Βάλτε να παίζουν μαζί και τα δύο βίντεο
Μπέλλα> ΟΧΙ, ΟΧΙ ΤΩΡΑΑΑΑΑΑ.
Έντουαρτ σκέψεις> Άφησε με να φύγω.
Ρόουζ> Μπέλλα άφησε τον να φύγει, αφού δεν έχει επανέλθει μέχρι τώρα...
Μπέλλα> Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου... Έντουαρτ γύρνα πίσω... ξέρω ότι με ακούς, μην με αφήνεις τώρα... ΟΧΙ ΤΩΡΑΑΑΑΑΑ.
Έμετ> Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο Μπέλλα... Άφησε τον.
Μπέλλα> Γύρνα πίσω που να σε πάρει... Γύρνα πίσω... Σε παρακαλώ, μην με αφήνεις τώρα.
Ρόουζ> Μπέλλα...
Μπέλλα> Γύρνα σε μένα σε παρακαλώ... Που να σε πάρει, κάνε την καρδιά σου να χτυπήσει... Κάν’ την να χτυπήσει.
Έμετ> Είναι πολύ αργά Μπέλλα, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο.
Μπέλλα> Μην τα παρατάς γαμώτο... μην τα παρατάς.
Έντουαρτ σκέψεις> Άφησε με να φύγω.
Μπέλλα> Μην τα παρατάς... Σ’ αγαπάω με ακούς... Σ’ αγαπάωωωω... Γύρνα σε μένα, σε ικετεύω, γύρνα σε μένα, γιατί αν δεν το κάνεις σου το ορκίζομαι ότι θα σε ακολουθήσω... Γύρνα σε μένα.
Έντουαρτ
Το εκτυφλωτικό φως που έμπαινε κάτω από τα βλέφαρα μου, με έκανε να πονάω τόσο πολύ που χωρίς επιλογή εκείνα άνοιξαν... Ήταν όλα άσπρα, θολά, τόσο εκτυφλωτικά που τα μάτια μου πονέσανε περισσότερο.
«Βρε καλώς τον εφτάψυχο» άκουσα μια φωνή να έρχεται από πολύ κοντά μου και προσπάθησα να εστιάσω κάπου αλλά ήταν τόσο δύσκολο.
Το σώμα μου το ένιωθα τόσο βαρύ, δεν υπήρχε μέλος που να μην πονάει αλλά ο πόνος στα μάτια μου ήταν ο χειρότερος.
«Μπέλλα» ήταν η μόνη λέξη που βγήκε από τα χείλια μου αλλά ήταν τόσο αδύναμη, τόσο άψυχη που δεν έφτασε ποτέ στα αυτιά μου.
«Έντουαρτ με ακούς;» άκουσα την ίδια γνωστή φωνή και προσπάθησα περισσότερο... Δεν είχα ιδέα αν κουνούσα μόνο τα μάτια μου ή και το κεφάλι... Ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος που με είχε καθηλώσει στην θέση μου κάνοντας με να αδυνατώ μέχρι και να σκεφτώ.
Μία θολή φιγούρα έμεινε σταθερή μπροστά μου και δύο ζεστά χέρια πλαισίωσαν το πρόσωπο μου... Ένιωθα, μπορούσα να νιώσω, να δω, κάθε δευτερόλεπτο που πέρναγε και πιο καθαρά... Που βρίσκομαι;;;
«Έντουαρτ είμαι η Ρόουζ, αν με ακούς ανοιγόκλεισε τα μάτια σου» το έκανα χωρίς δισταγμό, την άκουγα πεντακάθαρα... «Μην κουράζεσαι, αν θες, μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου και να προσπαθήσεις ξανά μόλις οι δυνάμεις σου επανέλθουν»
«Μπέλλα» επανέλαβα και αυτήν την φορά, αν και αμυδρά, η φωνή μου έφτασε στ’ αυτιά μου.
«Είναι εδώ, κοιμάται, θες να την ξυπνήσω;» ένιωσα την κίνηση του κεφαλιού μου να της το αρνείται, το σώμα μου άρχισε να συνεργάζεται καθώς η όραση μου επανερχόταν και εκείνη σταδιακά.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και την έκοψα στην μέση... ο πόνος έγινε χειρότερος.
«Θα φωνάξω μια νοσοκόμα να σου φέρει παυσίπονα, εντάξει;» είπε και στην σκέψη ότι θα ξανακοιμηθώ, αμέσως το μυαλό μου άρχισε να λειτουργεί.
«Όχι, όχι... δεν θέλω να κοιμηθώ» είπα με μεγάλη δυσκολία καθώς της έπιασα το χέρι και εκείνη αναστέναξε.
«Έντουαρτ δεν κάνει να ζορίζεις τον εαυτό σου... Είσαι πολύ αδύναμος ακόμα» προσπάθησε να με μεταπείσει αλλά εγώ ήμουν ανένδοτος.
«Που βρίσκομαι;» ρώτησα καθώς κοιτάξα γύρω μου... Ήταν όλα λευκά.
«Σε μια ιδιωτική κλινική ενός φίλου» γύρισα το κεφάλι μου αυτόματα προς το μέρος της αλλά εκείνη με πρόλαβε πριν μιλήσω... «Δεν ξέρει κανείς ότι είσαι εδώ... Κάλυψα τα ίχνη σας» είπε αμέσως και άφησα την ανάσα που κρατούσα... «Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο Έντουαρτ... ήσουν σε άθλια κατάσταση... Πάλι καλά να λες που ζεις... Αν δεν ήταν η Μπέλλα...» έκανε μια παύση και με την ματιά μου άρχισα να την αναζητώ... Μόλις η Ρόουζ το κατάλαβε έφυγε από μπροστά μου και με άφησε να δω το γυναικείο κορμί που έκρυβε τόση ώρα το σώμα της... Δεν ήταν αυτή η Μπέλλα μου, δεν μπορεί να ήταν αυτή...
Η Ρόουζ καταλαβαίνοντας τον προβληματισμό μου, συνέχισε χωρίς να της το ζητήσω... «Τέτοιο πείσμα σε έναν άνθρωπο, δεν έχω δει ποτέ ξανά στην ζωή μου... Αν δεν ήταν εκείνη μέσα στο χειρουργείο... Δεν θα ήσουν τώρα εδώ...» δήλωσε και παίρνοντας απρόθυμα την ματιά μου από την Μπέλλα μου, την γύρισα προς το μέρος της την στιγμή που εκείνη καθόταν βαριά στην καρέκλα που ήταν δίπλα από το κρεβάτι μου... «Δεν έχει φύγει λεπτό από δίπλα σου... Με το ζόρι την σέρνω στο κυλικείο για να φάει κάτι... αλλά δεν αντέχει στην ιδέα να είναι μακριά σου και συνήθως την κοπανάει πριν φάει αρκετή ποσότητα για να την κρατήσει... Έχει χάσει σίγουρα πολλά κιλά... και μέρα με την ημέρα είναι και πιο εξαντλημένη... Φαντάσου πόσο, που δεν έχει καταλάβει ότι ξύπνησες» είπε και με κοίταξε με πόνο στα μάτια... Η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει σαν άλογο και ο εκκωφαντικός ήχος του μηχανήματος με έκανε να σαστίσω.
«Κλείσε αυτόν τον διάολο» είπα με δυσκολία ενώ έκλεινα τα μάτια μου και η Ρόουζ αμέσως έσπευσε να το κάνει για να με ηρεμήσει... Πήρα μια μισή ανάσα και αφού την κράτησα, την άφησα να βγει ήρεμα από μέσα μου... Το στήθος μου διαλύθηκε... εγώ είχα διαλυθεί τελείως.
Άνοιξα τα μάτια μου και κάρφωσα για άλλη μια φορά την ματιά μου επάνω της... Η ανάσα της ήταν ρυθμική, το σιγανός της ροχαλητό με το ζόρι έφτανε στ΄ αυτιά μου... Όλο της το κορμάκι ήταν μαζεμένο σε μια μπάλα και όλα της τα χαρακτηριστικά έδειχναν όλον τον πόνο που βίωνε ακόμα και στον ύπνο της... αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι κοιμόταν μόνη... Γύρισα την ματιά μου προς την Ρόουζ.
«Πόσες μέρες είμαι εδώ;» ρώτησα.
«15» απάντησε αυτόματα και γύρισα πάλι την ματιά μου προς το μέρος της.
«15...» επανέλαβα μηχανικά... «Δεν κοιμάται κανείς μαζί της;» ρώτησα ξανά και η Ρόουζ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Φαίνεται πως το ξεπέρασε... Εντάξει κάνει κάτι κουλά ώρες, ώρες αλλά μέχρι εκεί... Να φανταστείς δεν προλαβαίνω να την πλησιάσω και εκείνη γυρίζει πλευρό και συνεχίζει τον ύπνο της κανονικά» είπε και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.
«Μάλλον θα το ξεπέρασε» επανέλαβα τα λόγια της, χωρίς πραγματικά να πιστέψω ότι πράγματι είχε συμβεί αυτό και γυρίζοντας ξανά το κεφάλι μου προς το μέρος της, άφησα την ματιά μου να χαϊδέψει το ταλαιπωρημένο της κορμάκι... Ήταν τόσο αδύνατη.
«Τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε η Ρόουζ αλλά δεν απάντησα αμέσως.
«Δεν έχω επιλογή Ρόουζ και το ξέρεις... Όσο και να...» δεν συνέχισα... «Δεν έχω επιλογή. Είναι ο μόνος τρόπος για να την προστατέψω» είπα τελικά χωρίς να την κοιτάω και εκείνη έμεινε για λίγο στην σιωπή.
«Ο μικρός βρέθηκε με μία σφαίρα ανάμεσα στα μάτια του...» είπε τελικά και γύρισα την ματιά μου αυτόματα προς το μέρος της... «Κατηγορούν την Μπέλλα γι αυτό... Λένε ότι βρέθηκαν αποτυπώματα στο όπλο που τον πυροβόλησε» με ενημέρωσε και έμεινα για λίγο να κοιτώ προς την Μπέλλα.
Άρχισε να γίνεται ανήσυχη... η ανάσα της άλλαζε... δεν θα αργούσε να ξυπνήσει.
«Πήγαινε να φέρεις την βαλίτσα που σου έδωσα και γύρνα να την πάρεις» είπα κάτω από την αναπνοή μου και μόλις κοίταξα την Ρόουζ εκείνη με παρακάλαγε με το βλέμμα της να μην το κάνω... «Δεν μπορώ να την προστατέψω όσο είμαι εδώ... Μετά θα προσπαθήσω να την βρω... μόνο φρόντισε να έχει μαζί της το δάκρυ»
«Δεν το βγάζει από πάνω της...» με διαβεβαίωσε και κατένευσα... «Έντουαρτ...» έκανε μια παύση και γύρισε προς το μέρος της με πόνο στην ματιά της... «Δεν είσαι ο μόνος αδύναμος μέσα σε αυτό το δωμάτιο» συμπλήρωσε με φωνή που ίσα έφτανε στα αυτιά μου και χωρίς να πει τίποτα άλλο, έφυγε και μας άφησε μόνους.
Μπέλλα
Άκουγα ομιλίες από μακριά αλλά ήμουν πολύ εξαντλημένη για να καταφέρω να ακούσω τι λέγανε... μέχρι που οι ομιλίες σταμάτησαν και εκεί που ένιωθα να βυθίζομαι περισσότερο στα όνειρα μου, ένιωθα κάτι να με ενοχλεί... κάτι δεν ήταν σωστό αλλά στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω το τι... ώσπου η απόλυτη σιωπή με πλαισίωσε και η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά.
«Ρόουζ, το μηχάνημα...» είπα και πετάχτηκα απάνω σαν ελατήριο και έτρεξα αμέσως να ελέγξω το μηχάνημα που μέτραγε τους καρδιακούς παλμούς του, το μηχάνημα που με κράταγε ακόμα σε αυτήν την ζωή... «Γιατί το μηχάνημα δεν...» είπα τρομοκρατημένα με τα μάτια μου να θολώνουν, μέχρι που είδα την χαρακτηριστική γραμμή να ανεβοκατεβαίνει πιο ζωηρά από όσο ανεβοκατέβαινε τις προηγούμενες μέρες και παγωμένα... αργά... γύρισα προς το μέρος του να τον αντικρίσω.
Εκείνος είχε τα μάτια του ανοιχτά και με κοίταζε άδεια, χωρίς κανένα συναίσθημα να καλύπτει τα υπέροχα χαρακτηριστικά του που είχαν πλέον σκληρύνει από την ταλαιπωρία και τον πόνο που βίωνε.
«Έντουαρτ;» είπα πνιχτά... δεν το πίστευα ότι είχε συνέλθει... «Έντουαρτ;» επανέλαβα και χωρίς να το υπολογίσω έγειρα από πάνω του, κράτησα το πρόσωπο του μέσα στα δύο μου χέρια και άρχισα να τον φιλώ πάνω στο μέτωπο του... Ένα πνιχτό βογκητό με επανέφερε στην πραγματικότητα και αυτόματα έκανα πιο πίσω.
«Συγνώμη... Συγνώμη... Δεν ήθελα να... Δεν το πιστεύω ότι» δεν ήμουν ικανή να σχηματίσω ούτε μια ολοκληρωμένη πρόταση... Τα είχα χάσει τόσο πολύ που δεν είχα ιδέα τι να κάνω.
«Γιατί είσαι ακόμα εδώ;» ήρθαν τα λόγια του σκληρά... σαν μαχαιριά να μου ξεριζώσουν και το τελευταίο κομμάτι της καρδιά μου.
«Γιατί η θέση μου είναι εδώ... Δίπλα σου» είπα με πείσμα και εκείνος έμεινε για λίγο να με κοιτάει με το ίδιο σκληρό ύφος που είχε και η χροιά της φωνής του, ανασαίνοντας με δυσκολία γρήγορα και κοφτά.
«Αν θυμάμαι καλά, πριν χάσω τις αισθήσεις μου, ήμουν ξεκάθαρος απέναντι σου. Μην περιμένεις λοιπόν να επανέλθω πλήρως γιατί αν το κάνω, πραγματικά θα το μετανιώσεις» είπε με σιγανή αλλά τραχιά φωνή και κούνησα το κεφάλι μου με πείσμα αρνητικά.
«Δεν με τρομάζουν οι απειλές σου, ξέρω ότι....»
«Σε είχα προειδοποιήσει Μπέλλα... τώρα είναι αργά για να τα πάρεις πίσω... Σήκω και φύγε τώρα και φρόντισε να μην βρεθείς ποτέ ξανά στον δρόμο μου γιατί αν το κάνεις, τότε θα είμαι σε θέση να σου αποδείξω το πόσο εννοώ ή όχι την απειλή μου» μου είπε μέσα από τα δόντια του ενώ η ανάσα του γινόταν όλο και πιο δύσκολη, σε σημείο που άρχισα να ανησυχώ μην πάθει κάτι.
«Αυτό θες;» ρώτησα ξέπνοα και εκείνος απάντησε αυτόματα.
«Ναι» και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά ενώ κοίταξα προς το πάτωμα για να αποφύγω την ματιά του... Το σαγόνι μου είχε αρχίσει να τρέμει, τα δάκρυα μου κυλούσαν ακατάπαυστα πάνω στα μάγουλα μου, τα πόδια μου λυγίζανε και ένιωθα τα πάντα γύρω μου να μαυρίζουν.
«Σου χρωστάω ακόμα μια απάντηση» είπα καθώς κράτησα την πλάτη της καρέκλας πριν λυγίσω μπροστά του...
«Δεν μου χρωστάς τίποτα» είπε σκληρά και πήρα μια τρεμάμενη ανάσα.
«Μόλις σου την δώσω θα φύγω...» συνέχισα χωρίς να τον κοιτώ... εκείνος δεν είπε τίποτα... «Η απάντηση είναι ναι... έχω αισθήματα για σένα... Μέσα στις ημέρες που κυλίσανε, όσο ήσουν αναίσθητος, μπόρεσα να δω όλα όσα περάσαμε πιο καθαρά... Είχα βλέπεις ατελείωτες ώρες για να της αναλύσω...» γέλασα αδύναμα... «Και τελικά αυτό που κατάλαβα ήταν, ότι υπήρχαν από την αρχή αλλά ήμουν πολύ πεισματάρα για να τα δω... Προσπαθούσα να προστατέψω τον εαυτό μου αλλά εκείνα μου δείχνανε πάντα τα σημάδια τους... Ο τρόπος που χτύπαγε η καρδιά μου κάθε φορά που με κοίταζες, η ανάσα μου που χανόταν κάθε φορά που με πλησίαζες, οι πεταλουδίτσες που χορεύανε μέσα στο στομάχι μου κάθε φορά που με άγγιζες και με έκαναν να σαστίζω...» κατάπια με δυσκολία τα δάκρυα μου και χωρίς ακόμα να τον κοιτώ έριξα για μια τελευταία φορά το δωμάτιο που πέρασα τις τελευταίες στιγμές μαζί του... «Αλλά τίποτα από αυτά δεν συγκρίνονται με όλα όσα ένιωσα μέσα στο χειρουργείο... την στιγμή που σε έχασα και πάλευα με όλη την δύναμη της ψυχής μου να σε γυρίσω πίσω...» έκανα μια παύση και πήρα άλλη μια τρεμάμενη ανάσα καθώς προσπαθούσα να κρατηθώ από όπου μπορούσα... «Κατά βάθος το ήξερα... Ήξερα ότι όταν θα ξυπνούσες όλα θα τελείωναν... γιατί ξέρω πόσο εγωιστής και αγύριστο κεφάλι είσαι... αλλά δεν με ένοιαζε... δεν με ένοιαζε τίποτα...»
«Τι καταφέρνεις με το να μου τα λες τώρα, όλα αυτά;» ρώτησε ψυχρά και σκούπισα τα δάκρυα μου με την αναστροφή του τρεμάμενου χεριού μου, ήξερα ότι ήταν μια μάταιη προσπάθεια καθώς τα δάκρυα δεν έλεγαν να στερέψουν αλλά όταν θα τον αντίκριζα ήθελα τα μάτια μου να μην είναι θολά... ήθελα η τελευταία φορά που θα τον αντικρίζω, η εικόνα του να είναι καθαρή στα μάτια μου.
«Σου χρωστούσα μια απάντηση...» είπα καθώς γύριζα προς το μέρος του αργά... «Τώρα που σου την έδωσα μπορώ να φύγω» είπα με όση ψυχραιμία που είχε απομείνει και γέρνοντας προς το μέρος του άφησα τα χείλια μου να ακουμπήσουν πάνω στο μέτωπο του... «Να προσέχεις τον εαυτό σου... και να ξέρεις ότι φεύγοντας, μαζί μου θα πάρω και ένα κομμάτι σου, το πιο αγνό, το πιο αμόλυντο, αυτό που θα με κρατάει για πάντα δεμένη μαζί σου...» έκανα πιο πίσω για να το κοιτάξω και βάζοντας τα χέρια μου πάνω στο πρόσωπο του, του χάιδεψα απαλά του μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του, που έκαναν αντίθεση με το κάτασπρο πρόσωπο του, με τους αντίχειρες μου και του χαμογέλασα ζεστά... «Δεν σου κρατάω κακία... ήξερα ότι δεν θα με δεχόσουν αλλά δεν είχε σημασία για μένα... Σημασία είχε μόνο να ξέρω ότι φεύγοντας, εσύ θα είσαι καλά, ότι δεν θα τα παρατήσεις, ότι θα συνεχίσεις να υπάρχεις. Σημασία για μένα έχει μόνο πριν φύγω να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ... πάντα σ’ αγαπούσα και δεν πιστεύω ότι ποτέ θα αλλάξει αυτό» δεν μίλησε... δεν κουνήθηκε καν... δεν άλλαξε ύφος.
Πήρα άλλη μια τρεμάμενη ανάσα, απομνημονεύοντας για τελευταία φορά το πρόσωπο του και του χαμογέλασα για άλλη μια φορά.
«Να μου προσέχεις» είπα μόνο και αφού άφησα ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια του, με όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει μέσα μου, σηκώθηκα και έφυγα από εκεί πριν καταρρεύσω τελείως.
Όλα μου φαινόντουσαν ίδια... εικόνες που απλά πήγαιναν και ερχόντουσαν... εικόνες που αντικαθιστώντουσαν από την ματιά του... την τελευταία του ματιά που θα μείνει χαραγμένη για πάντα μέσα στην ψυχή μου, να με συντροφεύει, να μου δίνει δύναμη, να με κάνει να ξέρω ότι εκείνος είναι ζωντανός, ότι υπάρχει ακόμα, ότι κοιτάει τον ίδιο ουρανό και ανασαίνει τον ίδιο αέρα... Ίσως κάποια στιγμή τον ξαναδώ, ίσως πάλι και όχι, δεν έχει σημασία... αυτό που μετράει είναι ότι δεν τον έχασα για πάντα.
Το αυτοκίνητο της Ρόουζ σταμάτησε έξω από τον σταθμό των λεωφορείων και παραξενευμένη γύρισα να την κοιτάξω... Προφανώς στην διαδρομή μέχρι εδώ, εκείνη θα μπορούσε να μου είχε πει τον λόγο που βρισκόμασταν εδώ αλλά εγώ ήμουν πολύ μακριά για να την ακούσω.
«Μείνε εδώ» είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε μέσα στα εκδοτήρια εισιτηρίων.
Τα χέρια μου ασυναίσθητα πιάσανε την κοιλιά μου και αφού την χάιδεψα απαλά πήρα μια βαθιά ανάσα... Τουλάχιστον θα έχω εσένα... σκέφτηκα και χαμογέλασα καθώς κοίταξα για λίγο γύρω μου τον κόσμο που πηγαινοερχόταν... Τουλάχιστον δεν θα είμαι ποτέ ξανά μόνη... συμπλήρωσα και πριν η Ρόουζ γυρίσει και με δει έτσι και ψυλλιαστεί τίποτα, έβαλα τα χέρια μου αυτόματα αριστερά και δεξιά από το σώμα μου παίρνοντας άλλη μια ανάσα... Ή εκείνος θα ήταν ή εσύ... συνέχισα να μιλάω στο μικρό μου με την σκέψη μου και αμέσως τα φρύδια μου ζάρωσαν με πόνο... Ίσως να είναι καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα, γιατί τώρα θα μπορώ νοητά να σας έχω και τους δύο... Τουλάχιστον θα ζείτε και οι δυο.
«Λοιπόν... μέσα στην βαλίτσα έχεις όσα χρειάζεσαι για να μπορέσεις να καλύψεις τα ίχνη σου και να κάνεις μια νέα αρχή... Το εισιτήριο, σου το έβγαλα στο όνομα Μέλροουζ Μπράνον... μην το ξεχάσεις...» είπε η Ρόουζ μόλις μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά την στιγμή που έπαιρνα στα χέρια μου το εισιτήριο και την πλαστή ταυτότητα που μου έδινε χωρίς να κοιτάξω καν τον προορισμό μου... Δεν με ένοιαζε που θα πήγαινα, από την στιγμή που όλα τελειώσανε έπρεπε να κάνω τα πάντα για να κρύψω το μικρό μου από τα μάτια τους και αυτό ακριβός θα έκανα, τουλάχιστον μέχρι να είμαι σίγουρη για την ασφάλεια του.
«Είσαι πολύ ψύχραιμη» παρατήρησε και αναστέναξα.
«Είσαι πολύ ψύχραιμη» παρατήρησε και αναστέναξα.
«Η καρδιά μου το ξέρει» της απάντησα αχρωμάτιστα και ανταπέδωσε τον αναστεναγμό.
«Θα είσαι καλά;» ρώτησε με πόνο στην ματιά της.
«Θα επιβιώσω» της απάντησα και παίρνοντας την τσάντα μου στο χέρι, άνοιξα την πόρτα για να βγω από το αυτοκίνητο.
«Μπέλλα...» με σταμάτησε η Ρόουζ και γύρισα προς το μέρος της... «Είναι μαλακία αυτό που θα κάνω... και αν φτάσει στα αυτιά του, τότε ξέρεις τις συνέπειες...» τόνισε και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία... «Δεν είχε άλλη επιλογή Μπέλλα, θέλω να με πιστέψεις... Το έκανε για σένα, όχι για εκείνον» η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.
«Τι... τι εννοείς;» ρώτησα ξέπνοα ενώ τα μάτια μου άρχισαν να θολώνουν.
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ...» δήλωσε και το σώμα μου άρχισε να τρέμει ολόκληρο... «Σε αγάπησε από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισε... αλλά ήταν πολύ εγωιστής για να το παραδεχτεί ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό... Σε έδιωξε γιατί μόνο έτσι μπορούσε να σε προστατέψει... Δεν είσαι μόνη σου σε αυτό το ταξίδι του αβάσταχτου πόνου Μπέλλα... Και εκείνος πονάει το ίδιο με σένα, ίσως τολμώ να πω και περισσότερο μιας και που του συμβαίνει πρώτη φορά... Κάνε υπομονή και ίσως μια μέρα αυτός ο πόνος να σταματήσει να υπάρχει» είπε και δεν είχα ιδέα πως να ανταποκριθώ σε αυτό, δεν μπορούσα να το πιστέψω... Με αγαπάει όσο και εγώ;
Η Ρόουζ μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Ελπίζω μια μέρα να συναντηθούμε ξανά... αν φυσικά το επιτρέψουν οι καταστάσεις... Μην χάνεις όμως τις ελπίδες σου Μπέλλα... θα βρει τον τρόπο να έρθει κοντά σου... δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εσένα» συμπλήρωσε και τότε τυφλώθηκα... η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει τόσο ξέφρενα που ένιωθα ότι θα φύγει από την θέση της... η ανάσα μου χάθηκε μακριά.
«Πήγαινε τώρα και πρόσεχε τον εαυτό σου... Μην αφήσεις κανέναν να σας χωρίσει» είπε επιτακτικά και πήρα μια βαθιά ανάσα... κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και την έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου.
«Σε ευχαριστώ» κατάφερα με κόπο να πω και εκείνη μου έτριψε την πλάτη παρηγορητικά.
«Να προσέχεις» μου ανταπέδωσε και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και άλλον αέρα, άνοιξα την πόρτα διάπλατα και βγήκα έξω από το αυτοκίνητο.
Πήγα στο πορτ μπαγκαζ και πήρα την βαλίτσα που μου είχε φέρει στο νοσοκομείο όταν ήρθε να με πάρει και μόλις το έκλεισα εισέπνευσα άπληστα τον φρέσκο αέρα της ελπίδας... Μια μέρα θα ήμαστε ξανά μαζί, μια μέρα θα έχουμε την ευκαιρία να είμαστε και πάλι μαζί... Ήταν οι σκέψεις που κατέκλισαν τον νου μου και τελείως μηχανικά, σαν να ήμουν προγραμματισμένη, κοίταξα το νούμερο του λεωφορείου πάνω στο εισητήριο μου και αφού το βρήκα, μπήκα μέσα, έκατσα στην θέση μου βάζοντας την βαλιτσούλα μου στα πόδια και έκατσα αναπαυτικά στο κάθισμα μου ενώ το χαμόγελο μου είχε μείνει μαρμαρωμένο στα χείλια μου, χωρίς να ξεκολλάει... Μια μέρα θα είμαστε και πάλι μαζί.
Δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει... δεν είχα ιδέα το που πήγαινε αυτό το λεωφορείο... άλλα μόλις σταμάτησε, κάτι έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει πιο γρήγορα... Τέσσερεις αστυνομικοί μπήκανε μέσα και αφού μιλήσανε με τον οδηγό άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας... Οι δύο πρώτοι πήγαν προς το τέλος του λεωφορείου και οι άλλοι δύο μεινανε μπροστά.
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας... ένας έλεγχος ρουτίνας είναι... Παρακαλώ παραμείνετε όλοι στην θέση σας και σε λίγο όλα θα έχουν τελειώσει» είπε ο ένας που είχε παραμείνει μπροστά, ενώ αυτός που ήταν δίπλα του άρχισε να κοιτάει έναν, έναν τους επιβάτες με ένα χαρτί στο χέρι του.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ένας ηλικιωμένος κύριος τον αστυφύλακα που είχε μιλήσει και εκείνος γύρισε ευγενικά προς το μέρος του.
«Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε... Απλά κάνουμε μια αναγνώριση» του είπε απαλά και έμεινα να τους κοιτάω αδιάφορα μέχρι που άκουσα μια φωνή να αναφωνεί δίπλα μου, λες και είχε βρει τον πρώτο αριθμό του λαχείου.
«Αυτή είναι» άκουσα να λέει κοντά μου και γύρισα παραξενευμένη προς το μέρος του, να τον κοιτάξω με απορία.
Ο αστυφύλακας που είχε μιλήσει πριν, ήρθε με γρήγορα βημματα προς το μέρος μου και με το έτσι θέλω με τράβηξε βίαια από την θέση μου ενώ γυρίζοντας με άρχισε να μου περνάει χειροπέδες... Είχα σοκαριστεί τελείως, δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε.
«Ιζαμπέλλα Σουαν... συλλαμβάνεσαι για τον φόνο του Τζέικομπ Μπλακ...» τον άκουσα να λέει και γύρισα προς την μεριά του.
«Τι πράγμα;» ρώτησα και εκείνος γυρίζοντας με ξανά προς την άλλη συνέχισε να μου περνάει και την δεύτερη χειροπέδα ενώ ταυτόχρονα μου άρχισε να λέει τα δικαιώματα μου... «Ένα λεπτό...» προσπάθησα να τον σταματήσω.
«Ότι και αν πεις, θα...» προσπάθησε να συνεχίσει χωρίς να μου δίνει σημασία αλλά εγώ τον διέκοψα για άλλη μια φορά.
«Ο Τζέικομπ Μπλακ είναι νεκρός;» ρώτησα σοκαρισμένη ενώ γύριζα ξανά προς το μέρος του και εκείνος αφού αναστέναξε μια φορά συνέχισε το ποιηματάκι του ανενόχλητος... «Πες μου που να σε πάρει... Ο Τζέικομπ είναι νεκρός;» τον ρώτησα και εκείνος τρομερά ενοχλημένος απάντησε ένα ξερό “ναι” και σπρώχνοντας με προς την πόρτα του λεωφορείου συνέχισε από εκεί που τον είχα διακόψει και μόλις με έβαλε μέσα στο περιπολικό με οδήγησαν στο τμήμα.
Τα είχα τελείως χαμένα... δεν ήξερα τι να κάνω... Ποιον να πάρω τηλέφωνο, αν με αφήσουν φυσικά να πάρω κάποιον... Τι να τους πω, πως να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα;... Δεν μπορούσα με τίποτα να ανακατεψω σε αυτό, ούτε τον Τεό και φυσικά ούτε και την Βι... για την Ρόουζ και τον Έντουαρτ ούτε λόγος... αν το έκανα θα ήταν οι ίδιοι που θα ερχόντουσαν να με καθαρίσουν αν αποκάλυπτα τα ονόματα τους... Τι διάολο θα κάνω τώρα;... Υποτίθεται ότι θα με προστάτευε... αυτό δεν το είχε προβλέψει;... Αλλά τι φταίει και εκείνος, τι θα μπορούσε να κάνει από το κρεβάτι του πόνου του;... Άλλωστε δεν ήταν εκείνος που γέμισε όλο το καλυβάκι με τα δακτυλικά μου αποτυπώματα... ούτε ήταν εκείνος που έγραψε με μεγάλα γράμματα “Ιζαμπέλλα Σουαν” πάνω στο βρώμικο παράθυρο... Όλα τα είχα κάνει μόνη μου... έβαλα τα χέρια μου και έβγαλα τα μάτια μου και τώρα ήρθε η ώρα να υποστώ τις συνέπειες.
Μόλις με βάλανε μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο, με ένα μακρόστενο τραπέζι, με δύο καρέκλες και έναν τεράστιο καθρέφτη... ο φύλακας που με είχε συνοδεύσει μέχρι εδώ, αφήνοντας με, με τις χειροπέδες, με οδήγησε στην καρέκλα που ήταν απέναντι από τον καθρέφτη και μόλις έκατσα, βγήκε από το δωμάτιο και κλείνοντας την πόρτα, την κλείδωσε και με άφησε μόνη.
Κοίταζα γύρω μου με απελπισία... το μυαλό μου στροφάρε γρήγορα... δεν έπρεπε να ανακατέψω με τίποτα το όνομα του Έντουαρτ... αλλά δεν είχα ιδέα και τι να πω... Τελικά αποφάσισα ότι η αλήθεια καμία φορά μπορεί να γίνει το πιο πιστικό ψέμα... αν παρακάμψεις κάποια σημεία της ιστορίας... αλλά πως θα μπορούσα να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα;... Σκεφτόμουν μέχρι που μια δεύτερη πόρτα άνοιξε και αυτόματα το κεφάλι μου γύρισε προς το μέρος της... μόλις είδα να μπαίνει εκείνος, τα έχασα περισσότερο... Ήξερα ότι όλα είχαν τελειώσει... το ένστικτο μου, μου έλεγε ότι εκείνος κρυβόταν πίσω από όλα αυτά από την αρχή και ακόμα ο κακόμοιρος ο Τζέικομπ ήταν ένα φτηνό υποχείριο του που επειδή τελικά αποφάσισε να τον προδώσει, το πλήρωσε με την ίδια του την ζωή... Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν μου έλεγε ότι ήταν από τα δικά του χέρια... γιατί αυτός είναι ο Χάντερ... δεν υπολογίζει τίποτα και κανέναν προκειμένου να πετύχει τον στόχο του, ούτε καν το ίδιο του το αίμα, ούτε καν τον ίδιο του τον αδελφό.
Τέλος Πρώτου Μέρους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου