Όταν η πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο έκλεισε με δύναμη η μητέρα μου
αναπήδησε και με κοίταξε τρομοκρατημένη.
«Κρις…» δεν την άφησα να συνεχίσει.
«Έχει ανάγκη να ξεσπάσει» την δικαιολόγησα αλλά κάτι στο βλέμμα της με
έκανε να καταλάβω ότι κάτι άλλο προσπαθούσε να μου πει.
«Τα χάπια» συμπλήρωσε γρήγορα αυτό που δεν την άφησα προηγουμένως να
εκφράσει.
«Γαμώτο…» έβρισα και ανοίγοντας την πόρτα έτρεξα να τους προλάβω πριν να
είναι αργά. Δεν υπήρχε άλλη λύση.
Ήξερα που τα έκρυβε αλλά δεν είχα τις δοσολογίες που έπαιρνε οπότε
χρειαζόμουν την βοήθεια τους. Θα έβρισκα τον τρόπο να τα κρατάω κριμένα από
εκείνη αλλά πως θα της έδινα μόνο όσα εκείνη είχε ανάγκη; Φυσικά και δεν τα
είχε κόψει, όχι όλα τουλάχιστον και εγώ το ήξερα.
Φτάνοντας κοντά στο αυτοκίνητο τους βρήκα να μαλώνουν μεταξύ του γι’ αυτό
και δεν είχαν ιδέα ότι τους είχα πλησιάσει τόσο. Κλέβοντας αυτήν την ανέλπιστη
στιγμή, χρησιμοποιώντας το στοιχείο του αιφνιδιασμού, άνοιξα την πόρτα του
οδηγού και πιάνοντας τον ηλίθιο τον Τότο από την μπλούζα του, του έδωσα μια
μπουνιά τόσο δυνατή που το χείλι του αυτόματα σχίστηκε στα δύο.
Την στιγμή που γύρισε το εξαγριωμένο του πρόσωπο προς το μέρος μου τον
πρόλαβα πριν κάνει την κίνηση να το συνεχίσει.
«Έχε χάρη ρε μαλακισμένο που σας έχω ανάγκη, αλλιώς… τέσσερις θα πέρανε από
εδώ» του έφτυσα στα μούτρα με τόση λύσσα που για λίγο, πραγματικά, τον είδα να
παγώνει στην θέση του ξαφνιασμένος. Περισσότερο από τα λόγια μου παρά από την
απειλή μου.
«Κρις, τι συμβαίνει; Η Έντζελ…» άκουσα τον Λούκας πίσω μου και γύρισα
ξαφνιασμένος να τον κοιτάξω. Το πότε είχε προλάβει να βγει και να έρθει πίσω
μου, δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
«Τα χάπια» εξήγησα γρήγορα και καταλαβαίνοντας ακριβώς τι εννοούσα από την
αγωνία που αντίκρισε στην ματιά μου, άρχισε να τρέχει προς το σπίτι με εμένα να
τον ακολουθώ αγνοώντας για το τι έκανε το άλλο το ρεμάλι.
Με το που μπήκαμε στο σπίτι ταυτόχρονα παγώσαμε και οι τρεις. Ο ήχος που
ερχόταν από τον κάτω όροφο, δήλωνε ξεκάθαρα ότι ένας καθρέφτης μόλις έγινε
κομμάτια.
«Μην τολμήσεις να κάνεις βήμα παραπάνω. Αυτήν την φορά δεν θα μείνω στις
απειλές» δήλωσα στον Τότο όταν κινήθηκε πρώτος με σκοπό να πάει να την βρει.
Η ματιά που μου έριξε είχε αρκετό δηλητήριο για να σκοτώσει ολόκληρη πόλη
αλλά για κάποιον λόγο τελευταία στιγμή βρήκε την λογική του και έκανε για λίγο
πίσω.
«Που τα έχει;» ρώτησε τραχιά ενώ όλες οι φλέβες του λαιμού και του προσώπου
του ξεπετάγονται παραμορφώνοντας την ήδη αγριεμένη του εικόνα.
«Στο δωμάτιο της» του απάντησα κάνοντας νόημα με μια κίνηση του κεφαλιού
μου για να πάει προς το δωμάτιο που της είχα αρχικά παραχωρήσει.
«Κρις» είπε πνιγμένα η μητέρα μου. Δεν χρειάστηκε να πει τίποτα παραπάνω.
«Φύγε. Θα σε πάρω μόλις ηρεμήσουν τα πράγματα» την αποδέσμευσα κατευθείαν
γνωρίζοντας το πόσο υπέφερε και η ίδια αυτήν την στιγμή.
«Θα είναι καλά;» ρώτησε με όλη την αβεβαιότητα της να εκφράζεται στην φωνή
της.
«Μόλις ξεσπάσει θα είναι» θέλησα να πείσω περισσότερο τον εαυτό μου παρά
εκείνη.
Καθώς ένευσε με δυσκολία, πήρε την τσάντα της και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ο
Τότο με τον Λούκας που είχαν πάει ήδη στο δωμάτιο της είχαν αρχίσει να ψάχνουν
τα πράγματα της. Όταν έφτασα κοντά τους, με την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα
στο στήθος μου, πήγα μπροστά από το γραφείο της με δύο δρασκελιές, άνοιξα το
συρτάρι και άρχισα να αδειάζω το περιεχόμενο του χωρίς να τους κοιτώ. Την
στιγμή που άλλος ένας καθρέφτης έβρισκε την ίδια τύχη με τον πρώτο δεν
κρατήθηκα άλλο.
«Μα καλά; Πόσα κιλά μαλάκας παίζει να είσαι επιτέλους;» ρώτησα τον Τότο
γυρίζοντας εξαγριωμένα προς το μέρος του. «Δηλαδή δεν μπορούσες απλά να βάλεις
την γιατρό να της το πει με τρόπο; Έπρεπε για άλλη μια φορά να καταστρέψεις τα
πάντα; Δεν την είδες πόσο ευτυχισμένη ήταν; Γιατί…;»
«Γιατί αν είναι αλήθεια κινδυνεύει η ζωή της» έδωσε την απάντηση ο Λούκας
για εκείνον. «Αν είχατε έστω και την παραμικρή ένδειξη έπρεπε να μας το πείτε,
να μας εμπιστευτείτε…» το συνέχισε και με έβγαλε από τα ρούχα μου.
«Δεν είναι έγκυος ρε ηλίθιοι… πως θα μπορούσε αφού μετά από εκείνον τον
αρρωστημένο αγώνα που πήγε και σακατεύτηκε, δεν ήρθαμε σε επαφή όλων αυτών τον
καιρό;» ξέσπασα χωρίς να μπορώ να συγκρατηθώ άλλο.
«Ερχόσασταν όμως πριν…» το συνέχισε ο Τότο σε μια προσπάθεια να πιαστεί από
οπουδήποτε για να καταφέρει να καταπιεί ότι του την είχε φέρει τόσο άσχημα και
εκείνος δεν το πήρε χαμπάρι.
«Και μετά από το σοκ που έπαθε το σώμα της από το τόσο ξύλο, τις ατελείωτες
αντιβιώσεις, την αξονική, την μαγνητική και όλα τα ψυχοφάρμακα που παίρνει
ΑΚΟΜΑ, εκείνο επιβίωσε και σε λίγους μήνες θα βγει ο νέος Χαλκ. Έλεος πια,
δουλευόμαστε και μεταξύ μας τώρα;» τον ρώτησα εκτός εαυτού πια.
«Τότε γιατί…;» ρώτησε σοκαρισμένος ο Τότο.
«Γιατί κατάλαβε ότι κάτι προσπαθούσες να της κρύψεις και ήθελε να σε κάνει
να αντιδράσεις για να το ξεφουρνίσεις επιτέλους» ούρλιαξα μέσα στα μούτρα του
και για πρώτη φορά είδα τον Τότο πραγματικά να καταπίνει την γλώσσα του.
«Ανησυχεί…» προσπάθησε να τον υπερασπιστεί ο Λούκας και γύρισα προς το
μέρος του.
«Όλοι μας ανησυχούμε, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ας κάνει και λίγο πίσω… για την ζωή της
μιλάμε. Μην την δει να κάνει ένα βήμα μπροστά, εκείιιι να της το καταστρέψει»
μετά από αυτό δεν άντεξε άλλο.
«Έχεις ιδέα πως είναι για μένα;» ούρλιαξε ενώ με γύριζε απότομα προς το μέρος
του.
«Γιατί έχεις ιδέα πως είναι για μένα να είσαι όλη την ώρα μέσα στα πόδια
μου και να μου γαμάς ότι χτίζουμε κομμάτι-κομμάτι;» δεν είχα άλλο κουράγιο να
το κρατήσω για τον εαυτό μου αλλά εκείνος από ότι φαινόταν είχε πολλά
περισσότερα να πει.
«Για σένα είναι απλά μια γκόμενα. Σήμερα είσαστε μαζί, αύριο…»
«ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ… ΠΩΣ ΜΠΟΡΩ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΝΟΗΘΩ ΝΑ ΤΗΝ
ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΩ;»
«ΜΠΟΡΕΙ ΟΧΙ ΗΘΕΛΗΜΕΝΑ ΑΛΛΑ… δεν έχει σημασία» συνέχισε πιο ήρεμα και έκανα
για λίγο πίσω ώστε να τον αφήσω να ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει. «Για
εκείνη, αν αποφασίσεις να φύγεις, θα είναι η καταστροφή της».
«Δεν είναι απαραίτητο αυτό Τότο» επενέβη ο Λούκας. «Δεν έχεις παρατηρήσει
πόσο έχει αλλάξει; Δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο, απλά προσπαθεί να το ζήσει, όσο
κρατήσει, όσο περισσότερο μπορεί».
«Όμως…» επέμενε ο Τότο με μια ξεψυχισμένη φωνή ενώ καθόταν στο κρεβάτι λες
και δεν τον βάσταγαν πια τα πόδια του.
«Όμως τι;» τον προέτρεψα να συνεχίσει και για μια στιγμή με κοίταξε χωρίς
να εκφράζει τίποτα στην ματιά του.
«Δεν θα γίνω μελό, μην το περιμένεις από μένα αυτό, αλλά ξέρεις ότι έχω
δίκιο. Έχω όλο το δίκιο με το μέρος μου».
«Επειδή τράβηξες όλο το ζόρι. Επειδή είσαι ο μόνος που ξέρεις πως ήταν να
μην έχει μείνει τίποτα μέσα της» συμπλήρωσα εγώ για εκείνον.
«Όμως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν» ακούσαμε την φωνή της και ξαφνιασμένοι
γυρίσαμε προς το μέρος της με κομμένη την ανάσα. Πάνω στον καυγά μας δεν είχαμε
συνειδητοποιήσει ότι είχε σταματήσει να παλεύει με τον ίδιο της τον εαυτό.
«Δεν θα αντέξω να σε δω ξανά έτσι» η σπασμένη φωνή του Τότο έκανε μέχρι και
τα δικά μου μάτια να βουρκώσουν, πόσο μάλλον τα δικά της.
Δεν είπε κουβέντα, τα λόγια της είχαν πνιγεί μέσα στα αναφιλητά της.
Ανοίγοντας την αγκαλιά της για εκείνον, έσβησε την απόσταση που τους χώριζε την
στιγμή που εκείνος σηκωνόταν όρθιος και τον έκλεισε σφιχτά μέσα σε αυτήν. Ο
Τότο δεν το σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή. Ανασηκώνοντας την από το πάτωμα,
μόλις εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω από την μέση του, την ξάπλωσε στο κρεβάτι
και έτσι αγκαλιασμένοι έμειναν να μοιράζονται κάτι ιδιαίτερο που δεν υπήρχε
χώρος για κανέναν άλλο. Η στιγμή ήταν πολύ ιδιωτική για να την αντέξουμε και
έτσι, μαζί με τον Λούκας, τους αφήσαμε μόνους για να τα βρουν, με τον δικό τους
τρόπο.
Όταν γυρίσαμε στο σαλόνι κανείς από τους δύο μας δεν είχε κουράγιο για
άλλες κουβέντες. Για να απασχολήσω το μυαλό μου αλλά περισσότερο τα χέρια μου,
άρχισα να μαζεύω ότι είχε απομείνει πάνω στο τραπέζι και ο Λούκας, τελείως
μηχανικά, με βοήθησε. Όταν ο Τότο έκανε την εμφάνιση του, το βλέμμα του είχε
αλλάξει τελείως ριζικά.
«Αποκοιμήθηκε» δήλωσε με έναν νοσταλγικό τόνο.
«Τότε ξεκουμπίσου επιτέλους από το σπίτι μου» του γύρισα με όλα μου τα
νεύρα να με κάνουν να μην μπορώ να ελέγξω πια το τι λέω.
«Με έβαλε να της ορκιστώ ότι θα σου ζητήσω συγνώμη…»
«Να την βάλεις εκεί που ξέρεις» αντέδρασα αυτόματα αλλά εκείνος κάνοντας
πως δεν άκουσε λέξει συνέχισε ακριβώς από εκεί που τον είχα διακόψει.
«Πιστεύω, ότι έχεις τα αρχίδια να παραδεχτείς ότι φταίμε και οι
δύο…»
Σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά στο στήθος μου τον κοίταξα με μια
ειρωνεία που ξεπέρναγε κάθε προηγούμενο.
«Όμως μπορούμε να κάνουμε μια νέα αρχή…» συνέχισε εκείνος αδιαφορώντας για
το ύφος μου. «Να κανονίσουμε ίσως να πιούμε εκείνο τον καφέ που πρότεινες;»
«Θα συμβουλευτώ το καρνέ μου και αν βρω κενό…»
«Κρις» παρακάλεσε ο Λούκας που δεν άντεχε να μας βλέπει άλλο έτσι.
«Δεν έχω κάτι άλλο να πω» δήλωσα αμετάκλητα.
«Όταν ξεθυμάνεις…» προσπάθησε ξανά ο Τότο αλλά ήταν αργά για να καταφέρω να
σκεφτώ ήρεμα.
«Δεν πρόκειται. Τώρα αϊ στα τσακίδια και μην ξανά περάσεις αυτήν την
πόρτα όσο θα είμαι μέσα εγώ» του έφτυσα στα μούτρα. Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν
αντέδρασε, δεν το σχολίασε καν.
«Το τηλέφωνο μου το ξέρεις» είπε την τελευταία του κουβέντα και πριν του
απαντήσω κατάλληλα έκανε νόημα στον Λούκας με μια κίνηση του κεφαλιού του και
έφυγε πριν φτάσουν τα πράγματα στα άκρα.
«Σκέψου το ξανά. Αυτό πραγματικά ήταν πολύ μεγάλη υποχώρηση από μέρους του»
με συμβούλευσε ο Λούκας.
«Στα ‘ρχίδια μου» του είπα χωρίς να με νοιάζει ούτε στο ελάχιστο πως
ακουγόμουν εκείνη την στιγμή.
«Ελπίζω να μην είναι η τελευταία φορά που τα λέμε πριν φύγω» ζήτησε
παρακλητικά.
«Δώσε μου λίγο χρόνο» τον παρακάλεσα και εγώ με την σειρά μου και μου
χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
«Πες της να με πάρει τηλέφωνο, εντάξει;»
«Θα της το πω» του έδωσα τον λόγο μου και μετά από αυτό με άφησαν επιτέλους
μόνο αλλά δεν βρήκα και στην ησυχία μου.
Εμφανίστηκε τόσο ξαφνικά μπροστά μας που δεν είχα ιδέα αν πάνω στο ξέσπασμα
της είχε χτυπήσει πουθενά έτσι, μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους, έτρεξα κοντά
της. Ο ύπνος της ήταν τόσο γαλήνιος που με έκανε να πάρω μια ανάσα. Όταν την
πλησίασα παρατήρησα ότι δεν είχε ούτε ίχνος από αίμα επάνω της όμως δεν
καθησυχάστηκα ούτε στο ελάχιστο. Αν δεν ξύπναγε ώστε να βεβαιωθώ ότι δεν είχε
καμία γρατζουνιά, μελανιά ή χτυπημένο χέρι – πόδι, δεν θα κατάφερνα να ηρεμίσω
το χτυποκάρδι μου που απειλούσε αυτήν την στιγμή να με αποτελειώσει.
Δεν είχα πολλές επιλογές. Αφού κάλεσα την μητέρα μου για να την
ενημερώσω ότι όλα είναι καλά ώστε να την καθησυχάσω, έκανα ένα ντουζ για να
ηρεμίσω την ένταση μου και πήγα κοντά της. Κλείνοντας την απαλά μέσα στην
αγκαλιά μου, πήρα μια ανακουφιστική ανάσα και προσπάθησα να χαλαρώσω. Άργησα να
αποκοιμηθώ αλλά λίγο πριν ξημερώσει τελικά τα κατάφερα.
Δεν κατάλαβα τον λόγο αλλά μετά από λίγο άνοιξα τα μάτια μου με μια αγωνία
που δεν είχε προηγούμενο. Την στιγμή που οι ματιές μας έσμιξαν, η καρδιά μου
κόντεψε να σπάσει. Η ηρεμία που εξέπεμπε δεν με χαλάρωνε καθόλου. Αντιθέτως
έκανε την αγωνία μου χειρότερη.
«Είναι πολύ νωρίς ακόμα» με πρόλαβε πριν καταφέρω να βγάλω άχνα.
«Προσπάθησε να ξανακοιμηθείς» με παρότρυνε ενώ μου χάιδευε τα μαλλιά χαρίζοντας
μου ένα απαλό φιλί στα χείλια.
«Τι συμβαίνει;» δεν κατάφερα να το κρατήσω για τον εαυτό μου.
«Τίποτα δεν συμβαίνει» μου απάντησε κατευθείαν εκείνη αλλά δεν με ξεγέλασε.
Παρά ήταν ήρεμη για να το πιστέψω.
«Δεν με ξεγελάς» της δήλωσα και άφησε έναν αναστεναγμό χαμογελώντας μου.
«Απλά πήρα κάποιες αποφάσεις. Αυτό είναι όλο» μου είπε όσο πιο απαλά
μπορούσε και αυτό με έφτασε στα όρια μου.
«Τι αποφάσεις» απαίτησα να μάθω.
«Μπορούν να περιμένουν. Κοιμήσου λίγο ακόμα» προσπάθησε να με παροτρύνει
ξανά αλλά δεν είχε αποτέλεσμα.
«Τώρα ξύπνησα» δήλωσα ενώ σηκωνόμουν πιο πάνω για να την κοιτώ καλύτερα.
«Λέγε».
«Κρις, δεν έχει ξημερώσει καν…»
«Φεύγεις… αυτό δεν είναι; Πες μου» δεν κατάφερα να συγκρατήσω τον τόνο της
φωνής μου.
«Αλήθεια πιστεύεις ότι θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα;» με ρώτησε δύσπιστα
με περιπαικτικό τόνο για να σπάσει την ένταση της στιγμής.
«Μην με βγάζεις από τα ρούχα μου ακόμα δεν ξύπνησα» προειδοποίησα και
καταλαβαίνοντας ότι είχα ξεπεράσει πια κάθε προσωπικό μου όριο τελικά είπε.
«Μπορείς να με πετάξεις κάπου;» η παράκληση στην φωνή της με έκανε να τα
χάσω. Τι είχε σκοπό να κάνει;
«Που;» ρώτησα ξεροκαταπίνοντας με αγωνία.
«Στο σπίτι του πατέρα μου»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου