Ετικέτες

Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

Όταν είσαι εδώ "4. Love Life Faith"






Όση ώρα η πόρτα ήταν ανοιχτή, η Ολίβια κοιτούσε τα μάτια του Μάρβεϊ. Τον παρακαλούσε με την ματιά της να την βοηθήσει. Να βρει έναν τρόπο να την λυτρώσει. Να την βοηθήσει να το σκάσει από τον χειρότερο της εφιάλτη. Αλλά εκείνος δεν την κοιτούσε. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα μπροστά, στον τεράστιο χώρο όπου την οδηγούσε. Πίστευε ότι θα την άφηνε στα χέρια του ‘Taiyō’ τον γιο του ήλιου, μόλις όμως η πόρτα έκλεισε πίσω τους και σφράγισε, κατάλαβε ότι αυτό το μικρό παλάτι δεν ήταν το σπίτι του ‘Taiyō’ αλλά το δικό του.

Τα μάτια της αυτόματα κοίταξαν γύρω της. Το μικρό παλάτι έμοιαζε σαν να είχε βγει μέσα από άλλη εποχή. Την έκανε να νιώθει ότι μπήκε σε ένα πλατό όπου γυριζόταν κάποια ταινία εποχής. Δεν μπορούσε να ήταν πραγματικό. Δεν μπορούσε αυτό που ζούσε να ήταν αλήθεια. Περισσότερο θα πίστευε ότι κάποιος την είχε φέρει εδώ για να γυρίσουν το σενάριο που είχε γράψει ο Έζιο για εκείνη σε ταινία παρά ότι πράγματι ήταν εκεί, στην πόλη του ήλιου, σε μια πόλη που η ιστορία του δεν έχει ακόμα γραφτεί.

Όλα όσα της είχε περιγράψει τώρα τα έβλεπε να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια της. Να παίρνουν σάρκα και οστά. Τα κόκκινα χρυσοκέντητα χαλιά· οι συρόμενες πόρτες από μπαμπού με τα χάρτινα παράθυρα από ριζόχαρτο· το ξύλινο πάτωμα· τα διαχωριστικά λευκά μεταξωτά υφάσματα που χώριζαν το ένα κομμάτι του δωματίου με το άλλο· το τεράστιο κρεβάτι από ατόφιο χρυσάφι…

«Καλωσόρισες στο σπίτι σου» τα λόγια του Μάρβεϊ την επανέφεραν αυτόματα στην πραγματικότητα.

«Δεν θα με βοηθήσεις» διαπίστωσε ηττημένα αφήνοντας την ανάσα της να βγει από μέσα της αργά καθώς χαμήλωνε το κεφάλι για να αποφύγει την ματιά του.

«Είχες την ευκαιρία σου να αποδράσεις» της θύμισε εκείνος ενώ την άφηνε να πατήσει στα πόδια της.

«Και την έχασα» συμπλήρωσε τα λόγια του ενώ κοίταξε για άλλη μια φορά γύρω της.

«Δεν μπορείς να πεις, τουλάχιστον δεν είναι άσχημα» τον άκουσε να λέει πίσω της.

«Όχι δεν είναι» παραδέχτηκε και η ίδια.

Μπορεί οι εικόνες που έβλεπε μπροστά της να έβγαιναν από μια άλλη εποχή, αλλά ήταν από μια όμορφη εποχή, από εκείνες που έβλεπε στις ταινίες και τις ζήλευε. Πως μπορούσαν να ξέρουν ότι έτσι ακριβώς ονειρευόταν μικρή να φτιάξει το δικό της δωμάτιο όταν θα μεγάλωνε και θα έφτιαχνε το δικό της σπίτι;

Με αργά ασταθή βήματα πλησίασε την κολώνα που στήριζε τον ουρανό του κρεβατιού με τις λουρίδες από λευκό μετάξι που αν κάποιος ξάπλωνε πάνω στο στρώμα θα τα έβλεπε να δημιουργού άχρωμα μπλεγμένα μεταξύ τους ουράνια τόξα. Το χέρι της άγγιξε απαλά τον κορμό του αναρριχόμενου λουλουδιού. Τα μάτια της ακολούθησε το ανάγλυφο κλωνάρι του μέχρι που συνάντησαν την κόκκινη τουλίπα. Δεν ήθελε το αναρριχόμενο φυτό της να τελειώνει σε τριαντάφυλλο όπως είθισται, αλλά σε κόκκινη τουλίπα, στο σύμβολο της απόλυτης αγάπης. Πως θα μπορούσαν να το ξέρουν αυτό; Αυτό ήταν ένα μυστικό που δεν το γνώριζαν ούτε οι γονείς της πόσο μάλλον οποιοσδήποτε άλλος.

«Το νερό είναι έτοιμο. Πήγαινε να κάνει ένα μπάνιο να χαλαρώσεις μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό» την παρότρυνε ήρεμα ο Μάρβεϊ ενώ έσερνε μια διαχωριστική πόρτα που ήταν στα δεξιά της για να ανοίξει.

Δεν ήθελε να δει τις σκέψεις της. Δεν ήθελε να προδώσει το μυστικό της. Όμως έπρεπε να μάθει το πώς… Πως εκείνοι το ήξεραν όταν κανείς άλλος στην ζωή της δεν το γνώριζε παρά μόνο εκείνη;

Μπαίνοντας σε ένα μικρότερο δωμάτιο είδε τα πάντα να είναι σε πιο εξελιγμένο στιλ από το δωμάτιο όπου ήταν λίγο πριν. Ακριβώς όπως εκείνη το είχε σχεδιάσει. Ακριβώς όπως το είχε ονειρευτεί. Πως το ήξεραν και αυτό; Αναρωτήθηκε μέσα της και τα μάτια της αυτόματα βούρκωσαν. Πως θα μπορούσαν να το ξέρουν;

Για μια στιγμή της πέρασε η ιδέα ότι ονειρευόταν. Ναι, θα μπορούσε να ήταν όνειρο, όμως οι μυρωδιές γύρω της από τα έλαια που περιείχε μέσα το ζεστό νερό· τα μαρμάρινα ανάγλυφα έπιπλα που τώρα άγγιζε· το άχνισμα του νερού που την περίμενε σιωπηλό· η εικόνα της στον στρογγυλό καθρέφτη φτιαγμένο από ξύλα που ξέβρασε κάποιο κύμα στην ακτή με την άμμο κολλημένη ακόμα επάνω τους να γυαλίζει από το τρεμάμενο φως των χάρτινων φαναριών… έπρεπε να χαλαρώσει. Να ζεστάνει το ταλαιπωρημένο της κορμί. Να αφήσει το μυαλό της να ξεκουραστεί. Ακόμα και αν ήταν όνειρο, ήταν τόσο ζωντανό που της δημιουργούσε μια αίσθηση ασφάλειας. Την έκανε να νιώθει ότι πράγματι είχε φτάσει στο σπίτι… στο σπίτι που είχε ονειρευτεί να ζήσει με τον αγαπημένο της. Αυτό ήταν το όνειρο της και τώρα γινόταν πραγματικότητα, με μια μικρή διαφορά… ο αγαπημένος δεν θα ήταν εδώ γιατί δεν θα έχει πλέον την ευκαιρία να τον γνωρίσει.

~*~*~*~

Είχε μείνει περισσότερη ώρα από όσο θα ήταν φυσιολογικό μέσα στην θαλπωρή του ζεστού νερού. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Το πρόσωπο της γαλήνιο. Το μυαλό της ταξίδευε κάπου όπου την έκανε να νιώθει ασφάλεια. Τα χείλια της διαγράφανε ένα αχνό χαμόγελο. Τι να ονειρευόταν; Αναρωτήθηκε με την καρδιά του να χτυπάει άρρυθμα ίσως και πένθιμα γιατί ήξερε ότι εκείνος δεν συμπεριλαμβανόταν στα όνειρα της.

Δεν ήθελε να διακόψει αυτήν την μικρή γαλήνια στιγμή της αλλά έπρεπε. Το δέρμα της είχε ζαρώσει. Το κάτω της χείλος τρεμούλιαζε ανεπαίσθητα. Ήταν τόσο όμορφη που τον πλήγωνε. Τον πόναγε. Τον έκανε να υποφέρει. Υπέφερε γιατί ήξερε ότι δεν μπορούσε να την έχει.

Δεν μπορούσε να κάτσει απλά να την κοιτά. Έπρεπε να πάει κοντά της. Έπρεπε να την ξυπνήσει, να την βοηθήσει να βγει από την μπανιέρα, να την τυλίξει μέσα στις χνουδωτές τις πετσέτες, να στεγνώσει το κορμί της, να την κρατήσει ξανά στην αγκαλιά του και να την μεταφέρει στο δωμάτιο… στο δωμάτιο όπου θα μοιραζόντουσαν.

Η σκέψη και μόνο ότι σε λίγο τα κορμιά τους θα ήταν τόσο κοντά το ένα στο άλλο τον τρέλανε. Έκανε την αυτοκυριαρχία του να σπάσει. Το κορμί της τον καλούσε. Τα χέρια του μυρμήγκιαζαν, ζητούσαν ένα άγγιγμα, ήταν τόσο κοντά στο να την πλησιάσει… αλλά κρατήθηκε.

~*~*~*~


«Josei-bi» άκουσε μια βαριά φωνή που σίγουρα άνηκε σε γυναίκα μεγάλης ηλικίας και αυτόματα μέσα της μετάφρασε τις λέξεις. ‘Γυναίκα του ‘Ήλιου’’.

Καθώς τα μάτια της άνοιξαν αργά, μπροστά της αντίκρισε ένα πρόσωπο αυλακωμένο με βαθιές ρυτίδες.

«Josei-bi (Γυναίκα του ‘Ήλιου’). Πρέπει να βγείτε» της ζήτησε παρακλητικά, ενώ με το χέρι της που έμοιαζε σαν να είναι άυλο – λευκό σαν μπαμπάκι και απαλό σαν πούπουλο -, ανασήκωνε το δικό της χέρι για να την κάνει να δει το πόσο είχε το δέρμα της ζαρώσει.

«Δώσε μου ένα λεπτό» της ζήτησε η Ολίβια, παίρνοντας ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα για να καταφέρει να βγει ξανά στην επιφάνεια της πραγματικότητας.

Ήταν τόσο δύσκολο ακόμα να το πιστέψει… Να πιστέψει ότι από εδώ και πέρα, αυτή ήταν η ζωή της.

Όταν πέρασε το κατώφλι της συρόμενης πόρτας, η κυρία που την είχε βοηθήσει να βγει από το νερό και να τυλίξει το κορμί της με ένα μεταξωτό κατάλευκο κιμονό που δεν διέγραφε τα απόκρυφα της, εκείνη έκλεισε πίσω της αθόρυβα την συρόμενη πόρτα και τους άφησε μόνους.

Ο Μάρβεϊ, σαν να μην είχε αναληφθεί την παρουσία της, σκυμμένος πάνω από τα έγγραφα που ήταν απλωμένα πάνω στο ξύλινο σκαλιστό γραφείο του, συνέχισε να γράφει με την πένα του από φτερό χήνας. Έμοιαζε σαν να ήταν ένα ψεύτικο φτερό αλλά η Ολίβια ήξερε ότι, μπορεί να ήταν σπάνιο, αλλά ήταν σίγουρα αληθινό. Όπως και όλα τα υπόλοιπα πράγματα εδώ μέσα. Το τελείωμα της μπρούτζινης μύτης του είχε πάρει το χρώμα του μελανιού· ενώ το υπόλοιπο πούπουλο ήταν τόσο καθαρό που έμοιαζε σαν να μην το είχε αγγίξει ανθρώπινο χέρι. Το μισό λευκό και το άλλο μισό μαύρο. Λες και συμβόλιζε κάτι για εκείνον - ενώ υπήρχαν τόσα άλλα φτερά σε μια ιδική θήκη - εκείνος είχε επιλέξει αποκλειστικά αυτό.

«Μην κουνηθείς» τον άκουσε να λέει με την βαριά βαθιά του φωνή που έκανε στιγμιαία τις αισθήσεις της να ξυπνήσουν.

Σαν να είχε παγώσει ο χρόνος, τα πόδια της έμειναν καρφωμένα στο πάτωμα, τα μάτια της δεν μπορούσαν να δουν τίποτα άλλο πέρα από τους στιβαρούς τους ώμους που το λευκό του πουκάμισο τους αγκάλιαζαν σαν να τον προστάτευαν από κάτι. Τα χέρια της που κρατούσαν σφιχτά το κιμονό στο ύψος του θώρακα της, ένιωσε να μυρμηγκιάζουν. Ο χώρος και ο χρόνος άλλαξαν. Μια περίεργη λευκή αύρα γύρω από το κορμί της και το δικό του, έμοιαζε να απομονώνει οτιδήποτε άλλο υπήρχε γύρω τους.

«Το βλέπεις και εσύ ή μόνο εγώ;» εξέφρασε άθελα της την σκέψη της πριν την σταματήσει.

Η πένα έμεινε ακίνητη. Το κεφάλι του σηκώθηκε. Τα μάτια του εστίασαν μπροστά. Δεν γύρισε να την κοιτάξει.

«Μην κουνηθείς» επανέλαβε και κατεβάζοντας ξανά την ματιά του πάνω στο έγγραφο του, συνέχισε να γράφει, πιο γρήγορα, λες και ήθελε όσο τίποτα, να τελειώσει μια διαδικασία που έμοιαζε να είναι γι’ εκείνον αγγαρεία.

Ο ήχος που παρήγαγε η πένα, μόλις άγγιζε τον πάπυρο που χρησιμοποιούσε για να γράφει, την ανατρίχιαζε. Οι λέξεις έμοιαζαν να χαράζονται στο δικό της κορμί. Και όπου το διαπερνούσαν εκείνο καιγόταν. Ενώ την στιγμή που πέρναγε το κάψιμο, άφηνε πίσω του μία περίεργη δροσιά, λες και κάποιος της είχε τρίψει το κορμί με μέντα.

Τα υγρά της μακριά μαλλιά, που άγγιζαν τους γλουτούς της, έμοιαζαν με μια ελαφριά εσάρπα που τύλιγαν τους ώμους και την πλάτη της. Βρεγμένα ακόμα, ανέδυαν ένα άρωμα που δεν είχε ξαναμυρίσει. Πήγε να της περάσει η απορία από το μυαλό, ποιος της τα είχε λούσει, αλλά δεν την ένοιαζε. Εκείνη η μυρωδιά, ήταν αξεπέραστη. Την έκανε να νιώθει γαλήνια. Της δημιουργούσε μια περίεργη ασφάλεια. Της έδινε όλο το θάρρος που είχε εκείνη την στιγμή ανάγκη να νιώσει για να αντιμετωπίσει ό,τι θα ερχόταν.

Δεν το είχε καταλάβει ότι τα μάτια της είχαν κλείσει, μέχρι που ένιωσε το άγγιγμα του. Τρομαγμένη, άνοιξε τα μάτια της και προσπάθησε να τον δει. Το μόνο που είδε ήταν το γραφείο του άδειο πια. Προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι της προς τα πίσω για να τον κοιτάξει μα δεν την άφησε. Τα χέρια του, κρατώντας την από τους ώμους την ακινητοποίησαν.

«Μην κουνηθείς» η ίδια εντολή άγγιξε ξανά τα αυτιά της. Η φωνή του τώρα ήταν πιο βαριά, πιο χαμηλή και πιο έντονη, αναμιγμένη με συναισθήματα που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Ίσως από άγνοια.

Μην γνωρίζοντας τι έπρεπε να κάνει, ενστικτωδώς, τον υπάκουσε.

Το άγγιγμα του δεν την τρόμαζε. Δεν ένιωσε την ανάγκη να αμυνθεί για κάτι. Ήταν τόσο καλοδεχούμενο.

Τα χέρια του παραμέρισαν τα μαλλιά της στο πλάι. Η κίνηση του ήταν τόσο αέρινη που την ανατρίχιασε. Ήταν πολύ προσεκτικός με τις κινήσεις του. Δεν προσπαθούσε να την προκαλέσει ερωτικά, προσπαθούσε να ανακαλύψει κάτι. Τι όμως; Την στιγμή που άγγιξε τον γιακά του κιμονό, τα δάχτυλά του την ακούμπησαν. Ο στατικός ηλεκτρισμός που δημιουργήθηκε από το άγγιγμα αυτό τους έκανε να ακινητοποιηθούν ταυτόχρονα. Οι μικρές αναρίθμητες αστραπές που διαπέρασαν το δέρμα της και έφτασαν μέχρι βαθιά μέσα της έκαναν όλο της το κορμί να γεμίσει με μια απίστευτη ενέργεια που δεν είχε βιώσει ποτέ άλλοτε στην ζωή της.

«Ότι και να κάνω, μην κουνηθείς» η παράκληση στην φωνή του την συντάραξε. Έμοιαζε σαν να υπέφερε από κάτι. Από τι;

«Το υπόσχομαι» του έδωσε τον λόγο της παγωμένη. Δεν ήθελε να τον κάνει χειρότερα. Από την άλλη, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δεν ήθελε με τίποτα να σταματήσει, ό,τι και αν είχε σκοπό να κάνει.

Κατεβάζοντας το κιμονό χαμηλά μέχρι τους γλουτούς της, έκανε ένα βήμα πιο πίσω και έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Τα ακροδάχτυλα του, άγγιξαν απαλά το πρώτο kanji Ιαπωνικό σύμβολο, που είχε κάνει ο πατέρας της όσο εκείνη βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου. Και δεν ήταν άλλο από το σύμβολο, της ‘αγάπης’.

Καθώς τα δάχτυλα του Μάρβεϊ ταξίδευαν πάνω σε αυτό το σύμβολο, ένιωθε ότι εκείνο το μοναδικό γράμμα που ήταν χαραγμένο με μαύρο ανεξίτηλο μελάνι πάνω στον αυχένα της, έπαιρνε ζωή. Το ένιωθε να καίει σαν να ξαναγράφονταν από την αρχή, με μια πύρινη πένα.

«Αγάπη» εξέφρασε με πάθος και καθώς κατέβασε τα δάχτυλα του πιο χαμηλά, έκανε ξανά την ίδια διαδικασία και στο δεύτερο σύμβολο που δεν ήταν άλλο από το σύμβολο της ‘Ζωής’.

«Ζωή» εξέφρασε κάτω από τον αναστεναγμό του. Και συνέχισε στο τρίτο και το τελευταίο.

«Πίστη».

Τα μάτια της σφάλισαν. Ένα δάκρυ από το αριστερό της μάτι κύλισε μέχρι την κοιλότητα του λαιμού της. Το σώμα της είχε πλέον πάρει φωτιά. Τα άκρα της έμοιαζαν σαν να μην υπήρχαν πια. Το μόνο που υπήρχε γύρω της ήταν εκείνο και εκείνη. Ένα υπέροχο δυνατό μείγμα από αισθήσεις.

«Είσαι η γυναίκα του Ήλιου» τον άκουσε να λέει με μια σιγουριά όχι γιατί έβλεπε απλός τα σύμβολα που ο πατέρας της είχε χαράξει στο κορμί της χωρίς την άδεια της, αλλά γιατί έβλεπε κάτι άλλο, πιο βαθύ που εκείνη δεν μπορούσε να το αντιληφτεί αλλά το ένιωθε. Η διαφορά ήταν ότι η ίδια δεν μπορούσε να το μεταφράσει σε λέξεις, όμως τώρα ήξερε, ότι είχε δίκιο και δεν μπορούσε πλέον να τον αμφισβητήσει.

Με μια κίνηση που ενώ ήταν γρήγορη, δεν ήταν καθόλου βίαιη, τράβηξε το κιμονό από πάνω της και την διέταξε επιτακτικά: «Πήγαινε να ξαπλώσεις και μην σε δω ποτέ να τριγυρνάς εδώ μέσα γυμνή».

Από την περιέργεια της γύρισε να τον κοιτάξει. Τα νεύρα που εξέφρασε μέσα από αυτήν την μοναδική του φράση, την μπέρδεψαν. Το μόνο που είδε ήταν τους φαρδύς του ώμους, την στενή του μέση και τα πόδια του που με γοργά βήματα τον οδηγούσαν προς την συρόμενη πόρτα που η ίδια είχε μόλις βγει.

Γιατί είχε νευριάσει μαζί της; Δεν ήθελε να ήταν αυτή που μόλις είπε; Η Γυναίκα του Ήλιου!!!;;;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA