Έντουαρτ
Το ένιωθα... το έβλεπα... την έχανα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι αυτό... Κάθε μέρα απομακρυνόταν από μένα, κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της, έπαιρνε τις αποφάσεις της και εμένα με αποξένωνε από αυτές... με αποξένωνε από τις ίδιες τις της σκέψεις... με άφηνε απέξω να ζω στην αμφιβολία και την αγωνία χωρίς να νοιάζεται για το πως εγώ ένιωθα γι αυτό.
Την μια στιγμή ήταν έτοιμη να παραδεχτεί τα συναισθήματα της και την επόμενη βλέποντας μόνο μια εικόνα αυτά έπαψαν πια να υπάρχουν;... Τόσο ρηχά ήταν;... Τόσο επιφανειακά;... Τόσο ανύπαρκτα;... Πραγματικά δεν μπορούσα να το πιστέψω... Δεν ήταν αυτή η Μπέλλα που γνώριζα εγώ... δεν μπορούσε να ήταν.
Ακόμα και τα βράδια, έπαψε πια να με αναζητά... έπαψε να με έχει ανάγκη για να μπορεί να κοιμάται ήρεμη... κοιμόταν όσο πιο μακριά μπορούσε από την αγκαλιά μου... και όλα αυτά για έναν ηλίθιο που δεν ξέρει τι του γίνεται;... Πως μπορούσε αυτό να συνέβαινε πράγματι;... Πως;
Δεν μπορώ να πω ότι όλα όσα της συνέβησαν μέσα σε λίγες μέρες δεν ήταν αρκετά ώστε να της αλλάξει την ψυχοσύνθεση της... ότι δεν ήταν αρκετά ώστε να την ταρακουνήσουν και να την κάνουν να διχαστεί ή να προβληματιστεί και να αρχίσει να ανησυχεί για το μέλλον της... άλλα έπρεπε να με ξέρει καλύτερα... έπρεπε να ήξερε ότι εγώ δεν θα άφηνα ποτέ να μπει κανείς ανάμεσα μας... δεν θα άφηνα κανέναν να επηρεάσει αυτό που μοιραζόμασταν... έπρεπε να ήξερε ότι με είχε αλλάξει ριζικά... ότι μόνο για εκείνην θα μπορούσα να τα βάλω με όλον τον κόσμο προκειμένου να την κρατήσω ασφαλή... έπρεπε να ξέρει ότι για μένα εκείνη και μόνο είναι όλος μου ο κόσμος και θα έκανα τα πάντα για να τον κρατήσω αμόλυντο και ασφαλή γιατί αυτό τις άξιζε και μόνο... μακριά από όλη την σαπίλα που με περιτριγυρίζει.
Μια βδομάδα τώρα, είχε πάρει τον ρόλο της τόσο σοβαρά που θα πίστευες ότι πάλευε να αποδείξει... σε εκείνην;... σε μένα;... θα σας γελάσω... ότι ανήκει δίπλα μου... ότι είναι γεννημένη γι αυτόν τον σκοπό... ότι προσπαθούσε να μου δείξει και σε εμένα αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό ότι ήθελε όσο τίποτα άλλο... να γίνει μέλος σε αυτόν τον διεφθαρμένο κόσμο που αν την αγγίξει τότε όλα θα τελειώσουν... όλα όσα γνωρίζει για τον εαυτό της θα σταματήσουν να υφίστανται... και όσο προσπαθώ να την αποτρέψω από το να κάνει τέτοιες σκέψεις... τόσο εκείνην την πιάνει το πείσμα της και προσπαθεί περισσότερο... και αυτό μόνο σε καλό δεν πρόκειται να μας βγει.
Είχε ανέβει στην σκηνή και από τις πρώτες λέξεις που πρόφεραν τα χείλια της... είχε μαγέψει όλον τον κόσμο που υπήρχε μέσα στην αίθουσα... Πραγματικά αδικείτε... άνετα θα μπορούσε να ακολουθήσει την καριέρα της ηθοποιού... Από την στιγμή που ανέβηκε στην σκηνή... ήταν μια άλλη Μπέλλα... τόσο άνετη... τόσο αέρινη... όποιος την κοίταζε ένιωθε ότι η σκηνή ήταν μέρος του εαυτού της... ότι το τραγούδι είναι η ζωή της... ότι η καριέρα της σαν τραγουδίστρια ξεκίνησε από την ημέρα που γεννήθηκε... Μόνο εγώ όμως ήμουν σε θέση να ξέρω ότι η αλήθεια ήταν πολύ μακριά... μόνο εγώ ήμουν σε θέση να διακρίνω την νευρικότητα της πίσω από αυτήν την μάσκα που είχε φορέσει για να τους παραπλανήσει... μόνο εγώ ήξερα... το πόσο τρομοκρατημένη ήταν αυτήν την στιγμή.
Ο άλλος ήταν εδώ από πριν ακόμα βγει στην σκηνή... αλλά εκείνη δεν τον είχε παρατηρήσει... δεν είχε παρατηρήσει κανέναν... γιατί πολύ απλά, δεν έβλεπε κανέναν, γιατί αν πράγματι τους κοίταζε, το πιο πιθανότερο θα ήταν να τα χάσει και να το βάλει στα πόδια ώστε να κρυφτεί σε καμία γωνιά για να κλάψει από την ντροπή που ένιωθε από όλα αυτά τα βλέμματα που την έκαναν να νιώθει άβολα... Αλλά εκείνη βράχος, συνέχιζε την παράσταση της μέχρι που ξεκίνησε να τραγουδάει το τραγούδι που της είχα γράψει.
Η ματιά της αυτόματα... λες και ήταν προγραμματισμένη... έπεσε στον Τζέικοπ και έμεινε εκεί... Το βλέμμα της γλύκανε... και τα μάγουλα της αμέσως ροδοκοκκίνισαν... ένιωσε άβολα από το επίμονο βλέμμα του και αυτόματα προσπάθησε να απομακρύνει το δικό της βλέμμα για να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία της αλλά αμέσως μετά... παίρνοντας τα πάνω της... την γύρισε ξανά προς το μέρος του και με έναν μοναδικό τρόπο... το τραγούδησε μόνο για εκείνον με τέτοιο πάθος που έκανε το στήθος μου να διαλυθεί.
Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι, ότι τα λόγια έλεγαν, ήταν όσα η ψυχή μου της φώναζε;... Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν ο τρόπος μου για να της πω όλα όσα εγώ ένιωθα για εκείνην;... Όχι δεν μπορούσε... ή ακόμα χειρότερα... δεν ήθελε... γιατί πολύ απλά η ίδια δεν ένιωθε ούτε τα μισά από όλα αυτά για μένα... Όλα της τα αισθήματα ήταν τόσο επιφανειακά... τόσο λίγα που δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι αρκετά ώστε να παρακάμψει όλα τα άλλα για να είναι δικιά μου.
Το κινητό μου χτύπησε και πιάνοντας το στα χέρια μου άρχισα να διαβάζω το μήνυμα που μου είχε στείλει... ποιος άλλος... ο σιχαμένος.
“Τι έγινε μεγάλε; Το κοριτσάκι μας έβαλε πλώρη για το φλωράκι;”
Έγραφε και σφίγγοντας την μπουνιά μου, πήρα το ποτήρι μου και με μια γουλιά ήπια το υπόλοιπο ποτό μου, κάνοντας νόημα στον μπάρμαν να μου το ξαναγεμίσει... Δεν τα παρατούσε.
“Τι έγινε φιλαράκο;... Πονάει η αλήθεια;... Την βλέπεις να σου ξεγλιστράει από τα χέρια και δεν μπορείς να το διαχειριστείς;”
Έγραφε στο δεύτερο του μήνυμα και βγήκα από τα ρούχα μου.
“Μην με αποκαλέσεις ποτέ ξανά έτσι... και στην τελική τι δουλεία έχεις εσύ εδώ;”
“Να φύγω και να χάσω τέτοιο θέαμα;... Δεν υπάρχει περίπτωση... Παραδέξου το φιλαράκι ... τα έφαγες τα ψωμιά σου... κοίτα να συνέλθεις πριν να είναι αργά... Όσο αφορά την προστατευόμενη σου... αργά ή γρήγορα θα γίνει δική μου, όσο πιο γρήγορα το χωνέψεις τόσο το καλύτερο για σένα... Μην μου πεις μετά ότι δεν σε προειδοποίησα”
“Σάλτα πηδήξου μαλάκα... και μην τολμήσεις να την πλησιάσεις γιατί δεν το έχω σε τίποτα να σε κάνω να μην ξέρεις από που σου ήρθε”
“Και να καταστρέψεις ότι με τόσο κόπο έχτισες;... ΧΑΧΑΧΑΧΑ... Τόσο πολύ σε έβαλε στο βρακί της;... Δεν απορώ για το γιατί... είναι τόσο ίδια με εκείνην που αποκαλούσες μητέρα... το ίδιο ηλίθια”
Τα νεύρα μου είχαν χτυπήσει κόκκινο... το δεύτερο ποτήρι είχε εξαφανιστεί μέσα μου... και γυρίζοντας την ματιά μου για να τον βρω και να του δώσω ένα καλό μάθημα... τα χειροκροτήματα που είχαν κατακλύσει την αίθουσα, με κάνανε αυτόματα να συνέλθω... Η Μπέλλα κατέβαινε από την σκηνή και έπρεπε να την προστατέψω... δεν έπρεπε να τον αφήσω να με παρασύρει στην οργή... αν τον άφηνα, τότε θα ήταν σαν να του την παρέδιδα στα χέρια.
Εκείνη έκατσε δίπλα μου και την στιγμή που ο μπάρμαν μου γέμιζε για τρίτη φορά το ποτήρι μου, εκείνη του ζήτησε ένα ποτήρι νερό.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» ρώτησα μέσα από τα δόντια μου την στιγμή που έβαζα το ποτήρι μου στα χείλια μου για να μην φανεί ότι της μιλούσα.
«Αυτό που απαιτεί η αποστολή μου... αυτό που μου επέβαλες εσύ να κάνω... γι αυτό μην αρχίζεις τις γλυκανάλατες ψευτοζήλιες σου τώρα και κοίτα να μαζευτείς και να σταματήσεις να πίνεις πριν καταστρέψεις τα πάντα για έναν παλιοεγωισμό» μου χτύπησε.
«Ο Χάντερ είναι εδώ» της γύρισα πίσω και εκείνη αμέσως πάγωσε αλλά δεν γύρισε προς το μέρος μου... «Περίμενε για λίγο εδώ μέχρι να πάω προς τα μέσα και μετά πήγαινε καρφί στο καμαρίνι σου... μην αλλάξεις πορεία γιατί τότε δεν σου εγγυώμαι ότι δεν θα είναι οι τελευταίες λέξεις που μοιραζόμαστε» της είπα και πίνοντας το υπόλοιπο ποτό μου έφυγα από δίπλα της... είχα βαρεθεί να μου κοπανάει όλα μου τα λάθη... είχα βαρεθεί να κάνω τα πάντα για εκείνην και να εισπράττω μόνο την απόρριψη της... είχα κουραστεί να παλεύω... αλλά γαμώτο μου γιατί δεν μπορούσα να τα παρατήσω;
Μπέλλα
Μόλις μου ανακοίνωσε ότι ο Χάντερ είναι εδώ... ένιωσα σαν κάποιος να μου είχε ρίξει μόλις ένα κουβά με κρύο νερό στο κεφάλι... σαν κάποιος να μου είχε τραβήξει απότομα το χαλί κάτω από τα πόδια μου και με είχε αφήσει έρμαια στην μοίρα μου... Η ανάσα μου χανόταν... τα πόδια μου λύγιζαν και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει... Ήθελα να τρέξω πίσω του και να κλειστώ στην αγκαλιά του... να με κάνει να νιώσω ότι δεν είμαι μόνη... να με κάνει να νιώσω όλα θα πάνε καλά... να με διαβεβαιώσει ότι όλα θα γίνουν όπως πριν... αλλά ήξερα ότι έπρεπε να κάνω και ότι μου ζήτησε... δεν είχαμε περιθώρια για λάθη... και έτσι έμεινα στο ίδιο σημείο να κοιτώ το κενό μέχρι που ένιωσα κάποιον να με πλησιάζει και πριν προλάβει η κραυγή που ένιωθα να καίει τα σωθικά μου ζητώντας απεγνωσμένα να απελευθερωθεί, να βγει προς τα έξω... γύρισα απότομα το σώμα μου προς την άλλη μεριά και προσπάθησα να φύγω με όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει... αλλά τα αντανακλαστικά μου με είχαν εγκαταλείψει... η συγκέντρωση μου ήταν ανεπαρκείς και σαν αποτέλεσμα έπεσα πάνω στο πρώτο σώμα που ήταν κοντά μου... Κράτησα την ανάσα μου παρακαλώντας μέσα μου με όλη την δύναμη της ψυχής μου να μην είναι εκείνος.
«Δεσποινίς Χουανίτα είσαστε καλά;» άκουσα μια άγνωστη φωνή να με ρωτάει και πάγωσα... Σήκωσα την ματιά μου αργά προς το μέρος του και μόλις αντίκρισα το πρόσωπο του η ανάσα μου χάθηκε... η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει και ένιωσα να λιώνω μέσα σε αυτό το ζεστό άγγιγμα που μυρμήγκιασε όλο μου το σώμα... «Δεσποινίς Χουανίτα είσαστε καλά;» επανέλαβε και πεταρίζοντας τα μάτια μου προσπάθησα ξανά να βρω την αυτοκυριαρχία μου.
«Ναι... ναι... συγνώμη...» είπα αποπροσανατολισμένη καθώς ίσιωνα ξανά το κορμί μου.
«Δεν χρειάζεται να απολογείστε» είπε τρυφερά και μόλις η ματιά μου ήρθε σε επαφή με την δική του ξέχασα τα πάντα... ποια είμαι... γιατί ήμουν εκεί... ακόμα και τον ίδιο τον Χάντερ... αλλά στο βάθος του μυαλού μου δεν ξέχασα εκείνον που ήξερα ότι τώρα από κάποιο σημείο της αίθουσας παρατηρούσε την κάθε μου κίνηση... και αυτό αυτόματα με επανέφερε στην πραγματικότητα και προσπάθησα με χίλιους τρόπους να πάω κοντά του.
«Συγνώμη σας χτύπησα;» είπα ευγενικά και εκείνος μου χαμογέλασε με το ίδιο ζεστό χαμόγελο που είχα δει και την πρώτη φορά που αντίκρισα το πρόσωπο του και ένιωθα να τα χάνω... δεν ήξερα τι να κάνω.
«Μην ανησυχείτε για μένα, είμαι μια χαρά... Εσείς όμως, είσαστε καλά;» δεν μπορούσα να αγνοήσω το πόση αγωνία υπήρχε σε όλα του τα χαρακτηριστικά και έσπευσα αμέσως να τον καθησυχάσω.
«Είμαι μια χαρά σας ευχαριστώ»
«Πολύ χαίρομαι γι αυτό...» υπήρχε μια περίεργη αμηχανία και από τις δύο μεριές και αυτό για λίγο, μας έκανε να χαμογελάσουμε χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος... «Συγνώμη παράλειψης μου... Είμαι ο Τζέικοπ Μπλακ»
«Χαίρω πολύ κύριε Μπλακ» είπα και έδωσα το χέρι μου... εκείνος το κράτησε μέσα στα δύο του ζεστά χέρια και με τον πιο απαλό τρόπο το έφερε αμέσως στα χείλια του... Μου είχαν φιλήσει πολλές φορές το χέρι... αλλά σαν αυτό το φιλί δεν υπήρχε τίποτα παρόμοιο... Ήταν τόσο ζεστό... τόσο ειλικρινείς που έκανε την καρδιά μου να ματώσει.
«Η χαρά είναι όλη δική μου... Δεσποινίς Χουανίτα» χαμογέλασα αμήχανα και προσπάθησα να ξεφύγω.
«Με συγχωρείτε αλλά πρέπει να πάω να αλλάξω πριν ξεκινήσει το δεύτερο πρόγραμμα» είπα ενώ αμυντικά το σώμα μου έκανε ένα βήμα μακριά του για να δημιουργήσει μια απόσταση μεταξύ μας.
«Ναι φυσικά καταλαβαίνω... Ελπίζω να σας ξαναδώ πολύ σύντομα»
«Σε κανένα μισάωρο» του είπα με νόημα κοιτώντας την σκηνή πειράζοντας τον και εκείνος χαμογέλασε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση καθώς έπιασε το αστείο και με άφησε να φύγω.
«Ανυπομονώ» είπε μόνο και μου έκανε χώρο για να περάσω... του χαμογέλασα και έβαλα πλώρη για το καμαρίνι μου με μισή καρδιά.
Με την ψυχή στα πόδια... προσπάθησα να κάνω το κορμί μου να συμπεριφερθεί φυσιολογικά ώστε να μην τρέξει για να τον βρει... Μόνο στην γνώση ότι εδώ γύρω ήταν ο Χάντερ και μάλιστα με απειλούσε... ήθελα να ουρλιάξω... Θα μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε και εγώ δεν είχα ιδέα πως έμοιαζε... Τι ηλίθια... γιατί ποτέ δεν ζήτησα από τον Έντουαρτ να μου δείξει μια φωτογραφία του;... Ακόμα χειρότερα... εκείνος δεν σκέφτηκε ποτέ να το κάνει ώστε να ξέρω από ποιον τρέχω μακριά;
Τα μάτια μου, με δική του πρωτοβουλία σκανάρανε τον κόσμο γύρω ψάχνοντας... αλλά όταν δεν ξέρεις τι ψάχνεις πως είναι δυνατόν να αναγνωρίσεις αυτόν τον έναν που ψάχνεις;;;
Η ματιά μου ξαφνικά έμεινε απάνω στον Τζέικοπ που ακόμα είχε μείνει στην ίδια θέση να με κοιτά να απομακρύνομαι... και η καρδιά μου ράγισε... από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφος... πιο αφοπλιστικός... και τόσο υπέροχος ακόμα και στον τρόπο που μίλαγε και έπραττε... που δεν υπήρχε περίπτωση να σε αφήσει αδιάφορο... Πως τα έκανα έτσι;... Αφού η καρδιά μου ανήκει στον Έντουαρτ... πως γίνεται το μυαλό μου να αντιδράει με αυτόν τον τρόπο στην παρουσία του Τζέικοπ;... Μήπως προσπαθεί να με αφυπνίσει;... Να μου περάσει κάποιο μήνυμα που εγώ αυτήν την στιγμή, μετά από όλα αυτά, δεν μπορώ να αποκωδικοποιείσω;
Ένα αμήχανο χαμόγελο έκανε δειλά την εμφάνιση του και τα μάγουλα μου αμέσως άναψαν και η ματιά μου από ντροπή έπεσε στο πάτωμα ενώ τα χείλια μου ανταποδίδανε το χαμόγελο του χωρίς την άδεια μου και καθώς προσπάθησα να ξεφύγω από όλο αυτό... γύρισα ξανά προς την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρω και έπεσα πάνω σε έναν στιβαρό άντρα που μου έφραζε τον δρόμο με την επιβλητική του παρουσία... Όλο μου το σώμα αμέσως αντέδρασε... ένιωσε το κίνδυνο και αμύνθηκε... καθώς απομακρυνόταν από μένα .
«Συγνώμη» μουρμούρισα ψιθυριστά και προσπάθησα αμέσως να ξεφύγω αλλά εκείνος δεν με άφηνε... με το σώμα του μου έφραζε τον δρόμο που θα με οδηγούσε κοντά του... για να νιώσω ξανά ασφάλεια και δεν είχα ιδέα πως να ξεφύγω.
«Χαρά μου να πέφτουν απάνω μου... τόσο όμορφες γυναίκες... και μάλιστα με τόσο ταλέντο... Επέτρεψε μου να σου πω ότι έχει μαγευτική φωνή... δεν υπάρχει κανείς μέσα σε ολόκληρη την αίθουσα που να μην έχει μαγευτεί από αυτήν... Πραγματικά έχεις μεγάλο ταλέντο και είναι κρίμα να χαραμίζεται» είπε αμέσως χωρίς υπεκφυγές κάνοντας μου ρητό... ότι αυτό που μου έλεγε το ένστικτο μου ήταν αλήθεια... και πριν αρχίσω να τρέχω για να ξεφύγω από κοντά του... άκουσα τον Έντουαρτ να καθαρίζει τον λαιμό του από ένα σημείο που ήταν πολύ κοντά μας και αμέσως ο Χάντερ γέλασε ειρωνικά... «Μάλλον είναι καλό να σε αφήσω να πας να αλλάξεις τώρα... Δεν θα ήθελα να αφήσω όλο σου το κοινό να περιμένει εξαιτίας μου» είπε και κάνοντας μου χώρο για να περάσω και μόλις βρήκα το κενό άρχισα πια να τρέχω χωρίς να έχω άλλες αντοχές να κρύψω την ταραχή μου.
Φτάνοντας στο καμαρίνι μου... με το που άνοιξα την πόρτα έκανα ένα βήμα προς τα μέσα και πάγωσα... όλο το καμαρίνι είχε μεταμορφωθεί σε έναν τεράστιο κήπο... με λουλούδια που τα περισσότερα δεν είχα ιδέα πως λεγόντουσαν... ενώ τα περισσότερα από αυτά δεν γνώριζα καν ότι υπήρχαν... Το μυαλό μου πάγωσε δεν ήξερα πως να αντιδράσω... οι εναλλαγές των συναισθημάτων μου μέσα σε λίγα λεπτά, ήταν τόσες πολλές, τόσο έντονες που με είχαν μπερδέψει τόσο πολύ που κόντευα να με κάνουν να καταρρεύσω.
Ένιωσα τα χέρια του να με ακουμπούν και γυρίζοντας απότομα προς το μέρος του... τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και κλείστηκα αμέσως μέσα στην ζεστή του αγκαλιά για να βρω παρηγοριά.
«Ήταν εκείνος έτσι δεν είναι;... Ήταν ο Χάντερ» έλεγα απαρηγόρητη με όλον τον τρόμο να αντικατοπτρίζεται σε όλο μου το κορμί... και ο Έντουαρτ με έσφιξε περισσότερο κοντά του για να με καθησυχάσει.
«Σσσς... μωράκι μου, ηρέμησε σε παρακαλώ... Όσο είμαστε μαζί δεν έχεις κανέναν λόγο να φοβάσαι για τίποτα» είπε και πάγωσα... μέσα στο μυαλό μου άκουσα ένα κλικ και απομακρύνοντας το κορμί μου από το δικό του τον κοίταξα δύσπιστα.
«Όσο είμαι μαζί σου;... Αυτό τώρα τι είναι;... Με απειλείς;» τον ρώτησα αμέσως και εκείνος ξεφύσησε.
«Γιατί πάντα πρέπει να τα παίρνεις όλα στραβά;... Δεν σου υποσχέθηκα ότι...»
«Και πότε κράτησε μια υπόσχεση που έδωσες;» του γύρισα εκνευρισμένα διακόπτοντας την φράση του στην μέση και γυρίζοντας την πλάτη μου για να μην τον βλέπω πήγα προς την καρέκλα που ήταν μπροστά από τον καθρέφτη και έκατσα καθώς ένιωθα ότι τα πόδια μου δεν με κρατούσαν άλλο πια όρθια... και μόλις είδα το βελούδινο κουτάκι που υπήρχε πάνω στο έπιπλο... γέλασα χαιρέκακα... «Τα μόνα που μένουν είναι αυτά τα ηλίθια δώρα σου τίποτα άλλο» του είπα με αηδία και την στιγμή που έκανα την κίνηση να το πετάξω στα σκουπίδια εκείνος με σταμάτησε.
«Και ποιος σου είπε ότι σου το πήρα εγώ» μου είπε με χολή και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του σμίγοντας τα φρύδια μου με απορία.
«Όχι;» ρώτησα δύσπιστα και εκείνος ανασήκωσε το φρύδι του με σκληρό ύφος.
«Γιατί δεν το διαπιστώνεις μόνη σου;» με προκάλεσε και κοίταξα το κουτάκι που κρατούσα ακόμα στα χέρια μου... Η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει τρελά και μόλις το άνοιξα και αντίκρισα αυτό που είχε μέσα για λίγο σταμάτησε να χτυπά... έμεινα ξέπνοη να το κοιτώ... ποιος θα μπορούσε να ήξερε τόσα πολλά για μένα;
ήταν ένα υπέροχο κολιέ... απλό αλλά και τόσο περίτεχνο... που σίγουρα δεν άξιζε πολλά αλλά με το που το έβλεπες αμέσως το θαύμαζες... Πήρα στα χέρια μου την κάρτα του και άρχισα να διαβάζω...
“Ένα λουλούδι δεν φτάνει για να εκφράσω όλων μου τον θαυμασμό μου... Όλα τα λουλούδια του κόσμου δεν φτάνουν για να καλύψουν την ομορφιά... την ζεστασιά και την καλοσύνη που εκπέμπετε... αλλά ένα λουλούδι μπορεί να δηλώσει όλα όσα εσείς κρύβεται μέσα σας... γιατί είσαστε ένας πανέμορφος ανεκτίμητος ανθός που μόλις ανθίζει και εύχομαι όλος ο κόσμος να μπορέσει να δεις και να μαγευτεί από αυτό τον ανθό όπως έχω μαγευτεί και εγώ.
Καλή επιτυχία στην καριέρας σας που τώρα ανθίζει
Ο παντοτινός σας θαυμαστής
Τζέικοπ Μπλακ”
Τα μάτια μου γούρλωσαν... το σώμα μου πάγωσε και χωρίς πραγματικά να το καταλάβω τα δάχτυλα μου χάιδευαν απαλά τον κολιέ ενώ τα μάτια μου δεν χόρταιναν να το κοιτούν.
«Σου αρέσει αυτή η κακογουστιά;... Είσαι το κάτι άλλο... Έχεις ιδέα πόσο φτηνιάρικο είναι;» μου πέταξε κάνοντας με να βγω από τα ρούχα μου.
«Αυτό που δεν κατάλαβες ποτέ σου, είναι ότι η αξία ενός δώρου είναι συναισθηματική και όχι χρηματική... Γι αυτό και όλα σου τα δώρα είναι άχρηστα... γιατί έχουν μόνο χρηματική... Η κίνηση μετράει Έντουαρτ όχι το πόσο ξόδεψες γι αυτό που πήρες... βλέποντας το και μόνο καταλαβαίνεις ότι όχι μόνο το διάλεξε μόνος του αντί να βάλει κάποια πωλήτρια να του δώσει ότι πιο ακριβό είχε μέσα στο μαγαζί... αλλά πριν καν το διαλέξει, ήξερε πολύ καλά τι ήθελε να πάρει... ήξερε τι θα προτιμούσα εγώ» του χτύπησα σκληρά και εκείνος ζάρωσε τα μάτια μου σκληρά.
«Τι να σου πω τώρα...» ξεκίνησε αλλά η πόρτα που χτύπησε έκοψε την κουβέντα του στην μέση... Κοιταχτήκαμε για λίγο αλλά αμέσως ξεπάγωσα και ανταποκρίθηκα φυσικά.
«Ποιος είναι;» ρώτησα ήρεμα.
«Τζέικοπ Μπλακ» ήρθε η απάντηση και κοίταξα για λίγο τον Έντουαρτ, εκείνος κατένευσε και πηγαίνοντας πίσω από το διαχωριστικό που υπήρχε για να αλλάζω... μου έδωσε το ελεύθερο να τον προσκαλέσω.
«Μια στιγμή παρακαλώ» είπα αμέσως και μόλις σηκώθηκα από την καρέκλα άρχισα να ξεκουμπώνω το φόρεμα μου.
«Τι κάνεις εκεί;» τον άκουσα να με ρωτάει σκληρά πίσω από το παραβάν αλλά εγώ δεν του έδωσα σημασία... Πετώντας το φόρεμα πάνω στο παραβάν... τράβηξα την ρόμπα μου και μόλις κάλυψα το κορμί μου, έτρεξα προς την πόρτα ενώ ταυτόχρονα έδενα την ζώνη μου.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και κρατώντας τα πέτα της ρόμπας σφιχτά για να κρύψω το στήθος μου άνοιξα την πόρτα ήρεμα.
«Συγνώμη δεν ήθελα να σας ενοχλήσω αλλά μου φανήκατε κάπως ανήσυχη πριν και ήθελα να βεβαιωθώ ότι είσαστε καλά» μου είπε και αμέσως του χάρισα το πιο ζεστό μου χαμόγελο.
«Μπορούμε να κόψουμε αυτόν τον αποκρουστικό πληθυντικό;» παρακάλεσα και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο... «Θα ήθελες να περάσεις μέσα;»
«Πραγματικά δεν ήθελα να ενοχλήσω... βλέπω ότι είσαι έτοιμη να αλλάξεις... θα...»
«Επιμένω» του είπα διακόπτοντας τον και εκείνος έγινε ακόμα πιο αμήχανος αλλά δέχτηκε την πρόσκληση μου και μόλις πέρασε μέσα, έκλεισα την πόρτα και γύρισα προς την μεριά του χαμογελαστή.
«Βλέπω ότι πήρες τα δώρα μου» είπε αμέσως και κοίταξα γύρω μου για λίγο.
«Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω... αλλά πραγματικά δεν ήταν ανάγκη να μπεις σε τόσο κόπο»
«Είμαι σίγουρος ότι θα έχεις βαρεθεί να σε γεμίζουν με λουλούδια μέχρι τώρα... αλλά νομίζω ότι ήταν το μόνο που θα μπορούσε να σε αντιπροσωπεύει» δεν είχα ιδέα πως να απαντήσω σε αυτό... «Μάλλον το παράκανα» τελικά παραδέχτηκε ενώ έτριβε τον σβέρκο του νευρικά.
«Σε ευχαριστώ... ήταν πολύ ευγενικό από μέρους σου... αλλά τα λουλούδια ήταν υπέρ αρκετά από μόνα τους» είπα και χαμογέλασε πιο ενθαρρυντικά.
«Σκέφτηκα ότι τα λουλούδια, αργά ή γρήγορα μαραίνονται... και ήθελα να έχεις κάτι να με θυμάσαι» είπε την σκέψη του και του χαμογέλασα πιο ζεστά... Γενικά η ατμόσφαιρα ήταν τόσο ηλεκτρισμένη που μας έφερνε μια περίεργη αμηχανία... «Μου επιτρέπεις;» είπε τελικά δείχνοντας τον κολιέ που ήταν πάνω στο έπιπλο και κατένευσα ενώ έκανα ένα βήμα προς το μέρος του και κάνοντας το γύρω του κορμού μου ήρθε και στάθηκε πίσω από την πλάτη μου... Μάζεψα τα μαλλιά μου πιο ψηλά για να τον βοηθήσω... και η ρόμπα άνοιξε αποκαλύπτοντας λίγο το στήθος μου... Κοιτάζοντας τον μέσα από τον καθρέφτη για να βλέπω τις αντιδράσεις του... για άλλη μια φορά με αποστόμωσε... Δεν έριξε ούτε ένα βλέφαρο προς αυτό... κοιτάζοντας μόνο την πλάτη μου ακόμα και όταν κούμπωσε τον κολιέ και σήκωσε την ματιά του προς το μέρος μου... στο μόνο σημείο που κοίταζε ήταν κατευθείαν μέσα στην ματιά μου... Τα χέρια μου χαμήλωσαν και αυτόματα χωρίς να αποχωρίζομαι την ματιά του... το ένα μου χέρι χάιδεψε απαλά το κολιέ.
«Σε ευχαριστώ» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω με βαθιά φωνή από την συγκίνηση που με είχε συγκλονίσει και εκείνος μου χαμογέλασε ζεστά.
Η πόρτα χτύπησε και απάντησα αυτόματα χωρίς να αποχωρίζομαι την ματιά του... ο ίδιος δεν έκανε καμία κίνηση ούτε να με πλησιάσει περισσότερο αλλά ούτε και να απομακρυνθεί από κοντά μου... ήταν απλά εκεί, πίσω από την πλάτη μου και μόνο με κοίταζε χωρίς να με ακουμπά αλλά όλη η ζεστασιά του σώματος του έκανε όλο το σώμα μου να αντιδράει.
«Ποιος είναι;» ρώτησα.
«Δεσποινίς Χουανίτα... Βγαίνετε σε 10 λεπτά»
«Θα είμαι έτοιμη» του απάντησα και ο Τζέικοπ έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και γύρισα όλο μου το σώμα προς την μεριά του.
«Θα σε αφήσω να ετοιμαστείς...» κατένευσα... δεν είχα κουράγιο για τίποτα άλλο... «Ξέρω ότι μάλλον είμαι λίγο βιαστικός αλλά αναρωτιόμουν... αν... ίσως μια μέρα...» ήταν νευρικός... τα λόγια τα ίδια δεν τον βοηθούσαν.
«Θα το ήθελα πάρα πολύ» τον έβγαλα από την δύσκολη θέση και μου χαμογέλασε με περισσότερη αυτοπεποίθηση.
«Τότε θα περιμένω τηλεφώνημα σου» μου απάντησε καθώς μου έδινε την κάρτα του και κατένευσα ενώ του χαμογελούσα... Ξαφνικά δεν είχαμε τίποτα άλλο να πούμε και εκείνος πήρε μια ανάσα.
«Καλή συνέχεια» μου ευχήθηκε και έφυγε ενώ με άφηνε πίσω με ανάμικτα συναισθήματα... Ήξερα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι ο Έντουαρτ ήταν εκεί... αλλά για πρώτη φορά από τότε που τον γνώρισα τον είχα ξεχάσει τελείως μέχρι που ένιωσα την παρουσία του.
«Μπορείς να με αφήσεις για λίγο μόνη μου να αλλάξω;» τον ρώτησα δεν είχα ιδέα την αντίδραση του καθώς το μόνο που μπορούσα να κοιτάζω ήταν την κλειστή πόρτα που ο Τζέικοπ μόλις είχε φύγει και τίποτα άλλο.
Δεν είπε τίποτα... έκανε αυτό που του ζήτησα... και μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω του... ένιωσα τόσο άδεια που ανάσα μου κόπηκε στην μέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου