Ετικέτες

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Τα παιχνίδια των Θεών "10. Μια διαφορετική πραγματικότητα"






«Στρατιώτη, σε διατάζω να βγεις από το πεδίο της μάχης αμέσως» άκουσα την φωνή του Θορ να μου φωνάζει ενώ τώρα μας πλησίαζε απειλητικά και ένιωσα την καρδιά μου και το μυαλό μου να νεκρώνουν.

«Ωραία κοίτα τι κατάφερες τώρα» σχολίασε ο Κάι μειδιάζοντας ενώ σηκωνόταν όρθιος. «Γρήγορα δώσε μου το μενταγιόν που σου χάρισα πριν μας φτάσει» διέταξε και η περιέργεια που εκδηλώθηκε στα χαρακτηριστικά μου τον έκανε να συνεχίσει. «Αν καταλάβει ποια είσαι και σε αγγίξει τότε θα μπορέσει να δει και εκείνος ποιος πραγματικά είναι μπροστά σου. Σίγουρα θες να το κάνεις αυτό;» ρώτησε προκαλώντας περισσότερο το μένος μου και διχασμένη κοίταξα προς την μεριά του ο Θορ που ερχόταν προς το μέρος μας. «Τάιρα, δώσ’ το μου πίσω πριν να είναι αργά» απαίτησε ξανά ο Κάι και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του καχύποπτα.

«Αλλιώς τι;» τον προκάλεσα εγώ.

«Δεν πιστεύω να θες να με απαλλάξεις από το βάρος που μου έχουν ρίξει και να γίνεις εσύ τώρα αυτή που θα έχει την ευθύνη αυτός ο πόλεμος να έχει μια πιο ισχυρή αιτία για να συνεχιστεί» μου χτύπησε σκληρά ακριβώς εκεί που με πονούσε και κάνοντας αμυντικά δύο βήματα προς τα πίσω έμεινα παγωμένη να κοιτώ μηχανικά γύρω μου χωρίς να είμαι ικανή να πιστέψω στα ίδια μου τ’ αυτιά.

‘Ώστε αυτά ήταν τα μεγάλα του σχέδια;’ Αναρωτήθηκα με πόνο μέσα μου.

«Στρατιώτη, βγες από την μάχη τώρα» άκουσα τον Θορ να διατάζει με περισσότερο σθένος και τα μάτια μου κοίταξαν τους στρατιώτες που μάχονταν τώρα ποιο έντονα κάνοντας όλο το κορμί μου να τρέμει από την διαπίστωση που εκείνη την στιγμή το μυαλό μου έκανε.

Τα μάτια τους, ο τρόπος που αγωνίζονταν, το πάθος γι αυτήν την μάχη ήταν τόσο μεγάλη που αν τους κοίταζες πραγματικά όπως τους κοίταζα εγώ τώρα θα καταλάβαινες ότι αυτός ο πόλεμος τους έθρεφε! Tους έκανε να μοιάζουν ότι όλη τους η ζωή εξαρτιόταν από αυτόν τον ηλίθιο άνισο, χωρίς σκοπό πόλεμο! Και εγώ;... Εγώ απλά όλον αυτόν τον καιρό εθελοτυφλούσα, έκλεινα τα μάτια και προχωρούσα γινόμενη μια σαν και αυτούς, ξεχνώντας τελείως όλα όσα πίστευα μέσα μου. 

«Όχι» εξέφρασα δυνατά βάζοντας τα χέρια μου πάνω στην περικεφαλαία μου. «Δεν είμαι σαν και εσάς» συνέχισα ενώ βγάζοντας την, την πέταξα στο έδαφος γυρίζοντας την ματιά μου προς τον Κάι αγνοώντας τα ουρλιαχτά του Θορ που προσπαθούσαν να με κάνουν να βγω από την μάχη ουρλιάζοντας το όνομα μου. «Και δεν θα επιτρέψω ποτέ να με χρησιμοποιήσετε για τον ηλίθιο πόλεμο σας» συνέχισα ποιο αποφασιστικά κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά με πείσμα απομακρύνοντας ταυτόχρονα το σώμα μου από το σώμα του Κάι πισωπατώντας.

«Μην είσαι ηλίθια» αναφώνησε ο Κάι προσπαθώντας να σβήσει την απόσταση που μας χώριζε. «Δεν αξίζει να βάλεις την ζωή σου σε κίνδυνο...»

«Αν δεν θες να αποκαλύψεις το πρόσωπο σου τράβα να κρυφτείς σε κανένα λαγούμι πριν να είναι αργά» του έφτυσα στα μούτρα αηδιασμένη και άρχισα να τρέχω για να αναμειχτώ ξανά μέσα στην μάχη με τον Θορ να με πλησιάζει επικίνδυνα φωνάζοντας πιο έντονα το όνομα μου.

‘Όχι δεν θα σας κάνω την χάρη’ είπα με περισσότερο πείσμα μέσα μου και μόλις είδα ένα καβαλάρη να έρχεται καταπάνω μου με το σπαθί του να είναι υψωμένο στοχεύοντας με, έμεινα ακίνητη και του έδωσα το δικαίωμα να με αποκεφαλίσει.

«Τάιρα όχι» έφτασε η φωνή του Θορ στα αυτιά μου απελπισμένη και την τελευταία στιγμή γύρισα για να τον αντικρίσω στα μάτια πριν το μοιραίο χτύπημα με βρει.

«Λυπάμαι» ψιθύρισα προς το μέρος του με τα δάκρυα στα μάτια μου να τυφλώνουν την όραση μου χωρίς να είμαι σίγουρη αν εκείνος μπορούσε να διαβάσει τα χείλια μου καθώς εκείνα πρόφεραν την λέξη αυτή. 

Μόλις ένιωσα την κρύα λεπίδα πάνω στον λαιμό μου τα μάτια μου σφάλισαν αυτόματα, η καρδιά μου ένιωσα να χάνει όλους της τους χτύπους της. Οι ήχοι της μάχης έπαψαν πια να ακούγονται όχι όμως και το όνομα μου μέσα από τα χείλια του Θορ που ακόμα ηχούσε μέσα στα αυτιά μου.

Ήξερα ότι όλα είχαν τελειώσει αλλά αυτό που δεν καταλάβαινα ήταν γιατί το σώμα μου εξακολουθούσε να κινείτε με την δική του βούληση χωρίς να έχω την ικανότητα να το ελέγξω. Ήταν ένα περίεργο συναίσθημα που δεν μπορούσα να το συλλάβω.

‘Άραγε έτσι να ήταν ο θάνατος;’ αναρωτήθηκα και για λίγο ένιωσα να περιπλανιέμαι χωρίς όμως να μπορώ να καταφέρω να δω τίποτα από όσα το κορμί μου ένιωθε. Τα χνώτα των αλόγων που άγγιζαν το πρόσωπο μου, τα νευρικά τους ποδοβολητά καθώς προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από κοντά μου, τα σπαθιά που κατέληγαν στο έδαφος, μέχρι και τα χέρια κάποιου που προσπαθούσε να με σταματήσει… έρχονταν σε τόση αντίθεση με την λογική μου.

Ήμουν ακόμα όρθια; Περπατούσα; Και που πήγαινα; Ποιος ήταν αυτός που προσπαθούσε να με κάνει τώρα να σταματήσω αυτή μου την περιπλάνηση; Δεν μπορούσα να καταλάβω όλα ήταν τόσο περίεργα που μου προκαλούσαν μια περίεργη σύγχυση. Ήθελα να φωνάξω, να βρω ξανά την φωνή μου αλλά και εκείνη είχε πια χαθεί μαζί με την όραση μου. Χωρίς επιλογή, μόλις τα χέρια που με ακουμπούσαν πριν με άφησαν, συνέχισα την πορεία μου προς το άγνωστο ελπίζοντας όλο αυτό να τελειώσει γρήγορα.

Από την απόλυτη σιωπή στον απόλυτο εκκωφαντικό ήχο που έκαναν τα αυτιά μου να πονούν και από το απόλυτο σκοτάδι στο απόλυτα εκτυφλωτικό φως που έκαναν τα μάτια μου να ανοίξουν διάπλατα και να δουν. Έτσι ακριβώς ήταν η μετάβαση μου στο νέο μέρος όπου η ψυχή μου έμελε να πορευτεί αλλά κοιτάζοντας γύρω μου έκανε την λογική μου να ακυρωθεί.

Θα μπορούσε αυτό το μέρος που τώρα τα μάτια μου έβλεπαν να είναι η άλλη μεριά; Και αν μπορούσε ποια ακριβώς μεριά ήταν; Ο παράδεισος ή η κόλαση;

Τα είχα τελείως χαμένα. Αυτό το μέρος ένιωθα να με μπερδεύει. Δεν ήξερα τι να περιμένω αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσα να πιστέψω ότι στην μεταθανάτιο ζωή θα υπήρχαν αυτοκίνητα να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτατα πάνω από το κεφάλι μου αψηφώντας τον νόμο της βαρύτητας καλύπτοντας τον ουρανό αλλά και πάλι δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι αυτό θα μπορούσε να ήταν η γη που κάποτε εγώ είχα γνωρίσει πριν με κλείσουν μέσα σε εκείνο το στρατόπεδο πριν με μεταφέρουν σε έναν άλλον πλανήτη.

Μέσα από τις αμυδρές μου αναμνήσεις εγώ θυμόμουν διάσπαρτα σπίτια γεμάτα λουλούδια στα μπαλκόνια και όχι τεράστιες γυάλινες επιφάνειες που ξεπέρναγαν ακόμα και το σημείο που το μάτι μπορούσε να φτάσει. Θυμόμουν μια άλλη γη εκεί που καταπράσινα μικρά πάρκα ήταν γεμάτα από παιδιά που τρέχανε ανέμελα με ένα χαμόγελο που φώτιζε όλο τους το πρόσωπο. Θυμόμουν πρόσωπα που έλαμπαν κάτω από τις ακτίνες του ήλιου να περπατούν με ήρεμους ρυθμούς και όχι σκυθρωπούς ανθρώπους με την ματιά τους να κοιτούν το κενό κάτω από έναν νεφελώδη ουρανό που το χρώμα της άμμου κάλυπτε τώρα τα κεφάλια τους κάνοντας την ατμόσφαιρα να μυρίζει οτιδήποτε άλλο από καθαρό αέρα.

Ήμουν στην μέση του πουθενά! Πλάσματα που έμοιαζαν με ανθρώπους με προσπερνούσαν. Πλάσματα τόσο διαφορετικά από εκείνα που η μνήμη μου έφερνε στην επιφάνεια. Με την πανοπλία μου και το τόξο μου με τα βέλη μου στην πλάτη ανάμεσα τους ήμουν σαν την μύγα μέσα στο γάλα και όμως δεν γύριζαν να με κοιτάξουν. Μήπως όμως δεν μπορούσαν πράγματι να με δουν; Μήπως ήμουν ένα φάντασμα που μόνο εγώ μπορούσα να τους δω αλλά εκείνοι όχι; Δεν μπορούσα να καταλάβω μέχρι που ένα μικρό παιδί έτρεξε καταπάνω μου με τέτοια ταχύτητα που με έκανε να πιστεύω ότι αν συνέχιζε με την ίδια ταχύτητα θα μπορούσε μέχρι και να χτυπήσει.

«Ήρθες! Το ήξερα ότι θα ερχόσουν! Ήρθες για να μας σώσεις!» τον άκουσα να λέει με μια ανακούφιση που έκανε όλο το σώμα μου να πονέσει.

Αποπροσανατολισμένη ακόμα, κοιτάζοντας προς τα κάτω, εκεί που τα παιδικά χεράκια αγκάλιαζαν την μέση μου με όση δύναμη είχαν σε μια προσπάθεια να με σφίξουν απάνω του, τα χέρια μου αυτόματα βρέθηκαν στα μαλλιά του και το μικρό πλασματάκι σήκωσε το κεφαλάκι του να με αντικρίσει με ένα χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να γίνει χίλια κομμάτια. Γονατίζοντας έφερα το πρόσωπο μου απέναντι στο δικό του και τον κοίταξα με περιέργεια.

«Να σε σώσω από τι;» ρώτησα απαλά μην θέλοντας να τρομάξω αυτήν την μικρή ύπαρξη που τα ματάκια του με κοιτάζανε με τέτοιον ενθουσιασμό και ελπίδα που δεν μου πήγαινε η καρδιά να του την διαλύσω.

«Σε είδα! Εμφανίστηκες από του πουθενά! Εσύ είσαι που θα μας σώσεις!» επανέλαβε το μικρό παιδί με μεγαλύτερο ενθουσιασμό και δεν ήξερα πως να απαντήσω σε αυτό.

«Να σας σώσω από τι; Από ποιον;» επέμενα μα πριν απαντήσεις μια γυναικεία φωνή τον διέκοψε.

«Τζέισον σου έχω πει χίλιες φορές να μην απομακρύνεσαι από κοντά μου» φώναξε μια κυρία και μας έκανε να γυρίσουμε τα κεφάλια μας αυτόματα προς το μέρος της. «Χίλια συγνώμη αλλά έχει βλέπετε ψύχωση με τα κόμικς και όταν βλέπει κάποιον με στολή νομίζει ότι είναι πραγματικός ήρωας» δικαιολογήθηκε προς το μέρος μου και με έκανε να μπερδευτώ περισσότερο.

«Μα μαμά δεν είναι ένας οποιοσδήποτε ήρωας είναι εκείνη! Την είδα που ήρθε, είναι αυτή που θα φέρει τον γόνο της ειρήνης, αυτή που θα μας σώσει! Ο μπαμπάς είπε...» τον γόνο της ειρήνης; Τι εννοεί;

«Τζέισον...» τον διέκοψε η μητέρα του αυστηρά και προσπάθησα να την καλμάρω.

«Δεν πειράζει μην τον σταματάτε» παρακάλεσα και εκείνη έκανε μια αγανακτισμένη γκριμάτσα.

«Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι τραβάω όλη μέρα με όλα αυτά. Τα κόμικς και τα παιδικά που τους ποτίζουν με ψεύτικες ελπίδες μας έχουν τρελάνει, αλλά τι να κάνουν και αυτά; Όλη μέρα μέσα σε τέσσερις τοίχους πρέπει κάπου να ξεσπάσουν» συμπλήρωσε η κυρία και δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο πράγμα μιλάγανε αλλά δεν μπορούσα και να ρωτήσω περισσότερα χωρίς να χαλάσω τον ενθουσιασμό του μικρού που έμοιαζε πράγματι σαν να εξαρτιόταν από τους ήρωες που φανταζόταν.

«Έφερες μαζί σου και τον γόνο της ειρήνης;» ρώτησε ξανά ο μικρός με περισσότερη ελπίδα τώρα.

«Όχι ήρθα μόνη» του απάντησα ειλικρινά και το προσωπάκι του σκοτείνιασε.

«Έχεις έρθει για την παράσταση;» ρώτησε η κυρία και γύρισα να την κοιτάξω με περιέργεια.

Καθώς είδε την απορία στο βλέμμα μου, γύρισε την ματιά της προς τα πίσω μου και ακολουθώντας την ματιά της είδα μια περίεργη επιγραφή πάνω σε έναν γυάλινο τοίχο που έγραφε.

Warriors Guardians’ ενώ απεικόνιζε μερικούς στρατιώτες που μάχονταν μεταξύ τους με στολές που έμοιαζαν με αυτές που φορούσαμε στο Άσγκαρντ ενώ από κάτω έλεγε ‘Στις 10-12-2030 και ώρα 20:00 μ.μ στο πάρκο “Freedom” της Νέας Υόρκης για μία και μόνο παράσταση. Για κρατήσεις εισιτηρίων......’

Νέα Υόρκη; Αυτή είναι η Νέα Υόρκη; Μα πως;

«Είσαστε μια Warrior Guardian;» ρώτησε η κυρία.

«Μαμά» αναφώνησε ο μικρός ξανά. «Σου είπα δεν είναι μια οποιαδήποτε Warrior Guardian είναι η Τάιρα “Η” Warrior Guardian που...»

«Πως ξέρεις το όνομα μου;» διέκοψα τον μικρό λίγο πιο απότομα από ότι σκόπευα και είδα στο βλέμμα του να μπερδεύεται.

«Όλοι το ξέρουν! Σε περιμέναμε να έρθεις» είπε παγωμένα και η ανάσα μου επιταχύνθηκε ενώ η ματιά μου γύρισε αυτόματα προς το σημείο που ήταν η διαφήμιση.

«Μήπως ξέρετε πως θα πάω εκεί;» ρώτησα ενώ έδειχνα με την ματιά μου προς την παράξενη πινακίδα που αναβόσβηνε αλλάζοντας τώρα την διαφήμιση.

«Φυσικά! Δεν είναι μακριά. Μόλις φτάσεις στο τέλος του δρόμου στρίψε δεξιά και θα το δεις μπροστά σου. Έχουν στήσει μια ολόκληρη πόλη εκεί δεν θα δυσκολευτείς να το βρεις» μου απάντησε η κυρία και σηκώθηκα όρθια ενώ κοίταζα προς το μέρος που μου είχε υποδείξει.

«Θα αγωνιστείς και εσύ το βράδυ;» ρώτησε ο μικρός και πήρα μια βαθιά ανάσα προκειμένου να καλμάρω την ένταση μου πριν του απαντήσω.

«Δεν ξέρω Τζέισον» του απάντησα ειλικρινά.

«Μακάρι να αγωνιστείς! Ο μπαμπάς μου θα τρελαθεί όταν του πω ότι σε είδα» χαμογέλασα με ένα βεβιασμένο χαμόγελο και γονατίζοντας τον πήρα στην αγκαλιά μου.

«Θα μας βοηθήσεις έτσι δεν είναι;» ρώτησε ξανά ο μικρός μου και χαμογέλασα πιο πλατιά ενώ τον απομάκρυνα από κοντά μου για να τον αντικρίσω ξανά στα μάτια.

«Θα μπορούσα να κάνω τα πάντα για σένα» του απάντησα ειλικρινά. Ο ενθουσιασμός του έγινε τόσο μεγάλος που τα μικροσκοπικά του χέρακια που τυλίχτηκαν γύρω από τον λαιμό μου ξανά θα μπορούσαν μέχρι και να με πνίξουν.

«Να προσέχεις» ψιθύρισε και αφού μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο με κοίταξε για άλλη μια φορά με τα μάτια του να γυαλίζουν με ελπίδα.

«Και εσύ» του ανταποκρίθηκα ζεστά και πιάνοντας την μαμά του ξανά από το χέρι με άφησαν μόνη.

Ακολουθώντας τον δρόμο που μου είχε υποδείξει η κυρία προχωρούσα κοιτώντας γύρω μου τον κόσμο με μεγαλύτερη περιέργεια. Ήταν σαν να είχε φύγει όλη η ενέργεια από πάνω τους και ένα περίεργο συναίσθημα με κατέκλισε κάνοντας την καρδιά μου να σφιχτεί ακόμα περισσότερο.

‘Μα τι τους συμβαίνει;’ αναρωτήθηκα μέσα μου έντονα καθώς τα βήματα μου χωρίς να το καταλάβω σταμάτησαν κάνοντας όλους τους υπόλοιπους που ήταν πίσω μου να πέσουν απάνω μου.

«Μα καλά πως σταματάς έτσι στην μέση του δρόμου; Θες να μας κάνεις να καθυστερήσουμε στις δουλειές μας;» ρώτησε ένας κύριος εξαγριωμένος σπρώχνοντας με καθώς με έβγαλε από την γραμμή που είχε σταματήσει εξαιτίας μου για να προχωρήσει.

«Αργόσχολοι Ηθοποιοί» μουρμούρισε με αηδία συνεχίζοντας την πορεία του και αυτό με έκανε να τα χάσω περισσότερο.

Κοιτάζοντας τους τώρα καλύτερα έξω από την γραμμή που ακολουθούσα πριν, τους έβλεπα να περπατούν ο ένας πίσω από τον άλλον. Αυτοί που ανέβαιναν τον δρόμο προχωρούσαν από τα δεξιά ενώ αυτοί που κατέβαιναν από τα αριστερά αφήνοντας στην μέση έναν άδειο διάδρομο ενώ μερικοί μπαίνανε στα κτίρια χωρίς να σταματάνε την γραμμή αλλά και χωρίς να κάνουν καμία κίνηση να ανοίξουν κάποια πόρτα καθώς εκείνες ανοίγανε αυτόματα.  Περπατούσαν πάντα με τον ίδιο γρήγορο ρυθμό σαν άβουλα στρατιωτάκια σε μια απίστευτη πειθαρχία που δεν είχε προηγούμενο. Αλλά αυτό που σου έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν ότι όλοι είχαν το ίδιο κενό βλέμμα σαν το μυαλό τους να είναι κολλημένο σε κάτι.

Δεν μπορούσα να τους καταλάβω.

«Εεε, εσύ» άκουσα μια φωνή πίσω μου και γύρισα παραξενευμένη να κοιτάξω ποιος μου είχε μιλήσει. «Τι κάνεις εκεί; Γύρνα στην γραμμή σου» συνέχισε αυστηρά ένας περίεργος ένστολος που περισσότερο με ρομπότ έμοιαζε παρά με άνθρωπο έχοντας ένα όπλο στο χέρι και τα μάτια μου γούρλωσαν με έκπληξη. Βλέποντας τον κατευθείαν με έκανε να νιώσω ότι ξαφνικά είχα μπει σε ένα βιντεοπαιχνίδι από αυτά που μας άφηναν να παίζουμε όταν ήμασταν στο σπίτι των ‘Collectors’ παρά στην ίδια την πραγματικότητα που τότε ζούσαμε.

«Δεν με ακούς» συνέχισε εκείνος πιο επιβλητικά ενώ έκανε την κίνηση να με πλησιάσει και σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά στον αέρα αμυντικά έκανα ότι μου είχε ζητήσει πριν τον προκαλέσω περισσότερο αλλά μόλις γύρισα την πλάτη μου εκείνος με σταμάτησε ξανά.

«Μια στιγμή» είπε και πάγωσα ενώ γύρισα αργά προς το μέρος του με απορία. «Δεν σας έχουν πει τα όπλα σας να μην τα κουβαλάτε μαζί σας;» ρώτησε πιο αγριεμένος ενώ φτάνοντας με έκανε την κίνηση να μου πάρει το τόξο και πισωπάτησα για να τον αποφύγω.

«Είμαι καινούργια» δικαιολογήθηκα γρήγορα. «Θα το παραδώσω στον υπεύθυνο μόλις φτάσω στον προορισμό μου το υπόσχομαι» προσπάθησα με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει να τον σταματήσω και εκείνος για λίγο το σκέφτηκε.

«Καλά αλλά αν σε ξαναδώ...»

«Το υπόσχομαι» τον διέκοψα και εκείνος κατένευσε και έκανε ένα βήμα πίσω.

«Προχώρα τότε και μην δημιουργείς άλλη αναστάτωση» μου απάντησε εκείνος σκληρά και πιάνοντας με από τον μπράτσο με έβαλε ξανά στην γραμμή μου.

Ενώ ακολούθησα τα βήματα των υπολοίπων γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του και εκείνος από την ίδια θέση με κοίταξε για άλλη μια φορά προειδοποιητικά κάνοντας το βλέμμα μου να γυρίσει ξανά μπροστά.

Φτάνοντας στο τέλος του δρόμου και στρίβοντας προς τα δεξιά όπως μου είχε υποδείξει η κυρία τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Είχε δίκιο όταν έλεγε ότι δεν θα δυσκολευόμουν να το βρω. Πως θα μπορούσα άλλωστε από την στιγμή που με το που το είδα ένιωσα σαν να γύρισα ξανά στο Άσγκαρντ ή μήπως τελικά δεν έφυγα ποτέ; Πραγματικά θα τρελαθώ ήταν όλα ίδια, τα δέντρα, το πεδίο μάχης, μέχρι και το ποτάμι ήταν όλα εδώ, μα πως γίνεται αυτό;

Πλησιάζοντας στην ουρά που είχε σχηματιστεί από όσους περιμένανε στην είσοδο μια κίνηση από τα δεξιά με έκανε να βρεθώ σε εγρήγορση. Ένα αφηνιασμένο άλογο που είχε ξεφύγει έτρεχε καταπάνω τους και εκείνοι δεν το είχαν καν αντιληφτεί. Αυτό και αν ήταν περίεργο. Σκέφτηκα στην αρχή να τους προειδοποιήσω αλλά το μετάνιωσα αμέσως. Ο πανικός που θα δημιουργήσουν μόλις το καταλάβουν ότι απειλείται η ζωή τους θα είναι χειρότερος από το να προσπαθήσω να σταματήσω το ίδιο το άλογο.

Με αυτήν την σκέψη βγάζοντας και οπλίζοντας το τόξο μου σημάδεψα τα γκέμια του αλόγου και άφησα το βέλος να ελευθερωθεί. Το αποτέλεσμα δεν είχε μεγαλύτερη διαφορά από το να τους είχα προειδοποιήσει από την αρχή. Το πλήθος με το που είδε την κίνηση μου αυτή - ουρλιάζοντας και καλύπτοντας το πρόσωπο τους με τα χέρια τους - άρχισε να ποδοπατάει ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να φύγουν από δίπλα μου χωρίς να έχουν παρατηρήσει καν το άλογο που τώρα άλλαζε πορεία καθώς η δύναμη του βέλους τράβηξε τα γκέμια του κάνοντας το κεφάλι του να γυρίσει προς την άλλη μεριά.

«Και αυτό ήταν ένα μικρό δείγμα από τα όσα έχετε να παρακολουθήσετε το βράδυ στην παράσταση. Παρακαλώ μην πανικοβάλλεστε και δώστε το πιο θερμό σας χειροκρότημα στην καταπληκτική μας  Warrior Guardian γι αυτήν την δεξιοτεχνική της επίδειξη» άκουσα κάποιον να λέει με βροντερή φωνή και καθώς τα μάτια μου αντίκρισαν τα δικά του τότε έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Θορ;

Με ανάλαφρες κινήσεις, χειροκροτώντας και εκείνος μαζί με το πλήθος που τώρα ζητωκραύγαζε, έφτασε δίπλα μου και πιάνοντας το ένα μου χέρι το σήκωσε ψηλά στον αέρα κάνοντας το κοινό να ξεσπάσει σε περισσότερα επιφωνήματα.

«Κάνε μια βαθιά υπόκλιση» ψιθύρισε συνωμοτικά και υπάκουσα καθώς δεν ήθελα να τον προκαλέσω περισσότερο ιδίως μπροστά σε τόσο κόσμο.

«Όχι σε μένα ηλίθια, στον κόσμο» με επέπληξε εκείνος και το κοίταξα ξαφνιασμένη αλλά και πάλι το έκανα χωρίς να τον αφήνω από την ματιά μου.

«Καλώς! Τώρα έλα μαζί μου και μην τολμήσεις να δημιουργήσεις άλλα προβλήματα» συνέχισε με τον ίδιο ψιθυριστό συνωμοτικό τόνο και κρατώντας μου το χέρι άρχισε να με παρασέρνει προς την είσοδο χωρίς να σταματάει να με επιδεικνύει παροτρύνοντας τον κόσμο να με επευφημεί περισσότερο.

Περνώντας την είσοδο με έσπρωξε βίαια να προχωρήσω μπροστά και πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει από το ξάφνιασμα είδα ξαφνικά να με κυκλώνουν διάφοροι αρματωμένοι στρατιώτες έτοιμοι να με αντιμετωπίσουν με κάτι περίεργα σπαθιά που δεν είχα δει ποτέ ξανά στην ζωή μου. Πάγωσα δεν ήξερα τι να σκεφτώ αλλά και τι να πιστέψω, όλα αυτά δεν είχαν λογική.

«Ποια είσαι και τις θες εδώ;» ρώτησε ο Θορ πίσω μου και γύρισα προς την μεριά του πιο ξαφνιασμένη από ποτέ.

«Δεν με γνωρίζεις;» ρώτησα χωρίς να μπορώ να το πιστέψω.

«Ήρθες για να μας καταστρέψεις;» ρώτησε πιο σκληρά και τα έχασα τελείως.

«Το άλογο έτρεχε καταπάνω τους τι ήθελες να κάνω;» του γύρισα την ερώτηση και εκείνος έκανε ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος μου κάνοντας το σώμα μου να πισωπατίσει.

«Μην μου κάνεις εμένα την χαζή! Πες μου τώρα ποιος ηλίθιος από όλους τους σε έστειλε» απαίτησε πιο επιβλητικά κόβοντας την ανάσα μου στην μέση.

«Ποιοι είστε;» ρώτησα μην μπορώντας άλλο να το κρατήσω για τον εαυτό μου.

«Δεν έχω χρόνο για τα παιχνίδια σας, γι αυτό ή αποκάλυψε το πρόσωπο σου τώρα ή...» είπε απειλητικά βγάζοντας ένα σπαθί από το θηκάρι του όμοιο με αυτά που κράταγαν και οι άλλοι. «Δέξου την μοίρα σου» συνέχισε σημαδεύοντας με πάνω στον λαιμό. Μόλις το περίεργο αυτό σπαθί με ακούμπησε ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν, την ανάσα μου να χάνετε μέσα μου και το σώμα μου να παραλύει.

«Ποιοι είστε; Τι θέλετε από μένα» ρώτησα με παράπονο αλλά δεν τον άγγιξαν τα λόγια μου.

«Αποκάλυψε το πρόσωπο σου, δείξε μας ποιος είσαι» απαίτησε εκείνος χωρίς να σταματά να ακουμπά το περίεργο σπαθί του πάνω στο εκτεθειμένο μου δέρμα κάνοντας την ανάσα μου να γίνεται όλο και πιο δύσκολο.

«Μα αυτό είναι το πρόσωπο μου» αναφώνησα με δυσκολία καθώς προσπαθούσα σκληρά να πάρω μια ανάσα.

«Άλβις»  μα καλά πόσα ονόματα έχει πια; «Έρχονται και άλλοι» φώναξε ένας που μας πλησίασε τρέχοντας και ο Θορ - ή όπως αλλιώς τον λένε - γύρισε την ματιά του προς το μέρος του χωρίς να χαλαρώνει ούτε στο ελάχιστο.

«Ποιοι είναι;» απαίτησε να μάθει χωρίς να σταματά να με σημαδεύει.

«Είναι Γιοτούν*» του απάντησε εκείνος και ο Άλβις βρέθηκε αυτόματα σε εγρήγορση. Ισιώνοντας το κορμί του απομάκρυνε το σπαθί του από πάνω μου αφήνοντας με επιτέλους να πάρω μια ανάσα.

«Ο Λόκι! Γρήγορα κρύψτε τα όπλα πριν τα δει. Γι αυτήν θα ήρθε, θα του την δώσουμε και θα μας αφήσει στην ησυχία μας...»

«Όχι! Σε παρακαλώ μην τους αφήσεις να με πάρουν» παρακάλεσα κόβοντας την φράση του στην μέση και εκείνος με κοίταξε καχύποπτα.

«Τι το σημαντικό έχεις για να σε θέλει ο Λόκι;» μουρμούρισε σκεπτικός τρίβοντας το σαγόνι του περισσότερο στον εαυτό του παρά σε μένα.

«Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο Λόκι και τι θέλει από μένα αλλά σε παρακαλώ μην τον αφήσεις να με γυρίσει πίσω» παρακάλεσα για άλλη μια φορά.

«Δεν μπορώ να διακινδυνεύσω να καταστραφούν όλα εξαιτίας σου» δήλωσε και μου γύρισε την πλάτη αφού έκανε πρώτα σε κάποιους νόημα να έρθουν πιο κοντά μου.

«Αν τον αφήσεις να με πάρει θα του πω για τα όπλα σας» τον απείλησα εγώ και εκείνος γύρισε με μια κοροϊδευτική ματιά γελώντας με δυσπιστία.

«Ποια είσαι; Την αλήθεια» ρώτησε τώρα πιο ήρεμα και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Το όνομα μου είναι Τάιρα και έρχομαι από το Άσγκαρντ. Δεν ξέρω τίποτα περισσότερο για μένα για να σου πω» του είπα ειλικρινά και όλοι ταυτόχρονα πάγωσα στην θέση τους ενώ κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Αν με κοροϊδεύεις....» απείλησε ακόμα πιο σκληρά αυτός που έμοιαζε με τον Θορ υψώνοντας και πάλι το σπαθί του με τα μάτια του να γυαλίζουν.

«Σου λέω την αλήθεια σε παρακαλώ μην τους αφήσεις να με πάρουν» παρακάλεσα για άλλη μια φορά υψώνοντας τα χέρια μου ψηλά και καθώς οι φωνές άρχισαν αν μας πλησιάζουν εκείνος γύρισε ξανά προς τους δικούς του.

«Καθυστερήστε τον μέχρι να πάω στο γραφείο μου και μην πείτε κουβέντα γι αυτήν. Μίμινγκ, εσύ μαζί μας» διέταξε και όλοι αμέσως έτρεξαν προς διάφορες κατεύθυνσης υπακούοντας τον. «Άλλαξε μορφή και έλα μαζί μου» συνέχισε προς το μέρος μου επιτακτικά ενώ με έσερνε προς ένα άλλο μέρος αντίθετο από αυτό που είχαν πάρει η σύντροφοι του.

«Μα είμαι άνθρωπος δεν μπορώ να αλλάξω μορφή σαν και σας» παραπονέθηκα και με κοίταξε κοροϊδευτικά χωρίς χαλαρώνει τον ρυθμό του.

«Άνθρωπος;» χλεύασε. «Ανήκεις στην βασιλική φρουρά ενώ είσαι μόλις δεκαοκτώ χρόνων! Κατάφερες να τους ξεφύγεις δεν ξέρω και εγώ με ποιον τρόπο! Είσαι επιρρεπής στον χαλκό και ακόμα πιστεύεις ότι είσαι ένας κοινός άνθρωπος;» ρώτησε δύσπιστα.

«Και αν δεν είμαι άνθρωπος τότε τι είμαι;» ρώτησα με την ανάσα μου να χάνεται από την διαπίστωση.

«Εσύ τι λες να είσαι;» ρώτησε πίσω όλο νόημα και τότε ένιωσα την καρδιά μου να σταματά.

«Εννοείς ότι είμαι σαν και εσάς;» ρώτησα ξέπνοα σταματώντας τον επιτακτικά.

«Σαν και εκείνους!» τόνισε και πριν τα χάσω τελείως με άρπαξε ξανά από το χέρι και άρχισε πάλι να τρέχει με εμένα πίσω του να παραπατώ σοκαρισμένη.


*Στην Σκανδιναβική μυθολογία οι Γίγαντες ή Γιοτούν (Jotun) ήταν μυθολογική φυλή με υπεράνθρωπο σθένος, αντίπαλοι των θεών, αν και συχνά έρχονταν σε επαφή με τους θεούς και σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν γάμοι μεταξύ γιγάντων και θεών.
Το οχυρό τους βρισκόταν στο Ούτγκαρντ (Utgard), στο Γιοτουνχέιμ (Jotunheim), έναν από τους εννιά κόσμους της Σκανδιναβικής κοσμολογίας. Το Γιότουνχέιμ χωριζόταν από το Μίντγκαρντ (Midgard), τον κόσμο των ανθρώπων, από ψηλά βουνά και πυκνά δάση. Όταν ζούσαν σε άλλους κόσμους από τον δικό τους, συνήθως προτιμούσαν τις σπηλιές και τα σκοτεινά μέρη ως κατοικίες τους.
Οι γίγαντες θα αντιμετωπίσουν τους θεούς στην τελική μάχη του Ράγκναροκ (Ragnarök).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA