Κάπου πιο μακριά από
το σημείο όπου καθόταν ο Κωνσταντίν και η Μάριαν, ο Φράνσις έχοντας του για
παρέα την ενοχλητική Κένα, πάλευε να ήταν διακριτικός αλλά απόλυτα πιστός στο
ρόλο όπου του είχε επιβάλει η μητέρα του όμως όσο η ματιά του έπεφτε πάνω τους
τόσο ένα παράξενο αίσθημα φούντωνε μέσα του που δεν είχε ιδέα πώς να το
ονομάσει. Ζήλια; Ίσως αλλά δεν ήταν και σίγουρος άλλωστε δεν το είχε νιώσει
ποτέ ξανά.
Η οργή που έβραζε
μέσα του σε κάθε χαμόγελο που του χάριζε, σε κάθε ματιά που του έριχνε, σε κάθε
άγγιγμα έστω και φευγαλέο έκανε το αίμα να ανεβαίνει επικίνδυνα στο κεφάλι του
αλλά τι μπορούσε να κάνει; Με τα τσιράκια της μητέρας του να κοιτάνε κάθε του
κίνηση, με την Κένα να μην λέει να σταματήσει την πολυλογία της ένιωθε τόσο
εγκλωβισμένος που πίστευε ότι από στιγμή σε στιγμή θα ήταν ικανός να κάνει κάτι
που θα κατέστρεφε τα πάντα.
Μόλις μια μπάλα
εκτοξεύτηκε από το πουθενά και χτύπησε την Κένα στο πρόσωπο, ο Φράνσις ήθελε
όσο τίποτα να γελάσει αλλά μόλις ένιωσε την έκρηξη της Κένα και κάποιον να
τρέχει προς το μέρος του γύρισε για να αντικρίσει ένα μικρό κακόμοιρο παιδάκι
που τα είχε κυριολεκτικά κάνει επάνω του.
«Μα ποιος άφησε
αυτούς τους διάολους να πλησιάσουν τόσο κοντά τον κήπο;» αναφώνησε τελείως
έξαλλη η Κένα και ο Φράνσις πιάνοντας την μπάλα από το έδαφος την κοίταξε με ενδιαφέρον.
Όχι δεν μπορούσε να
πει, θα γινόταν σπουδαία μητέρα στα παιδία της… σχολίασε μέσα του αλλά προς το
παρόν το κράτησε για τον εαυτό του.
«Πως σε λένε;» ρώτησε
ο Φράνσις τον μικρό που έστεκε μπροστά τους τρομοκρατημένος και με την ουρά στα
σκέλια.
«Πετίτο πρίγκιπα»
είπε στα Ιταλικά και ο Φράνσις του χαμογέλασε.
«Ξέρεις Ιταλικά» του
μίλησε στην γλώσσα του ενώ γονάτιζε μπροστά του.
«Είμαι Ιταλός» του
επιβεβαίωσε ο μικρός Πετίτο και καθώς θυμήθηκε την αστεία ιστορία που του είχε
πει η Μάριαν για τον μικρό Πετίτο και την μαντάμ ‘Ο μοντίε’ του ήρθε μια ιδέα.
«Θα μπορούσες να μου
κάνεις μια χάρη;» τον ρώτησε στα Ιταλικά και ο μικρούλης ζάρωσε τα φρύδια του
με απορία. «Μπορείς να πάρεις την μπάλα και να την πετάξει στα μούτρα εκείνου
του ενοχλητικού άντρα που κάθετε δίπλα στην πριγκίπισσα μας;» τον ρώτησε και
μόλις ο Πετίτο κοίταξε προς τον Κωνσταντίν και την Μάριαν τα μάτια του άστραψαν
διαολεμένα.
Χωρίς να πει τίποτα,
άρπαξε την μπάλα από τα χέρια του Φράνσις και έτρεξε να εκτελέσει το σχέδιο που
λογικά είχε ήδη καταστρώσει μέσα στο μυαλό του. Ο Φράνσις καθώς σηκώθηκε όρθιος
γύρισε προς την Κένα για να την απασχολήσει πριν καταλάβει τι είχε κάνει ενώ με
την άκρη του ματιού του δεν σταμάταγε να κοιτά τον μικρό Πετίτο.
«…Σου το ορκίζομαι
δεν το έκανα εγώ» προσπαθούσε ο Κωνσταντίν να την πείσει ότι δεν έφταιγε
εκείνος για τον χαμό που είχε προκαλέσει η σκανταλιά που είχαν σκαρώσει μαζί με
τον Φράνσις όταν ήταν παιδιά αλλά η Μάριαν δεν σταμάταγε να γελάει κουνώντας το
κεφάλι της με δυσπιστία.
«Τι να κάνω για να με
πιστέψεις;» επέμενε απελπισμένος ο Κωνσταντίν αλλά πριν προλάβει η Μάριαν να
μιλήσει, μια μπάλα που ερχόταν με δύναμη προς το πρόσωπο του της έκοψε το αίμα.
«Πρό…» σεχε…
προσπάθησε να τον προειδοποιήσει αλλά ήταν αργά. Η μπάλα είχε βρει τον στόχο
της ακριβώς πάνω στο μάγουλο του Κωνσταντίν και εκείνος έξαλλος γύρισε την
ματιά του προς τον κάτοχο της μπάλας.
«Μείνε μακριά από την
πριγκίπισσα μου» φώναξε ο μικρός Πετίτο στα Ιταλικά και ακούγοντας το αυτό η
Μάριαν δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και ξέσπασε στα γέλια.
«Ξέρεις Ιταλικά;»
ρώτησε εξαγριωμένος ο Κωνσταντίν την Μάριαν και εκείνη κατένευσε χωρίς να
σταματά να γελά. «Τι είπε ο διάβολος; Κάτι κακό ε;» καθώς η Μάριαν συνέχισε να
γελάει χωρίς να του μεταφράζει λέξη από όσα είχε πει ο Πετίτο, ο θυμός του
Κωνσταντίν μετατράπηκε σε οργή.
Βλέποντας τον η
Μάριαν να σηκώνεται όρθιος και να είναι έτοιμος να τρέξει για να βρει τον
Πετίτο ώστε να τον κάνει να του το πληρώσει δεν κατάφερε να σταματήσει τον
εαυτό της.
«Κωνσταντίν,
περίμενε…» του είπε ενώ από απροσεξία τον έπιασε από τον καρπό του και αυτό που
ένιωσε της έκοψε την ανάσα.
Ήθελε να τον
σταματήσει, να του πει να μην πειράξει το μικρό αλλά βλέποντας μέσα από το
όραμα της τον Κωνσταντίν πεσμένο στα γόνατα, με μάτια γουρλωμένα και τα χέρια
του να αγγίζουν τον λαιμό του ενώ ζήταγε βοήθεια καθώς η ανάσα του είχε κοπεί
την έκανε να σταματήσει την φράση της στην μέση.
«Είναι ένας διάολος
που του χρειάζεται να του δώσουν ένα καλό μάθημα για να μάθει να φέρεται» είπε
σκληρά εκείνος καθώς η Μάριαν έβλεπε αυτήν την φρικιαστική εικόνα και
παίρνοντας μια ανάσα προσπάθησε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε να ξαναμιλήσει.
«Είναι μόνο ένα
παιδί. Σε παρακαλώ» του είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε χωρίς όμως να είναι ικανή
να κρύψει την απελπισία από το βλέμμα της.
«Αν θες να τον
συγχωρήσω, πες μου τι είπε» απαίτησε ο Κωνσταντίν και αφήνοντας επιτέλους τον
καρπό του τον κοίταξε σοβαρά στα μάτια.
«Είπε: ‘Μείνε μακριά
από την πριγκίπισσα μου’» του είπε την αλήθεια και την κοίταξε δύσπιστα. «Αυτό
είπε» του επιβεβαίωσε ανασηκώνοντας τους ώμους της και ο Κωνσταντίν κοίταξε
προς την μεριά του Φράνσις που φαινόταν πολύ απασχολημένος ώστε να δίνει
σημασία στον αδελφό του, πόσο μάλλον στην αρραβωνιαστικιά του.
«Τέλος πάντων, ας
είναι, αλλά μόνο για χάρη σου» της τόνισε αλλά πριν η Μάριαν του απαντήσει η
μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ ήρθε τρέχοντας δίπλα τους.
«Ο μοντιέ…
πριγκίπισσα μου είσαστε καλά; Πάθατε τίποτα;» ρωτούσε χωρίς σταματημό και
γύρισε τελείως κουρασμένα προς το μέρος της.
«Μαντάμ…» ‘Ο μοντιέ’
πήγε να πει αλλά αμέσως το κατέπνιξε. «…Σελζινάρ είμαι μια χαρά» της είπε με
ύφος που δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει. «Αλλά λίγο κουρασμένη…» συμπλήρωσε
και κοίταξε απολογητικά τον Κωνσταντίν. «Θα ήθελα να αποσυρθώ τώρα αν δεν σας
πειράζει» του είπε σαν να του ζήταγε την άδεια του.
«Μα φυσικά» της είπε
εκείνος χωρίς να κρύψει όμως και την δυσανασχέτηση του. «Πριγκίπισσα μου» είπε
με μια βαθιά υπόκλιση. «Ελπίζω να το επαναλάβουμε σύντομα» πρόσθεσε και η
Μάριαν χρειάστηκε να βάλει όλη της την δύναμη ώστε να καταπνίξει τον
αναστεναγμό της.
Δεν ήταν ότι δεν είχε
περάσει καλά αλλά δεν μπορούσε να πει ότι δεν την είχε παραξενέψει κιόλας όλο
αυτό το ενδιαφέρον από μέρους του.
«Και εγώ το ελπίζω»
του είπε τυπικά και γύρισε προς την δασκάλα της. «Μαντάμ Σελζινάρ;»
«Παρακαλώ πριγκίπισσα
μου» της είπε εκείνη ενώ της πρότεινε το μπράτσο της για να στηριχτεί από
εκείνη.
Η Μάριαν πιάνοντας το
βιβλίο της από το παγκάκι τύλιξε το χέρι της γύρω από το μπράτσο της και την
άφησε να την οδηγήσει στην κάμαρη της. Μην ξεχνάς να κουτσαίνεις… υπενθύμισε
στον εαυτό της και καθώς πέρασε μπροστά από τον Φράνσις έκανε μια υπόκλιση προς
τον αρραβωνιαστικό της τελείως τυπική και δεν σταμάτησε πουθενά αλλού μέχρι που
βρέθηκε μέσα στο δωμάτιο της.
Όταν έκανε ένα ζεστό
μπάνιο και έφαγε για μεσημέρι, οι υπηρέτριες, αδειάζοντας το δωμάτιο της από
την τεράστια μπανιέρα και την πιατέλα με τα φαγητά που θα χόρταινε ένας λόχος,
την άφησαν επιτέλους μόνη και εκείνη πέφτοντας με την πλάτη πάνω στο στρώμα της
απλώθηκε κλείνοντας τα μάτια. Ακούγοντας το γνωστό κλικ της κρυφής πόρτας η
ανάσα κόπηκε στην μέση. Ο Φράνσις ποτέ δεν ερχόταν να την βρει το μεσημέρι,
ποιος άλλος θα μπορούσε να ήταν;… σκέφτηκε και μόλις ανακάθισε για να κοιτάξει
ποιος ήταν ο εισβολές της έμεινε σοκαρισμένη να κοιτά έναν έξαλλο Φράνσις να
έρχεται με γρήγορα βήματα κοντά της.
Κάνοντας της νόημα να
μην μιλήσει, την άρπαξε από το χέρι και καθώς την σήκωσε με την βία από το
κρεβάτι άρχισε να την σέρνει προς τον διάδρομο που υπήρχε πίσω από την κρυφή
πόρτα.
«Τι σε έπιασε;»
σχεδόν τσίριξε μόλις βρέθηκαν πίσω από την κλειστή πλέον κρυφή πόρτα ενώ
προσπάθησε να απελευθερωθεί μάταια από το σφιχτό του κράτημα.
«Εμένα ή εσένα;» την
ρώτησε εξαγριωμένα παλεύοντας πολύ σκληρά να κρατήσει την φωνή του σιγανή ώστε
να μην ακουστεί σε ολόκληρο το κάστρο.
«Δεν καταλαβαίνω τι
έκανα λάθος;» ρώτησε με πραγματική περιέργεια χωρίς να καταλαβαίνει γιατί ήταν
τόσο νευριασμένος μαζί της.
«Τι έκανες λάθος;»
σχεδόν αναφώνησε ενώ το χέρι του αντανακλαστικά έσφιξε με περισσότερη δύναμη το
μπράτσο της.
«Με ρωτάς τι έκανες
λάθος; Τι δουλειά είχες με τον αδελφό μου;» την ρώτησε τελικά και η Μάριαν
έμεινε να τον κοιτά μπερδεμένη. «Τι δουλειά είχες μαζί του Μάριαν;» απαίτησε
ξανά να μάθει και η Μάριαν πετάρισε τα μάτια της με έκπληξη.
«Εεε, τίποτα. Εκείνος
ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Είπε ότι είχε την άδεια του πατέρα σου» του είπε την
αλήθεια και ο Φράνσις χωρίς να χαλαρώνει στιγμή έμεινε να την κοιτά με τα μάτια
του να πετούν σπίθες.
«Αυτήν την φορά θα
σου το συγχωρήσω αλλά αν σας ξαναδώ μαζί…» την απείλησε και το αίμα της Μάριαν
άρχισε να ανεβαίνει στο κεφάλι της επικίνδυνα.
«Με απειλής;» τον
ρώτησε χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.
«Απαιτώ…»
«Απαιτείς τι;» τον
έκοψε πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του ενώ τον προκαλούσε με το ύφος
της να πει τα λάθος λόγια που ήξερε ότι ήταν έτοιμος να της πει.
«Όσο εσύ θα γυρίζεις
με τις παρέες σου και θα περνάς καλά εγώ απλά να κάθομαι σε μια γωνιά και να
κοιτάω τους πάντες από απόσταση να με κουτσομπολεύουν και από πάνω εγώ να τους
λέω και ευχαριστώ που μου δίνουν έστω και αυτήν την λίγη σημασία;» το συνέχισε
με σθένος και ο Φράνσις έκανε για λίγο πίσω.
«Δεν θα έλεγα αυτό»
μουρμούρισε περνώντας το χέρι του νευρικά μέσα από τα μαλλιά του.
«Και τι ακριβώς θα
έλεγες;» καθώς δεν της απάντησε εκείνη συνέχισε πιο δυναμικά. «Δεν αξίζω λίγη
εμπιστοσύνη; Τι το κακό έκανα δηλαδή; Ναι καθόμουν με τον αδελφό σου και άκουγα
για τις σκανδαλιές που κάνατε μαζί όσο ήσασταν παιδιά. Αυτό είναι έγκλημα ή
μήπως προσβάλει την υπόληψη σου;»
«Γελούσες μαζί του»
προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
«Και εσύ την άγγιζες»
του γύρισε. «Αλλά εγώ δεν ήρθα να σου βγάλω τα μάτια γιατί μου ζήτησες να σε
εμπιστευτώ και αυτό έκανα».
«Εντάξει έχεις δίκιο
αλλά αν τον αφήσεις να σε πλησιάσει ξανά…»
«Θα απαιτήσω και εγώ
να μην πλησιάσεις εκείνη» τον πρόφτασε πριν ολοκληρώσει την φράση του και
σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά στο στήθος της περίμενε την αντίδραση του.
«Δεν είναι το ίδιο…»
προσπάθησε να της πει αλλά η Μάριαν δεν έμεινε να ακούσει τίποτα άλλο.
Ανοίγοντας την πόρτα
και ξεχνώντας τελείως να προσποιηθεί ότι κουτσαίνει, με όλο το πείσμα που την
είχε καταβάλει, έπιασε στα χέρια της την νυχτικιά της και άρχισε να πηγαίνει
προς το κρεβάτι της με νευριασμένα βήματα.
«Δεν κουτσαίνεις!»
άκουσε την φωνή του πίσω της και αυτόματα σταμάτησε την ανάσα της μαζί με το
βήμα της. «Είπες ψέματα» διαπίστωσε αλλά το βαρύ χτύπημα των κονταριών στο
πέτρινο έδαφος έκοψε αμέσως την αντίδραση του.
«Η μαντάμ Σελζινάρ»
ανάγγειλε ο φύλακα έξω από την πόρτα και πριν αυτή ανοίξει, η Μάριαν έτρεξε με
όλη της την δύναμη και ανέβηκε πάνω στο κρεβάτι ενώ ο Φράνσις βγήκε και πάλι
από την κρυφή πόρτα πριν τους πιάσουν στα πράσα.
Επειδή η βασίλισσα
παρατήρησε ότι η πριγκίπισσα είχε πάρει μερικά γραμμάρια παραπάνω (ίσως στ’
αυτιά) παρήγγειλλε ότι όσο έμενε ξαπλωμένη το δείπνο της να είναι τελείως λιτό
αλλά η Μάριαν δεν νοιάστηκε γι’ αυτό. Από την στιγμή που είχε φύγει ο Φράνσις
το στομάχι της είχε δεθεί τόσο κόμπος που δεν κατέβαινε μπουκιά κάτω. Τι θα του
έλεγε τώρα; Πως θα δικαιολογούσε το γιατί έπρεπε να κάνει την κουτσή; Και αν το
καταλάβαινε; Αν καταλάβαινε ότι είχε δει κάποιο όραμα;
«Πριγκίπισσα Μάριαν
δεν τρώτε» παρατήρησε το άγρυπνο μάτι της μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ και η Μάριαν
ξεφύσησε ηττημένα.
«Ο πόνος μου έχει
κόψει την όρεξη. Μπορώ να ξαπλώσω τώρα;» την ρώτησε γεμάτη ελπίδα και η μαντάμ
‘Ο μοντιέ’ την κοίταξε με κατανόηση.
«Φυσικά γλυκιά μου»
της είπε παρηγορητικά και η Μάριαν έμεινε να την κοιτά με το στόμα ανοιχτό.
«Μια πριγκίπισσα
ΠΟ-ΤΕ…» ξεκίνησε να λέει και πήγε η καρδιά της στην θέση της.
Είπα και εγώ…
μουρμούρισε μέσα της και την άφησε να τελειώσει την κατσάδα της.
«Μάλιστα μαντάμ
Σελζινάρ» της είπε με σεβασμό και καθώς την ετοίμασαν για ύπνο και της έσβησαν
όλα τα κεριά έμεινε να κοιτά το φεγγάρι που έφεγγε από το παράθυρο της με την
αγωνία της να χτυπάει κόκκινο.
Ο Φράνσις λες και το
έκανε επίτηδες, σήμερα άργησε τόσο πολύ να έρθει να την πάρει που ήταν έτοιμη
να πιστέψει ότι δεν θα ερχόταν ποτέ. Όμως τελικά ήρθε αλλά η ατμόσφαιρα που
είχε δημιουργηθεί ανάμεσα τους από την στιγμή που είχε πάει να την πάρει μέχρι
και που έφτασαν στο δωμάτιο του ήταν τόσο βαριά που της έκοβε την ανάσα.
Άραγε τι έχω να
ακούσω;… σκέφτηκε αλλά δεν μίλησε μέχρι να το κάνει εκείνος πρώτος.
«Τώρα λέγε… τι είδες
όταν έπιασες τον καρπό μου;» της ζήτησε να του πει χωρίς περιστροφές και η
Μάριαν έμεινε να τον κοιτάει άναυδη. «Μην τολμήσεις να το αρνηθείς… ήσουν τόσο διαλυμένη
όταν άφησες το χέρι μου που αν δεν έλεγες ότι χτύπησες το πόδι σου θα πίστευα
ότι μόλις είχες δει τον θάνατο μου».
Καθώς η Μάριαν έμεινε
σοκαρισμένη να τον κοιτά χωρίς να ξέρει τι να πει εκείνος συνέχισε πιο ήρεμα.
«Αυτό είναι; Είδες
τον θάνατο μου;» την ρώτησε ελπίζοντας να την κάνει να ανοιχτεί. «Ή κάποιον
άλλον θάνατο;» συνέχισε πιο πιεστικά.
«Είδα τον Κωσταντίν
να πεθαίνει» εξέφρασε αιφνιδιασμένη την αλήθεια και ο Φράνσις την κοίταξε
παραξενευμένος.
«Είδες να σκοτώνω τον
Κωνσταντίν; Γιατί μα το θεό θα το κάνω αν τολμήσει…»
«Όχι…» προσπάθησε να
τον προλάβει βάζοντας το χέρι της πάνω στο στήθος του. «Όταν έπιασα το χέρι του
Κωνσταντίν είδα…» δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την φράση της ακόμα ήταν τόσο
σοκαρισμένη από εκείνη την εικόνα.
«Να τον σκοτώνω;»
προσπάθησε ξανά ο Φράνσις προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη.
«Όχι, όχι δεν ήσουν
εσύ» τον διαβεβαίωσε.
«Τότε ποιος; Και που
κολλάει με το όραμα που είδες όταν έπιασες το δικό μου χέρι;»
«Δεν ξέρω δεν μου έχει
συμβεί ποτέ ξανά αυτό. Ενώ ήταν δύο διαφορετικά οράματα ωστόσο έμοιαζαν να
είναι τόσο ίδια… Το δάσος» διαπίστωσε έκπληκτη. «Ήταν και τα δύο στο ίδιο
σημείο».
«Δεν καταλαβαίνω…
πάρ΄ το ξανά από την αρχή και ξεκίνα με το όραμα που είδες όταν έπιασες το δικό
μου χέρι» την παρακάλεσε αλλά η Μάριαν κλείνοντας τα μάτια της άρχισε να
κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Μην μου το ζητάς
αυτό» τον παρακάλεσε αλλά ο Φράνσις ήταν ανένδοτος.
«Μάριαν, πες μου τι
είδες» καθώς εκείνη κράτησε το στόμα της κλειστό προσπάθησε να το μαντέψει
μόνος του. «Με είδες με κάποια άλλη; Είδες να αθετώ τον λόγο που σου έδωσα
εχθές;»
«Δεν ξέρω αν αυτό που
είδα σημαίνει ότι αθέτησες κάτι» εξέφρασε ηττημένα ενώ προσπάθησε να
απομακρυνθεί από κοντά του αλλά ο Φράνσις πιάνοντας το χέρι της που ήταν πάνω
στο στήθος του την κράτησε με το ζόρι κοντά του.
«Δεν μπορείς έστω να
μου το περιγράψεις;» έκανε μια ύστατη προσπάθεια και η Μάριαν ένιωθε να
πνίγεται.
«Κρατούσες στην
αγκαλιά σου εκείνη την Κένα και… και
μούγκριζες… και την φίλαγες και… και…» δεν είχε ιδέα πώς να το
περιγράψει. «Και μετά εσύ… και μετά εκείνη… Αχ Φράνσις σε ικετεύω μην μου το
κάνεις αυτό, δεν έχω ιδέα τι έβλεπα» τον παρακάλεσε απελπισμένα ενώ η ανάσα της
πιανόταν στον λαιμό της καθώς τα μάγουλα της κοκκίνισαν τόσο πολύ που ένιωσε να
την καίνε.
Προς μεγάλη της
έκπληξη αντί ο Φράνσις να πει κάτι, συγκρατώντας την επάνω του έβαλε το χέρι
του πίσω από τον αυχένα της και κρατώντας την ακινητοποιημένη κόλλησε τα χείλια
του τόσο άγαρμπα και άγρια πάνω στα δικά της που την άφησε ξέπνοη.
‘Φράνσις’… προσπάθησε
να πει ενώ πάλευε να ξεκολλήσει από πάνω του αλλά το μόνο που κατάφερε να
ακουστεί ήταν ένα τσιριχτό ‘μμμμ’ γεμάτο έκπληξη και τρόμο.
«Τ-τι έκανες;» τον
ρώτησε τρομοκρατημένη καλύπτοντας τα χείλια της με το ελεύθερο της χέρι μόλις της
απελευθέρωσε τα χείλια της.
«Δεν έχω φιλήσει ποτέ
μου κάποιαν οπότε αν είναι όντως να αναγκαστώ να φιλήσω αυτό το φίδι προτιμώ
πρώτα να έχω φιλήσει εσένα» της είπε απολογητικά αλλά δεν κατάφερε η απάντηση
του να την καλύψει.
«Δεν ήταν και τόσο
άσχημα, έτσι δεν είναι;» προσπάθησε να το σώσει και η Μάριαν τον κοίταξε
παγωμένα.
«Δ-δεν ξέρω» είπε
ειλικρινά. «Δ-δεν είχα την ευκαιρία να το σκεφτώ» πραγματικά δεν ήξερε τι άλλο
να του πει.
Ο Φράνσις αντί να
αποθαρρυνθεί από αυτό, τραβώντας απαλά το χέρι της από το στόμα της φίλησε
απαλά τον καρπό της χωρίς να αποχωρίζεται στιγμή την ματιά της και καθώς το
άφησε να ακουμπήσει απαλά πάνω στον ώμο του, έκανε μισό βήμα μπροστά για να
είναι πιο κοντά της. Η Μάριαν, σαν να ήταν ένα σοκαρισμένο πουλί που το είχε μόλις
αιχμαλωτίσει στο βλέμμα μιας κόμπρας έμεινε ακίνητη χωρίς να αναπνέει και με
την καρδιά της να χτυπάει ξέφρενα μέσα στο στήθος της περίμενε να δει τι θα
κάνει.
Αυτήν την φορά χωρίς
να βιάζεται, ο Φράνσις, κρατώντας ακόμα το ένα της χέρι μέσα στο δικό του πάνω
στο σημείο της καρδιά του, άγγιξε απαλά το φλεγόμενο της μάγουλο και
απομακρύνοντας την ατίθαση τούφα που είχε ξεφύγει από την ελαφριά της
αλογοουρά, έβαλε το χέρι του πίσω από τον αυχένα της και προσπάθησε ξανά.
Κρατώντας τα μάτια του σταθερά μέσα στην δική της ματιά, έγειρε το κεφάλι του
αργά. Με το που τα χείλια του ακούμπησαν τα δικά της σε ένα πεταχτό φιλί έκανε
το κεφάλι του και πάλι προς τα πίσω για να δει την δική της αντίδραση. Βλέποντας
την να παραμένει ακόμα ακίνητη και να τον κοιτά παγωμένη με την ανάσα της να
πηγαινοέρχεται γρήγορη πήρε το θάρρος που είχε ανάγκη να νιώσει και προσπάθησε
να τελειώσει ότι είχε αρχίσει.
Η αλήθεια ήταν ότι
δεν είχε ιδέα τι έκανε. Είχε δει ζευγάρια να φιλιούνται αλλά εκείνα το κάνανε
να φαίνεται τόσο βίαιο και απαιτητικό. Άραγε αυτό έπρεπε να κάνει και ο ίδιος;
Δεν ήξερε.
Με το ένστικτο του
οδηγό, ένωσε τα χείλια τους άλλη μια φορά και πάλι απαλά. Δεν βιαζόταν, δεν
ήθελε να βιαστεί, ήθελε όσο τίποτα να το κάνει όμορφο για εκείνη, να την δει να
το ευχαριστιέται και να το ζήσει όπως έκαναν εκείνες οι κοπέλες όταν κρύβονταν
για να απολαύσουν τον έρωτα τους κρυφά από τα περίεργα μάτια. Πως όμως θα το
έκανε αυτό;
Η Μάριαν ένιωθε
κυριολεκτικά ότι θα λιποθυμούσε. Η καρδιά της χτυπούσε στο στήθος της τόσο
ξέφρενα που ένιωθε ότι θα σπάσει, η ανάσα της είχε από ώρα χαθεί και δεν έλεγε
να βρει τον τρόπο να ανανεώσει τον αέρα που είχαν τόσο ανάγκη τα πνευμόνια της,
ενώ τα γόνατα της ένιωθε να λυγίζουν αλλά δεν τους έκανε την χάρη. Μένοντας
τελείως ακίνητη, έκλεισε τα μάτια και έμεινε να νιώθει τα χείλια του Φράνσις να
αφήνουν διάσπαρτα φιλιά πάνω στην τρυφερή της επιδερμίδα. Το ένστικτο της έλεγε
ότι έπρεπε να κάνει και εκείνη κάτι αλλά η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε τι.
«Μπορείς να με
φιλήσεις και εσύ» άκουσε την βραχνή φωνή του Φράνσις μέσα στην θολούρα της και
ξαφνιασμένη άνοιξε τα μάτια για να τον κοιτάξει.
Τα μάτια του γυάλιζαν
αλλά έμοιαζαν τόσο ευτυχισμένα, ίσως και ικανοποιημένα που της έδιναν την
εντύπωση πως μάλλον κάτι είχε κάνει σωστά.
«Δ-δεν καταλαβαίνω,
τ-τι πρέπει να κάνω;» τον ρώτησε μπερδεμένη και εκείνος της χαμογέλασε έτσι
όπως δεν της είχε χαμογελάσει ποτέ ξανά.
Η γλύκα που υπήρχε
στην ματιά του, η ευτυχία που διαγραφόταν στα χαρακτηριστικά του την μεθούσε
και ήθελε όσο τίποτα να κάνει κάτι για να μην σταματήσει ποτέ να την κοιτάει
όπως τώρα.
«Απλά κάνε ότι κάνω»
της είπε και κρατώντας και πάλι την ανάσα της περίμενε να το επαναλάβει.
Αυτήν την φορά όλα
ήταν πιο εύκολα και για τους δύο. Μπορεί να είχαν την αμηχανία της πρώτης φοράς
αλλά το ήθελαν τόσο πολύ και οι δύο που δεν μπορούσε τίποτα πια να μπει εμπόδιο
στο να γευτούν αυτό το πρώτο τους φιλί. Με τα χείλια τους στην αρχή αργά και
διστακτικά να εξερευνούν και να γεύονται, τα χέρια τους σιγά σιγά λύθηκαν και
αυτά. Μόλις τα χέρια της Μάριαν τυλίχτηκαν γύρω από τον αυχένα του, ο Φράνσις αμέσως
τύλιξε τα δικά του γύρω από το κορμί της και φέρνοντας την κοντά του προσπάθησε
να παρατείνει αυτήν την στιγμή όσο πιο πολύ μπορούσε. Όμως αυτό το φιλί έπρεπε
κάποια στιγμή να τελειώσει και ο Φράνσις πρώτος ήξερε το γιατί. Με τα χείλια
τους πια να απολαμβάνουν ένα βασανιστικά άγριο φιλί που έκανε όλες τους τις
αισθήσεις να οξύνονται, ο Φράνσις ένιωσε μέσα του να εκρήγνυται και πριν κάνει
κάτι που θα μετάνιωνε για όλη του την ζωή ιδίως χωρίς να την έχει προετοιμάσει
γι’ αυτό, έβαλε τα χέρια του πάνω στην μέση της και προσπάθησε να την απομακρύνει
από κοντά του.
«Μάριαν φτάνει»
σχεδόν μούγκρισε και η Μάριαν έμεινε σοκαρισμένη να τον κοιτά χωρίς να
καταλαβαίνει.
«Έκανα κάτι λάθος;»
ρώτησε τρομοκρατημένη και ο Φράνσις κλείνοντας τα μάτια του προσπάθησε να
καταλαγιάσει τους χτύπους της καρδιά του πριν καταφέρει ξανά να μιλήσει.
«Όχι» είπε
ξεψυχισμένα κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά αλλά δεν την έπεισε καθόλου.
«Φαίνεσαι σαν να
πονάς…» παρατήρησε η Μάριαν με αγωνία. «Σε χτύπησα…;»
«Όχι» επανέλαβε λίγο
πιο αυστηρά από όσο σκόπευε και μόλις το κατάλαβε άνοιξε τα μάτια του ξανά για
να την κοιτάξει. «Απλά… απλά…» δεν είχε ιδέα τι να πει ή πώς να το εξηγήσει.
«Απλά νομίζω ότι είναι αρκετά για μία μέρα» αποφάσισε τελικά να πει και πριν η
Μάριαν αρχίσει της ερωτήσεις την τράβηξε από το χέρι προς την φωτιά που έκαιγε
μέσα στο τζάκι.
Αφού έκατσε πρώτος
πάνω στο αφράτο χαλί την προέτρεψε να κάτσει μέσα στην αγκαλιά του. Με την
πλάτη της Μάριαν να ακουμπάει πάνω στο στερνό του, ο Φράνσις τύλιξε τα χέρια
του γύρω από το σώμα της και για λίγο έμεινε να κοιτά την φωτιά ελπίζοντας όλος
αυτός ο πόνος που ένιωθε εκεί χαμηλά να εξαφανιστεί πριν τον τρελάνει.
«Δεν ήταν και τόσο
άσχημα τελικά» μουρμούρισε ελπίζοντας να πάρει την επιβεβαίωση που ζητούσε ενώ
ακουμπούσε το σαγόνι του πάνω στον ώμο της.
«Όχι δεν ήταν»
παραδέχτηκε τόσο σιγανά και με τόση ντροπή που έκανε τον Φράνσις να γελάσει,
περισσότερο από ικανοποίηση παρά γιατί ήθελε να την κοροϊδέψει.
«Και τώρα πες μου τι
είδες» της ζήτησε μαλακά με την φωνή του ακόμα να βγαίνει βραχνή και η Μάριαν
ζάρωσε απελπισμένη μπροστά.
«Σε παρακαλώ Φράνσις
μην μου το ζητάς αυτό…» τον ικέτεψε με πόνο και ο Φράνσις την ανάγκασε να τον
κοιτάξει.
«Μα αν δεν μου πεις
πως θα μπορέσω να το σταματήσω;» την ρώτησε και η Μάριαν έμεινε διχασμένη να
τον κοιτά.
«Θέλω να το
σταματήσω, δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί της» της ορκίστηκε και παίρνοντας
μια βαθιά ανάσα τελικά η Μάριαν τα παράτησε.
«Πραγματικά δεν ξέρω
τι ακριβώς γινόταν…» και πριν αρχίσει ο Φράνσις να διαμαρτύρεται εκείνη
συνέχισε. «Εκείνη ήταν ακουμπισμένη πάνω σε έναν χοντρό κορμό δέντρου και εσύ
κάλυπτες το σώμα της με το δικό σου…» εξήγησε. «Φαινόταν σαν να σου έκανε κάτι…
κάτι που σε έκανε να πονάς και να μουγκρίζεις αλλά δεν μπορούσα να δω τι. Με
έκανε να θέλω να την σταματήσω να σε πονά αλλά εσύ δεν την σταμάταγες και… και
μετά άρχισες να την φιλάς» μουρμούρισε σκύβοντας το κεφάλι θέλοντας να κρύψει
τον πόνο που ένοιωσε.
«Όπως σε φίλησα
πριν;» θέλησε ο Φράνσις να μάθει και η Μάριαν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Όχι, όχι στα χείλια,
στον λαιμό» διευκρίνισε ενώ βάζοντας το χέρι της πάνω στον λαιμό της του έδειξε
σε πιο σημείο. «Και… και της έπιανες τοοοο…» δεν μπορούσε να εκφράσει την λέξη
έτσι αναγκαστικά του έδειξε με το χέρι της.
Μόλις ο Φράνσις είδε
το χέρι της να αγκαλιάζει το ελεύθερο και μικρό της στηθάκι ένιωσε τέτοια
έκρηξη μέσα του που ένοιωσε την ανάγκη να κάνει κάτι. Πιάνοντας το χέρι της
απαλά το τράβηξε μακριά από το στήθος της και καθώς το άφησε να ακουμπήσει πάνω
στα πόδια της έμπλεξε τα δάχτυλα του ανάμεσα στα δικά της.
«Και τι άλλο;» ρώτησε
με μεγάλη δυσκολία σαν να πνιγότανε.
«Μετά αρχίσατε να
μιλάτε. Δηλαδή εκείνη άρχισε πρώτη. Έλεγε ότι αν διάλεγες εκείνη θα μπορούσατε
να κάνετε τόσα άλλα πράγματα μαζί…» μουρμούρισε με πόνο στην φωνή της ενώ έσκυβε
το κεφάλι. «Και όταν εσύ της είπες ότι οι ζωές μας είναι δεμένες εκείνη σου
είπε ‘Πως θα σου φαινόταν αν βρίσκαμε τον τρόπο να την ξεφορτωθούμε’» κατέληξε
αναφέροντας τα πιο σημαντικά σημεία από όσα είχε ακούσει μέσα στο όραμα της.
«Και εγώ τι της απάντησα;»
απαίτησε να μάθει.
«Δεν ξέρω, αυτό ήταν
το τελευταίο πράγμα που είδα μετά όλα εξαφανίστηκαν» του είπε την αλήθεια και ο
Φράνσις ένιωσε μέσα του να γεμίζει οργή.
«Δεν το πιστεύω ότι είπε
αυτό το πράγμα» σύριξε μέσα από τα δόντια του χωρίς να το πιστεύει ενώ χωρίς να
το καταλάβει έσφιξε τα χέρια τους τόσο δυνατά που η Μάριαν αναπήδησε από τον
πόνο που ένιωσε στα δάχτυλα της.
«Συγνώμη» είπε
απολογητικά καθώς άφηνε αργά την ανάσα που κρατούσε μέσα του και καθώς σήκωσε
τα μπλεγμένα τους χέρια το έφερε κοντά στα χείλια του και το φίλησε για να
πάρει τον πόνο που της είχε προκαλέσει πίσω.
«Συγνώμη που
χρειάστηκε να το δεις αυτό… συγνώμη που σου προκαλώ τόσο πόνο ενώ το μόνο που
θέλω είναι απλά να σε κάνω ευτυχισμένη» συνέχισε με έναν αναστεναγμό και η
Μάριαν βλέποντας τον έτσι διαλυμένο δεν άντεξε να μείνει αμέτοχη.
Πλαγιάζοντας το
κεφάλι της προς τα πίσω, το ακούμπησε πάνω στον ώμο του και κοιτώντας τον βαθιά
μέσα στα μάτια, ξέμπλεξε τα χέρια τους και το σήκωσε μέχρι το ύψος του προσώπου
του. Καθώς άγγιξε με τα ακροδάχτυλα της ανεπαίσθητα και δειλά το μάγουλο του, ο
Φράνσις έκλεισε τα μάτια και έμεινε ακίνητος να απολαύσει αυτό το απαλό της
άγγιγμα χωρίς ανάσα.
«Λυπάμαι… πραγματικά
λυπάμαι» εξέφρασε καταρρακωμένος. «Αλλά αν είναι να βγει αυτό το όραμα…»
«Πάντα βγαίνουν» του
επιβεβαίωσε η Μάριαν με την καρδιά της να ματώνει τόσο πολύ που της έκοβε την
ανάσα.
«Τότε αν δεν μπορώ να
αλλάξω το πριν μπορώ να αλλάξω το μετά» μουρμούρισε σκεπτικός κοιτώντας την
φωτιά με το μυαλό του να κάνει ένα σορό σχέδια.
«Τι εννοείς το μετά;»
θέλησε να μάθει η Μάριαν και γυρίζοντας την ματιά του προς το μέρος της την
κοίταξε απόλυτα σοβαρά.
«Άκου τι θα κάνουμε.
Θα προσπαθήσω να το αποφύγω αλλά αν αυτό δεν γίνει, αν εσύ είσαι σε μια γωνιά
και μας βλέπεις, τότε θέλω να μου ορκιστείς ότι δεν θα πιστέψεις τίποτα από όσα
θα ακούσεις» την έβαλε να ορκιστεί αλλά η Μάριαν τον κοίταξε μπερδεμένα.
«Αν πράγματι πει αυτά
τα λόγια δεν θα μπορέσω να της απαντήσω όπως θα ήθελα να της απαντήσω, άλλωστε
θα ήταν μεγάλη κουταμάρα από μέρους μου…» της εξήγησε και καθώς η Μάριαν ένευσε
θετικά αλλά ακόμα μπερδεμένη συνέχισε να της εξηγεί το σχέδιο του. «Αν έχει
κάνει σχέδια πρέπει να τα μάθουμε. Πρέπει να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να
την ψαρέψω, να μάθω τι έχει σκοπό να κάνει για να μπορέσω μετά να την σταματήσω
και για να το κάνω αυτό θα πρέπει να την πείσω ότι θέλω να σε ξεφορτωθώ όσο και
εκείνη. Το καταλαβαίνεις αυτό;» την ρώτησε με αγωνία.
«Ναι το καταλαβαίνω,
αλλά δεν θα είναι αλήθεια» θέλησε να επιβεβαιώσει.
«Φυσικά και δεν θα
είναι αλήθεια Μάριαν… Ω! Γλυκιά μου Μάριαν» ψιθύρισε με πόνο ενώ της χάιδευε τα
μαλλιά της κοιτώντας την με τόσο λατρεία σαν να ήταν το πιο πολύτιμο πρόσωπο
στον κόσμο του, σαν να ήταν για εκείνον μια μικρή θεά. «Όχι απλά δεν θέλω να σε
χάσω αλλά αν το κάνω σου το ορκίζομαι ότι θα τρελαθώ, γι’ αυτό θέλω να μου
έχεις εμπιστοσύνη, θέλω να μου ορκιστείς ότι, ό,τι και να ακούσεις εκείνη την
ημέρα δεν θα το πιστέψεις» την έβαλε να ορκιστεί και η Μάριαν αφήνοντας έναν
αναστεναγμό τον κοίταξε με την ίδια λατρεία που την κοίταζε τώρα και εκείνος.
«Σου το ορκίζομαι»
του έδωσε τον λόγο της και ο Φράνσις τελείως ανακουφισμένος πια την αγκάλιασε
τόσο σφιχτά που η Μάριαν ένιωθε να της κόβεται η ανάσα αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε.
Ήξερε ότι φοβόταν για την ζωή της και δεν
μπορούσε να τον αδικήσει γιατί τον ίδιο φόβο ένιωθε και η ίδια.