Δεν είπα απολύτως τίποτα. Αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στον κρόταφο της, σηκώθηκα βιαστικά, φόρεσα τα πρώτα ρούχα που βρήκα μπροστά μου και πήγα στην κουζίνα να φτιάξω λίγο καφέ για να πάρουμε μαζί μας. Δεν ήξερα για εκείνη αλλά εγώ σίγουρα τον χρειαζόμουν αυτήν την στιγμή. Δεν είχα ιδέα τι είχε σκοπό να κάνει, ποιες αποφάσεις είχε πάρει, όμως δεν είχε σημασία. Όπως μου τα παρουσίασε ο Λούκας κάποια στιγμή που βρήκαμε την ευκαιρία να τα πούμε οι δύο μας, για να αφήσει πίσω το παρελθόν της, έπρεπε να τον δει ξανά. Έπρεπε… μεγάλη κουβέντα.
Βάζοντας τον καφέ σε
δύο θερμός για να τα πάρουμε μαζί, της κράτησα το χέρι της σφιχτά και
ξεκινήσαμε.
Στην διαδρομή κανείς
από τους δύο μας δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Άλλωστε τι θα μπορούσαμε να
πούμε. Όμως φτάνοντας έξω από το πατρικό της αυτή η εκκωφαντική σιωπή διαλύθηκε
πρώτη από εκείνη.
Με εμένα να κρατάω
την μηχανή του αυτοκινήτου ανοιχτή για την περίπτωση που θα το μετάνιωνε,
γύρισα και την κοίταξα με αγωνία στα μάτια.
«Δεν μπορώ να το κάνω
μόνη» ήταν τα μοναδικά σπασμένα λόγια που βγήκαν από μέσα της και δεν ήθελα
τίποτα παραπάνω.
Δεν υπήρχε ούτε μια
στο εκατομμύριο να την άφηνα να πάει μόνη της αλλά χρειαζόμουν και την άδεια
της. Έτσι, καθώς έσβησα την μηχανή, βγήκα έξω και κάνοντας τον γύρω του
αυτοκινήτου, άνοιξα την δική της πόρτα. Βοηθώντας την να βγει, την κράτησα
σφιχτά μέσα στην αγκαλιά μου και την άφησα απλά να κάνει το πρώτο βήμα. Δεν το
έκανε αμέσως.
Χωρίς να αποχωρίζεται
την αγκαλιά μου, γύρισε το βλέμμα της προς το πατρικό της και έμεινε για μια
στιγμή να το κοιτά. Αμέσως ακολούθησα την ματιά της και άφησα τον εαυτό μου να
το παρατηρήσει για πρώτη φορά.
Το σπίτι - που στις
μεγάλες του δόξες ήταν μια μονοκατοικία που πολλοί θα ζήλευαν – τώρα ήταν ένα
ερείπιο. Οι πέτρινοί τοίχοι είχαν καλυφτεί από ξεραμένους κισσούς ενώ στην
διαβρωμένη κεραμοσκεπή, στα σημεία που λείπανε κεραμίδια, είχαν αντικατασταθεί
με νάιλον. Ο αέρας που λυσσομανούσε γύρω μας το είχε κάνει κομμάτια. Η τεράστια
αυλή είχε μεταμορφωθεί σε ένα χωράφι με άγρια χορτάρια που αν μένανε ακίνητα
σίγουρα θα έφταναν μέχρι την μέση μας. Στα δεξιά πρέπει να υπήρχαν κάποτε
μερικές τριανταφυλλιές. Οι μαύροι ξεραμένοι τους κορμοί που είχαν πνιγεί από τα
βρύα το μαρτυρούσαν. Ενώ στα αριστερά σίγουρα υπήρχαν και άλλα είδη λουλουδιών
όμως πλέον μόνο με την φαντασία σου θα μπορούσες να τα μαντέψεις το τι.
Κάπου εκεί, στην μέση
της αυλής, υπήρχε και μια κούνια. Ήταν εκεί που το βλέμμα της Κλερ είχε πλέον
στυλωθεί και δεν έλεγε να φύγει. Μαραζωμένη και κατεστραμμένη από την αχρηστία
ο αέρας την έκανε να κουνιέται χωρίς σκοπό. Ο ήχος που παρήγαγαν τα
σκουριασμένα σίδερα της ήταν τόσο ανατριχιαστικός που άθελα μου ένιωσα τις
τρίχες του σβέρκου μου να ανασηκώνονται, όχι από το κρύο.
Η εικόνα που
αντικρίζαμε μπροστά μας ήταν πραγματικά καθηλωτική. Τόσο που οι λάτρεις των
ιστοριών τρόμου σίγουρα θα κάνανε ουρές αν γνώριζαν ότι υπήρχε αυτό το σπίτι.
Θα κάνανε τα πάντα για να μπουν μέσα στο σπίτι για να γνωρίσουν από κοντά το
φάντασμα που στοίχειωνε αυτό το σπίτι. Το φάντασμα όμως που περίμεναν να βρουν
μπαίνοντας σε αυτό το σπίτι δεν ήταν απλά ένα στοιχειό. Ήταν στοιχειωμένος ο
ίδιος και όλη αυτή η εικόνα το επιβεβαίωνε.
Χωρίς να αντέχω να
την βλέπω άλλο να μην αντιδρά, έβαλα απαλά το χέρι μου πάνω στο πρόσωπο της και
την παρότρυνα να ακουμπήσει το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου.
«Μπορούμε να έρθουμε
κάποια άλλη στιγμή αν δεν είσαι έτοιμη» δεν ήταν πρόταση αλλά ικεσία. Ήταν πολύ
βαρύ ακόμα και για μένα, πόσο μάλλον για την ίδια.
Την στιγμή που της
φίλαγα τρυφερά πάνω στα μαλλιά της εκείνη αμέσως κούνησε το κεφάλι της
αρνητικά.
«Μπορώ να το κάνω»
περισσότερο προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της παρά εμένα και τελικά το πήρα
επάνω μου.
Χωρίς να σταματώ να
την κρατώ σφιχτά μέσα στην αγκαλιά μου έκανα το πρώτο βήμα. Δεν αντιστάθηκε.
Ήθελε και η ίδια να το κάνει αλλά δεν ήταν σίγουρη ακόμη.
Καθώς σταθήκαμε
μπροστά στην κύρια πόρτα, που κάποτε θα ήταν το στολίδι αυτού του σπιτιού ενώ
τώρα το μόνο που είχε απομείνει ήταν ξεφτισμένες φλούδες λούστρου και μούχλα,
εκείνη έφυγε από την αγκαλιά μου για να πιάσει το κλειδί. Σκύβοντας μπροστά
στην γλάστρα με το αποξηραμένο κορμό ενός αγνώστου για μένα φυτού, το έπιασε
στα χέρια της. Ξεκλειδώνοντας την εκείνη έτριξε ακριβώς όπως σε μια ταινία
τρόμου και αυτό έκανε την κατάσταση χειρότερα.
Δεν έδωσε καμία
σημασία. Σαν να μην είχε ακούσει ποτέ το τρίξιμο της, ξεχνώντας τελείως το χέρι
μου που το είχα απλωμένο προς το μέρος της για να το κρατήσει, έκανε μερικά
βήματα και αυτόματα βρέθηκε στο εσωτερικό του. Χωρίς να κλείνω την πόρτα πίσω
μου την ακολούθησα και εγώ πάντα προσέχοντας τις αντιδράσεις της.
Τι να σκεφτόταν
άραγε;… ήταν η απορία μου. Πως θα μπορούσα εγώ να την βοηθήσω σε αυτήν την μάχη
που έδινε μέσα της;… δεν ήξερα.
Τα βήμα της μας
οδήγησαν στο σαλόνι. Όσο και να σας φανεί περίεργο, ήταν ακριβώς όπως το είχε
περιγράψει. Ένα ερείπιο. Τα πάντα σπασμένα, πεταμένα και σε μια άθλια κατάσταση
που αν δεν γνώριζα ότι εκείνη τα είχε κάνει όλα αυτά την τελευταία φορά που
είχε βρεθεί εδώ, τότε σίγουρα θα πίστευα ότι είχαν μπει κλέφτες. Όμως ξέραμε
και οι δύο ότι τίποτα τέτοιο δεν είχε συμβεί, απλά ο πατέρας της ποτέ δεν βρήκε
το κουράγιο να διορθώσει ότι είχε γκρεμίσει με τα ίδια του τα χέρια. Είχε
παρατηθεί και οι τύψεις του τώρα τον αποτελείωναν, μέρα με την μέρα όλο και πιο
πολύ.
Αν και περίμενα
κάποια αντίδραση ή έστω ένα ξέσπασμα, η Κλερ χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω
της, κίνησε προς τ’ αριστερά και άνοιξε μια πόρτα που υπήρχε εκεί. Η μπόχα που
μας υποδέχτηκε μας έκανε να μορφάσουμε αλλά δεν έφτασε να μας σταματήσει. Η
μούχλα τα είχε καταστρέψει όλα όμως η πηγή της κύριας μπόχας δεν ήταν εκείνη αλλά
ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού.
Όταν έφτασε μπροστά
από την πόρτα του δωματίου του σταμάτησε. Το μηχάνημα που του παρείχε οξυγόνο
έκανε έναν εκνευριστικό θόρυβο αλλά η ανάσα του ήταν τόσο βαριά και δύσκολη που
ξεπερνούσε σε ένταση τον ήχο της συσκευής. Ήξερα ότι ήταν θέμα ημερών - μην πω
ωρών - για να αποβεί το μοιραίο αλλά εκείνος δεν φαινόταν να είναι
διατεθειμένος να πάει πουθενά.
Μόνος κοιτώντας το κενό έσφιγγε τα σεντόνια
μέσα στις χούφτες του και πάλευε. Με τον ίδιο του τον εαυτό; Με τον χάρο; Κανείς
δεν ήξερε.
«Πατέρα» την άκουσα
να τον φωνάζει με σπασμένη φωνή πριν ξεπεράσω το πρώτο σοκ και πριν προλάβω να
αντιδράσω την είδα να σβήνει την απόσταση που τους χώριζε με δύο δρασκελιές.
Τόσα χρόνια μίσους…
μέσα σε μια στιγμή… έγινε παρελθόν.
Έμεινε μόνο συμπόνια
και τύψεις.
«Έϊντζελ; Άγγελε μου;
Γλυκό μου κοριτσάκι; Πες μου ότι είσαι πράγματι εσύ! Πες μου ότι δεν είναι
όνειρο» τα λόγια του έβγαιναν με δυσκολία έτσι όπως η Κλερ είχε πέσει από πάνω
του και έκλαιγε απαρηγόρητη.
«Μπαμπά» ήταν η μοναδική
λέξει που κατάφερε να πει και βγάζοντας την ανάσα που κράταγα μέσα μου όλη
αυτήν την ώρα έμεινα εκεί να τους κοιτώ χωρίς να έχω ιδέα τι άλλο να κάνω.
«Κλαις;» ρώτησε
σοκαρισμένος. «Όχι, όχι, δεν θέλω να κλαις. Δεν μου αξίζει» ήταν απαρηγόρητος
και ο ίδιος.
«Δεν ξέρω τι να πω»
παραδέχτηκε. «Μου το έλεγε ο Τότο, αλλά δεν τον πίστευα. Αν τον είχα πιστέψει
θα είχα έρθει. Σου το ορκίζομαι, θα ερχόμουν…»
«Δεν ήθελα να έρθεις.
Δεν άξιζα την συγχώρεση σου. Ήθελα μόνο να σου δώσω αυτό…» της είπε και με
μάτια θολά άρχισε να ψάχνει με την αφή του πίσω από το κομοδίνο του.
«Τι είναι αυτό;» τον
ρώτησε αυστηρά κρατώντας το χέρι του πριν πιάσει αυτό που έψαχνε.
«Τα πάντα άγγελε μου.
Ότι έψαχνες όλα αυτά τα χρόνια».
«ΌΧΙ» είπε αυτόματα
καθώς πετάχτηκε μακριά του σαν ελατήριο την στιγμή που κατάλαβε ότι αυτό που
προσπαθούσε να της δώσει ήταν τα στοιχεία εκείνου που τους είχε καταστρέψει την
ζωή.
«Μου κατέστρεψες την
ζωή, δεν θα σε αφήσω να με βάλεις ΚΑΙ στην φυλακή» ξέσπασε εξαγριωμένη.
«Φυλακή;» αναρωτήθηκε
ενώ ένα κύμα βήχα του έκοψε την φράση στην μέση. «Πίστευα… νόμιζα… ο Τότο… είπε
σπουδάζεις… θες να γίνεις…» δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την σκέψη του.
Ο βήχας του τον
αποτελείωσε. Η Κλερ πάλι ενώ κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε δεν έλεγε να κουνηθεί
από την θέση της, ούτε όμως να πει και κάτι άλλο.
«Κλερ…» της είπα
απότομα καταλαβαίνοντας ότι από το σοκ της δεν καταλάβαινε τι ακριβώς
συνέβαινε. «Πρέπει να κάνουμε κάτι» την προειδοποίησα δείχνοντας τον με την
ματιά μου την στιγμή που γύρισε να με κοιτάξει.
«Ποιος…;;;»
προσπάθησε να πει ανάμεσα από τον βήχα του αλλά αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ο
βήχας να γίνει χειρότερος.
Σαν να βγήκε απότομα
από ένα όνειρο, η Κλερ γύρισε και τον κοίταξε τρομοκρατημένα. Βλέποντας το αίμα
που είχε πασαλείψει την μάσκα οξυγόνου, επιτέλους συνήλθε.
«Κρις» είπε
επιτακτικά με την αγωνία της να εκτοξεύετε στα ύψη.
Δεν χρειάστηκε να μου
πει τίποτα άλλο. Βγάζοντας το κινητό μου από την τσέπη αυτόματα κάλεσα τον
Λούκας την στιγμή που εκείνη έτρεχε ξανά κοντά του.
«Συγνώμη μπαμπά,
συγνώμη…» επαναλάμβανε απανωτά σαν να είχε κολλήσει η βελόνα προσπαθώντας να
κάνει κάτι για να τον βοηθήσει αλλά ήταν μάταιο.
«Έρχομαι…» άκουσα τον
Λούκας να μου απαντά αυτόματα πριν προλάβω να πω κάτι έχοντας καταλάβει που
είμαι από τις φωνές τις Κλερ και το μηχάνημα όπως επίσης και τον βήχα του
πατέρα του. «Θα καλέσω εγώ το ασθενοφόρο» ολοκλήρωσε την φράση του και μου το
έκλεισε αμέσως.
«Μπαμπά…» τσίριξε
μέσα στα αυτιά του η Κλερ και πήρα την απόφαση να πάω κοντά τους.
«Κλερ, τον κάνεις
χειρότερα» δεν ήθελα να την γεμίσω με τύψεις αλλά έπρεπε να την σταματήσω πριν
ο άνθρωπος τα τινάξει πάνω στην αγωνία του.
«Άφη…σε… την» είπε με
δυσκολία εκείνος και πάλεψε πολύ σκληρά να πάρει μια ανάσα. «Δεν… έχω… χρόνο…».
«Μπαμπά…» ο σπαραγμός
της με έκανε αυτόματα να τυλίξω τα χέρια μου γύρω από το κορμί της που έτρεμε
σύγκορμο.
«Να… προ..σέχε…τε… ο
ένας… τον άλλ…» δεν κατάφερε να αποτελειώσει την πρόταση του. Όλα είχαν πια
τελειώσει.
Κοιτώντας την αφύσικα
ακίνητη φιγούρα της Κλερ που είχε μείνει με κομμένη την ανάσα δεν ήξερα
πραγματικά πώς να αντιδράσω. Περισσότερο περίμενα την δική της αντίδραση πριν
αντιδράσω και ο ίδιος αλλά αυτή δεν έλεγε να έρθει. Με γουρλωμένα μάτια έστεκε
εκεί απλά να τον κοιτά, με μάτια κόκκινα και υγρά, χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.
Τίποτα απολύτως.
«Κλερ;» είπα μαλακά
με σχεδόν άηχη φωνή που δεν ήμουν σίγουρα αν είχε καταφέρει να με ακούσει.
Γύρισε και με κοίταξε
για μία και μόνο στιγμή πριν γυρίσει ξανά τα μάτια της σε εκείνον.
«Καλό ταξίδι» ήταν τα
τελευταία της λόγια και μετά από αυτό άρχισε να τρέχει αφήνοντας με πίσω της
χωρίς να έχω ιδέα τι να κάνω τώρα.
Για εκείνον ήταν πολύ
αργά για το οτιδήποτε… αν θέλετε την γνώμη μου ίσως και καλύτερα. Μόνο να τον
βλέπατε θα έφτανε για να τον συγχωρήσετε μέχρι και εσείς, πόσο μάλλον εμείς.
Δεν θα ευχόταν κανείς ένα τέτοιο τέλος ούτε στον χειρότερο εχθρό του.
Χωρίς να έχω
περιθώρια να το σκεφτώ έτρεξα πίσω της, όταν όμως την είδα να έχει πέσει στα
γόνατα και να έχει αγκαλιάσει την κούνια της σπαράζοντας στο κλάμα κοκάλωσα.
Ήθελε παρηγοριά ή απλά ήθελε να ξεσπάσει μόνη της; Δεν ήξερα.
Την πλησίασα –
διστακτικά – έπεσα στα γόνατα δίπλα της αλλά δεν έκανα και τίποτα άλλο μέχρι
που γύρισε προς το μέρος μου. Πέφτοντας κυριολεκτικά επάνω μου με ορμή, τύλιξα
τα χέρια μου γύρω της χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν υπήρχαν λόγια. Δεν υπήρχε καμία
παρηγοριά. Όλα είχαν τελειώσει και μάλιστα με τον πιο περίεργο τρόπο.
Και τώρα τι; Τι θα
αποφάσιζε; Μόνο εκείνη ήξερε.
Όταν ήρθαν τα αδέλφια
της μαζί με το ασθενοφόρο, την πήρα από εκεί με το ζόρι. Αρκετά είχε δει για
μια μέρα, δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω. Όσο για τα στοιχεία… αυτά απλά παρέμειναν
εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου