρος του, κάνοντας με να πάρω μια βαθιά ανάσα.
Ήταν ένα ακόμα όνειρο... ένα ηλίθιο όνειρο... Έλεγα στον εαυτό μου και βάζοντας το κεφάλι μου μέσα στα δύο μου χέρια προσπάθησα να ξαναβρώ την ανάσα μου προκειμένου να κάνω την καρδιά μου να ηρεμήσει από τον ξέφρενο ρυθμό της.
«Ένα απαίσιο όνειρο» ψιθύρισα και προσπάθησα να καταλαγιάσω την ένταση μου πριν ο τρόμος ότι ίσως τελικά το υποσυνείδητο μου προσπαθούσε να μου περάσει ένα μήνυμα αλλά εγώ ήμουν πολύ πεισματάρης για να το δεχτώ.
Αν ήταν νεκρή δεν θα το ήξερα μέχρι τώρα;
Έντουαρτ σταμάτα να κάνεις τέτοιες σκέψεις... Είναι καλά... Είναι καλά... έλεγα με πείσμα μέσα μου και προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου να συνέλθει πριν εξοστρακιστεί τελείως... Αν δεν έκανα κάτι σύντομα, σίγουρα το επόμενο βήμα θα ήταν το τρελάδικο, δεν υπήρχε περίπτωση.
Πέταξα τα σκεπάσματα από πάνω μου με νεύρο και πηγαίνοντας προς την τουαλέτα, μπήκα κάτω από την ντουζιέρα και ανοίγοντας το νερό, έβαλα το κεφάλι μου κάτω από το κρύο νερό και το άφησα να πάρει της μαύρες μου σκέψεις μακριά... προσπαθώντας απεγνωσμένα να καταλαγιάσω την καρδιά μου που προσπαθούσε να μου διαλύσει το στήθος.
Είναι καλά... πρέπει να είναι καλά... Διάολε γιατί μου κρύβεσαι;... Τόσο πολύ σε πλήγωσα που δεν θέλεις να με ξαναδείς ποτέ στα μάτια σου;.. Όχι ότι θα σε αδικούσα αλλά που να με πάρει Μπέλλα, το μόνο που θέλω είναι να ξέρω ότι είσαι καλά και μετά μπορώ να σε αφήσω στην ησυχία σου... μπορώ να κάνω την καρδιά μου κομμάτια και να φύγω ξανά από κοντά σου για πάντα... Μόνο να ξέρω ότι είσαι καλά, ότι υπάρχεις, τίποτα άλλο.
Πίστευα ότι οι πρώτοι πέντε μήνες που μου είχα απαγορεύσει την έξοδο μου από την χώρα θα ήταν οι ποιο δύσκολοι μήνες της ζωής μου... αλλά μόλις αυτοί τελείωσαν κατάλαβα το πόσο έξω είχα πέσει... Όσο έβλεπα την κουκκίδα της στον χάρτη, χάρις του στίγματος που μου έδινε το περιδέραιο της, μπορούσα να συγκρατηθώ, μπορούσα να περιμένω την στιγμή που αυτή η απαγορευτική περίοδος θα έληγε και θα μου έδινε την ευκαιρία που ζητούσα για να πάω να την βρω.
Μέτραγα τις μέρες μια, μια σαν τους φυλακισμένους, τα λεπτά, ακόμα και τα δευτερόλεπτα που χρειαζόταν να περάσουν για να βρεθώ ξανά κοντά της αλλά μόλις αυτή η ευκαιρία μου δόθηκε και κατάφερα, ανάμεσα σε δύο μου αποστολές να καλύψω τα ίχνη μου και να κάνω αυτό το ταξίδι για να την βρω, η έκπληξη που με περίμενε εκεί με έκανε να χάσω κάθε μου ελπίδα ώστε να είμαστε ξανά μαζί, ή έστω να βεβαιώσω με τα ίδια μου τα μάτια, ότι εκείνη ήταν καλά, ότι είχε συνεχίσει την ζωή της όπως ακριβός την ονειρευόταν μακριά μου... Σίγουρα κάτι τέτοιο θα ήταν αβάσταχτο για την άψυχη καρδιά μου αλλά τουλάχιστον θα ήμουν σίγουρος ότι εκείνη ακόμα υπάρχει για να έχω έναν λόγο να υπάρχω ακόμα και εγώ.
Οι ταυτότητες και τα διαβατήρια που της είχα εξασφαλίσει, δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ, εκτός από την ταυτότητα που χρησιμοποίησε η Ρόουζ την ημέρα που την έδιωξα αλλά αυτό μου φάνηκε λογικό... Ήμουν σίγουρος ότι την ημέρα που την είχα διώξει στα γενέθλια της, όταν εκείνη γύρισε, μέσα από τους αεραγωγούς που γύριζε, σίγουρα θα είχε δει πολλά, φυσικά ποτέ δεν μου αποκάλυψε τα πόσα είχε δει ή ακόμα χειρότερα, τα πόσα είχε καταλάβει για μένα αλλά και εγώ δεν την πίεσα ποτέ να μου πει... Από τον φόβο μήπως εκείνη είχε αποκαλύψει την αλήθεια και με έκανε να μην έχω άλλη επιλογή από την να την κάνω σαν και εμένα ή να με αναγκάσει να την σκοτώσω, δεν θέλησα ποτέ να την μάθω αλλά τώρα αυτή η αλήθεια ήταν τόσο επικίνδυνη για εκείνην, που και στην ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσε να την φέρει στο χείλος του γκρεμού, με τρομοκρατούσε ακόμα περισσότερο.
Το περιδέραιο όμως, το δάκρυ της που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, πως εκείνο θα μπορούσε ποτέ να το πετάξει ή να το δώσει η ίδια σε ξένα χέρια;... Όσο και να προσπαθούσα να καταλάβω το γιατί θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, δεν κατάφερνα ποτέ να βρω μια λογική εξήγηση πέρα από αυτήν που ο καθένας θα σκεφτόταν... Με σιχάθηκε τόσο πολύ που δεν ήθελε να την ακουμπά τίποτα δικό μου απάνω της;... Θέλησε να προχωρήσει την ζωή της και θεώρησε σωστό ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να πάει παρακάτω;... Ένιωσε την ανάγκη να το κάνει γιατί αυτή που τώρα το φορούσε αντί για την Μπέλλα μου, της έκανε τόσο καλό που ήθελε να της το ανταποδώσει;... Δεν ήξερα τι από τα τρία ίσχυε αλλά γνωρίζοντας τόσο καλά την ίδια, πάντα πίστευα ότι το πιθανότερο ήταν να ίσχυε το τρίτο, όμως και πάλι γαμώτο μου, τι θα μπορούσε να κάνει αυτή η γυναίκα στην Μπέλλα που θα ένιωσε την ανάγκη να κάνει μια τέτοια κίνηση;
Το πρώτο διάστημα το στίγμα της έδειχνε ότι ήταν στο Καναδά αλλά λίγες μέρες μετά που τέλειωσαν αυτοί οι καταραμένοι πέντε μήνες και κατάφερα να βρω τον τρόπο για να πάω κοντά της, το στίγμα άλλαξε και μόλις είδα ότι όχι μόνο είχε πάει να ζήσει στο Λονδίνο αλλά από όλα τα μέρη που θα μπορούσε να εγκατασταθεί, εκείνη είχε διαλέξει το Barnes, ένα προάστιο του Λονδίνου, στο ίδιο ακριβός μέρος που εγώ είχα γεννηθεί και είχα μεγαλώσει... πόσο τυχαίο θα μπορούσε να ήταν ποτέ αυτό;
Μόλις το ανακάλυψα, έκανα τα πάντα για να πάω να την βρω, κάτι μέσα μου, με έκανε να πιστεύω ότι δεν μπορούσε η τύχη να έχει λόγο σε αυτό και με χωρίς ανάσα και με το προαίσθημα μου ότι κάπου είχε μπλέξει, με την πρώτη ευκαιρία, πήρα το αεροπλάνο και πήγα να την βρω, όταν όμως έφτασα εκεί δεν ήμουν προετοιμασμένος για την έκπληξη που με περίμενε.
Βρίσκοντας το σπίτι όπου μου έδειχνε το στίγμα από το περιδέραιο, σχεδόν εγκαταστάθηκα εκεί και μάζεψα όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσα να βρω μόνος μου, μιας και που δεν μπορούσα να μπω στην υπηρεσία μου γιατί αλλιώς θα πρόδιδα το δικό μου στίγμα και δεν ήθελα να ξέρει κανείς ότι ήμουν εκεί. Τα μόνα στοιχεία που κατάφερα να μαζέψω, ήταν ότι σε εκείνο το σπίτι κατοικούσαν ένα αρκετά νεαρό απλό ζευγάρι και μάλιστα νιόπαντρο, που μόλις είχαν αποκτήσει ένα μωράκι. Το μωρό δεν το είδα γιατί εκείνοι δεν το βγάζανε ποτέ από το σπίτι αλλά όλα τους τα ψώνια δηλώνανε ότι πρέπει να ήταν ακόμα σε πολύ μικρή ηλικία, ίσως και ημερών όταν έφτασα εγώ εκεί... Όμως πέρα από αυτά, δεν βρήκα κανένα άλλο στοιχείο της Μπέλλας, κάτι που να δήλωνε την παρουσία της εκεί...
Στην αρχή δεν ήξερα τι να πιστέψω, της το είχανε κλέψει;... Ήταν κάπου εδώ και κρυβόταν;... Δεν ήξερα και δεν μπορούσα και να μάθω... χωρίς να αποκαλύψω την ταυτότητα μου και αυτό σίγουρα δεν θα ήταν καθόλου καλό για κανέναν από τους δύο μας... έτσι πήρα την απόφαση να περιμένω ελπίζοντας ότι με κάποιον τρόπο θα βρω την λύση αυτού του γρίφου, μέχρι που το ζευγάρι βγήκε για μια νυχτερινή έξοδο και μόλις τους ακολούθησα και είδα να πηγαίνουν σε ένα εστιατόριο, κρύφτηκα για να μην με δουν και τους παρακολουθούσα από μακριά... Όταν η κοπέλα έβγαλε το παλτό της και είδα ότι το περιδέραιο της Μπέλλας τώρα διακοσμεί τον δικό της λαιμό... τα έχασα... απογοητεύτηκα... έχασα κάθε μου ελπίδα... αλλά δεν τα παράτησα... και δεν πρόκειται να τα παρατήσω... Ακόμα και να χρειαστεί να σπαταλήσω όλη μου την ζωή γι αυτόν τον σκοπό... δεν πρόκειται να τα παρατήσω ποτέ, όσα χρόνια και αν μου πάρει για να την ξαναδώ έστω και για μια τελευταία φορά.
Το κινητό μου χτύπησε και με μεγάλη απορία, τυλίγοντας μια πετσέτα στο σώμα μου, έτρεξα να δω ποιος με καλεί... Η Ρόουζ;... αναρωτήθηκα μόλις είδα τον αριθμό της στο καντράν του κινητού μου... Τι θέλει τρεις η ώρα τα μεσάνυχτα; Παλάβωσε τελείως;
«Στον ύπνο σου με έβλεπες;» την ρώτησα καθώς απάντησα στην κλήση και εκείνη με έπιασε από τα μούτρα και δεν είχα ιδέα για το γιατί.
«Σήκω, ντύσου και έλα στο σπίτι μου... Την έχεις πολύ άσχημα» δήλωσε και κοίταξα το κινητό μου με απορία... βρε μπας και ονειρεύομαι ακόμα;... Τι διάολο είχε συμβεί;
«Πας καλά μωρή... Τι λες;» της είπα εκνευρισμένα καθώς έβαλα το κινητό μου ξανά στο αυτί μου και εκείνη συνέχισε με την ίδια τακτική.
«Εκείνοι είναι καθοδόν... Θέλουν να σε δουν αυτοπροσώπως» είπε και κοίταξα το κενό... Εκείνοι θέλουν να με δουν και μάλιστα τρεις η ώρα τα μεσάνυχτα! Κάποιος μου κάνει πλάκα, δεν εξηγείτε αλλιώς.
«Ο λόγος;» ρώτησα και η Ρόουζ ξεφύσησε απηυδισμένα.
«Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς... ξέρεις ότι δεν τους αρέσει να τους στήνουν» είπε μόνο και μου έκλεισε το τηλέφωνο στην μούρη, αφήνοντας με μόνο να κοιτάζω στο κενό να αναρωτιέμαι τι είχα κάνει πάλι.
Από όσο θυμόμουν... στις τελευταίες αποστολές ήταν περισσότερο από ικανοποιημένοι με την δουλειά μου... τώρα τι μύγα τους τσίμπησε;... Αν δεν πάω δεν θα το μάθω ποτέ... Απάντησα στον εαυτό μου και πετώντας το κινητό πάνω στα σκεπάσματα, πήγα πάλι στην τουαλέτα και άρχισα να ετοιμάζομαι για την συνάντηση με τα μεγάλα κεφάλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου