Ετικέτες

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

I'm in love with an Angel "41. When the world is burning… Don’t walk away"






Οι μέρες περνούσαν, οι ώρες, τα λεπτά και εκείνη παρέμενε το ίδιο. Πιο κλεισμένη στον εαυτό της από ποτέ. Μέχρι που ένα βράδυ ένιωσα την αγκαλιά μου άδεια. Σαν αυτόματο σηκώθηκα επάνω και άρχισα να την ψάχνω. Δεν άργησα να την βρω. Με μια μπύρα στο χέρι, καθισμένη στα σκαλιά της πίσω αυλής, έστεκε εκεί και κοίταζε την αυτοσχέδια φωτιά που είχε ανάψει. Πλησιάζοντας την έκατσα ένα σκαλί πιο πάνω και την έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου αδιαφορώντας για το κρύο που με πιρούνιαζε.
 
«Δεν θέλω να ξέρω» ήταν η αμετάκλητη δήλωση της και δεν μπορούσα παρά να την σεβαστώ.
 
Ήταν η δική της ζωή, η δική της εκδίκηση, αν δεν ήθελε ποτέ να μάθει έστω και το όνομα του, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από το να το δεχτώ. Επειδή όμως ήξερα ότι μπορεί να έκανε κάτι απερίσκεπτο και μετά να το μετανιώσει, είχα ήδη φροντίσει - από την πρώτη κιόλας μέρα που έφερε εκείνον τον φάκελο στο σπίτι - να τον δώσω στον δικηγόρο της μητέρας μου ώστε να κρατήσει ένα αντίγραφο, με την συμφωνία, να μην μου αποκαλύψει ποτέ τι περιείχε μέσα αυτός ο φάκελος. Δεν ήθελα να ξέρω ούτε εγώ. Δεν ήμουν σίγουρος για το τι θα μπορούσα να είμαι ικανός να κάνω αν μάθαινα ποτέ έστω και το όνομα του. Και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι το ίδιο ένιωθε και εκείνη, γι’ αυτό τώρα πήρε την απόφαση να τον κάψει, πριν καν δει τι περιείχε.
 
Μετά από αυτό, όλα - επιτέλους - μπήκαν στην θέση τους. Οι μήνες άρχισαν να περνούν σαν το νερό. Η ζωή μας να γυρίζει στο φυσιολογικό (όσο αυτό ήταν δυνατών) και η ισορροπίες μας σιγά – σιγά επανέρχονταν. Μέχρι που έμειναν λίγες μέρες πριν το κολέγιο κλείσει. Δεν μπορούσαμε να αποφασίσουμε με τίποτα που να πάμε διακοπές. Από την μια εκείνη δεν είχε τα λεφτά για να πάμε στα μέρη που ήθελα εγώ, από την άλλη δεν δεχόταν με τίποτα να τα πληρώσω όλα εγώ, ώσπου μια μέρα τα πήρα τελείως στο κρανίο.
 
Χωρίς να την ρωτήσω, έκλεισα τα πάντα… (εισιτήρια στην Καραϊβική, ξενοδοχείο και ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε), όμως αυτό που δεν υπολόγισα ήταν ότι, το ότι έδωσα για όλα αυτά το πραγματικό της όνομα, αυτό θα έφτασε να μου καταστρέψει όλα μου τα σχέδια. Και όταν λέω όλα… εννοώ τα πάντα.
 
Τι εννοώ….
 Μας έμενε άλλη μια μέρα για να κλείσει το κολέγιο και ταυτόχρονα τις δουλειές της. Τρεις μέρες για να κάνουμε τα απαραίτητα ψώνια ώστε να ετοιμαστούμε για το ταξίδι. Και εκεί που πέταγα στα ουράνια, εκεί γύρισα στο σπίτι μόνο και μόνο για να αντικρίσω μπροστά μου τον χειρότερο μου εφιάλτη.
 
Αρχικά, περνώντας μπροστά από το σπίτι με το αυτοκίνητο μου είδα μια μαύρη θωρακισμένη λιμουζίνα αλλά δεν έδωσα σημασία από την αρχή. Ήξερα ότι απέναντι ζούσε ένα ψώνιο που έκαναν καριέρα στο Χόλυγουντ και υπήρχαν στιγμές που διάφοροι καλεσμένοι του αντί να παρκάρουν μπροστά στο δικό του σπίτι, πάρκαραν στην δικιά μου πλευρά. Δεν με ένοιαζε ιδιαιτέρα, άλλωστε δεν ενοχλούσαν κανέναν. Αργότερα όμως όταν έφτασα στην πόρτα μου και διαπίστωσα ότι δεν ήταν κλειδωμένα, άρχισαν να με ζώνουν τα μαύρα φίδια.
 
Ψυχραιμία… συνέστησα στον εαυτό μου αυτόματα. Η Κλερ θα είναι. Μπορεί να σχόλασε πιο νωρίς. Αλλά και πάλι δεν θα με έπαιρνε τηλέφωνο να πάω να την πάρω;
 
Πήρα μια ανάσα και πήρα την απόφαση να ανοίξω την πόρτα. Το σπίτι άδειο αλλά η μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Πριν μπω μέσα γύρισα και κοίταξα με περιέργεια την μαύρη λιμουζίνα. Δεν την αναγνώρισα αλλά ποιος μπορεί να την είχε αφήσει εκεί; Και γιατί; Οι υποψίες μου πολλές ή μάλλον (μια) και μάλιστα η χειρότερη.
 
Δεν κατάθεσα τα όπλα. Προτίμησα πρώτα να δω τι συμβαίνει και μετά να βγάλω τα σωστά συμπεράσματα πριν βγω τελείως εκτός εαυτού. Δυστυχώς, δεν το απέφυγα. Γιατί πολύ απλά - και πάλι δυστυχώς - οι υποψίες μου βγήκαν αληθινές.
 
Ήταν ο πατέρας μου που είχε το θράσος να μπει μέσα στο σπίτι μου χωρίς να περιμένει πρώτα να γυρίσω. Που διάολο βρήκε το κλειδί και τι στον πούτσο ήθελε… μάλλον δεν ήθελε πολύ μυαλό για να το καταλάβω. Όμως εγώ, εκείνη την στιγμή, αρνιόμουν πεισματικά να βρω την ψυχραιμία για να σκεφτώ λογικά.

 Βλέποντας τον να έχει αράξει στην βεράντα μου και να πίνει το καφεδάκι του μαζί με ένα τεράστιο πούρο που λογικά κάποιος από τους δύο του μπράβους που έστεκαν από κάτω και κοίταζαν κάθε μας κίνηση του είχε φτιάξει, τα μάτια μου αυτόματα άρχισαν να πετάνε σπίθες.

 «Φεύγεις όπως ήρθες» του δήλωσα χωρίς να του δίνω το περιθώριο να πει κουβέντα. Όπως το περίμενα δεν τον άγγιξαν τα λόγια μου ούτε για ένα δευτερόλεπτο.

 «Θα γίνει και αυτό. Πρώτα όμως, πιστεύω, ότι θα ήθελες να ενημερωθείς για την μεταγραφή σου, ώστε όταν γυρίσεις από το ταξιδάκι σου, να μην ψάχνεις να βρεις που πήγαν τα πράγματα σου» έμεινα να τον κοιτώ σοκαρισμένος.

 «Για ποια μεταγραφή μιλάς;» δεν μπορούσα πραγματικά να βγάλω κάποιο νόημα από όσα έλεγε.

 «Μα φυσικά για την μεταγραφή σου στο “Χάρβαρντ”. Αρκετά σε άφησα να παίξεις. Ήρθε η ώρα να σπουδάσεις αυτό που πραγματικά θα ακολουθήσεις και ξέρεις ακριβώς ποιο είναι αυτό» ήταν πραγματικά η προσωποποίηση της απόλυτης ψυχρότητας και ψυχραιμίας αυτήν την στιγμή.

 «Τι μαλακίες λες; Εγώ δεν κατέθεσα ποτέ τα χαρτιά μου…»

 «Τα κατέθεσα εγώ για σένα και όχι μόνο σε δέχτηκαν - και με μεγάλο ενδιαφέρον μπορώ να παραδεχτώ – αλλά υποχώρησαν και στην απαίτηση μου να σου δώσουν λίγο χρόνο παράτασης».
 
«Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα» προσπάθησα να πείσω περισσότερο τον εαυτό μου παρά εκείνον.
 
«Στον κόσμο μας…» είπε με νόημα ενώ έτριβε τα δάχτυλα του με ένταση για να καταλάβω ότι εννοεί τον κόσμο των χρημάτων. «Τα πάντα μπορούν να συμβούν. Φυσικά με μια αρκετά γενναιόδωρη δωροδοκία» η απάθεια στο βλέμμα του με έκανε να εξοστρακιστώ.
 
«Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να ανακατεύεσαι στην ζωή μου» τα ουρλιαχτά μου έκαναν τους μπράβους του να τσιτωθούν αλλά παρόλα αυτά δεν κουνήθηκαν από την θέση τους.  
 
«Όταν η ζωούλα σου επηρεάζει την δική μου…» είπε με νόημα και έμεινα να τον κοιτώ χωρίς να μπορώ να βγάλω ένα λογικό συμπέρασμα από όσα έλεγε ή περισσότερο έκανε.
 
Γιατί τώρα; Τι διάολο είχα κάνει για να με στείλει κάπου που δεν ήθελα; Και μάλιστα με το έτσι θέλω!
 
«Δεν έχει σημασία… η μαμά έχει την επιμέλεια μου και εκείνη δεν θα δεχτεί ποτέ κάτι που δεν θέλω εγώ» σήκωσα ανάστημα αλλά αντί να τον ταράξει εκείνος άρχισε να γελά ειρωνικά.
 
«Η μητέρα σου θα κάνει ακριβώς ότι πω εγώ» δήλωσε.
 
«Αλλιώς τι;» τον προέτρεψα να πει τα λάθος λόγια σφίγγοντας τις γροθιές μου.
 
«Αλλιώς τέρμα η καλή θέληση από μένα».
 
«Που σημαίνει;» σύριξα μέσα από τα δόντια μου κυριολεκτικά αφρίζοντας.
 
«Που σημαίνει ότι αν δεν κάνει ότι πω εγώ, τότε θα ξεχάσει την επιχείρηση που τροφοδοτεί και τους…» πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του, βλέποντας με να κάνω ένα βήμα προς το μέρος του, σηκώθηκε όρθιος πιο απειλητικός από ποτέ.

 «Πραγματικά πιστεύεις αυτήν την στιγμή ότι θα σε βοηθήσουν τα εντατικά μαθήματακια που σου έδωσε η αγαπημένη σου;… Πως είπαμε ότι την λένε τώρα…;» αυτό ήταν δεν άντεξα άλλο.

 Του χρώσταγα πολλά αλλά που να τον πάρει είχε δίκιο. Δεν με βοήθησαν τα μαθήματα. Η οργή θόλωνε το μυαλό μου, έτσι, όταν σήκωσα την γροθιά μου, εκείνος πιο γρήγορος έχωσε την δική του μέσα στο στομάχι μου πριν προλάβω να τον αγγίξω. Ξέπνοος λύγισα το σώμα μου μπροστά αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Με την γροθιά του έτοιμη ξανά, με τράβηξε από τα μαλλιά και μου σήκωσε το κεφάλι για να τον αντικρίσω στα μάτια. Έβλεπα την γροθιά του να έρχεται κατά πάνω μου αλλά τελευταία στιγμή κάτι τον σταμάτησε. Ήταν η φωνή της Κλερ που ερχόταν από πίσω μου.

 «Δεν ξέρω ποιος είσαι… αλλά αν τολμήσεις να ολοκληρώσεις ότι άρχισες, τότε δεν θα αρκεστώ σε απειλές» δήλωσε εκείνη και ο πατέρας μου σε απάντηση στα λόγια της, απλά χαμογέλασε θριαμβευτικά χωρίς να σταματά να με κοιτά στα μάτια.

 «Βρε, βρε, βρε… την πασίγνωστη πυγμάχο μας Έϊντζελ Ντόνοβαν» είπε με δηλητήριο στην φωνή του ενώ ακόμα η ικανοποίηση στο πρόσωπο του δεν έλεγε να φύγει.

 «Γνωρίζεις ποια είμαι;» ρώτησε η Κλερ με περιέργεια.

 «Όπως και έσυ…» δήλωσε σπρώχνοντας με απότομα στην άκρη λες και σιχαινόταν που με άγγιζε για να μπορέσει να την κοιτάξει στα μάτια. Και πάλι θριαμβευτικά. «Και μάλιστα πολύ καλά» συμπλήρωσε και αυτόματα κοίταξα την Κλερ.
 
Τα είχε τελείως χαμένα. Από την μια ζάρωνε τα φρύδια της με περιέργεια σαν να πάλευε να αναγνωρίσει το πρόσωπο του και από την άλλη άνοιξε το στόμα της σαν να ήθελε κάτι να πει αλλά τελικά δεν το έκανε. Όλο της το πρόσωπο από την μια στιγμή στην άλλη μεταλλάχτηκε σε κάτι άλλο. Δεν είχα ιδέα σε τι. Δεν μπορούσα να το αποκωδικοποιήσω. Δεν καταλάβαινα με τίποτα από πού αυτοί οι δύο μπορεί να γνωριζόντουσαν μέχρι που ο πατέρας μου αποφάσισε ότι δεν έφτανε όλα όσα είχε κάνει ή περισσότερο πει,  έτσι έριξε περισσότερο λάδι στην φωτιά.

 «Πάντα πίστευα ότι θα γινόσουν γυναικάρα, αλλά τόσο πολύ!!!» είπε με θαυμασμό. Απίστευτο για τα δικά του δεδομένα αλλά ήταν πραγματικός. «Μελαχρινή είσαι ακόμα πιο θεσπέσια».

 «Κλερ;» ρώτησα με κομμένη την ανάσα αρχίζοντας να ενώνω τα κομμάτια του παζλ σιγά-σιγά, σχεδόν ξεψυχισμένα.

 Δεν είπε τίποτα. Έχοντας νεκρώσει τελείως έμεινε απλά να με κοιτά ενώ τα χέρια της (αναποφάσιστα) σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν σε γροθιές. Πραγματικά φαινόταν από το ύφος της ότι δεν είχε ιδέα τι ήθελε να κάνει αυτήν την στιγμή.

 «Πες μου ότι δεν είναι αυτός;» ικέτεψα αλλά ήταν αργά. Την ήξερα ήδη την απάντηση.

 Δεν πρόλαβα να δω την αντίδραση του πατέρα μου στην διαπίστωση του ότι όχι μόνο ήξερα ήδη ποιος ήταν (για εκείνην) αλλά περισσότερο ότι ήξερα ΤΙ της είχε κάνει. Βλέποντας την να βάζει φτερά στα πόδια της δεν το σκέφτηκα στιγμή, απλά έτρεξα να την προλάβω πριν κάνει τίποτα απερίσκεπτο. Τουλάχιστον το προσπάθησα.

 «Δεν έχεις να πας πουθενά…» δήλωσε ο πατέρας μου γραπώνοντας τον καρπό μου ενώ τον είδα να κάνει σήμα στα ρεμάλια του να την προλάβουν πριν φύγει.

 Δεν έκατσα να το κουβεντιάσω. Απλά αντέδρασα. Αυτήν την φορά κατάφερα να βρω τον στόχο μου. Όταν το σαγόνι του στράβωσε και το χέρι του χαλάρωσε, δεν έκατσα να ξεσπάσω επάνω του ότι με έβραζε εκείνη την στιγμή μέσα μου. Προτεραιότητα μου ήταν μόνο η Κλερ.

 Τρέχοντας με όλη την δύναμη της ψυχής μου βγήκα από το σπίτι αλλά ευτυχώς μου έκοψε αμέσως και αντί να την ψάξω με τα πόδια πήρα αμέσως το αυτοκίνητο. Τα ρεμάλια οι μπράβοι του, καθώς γύριζαν ξανά προς το σπίτι, έμοιαζαν να την έχουν χάσει αλλά δεν καθησυχάστηκα.

 Που θα μπορούσε να είχε πάει; Πως τους είχε ξεφύγει;… δεν ήξερα αλλά έπρεπε να μάθω.

 Ανακαλύπτοντας ότι το κινητό μου έλειπε την στιγμή που έβαλα το χέρι μου μέσα στο μπουφάν μου για να το πιάσω, χτύπησα το τιμόνι με αγανάκτηση βρίζοντας. Κάνοντας τον γύρω του τετραγώνου, πέρασα μπροστά από το σπίτι και προς μεγάλη μου έκπληξη η λιμουζίνα δεν ήταν εκεί. Πριν προλάβω να το σκεφτώ, σταμάτησα όπως, όπως το αυτοκίνητο πάνω στο γκαζόν και έτρεξα μέχρι την πόρτα. Για κακή μου τύχη, δεν μου είχε πέσει μόνο το κινητό αλλά και τα κλειδιά μου. Δεν είχα άλλη επιλογή, το μόνο που μπορούσα να κάνω τώρα ήταν να βρω την Σέλπι. Εκείνη δεν γνώριζε μόνο το κινητό της αλλά ήξερε και που έμενε το ρεμάλι ο αδελφός της. Δεν γνώριζα με ποιον τρόπο θα μπορούσε να πάει να τον βρει, αλλά το ένστικτο μου έλεγε ότι στο μοναδικό μέρος που έμενε να την ψάξω τώρα θα ήταν όπου ήταν και εκείνος.

 Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, έκανα ξανά το γύρω του σπιτιού μήπως καταφέρω να την βρω πουθενά αλλά όταν δεν την βρήκα έφυγα σφαίρα να πάω στην εστία που έμενε η Σέλπι.

 Όταν έφτασα εκεί η Σέλπι ήταν άφαντη. Η συγκάτοικος της Σέλπι, τα είχε κυριολεκτικά παίξει από τις φωνές και τα χτυπήματα μου στην πόρτα τους, όταν όμως άνοιξε – μετά από μεγάλη επιμονή από μέρους μου – την πόρτα και με είδε τότε υποχώρησε και μου είπε που βρισκόταν. Που αλλού, στο σπίτι του ηλίθιου του Έλιοτ.

 Δεν έκατσα λεπτό παραπάνω. Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη –ευτυχώς - αλλά μόλις έφτασα θυμήθηκα ότι δεν γνώριζα το επίθετο του. Φτουυυ γκαντεμιά. Χωρίς επιλογή, χτύπησα με μιας όλα τα κουδούνια της πολυκατοικίας και όπως καταλαβαίνετε έγινε χαμός. Όλοι βρίζονταν με όλους εγώ να ωρυόμουν να μου ανοίξουν και εκεί που άρχισα να απελπίζομαι, εκεί, μια κοπέλα που δεν είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν, βγαίνοντας από το ασανσέρ, έμεινε στην μέση της διαδρομής για την εξώπορτα να με κοιτάει τρομοκρατημένη.

 Άρχισα να την παρακαλώ, να την ικετεύω να μου ανοίξει, αλλά εκείνη παρέμεινε εκεί. Ώσπου που τελικά, κάτι στα τελευταία μου λόγια την έκανε να αλλάξει γνώμη. Μην με ρωτάτε ποια ήταν αυτά. Είπα τόσα πολλά που έχασα στο τέλος την μπάλα. Δεν πρόλαβε η κακομοίρα να γυρίσει το χερούλι της πόρτας και εγώ όρμησα σαν αφηνιασμένος ταύρος. Ούτε ευχαριστώ δεν πρόλαβα να πω ο γάιδαρος αλλά γι’ αυτά είμαστε τώρα;

 Αγνοώντας το ασανσέρ ανέβηκα τους τρεις ορόφους με τα πόδια. Φτάνοντας μπροστά από την πόρτα του άρχισα να την κοπανάω ενώ ταυτόχρονα χτύπαγα και το κουδούνι φωνάζοντας δυνατά το όνομα της. Όσο η πόρτα παρέμενε κλειστή πραγματικά άρχιζα να τα χάνω τελείως.

 «Ώπα ρε μεγάλε, τι έγινε πιάσαμε φωτιά;» με ειρωνεύτηκε ο Έλιοτ ανοίγοντας την πόρτα και τα πείρα τελείως στο κρανίο. Η ειρωνεία του μου έλειπε τώρα.

 «ΣΕΛΠΙ» φώναξα αγνοώντας τον ενώ τον έκανα στην άκρη και εκείνος, παίρνοντας τα στο κρανίο, μπήκε μπροστά να με σταματήσει αλλά δεν πρόλαβε.

 «Κρις; Τι συμβαίνει; Έπαθε κάτι η Κλερ;» φυσικά η Σέλπι το ψυλλιάστηκε αμέσως. Άλλωστε για ποιον άλλο λόγο θα έσπερνα τον πανικό.

 Κάπως καθυστερημένα συνειδητοποίησα γιατί αγνοούσαν τα κουδούνια. Μάλλον τους είχα κόψει πάνω στο καλύτερο αλλιώς για ποιον λόγο ο άλλος να είναι με το μποξεράκι του και η Σέλπι τυλιγμένη σαν μούμια με ένα σεντόνι;

 «Τον βρήκαμε…» ούρλιαξα αγανακτισμένα και αυτόματα έχασε όλο το χρώμα από το πρόσωπο της. Φυσικά και κατάλαβε ακριβώς ποιον εννοούσα. «Είναι ο πατέρας μου Σέλπι το διανοείσαι; Και δεν φτάνει που ήξερε ότι έμενε μαζί μου, το ρεμάλι είχε το θράσος να έρθει και στο σπίτι μου να μας βρει» συνέχισα με απελπισία και γουρλώνοντας τα μάτια της έμεινε άφωνη να με κοιτά.

 Δεν την αδικούσα. Τι θα μπορούσε άλλωστε να πει.

 «Η Κλερ…;»

 «Δεν έκανε τίποτα…» την πρόλαβα κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά. «Απλά σηκώθηκε και έφυγε».

 «Που είναι τώρα;» ρώτησε πιο αγχωμένα τώρα.

 «Δεν ξέρω γι’ αυτό ήρθα σε σένα. Πρέπει να με βοηθήσεις να την βρω. Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να κάνει».

 «Πήρες τον Τότο μήπως πήγε από εκεί;» συνέχισε και απάντησα και πάλι κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά.

 «Μου έπεσε το κινητό και δεν θυμάμαι απ’ έξω το τηλέφωνο του ούτε ξέρω που μένει» της εξήγησα.

 «Δώσε μου ένα λεπτό να ντυθώ…» δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την φράση της.

 «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» την ρώτησε εξοργισμένος ο μαλάκας ο Έλιοτ που δεν του κάηκε καρφί για όσα λέγαμε.

 Από την μια δεν μπορούσες να τον αδικήσεις. Σίγουρα όσα άκουγε, για εκείνον που δεν γνώριζε τίποτα για το παρελθόν της Κλερ, θα φαινόταν Κινέζικα αλλά… που να τον πάρει, υποτίθεται ότι είναι φίλη του, με βλέπει έτσι και τον μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να φύγω επιτέλους από το σπίτι του για να καταφέρει να χώσει το καυλί του στο μουνί ή τον κώλο (ότι έχει καταφέρει να κερδίσει) της Σέλπι; Τόσο αναίσθητος είναι πια; Ναι τόσο αναίσθητος ήταν γι’ αυτό και δεν κατάφερα να κρατηθώ. Αυτό ήταν η τελευταία σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι μου.

 Πιάνοντας τον από τον λαιμό του υπέβαλα να με κοιτάξει στα μάτια.

 «Η ‘φίλη’ σου αυτήν την στιγμή μπορεί να βρίσκετε σε κανέναν γκρεμό και να είναι έτοιμη να πηδήξει από κάτω και εσένα το μόνο που σε νοιάζει είναι να ικανοποιήσεις το καυλί σου;» ούρλιαξε πίσω μου η Σέλπι πριν προλάβω να βγάλω άχνα και την κοιτάξαμε ταυτόχρονα παγωμένα.

 Το να ακούς την Σέλπι να μιλάει με αυτόν τον τρόπο ήταν πραγματικά άκρος σοκαριστηκό. Που βρήκε το κουράγιο να μιλήσει έτσι; Δεν είχα χρόνο να μάθω αυτήν την στιγμή. Βασικά δεν είχα χρόνο για τίποτα από όλα αυτά.

 «Πάρε τα ρούχα σου μαζί σου. Θα αλλάξεις στο αμάξι» της είπα γρήγορα και μόλις εκείνη με μάτια που πέταγαν σπίθες μου ένευσε θετικά έτρεξε ξανά στο δωμάτιο.

 Αφήνοντας τον έκανα πιο πίσω αλλά το βλέμμα μου του δήλωνε ανοιχτά ότι αν έκανε καμία μαλακία αυτήν την φορά δεν θα την γλύτωνε.

 «Έτοιμη» φώναξε η Σέλπι ενώ ήρθε κοντά μου για να με τραβήξει από πάνω του με τον φόβο μην γίνουν χειρότερα τα πράγματα καθώς ακόμα κούμπωνε το παντελόνι της.

 «Είσαι σοβαρή; Πραγματικά θα με αφήσεις έτσι;» αναφώνησε ο άλλος χωρίς να το πιστεύει.

 «Θες μήπως βοήθεια να ξενερώσεις;» του γύρισα εγώ αλλά η Σέλπι μπήκε στην μέση.

 «Η ΦΙΛΗ μας με χρειάζεται» του τόνισε και έμεινε να κοιτά τις αντιδράσεις του σαν να του έδινε μια τελευταία ευκαιρία να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει γύρω του.

 «Εγώ σε χρειάζομαι περισσότερο. Δύο μήνες περίμενα…» το χαστούκι που του άστραψε μαζί με την ροχάλα που του έφτυσε στα μούτρα, έφτασε για να κόψει τα λόγια του στην μέση.

 «Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω που δεν πίστεψα κανέναν και σου έδωσα μια ευκαιρία. Αλλά ΔΕΝ την άξιζες» του είπε και κυκλώνοντας το χέρι της γύρω από το μπράτσο μου άρχισε να με σέρνει προς την πόρτα χωρίς να κοιτάξει ξανά πίσω της.

  Όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε άρχισα σιγά-σιγά να συνειδητοποιώ καλύτερα την κατάσταση. Ζευγάρι ήταν, δεν μπορούσα να μπω έτσι άγαρμπα ανάμεσα τους.

 «Συγνώμη, έπρεπε να καταλάβω νωρίτερα ότι ήσασταν…»

 «Μην ζητάς συγνώμη…» με έκοψε με την μια. Ήταν εκτός εαυτού ή μου φαίνεται; «Μάλλον θα πρέπει να σε ευχαριστήσω που τον σταμάτησες έγκαιρα. Είχα ήδη αρχίσει να νιώθω πολύ άβολα» είπε με τον εκνευρισμό της να βάφει τα μάγουλα της κόκκινα. Ήθελε να ξεσπάσει, ήταν ολοφάνερο, αλλά μόλις συνειδητοποίησε τι είπε αμέσως μαγκώθηκε και γύρισε να με κοιτάξει αγχωμένα.

 «Πες μου ότι δεν πρόλαβε να σου πάρει την παρθενιά» την ικέτεψα με τα νεύρα μου να θολώνουν την κρίση μου.

 «Εεεε… δεννν…»

 «Πες μου που να σε πάρει» ούρλιαξα.

 «Δεν την ήθελε» ξέσπασε και εκείνη και τα πάντα μαύρισαν.

 «Τον γαμιόλη είναι νεκρός» σύριξα ενώ έκανα επιτόπου στροφή χωρίς να κοιτάξω καν τον δρόμο.

  «Κρις» ούρλιαξε μέσα στο αυτί μου πιάνοντας αντανακλαστικά το τιμόνι για να με συνεφέρει αλλά ήταν αργά.

 Πατώντας απότομα φρένο, γλυτώσαμε την τελευταία στιγμή τα χειρότερα αλλά δεν ήταν αρκετό. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει τελείως. Στο υποσυνείδητο μου θυμόμουν ακόμα ότι η προτεραιότητα μου είναι να βρω την Κλερ να βεβαιωθώ ότι είναι καλά αλλά την ίδια στιγμή η συνείδηση μου δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δεν έβλεπα τον άλλον σε αναπηρικό καροτσάκι. Η φήμη ότι γούσταρε κωλαράκια, τον ξεπερνούσε, αλλά να ζητήσει το ίδιο από την Σέλπι ενώ ήξερε ότι η κοπέλα δεν είχε άλλες εμπειρίες; Αυτό ξεπέρναγε κάθε όριο. Όχι μόνο ότι το ζήτησε άλλα ακόμα χειρότερα ότι προσπάθησε να το κάνει πράξη. Έλπιζα μόνο να είχα έρθει νωρίς, αρκετά νωρίς ώστε να μην άφησε σημάδια στην ψυχή της κοπέλας.

 «Δεν αξίζει…» την άκουσα δίπλα μου να λέει με πείσμα ενώ μου κρατούσε το μπράτσο μην κάνω τίποτα χειρότερο. «Άλλωστε δενννν… Δεν έγιναν όλα. Δηλαδή προσπάθησε αλλά σταμάτησε όταν άρχισες να χτυπάς τα κουδούνια».

 «Γιατί στο διάολο του επέτρεψες να σου κάνει κάτι τέτοιο;» ούρλιαξα όλη την αγανάκτηση μου στα μούτρα της.

 «Είπε ότι δεν θα προχώραγε, υποτίθεται ότι απλά…» δεν ήξερε πώς να συνεχίσει.

 Αυτό ήταν. Μόλις θα τελείωνα μαζί του δεν θα μπορούσε να γαμήσει ξανά ούτε ένα μαξιλάρι. 

 Βλέποντας τις προθέσεις μου από το ύφος μου (προφανώς) άρπαξε τα κλειδιά από την μηχανή πριν προλάβω να βάλω ξανά μπρος και με κοίταξε εξοργισμένη.

 «Κατέβα…» ούρλιαξε χωρίς να δέχεται αντίρρηση. «Θα οδηγήσω εγώ» δήλωσε την στιγμή που κατέβαινε από το αυτοκίνητο και έμεινα στην θέση μου να πάρω μια ανάσα.

 Πουτάνα όλα… τι σκατά να διορθώσεις πρώτα;

 «Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι» μου ζήτησε με επιτακτικό τόνο όταν το αυτοκίνητο βρέθηκε ξανά στην σωστή μεριά του δρόμου. «Θέλω να το ξεχάσεις» την κοίταξα εξαγριωμένος. «Δεν είμαι ηλίθια Κρις. Θα τον σταμάταγα και εγώ απλά δεν κατάλαβα από την αρχή τις προθέσεις του. Πραγματικά νόμιζα ότι έπαιζε όπως μου υποσχέθηκε, ότι απλά δοκιμάζαμε, δεν συνειδητοποίησα αμέσως ότι βρισκόταν σε λάθος τρύπα» εξήγησε.

 «Αν δεν χτύπαγα το κουδούνι…»

 «Δεν έκανε μόνο σε σένα η Κλερ μαθήματα Κρις… εννοείτε ότι θα τον σταματούσα» μου απάντησε αμέσως.

 Δεν το σχολίασα. Στην τελική δικιά της ήταν η ζωή ας την έκανε ότι ήθελε.

 «Μπορώ να έχω το κινητό σου;» ζήτησα πιο ήρεμα. Η Σέλπι μου έδειξε την τσάντα της που ήταν στα πόδια μου με την ματιά της.

 «Προσπάθησα να την πάρω στο τηλέφωνο της την ώρα που ντυνόμουν αλλά το έχει κλειστό» με ενημέρωση αλλά δεν έδωσα σημασία. Εγώ την πήρα έτσι κι αλλιώς μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι η Σέλπι είχε δίκιο. Ήταν κλειστό.

 Δεν μπορούσα να μείνω άπραγος. Κάτι έπρεπε να κάνω. Είχα τα χαρτιά στον δικηγόρο αλλά δεν είχα ιδέα τι περιείχε εκείνος ο φάκελος. Θα ήταν αρκετός για να τον μπουζουριάσουν επιτέλους και να πληρώσει για όλο το κακό που μας έχει κάνει;

 Πριν το σκεφτώ πήρα την μητέρα μου.

 «Παρακαλώ;» ρώτησε ερωτηματικά και έμεινα άλαλος. Τι να της έλεγα; «Ποιος είναι;» την άκουσα ξανά να λέει και πήρα την απόφαση να μιλήσω.

 «Εγώ είμαι» θα πρέπει να ακουγόμουν πολύ πιο χάλια από όσο φανταζόμουν γιατί η μητέρα μου μόλις με άκουσε τα έχασε τελείως.

 «Τι έπαθες παιδί μου; Που είσαι; Από πού με παίρνεις…;» δεν άντεξα να ακούσω άλλα.

 «Είναι εκείνος μαμά» κατάφερα να πω με δυσκολία πνιγμένα. «Ο μπαμπάς».

 «Τι έκανε πάλι; Σας πείραξε;» είχε βγει εκτός εαυτού.

 «Ο πατέρας…» επανέλαβα με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει. «Είναι αυτός που έκανε κακό στην Κλερ μαμά» καμία αντίδραση. Πρέπει να είχε σοκαριστεί πάρα πολύ για να καταφέρει να βρει κάτι να πει.

 «Ήρθε από το σπίτι και μάλιστα με τους μπράβους του για να μας προκαλέσει…» συνέχισα.

 «Η Κλερ;» ρώτησε αγχωμένα γνωρίζοντας το οξύθυμο χαρακτήρα της.

 «Δεν έκανε τίποτα, απλά έφυγε και τώρα με την Σέλπι προσπαθούμε να την βρούμε» εξήγησα. «Δεν τον καταλαβαίνω μαμά» συνέχισα πιο γρήγορα πριν με διακόψει πάλι. «Ήξερε ότι η Κλερ είναι μαζί μου και ήρθε με σκοπό να μας χωρίσει. Τι διάολο σκεφτόταν; Δεν φαντάστηκε πως θα αντιδρούσα αν μάθαινα…»

 «Δεν νομίζω ότι περίμενε η Κλερ να παραδεχτεί κάτι» με διέκοψε. «Ούτε πρέπει να περίμενε ότι γνώριζες τίποτα από όλα αυτά. Περισσότερο πιστεύω πως φαντάστηκε ότι η Κλερ ήξερε ποιος ήσουν και τα έμπλεξε μαζί σου για να τον εκδικηθεί με αυτό τον τρόπο ή κάτι τέτοιο» μίλησε η φωνή της λογικής και έμεινα σοκαρισμένος να ενώνω τα κομμάτια.

 Πολύ πιθανών η μητέρα μου να είχε δίκιο… διαφορετικά δεν έβγαζε κανένα νόημα η σημερινή του επίσκεψη αλλά και συμπεριφορά του.

 «Φτάσαμε» άκουσα την Σέλπι να λέει και κοίταξα γύρω μου.

 Δεν μπορούσα να συντονιστώ με το περιβάλλον έτσι δεν είχα ιδέα που βρισκόμασταν.

 «Μαμά πρέπει να κλείσω…»

 «Πήγαινε να την βρεις παιδί μου και πες της…» ο αναστεναγμός της έκοψε την φράση της στην μέση. «Πες της ότι αν θελήσει να τον πάει στο δικαστήριο θα την στηρίξω με όποιον τρόπο μπορώ».

 «Δεν ξέρω αν θέλει να με δει ξανά στα μάτια της» ξέρω, δεν είναι ώρα για ηττοπάθειες και ανασφάλειες αλλά πραγματικά τα είχα δει όλα. Τα μηλίγγια μου παλλόταν σαν τρελά και αν συνέχιζα έτσι το εγκεφαλικό δεν θα αργούσε να έρθει. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
 
«Δεν έχει σημασία. Εσύ πρέπει να προσπαθήσεις. Πρέπει να της δώσεις να καταλάβει ότι είσαι ακόμα εδώ για εκείνη» με συμβούλευσε και κοίταξα την Σέλπι που περίμενε υπομονετικά να δει τι θα κάνουμε.

 «Θα σε πάρω μετά» της είπα μόνο και το έκλεισα πριν πει κάτι άλλο.

 «Που είναι;» την ρώτησα.

 «Βασικά δεν θυμάμαι το σπίτι επειδή ήταν βράδυ και ήμουν πολύ μεθυσμένη όταν πήγαμε εκεί, αλλά εδώ…» είπε δείχνοντας ένα μαγαζί  με τατουάζ. «Είναι το μαγαζί του Τότο. Εφόσον είναι ανοιχτό, αν δεν είναι μέσα η ίδια ή ο Τότο θα μπορεί να μας πει που να τους βρούμε το Μπουλντόκ» μου εξήγησε και πήρα μια βαθιά ανάσα.

 «Πάμε» είπα αποφασιστικά και άνοιξα την πόρτα.

 Μπαίνοντας στο μαγαζί βρήκαμε τον τύπο που είχα δει στον αγώνα της Κλερ. Στην αρχή - καθώς ήταν απορροφημένος στην συζήτηση που είχε με μια τύπισσα με τα εκατό χιλιάδες σκουλαρίκια σε όλη της την μούρη και το μισό της κεφάλι ξυρισμένο - δεν μας πρόσεξε, αλλά μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω μας γύρισε το κεφάλι του απότομα προς το μέρος μας. Η ματιά του τα έλεγε όλα. Ήμασταν ανεπιθύμητοι.

 «Ήρθε η Κλερ από εδώ;» μπήκε κατευθείαν η Σέλπι στο θέμα ενώ έμπαινε ανάμεσα μας κοιτώντας τον με αγωνία.

 «Δεν θέλει να δει κανέναν. Περισσότερο εκείνον» έφτυσε με αηδία στα μούτρα μας όλο του το δηλητήριο.

 «Το ορκίζομαι, δεν θέλουμε να την ενοχλήσουμε, θέλουμε μόνο να μάθουμε αν είναι καλά» επέμενε η Σέλπι (μάλλον) σε μια προσπάθεια να τον μαλακώσει. Ήταν μάταιο.

 «Όταν τον ξεφορτωθεί…» γρύλισε κοιτώντας με απειλητικά και η Σέλπι δεν κρατήθηκε άλλο.

 «Δεν έφταιγε εκείνος…» του ούρλιαξε στα μούτρα και την τράβηξα προς τα πίσω.

 «Δεν πειράζει Σέλπι… άφησε τον» της είπα ήρεμα. Δεν είχα ιδέα πως μπορούσα να είμαι τόσο ψύχραιμος ενώ την ίδια στιγμή μου είχαν κοπεί τα φτερά, η γη είχε φύγει κάτω από τα πόδια μου και η καρδιά μου… αυτή είχε γίνει χιλιάδες μικρά κομματάκια.

 «Σημασία έχει ότι είναι καλά και είναι με τον αδελφό της. Αυτό δεν θέλαμε να μάθουμε;» συνέχισα και με κοίταξε σοκαρισμένη.

 «Όχι…» είπε πεισματικά. «Αν δεν της μιλήσω δεν θα ησυχάσω» δήλωσε και γύρισε το πρόσωπο της προς το μέρος του. «Μπορείς να πάρεις τον Τότο τηλέφωνο να του μιλήσω;» ρώτησε με ύφος που δήλωνε ότι δεν θα έφευγε από εδώ αν δεν περνούσε το δικό της.

 Εκείνος, κοιτώντας πρώτα εμένα και μετά την Σέλπι, το σκέφτηκε για λίγο.

 «Μόνο εσύ» της είπε κατηγορηματικά και μόλις η Σέλπι κατένευσε έβγαλε το κινητό του.

 «Έλα…» μίλησε σε αυτόν που απάντησε στην γραμμή.

 «Είναι το γκομενάκι που γουστάρεις εδώ…» συνέχισε ενώ ταυτόχρονα κοίταζε την Σέλπι από πάνω μέχρι κάτω μην μπορώντας να καταλάβει τι της έβρισκε. Σίγουρα μιλούσε με τον Τότο; 

 Η Σέλπι κοκάλωσε. Γούρλωσε τα μάτια της σοκαρισμένη και έμεινε να κοιτά τον Μπουλντοκ λες και δεν πίστευε ότι είχε ακούσει καλά.

 «Λέει ότι δεν φεύγει αν δεν μιλήσει μαζί της» κατέληξε και αφού άκουσε την απάντηση του συνομιλητή του έτεινε το κινητό προς την Σέλπι.

 «Ναι;» ρώτησε διστακτικά και μόλις άκουσε την φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής έχασε τελείως όλο το χρώμα από το πρόσωπο της.

 «Εεε ναι…;» ρώτησε χωρίς να είναι σίγουρη ακόμα παγωμένη από το σοκ. «Εεε ναι, ναι, σε παρακαλώ. Δεν θέλουμε να την αναστατώσουμε, θέλουμε μόνο να την δούμε… να δούμε» διόρθωσε. «εννοώ ότι είναι καλά…» γυρίζοντας προς το μέρος μου με κοίταξε με συμπόνια. «Πως θες να είναι μετά από όλα αυτά;» τον ρώτησε λίγο πιο απότομα από όσο χρειαζόταν. «Είναι κομμάτια Τότο και εκείνος υποφέρει» προσπάθησε να με δικαιολογήσει.

 «Εντάξει. Σε ευχαριστώ» του είπε με ευγνωμοσύνη. «Σε θέλει» συμπλήρωσε προς το Μπουλντοκ και του έδωσε πίσω το κινητό του πριν έρθει κοντά μου.

 «Δεν ξέρω αν καταφέρουμε να την δούμε αλλά τουλάχιστον θα έχουμε μια ευκαιρία να προσπαθήσουμε» μου είπε με νόημα την στιγμή που ο Μπουλντοκ απομακρύνθηκε για να μιλήσει στο τηλέφωνο. 

 «Έχε τον νου σου στο μαγαζί» ζήτησε από την κοπέλα και γύρισε την αγριόφατσα του προς το μέρος μας. «Που έχετε το αυτοκίνητο;»

Κυριολεκτικά σερνόμουνα αλλά όταν φτάσαμε στο αυτοκίνητο πήρα το κλειδί από τα χέρια της Σέλπι και έκατσα στην θέση του οδηγού. Έπρεπε να κάνω κάτι να αποσπάσω το μυαλό μου αλλιώς πραγματικά θα τρελαινόμουνα.

Με τον Μπουλντοκ να μας καθοδηγεί δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο σπίτι τους. Όταν πάρκαρα έξω από την αυλή τους έσβησα την μηχανή, τράβηξα το χειρόφρενο αλλά δεν έκανα και τίποτα άλλο. Τι νόημα είχε. Δεν ήθελε πια να με δει. Όχι ότι την αδικούσα. Αλλά το κέρα το μου μέσα, τι έφταιγα εγώ;

«Κρις;» άκουσα την Σέλπι πίσω μου και την κοίταξα μέσα από τον καθρέφτη.

Δεν της είπα τίποτα. Αφήνοντας την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά, άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Όταν αντίκρισα τον Τότο να φράζει την είσοδο με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα κάνω φασαρία αλλά είναι άλλο να είναι δική της επιλογή να μην θέλει να με δει και άλλο το μαλακισμένο να κρίνει αν πρέπει να την δω ή όχι χωρίς την συγκατάθεση της.

Με το που άρχισα να πηγαίνω με μεγάλες δρασκελιές κοντά του η Σέλπι έτρεξε πίσω μου αν με προλάβει.

«Υποσχέθηκες» παραπονέθηκε η Σέλπι στον Τότο πριν προλάβω να ξεσπάσω όλη την οργή που έβραζε μέσα μου.

«Δεν είναι δική μου απόφαση» εξήγησε εκείνος κοιτώντας με στα μάτια. Απολογητικά; Πράγματι με κοίταζε απολογητικά;

Αυτό έκανε τα βήματα μου να παγώσουν. Τώρα ήρθε και η επιβεβαίωση. Όλα τελειώσανε εδώ.

«Θες να της μεταφέρω κάτι;» με ρώτησε πιο απαλά ενώ η στάση του σώματος του ήταν πιο χαλαρή από όσο τον είχα δει ποτέ στην ζωή μου. Πράγματι το ζούσα εγώ αυτό; Δεν μπορούσα να το πιστέψω.

«Πεςςς… πες της…» τι να της έλεγε;

Είχα τόσα πολλά να πω όμως αυτή την στιγμή δεν μου ερχόταν τίποτα. Το μυαλό μου είχε παγώσει, οι ίδιες μου οι αισθήσεις πάγωσαν, το σώμα μου δεν αντιδρούσε.

«Τι θα μπορούσες να της πεις;» μονολόγησα ξεψυχισμένα παίρνοντας μια ανάσα ενώ έτριβα το πρόσωπο μου με το χέρι μου για να καταφέρω να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου.

«Είναι καλά» είπε ξανά εκείνος και σμίγοντας τα χείλια μου σε μια προσπάθεια να συγκρατήσω τον χείμαρρο των δακρίων μου κατένευσα.

«Πες της…» προσπάθησα ξανά. «Πες της να μιλήσει με την μητέρα μου. Ξέρει. Της τα είπα. Μπορεί να την βοηθήσει, ΑΝ θέλει… αν θέλει κάτι, οτιδήποτε» δεν είχα κουράγιο ούτε μια πρόταση να συντάξω σωστά.

«Απλά πες της…» η απελπισία μου είχε χαραχτεί σε όλα μου τα χαρακτηριστικά.

«Ξέρει ότι την αγαπάς» συμπλήρωσε για μένα και τον κοίταξα μόνο για μια στιγμή.

Καθώς κατένευσα κοίταξα για λίγο γύρω μου χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα τι να κάνω τώρα. Δεν είχα άλλο κουράγιο να κρύβομαι, τα μάτια μου πια έτρεχαν ανεξέλεγκτα.

«Κρις» άκουσα την πνιχτή της φωνή ξαφνικά ακριβώς την στιγμή που έκανα την κίνηση να φύγω και γυρίζοντας προς την μεριά της την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια της. Ήταν πρησμένα και ακόμα υγρά.

Δεν είπε τίποτα άλλο. Καθώς είδε ότι δεν κουνήθηκα από την θέση μου, έτρεξε εκείνη στην αγκαλιά μου. Τα αναφιλητά της δεν έλεγαν να σταματήσουν και αυτό έκανε και τα δικά μου συναισθήματα να εκραγούν.

«Είναι άδικο» δεν κατάφερα να το κρατήσω για τον εαυτό μου.

«Συγνώμη… συγνώμη… αλλά δεν μπορώ… σ’ αγαπάω αλλά δεν μπορώ» απολογήθηκε και με έκανε χειρότερα.

«Τουλάχιστον υποσχέσου μου…» απαίτησα ενώ κράταγα το πρόσωπο της μέσα στα δύο μου χέρια. «Ορκίσου μου ότι δεν θα τα παρατήσεις. Δεν θα παρατήσεις την ζωή σου για εκείνον. Θα φύγω εγώ, θα δεχτώ την πρόταση του και θα πάω στο Χάρβαρντ, αλλά εσύ…»

«Όχι… όχι, δεν μπορείς…» έλεγε απαρηγόρητη πνιγμένα και πριν προλάβω να αντιδράσω απανωτά παλαμάκια σε αργό ρυθμό μου έκοψαν την φόρα.

Γυρίζοντας όλοι μαζί ταυτόχρονα προς τα πίσω είδαμε τον πατέρα μου να έρχεται κοντά μας με την συνοδεία των μπράβων του. Από πού στο διάολο είχε ξεφυτρώσει; Γι’ αυτό είχε εξαφανιστεί γιατί με ακολουθούσε; Ή ήξερε που έμενε και είχε έρθει από την αρχή εδώ περιμένοντας απλά να εμφανιστώ πρώτα εγώ για να κάνει την εντυπωσιακή του είσοδο;

Μόλις το Μπουλντόκ και ο Τότο τσιτώθηκαν οι μπράβοι του παραμέρισαν τα παλτά τους και άφησαν να φανούν τα όπλα τους που γυάλιζαν μέσα στην θήκη τους. Η Σέλπι αφήνοντας μια κραυγή άρχισε να κοιτάει γύρω της για λίγη συμπαράσταση. Βλέποντας τον Τότο να της κάνει νόημα να πάει κοντά του δεν το σκέφτηκε. Τρέχοντας κοντά του, έπεσε κυριολεκτικά επάνω του και εκείνος την παρότρυνε αμέσως να πάει πίσω από την πλάτη του. Το ύφος του προς τους μπράβους ήταν τελείως δολοφονικό αλλά οι κινήσεις του προς τα εκείνη ήταν άκρως προστατευτικές.

Φεύγοντας ένα βάρος από πάνω μου όσο αφορούσε την ασφάλεια της Σέλπι, γύρισα όλο μου το σώμα προς το μέρος του πατέρα μου και τους μπράβους του ενώ ταυτόχρονα ακολουθούσα το παράδειγμα του Τότο. Κρατώντας το σώμα μου σαν ασπίδα μπροστά από το σώμα της Κλερ, έφερα τα χέρια μου προς τα πίσω για να την εμποδίσω στην περίπτωση που θα σκεφτόταν να κάνει κάτι απερίσκεπτο που θα της στοίχιζε την ζωή της.

«Πάρ’ τους από εδώ και εγώ θα σε ακολουθήσω» υποσχέθηκα προς τον πατέρα μου αλλά δεν του ήταν αρκετό.

«Όχι πριν ξεκαθαρίσουμε κάποια πραγματάκια που έχουμε σε εκκρεμότητα…» δήλωσε εκείνος με τέτοια ψυχρότητα που με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος. Όχι, δεν μπορούσε αυτό το τέρας να ήταν πατέρας μου… απλά δεν μπορούσε.

«Τι άλλο έμεινε;» ούρλιαξα όλη μου την αγανάκτηση κοιτώντας τον με τέτοια λύσσα που λίγο ήθελε για να γελάσει με ικανοποίηση που είχε καταφέρει να με λυγίσει τόσο πολύ.

«Αν η Κλερ ήθελε να σε σβήσει από τον χάρτη θα μπορούσε να το είχε κάνει ήδη» του έφτυσα στην μούρη. «Ο πατέρας της μας έδωσε όλα όσα χρειαζόμασταν για να σε κλείσουμε για πάντα στην φυλακή αλλά εκείνη τα έκαψε…» συνέχισα μπλοφάροντας εφόσον δεν είχα ακόμα ιδέα πόσα είχε καταφέρει εκείνος να μαζέψει μέσα στον φάκελο που μας παρέδωσε. «Τα έκαψε πριν μάθει καν το όνομα σου» συνέχιζα να ουρλιάζω με το πρόσωπο μου να κοκκινίζει περισσότερο από την οργή που ξεχείλιζε πια από μέσα μου.

«Όμως τώρα ξέρει ποιος είμαι» το συνέχισε εκείνος τελείως κυνικά γέρνοντας το κεφάλι του ώστε να αντικρίσει τα μάτια της Κλερ και του Τότο που τον κοίταζαν πίσω από την πλάτη μου. «Και το να αφήσω την τύχη μου στα χέρια μιας φρενοβλαβής που συντηρείτε με ψυχοφάρμακα, δεν νομίζω ότι είναι η πιο σοφή μου απόφαση».

«Τι θες επιτέλους από μας;» ούρλιαξα την ίδια στιγμή που η Κλερ έμπαινε μπροστά και τον κοίταζε καθηλωτικά στα μάτια.

«Αν φύγεις τώρα και δεν γυρίσεις ποτέ ξανά πίστεψε με θα είναι η μοναδική σοφή σου απόφαση» ο απειλητικός τόνος στην φωνή της έκανε τον πατέρα μου να πάρει τα πάνω μου. Τι διάολο τρεφόταν από αυτό;

«Λυπάμαι αλλά έχω πάψει να πιστεύω στην καλή θέληση χωρίς πρόθεση» της δήλωσε κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος μας απροκάλυπτα και το σώμα μου αυτόματα πήγε και κόλλησε στο δικό της για να την σταματήσω πριν εκείνη δεχτεί την πρόκληση του.

«Τότε στείλε οποιοδήποτε συμβόλαιο νομίζεις ότι θα καλύψει τον εκτεθειμένο σου κώλο και στείλ’ το με τον δικηγόρο σου να το υπογράψουμε… όλοι μας» η ψυχραιμία της με καθήλωσε. Δεν περίμενα με τίποτα ότι δεν θα άρπαζε αυτή την ευκαιρία ώστε να ξεσπάσει όλα όσα κράταγε μέσα της.

«Έτσι απλά; Καταθέτεις τα όπλα έτσι απλά;» πραγματικά τον είχε σοκάρει η στάση της.

«Δεν το κάνει για σένα ηλίθιε» του είπα απότομα εγώ και γύρισε να με κοιτάξει.

«Δεν μπορώ να σε καταστρέψω χωρίς να μείνει ανέπαφος από αυτό ο γιος σου» συμπλήρωσε η Κλερ και κοίταξε αυτόματα εκείνη. «Ναι…» συνέχισε σε απάντηση στα ανείπωτα ερωτηματικά του. «Δεν τον πλησίασα για να εκδικηθώ εσένα, δεν γνώριζα καν ποιος ήσουν όλα αυτά τα χρόνια. Ακόμα και η εικόνα σου είχε σχεδόν σβηστεί από τα μάτια μου μέχρι που αποφάσισες να μου θυμίσεις πως διάολο έμοιαζες» ο θυμός της είχε επιστρέψει αλλά εκείνη τον συγκρατούσε με νύχια και με δόντια. «Όμως ακόμα και τώρα που ξέρω δεν θέλω να σε καταστρέψω γιατί ο γιος σου ήταν αυτός που μου έμαθε πρώτος, ότι ΔΕΝ ΤΟ ΑΞΙΖΕΙΣ… Η ζωή μου αξίζει πολλά περισσότερα και θα τα κερδίσω όλα, όμως πολλά χιλιόμετρα μακριά σας. Γι’ αυτό πάρε τον γιο σου και φύγετε. Φύγετε και μην γυρίσετε ποτέ ξανά γιατί τότε να είσαι σίγουρος ότι θα ξεχάσω ότι σε αυτήν την ζωή αξίζω και εγώ μια δεύτερη ευκαιρία. Και αν το κάνω τότε να είσαι σίγουρος ότι αυτήν την φορά θα σε πάρω μαζί μου».

Ο πατέρας μου έμεινε για μια στιγμή αναποφάσιστος να μας κοιτά μέχρι που έπεσε η ματιά του πάνω στον Τότο.

«Το ίδιο ισχύει και για εκείνον;» ρώτησε θέλοντας να κλείσει όλα τα παράθυρα που είχαν μείνει ανοιχτά.

«Εκείνος θα σεβαστεί την απόφαση μου» του έδωσε τον λόγο της αλλά δεν του αρκούσε.

«Άλλα λέει το πρόσωπο του» έλεος βρε άνθρωπε, τι άλλο θες; Ή μάλλον, τι ακριβώς θες;… σκέφτηκα πονηρεμένος.

«Τρέξε όσο προλαβαίνεις» γρύλισε ο Τότο και ο πατέρας μου χαμογέλασε θριαμβευτικά.

«Τον άκουσες» συμπλήρωσε η Κλερ. «Είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Θα την εκμεταλλευτείς προς όφελος σου;» τον ρώτησε και τα μάτια του πατέρα μου ζάρωσαν με ικανοποίηση.

Πραγματικά ήθελε να την προκαλέσει έτσι ανοιχτά; Σε έναν χώρο όπου όλοι είχαν βγει στα μπαλκόνια τους και μας κοιτούσαν;

«Κλερ» φώναξα μπαίνοντας μπροστά της ώστε να μπω ανάμεσα σε εκείνη και τον πατέρα μου. «Σε παρακαλώ, ας το λήξουμε εδώ» την παρακάλεσα ενώ έγερνα κοντά της και κράταγα το πρόσωπο της ανάμεσα στα χέρια μου. «Δεν του αξίζει» της υπενθύμισα ενώ κοίταγα τον Τότο και του έκανα νόημα με την ματιά μου να στοχεύσει τους μπράβους του πατέρα μου.

Δεν μου ανταπέδωσε το βλέμμα του γιατί ο πατέρας μου πίσω από την πλάτη μου παρακολουθούσε κάθε μας κίνηση αλλά ήμουν σίγουρος ότι είχε πάρει ήδη το μήνυμα που προσπαθούσα να του περάσω. Η Κλερ από την άλλη ζάρωσε τα φρύδια της με απορία.

«Ήθελες μια νέα αρχή…» συνέχισα προς τα εκείνη κοιτώντας την στα μάτια με ένταση. «Αυτή είναι η ευκαιρία σου» κατέληξα και μόλις άφησα ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια της συμπλήρωσα ψιθυριστά για να με ακούσει μόνο εκείνη. «Μην κρατήσεις τίποτα για τον εαυτό σου».

Γυρίζοντας το πρόσωπο μου προς το πατέρα μου προχώρησα προς το μέρος του κοιτώντας τον με μια άδεια ματιά.

«Εγώ την κάνω από εδώ» του δήλωσα και την στιγμή που πέρασα από δίπλα του άφησα να φανεί όλη η αηδία που ένιωθα μέσα μου για εκείνον.

Φαινομενικά όποιος με έβλεπε θα πίστευε ότι απλά έφευγα από την αυλή τους όμως εγώ είχα άλλα σχέδια στο μυαλό μου. Φτάνοντας κοντά στον έναν από τους δύο μπράβους του, τον σκούντηξα με τον ώμο μου και καλά για να περάσω από δίπλα του. Την στιγμή που γύρισε προς την μεριά μου έχωσα το χέρι μου μέσα στο παλτό του και του τράβηξα το όπλο. Εκείνος αιφνιδιασμένος προσπάθησε να το αρπάξει από το χέρι μου αλλά εγώ πρόλαβα να πατήσω την σκανδάλη. Η σφαίρα τον βρήκε στο πόδι και αυτό έφτασε για να φέρει όλη την αναταραχή που έλπιζα να δημιουργήσω ώστε η Κλερ να πάρει το προβάδισμα και να του επιτεθεί.

Δεν υπήρχε τίποτα που θα έκανε τον πατέρα μου να φύγει από εδώ χωρίς να προκαλέσει φασαρία. Ποιος ήταν ο απώτερος σκοπός του μόνος εκείνος ήξερε αλλά δεν θα του έκανα να την χάρη να κερδίσει με τις πλάτες δύο επαγγελματιών γομαριών που είχαν έρθει για να κάνουν ζημιά.

Ο Τότο και το Μπουλντόκ πριν προλάβει ο δεύτερος μπράβος να αντιδράσει είχαν έρθει και είχαν πάρει την θέση τους. Τα μπουνίδια που ακολούθησαν δεν περιγραφόταν όμως εγώ δεν είχα μάτια για εκείνους. Άλλωστε αν πάλευαν μαζί μου δεν είχα καμία τύχη. Έτσι, αφήνοντας τον Τότο και τον Μπουλντοκ να τους βγάλουν από την μέση, γύρισα την ματιά μου προς τα εκείνη.

Δεν ξέρω αν τον είχε βουτήξει από την αρχή ή αν τον άρπαξε τώρα μόλις αλλά αυτό που έβλεπα μπροστά μου πραγματικά με είχε αφήσει άφωνο. Έχανε την μάχη. Η Κλερ ενάντια στον πατέρα μου έχανε πραγματικά την μάχη και αυτό με ταρακούνησε για τα καλά. Τι έπρεπε εγώ να κάνω τώρα μπροστά σε αυτό; Να τρέξω και να την βοηθήσω ή απλά να την αφήσω να προσπαθήσει μόνη της να βρει τα σημεία που θα τον βγάλουν νοκ άουτ;

Το χέρι που βρέθηκε αυτόματα στον ώμο μου έδωσε την απάντηση. Γυρίζοντας να αντικρίσω τον Τότο εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Ούτε εκείνος ήταν διατεθειμένος να την βοηθήσει. Μάλλον ίσως γιατί ήξερε ότι η αδελφή του, αν εξαπέλυε όλη την οργή που έκρυβε μέσα της τότε ο πατέρα μου θα ήταν τελειωμένος. Εγώ όμως δεν είχα την ίδια σκέψη εκείνη την στιγμή.

Έβλεπα τον πατέρα μου να την βαράει με τόση δύναμη που από το στόμα της, το μάτι της, ακόμα και από το μάγουλο της άρχισαν να ξεπετάγονται αίματα. Πως αυτό θα κατάφερνε να το γυρίσει αν δεν έκανε κάτι και μάλιστα σύντομα;

«Αυτή είναι όλη σου η δύναμη;» του ούρλιαξε μέσα στα μούτρα φτύνοντας το αίμα στο χώμα ενώ τον κοίταζε με μια αγριότητα που δεν είχε προηγούμενο ακριβώς την στιγμή που εκείνος σηκωνόταν μετά από ένα χτύπημα στο καλάμι που τον έκανε να χάσει την ισορροπία του.

Κάπου από μακριά ακούστηκαν οι σειρήνες της αστυνομίας αλλά κανείς από τους δύο τους δεν τους έδωσε σημασία. Κοιτώντας ο ένας στα μάτια των άλλον έκαναν την τελευταία τους κίνηση. Όσο προλάβαιναν ακόμα.

Βλέποντας τον πατέρα μου να πέφτει επάνω της μουγκρίζοντας αυτόματα το σώμα μου τσιτώθηκε και κινήθηκε προς τα μπροστά αλλά ο Τότο δεν με άφησε. Αρπάζοντας με από τα μπράτσα με κράτησε κοντά του χωρίς να αποχωρίζεται από την ματιά του τις κινήσεις της αδελφής του.

Η Κλερ, αφήνοντας τον να την παρασύρει στο έδαφος, άρχισε να γελά με όλη της την καρδιά.

«Είσαι τόσο λίγος» τον κορόιδεψε κατάμουτρα, κάτι που έκανε τον πατέρα μου να βγει τελείως από τα ρούχα του.

Με τις γροθιές του να την κοπανάνε με λύσσα στο πρόσωπο προσπάθησε να την αποτελειώσει.

«Είσαι τελειωμένη» μούγκριζε χωρίς να σταματά να την βαρά και μετά από αυτό ο Τότο χρειάστηκε να βάλει όλη του την δύναμη για να με κρατήσει κοντά του.

«Τελειωμένη… Τελειωμένη» επαναλάμβανε εκτός εαυτού πια με μια μανία να της διαλύσει το πρόσωπο.

Γιατί στο διάολο δεν με άφηνε να κάνω κάτι ο Τότο; Γιατί δεν έκανε κάτι εκείνος; Ή έστω εκείνη;… αναρωτιόμουν μέχρι που άκουσα πίσω μου τις σειρήνες της αστυνομίας ενώ ταυτόχρονα είδα δύο αστυνομικούς να τρέχουνε προς το μέρος τους για να τους χωρίσουν.

Για να καταφέρουν να τον πάρουν από πάνω της χρειάστηκε να βάλουν όλα τους τα δυνατά αλλά όταν το κατάφεραν και εκείνος συνειδητοποίησε τι συνέβαινε γύρισε το εξαγριωμένο του πρόσωπο προς το μέρος της.

«Είσαι νεκρή. Δεν θα την γλυτώσεις αυτήν την φορά» η Κλερ, αγγίζοντας το πονεμένο της πρόσωπο ανασηκώθηκε με μια ψυχραιμία που με εξέπληξε.

«Αυτά να τα πεις στο δικαστήριο» του γύρισε ενώ έφτυσε το αίμα που είχε μαζευτεί στο στόμα της.

«Και να είσαι σίγουρος ότι θα σε ακούσουν» συμπλήρωσα εγώ ενώ παίρνοντας τα χέρια του Τότο από πάνω μου έτρεξα κοντά της και καθώς λύγισα τα γόνατα μου τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τους ώμους της ενώ κοίταζα τον πατέρα μου στα μάτια.

«Αυτήν την φορά όμως θα ακούσουν και εμάς» τα μάτια του άστραψαν δολοφονικά.

«Εσύ…» δεν τον άφησα να τελειώσει.

«Η μαμά τα ξέρει όλα και είναι μαζί μας. Αυτήν την φορά δεν θα σου κάνει την χάρη να αποσιωπήσει όλα όσα της έκανες. Θα τα πει όλα αλλά και να μην τα πει έχω ακόμα τον φάκελο του πατέρα της που φτάνει και περισσεύει για να σε κλείσει μέσα για το υπόλοιπο της ζωή σου…»

«Μα τον έκαψα» με διέκοψε η Κλερ ξαφνιασμένη.

«Εγώ όμως είχα φροντίσει να κρατήσω αντίγραφο πριν το κάνεις» της δήλωσα και αυτό έκανε την ανάσα της να βγει με περισσότερη ελπίδα. «Δεν χρειαζόταν να τον αφήσεις να σε σακατέψει για να τον κλείσουμε μέσα» συνέχισα με παράπονο ενώ έσμιγα τα μάτια μου με πόνο προσπαθώντας πολύ σκληρά να μην σηκώσω το χέρι μου για να αγγίξω τα σημεία που είχαν ήδη μελανιάσει.

Η Κλερ δεν είπε τίποτα. Σμίγοντας τα χείλια της σε μια προσπάθεια να τα κάνει να σταματήσουν να τρέμουν, άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στο στερνό μου. Δεν είχε άλλο κουράγιο να κρατήσει τίποτα για τον εαυτό της. Ο πόνος της ήταν πολύ μεγάλος για να τον αντέξει μόνη.

«Πάρτε τον από εδώ» είπα προς τους αστυνομικούς ενώ με το χέρι μου πάνω στα μαλλιά της προσπάθησα να την παρηγορήσω όμως από όσο καταλάβαινα, μετά από αυτό, τα αναφιλητά της θα αργούσαν να σταματήσουν.

Την στιγμή που οι αστυνομική μαζεύανε τον πατέρα μου μαζί με τα άλλα δύο σακατεμένα ρεμάλια και διαβάζοντας τους τα δικαιώματα τους, τους οδηγούσαν στα περιπολικά, ο γιατρός του ασθενοφόρου, έτρεξε να εκτιμήσει την κατάσταση της Κλερ. Μόλις μας ανακοίνωσε ότι θα πρέπει να νοσηλευτεί, ένας αστυνομικός την οδήγησε στο ασθενοφόρο, ενώ εμάς μας διέταξαν να τους ακολουθήσουμε στο τμήμα για κατάθεση.
Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο μου, το Μπουλντόκ που αργότερα έμαθα ότι τον λέγανε Ντάνιελ, έκατσε μπροστά, ενώ ο Τότο με την Σέλπι που δεν έλεγε να συνέλθει από το σοκ πίσω. Ο Τότο κρατώντας την στην αγκαλιά του προστατευτικά προσπάθησε να την ηρεμίσει αλλά η κακομοίρα τα είχε χάσει πια τελείως.
«Γιατί δεν με άφησες να τον σταματήσω;» ούρλιαξα χωρίς να μπορώ να το συγκρατήσω άλλο μέσα μου προς το Τότο και εκείνος κοιτώντας με μέσα από το καθρέφτη απλά μου απάντησε.

«Ήταν δική της απόφαση όχι δική μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA