Ετικέτες

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Τα παιχνίδια των Θεών "13. Κάι"




  

«Πρέπει να είσαι υπερήφανος για τα παιδία σου! Σήμερα κατάφεραν να πάρουν μια σπουδαία νίκη!» άκουσα τον πατέρα μου να λέει καθώς με χτύπαγε στην πλάτη την στιγμή που κοίταζα από το παράθυρο της αίθουσας του θρόνου το γλέντι που είχαν στήσει οι πολεμιστές μας για να γιορτάσουν την μεγάλη τους νίκη στην μεγάλη αυλή του παλατιού με πρωτοστάτη τον Διόνυσο να τους παρασέρνει στα παιχνίδια του ενώ τους μεθούσε με το νέκταρ του.

«Δεν αναγνωρίζω πια ποιοι είναι» αποκρίθηκα αδιάφορα.

«Σημασία δεν έχει να ξέρεις ποιοι είναι αλλά ότι σε κάνουν υπερήφανο» τόνισε ο πατέρας μου και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του ανέκφραστα. «Μην σταματάς την καλή δουλειά που κάνεις! Θα χρειαστούμε και άλλους τέτοιους έξυπνους και δυνατούς γιους όπως και καπάτσες κόρες» είπε με υπονοούμενο.

«Τότε να μην καθυστερώ περισσότερο» μειδίασα. «Άλλωστε γι αυτό δεν είμαι εδώ;» συνέχισα και πριν μου απαντήσει - με μια και μόνο σκέψη μου - από την αίθουσα του θρόνου βρέθηκα κατευθείαν ανάμεσα στον κόσμο που διασκέδασε στην μεγάλη αυλή του παλατιού.

Αρπάζοντας ένα ποτήρι με νέκταρ από τον δίσκο ενός υπηρέτη το ήπια μονορούφι κοιτάζοντας γύρω μου για τον επόμενο στόχο μου. Δεν άργησα να τον βρω. Με το που η ματιά μου έπεσε σε μια ξανθιά οπτασία που λίκνιζε τους γοφούς της αισθησιακά στον ρυθμό της μουσικής, χορεύοντας με έναν ανιαρό στρατιώτη, έριξα το σχεδόν άδειο μου ποτήρι προς τα πίσω και την πλησίασα σαγηνευτικά. Μόλις το βλέμμα της έπεσε απάνω μου εκείνη πάγωσε. Ο συνοδός της καταλαβαίνοντας τις προθέσεις μου, γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου. Διατάζοντας τον να φύγει από μπροστά μου με μια κίνηση του κεφαλιού μου εκείνος έκανε μια βαθιά υπόκλιση και μας άφησε μόνους ενώ η κοπέλα συνέχιζε να με κοιτάει παγωμένα.

Την στιγμή που βρέθηκα σε απόσταση αναπνοής από εκείνην, έπιασα τον ρυθμό της μουσικής και κάνοντας τον γύρω του κορμιού της με χορευτικά βήματα στάθηκα πίσω της κολλώντας το σώμα μου προκλητικά απάνω στο κορμί της δίνοντας της τον ρυθμό για να συνεχίσει το λίκνισμα της. Δεν μου το αρνήθηκε αλλά δεν ξεπάγωνε κιόλας και αυτό με απογοήτευσε στο έπακρο. Καμία δεν μπορούσε να αρνηθεί το κάλεσμα μου και ο δισταγμό της έκανε τα νεύρα μου να γίνονται χειρότερα.

«Καινούργια;» ρώτησα ξεκολλώντας την από το σώμα μου για να την στροβιλίσω ώστε να την φέρω ξανά κατά πρόσωπο.

«Μάλιστα άρχοντα μου» αποκρίθηκε εκείνη τρεμάμενα την στιγμή που την κόλλαγα πάνω στο σώμα μου πνίγοντας μια μικρή κραυγή αγωνίας και αυτό με έβαλε σε περισσότερες σκέψεις.

«Μια τέτοια οπτασία σαν και εσένα ποιος να σε έχει πλάσει άραγε;» την ψάρωσα για να είμαι σίγουρος.

«Εσείς άρχοντα μου» απάντησε διστακτικά με ψιθυριστή φωνή και την έσπρωξα μακριά μου με δύναμη προσπαθώντας σκληρά να μην ξεσπάσω απάνω της όλα τα νεύρα που είχαν συσσωρευτεί μέσα μου.

«Φύγε από εδώ και μην τολμήσεις να εμφανιστείς ξανά μπροστά μου» την απείλησα σκληρά και η κοπέλα τρομαγμένη ανασηκώθηκε από το πάτωμα όπως-όπως και άρχισε να τρέχει.

«Βρε καλός τον αφέντη μας! Δεν περίμενα να μας κάνεις αυτήν την τιμή» άκουσα τον αδελφικό μου φίλο Διόνυσο να λέει πίσω μου και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του νευριασμένα. «Τι μπορούμε να κάνουμε για σας σήμερα άρχοντα μου;» συνέχισε το πείραγμα του καθώς έκανε μια βαθιά υπόκλιση προσφέροντας ένα ποτήρι νέκταρ και παίρνοντας το από τα χέρια του το ήπια μονορούφι και τον κοίταξα πιο ήρεμα.

«Βρες μου μια που να μην είναι κόρη μου αλλιώς θα σου διαλύσω το παρτάκι σου τώρα» του είπα σκληρά και εκείνος γέλασε δύσπιστα κουνώντας το κεφάλι του.

«Ότι θα σε έβλεπα σε τέτοια χάλια για μια...» δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και σβήνοντας την απόσταση με μια δρασκελιά τον έπιασα από το πουκάμισο του και κόλλησα το πρόσωπο μου πάνω στο δικό του.

«Αν σε ακούσω να λες τέτοιες...»

«Όπα-όπα δεν είμαι εγώ ο εχθρός το ξέχασες;» προσπάθησε να αμυνθεί ενώ πάλευε να ξεφύγει.

«Τότε μην φέρεσαι σαν να είσαι» του γύρισα και τον πέταξα μακριά μου.

«Ρε φίλε μάγια σου κάνανε και δεν σηκώνεις ούτε ένα αστείο πια;» ρώτησε σοκαρισμένος από την αντίδραση μου και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου κλείνοντας τα μάτια μου προκειμένου να βρω ξανά την λογική μου.

Μάγια… αυτό είναι, πρέπει να μου έκανε μάγια δεν εξηγείτε αλλιώς.

«Βρες μου μια τώρα» απαίτησα πιο πιεστικά και ο Διόνυσος εξαφανίστηκε από μπροστά μου πριν προλάβω να ανοίξω τα μάτια μου ξανά.

«Ποιος μου στενοχώρησε το μωρό μου;» άκουσα την σαγηνευτική της φωνή πίσω μου πριν νιώσω τα χέρια της να με τυλίγουν και ένιωσα μια απίστευτη ανακούφιση καθώς θα ήταν σίγουρα η μόνη που θα μπορούσε να με κάνει να ξεχαστώ σήμερα από οποιαδήποτε άλλη ηλίθια που θα μπορούσε να μου βρει ο Διόνυσος.

«Αφροδίτη» πρόφερα τρυφερά γυρίζοντας προς την μεριά της κλείνοντας την απευθείας στην αγκαλιά μου για να μην μου ξεφύγει όπως συνήθιζε να κάνει για να με πειράξει και το γάργαρο γέλιο της έφτασε στα αυτά μου σαν γλυκιά μελωδία που κάλυψε κάθε άλλη μελωδία που έβγαινε από τα όργανα των μουσικών.

«Κάιους, πάει καιρός που έχω να σε δω! Αλήθεια πόσος;» αναρωτήθηκε καθώς με παρέσερνε στα βήματα των αισθήσεων ξεσηκώνοντας όλο μου το είναι. «Δύο χρόνια;»

«Αμέλεια» απάντησα αδιάφορα καλύπτοντας τα χείλια μου με τα δικά της και πριν προλάβει να πάρει ανάσα σκέφτηκα το δωμάτιο μου και μας μετέφερα κατευθείαν εκεί. Το χαρακτηριστικό γάργαρο γέλιο της με έκανε να ξεσηκωθώ περισσότερο και εκείνη νιώθοντας το με έσφιγγε απάνω της.

«Και εμένα μου έλειψες βρε παλιόπαιδο αλλά ήθελα να το διασκεδάσουμε και λίγο» παραπονέθηκε καθώς την μετέφερα πάνω στο κρεβάτι μου.

«Δεν μας χρειάζονται τα προκαταρκτικά για να περάσουμε καλά. Μου έλειψες» δήλωσα καθώς συνέχιζα αχόρταγα να ρουφάω το μεθυστικό της άρωμα με τα χείλια μου να ακουμπούν σε κάθε πτυχή της εκτεθειμένης βελούδινης επιδερμίδα της ενώ τα χέρια μου απομάκρυναν βιαστικά τα υφάσματα που μας χώριζε.

«Και μένα αλλά...» προσπάθησε μέσα από το βογγητό της να με φρενάρει αλλά δεν την άφησα να συνεχίσει.

Καλύπτοντας τα χείλια της με τα δικά μου άρχισα να την φιλάω και εκείνη παραδόθηκε άνευ όρων - όπως πάντα έκανε - κάθε φορά που τύχαινε να βρεθούμε εκστασιασμένη με το κορμάκι της να σπαρταράει στα χέρια μου σαν το ψάρι καθώς τα χέρια της βιαστικά απελευθέρωναν το κορμί μου από ότι εμπόδιζε αυτή μας την ένωση. Καθώς η λαχτάρα μου για το κορμί της γινόταν πιο επιτακτική ανάγκη την βοήθησα για να τα απομακρύνουμε πιο γρήγορα σχίζοντας τα κάτι που την εξίταρε ακόμα πιο πολύ.

«Κάι» βόγκηξε και την στιγμή που η ματιά μου έπεσε πάνω στο πρόσωπο της η εικόνα της Τάιρας με έκανε να παγώσω.

«Τι σόι αστείο είναι αυτό;» απαίτησα να μάθω και εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη.

«Κάι τι λες; Για ποιο αστείο μιλάς;» ρώτησε ασθμαίνοντας με απορία και σφάλισα τα μάτια μου με δύναμη ενώ τα έτριψα βίαια παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

Όχι δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό, δεν μπορεί να είναι παντού μπροστά μου; Τι στο καλό μου συμβαίνει; Ακόμα και εδώ ακόμα και τώρα πως μπορεί η εικόνα της να με στοιχειώνει;

«Κάιους τι συμβαίνει; Έκανα κάτι...» προσπάθησε τρυφερά να με αποσπάσει από τις σκέψεις μου καθώς με χάιδευε τρυφερά και ανοίγοντας τα μάτια μου μόλις την είδα να με κοιτάζει με αγωνία άφησα την ανάσα μου να βγει ήρεμα και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά ενώ προσπάθησα να συνεχίσω από εκεί που είχα σταματήσει πριν καταλάβει τίποτα.

«Κάι» απαίτησε να σταματήσω καθώς με απομάκρυνε από κοντά της. «Τι συμβαίνει;» συνέχισε πιο απαλά και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Δύσκολη μέρα μην δίνεις σημασία» προσπάθησα να το σώσω αλλά δεν την ξεγέλασα.

«Ναι τα έμαθα, επιτέλους το ξεφορτωθήκαμε μια και καλή το βρωμοθύλικο» είπε κυνικά και χρειάστηκε όλη η δύναμη της θέλησης μου εκείνη την στιγμή για να μην την χαστουκίσω που τόλμησε να μιλήσει έτσι για εκείνην και αυτό με έκανε να νευριάσω περισσότερο με τον εαυτό μου.

Μα τι έχω πάθει επιτέλους; Πως κατάφερα να την αφήσω να με επηρεάσει τόσο πολύ; Έλεος πια μια γυναίκα είναι μόνο, ένα σκεύος ηδονής, μια απλή ημίθεα και τίποτα πάρα πάνω. Αυτό που ήθελα από εκείνην το πήρα, ο εγωισμός μου από την εκδίκηση μου προς τον αδελφό μου ικανοποιήθηκε, γιατί συνεχίζει ακόμα να με βασανίζει; Δεν έπρεπε ποτέ να συμφωνήσω σε αυτό το ηλίθιο σχέδιο του Λόκι… ποτέ. Σύριξα μέσα μου νευριασμένα και η ματιά της Αφροδίτης με απέσπασε από τις σκέψεις μου καθώς έκανε το κορμί της πιο πίσω αμυντικά.

«Με τρομάζεις, τι συμβαίνει; Ξέρεις ότι μπορείς να μου πεις» προσπάθησε για άλλη μια φορά και έτριξα τα δόντια μου κοιτάζοντας για λίγο γύρω μου καθώς κράτησα την ανάσα μου προκειμένου να έρθω στα συγκαλά μου.

«Σε έχω ανάγκη» δήλωσα και κατένευσε ενώ τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου βάζοντας το κεφάλι μου απαλά να ακουμπήσει πάνω στον λαιμό της.

«Εσύ είσαι πάντα αυτό που φεύγεις μακριά μου Κάι, όχι εγώ» μου είπε με ένα παράπονο και με απομάκρυνε από την αγκαλιά της για να με αντικρίσει συνεχίζοντας καθώς χάιδευε το μάγουλο μου με τον αντίχειρα της. «Το ξέρεις ότι εγώ είμαι πάντα εδώ».

Δεν είπα τίποτα. Η ανάγκη μου να νιώσω το ακόρεστο πάθος του έρωτα που έτρεφε για μένα υπερίσχυε της λογικής. Καθώς έπεσα απάνω της, ξεσπώντας όλο το πάθος που είχα για την Τάιρα που είχε κυριεύσει το μυαλό μου και το σώμα μου με μανία, την έκανα να βογκά κάτω από το σώμα μου με ικανοποίηση. Δεν ήθελα τίποτα άλλο για να ικανοποιήσω τον εγωισμό μου αλλά όταν ήρθε η δική μου η σειρά να λυτρωθώ τότε κατάλαβα το πόσο λάθος είχα κάνει.

Το πάθος που μοιραζόμασταν με την Αφροδίτη ήταν το πιο δυνατό, το πιο ξεχωριστό αλλά μετά το τέλος αυτής μας της συνεύρεσης κατάλαβα ότι δεν ήταν τίποτα μπροστά σε εκείνο το πάθος που είχα νιώσει με την Τάιρα. Εκείνο το πάθος ήταν εκρηκτικό, ηφαιστειακό, έκαψε τα πάντα στο πέρασμα του έκαψε την ίδια μου την καρδιά και αυτό, αυτό, το ορκίζομαι ότι θα μου το πλήρωνε πολύ ακριβά. Δεν γεννήθηκε ακόμα κάποιο θηλυκό που θα με κάνει εμένα να λυγίσω μπροστά στα πόδια της γι’ αυτό και να εύχεται να μην την δω ξανά μπροστά μου, γιατί αν την δω τότε αυτά που θα της κάνω δεν θα είναι τίποτα μπροστά στα σχέδια του Λόκι. Τίποτα απόλυτος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA