Ετικέτες

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

The Destiny "15b. Η συμφωνία"





«Πως πέθανε;» τον ρώτησε διστακτικά ενώ ακούμπαγε το μέτωπο της πάνω στον λαιμό του και του χάιδευε το χέρι τρυφερά.

«Πήρε την απόφαση να δώσει ένα τέλος σε αυτήν την τρέλα» της είπε και η Μάριαν πάγωσε από το σοκ.

«Αυτοκτόνησε;» τις φαινόταν αδιανόητο κάτι τέτοιο.

«Μπορείς να το πεις και έτσι» της επιβεβαίωσε τις υποψίες της και καθώς έκανε το κεφάλι της πιο πίσω για να τον κοιτάξει εκείνος της εξήγησε. «Δεν ήταν ο εαυτός του τον τελευταίο καιρό πριν πεθάνει».

«Τον τρέλανε» διαπίστωσε και ο Φράνσις κατένευσε.

«Κάθε χρόνο την άνοιξη ακριβώς την ημερομηνία που γνώρισε την μητέρα του Κωνσταντίν, γινόταν μια γιορτή προς τιμή της. Σε αυτήν την γιορτή ο μάγειρας έφτιαχνε ένα τεράστιο κέικ σε στιλ τούρτας, έκρυβε μέσα ένα δαχτυλίδι και όποια υπηρέτρια το έβρισκε γινόταν βασίλισσα για μία μέρα. Μπορεί να τον κορόιδευαν πολύ πίσω από την πλάτη του γι’ αυτήν την γιορτή αλλά για εκείνον ήταν η πιο ευτυχισμένη του μέρα. Αν ήταν όμορφη κιόλας η υπηρέτρια καταλαβαίνεις ότι δεν έμεναν μόνο στο στέμμα και τα φορέματα» είπε με νόημα και η Μάριαν του χαμογέλασε καταλαβαίνοντας ακριβώς τι εννοούσε.

«Παρόλο που η μητέρα μου αδιαφορούσε τελείως γι’ αυτήν την γελοία για εκείνη γιορτή, στην τελευταία γιορτή τα χρειάστηκε για τα καλά γιατί ο πατέρας μου όχι μόνο γοητευτικέ από την μικρή υπηρέτρια που έτυχε να είναι η φετινή βασίλισσα αλλά ήθελε μέχρι και να ακυρώσει τον γάμο του για να την παντρευτεί» της εξήγησε και η Μάριαν άρχισε να κουνάει το κεφάλι της θετικά με κατανόηση.

«Και φυσικά εκείνη δεν ήταν διατεθειμένη να το αφήσει να συμβεί αυτό έτσι απλά» μουρμούρισε την σκέψη της.

«Όχι απλά δεν το άφησε αυτό να συμβεί αλλά πήρε την απόφαση ότι είχε έρθει η ώρα το στέμμα να αλλάξει χέρια» της επιβεβαίωσε εκείνος.

«Και ο παππούς σου δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να την σταματήσει;» τον ρώτησε δύσπιστα.

«Προσπάθησε, όλοι μας προσπαθήσαμε αλλά εκείνος δεν άκουγε κουβέντα. Από τότε που έχασε την αγαπημένη του δεν ήθελε πια αυτήν την ζωή αλλά έκανε κουράγιο μέχρι να είναι σίγουρος ότι τα παιδιά του δεν τον είχαν πια ανάγκη. Ο Κωνσταντιν… μάλλον θα είναι πάντα ο Κωνσταντίν, όσο για μένα… είχε ήδη προλάβει να μου μάθει όλα όσα έπρεπε να ξέρω για να καταφέρω να εκπληρώσω όλα όσα εκείνος θα ήθελε να κάνει αν είχε την ευκαιρία να είναι πραγματικός βασιλιάς και όχι ένα απλό πιόνι της. Αλλά επιπλέων τώρα πια είχα και εσένα οπότε δεν το σκέφτηκε καθόλου …»

«Τι έκανε;» τον ρώτησε με περιέργεια.

«Στην γιορτή που διοργάνωσαν για τα γενέθλια μου γινόντουσαν διάφορα αγωνίσματα… ξέρεις, ξιφομαχίες, τοξοβολία, κονταρομαχίες και διάφορα άλλα τέτοια. Όπως καθόταν ήσυχος και τελείως αδιάφορος για όλα αυτά, ξαφνικά του μπήκε η ιδέα να κονταρομαχήσει με αυτόν που είχε βγει πρώτος στις κονταρομαχίες εκείνη την ημέρα. Έτρεξα πίσω του, πάλεψα να του αλλάξω γνώμη αλλά εκείνος με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: ‘Ένας καλός βασιλιάς δεν κρύβεται πίσω από τον στρατό του, είναι πάντα στην πρώτη γραμμή και πολεμά μαζί με τους στρατιώτες του’…»

«Πραγματικά ανατρίχιασα» εξέφρασε η Μάριαν τρίβοντας τα μπράτσα της ενώ ακούμπαγε το κεφάλι της απαλά πάνω στον λαιμό του.
«Μετά έγιναν τα πάντα τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να τα δω όλα αλλά μόλις είδα το κοντάρι να έχει μπει βαθιά μέσα στο μάτι του ήξερα ότι αυτό ήταν το τέλος» συμπλήρωσε εκείνος και η Μάριαν τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.

«Αχ Φράνσις, λυπάμαι τόσο πολύ» του είπε πνιγμένα και εκείνος αφήνοντας την ανάσα του να βγει από μέσα του βαριά της έτριψε την πλάτη παρηγορητικά και την φίλησε απαλά πάνω στα μαλλιά της.

«Δεν υπέφερε πολύ…» την διαβεβαίωσε. «Και λίγο πριν το τέλος κατάφερα να μιλήσω ξανά στον άντρα που γνώρισα στα καλύτερα του».

«Βρήκε τα λογικά του» μάντεψε.

«Ναι…» της είπε κάτω από τον αναστεναγμό του. «Τα βρήκε».

«Πραγματικά δεν ξέρω τι να πω» είπε με παράπονο έχοντας τα τελείως χαμένα.

«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα καρδιά μου, απλά ευχή σου να είναι πλέον μαζί της, εκεί που πάντα άνηκε» μουρμούρισε και η Μάριαν κλείνοντας τα μάτια τον έσφιξε επάνω της.

«Εύχομαι με όλη μου την καρδιά να βρει την ευτυχία κοντά στην μοναδική γυναίκα που αγάπησε» ευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια και ο Φράνσις της έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στο μέτωπο της.

«Θα στο χρωστάει αιώνια» μουρμούρισε και η Μάριαν άφησε να την ξεφύγει ένας αναστεναγμός.

«Μακάρι να μπορούσα να κάνω περισσότερα» είπε εννοώντας το πραγματικά.

«Είσαι εδώ…» της είπε με νόημα.

«Αλλά είναι αυτό αρκετό;» τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια με πόνο.

«Θα το κάνουμε να είναι… μαζί μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, το ξέχασες;» την ρώτησε και η Μάριαν χαϊδεύοντας απλά το πρόσωπο του άφησε άλλο ένα της δάκρυ να κυλήσει.

«Δεν έχω ξεχάσει τίποτα» τον διαβεβαίωσε.

«Ούτε και εγώ» την διαβεβαίωσε και εκείνος και πριν πει κάτι άλλο άρχισε να την φιλά τρυφερά πάνω στα χείλια μέχρι που έμειναν πια χωρίς ανάσα.

«Επιτέλους!» αναφώνησε πιάνοντας και ζουλώντας τρυφερά το στήθος της. «Μπορώ να το πιάνω όποτε θέλω» συνέχισε εκστασιασμένος και η Μάριαν καταλαβαίνοντας ότι απλά προσπαθούσε να σπάσει την ένταση της στιγμής, άρχισε να γελά με τα χείλια της σφραγισμένα.

«Αχ κακομοίρη μου τι τράβηξες και εσύ» του είπε παρηγορητικά ενώ του ανακάτευε τα μαλλιά του παιχνιδιάρικα.

«Έχεις ιδέα πως ήταν για μένα, να βλέπω κάθε βράδυ αυτές τις μικρές ρογίτσες να ξεπετάγονται κάτω από το λεπτό ύφασμα της νυχτικιά σου και εγώ να πρέπει να κρατάω τα μάτια μου μέσα στα δικά σου για να μην καταλάβεις τι ήθελα να κάνω πραγματικά εκείνη την στιγμή;» το συνέχισε εκείνος ενώ με τα ακροδάχτυλα του έκανε κυκλικές κινήσεις γύρω από την ρόγα της ερεθίζοντας την περισσότερο.

«Και τι ακριβώς ήθελες να κάνεις;» τον προέτρεψε να συνεχίσει.

Πριν απαντήσει, έβαλε το αντίχειρα του στο στόμα και την κοίταξε σαν πληγωμένο κουτάβι.

«Μανούλα, γάλα;» της είπε κάνοντας το μωρό και η Μάριαν χωρίς να μπορεί να κρατηθεί πια ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

«Α να χαθείς γελοίε…» πριν ξεστομίσει την λέξη ‘μπάσταρδε’ έκοψε την ανάσα της στην μέση και σφραγίζοντας τα χείλια της τον κοίταξε παγωμένα.

«Πήγες να με πεις γελοίε μπάσταρδε» της είπε απογοητευμένα κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά.

«Συγνώμη, συγνώμη δεν το έκανα επίτηδες…» του είπε μετανιωμένη και ο Φράνσις ξεφυσώντας έκανε ότι το σκεφτόταν για λίγο.

«Μμμμ… μάλλον τώρα θα πρέπει να βρω έναν τρόπο να σε τιμωρήσω γι’ αυτό» μουρμούρισε καθώς κατέβαζε πιο χαμηλά την δαντέλα από το μεσοφόρι της ώστε να απελευθερώσει το στήθος της.

«Θα πονέσω πολύ;» τον ρώτησε ενώ τσίτωνε το σώμα της επίτηδες καταλαβαίνοντας ότι εκείνος όχι απλά δεν της είχε κρατήσει κακία αλλά την δούλευε και από πάνω.

«Αυτό εξαρτάτε» της δήλωσε με μια αυστηρή ματιά ενώ πιάνοντας το στήθος της το ζούλιξε με λίγη περισσότερη δύναμη από όσο χρειαζόταν.

«Από τι;» τον ρώτησε ενώ έπνιγε ένα αγκομαχητό της.

«Θα με ξαναπείς γελοίο μπάσταρδο;» την ρώτησε θυμωμένα.

«Σου το ορκίζομαι δεν φταίω εγώ;» αμύνθηκε εκείνη ενώ ήθελε όσο τίποτα να βάλει το χέρι της πάνω στο δικό του και να τον παροτρύνει να το ξανακάνει αλλά κρατήθηκε.

«Και ποιος φταίει;» την ρώτησε με πραγματική περιέργεια.

«Δεν ξέρω… όσο ήμουν μαζί του, κάθε φορά που έκανε εκείνα τα γελοία αστεία του, πάντα με έκανε να νιώθω σαν ήσουν εσύ μπροστά μου αντί για εκείνον. Τώρα που το κάνεις εσύ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο» του είπε ειλικρινά και ο Φράνσις έμεινε ξανά να την κοιτάει σκεπτικός.

«Μμμμ…» μουρμούρισε ξανά. «Οπότε μάλλον έχω κάνει κάτι λάθος. Για να δω τι μπορώ να κάνω τώρα ώστε να τον ξεχάσεις τελείως;» αναρωτήθηκε φωναχτά με μια απειλητική ματιά.

Πριν η Μάριαν προλάβει να αντιδράσει, εκείνος έγειρε το κεφάλι προς το σώμα της και άρπαξε το στήθος της μέσα στο στόμα του.

«Για πρώτη φορά σε συγχωρώ» μουρμούρισε χωρίς να σταματά να την βασανίζει πιπιλίζοντας με τα χείλια και την γλώσσα του την σκληρή της ρογίτσα. «Αλλά αν σε πιάσω να σου ξεφεύγει κάτι τέτοιο ξανά…» απείλησε και καθώς της ζούλισε το στήθος με περισσότερη δύναμη η Μάριαν τέντωσε το σώμα της και άφησε ένα ηδονικό βογκητό.

«Γελοίε μπάσταρδε, γελοίε μπάσταρδε, γελοίε μπάσταρδε…» έλεγε απανωτά επίτηδες πια και ο Φράνσις προσπάθησε πολύ σκληρά για να μην γελάσει. 

«Έτσι είσαι;» την ρώτησε και αφήνοντας τα παιχνίδια άρχισε να παίρνει άγρια το στήθος της μέσα στο στόμα του ενώ ταυτόχρονα έγδερνε απαλά την λεπτή της επιδερμίδα με τα δόντια του.

«Είναι τόσο περίεργο» βόγκηξε η Μάριαν ενώ με το χέρι της μέσα στα μαλλιά του τον παρότρυνε να συνεχίσει το γλυκό βασανιστήριο του.

«Τι είναι τόσο περίεργο;» την ρώτησε παραξενευμένος ενώ αφήνοντας διάσπαρτα φιλιά πάνω στο στερνό της ανηφόριζε προς τον λαιμό της.

«Κάθε φορά που μου πιάνεις το στήθος…» του απάντησε εκείνη αγκομαχώντας. «…που με φιλάς, νιώθω ακριβώς όπως ένιωθα εκείνη την βραδιά που μου ζήτησες να κοιμηθώ στο κρεβάτι σου» του εκμυστηρεύτηκε και καθώς της δάγκωσε απαλά το σαγόνι της βύθισε την ματιά του μέσα στην δική της.

«Δηλαδή αν δεν με σταματούσες…» διαπίστωσε.

«Για τον πιο ηλίθιο λόγο…» συμπλήρωσε για εκείνον.

«Εκείνο το βράδυ…» συνέχισε αφήνοντας την φράση του στην μέση με υπονοούμενο.

«Ναι» του επιβεβαίωσε εκείνη τις υποψίες του και ο Φράνσις άρχισε να την φιλάει ξανά στα χείλια με πάθος.

«Τότε χαίρομαι που με σταμάτησες» της είπε ειλικρινά ενώ άρχισε πάλι να κατηφορίζει προς τον λαιμό της.

«Γιατί;» τον ρώτησε παραξενευμένη.

«Γιατί, αν θυμάσαι καλά, μετά από λίγο δεν ήμασταν μόνοι» της εξήγησε και καθώς η Μάριαν ένιωσε ένα περίεργο ανατρίχιασμα στην σπονδυλική της στήλη που δεν είχε καμία σχέση με το ανατρίχιασμα που ένιωθε κάθε φορά που εκείνος την φίλαγε ή την άγγιζε, προσπάθησε να τον σταματήσει.

«Ούτε και τώρα είμαστε μόνοι» του δήλωσε και μόλις ο Φράνσις σήκωσε το κεφάλι για να την κοιτάξει εκείνη με γρήγορες κινήσεις, ξεκολλώντας από την αγκαλιά του προσπάθησε να ανεβάσει ξανά την δαντέλα στην θέση της για να καλύψει το στήθος της.

Πριν ο Φράνσις να προλάβει να την ρωτήσει τι εννοεί, ο σύρτης άνοιξε απότομα με έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Καθώς ταυτόχρονα πάγωσαν και οι δύο, ένα πόδι έσπρωξε την πόρτα απότομα με δύναμη και στο κατώφλι της εμφανίστηκε ο Κωνσταντίν με το βέλος του έτοιμο πάνω στην βαλλίστρα του να την σημαδεύει.

«Όχι ηλίθιε μη…» τσίριξε η Μάριαν για να τον σταματήσει πριν το κάνει αλλά ήταν ήδη αργά.

Καθώς τα χέρια του Φράνσις τυλίχτηκαν γύρω από την μέση της για να την ακινητοποιήσουν εκείνη αντέδρασε αστραπιαία.

Με το μυαλό της να παίρνει γρήγορα στροφές, τέντωσε την αριστερή της παλάμη μπροστά ακριβώς στην πορεία του βέλους. Μόλις το βέλος έφτασε ακριβώς μπροστά από την παλάμη της, πριν την ακουμπήσει, η μύτη του αυτόματα άρχισε να αλλάζει πορεία. Καθώς άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω για να γυρίσει προς το μέρος του Κωνσταντίν, η Μάριαν αντιδρώντας αστραπιαία το άρπαξε από τον κορμό του και τυλίγοντας τα δάχτυλα της σφιχτά γύρω του έκλεισε τα μάτια και έμεινε ακίνητη αφήνοντας την ανάσα που κρατούσε με ανακούφιση.  

«Πως διάολο το έκανε αυτό;» αναρωτήθηκε φωναχτά σοκαρισμένος ο  Κωνσταντίν και μόλις τα λόγια του άγγιξαν τα αυτιά της άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά χωρίς να το πιστεύει.

«Πως μπόρεσα να σας πιστέψω… πως διάολο έπεσα στην παγίδα σας;» ρωτούσε τον ίδιο της τον εαυτό.

«Μάριαν σε ικετεύω άκουσε με» προσπάθησε ο Φράνσις και η Μάριαν εκτός εαυτού πια, του άστραψε ένα τόσο δυνατό χαστούκι με την αναστροφή της παλάμης της που έκανε το κεφάλι του να γυρίσει απότομα από την άλλη.

«Αρκετά άκουσα» του είπε εξοργισμένη την στιγμή που ο Φράνσις έπιανε το γδαρμένο του μάγουλο κρύβοντας τον πόνο που ένιωσε και γύριζε αργά την ματιά του προς το μέρος της.

Ο Κωνσταντίν βλέποντας την σκηνή αυτή χωρίς να μπορεί να κρατηθεί άρχισε να γελάει.

«Τώρα αδελφούλη την έχεις πολύ άσχημα» του είπε κοροϊδευτικά και η Μάριαν γυρνώντας την ματιά της δολοφονικά προς το μέρος του τον κοίταξε αδίστακτα.

«Όχι όσο εσύ» του δήλωσε και μόλις ο Κωνσταντίν κατάλαβε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την γλυτώσει από την οργή της προσπάθησε να φύγει όσο ήταν καιρός.

«Αν τολμήσεις να το σκάσεις τώρα, μα τον θεό θα ελευθερώσω αυτό το βέλος και θα το αφήσω να σε καρφώσει κατευθείαν στην καρδιά» του φώναξε μόλις γύρισε για να φύγει και ο Κωνσταντίν παγώνοντας το βήμα του γύρισε διστακτικά προς το μέρος της για να την κοιτάξει.

«Δεν θα το κάνεις» προσπάθησε αλλά στο βλέμμα του η Μάριαν μπορούσε να αναγνωρίσει ότι δεν ήταν και σίγουρος.

«Θες να με δοκιμάσεις;» τον προκάλεσε εκείνη και ο Κωνσταντίν κοίταξε τον Φράνσις για συμπαράσταση.

«Μάριαν, σου το ορκίζομαι έχει γίνει παρεξήγηση. Δεν ήθελα το κακό σου, κανείς μας δεν το ήθελε… Φράνσις πες της και εσύ! Παππού;» προσπάθησε να ζητήσει την βοήθεια τους ενώ ταυτόχρονα του ξεσκέπαζε κιόλας.

«Έλα μέσα και κλείσε και την πόρτα πίσω σου» τον διέταξε εκείνη και καθώς ο Φράνσις ένευσε σε απάντηση στο βλέμμα του Κωνσταντίν θετικά, η Μάριαν έφυγε από την αγκαλιά του και προσπάθησε να πάει προς το παράθυρο για να πιάσει τα τσιγάρα της ώστε να καταφέρει να χαλαρώσει λίγο πριν σκεφτεί τι να κάνει τώρα.

Βλέποντας το τσαντάκι της να είναι άφαντο, το βήμα της σταμάτησε στην μέση και βάζοντας το χέρι της πάνω στο μέτωπο της άρχισε να γελάει με δυσπιστία κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά.

«Παιχνιδάκια θέλετε; Παιχνιδάκια θα έχετε» δήλωσε αποφασισμένη και καθώς γύρισε το κεφάλι της προς τον Φράνσις και τον Κωνσταντίν τους έπιασε να ανταλλάσουν ένα έντρομο βλέμμα μεταξύ τους.

«Ώστε ακόμα δεν πιστεύεις ότι είμαι μάγισσα» είπε στον Κωνσταντίν ενώ κρατώντας σφιχτά ακόμα το βέλος στο χέρι της σταύρωνε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της κοιτώντας τον με μια άνεση που τους εξέπληξε και τους δύο.

«Κόψε τις βλακείες Μάριαν, ξέρω ότι εκείνη την ημέρα τα έκανε όλα ο παππούς» της δήλωσε με θάρρος και η Μάριαν αφήνοντας ένα ειρωνικό γελάκι να της ξεφύγει ανασήκωσε το ένα της φρύδι με θαυμασμό.

«Φυσικά… ποιος άλλως θα είχε μια τόσο διαστροφική ιδέα εκτός από τον Ραμπλστίνσκη» χλεύασε.

«Τον Ραμπλ – ποιόν;» την ρώτησε ο Κωνσταντίν χωρίς να καταλαβαίνει ενώ ο Φράνσις, τρίβοντας το πρόσωπο του με το ένα του χέρι ξεφύσαγε αγανακτισμένα.

«Τότε δεν το πίστεψες, μήπως τώρα το πιστεύεις;» συνέχισε η Μάριαν αγνοώντας την δική του ερώτηση.

Ο Κωνσταντίν πριν απαντήσει έριξε μια ματιά προς τον αδελφό του και εκείνος για απάντηση στην ανείπωτη ερώτηση του ανασήκωσε τους ώμους του και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά δηλώνοντας του ανοιχτά την άγνοια του.

«Όχι δεν μπορώ να πιστέψω ότι χωρίς την βοήθεια του παππού μπορείς να κάνεις κάτι» της δήλωσε εκείνος εννοώντας το.

«Τότε γιατί δεν έφυγες;» του χτύπησε σκληρά.

«Γιατί μπορεί να του ζητούσες να το κάνει και εκείνος ξέρω ότι θα υπάκουγε σε κάθε σου διαταγή» της απάντησε και η Μάριαν άφησε άλλο ένα ειρωνικό γελάκι να της ξεφύγει.

«Ναι πράγματι έτσι αφήνει να εννοηθεί αλλά για καλή σου τύχη, σήμερα δεν θα τον χρειαστώ γιατί λέω να παίξω ΜΟΝΟ με τα δικά μου όπλα… είσαι διατεθειμένος να το ρισκάρεις και να αρχίσεις πάλι να τρέχεις ή θα εμπιστευτείς το ένστικτο επιβίωσης που έχεις και θα μείνεις να ακούσεις όσα έχω να σου πω;» τον ρώτησε με ύφος που δήλωνε ότι εννοούσε κάθε της λέξη ξεχωριστά.

«Μάριαν ειλικρινά το έχεις πάρει στραβά και χωρίς λόγο μάλιστα. Εγώ είμαι μαζί σας…»

«Μαζί τους εννοείς» τον διόρθωσε και λύνοντας τα χέρια της έφερε την μύτη του βέλους κοντά στο πρόσωπο της για να κοιτάξει την περίεργη γυαλάδα του. «Αλλά εμένα δεν μου αρκεί… όχι πια» του δήλωσε και τον κοίταξε στα μάτια. «Ποιος γνωρίζει τώρα να μου πει τι κάνει αυτό το δηλητήριο που έχει πάνω του το βέλος;» συνέχισε με άνεση και ο Κωνσταντίν κοίταξε τον Φράνσις αγχωμένα.

«Θέλετε μήπως να το μάθω μόνη μου;» τους ρώτησε δύσπιστα και καθώς την κοίταξαν ξανά ο Κωνσταντίν άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.

«Είναι απλά ένα ήπιο αναισθητικό. Δεν σε κοιμίζει αλλά καταστέλλει τις άμυνες σου ώστε να κάνεις ότι σου λένε» της εξήγησε ήρεμα εκείνος.

«Μμμμ… ότι πρέπει για την περίσταση» μουρμούρισε σκεπτική. «Αλλά λείπει ένα συστατικό ακόμα» συμπλήρωσε και αδιαφορώντας για την περιέργεια που έβλεπε μέσα στην ματιά τους, ένωσε τα δάχτυλα της και τα έβαλε ακριβώς πάνω από την μύτη του βέλους.

Μουρμουρίζοντας σαν μάγος κάτι στο στιλ ‘άμπρα κατάμπρα τούμπα τουλούμπα…’ και άλλα τέτοια αλλά με τέτοιον τρόπο που εκείνοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγε, κούναγε τα δάχτυλα της σαν να πρόσθετε αλάτι στο φαί και μόλις το έκανε για λίγο ακόμα τίναξε τα δάχτυλα της ανοίγοντας και κλείνοντας τα ξανά σαν να τίναζε το αλάτι που είχε απομείνει πάνω στα δάχτυλα της. Φυσώντας την μύτη του βέλους κοίταξε τον Κωνσταντίν στα μάτια και άρχισε να τον πλησιάζει απειλητικά.

«Σήκωσε το πουκάμισο σου ψηλά» τον διέταξε και εκείνος την κοίταξε έντρομος. «Προτιμάς να το αφήσω και να σε βρει κατευθείαν στην καρδιά;» τον ρώτησε με δυσπιστία και εκείνος καταλαβαίνοντας ότι το εννοούσε άρχισε να πισωπατεί.

«Παππού κάνε κάτι» φώναξε τρομοκρατημένος πια.

«Μα κάνω αγόρι μου» του είπε εκείνος χωρίς όμως να εμφανίζεται.

«Δεν εννοούσε να κάτσεις απλά και να το απολαύσεις» του είπε κουρασμένα ο Φράνσις και πριν πει τίποτα ο παππούς του σηκώθηκε και πλησίασε την Μάριαν.

«Μάριαν σε ικετεύω σταμάτα αυτό το παιχνίδι. Ο Κωνσταντίν δεν φταίει σε τίποτα εμείς τον μπλέξαμε σε όλο αυτό» της είπε ενώ βάζοντας το χέρι του πάνω στο μπράτσο της την γύριζε προς το μέρος του.

«Αν είναι καθαρός, τότε δεν έχει να φοβηθεί τίποτα… ή μήπως όχι;» τον ρώτησε προκλητικά η Μάριαν τείνοντας το δηλητηριασμένο βέλος προς τον λαιμό του.

Ο Φράνσις καταλαβαίνοντας πια ότι είχε ξεπεράσει κάθε της προσωπικό όριο, έκανε για λίγο πίσω και απλά αποφάσισε να την εμπιστευτεί. Στην τελική, μπορεί να ήταν εξοργισμένη αλλά η Μάριαν ποτέ δεν θα έκανε κακό ούτε στον χειρότερο της εχθρό.

«Σήκωσε το πουκάμισο σου» απαίτησε ξανά από τον Κωνσταντίν χωρίς να περιμένει άλλο και μόλις εκείνος με μια τρεμάμενη ανάσα το έκανε εκείνη τον πλησίασε.

«Μην κουνηθείς και μην κατεβάζεις τα χέρια αν δεν σου πω» τον διέταξε και καθώς παρότρυνε το χέρι του να ανέβει πιο ψηλά πέρασε με μια γρήγορη κίνηση την μύτη του βέλους πάνω στο κρέας λίγο πιο κάτω από τα πλευρά του από την δεξιά του μεριά, γδέρνοντας το δέρμα του αρκετά ώστε να ματώσει.

«Μην κατεβάσεις το πουκάμισο πριν σταματήσει το αίμα» τον διέταξε και πάλι και αφού απομακρύνθηκε από κοντά του έδωσε ώθηση στο βέλος με όλη της την δύναμη και το έστειλε να καρφωθεί πάνω στον τοίχο.

«Έχεις χρόνο να σκεφτείς και να αποφασίσεις με ποια νου το μέρος θα είσαι, μέχρι το βέλος να βρει τον τρόπο να ξεκολλήσει από τον τοίχο και να σε βρει στην καρδιά» του δήλωσε και καθώς ο Κωνσταντίν και ο Φράνσις κοιτάξανε το βέλος που ταλαντευόταν πάνω κάτω με δύναμη αντάλλαξαν μια ματιά.

«Με το δικό σου… θα είμαι πάντα με το δικό σου μέρος» είπε γρήγορα ο Κωνσταντίν χωρίς να το σκεφτεί την στιγμή που εκείνη άδειαζε λίγο νερό στο λαβομάνο.

«Φυσικά και είσαι με το μέρος μου Κωνσταντιν, άλλωστε μην ξεχνάς ότι το φίλτρο που κυλάει τώρα στις φλέβες σου αυτόν τον σκοπό έχει, να σε κάνει να θες ακριβώς αυτό που θέλω εγώ» του είπε εκείνη με άνεση ενώ βούταγε ένα μικρό πανί μέσα στο νερό και το στράγγιζε.

«Όμως ξέρουμε πολύ καλά και οι δύο μας ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα» συνέχισε ενώ πλησιάζοντας τον και πάλι άρχισε να καθαρίζει την πληγή του από το αίμα που είχε τρέξει.

«Θα κάνω ότι θες και χωρίς ανταλλάγματα» της ορκίστηκε και η Μάριαν τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.  

«Θα μου υποσχεθείς ότι όσα λεφτά και περιουσία καν αν σου τάξουν εσύ θα το δεχτείς αλλά πριν το κάνεις θα έρθεις καρφί σε μένα να μου το πεις;» τον ρώτησε και εκείνος κοιτάζοντας την μπερδεμένος κατένευσε. «Υπόσχεσαι ότι ακόμα και αν σε διατάξει ο ίδιος σου ο παππούς ή ο αδελφός σου να κάνεις κάτι εναντίων μου θα το πεις πρώτα σε μένα;» συνέχισε και εκείνος ένευσε ξανά θετικά με ένταση. «Υπόσχεσαι ότι όσο δελεαστική και αν είναι η πρόταση εσύ δεν θα τολμήσεις ΠΟΤΕ να με αγγίξεις;» τον ρώτησε με μια αδίστακτη ματιά και πριν προλάβει να της απαντήσει το βέλος άρχισε να ταλαντεύεται με τέτοια δύναμη που άρχισε να σχίζει τον αέρα στα δύο με θόρυβο.

«Ναι, ναι σου το υπόσχομαι, θα κάνω ότι θες… ότι θες» της είπε τρομοκρατημένος βλέποντας το βέλος να ξεκολλάει από τον τοίχο.

«Θα κάνεις ΟΤΙ θέλω;» τον ρώτησε ξανά δοκιμάζοντας τον ενώ καθώς βεβαιώθηκε ότι η πληγή του είχε πια σταματήσει να αιμορραγεί τον παρότρυνε να κατεβάσει ξανά το πουκάμισο του.

«Ότι και να μου ζητήσεις» της έδωσε το λόγο του εννοώντας το.

«Τότε βάλε τα χέρια σου πίσω από την πλάτη και γύρνα το στήθος σου προς το βέλος» τον διέταξε και με την ανάσα του να πνίγεται μέσα του, χωρίς επιλογή το έκανε.

«Μάριαν…» προσπάθησε να την σταματήσει ο Φράνσις αλλά εκείνη απλώνοντας το χέρι της προς το μέρος του τον σταμάτησε πριν κουνηθεί από την θέση του ενώ φώναξε κοφτά.

«Βέλος».

Καθώς το βέλος με την διαταγή της ξεκόλλησε από τον τοίχο και κατευθύνθηκε προς το στήθος του Κωνσταντίν, εκείνος έκλεισε τα μάτια και σφράγισε το στόμα του για να μην φωνάξει. Την στιγμή που η μύτη του βέλους ακούμπησε πάνω στο μέρος της καρδιάς του, η φόρα του ξαφνικά κόπηκε και το βέλος κατέληξε στο πάτωμα χωρίς να τον τραυματίσει. Ο Κωνσταντίν τελείως αποσβολωμένος, ανοίγοντας τα μάτια κοίταξε το βέλος που κείτονταν στο πάτωμα χωρίς να είναι ικανός να το πιστέψει.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ξέπνοα.

«Αυτό, φίλε μου, ήταν ένα δώρο από μένα για σένα» του απάντησε η Μάριαν χτυπώντας τον φιλικά πάνω στον ώμο και σκύβοντας μπροστά του άρπαξε το βέλος στο χέρι της και άρχισε να πηγαίνει ξανά προς τον τοίχο.

«Μα το ένιωσα, με ακούμπησε, ακούμπησε πάνω στο δέρμα μου αλλά…»

«Δεν κατάφερε να το διαπεράσει, γιατί μάγεψα την καρδιά σου ώστε κανένα βέλος ή ξίφος ή οποιοδήποτε άλλο αιχμηρό αντικείμενο να μην καταφέρει ξανά να την αγγίξει» συμπλήρωσε τα λόγια του και ο Φράνσις ταυτόχρονα με τον Κωνσταντίν έμεινα να την κοιτούν άφωνοι.

«Πόσο λατρεύω το δαιμόνιο μυαλό της;» είπε ο παππούς τους με θαυμασμό τελείως εκστασιασμένος ενώ έκανε ξανά την εμφάνιση του και τα δύο παιδιά γύρισαν να τον κοιτάξουν.

«Ήξερες ότι θα το έκανε αυτό;» τον ρώτησε ο Φράνσις τελείως σοκαρισμένος από όλα αυτά.

«Όχι» του απάντησε ο παππούς του ειλικρινά ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Αλλά πότε ήταν η τελευταία φορά που μας απογοήτευσε;» τον ρώτησε σκεπτικός αλλά πριν του δώσει την ευκαιρία να απαντήσει ο παππούς του συνέχισε. «Ακριβώς… ποτέ».

«Δηλαδή τώρα η καρδιά μου…;» συνέχισε ο Κωνσταντίν αγνοώντας τον παππού του και τον αδελφό του ενώ έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.

«Είναι άτρωτη;» συμπλήρωσε για εκείνον την φράση του. «Ναι» του επιβεβαίωσε. «Αλλά πριν αρχίσεις να πανηγυρίζεις γι’ αυτό επέτρεψε μου να σου δώσω μερικές συμβουλές» συνέχισε και καθώς ο Κωνσταντίν έμεινε ακίνητος κούνησε το κεφάλι του σοβαρός θετικά.

«Μπορεί η καρδιά σου να είναι άτρωτη αλλά μην ξεχάσεις ότι το υπόλοιπο σου σώμα δεν είναι» του τόνισε.

«Ακόμα μπορώ να πεθάνω» ένευσε καταλαβαίνοντας ακριβώς τι εννοούσε.

«Μπορεί αυτό το βέλος…» του είπε ενώ του έδειχνε το βέλος που κρατούσε. «…να μην μπορεί τώρα να σε αγγίξει αλλά να θυμάσαι ότι δεν θα κρατήσει για πάντα» του τόνισε ξανά και την κοίταξε με περιέργεια μπερδεμένος.

«Γι’ αυτό, την επόμενη φορά που η πρόταση που θα σου κάνουν θα είναι τόσο δελεαστική για σένα ώστε να σε κάνει να αθετήσεις τις υποσχέσεις που μου έδωσες σήμερα…» συνέχιζε ενώ πλαγιάζοντας το σώμα της κάρφωνε με δύναμη την μύτη του βέλους ξανά μέσα στον τοίχο ακριβώς στο ύψος του μπράτσου της. «Τότε γύρνα σε αυτό το δωμάτιο και προσπάθησε να ξεκολλήσεις αυτό το βέλος από τον τοίχο και μην το αφήσεις ποτέ από τα χέρια σου» τόνισε ενώ γύριζε προς το μέρος του και τον κοίταξε αδίστακτα στα μάτια.

«Αν δεν τα καταφέρεις, τότε προσπάθησε να το καταστρέψεις, αν δεν τα καταφέρεις και πάλι, τότε σκέψου το ξανά δύο και τρεις φορές πριν με προδώσεις για τρίτη φορά γιατί όπως την μάγεψα έτσι μπορώ να την ξε-μαγέψω και τότε να είσαι σίγουρος ότι το βέλος αυτό όχι μόνο θα ξεκολλήσει από αυτόν τον τοίχο αλλά αυτήν την φορά ότι και να κάνεις, όσο μακριά και να πας… αυτό το βέλος…» τόνισε ξανά με έμφαση. «Θα σε βρει και θα καρφωθεί κατευθείαν στο πυρήνα της καρδιά σου. Έγινα σαφής;» τον ρώτησε και ο Κωνσταντίν ξεροκαταπίνοντας ένευσε θετικά με ένταση.

«Πολύ χαίρομαι…» μουρμούρισε με ικανοποίηση και ξεκολλώντας την πλάτη της από τον τοίχο άρχισε να περπατά μέσα στο δωμάτιο σκεπτική.

«Έμαθα ότι ζήτησες από την βασίλισσα ένα κτήμα, με ένα μεγάλο σπίτι και έναν καλό τίτλο, πιστεύεις ότι θα σου τα δώσει αν εκπληρώσεις το θέλημα της;» τον ρώτησε ενώ γύριζε να τον κοιτάξει.

«Δεν νομίζω, πάντα βρίσκει τον τρόπο να με ρίχνει, γι’ αυτό ανεβάζω τον πήχη για καταφέρω να παίρνω έστω και τα μισά» της απάντησε με ειλικρίνεια και τον κοίταξε με δυσπιστία.

«Και μένεις στο πλευρό μιας τόσο αναξιόπιστης επειδή…;».

«Έχεις ιδέα πως είναι η ζωή σου να εξαρτιέται από μια διαταγή της;» πήγε να την διακόψει με αγανάκτηση αλλά δεν τον άφησε.

«Εσύ έχει ιδέα πως είναι να έχεις έναν πατέρα να σε μισεί από την ημέρα που γεννήθηκες και να κάνει τα πάντα να το νιώσεις στο πετσί σου;…» του γύρισε με την ίδια αγανάκτηση. «Να σε κλείνει σε ένα μοναστήρι μόλις γίνεσαι πέντε χρονών επειδή δεν δέχεσαι να κάνεις τίποτα από όσα σε διατάζει για να σε τρελάνει με εξορκισμούς και άλλες τέτοιες αηδίες ώστε να σε κάνει να πιστέψεις ότι έχει μπει μέσα σου ο διάολος; Να διατάζει να σε θανατώσουν δεν ξέρω και εγώ πόσες φορές γιατί ακόμα και όσα πέρασες μέσα σε αυτό το μοναστήρι δεν ήταν αρκετό να σε λυγίσουν; Και τέλος να σε πουλάει στα εννέα σου χρόνια σε έναν σκατόγερο ώστε να σε αποκόψει από όσους αγαπάς και να σε στείλει στα χέρια μιας ακόμα πιο χειρότερης γυναίκας από εκείνον που εφόσον απέτυχε να σου βάλει χαλινάρι επέλεξε να σε στείλει πίσω στο ίδιο μοναστήρι που σε είχε στείλει και εκείνος ώστε να καταφέρει να σε αποτρελάνει;»

«Όχι…» είπε ηττημένος αλλά η Μάριαν δεν σταμάτησε εκεί.

«Ξέρεις πως είναι να ζεις σε ένα μέρος που δεν γνωρίζεις κανέναν για δέκα ολόκληρα χρόνια και με το που πατάς ξανά το πόδι σου εδώ να βλέπεις ότι όλοι έχουν βγάλει τα μαχαίρια έτοιμη να σε λιντσάρουν;» τον ρώτησε με άχτι.

«Όχι…» επανέλαβε κάτω από τον αναστεναγμό του ενώ χαμήλωνε την ματιά του με πόνο. «Αλλά μάλλον φαντάζομαι».

«Και αφού φαντάζεσαι γιατί στο διάολο ακόμα και τώρα θες να μου κάνεις την ζωή μου χειρότερη κόλαση από όσο ήδη είναι;» τον ρώτησε εξαγριωμένη πια.

«Δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα και στην τελική εσύ είχες πάντα τον Φράνσις, τον παππού ακόμα και τον πατέρα» αμύνθηκε εκείνος.

«Και εσύ δεν τους είχες;» τον ρώτησε πίσω δύσπιστα. «Σε άφησαν ποτέ μόνο;»

«Δεν μπορείς να καταλάβεις Μάριαν» προσπάθησε να της εξηγήσει αλλά εκείνη δεν άκουγε κουβέντα.

«Αν δεν καταλάβαινα γιατί στο διάολο να μπω στον κόπο να πιάσω το βέλος που θα σου τερμάτιζε την ζωή;» τον ρώτησε και την κοίταξε στα μάτια μπερδεμένος. «Γιατί να μπω στον κόπο να σε προστατέψω αν θέλω πραγματικά να σε βγάλω από την μέση ώστε να λύσω όλα μου τα προβλήματα;» συνέχισε εκείνη κοιτώντας τον με νόημα στα μάτια.

«Για να με έχεις στο χέρι όπως ακριβώς με έχει τώρα εκείνη» μουρμούρισε την διαπίστωση του τελείως σοκαρισμένος.

«Αν πιστεύεις ότι το έκανα γι’ αυτό τότε κάνε την χάρη στον εαυτό σου και τράβα να ξεκολλήσεις το βέλος από τον τοίχο και να το καρφώσει μόνος σου πάνω στο μέρος στην καρδιά γιατί εκτός από μένα, εσύ είσαι ο μόνος που μπορεί να το κάνει πια» του είπε απογοητευμένα.

«Αν δεν θες να με έχεις στο χέρι τότε τι θες;» την ρώτησε έχοντας τα πια τελείως χαμένα.

«Δεν έχει σημασία τι θέλω εγώ Κωνσταντίν αλλά εσύ» του γύρισε την ερώτηση του και ζαρώνοντας τα φρύδια του έμεινε για λίγο να την κοιτά σκεπτικός.

«Δεν με ενδιαφέρει το στέμμα αν αυτό εννοείς» της είπε πονηρεμένος πια. 

«Σωστά, τι να κάνεις ένα στέμμα όταν ξέρεις από πριν ποιος θα διοικεί πραγματικά εδώ μέσα» ειρωνεύτηκε ενώ σταύρωνε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. 

«Το μόνο που θέλω είναι να φύγω από εδώ μέσα Μάριαν…» της ζήτησε ηττημένα ικετευτικά.

«Και πιστεύεις ότι αυτό θα είναι αρκετό ώστε να σε αφήσει ήσυχο;» τον ρώτησε απαλά ενώ τον κοιτούσε με πόνο στα μάτια νιώθοντας απόλυτα τον πόνο που ένιωθε εκείνος μέσα του.

«Όχι» παραδέχτηκε.

«Τότε θες να μου δώσεις μια ευκαιρία να το κάνει; Να μας αφήσει όλους στην ησυχία μας;» τον ρώτησε και παίρνοντας μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα ο Κωνσταντίν κλείνοντας τα μάτια για μια στιγμή ένευσε θετικά.

«Θα κάνω ότι θες, σου δίνω τον λόγο μου και τώρα και για πάντα» της ορκίστηκε και εκείνη του χαμογέλασε γλυκά.

«Το ξέρω αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα φιλάω και τα νότα μου» του τόνισε.

«Δεν σε αδικώ» της είπε με κατανόηση.

«Ωραία, εφόσον το λύσαμε και αυτό…» του είπε πιο ενθαρρυντικά χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο για να τον χαλαρώσει λίγο συνέχισε. «Τι λες; Πάμε στην πρώτη σου αποστολή» του είπε συνωμοτικά ενώ σηκώνοντας το πουκάμισο του έκλεβε το μικρό στιλέτο που φύλαγε στο θηκάρι της ζώνης του.

«Τι θες να κάνω;» την ρώτησε απόλυτα σοβαρός βρίσκοντας ξανά την αυτοκυριαρχία του. 

«Θυμάσαι ποια ήταν η διαταγή της βασίλισσας σου» ξεκίνησε ενώ έκανε ένα βήμα πιο πίσω για να τον κοιτάξει.

«Ναι» της απάντησε λίγο μπερδεμένος.

«Τότε γύρνα πίσω σε εκείνη και πες της ότι έκανες ακριβώς ότι σου ζήτησε» του είπε και ο Κωνσταντίν τα έχασε τελείως.

«Τι να της πω;» ρώτησε παγωμένος.

«Πες της ότι το βέλος σου με βρήκε πάνω στον αριστερό μου μπράτσο» του είπε ενώ καθώς το έλεγε έβαλε το στιλέτο πάνω στο μπράτσο της και με μια γρήγορη κίνηση έκοψε το ύφασμα και έγδαρε το δέρμα της αρκετά ώστε να ματώσει. «Πες της ότι έπεσα στα χέρια σου σαν μαρουλόφυλλο… όχι, όχι, σαν μαρουλόφυλλο αλλά φθινοπωρινό φύλλο. Έτσι δεν το είπε;» τον ρώτησε και ο Κωσταντίν γέλασε πριν προλάβει να το συγκρατήσει.

«Πες τις ακόμα ότι εκτέλεσες τα καθήκοντα σου σαν γνήσιος άντρας και ότι με βρήκες απείραχτη» συνέχιζε εκείνη σοβαρή ενώ παραμερίζοντας τον Φράνσις στο πλάι έπιανε το κουβαριασμένο σεντόνι από το κρεβάτι και το ακούμπαγε πάνω στην πληγή της για να νοτίσει με το αίμα της. «Θέλω να την κάνεις να πιστέψει ότι υπέφερα πάρα πολύ και ότι σου έκανα την ζωή δύσκολη μέχρι να καταφέρεις να με ξεπαρθενέψεις αλλά να την διαβεβαιώσεις ότι στο τέλος τα κατάφερες…» του έλεγε ενώ έτεινε το ματωμένο σεντόνι προς το μέρος του. «Και μετά από αυτό τα είδες όλα» κατέληξε με νόημα.

«Όταν λες… όλα;» την ρώτησε με μια πονηρή ματιά. 

«Όταν λέω όλα, εννοώ ότι μετά την πρώτη φορά και για τις επόμενες δύο; Τρεις; - Πες όσες πιστεύεις ότι θα είχες κουράγιο να ανταπεξέλθεις πραγματικά – δεν σε άφησα να πάρεις ανάσα σε σημείο που απηύδησες τόσο μαζί μου που αναγκαστικές να με ποτίσεις με εκείνο το περίεργο φίλτρο που σου έδωσε και εγώ έπεσε ξερή για ύπνο ή μήπως δεν εννοούσε ότι θα κάνω αυτό;» τον ρώτησε ψυλλιασμένη. 

«Όχι αυτό εννοούσε» την διαβεβαίωσε εκείνος.

«Τέλεια, οπότε η ιστορία μας είναι καλυμμένη πια» είπε ενθουσιασμένη κλείνοντας του το μάτι. 

«Δεν θα σε απογοητεύσω» της έδωσε τον λόγο του.

«Ούτε και εγώ» του ανταπέδωσε και την κοίταξε με περιέργεια στα μάτια. «Αν καταφέρεις να την πείσεις τότε όσα της ζήτησες θα είναι δικά σου. Μόλις ο Φράνσις πάρει το στέμμα σε διαβεβαιώνω ότι θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνει… έτσι δεν είναι γλυκέ μου;» τον ρώτησε με προσποιητή γλυκύτητα ενώ γύριζε την ματιά της προς το μέρος του και εκείνος αφήνοντας την ανάσα του να βγει από μέσα του βαριά κατένευσε δίνοντας την υπόσχεση του ότι θα κρατήσει τον λόγο του.

«Δεν θέλω ανταλλάγματα από σένα» προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη αλλά η Μάριαν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά για να τον σταματήσει.

«Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» του δήλωσε χωρίς να του αφήνει το περιθώριο να φέρει αντίρρηση ξανά.

Καθώς ο Κωνσταντίν την ευχαρίστησε γι’ αυτό, κρατώντας το σεντόνι στην αγκαλιά του γύρισε την πλάτη και άρχισε να φεύγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA