Οι επόμενες δύο βδομάδες που περάσανε, ήταν οι πιο περίεργες βδομάδες τις ζωής μου... Από την μια ήταν ο Τζέικομπ που έκανε τα πάντα για να με κάνει να νιώθω τόσο όμορφα που πραγματικά υπήρχαν στιγμές που ξέχναγα τα πάντα... Ξέχναγα όλα όσα με κυνηγάγανε, όλα όσα με στοιχειώνανε, με κάνανε να ξεχνάω μέχρι και εκείνον... Ήταν τόσο περίεργο που όταν το συνειδητοποιούσα, με κομμένη την ανάσα, κοίταζα γύρω μου με αγωνία να τον βρω, να συνειδητοποιήσω ότι πράγματι υπάρχει, ότι όλα όσα έζησα μέσα σε αυτόν τον τελευταίο χρόνο δεν ήταν απλά της φαντασίας μου αλλά ήταν πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που μου άλλαξε όλη μου την ζωή. Όμως εκείνος δεν φαινόταν πουθενά, εγώ όμως ήξερα πάντα ότι ήταν κάπου εκεί, να με κοιτάει από μακριά, να με προσέχει.
Από την άλλη ήταν εκείνος... απόμακρος, απρόσωπος, άδειος. Με έκανε να νιώθω ότι από την μια στιγμή στην άλλη, γυρίσαμε πάλι στο μηδέν, γυρίσαμε στο τίποτα και αυτό δεν το άντεχα... Τα βράδια συνέχιζε να έρχεται στο δωμάτιο μου αλλά κάθε βράδυ που πέρναγε ερχόταν όλο και πιο αργά, σχεδόν λίγο πριν με πάρει ο ύπνος... Για σεξ ούτε λόγος, αν δεν έκανα την κίνηση εγώ να τον προκαλέσω, εκείνος δεν με άγγιζε πλέον, δεν με προκαλούσε, παρέμενε στην σιωπή του και μέσα στον κόσμο του, λες και δεν υπήρχα πια. Δεν μου το αρνιόταν αλλά ακόμα και όταν το δεχόταν, τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο.
Είχα διχαστεί, δεν ήξερα τι ήθελα πια, δεν ήξερα αν θα ήταν το καλύτερο και για τους δύο μας να τελειώσει μια και καλή η συνεργασία μας εδώ.
Γυρίζοντας αργά από μια έξοδο μου με τον Τζέικομπ, εκείνος ήταν ήδη κάτω από τα σκεπάσματα και όπως και κάθε βράδυ, παρέα με το βιβλίο του, ήταν μέσα στον κόσμο του ανέκφραστος να διαβάζει. Για μια στιγμή τον κοίταξα ενώ αναρωτήθηκα... Με είχε αφήσει μόνη;... Δεν μας ακολούθησε;
«Πως τα πέρασες;» ρώτησε αδιάφορα σαν να με ρώταγε τι καιρό κάνει έξω και έμεινα για λίγο να τον κοιτώ... Πράγματι δεν μας είχε ακολουθήσει;
Δεν είπα τίποτα, απλά έμεινα να τον κοιτώ περιμένοντας την ανταπόκριση του... αλλά η ανταπόκριση που περίμενα δεν ήρθε ποτέ. Ώστε αυτό ήταν; Όλα τελείωσαν και δεν το είχα πάρει καν είδηση; Και εγώ; Εγώ γιατί είμαι ακόμα εδώ; Γιατί δεν το ξεκαθαρίζει; Για την χαζοαποστολή του;
Πλησίασα το κρεβάτι και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο φερμουάρ του φορέματος που φόραγα, το κατέβασα αργά και μόλις το άνοιξα, άφησα το φόρεμα να πέσει στο πάτωμα... Καμία αντίδραση... Έβαλα ξανά τα χέρια μου πίσω στην πλάτη μου και μόλις ξεκούμπωσα το σουτιέν μου, το άφησα και αυτό να πέσει στα πόδια μου, κοιτώνας τον επίμονα, ζητώντας απεγνωσμένα για ένα του βλέμμα... Και πάλι τίποτα... Κατέβασα και το εσώρουχο μου με ελπίδα και έμεινα στην ίδια θέση περιμένοντας... μια κίνηση, ένα βλέμμα, κάτι... αλλά για άλλη μια φορά δεν έκανε τίποτα.
Σήκωσα τα σκεπάσματα και μόλις ξάπλωσα δίπλα του, πήρα από τα χέρια του το βιβλίο που κρατούσε και εκείνος άφησε την ανάσα του αν βγει από μέσα του βαριά κοιτώντας μακριά... Δεν του έδωσα σημασία... Πέταξα το βιβλίο μακριά και μόλις σήκωσα και τα δικά του σκεπάσματα από το σώμα του, έβαλα το χέρι μου πάνω στο σώμα του ενώ ταυτόχρονα άρχισα να τον φιλώ πάνω στο στήθος του και εκείνος προσπάθησε να με σταματήσει.
«Να πας να ξεκαυλώσεις από αυτόν που σε καύλωσε» είπε σκληρά και αφού με άδειασε με συνοπτικές διαδικασίες πάνω στο στρώμα, σηκώθηκε και πήγε μέχρι το παράθυρο. Για μια στιγμή νόμιζα ότι θα φύγει και έμεινα ξέπνοη να τον κοιτώ, με τα λόγια του σαν μαχαίρια να μου κομματιάζουν το στήθος.
«Έντουαρτ...» σήκωσε το χέρι του και με αυτήν του την κίνηση, μου έκοψε την φράση στην μέση.
«Μέχρι να πάρεις τις αποφάσεις σου, μέχρι να διαλέξεις, μην τολμήσεις να με αγγίξεις ξανά» είπε σκληρά και ένιωσα την ανάσα μου να σβήνει.
«Εσύ Έντουαρτ έχεις πάρει τις αποφάσεις σου; Διάλεξες την μοίρα μου ή ακόμα;» γύρισε και με κοίταξε σκληρά, με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα και με έκοψε στα δύο.
«Τι περιμένεις από μένα Μπέλλα; Να κάνω τον μαλάκα και να ανέχομαι ότι μαλακία κάνεις; Τι περιμένεις;»
«Εσύ τι περιμένεις από μένα Έντουαρτ; Πες μου τι;» ξέσπασα και έτριξε τα δόντια του, σκληραίνοντας το ύφος του ακόμα περισσότερο.
«Να εκτιμήσεις όσα σου πρόσφερα, να μην τα ποδοπατάς με τον πρώτο τυχόντα» είπε και δεν πίστευα στα αυτιά μου.
«Με λες αχάριστη; Εμένα αχάριστη; Που σου έδωσα τα πάντα; Που ανέχτηκα όλες σου τις μαλακίες, αδιαμαρτύρητα και αυτό είναι το ευχαριστώ; Μαζί σου ένιωσα τον απόλυτο εξευτελισμό, ποδοπάτησα τον εγωισμό μου για να είμαστε μαζί, παρόλο που ξέρω ότι σε αγγίζουν, δεν ξέρω και εγώ πόσα άλλα χέρια, φυλάκισα τον εαυτό μου σε τέσσερις τοίχους για χάρη σου, για να μπορούμε να είμαστε μαζί και αυτό είναι το ευχαριστώ;»
«Γιατί είσαι ακόμα εδώ Μπέλλα;»
«Όχι δεν θα σου κάνω την χάρη να με εξευτελίσεις άλλο» είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι και άρχισα να ντύνομαι... Τα χέρια του με σταμάτησαν και με γύρισαν προς το μέρος του.
«Γιατί είσαι ακόμα εδώ;» απαίτησε.
«Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου, τώρα» του γύρισα σκληρά αλλά εκείνος δεν έκανε πίσω.
«Γιατί;»
«Γιατί δεν με έχεις διώξει ακόμα; Γιατί;» του γύρισα.
«Γιατί η θέση σου είναι εδώ, μαζί μου» είπε κτητικά.
«Τότε διεκδίκησε με... Αν θες η θέση μου να είναι εδώ, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» τα χέρια του ξέσφιξαν από το σφιχτό τους κράτημα και εκείνος έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.
«Δεν πρόκειται να σε κάνω ποτέ σαν και εμένα» δήλωσε και κατένευσα ανέκφραστη.
«Τότε μάλλον είμαι περιττή» του είπα και κλέβοντας την ευκαιρία, ντύθηκα γρήγορα και προσπερνώντας τον, άρπαξα την τσάντα μου αλλά πριν φτάσω στην πόρτα, εκείνος με σταμάτησε.
«Αν την ανοίξεις, μην γυρίσεις ξανά» είπε και χωρίς να γυρίζω προς το μέρος του, κατάπια με κόπο τα δάκρυα που με πνίγανε και με το χέρι μου πάνω στο χερούλι της πόρτας, έμεινα για λίγο ακίνητη.
«Αντίο Έντουαρτ» είπα και ανοίγοντας την πόρτα έφυγα με το κεφάλι ψηλά... χωρίς να την κλείσω πίσω μου.
Έντουαρτ
Μήνυμα στον Χάντερ....
“Εγώ κράτησα τον λόγο μου... Κοίτα να κάνεις και εσύ το ίδιο γιατί δεν θα υπολογίσω τίποτα αυτήν την φορά... Αν τολμήσεις να την αγγίξεις, αυτήν την φορά, πέθανες”
Μπέλλα
Μόλις η πόρτα άνοιξε και ο Τεό με κοίταξε στα μάτια... δεν είχα άλλη δύναμη να σταθώ στα πόδια μου, δεν είχα άλλη δύναμη να κρατήσω ότι με έπνιγε.
«Τελείωσε» ήταν οι μόνες λέξεις που κατάφεραν, ξεψυχισμένες, να βγουν από τα χείλια μου και ο Τεό συγκρατώντας με, μέσα στα στιβαρά του χέρια, με ανασήκωσε στην αγκαλιά του και μόλις έκατσε στον καναπέ, με έσφιξε απάνω του και με άφησε να ξεσπάσω.
«Τι θα κάνεις τώρα;» με ρώτησε λίγο αργότερα και ανασήκωσα τους ώμους μου ενώ ταυτόχρονα τον έσφιγγα περισσότερο κοντά μου, θέλοντας να πάρω δύναμη από εκείνον.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα» κλαψούρισα και εκείνος μου έτριψε τον ώμο μου.
«Μπορείς πάντα να μείνεις μαζί μας, αν το θες» μου είπε και αμέσως κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά με πείσμα.
«Δεν μπορώ να σου το κάνω αυτό... Δεν μπορώ να μπω ανάμεσα σας... Δεν είναι σωστό» είπα και εκείνος με ανάγκασε να τον κοιτάξω.
«Και τι θα κάνεις;» ρώτησε με αγωνία και κοίταξα για λίγο μακριά.
«Μάλλον θα γυρίσω στην παλιά μου ζωή... Τι άλλο μου μένει να κάνω;»
«Και από δουλειά; Λεφτά;» ρώτησε και αναστέναξα.
«Θα τα καταφέρω» είπα με πείσμα ενώ μέσα μου ένιωθα να τρέμω... Τι θα καταφέρω;... Όταν εδώ καλά καλά δεν μπορώ να ανασάνω;... Τι θα καταφέρω;... Όταν νιώθω ότι η ζωή μου όλη έχει τελειώσει... Τα διέλυσα όλα... άναψα ένα σπίρτο και τα έκανα όλα στάχτη... κατέστρεψα ότι καλύτερο μου είχε συμβεί στην ζωή μου για ένα πείσμα... Πως μπόρεσα να το κάνω αυτό;... Πως περίμενα ότι εκείνος θα το δεχόταν;
Μέσα μου ένιωθα ότι με αυτόν τον τρόπο, ίσως κατάφερνα να τον κάνω να μου αποδείξει ότι κάτι ένιωθε για μένα, ότι δεν ήμουν άλλη μια που απλά πέρασε από την ζωή του, αλλά όταν κάποιος δεν έχει αισθήματα, πως μπορείς να περιμένεις κάτι τέτοιο;... Πως μπορείς να έχεις αυταπάτες;... Για άλλη μια φορά στην ζωή μου, ήμουν μόνη, απελπισμένη, άδεια.
«Με το άλλον τι θα κάνεις;» ρώτησε ο Τεό και αναστέναξα.
«Νομίζω ότι του χρωστάω την αλήθεια» παραδέχτηκα και τον κοίταξα δειλά.
«Πας καλά;... Γιατί δεν προσπαθείς...»
«Τεό δεν είναι το ίδιο... Δεν θα μπορέσω ποτέ να τον δω όπως τον Έντουαρτ... Δεν του αξίζει κάτι τέτοιο»
«Εγώ σου λέω να μην βιαστείς»
«Όχι δεν μπορώ να το κάνω αυτό» είπα με περισσότερο πείσμα και ο Τεό τα παράτησε.
«Εσύ ξέρεις καλύτερα» είπε τελικά και με έσφιξε μέσα στην ζεστή του αγκαλιά για να με παρηγορήσει.
«Μπορώ να μείνω για σήμερα εδώ;» τον παρακάλεσα, δεν ήθελα να φύγω ακόμα, έστω και νοητά ήθελα ακόμα να είμαι όσο μπορούσα πιο κοντά του, να ξεγελάσω τον εαυτό μου ότι είναι άλλη μια φιλική βραδιά, όπου τελειώνοντας, θα γύριζα στο σπίτι μας... Μας;... Πότε ήταν μας;... ήρθε αυτόματα η ερώτηση του υποσυνείδητου και τα μάτια μου για άλλη μια φορά άρχισαν να ξεχειλίζουν... Ποτέ... της απάντησε η καρδιά μου και τα αναφιλητά μου δεν άργησαν να σπάσουν την σιωπή.
Ανοίγοντας τα μάτια μου... το φως με τύφλωσε τόσο πολύ που άρχισαν τα μάτια μου να βλέπουν τις δικές τους εικόνες, εικόνες που μόνο παραισθήσεις θα μπορούσαν να ήταν... Εκείνος με κοίταζε με το πιο πληγωμένο βλέμμα και η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια.
“Τόσο λίγος ήμουν για σένα;”
Άκουγα να μου λέει αλλά τα χείλια του δεν κουνήθηκαν σπιθαμή.
“Σ’ αγαπώ”
Ούρλιαζα αλλά κανένας ήχος δεν έφτασε στα αυτιά μου.
“Γιατί έφυγες; Γιατί δεν πάλεψες;”
Με ρώταγε και τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν με ορμή.
“Σ’ αγαπώ”
Ούρλιαζα αλλά κανένας ήχος δεν έφτασε στα αυτιά μου.
“Όλα όσα ζήσαμε ήταν για σένα ένα ψέμα;”
“Έντουαρτ, Σ’ αγαπώ”
Ούρλιαζα αλλά για ακόμα μια φορά, κανένας ήχος δεν έφτασε στα αυτιά μου.
“Ήσουν και εσύ σαν όλες τις άλλες...”
“Όχιιιιι, Όχι. Έντουαρτ σ’ αγαπώ”
“Και το χειρότερο από όλα είναι, ότι εσύ ήσουν η χειρότερη”
Συνέχισε σαν να μην είχε ακούσει λέξη από ότι του είπα και προσπάθησα να τον φτάσω αλλά ήταν απλησίαστος.
“Όλα τελείωσαν... Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ ξανά στην ζωή μου... Ποτέ ξανά”
Τον άκουσα να λέει... και το σώμα μου έγινε συντρίμμια... η ανάσα μου έσβησε... η καρδιά μου είχε σταματήσει πια να υπάρχει και πριν προλάβω να αντιδράσω, εκείνος άρχισε να χάνεται μακριά μου... Προσπάθησα να σηκωθώ... πάλευα με τον ίδιο μου τον εαυτό, ήθελα να τρέξω πίσω του αλλά ένιωθα τόσο βαριά που μου ήταν αδύνατον... λες και κάτι ή κάποιος, με καθήλωνε στο κρεβάτι και δεν με άφηνε να αντιδράσω.
«Έντουαρτττττ» φώναξα με όλη την δύναμη της ψυχής μου και δύο χέρια με ταρακούνησαν απότομα.
«Μπέλλα άνοιξε τα μάτια σου... Όνειρο είναι ψυχή μου... Άνοιξε τα, σε παρακαλώ» άκουγα την φωνή του Τεό από μακριά και αυτό με έκανε να νιώσω ακόμα χειρότερα.
Γύρισα την ματιά μου προς το μέρος που εκείνος απομακρυνόταν από κοντά μου και καταπίνοντας με δυσκολία το σάλιο μου, έκανα άλλη μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια.
"Ξέρω που θα σε βρω... Σου χρωστάω μια απάντηση... Δεν θα τα παρατήσω πριν σου την δώσω" του υποσχέθηκα με τις λέξεις να βγαίνουν από μέσα μου διακεκομμένα ενώ οι λυγμοί μου, έπνιγαν τα λόγια μου και μόλις άνοιξα τα μάτια μου ο Τεό με κοίταξε χωρίς να κουνιέται.
«Ξέρω που θα τον βρω» είπα μόνο και ο Τεό με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του.
«Είσαι σίγουρη γι αυτό καρδιά μου;» ρώτησε με πόνο στην φωνή του και κατένευσα καθώς έπαιρνα μια βαθιά ανάσα.
«Θέλω να ξέρει» είπα μόνο και ο Τεό δεν είπε τίποτα άλλο.
Την ημέρα που θα γινόταν η δεξίωση που έδινε ο πατέρας του Τζέικομπ... η ημέρα που ήξερα ότι ο Έντουαρτ θα ήταν εκεί για να κάνει την δουλειά του, δεν άργησε να έρθει... Μέχρι εκείνην την ημέρα δεν πλησίασα το σπίτι του, δεν έφυγα όμως και από το σπίτι του Τεό, δεν μπορούσα να φύγω, αν το έκανα θα ήταν σαν έφευγα από εκείνον... Ο Τζέικ είχε ψυλλιαστεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά όσο μπορούσα προσπαθούσα με νύχια και με δόντια να καλύπτω όλα τα συναισθήματα μου και να κάνω πως είμαι καλά, μέχρι που εκείνος προσπάθησε να με φιλήσει... Δεν μπόρεσα, ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου και έτσι ξαφνικά όλα όσα κράταγα μέσα μου ξεχύθηκαν με τέτοια ορμή που δεν είχα κουράγιο να συγκρατήσω τίποτα πια μέσα μου.
«Συγνώμη Τζέικομπ... Συγχώρεσε εγώ... δεν...» δεν μπορούσα να συνεχίσω τα δάκρυα μου με έκαναν ανίκανη να το καταφέρω.
«Υπάρχει άλλος...» ήταν δήλωση όχι ερώτηση... Έκρυψα το πρόσωπο μου μέσα στα δύο μου χέρια και έμεινα εκεί ενώ κατένευσα σαν απάντηση, επιβεβαιώνοντας το... «Σε παράτησε...» συνέχισε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ανασήκωσα το κορμί μου και ακουμπώντας την πλάτη μου βαριά πίσω στο παγκάκι που καθόμασταν, για λίγο κοίταξα μακριά τον ορίζοντα, καθώς απομάκρυνα τα δάκρυα από τα μάτια μου.
«Εγώ τον παράτησα» δήλωσα και ο Τζέικομπ για λίγο έμεινε στην σιωπή.
«Γιατί;» ρώτησε εύλογα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τον κοίταξα με απόγνωση.
«Δεν ξέρω Τζέικομπ... Δεν ξέρω τίποτα πια» είπα ειλικρινά με παράπονο και εκείνος με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του παρηγορώντας με και αυτό με έκανε ακόμα χειρότερα.
«Δεν σου αξίζω Τζέικομπ... Δεν μπορώ να σε κοροϊδεύω άλλο»
«Ένιωσες κάτι για μένα» δήλωσε και σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος του.
«Περισσότερα από όσα μπορείς να φανταστείς...» επιβεβαίωσα με ειλικρίνεια και με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του για άλλη μια φορά... «Αλλά δεν είναι το ίδιο Τζέικομπ... ποτέ δεν θα είναι το ίδιο... και δεν σου αξίζει αυτό» συνέχισα και εκείνος με ανάγκασε να τον κοιτάξω, βάζοντας το χέρι του πάνω στο πρόσωπο μου.
«Μπορώ να περιμένω Χουανίτα... ξέρω ότι μια μέρα θα μπορέσεις να το ξεπεράσεις... Αν νιώθεις κάτι για μένα... θα το ξεπεράσουμε μαζί» προσπάθησε απελπισμένα και δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να μπορέσω να του δώσω να καταλάβει ότι για μένα... ο Έντουαρτ είχε χαραχτεί μέσα μου, με ανεξίτηλο μελάνι... και δεν θα μπορούσε ποτέ και κανένας, να το αλλάξει αυτό.
«Έχεις χρυσή καρδιά Τζέικομπ... και δεν σου αξίζω... δεν σου αξίζω» επέμενα κλαψουρίζοντας και εκείνος μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο.
«Μπορούμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε» είπε και με αποτελείωσε.
«Τζέικομπ...»
«Ξέρω ότι είναι νωρίς... αλλά σ’ αγαπάω Χουανίτα... σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε άκουσα να τραγουδάς... από την πρώτη στιγμή που σε ένιωσα απάνω μου... Μην με αποκόβεις τελείως... δώσε μου μια ευκαιρία... αν δεν βγει πουθενά...» έκανε μια παύση δεν μπορούσε καν να το σκεφτεί... «Τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε... σου υπόσχομαι να μην σε πιέσω» δεν είπα τίποτα... δεν είχα ιδέα τι να του απαντήσω σε αυτό... Τι θα μπορούσα να του απαντήσω;
Μετά από όλα αυτά αποφάσισα να του πω την αλήθεια... Την δική μου αλήθεια μόνο, ελπίζοντας ότι αυτό θα έφτανε να τον αποθαρρύνει... Του είπα ότι ζούσα με κάποιον που με πλήρωνε για την συντροφιά μου... του είπα ότι ενώ από την αρχή με είχε βάλει να του ορκιστώ ότι δεν θα τον ερωτευτώ... ότι αν συνέβαινε αυτό, αυτόματα θα με έδιωχνε από κοντά του και ότι ο λόγος που έφυγα από δίπλα του, ήταν αυτός... Εκείνος με κοίταζε σαν να με κοίταζε για πρώτη φορά χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά του... Εγώ ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί... ένιωθα τόσο φτηνή.
«Και το τραγούδι;» με ρώτησε και πάγωσα... τι θα μπορούσα να πω γι αυτό; Είπα το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό μου.
«Εγώ τον παρακάλεσα να με προωθήσει, να...»
«Να αλλάξεις καριέρα;» ρώτησε και ένιωσα σαν κάποιος να μου έμπηξε ένα μαχαίρι στην καρδιά.
«Μπορείς να το πεις και έτσι» είπα κάτω από την αναπνοή μου κοιτώντας μακριά.
«Αυτό σημαίνει πολλά Χουανίτα...»
«Μπέλλα» τον διόρθωσα διακόπτοντας τον και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του... «Το όνομα μου είναι Μπέλλα, όχι Χουανίτα» επανέλαβα και ήταν η σειρά του να γυρίσει το πρόσωπο του προς τον ορίζοντα συγκεντρώνοντας τις σκέψεις του... «Δεν φαντάζεσαι πόσο λυπάμαι για όλα αυτά Τζέικομπ... Πραγματικά δεν έχω λόγια να...»
«Μπέλλα...» είπε διακόπτοντας την φράση μου στην μέση και με κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια με πείσμα... «Δεν με νοιάζει τίποτα... Όλοι κάνουμε λάθη στην ζωή μας... Δεν μπορώ να σε καταδικάσω γι αυτό... Μαζί...»
«Γιατί δεν το βλέπεις ότι είναι λάθος;... Γιατί;» ξέσπασα και έκλεισα το πρόσωπο μου μέσα στα χέρια μου ενώ τα δάκρυα μου άρχισαν και πάλι να με πνίγουν.
«Γιατί μαζί σου νιώθω άλλος άνθρωπος... γιατί μαζί σου νιώθω τόσο δυνατός που μπορώ να αντιμετωπίσω τα πάντα»
«Τζέικομπ... είμαι μια φτηνή... ένα τίποτα» προσπάθησα άλλη μια φορά.
«Είσαι πολλά πράγματα Μπέλλα αλλά όχι αυτά που αναφέρεις»
«Είμαι έγκυος Τζεικομπ» έριξα το τελευταίο μου χαρτί με φωνή που ίσα που ακούστηκε και εκείνος πάγωσε.
«Το ξέρει;» κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά... «Δεν θα του το πεις;» πήρα μια τρεμάμενη ανάσα και προσπάθησα να ηρεμήσω.
«Μου είχε κάνει ρητό... ότι αν έμενα έγκυος... ήταν μονόδρομος» είπα με νόημα και το σκέφτηκε για λίγο.
«Θα το κρατήσεις;» ρώτησε και πραγματικά δεν είχα ιδέα τι να του απαντήσω.
«Δεν ξέρω τι να κάνω... Μου ήρθαν όλα μαζεμένα... Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πια... Το μυαλό μου έχει μπλοκάρει... δεν συνεργάζεται με τίποτα... Δεν ξέρω τι να κάνω...» είπα ενώ οι λυγμοί μου κάλυψαν τα τελευταία μου λόγια και εκείνος με έκλεισε για άλλη μια φορά μέσα στην αγκαλιά του.
«Σε παρακαλώ μην μου κλαις... Σε παρακαλώ» έλεγε ενώ με χάιδευε παρηγορητικά... «Μπορώ να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω;... Οτιδήποτε» τον κοίταξα για λίγο χωρίς να πιστεύω στα αυτιά μου.
«Τι εννοείς οτιδήποτε;» δεν μπόρεσα να μην ρωτήσω.
«Οτιδήποτε Μπέλλα... Θα μπορούσα να κάνω τα πάντα για σένα... ακόμα και να γίνω εγώ ο πατέρας αυτού του παιδιού... Αν το ήθελες και εσύ» έγινα κομμάτια... τα μάτια μου τυφλώθηκαν... το μυαλό μου πάγωσε... Είναι δυνατόν κάποιος να ακούσει όλα αυτά και να επιμένει ακόμα;
«Όχι... δεν θα μπορούσα ποτέ να συγχωρέσω τον εαυτό μου αν σου έκανα κάτι τέτοιο...»
«Μπέλλα είσαι ξεκάθαρη μαζί μου και το εκτιμώ... γι αυτό και θα είμαι και εγώ ξεκάθαρος απέναντι σου... Δεν είμαι τόσο βλάκας όσο φαίνομαι... ήξερα από την αρχή ότι δεν ήσουν δίπλα μου για μένα αλλά για κάτι άλλο...» πήρα μια ανάσα αλλά εκείνος δεν με άφησε να τον διακόψω... «Δεν με νοιάζει ο λόγος... ακόμα και να μου έλεγες ότι ήταν για το όνομα ή τα λεφτά μου... και πάλι δεν θα κατάφερνες να με ξεκολλήσεις από πάνω σου... Γιατί ξέρω... μέσα σε αυτόν τον λίγο καιρό που ήμασταν μαζί... είδα μια Μπέλλα που όποιος και να την έβλεπε με τον τρόπο που την είδα εγώ... θα έκανε τα πάντα για να την κερδίσει... και φυσικά δεν αποκλείω τον εαυτό μου... γιατί έχεις μέσα σου μια σπάνια καρδιά και όσο ψεύτικα και να φέρεσαι... όσο θέατρο και να παίζεις... εκείνη βρίσκει τρόπο να βγαίνει προς τα έξω... δεν υπάρχει κανείς που να μην σε δει και να μην την αναγνωρίσει απάνω σου και αυτήν την σπάνια καρδιά δεν είμαι διατεθειμένος να την αφήσω να φύγει έτσι απλά... Δεν ξέρω ποιος σε έμπλεξε και αν δεν θες μου πεις ώστε να τον κάνω να πληρώσει που τόλμησε να σκεφτεί να σου κάνει κάτι τέτοιο, δεν θα σε πιέσω... Άλλα Μπέλλα σε παρακαλώ... δώσε μου μια ευκαιρία να σου αποδείξω ότι εγώ δεν είμαι σαν εκείνον...»
«Τζέικομπ σε παρακαλώ» προσπάθησα αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.
«Μια ευκαιρία ζητώ μόνο Μπέλλα, μόνο μια. Δεν θα σε πιέσω για τίποτα. Σε παρακαλώ» είπε ενώ μου κράταγε το χέρι μου μέσα στα δύο δικά του και με κοίταζε σαν ένα πληγωμένο κουτάβι.
«Χρειάζομαι χρόνο...»
«Μπορώ να περιμένω» είπε αυτόματα με κομμένη την ανάσα του.
«Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα»
«Μου φτάνει μόνο να μου δώσεις μια ευκαιρία» επανέλαβε και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Δεν μπορώ να σου την αρνηθώ» τελικά υποχώρησα και έλπιζα μόνο να μην τον πληγώσω περισσότερο... Χρειαζόμουν μια ευκαιρία να μιλήσω στον Έντουαρτ... αν εκείνος με απέρριπτε και τώρα... τότε θα του την έδινα με όλη μου την καρδιά... και ας ήξερα ότι δεν του άξιζα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου