Ετικέτες

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

The Destiny "14b. Παραπλανώντας την"






Πιάνοντας το μικρό φιαλίδιο στο χέρι του γύρισε να της ρίξει μια ματιά. Εκείνη τραβώντας την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο της, το πέταξε έξω από το παράθυρο και τρέμοντας αισθητά ολόκληρη άρχισε να μαζεύει τα δάκρυα από το πρόσωπο της.
Μα πως μπορούσε να επιλέγει να την πληγώνει αντί να της πει απλά την αλήθεια;… πραγματικά δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι το έκανε αυτό σε εκείνη αλλά είχε ξεμείνει πια από χρόνο. Ότι ήταν να κάνει έπρεπε να το κάνει τώρα…

Κοιτώντας την γυρισμένη της πλάτη ώστε να σιγουρευτεί ότι δεν θα έβλεπε την κίνηση του αυτή, ακούμπησε το φιαλίδιο πάνω στα χείλια του και το ήπιε με μια ανάσα. Η γεύση του τον έπιασε τελείως απροετοίμαστο. Σχηματίζοντας το χέρι που κρατούσε ακόμα το φιαλίδιο σε γροθιά το έβαλε πάνω στα χείλια για να σφραγίσει το στόμα του παλεύοντας πολύ σκληρά να το κρατήσει το υγρό μέσα του. Η γεύση του ήταν τόσο αηδιαστική που σίγουρα έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό πριν αρχίσει να ξερνάει από εδώ και από εκεί.
Μα για όνομα βρε παππού, δεν μπορούσες να με προειδοποιήσεις ότι θα είναι τόσο χάλια;… ρώταγε με παράπονο μέσα του και πριν το σκεφτεί, πέταξε το άδειο φιαλίδιο μέσα στο ντουλάπι, έπιασε την κανάτα και άδειασε το υπόλοιπο κρασί που περιείχε στο ποτήρι. Αφήνοντα λίγο απότομα την κανάτα στην θέση της άρπαξε το ποτήρι στο χέρι και άρχισε να πίνει το κρασί γρήγορα ελπίζοντας να καταφέρει να του αλλάξει την γεύση. Τώρα έκανε δεν έκανε να ανακατέψει το κρασί με το ηλίθιο σκεύασμα που του είχε δώσει ο παππούς του για να πιει ώστε να καταφέρει να την αφήσει έγκυο πραγματικά δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Αν κατάφερνε να μην το ξεράσει αυτήν την στιγμή θα ήταν πραγματικά θαύμα.

«Ηλίθιε, ηλίθιε, ηλίθιε μπάσταρδε» την άκουσε να βρίζει με αγανάκτηση τον Μπας και ο Φράνσις κατεβάζοντας το άδειο πλέον ποτήρι από τα χείλια του άφησε ένα γελάκι να του ξεφύγει την στιγμή που εκείνη συμπλήρωνε. «Μα γιατί στο διάολο δεν είπες τίποτα;»

«Δεν νομίζω ότι θα ήταν ικανός να παραδεχτεί τέτοια ήττα από την γυναίκα που αγαπά» της απάντησε εκείνος με ικανοποίηση καθώς ένιωσε την ανακατωσούρα να καταλαγιάζει ενώ έκλεινε τα μάτια για να καλμάρει το τσούξιμο που ένιωσε στα μάτια του από το κρασί.

Θεέ μου πόσο μισώ τον εαυτό μου αυτήν την στιγμή… είπε μετανιωμένος μέσα του καθώς έβλεπε ότι τα λόγια του είχαν καταφέρει να βρουν τον στόχο τους ενώ την άκουγε να μουρμουρίζει πικραμένη.  

«Έχει κι άλλο από αυτό;» ο πόνος που άκουσε να εκφράζεται στην φωνή της τον αποτελείωσε.

«Δεν ξέρω… Θα κοιτάξω» μουρμούρισε ανασηκώνοντας του ώμους του αδιάφορα και καθώς γύρισε από την άλλη πάλεψε να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία του.

Βλέποντας το άδειο πια φιαλίδιο να είναι παρατημένο πάνω στο έπιπλο πήρε μια βαθιά απελπισμένη ανάσα και μουρμούρισε μέσα του. ‘Εύχομαι το φιαλίδιο να εξαφανιστεί’… καθώς εκείνο εξαφανίστηκε έπιασε ξανά την άδεια κανάτα στα χέρια του και αφού την ακούμπησε πάνω στα χείλια του ποτηριού συνέχισε.

‘Εύχομαι το ποτήρι να γεμίσει ξανά με το ίδιο κρασί’… βλέποντας το κόκκινο υγρό που υπήρχε πλέον μέσα στο ποτήρι να ταλαντεύεται από το ασταθές του χέρι, άφησε την κανάτα στην θέση της, έκλεισε το έπιπλο και γύρισε προς το μέρος της αποφασιστικά.

Είναι η τελευταία σου ευκαιρία… υπενθύμισε στον εαυτό του και μόλις ήπιε άλλη μια μικρή γουλιά από το κρασί που κρατούσε στα χέρια του για να πάρει δύναμη, πήγε και στάθηκε πίσω από την πλάτη της.

 «Είναι το τελευταίο» της ψιθύρισε ενώ έφερνε το ποτήρι μπροστά της και εκείνη χωρίς να τον κοιτά, άφησε την ανάσα της να βγει από μέσα της βαριά αρπάζοντας το στο χέρι της.

Χωρίς να πει τίποτα, σήκωσε το ποτήρι ψηλά και σχεδόν χωρίς ανάσα άρχισε να το πίνει μονορούφι.

«Και το πιο βαρύ που υπάρχει σε ολόκληρο το βασίλειο» την προειδοποίησε ξανά αλλά εκείνη δεν άκουσε λέξη.

Κατεβάζοντας το ποτήρι ίσα για να πάρει μια ανάσα κοίταξε το κρασί που είχε απομείνει μέσα στο ποτήρι της και κατένευσε άλλη μια φορά.

«Ακριβώς ότι χρειάζομαι» μουρμούρισε και πριν προλάβει ο Φράνσις να την σταματήσει εκείνη σήκωσε ξανά το ποτήρι και ήπιε το υπόλοιπο.

«Δεν νομίζω ότι θα βοηθήσει πουθενά αν γίνεις λιώμα αυτήν την στιγμή Μάριαν» της είπε παρηγορητικά ενώ βάζοντας τα χέρια του απαλά πάνω στα μπράτσα της άφησε το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στο δικό της.

«Τι σημασία έχει πια… αφού έτσι κι αλλιώς τα κατέστρεψα όλα» είπε εκείνη παραδομένη στα συναισθήματα της ενώ αφήνοντας το ποτήρι πάνω στο πρεβάζι τίναζε την στάχτη από το τσιγάρο που είχε ανάψει μέχρι να έρθει κοντά της και το έφερνε ξανά στα χείλια της.

«Μην λες βλακείες, δεν κατέστρεψες τίποτα» προσπάθησε να την καθησυχάσει αλλά μάλλον έπρεπε να περιμένει ότι αυτό θα την έκανε χειρότερα.

«Τίποτα;» αναφώνησε δύσπιστα. «Σας πλήγωσα και τους δύο με τον χειρότερο τρόπο και εσύ μου λες…»

«Μάριαν όλοι μας κάνουμε λάθη…» πάλεψε να το σώσει αλλά εκείνη δεν άκουγε κουβέντα πια.

«Μα πως στο διάολο με άφησε να του το κάνω αυτό; Γιατί δεν με σταμάτησε; Γιατί έμεινε;» έλεγε απανωτά ότι την έπνιγε και ο Φράνσις πήρε μια βαθιά απελπισμένη ανάσα.

«Μπορεί να τον μισώ αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν τον καταλαβαίνω κιόλας» μουρμούρισε και καθώς εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει με περιέργεια εκείνος της χάιδεψε το πρόσωπο απαλά. «Γιατί ξέρω πολύ καλά πως είναι να κάνει κάποιος τα πάντα για να είναι μαζί σου έστω και σαν φίλος παρά να μην σε έχει καθόλου» συνέχισε και η Μάριαν ανατριχιάζοντας από το άγγιγμα του έκλεισε τα μάτια αφήνοντας ένα δάκρυ να ξεχειλίσει.

«Αλλά εσύ δεν έκανες τίποτα» μουρμούρισε με πόνο και μόλις κατάλαβε τι είπε άνοιξε τα μάτια της απότομα κοιτάζοντας τον απολογητικά. «Συγνώμη, συγνώμη είναι άδικο να σε κατηγορώ για τα δικά μου λάθη» είπε μετανιωμένη αλλά ο Φράνσις κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά έγειρε και την φίλησε απαλά.

«Βασικά έκανα κάτι» παραδέχτηκε με βαθιά φωνή πάνω στα χείλια της και καθώς έκανε πιο πίσω για να δει τις αντιδράσεις της εκείνη τον κοίταξε έντρομη.

«Πες μου τώρα ότι εσύ ήσουν ο Μπας να με στείλεις από εκεί που ήρθα» του είπε εξαγριωμένη και ο Φράνσις κλείνοντας τα μάτια άφησε την ανάσα του να βγει από μέσα του βαριά.

«Όταν η μητέρα μου διέταξε να σε πάνε στο μοναστήρι, ο Κωνσταντίν, πριν με μεταφέρει στον ‘πύργο’ με άφησε να τρέξω να σε προλάβω…» ξεκίνησε απαλά ενώ άνοιγε τα μάτια του ξανά αργά για να την κοιτάξει καθώς συνέχιζε.
«Και έτρεξα, ένας θεός ξέρει πόσο, αλλά ξυπόλυτος πάνω στα χαλίκια και με το χιονόνερο να διαπερνά την ρόμπα και την νυχτικιά μου, δεν κατάφερα να φτάσω πολύ μακριά. Βλέποντας την άμαξα να φεύγει ένιωθα ότι μαζί σου έπαιρνες και την ψυχή μου αλλά εκεί που ένιωθα ότι τα είχα χάσει όλα εκεί εμφανίστηκε ο παππούς μου και μου είπε ότι δεν υπήρχε λόγος να απελπίζομαι γιατί θα γύριζες.
»Ήθελα τόσο να τον πιστέψω αλλά δεν μπορούσα να το κάνω από την στιγμή που ήξερα το που σε έστελνε η μητέρα μου έτσι τον ικέτεψα να κάνει κάτι και εκείνος μου έδωσε την υπόσχεση του ότι θα το έκανε. Όταν ήρθε να με βρει ξανά στο ‘πύργο’ που με είχαν κλείσει και μου εξήγησε τι ήταν αυτό που έκανε… πραγματικά ήθελα να τον πνίξω αλλά εκείνος μου τα είπε όλα. Μου εξήγησε γιατί έπρεπε να το κάνει, γιατί έπρεπε να περιμένω. Μου ορκίστηκε ότι ήταν η μοναδική λύση που υπήρχε και τον πίστεψα Μάριαν όμως δεν ήταν αρκετό, όχι για μένα. Και τότε μου έδωσε την ευκαιρία να επιλέξω…» της είπε και η Μάριαν πετώντας το τσιγάρο από το παράθυρο τον πλησίασε και έβαλε τα χέρια της απαλά πάνω στο στερνό του.

«Τι να επιλέξεις;» τον ρώτησε απαλά κοιτώντας τον βαθιά μέσα στα μάτια.

«Μου είπε ότι αν είχα μια ευχή ποια θα ήθελα να είναι αυτή;» της εξήγησε και η Μάριαν άρχισε να ανασαίνει γρήγορα. «Και εγώ επέλεξα να σε εμπιστευτώ Μάριαν» της είπε και η Μάριαν άρχισε να τα χάνει.

«Δεν καταλαβαίνω…» είπε μπερδεμένη.

«Μου είπε ότι θα με άφηνε να επιλέξω με έναν όρο…»

«Να διαβάσεις το βιβλίο» μάντεψε η Μάριαν.

«Και το έκανα…»

«Μα πως; Αφού δεν ήξερες Γαέλικα;» ρώτησε με απορία.

«Δεν έχεις σημασία το πως, σημασία έχει ότι το έκανα και μάλιστα τόσες φορές που τελικά το αποστήθισα απ’ έξω όμως ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό. Ήξερα πάρα πολύ καλά τι ήθελε η καρδιά μου αλλά το μυαλό μου διαφωνούσε γι’ αυτό τελικά επέλεξα να σε εμπιστευτώ, γιατί βαθιά μέσα μου, παρόλα τα όσα διάβαζα, ήξερα ότι μπορούσα να το κάνω και δεν είχα άδικο» της εξήγησε και η Μάριαν αφήνοντας την ανάσα της να βγει βαριά από μέσα της ακούμπησε το κεφάλι της κουρασμένα πάνω στον ώμο του.

«Για το στέμμα» μάντεψε και πάλι. «Επέλεξες να μείνεις για το στέμμα» είπε με παράπονο όχι όμως κατηγορώντας τον γι’ αυτό.

«Πραγματικά πιστεύεις ότι με ενδιαφέρει το στέμμα ή η καλή ζωή που το συνοδεύει;» την ρώτησε δύσπιστα και σήκωσε το κεφάλι να τον κοιτάξει παραξενευμένη.

«Μπορεί να έχεις μεγαλώσει σε βασιλική οικογένεια αλλά εσύ δεν ξέρεις πως είναι να μεγαλώνεις σαν διάδοχος του θρόνου και δεν σε αδικώ που δεν μπορείς να με καταλάβεις» απάντησε στην ερώτηση που έβλεπε στο βλέμμα της.
«Αλλά εγώ μεγάλωσα γνωρίζοντας ότι αυτός ήταν ο προορισμός μου, το πεπρωμένο μου Μάριαν. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου όλοι μου έλεγαν ότι μια μέρα θα γίνω βασιλιάς και σου μιλάω ειλικρινά… αν με ρωτούσες τότε θα σου έλεγα ότι θα προτιμούσα χίλιες φορές όταν γεννήθηκα να με αντάλλασαν με το παιδί του μάγειρα παρά αυτό. Όμως μετά γνώρισα εσένα και άξαφνα όλα όσα μου είχαν φυτέψει μέσα στο κεφάλι όλα εκείνα τα χρόνια άρχισαν να αποκτούν νόημα…» κάνοντας μια παύση έπιασε απαλά το μάγουλο της και καθώς της το χάιδεψε τρυφερά συνέχισε με πιο απαλή φωνή.

«Δεν επέλεξα το στέμμα Μάριαν, επέλεξα να εκπληρώσω το πεπρωμένο μου, επέλεξα να μείνω εδώ ώστε να μάθω τον λαό μου, τις ανάγκες του, τα προβλήματα του ώστε να βρω τον τρόπο να μπορέσω αύριο να να τους ανακουφίσω από όλα αυτά αλλά περισσότερο επέλεξα να μείνω για να βρω τον τρόπο ΕΓΩ να γίνω καλύτερος για εκείνους…
»…Δεν επέλεξα να μείνω για το στέμμα Μάριαν, επέλεξα να μείνω για μας, για να φτιάξω ένα μέλλον που θα μας άξιζε, το μέλλον που σαν παιδιά ονειρευόμασταν κάποτε να έχουμε και αυτό δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αν σε είχα ακολουθήσει» καθώς τα μάτια της Μάριαν άρχισαν να δακρύζουν ο Φράνσις αναστενάζοντας βαριά με πόνο κούνησε το κεφάλι αρνητικά και προσπάθησε να τα στεγνώσει με την αναστροφή της παλάμης του.

«Σε παρακαλώ μην κλαις, δεν ήθελα να σε πληγώσω απλά έκανα αυτό που πίστευα ότι θα ήθελες και εσύ να κάνω» της είπε αυτό που πραγματικά πίστευε και η Μάριαν χωρίς να μπορεί να μιλήσει από την συγκίνηση που ένιωθε τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του και κόλλησε το κεφάλι της πάνω στο δικό του.

«Δεν με πλήγωσες» τον διαβεβαίωσε πνιγμένα.

«Τότε γιατί κλαις;» την ρώτησε με αγωνία ενώ την έσφιγγε στην αγκαλιά του.

«Γιατί είμαι τόσο υπερήφανη για σένα» του είπε ειλικρινά. «Τόσο υπερήφανη» επανέλαβε και εκείνος βάζοντας τα χέρια του πάνω στο πρόσωπο της έκανε το κεφάλι του πιο πίσω για να την κοιτάξει στα μάτια.

«Δηλαδή με συγχωρείς που ενώ θα μπορούσα να είμαι μαζί σου όλα αυτά τα χρόνια εγώ επέλεξα να μείνω εδώ;» την ρώτησε με την αγωνία του πια να εκτοξεύεται στα ύψη.

«Εσύ με συγχωρείς;» τον ρώτησε πίσω αγωνιώντας και η ίδια για την απάντηση του.

«Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρέσω Μάριαν… τίποτα» της είπε ειλικρινά και η Μάριαν, χωρίς να αντέχει άλλο έσμιξε τα χείλια τους και άρχισε να τον φιλά με τόσο πάθος από την ανακούφιση που ένιωθε μέσα της που τον έκανε να χάσει την ανάσα του.

«Μάριαν, υπάρχει και κάτι ακόμα…» προσπάθησε να την σταματήσει αλλά εκείνη δεν είχε κουράγιο να ακούσει τίποτα άλλο.

«Μην μιλάς… μην λες τίποτα άλλο, κάνε με δική σου Φράνσις, μόνο δική σου» τον ικέτευε πάνω στα χείλια του χωρίς να σταματά να τον φιλά.

«Πρέπει να σου πω…» επέμενε εκείνος και η Μάριαν λύνοντας την ζώνη της ρόμπας του, κόλλησε το σώμα της επάνω του και για να τον κάνει να σταματήσει να μιλάει βάθυνε το φιλί τους ενώ χαμηλώνοντας το χέρι της προς τον ερεθισμό του προσπάθησε να τον αποπλανήσει.

‘Ελπίζω να το θυμάσαι αυτό αργότερα’… μουρμούρισε μέσα του χωρίς ανάσα καθώς το χέρι της άρχισε να τον αγγίζει τόσο απαιτητικά και ερεθιστικά που ο ανδρισμός του δεν κατάφερε να μην ανταποκριθεί στα χάδια της.

Παρατώντας τα, την κόλλησε πάνω στον τοίχο και αφήνοντας τα χείλια της άρχισε να γεύεται την επιδερμίδα του λαιμού της μουγκρίζοντας με τόσο πάθος που η Μάριαν τέντωσε το σώμα της και άφησε ένα βογκητό.

«Μην με βασανίσεις πάλι» τον ικέτεψε και καταλαβαίνοντας ο Φράνσις το πόσο έτοιμη ήταν, την γύρισε έτσι ώστε το στήθος της να ακουμπάει στον τοίχο.

«Μην αρχίσεις πάλι το κήρυγμα» της ανταπέδωσε και καθώς κατέβασε το πάνω μέρος από το μεσοφόρι της με μια κίνηση μέχρι την κοιλιά της, συνέχισε να την φιλάει λαίμαργα πάνω στον λαιμό.

«Αχ Φράνσις…» είπε γελώντας ενώ ανατρίχιαζε ολόκληρη καθώς τα χέρια του άρχισαν να χουφτώνουν άγρια τα στήθη της. «Πραγματικά πρέπει να κόψεις το ‘Animal planet’» του είπε ενώ απελευθερώνοντας το ένα της χέρι το έβαλε μέσα στα μαλλιά του παροτρύνοντας τον να συνεχίσει.

«Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς αλλά δεν με νοιάζει κιόλας αυτήν την στιγμή» της δήλωσε εκείνος ενώ κατεβάζοντας τελείως το μεσοφόρι της την έγερνε λίγο μπροστά και έμπαινε μέσα της.

Αφήνοντας μια κραυγή ευχαρίστησης, η Μάριαν έβαλε τα χέρια της πάνω στον άγριο τοίχο και κλείνοντας τα μάτια της άρχισε να ακολουθεί τον ρυθμό του κάνοντας τις ωθήσεις του πιο έντονες.

«Μπορώ να εμπλουτίσω λίγο την φαντασίωση σου;» τον παρακάλεσε βογκώντας ενώ ίσιωνε και πάλι το κορμί της.

«Κάνε ότι θες μωρό μου» της έδωσε εκείνος την άδεια με το μυαλό του να μουδιάζει τελείως από την ευχαρίστηση και εκείνη πιάνοντας το δεξί του χέρι το έφερε κοντά στο στόμα της και άρχισε να πιπιλίζει τα δύο του δάχτυλα.

«Θες να με κάνεις να τελειώσω από τώρα;» σύριξε ο Φράνσις ενώ σφίχτηκε πριν προλάβει να αφήσει τον εαυτό του να ξεσπάσει μέσα της όλο το βάρος που ένιωθε να τον πλακώνει.

«Όχι, θέλω να τελειώσω εγώ πριν από σένα» του απάντησε εκείνη και πριν προλάβει να αναρωτηθεί τι εννοούσε, εκείνη χαμηλώνοντας το χέρι που του κρατούσε ακόμα, το έβαλε πάνω στην βελούδινη υγρή της επιδερμίδα.

Καθώς παρότρυνε τα δάχτυλα του να τριφτούν άγρια πάνω στην κλειτορίδα της ο Φράνσις άρχισε να τα χάνει τελείως.

«Θέλεις να με πεθάνεις δεν εξηγείτε αλλιώς… θες πραγματικά να με πεθάνεις» εξέφρασε με πόνο ενώ μούγκριζε αγκομαχώντας καθώς ένιωθε την κορύφωση του να πλησιάζει απειλητικά.

«Μην ανησυχείς μωρό μου… αυτήν την φορά εγώ θα είμαι αυτή που θα πεθάνει πρώτη» μουρμούρισε με πάθος μέσα στο παραλήρημα της δικής της κορύφωση και ο Φράνσις πάγωσε.

Αν δεν ήταν εκείνη, χαμένη μέσα στον δικό της κόσμο, να γείρει μπροστά και συνεχίσει να κινείτε τόσο ξέφρενα ο Φράνσις όχι μόνο δεν θα κατάφερνε ποτέ να τελειώσει όπως θα έπρεπε να κάνει αλλά θα είχε ξενερώσει σε τέτοιο βαθμό που δεν θα μπορούσε να είναι καν μέσα της τώρα. Με τις τελευταίες της λέξεις να στριφογυρίζουν μέσα στο μυαλό του η καρδιά του δεν έλεγε με τίποτα να σταματήσει να χτυπάει τόσο δυνατά που αν συνέχιζε έτσι τότε σίγουρα θα γινόταν κομμάτια.

Αν είναι να την χάσω τότε ποιος ο λόγος να τα κάνουμε όλα αυτά;… Αν είναι να την χάσω τότε γιατί στο διάολο έπρεπε να στερηθούμε όλα όσα στερηθήκαμε;… Αν είναι να την χάσω… ποιος ο λόγος να υπάρχω;

«Φράνσις» την άκουσε να φωνάζει ξέπνοα με το κορμάκι της να καρφώνετε επανωτά πάνω στο δικό του τρέμοντας σύγκορμο. «Αχ Φράνσις» συνέχισε και καταλαβαίνοντας ότι ήταν μια αναπνοή πριν την κορύφωση της, έγειρε το σώμα του μπροστά και αρπάζοντας την από το στήθος το πήρε επάνω του.

Ακούγοντας τις κραυγές της καθώς τελείωνε έκλεισε τα μάτια και πριν αφήσει τις σκέψεις του να τον κυριεύσουν πάλι άρχισε να τα δίνει όλα.

Αν είναι να πας στην κόλαση τότε φρόντισε πρώτα να το ευχαριστηθείς… του έλεγε πάντα εκείνη και αυτό θα έκανε. Αν ήταν πράγματι να την χάσει τότε δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει ξανά άλλη ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Θα την έκανε ευτυχισμένη ότι και να γινόταν και αν αυτό που του είπε είναι αλήθεια τότε, όταν θα ερχόταν η στιγμή εκείνη, θα έβλεπε τι θα έκανε.

Η Μάριαν τελείως κατάκοπη πια παλεύοντας για μια ανάσα αφέθηκε στα χέρια του. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο όπως και τα δικά του άλλωστε αλλά εκείνος δεν τα παράτησε. Παίρνοντας την στα χέρια του, εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του και άφησε ένα απαλό φιλί πάνω στον λαιμό του.

«Είμαι μόνο δική σου» μουρμούρισε καθώς τύλιγε το χέρι της γύρω από τον λαιμό του.

«Και εγώ μόνο δικό σου» της ανταπέδωσε εκείνος ενώ με τα χείλια του πάνω στα μαλλιά της έπαιρνε μια βαθιά ανάσα μυρίζοντας το άρωμα τους πριν αφήσει εκεί ένα απαλό φιλί.

«Έλα να σε βάλω να ξαπλώσεις» της είπε τρυφερά και μόλις την πήγε κοντά στο κρεβάτι την άφησε να ακουμπήσει απαλά πάνω στο στρώμα.

«Μπορείς να μου φέρεις το μεσοφόρι;» τον παρακάλεσε ενώ πλαγιάζοντας το σώμα της μάζεψε τα πόδια της κοντά στο σώμα της και άρχισε να τρίβει τα ανατριχιασμένα της μπράτσα.

«Κρυώνεις;» την ρώτησε απαλά ενώ την βοηθούσε να περάσει ξανά το απαλό ύφασμα πάνω από το κεφάλι της και εκείνη κατένευσε με μάτια μισόκλειστα από την νύστα.

Καθώς την βοήθησε να ντυθεί, άπλωσε το κουβαριασμένο σεντόνι που είχε φτάσει στο κάτω μέρος του κρεβατιού και σκεπάζοντας την της έδωσε ένα απαλό φιλί πάνω στον κρόταφο της.

«Μην μου κοιμηθείς ακόμα» την παρακάλεσε και εκείνη τρεμόπαιξε τα βλέφαρα της προσπαθώντας να υπακούσει.

«Είναι τόσο δύσκολο» μουρμούρισε ενώ πάλευε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά και ο Φράνσις κατένευσε με κατανόηση.

«Το ξέρω αγάπη μου, πίστεψε με και για μένα το ίδιο αλλά μην το κάνεις ακόμα, θέλω να σου δώσω κάτι» της είπε παρηγορητικά χαϊδεύοντας τα μπερδεμένα της μαλλιά.

«Εντάξει θα προσπαθήσω» του έδωσε τον λόγο της και δίνοντας της ένα τρυφερό πεταχτό φιλί πάνω στα χείλια σηκώθηκε και πήγε προς το σημείο όπου είχε αφήσει τα δικά του ρούχα.

Γονατίζοντας μπροστά από το παντελόνι του, έπιασε στα χέρια του το μικρό δερμάτινο τσαντάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του και το άνοιξε.

«Δεν ήξερα ότι είχες χτυπήσει στο ποπουδάκι σου» μουρμούρισε εκείνη πειραχτικά. «Βασικά πολλά δεν ξέρω για σένα» αναστέναξε πικραμένα.

«Δεν έχω χτυπήσει στο ποπουδάκι μου» της απάντησε εκείνος το ίδιο πειραχτικά ενώ άφηνε ένα γελάκι να του ξεφύγει καθώς κλείνοντας αυτό που ήθελε να της δώσει μέσα στην χούφτα του έπιασε το πουκάμισο του και σηκώθηκε όρθιος για να πάει κοντά της. 

«Και τότε τι είναι αυτό το μεγάλο σημάδι που έχεις εκεί;» τον ρώτησε με περιέργεια ενώ στρώνοντας το μαξιλάρι πάνω στο κεφαλάρι ακούμπαγε την πλάτη της πάνω του καθώς εκείνος φορώντας το πουκάμισο ερχόταν δίπλα της.

«Γεννήθηκα με αυτό» είπε αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους του καθώς έδενε ξανά τα κορδόνια για να το κλείσει. «Είναι κληρονομικό σημάδι. Όλοι όσοι έχουν το αίμα του παππού το έχουν» της εξήγησε ενώ έχοντας τελειώσει με τα κορδόνια του πουκαμίσου του έστρωσε και το δικό του μαξιλάρι πάνω στο κεφαλάρι για να καθίσει δίπλα της.

«Περίεργο, φαίνεται σαν να σου έχουν γδάρει το δέρμα και μάλιστα πολύ βαθιά» μουρμούρισε την σκέψη της την στιγμή που εκείνος άπλωνε τα χέρια του προς το μέρος της και την βοηθούσε να κάτσει στο πλάι πάνω στα πόδια του.

«Τουλάχιστον έτσι μου έχουν πει. Αν μου είπαν ψέματα, τότε σου λέω και εγώ» της είπε τελείως αδιάφορα ενώ παροτρύνοντας να ακουμπήσει το μπράτσο της πάνω στο στήθος του την φώλιαζε μέσα στην αγκαλιά του τυλίγοντας την με το σεντόνι για να μην κρυώνει πριν πιάσει το δεξί της χέρι.

«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε παραξενευμένη νιώθοντας το κρύο μέταλλο να σέρνετε πάνω στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού της χεριού.

«Είναι οικογενειακό μας κειμήλιο» της εξήγησε ενώ την άφηνε να το κοιτάξει. «Άνηκε στην μητέρα του παππού μου. Του το έδωσε για να το χαρίσει στην δική του γυναίκα» συνέχισε και η Μάριαν άφησε ένα γελάκι να της ξεφύγει.

«Φαντάζομαι πόσα χέρια θα έχει αλλάξει μέχρι τώρα» εξέφρασε αυτό που πραγματικά πίστευε αλλά ο Φράνσις κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Όχι πολλά» της είπε με ειλικρίνεια και βάζοντας το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στον ώμο του τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια παροτρύνοντας τον με την σιωπή της να συνεχίσει.

«Ο όρος ήταν να το δώσει μόνο στην γυναίκα που θα αγαπούσε με όλη του την καρδιά» της τόνισε.

«Και εκείνος το έδωσε στην γιαγιά σου» μάντεψε και ο Φράνσις κατένευσε.

«Την μοναδική γυναίκα που κατάφερε να τον κάνει να νιώσει έστω και για λίγο ξανά άνθρωπος» επιβεβαίωσε εκείνος.

«Και εκείνη το έδωσε στον πατέρα σου…» συνέχισε την ιστορία αφήνοντας την πρόταση της ανοιχτή για να την συμπληρώσει εκείνος.

«Και εκείνος πριν προλάβει να το δώσει στην δική του μοναδική αγάπη στον δρόμο του βρέθηκε η μητέρα μου και του ανέτρεψε τα πάντα».

«Την μητέρα του Κωνσταντίν» είπε καθώς θυμήθηκε τις συζητήσεις που είχανε κάνει όταν ήταν μικροί. «Την σκότωσε» μάντεψε σίγουρη πια εννοώντας την μητέρα του.

«Βασικά έκανε κάτι χειρότερο…» της εκμυστηρεύτηκε και κοιτώντας τον με προσμονή εκείνος συνέχισε. «Έβαλε τον πατέρα μου να το κάνει» διευκρίνισε με έμφαση και η Μάριαν έμεινε άφωνη.

«Μα… πως;» ρώτησε χωρίς να μπορεί να το πιστέψει ακόμα.

«Η μητέρα μου μπορεί να μην έχει φτάσει στο επίπεδο που είναι τώρα ο παππούς μου και να μην έχει όλες αυτές τις γνώσεις που έχει εκείνος αλλά ήταν πολύ καλή μαθήτρια του ιδίως σε ότι είχε να κάνει με τα διάφορα φίλτρα που κατασκευάζουν» της εξήγησε και καθώς η Μάριαν κατένευσε με κατανόηση εκείνος συνέχισε.

«Πριν έρθει η μητέρα μου στο παλάτι, πλήρωσε έναν υπηρέτη και εκείνος έβαζε κάθε μέρα στο πρωινό του ένα από εκείνα τα φίλτρα με αποτέλεσμα ο πατέρας μου να αρχίσει να χάνει τα λογικά του. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να παντρευτεί την αγαπημένη του από την στιγμή που εκείνη ήταν μόνο μια υπηρέτρια αλλά αυτό δεν έφτασε ούτε στο ελάχιστο να τον σταματήσει να την αγαπάει… και η αγάπη τους ήταν τόσο αληθινή που όταν έφτασε ο πατέρας μου να την πνίξει πάνω στο πάθος του τελικά κατάφερε σταματήσει πριν το κάνει. Η μητέρα μου που τους παρακολουθούσε από την μυστική πόρτα έγινε τόσο έξαλλη που πριν καταφέρει ο πατέρας μου να φύγει από πάνω από την Πενέλοπη που η κακομοίρα πάλευε για μια ανάσα, κρατώντας ένα στιλέτο στο χέρι της, το έβαλε μέσα στην παλάμη του και κρατώντας τα χέρια τους ενωμένα την κάρφωσαν μαζί κατευθείαν στην καρδιά…»

«Χριστέ μου» αναφώνησε η Μάριαν σοκαρισμένη κλείνοντας το στόμα της για να μην ακουστεί η φωνή της.

«Ακριβώς… Όπως φαντάζεσαι, μετά από αυτό, ο πατέρας μου δεν χρειαζόταν τα μαντζούνια της για να τα έχει χαμένα. Τρελάθηκε πραγματικά, από την άλλη ο γιος του ήταν μόλις πέντε μηνών έπρεπε να κάνει κάτι για να τον προστατέψει…»

«Οπότε υπέκυψε στον εκβιασμό της» μάντεψε η Μάριαν καθώς ένευσε με κατανόηση πια.

«Αλλά δεν τα παράτησε» συμπλήρωσε τα λόγια της. «Δεν έχεις ιδέα πόσο ύπουλος ήταν» συμπλήρωσε με ένα νικητήριο χαμόγελο γεμάτο θαυμασμό για τον πατέρα του.

«Μπορεί να έκανε φαινομενικά ότι ήθελε εκείνη όσο ήταν μπροστά της…»

«Αλλά από πίσω της, φρόντιζε τα δύο του αγόρια να γνωρίζουν ακριβώς με τι είχαν να κάνουν ώστε να τα προστατέψει από εκείνην» συμπλήρωσε και πάλι και η Μάριαν του χαμογέλασε με ένα θλιμμένο χαμόγελο.

«Πάντα τον θαύμαζα αυτόν τον άνθρωπο για την δύναμη του αλλά ταυτόχρονα ένιωθα να τον λυπάμαι κιόλας» παραδέχτηκε.

«Και εκείνος σε θαύμαζε όσο δεν φαντάζεσαι» της ανταπέδωσε ο Φράνσις φιλώντας την πάνω στο μέτωπο της. «Γι’ αυτό πριν πεθάνει μου έδωσε αυτό το δαχτυλίδι και με όρκισε να σου το δώσω… ‘Είναι μόνο της Μάριαν μ’ ακούς; Μόνο σε εκείνη ανήκει σε καμία άλλη και αν κακομοίρη μου την προδώσεις θα βρικολακιάσω και θα έρθω στον ύπνο σου να σε βασανίσω μέχρι να σε κάνω να το μετανιώσει’» επανέλαβε τα τελευταία του λόγια μιμούμενος την φωνή του και η Μάριαν τον κοίταξε με δάκρυα στα μάτια.

«Το είπε πράγματι αυτό για μένα;» δεν μπορούσε να το πιστέψει.

«Σε αγαπούσε πολύ Μάριαν, ακριβώς γι’ αυτό που είσαι και εκείνος περισσότερο από όλους μας σου είχε πρώτος εμπιστοσύνη γιατί ήξερε ότι θα γυρίσεις και θα κάνεις το σωστό» της επιβεβαίωσε και η Μάριαν ένιωθε να τα χάνει.

«Ήξερε που ήμουν;» ρώτησε διστακτικά ενώ ένιωθε τα μάγουλα της να φλογίζονται από ντροπή με την σκέψη ότι θα μπορούσε και εκείνος να είχε διαβάσει το βιβλίο της.

«Ναι ήξερε, τα πάντα» την διαβεβαίωσε και εκείνη κατέβασε το κεφάλι για να αποφύγει την ματιά του. «Όπως ήξερε ότι αυτό το βιβλίο γράφει ανοησίες» συμπλήρωσε καθώς της σήκωνε ξανά το πρόσωπο για να τον κοιτάξει στα μάτια. «Γιατί ήταν σίγουρος ότι δεν θα άφηνες ποτέ κανέναν να μπει ανάμεσα μας. Τόσο ήταν η πίστη του σε σένα».

«Δεν καταλαβαίνω γιατί το έδωσε σε σένα και όχι στον Κωνσταντίν; Άλλωστε την δική του μητέρα αγάπησε όχι την δική σου» διευκρίνισε το σκεπτικό της αλλάζοντας το θέμα πριν αφήσει τα συναισθήματα της να την παρασύρουν και ο Φράνσις χαμογέλασε.

«Με την ζωή που έχει επιλέξει να κάνει ο Κωνσταντίν πιστεύεις πραγματικά ότι θα καταφέρει ποτέ να αγαπήσει;» την ρώτησε δύσπιστα.

«Όλοι έχουμε δικαίωμα στην αγάπη, γιατί όχι και εκείνος;» τον ρώτησε πίσω. «Μπορεί απλά να μην έχει βρει ακόμα την κατάλληλη, αυτή που θα μιλήσει μέσα στην ψυχή του» συνέχισε πιστεύοντας το πραγματικά.

«Αχ Μάριαν…» είπε ο Φράνσις με παράπονο ενώ κούναγε αρνητικά το κεφάλι χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. «Έχεις αλλάξει τόσο πολύ και όμως είσαι ακόμα τόσο ίδια».

«Και είναι κακό αυτό; Είναι κακό να πιστεύω στο καλό που κρύβουν όλοι οι άνθρωποι μέσα τους ακόμα και σε άτομα που δείχνουν να μην έχουν καθόλου αισθήματα;» τον ρώτησε εκείνη και σμίγοντας τα χείλια του άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.

«Όχι… δεν είναι κακό» της επιβεβαίωσε και ακουμπώντας τα χείλια του πάνω στον κρόταφο της την φίλησε απαλά μέσα από τον αναστεναγμό του. «Είναι ακριβώς αυτό που σε κάνει, ιδιαίτερη, ξεχωριστή, μοναδική» της είπε εννοώντας το απόλυτα με όλη του την καρδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA