Μπαίνοντας σε ένα
μικρό χώρο που λογικά ήταν το γραφείο του, πήγε πίσω από μια μεγάλη δερμάτινη καρέκλα,
κοίταξε για λίγο έξω από τον γυάλινο τοίχο που έβλεπε προς την είσοδο από όπου
είχαμε μπει πριν και αμέσως μετά γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου.
«Μπες μέσα και μην
βγάλεις άχνα» μου είπε επιτακτικά και τον κοίταξα με απορία.
«Να μπω που;» ρώτησα εύλογα
εφόσον δεν έβλεπα καμία εσοχή ή έστω κάποια ντουλάπα που να με χωράει. Εκείνος
με μια αγανακτισμένη γκριμάτσα κούνησε το κεφάλι του απηυδισμένα, ενώ
σπρώχνοντας με μου υπέδειξε να προχωρήσω προς το τζάμι. Όταν ακούμπησα απάνω
του εκείνο ήταν σαν να μην υπήρχε.
‘Τι στο καλό ήταν
αυτό;’ Αναρωτήθηκα αλλά πριν προλάβω να εκφράσω την απορία μου εκείνος συνέχισε
πιο επιτακτικά.
«Ότι και να δεις ότι
και να ακούσεις κράτα τις αντιδράσεις σου καλά κρυμμένες αν μπορείς μέχρι και
να μην αναπνέεις ακόμα καλύτερα. Αν σε ανακαλύψει θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα
μαζί του και οι δύο! Κατάλαβες;» κούνησα το κεφάλι μου μηχανικά καταφατικά και
μόλις έκανε ένα βήμα προς τα πίσω έμεινε και πάλι ακίνητος όπως πριν για λίγο
μπροστά μου και μετά πήγε και έκατσε στην καρέκλα του.
Δεν μπορούσα να
καταλάβω τίποτα. Κοιτώντας γύρω μου το μόνο που έβλεπα ήταν ότι έβλεπα και πριν.
Κοιτώντας προς τα κάτω είδα να πατάω ένα αφράτο γρασίδι. Από περιέργεια άπλωσα
το χέρι μου και όταν αυτό ακούμπησε στο έδαφος το απαλό γρασίδι χάιδεψε το χέρι
μου υγραίνοντας το. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ήταν σαν να αιωρούμουνα στον
αέρα άλλα για κάποιον λόγο - παρόλο που γύρω μου υπήρχε η φύση σε όλο της το
μεγαλείο κάνοντας με να νομίζω ότι ήμουν ελεύθερη να τρέξω μέσα σε αυτήν -
παράλληλα ένιωθα και ότι ήμουν σε ένα τόσο μικρό δωμάτιο που ίσα που με χωρούσε.
Μα πως στο καλό γινόταν αυτό;
«Που την έχεις;»
άκουσα μια τραχιά φωνή από το γραφείο του Άλβις και από περιέργεια σηκώθηκα
ξανά για να αντικρίσω αυτόν που είχε μόλις έρθει και η ανάσα μου χάθηκε μακριά.
‘Κάι;’ το μυαλό μου αναφώνησε αλλά τα χείλια μου αυτόματα σφράγισαν πριν το
εκφράσουν δυνατά και εκεί που ένιωθα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου να
υποχωρεί η απάντηση του Άλβις ήρθε να με κάνει να σαστίσω περισσότερο.
«Λόκι, τι ευχάριστη
έκπληξη» τον άκουσα να λέει και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Το πραγματικό όνομα
του Κάι είναι Λόκι; «Νέο πρόσωπο; Επέτρεψε μου να σου πω ότι αυτό σου πάει
περισσότερο από το τελευταίο που είχες» συνέχισε φιλικά ο Άλβις σαν να
γνωριζόντουσαν χρόνια και αυτό με έκανε να νιώσω ακόμα πιο παγιδευμένη από πριν
και πιο μπερδεμένη ταυτόχρονα.
«Κόψε τις σάχλες και
πες μου που την έχεις! Ξέρω ότι την έχεις εσύ και μην προσπαθήσεις να το
αρνηθείς. Υπάρχουν μάρτυρες που την είδαν να μπαίνει εδώ» συνέχισε ο Λόκι ή ο
Κάι ή όπως τον έλεγαν τέλος πάντων και ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται
περισσότερο.
«Για ποιαν ακριβώς
μιλάμε;» συνέχισε αδιάφορα ο Άλβις και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα πριν
καταρρεύσω τελείως.
«Ξέρεις πολύ καλά για
ποια μιλάμε» τόνισε ο Κάι με δηλητήριο στην φωνή του.
«Όχι φίλε μου δεν
ξέρω για ποιαν μου μιλάς» του είπε κατηγορηματικά. «…Και αν νομίζεις ότι την
κρύβω έχεις το ελεύθερο να ψάξεις να την βρεις. Αν πράγματι κατάφερε να
τρυπώσει εδώ αυτή που ψάχνεις – πράγμα απίθανο χωρίς να το αντιληφτώ εγώ - τότε
μπορείς να την πάρεις και να μου αδειάσεις την γωνιά» τον προκάλεσε περισσότερο
και τα μάτια του Κάι ζάρωσαν επικίνδυνα.
«Αν ανακαλύψω ότι την
καλύπτεις τότε να ξεχάσεις την εύνοια μου» δήλωσε κατηγορηματικά και έμεινα με
κομμένη την ανάσα για να ακούσω την απάντηση του Άλβις.
«Ακριβώς επειδή δεν
θέλω να χάσω την εύνοια σου ποιος ο λόγος να το κάνω;» ρώτησε ο Άλβις και ο Κάι
τον κοίταξε για άλλη μια στιγμή παρατεταμένα με όλα του τα χαρακτηριστικά να
σφίγγονται ανασαίνοντας γρήγορα, αλλά πριν μιλήσει ξανά η πόρτα άνοιξε και
κάποιος με μια περίεργη στολή που δεν είχα ξαναδεί μπήκε μέσα και του ψιθύρισε
κάτι στο αυτί.
«Προς το παρόν την
γλίτωσες Νάνε» του δήλωσε τονίζοντας την λέξη ‘Νάνε’ υποτιμητικά. «…Αλλά να ξέρεις ότι δεν πιστεύω λέξη από όσα
λες και αν πράγματι ανακαλύψω ότι την κρύβεις τότε οι μέρες της δόξας σου θα
τελειώσουν εδώ» απείλησε και με αυτά τα λόγια έφυγε με βήματα που έκαναν το
πάτωμα να τρίξει κάτω από το βάρος του.
Ο Άλβις για λίγο δεν
κουνήθηκε από την θέση του αλλά μόλις ο Μίμινγκ που όλη αυτήν την ώρα ήταν έξω
από το γραφείο μπήκε μέσα και ενημέρωσε τον Άλβις ότι οι Γιοτούν είχαν φύγει
τότε τον έδιωξε και γύρισε την καρέκλα του προς το μέρος μου.
«Μπορείς να βγεις,
προς το παρόν δεν θα μας ενοχλήσει άλλο» δήλωσε αλλά εγώ δεν κουνήθηκα από την
θέση μου.
Εκεί που περίμενα να δω
ξανά τον Θόρ ξαφνικά είδα μπροστά μου έναν μικροσκοπικό άντρα μεγάλο σε ηλικία
και με μακριά καστανά πυκνά μαλλιά και γένια να καλύπτουν σχεδόν όλο του το
πρόσωπο. Με τα μάτια γουρλωμένα και την ανάσα μου να χάσκει τον κοίταζα
σοκαρισμένη και αυτό τον έκανε για λίγο να γελάσει.
«Δεν έχω την
κορμοστασιά ή την ομορφιά του Θόρ σου αλλά δεν μπορείς να πεις ότι δεν κάνω
καλά την δουλειά μου» σχολίασε κοροϊδευτικά ενώ με μια κίνηση του κεφαλιού του
με παρότρυνε να πάνω κοντά του καθώς γύριζε την καρέκλα του ξανά προς το
γραφείο του. Με μηχανικά βήματα βγήκα από το μέρος όπου κρυβόμουν και μόλις
στάθηκα μπροστά του, χωρίς να αλλάζω ύφος, επιτέλους βρήκα την δύναμη να μιλήσω
ξανά.
«Ποιος είσαι;»
«Είμαι ο Νάνος Άλβις,
υπηρέτης του μεγάλου άρχοντα Όντιν» συστήθηκε κάνοντας μια υπόκλιση κουνώντας
μόνο το κεφάλι του και η ανάσα μου άρχισε να γίνετε πιο γρήγορη.
«Και αυτός που ήταν
εδώ;» συνέχισα το ίδιο παγωμένα.
«Ο Λόκι; Είναι ο
αρχηγός των Γιοτούν, τον ξέρεις;»
ρώτησε και έσμιξα τα χείλια μου με δύναμη για να σταματήσω την πρώτη μου
αντίδραση.
«Συνηθίζει να αλλάζει
πρόσωπα;» ρώτησα αυτό που με έκαιγε περισσότερο αποφεύγοντας να απαντήσω στην
δική του ερώτηση και εκείνος έκατσε αναπαυτικά στην πλάτη της καρέκλας του
διαβάζοντας με εξονυχιστικά πριν απαντήσει.
«Δεν εμφανίζεται ποτέ
στο Μίντγκαρντ με την πραγματικό του πρόσωπο» τόνισε και τα μάτια μου πετάρισαν
από την έκπληξη.
«Στο Μίντγαρντ;
Εννοείς...»
«Την Γη» διευκρίνισε
και δεν ήξερα τι να σκεφτώ, τα πόδια μου λύγισαν και καθώς έκατσα σε μια καρέκλα
που ήταν δίπλα μου προσπάθησα να πάρω μια βαθιά ανάσα να ισορροπήσω τα μέσα
μου.
«Δηλαδή είμαστε ακόμα
στο Άσγκαρντ;» ρώτησα πνιγμένα και το γέλιο του με έκανε να τον κοιτάξω με
περιέργεια.
«Το Μίντγκαρντ Τάιρα,
δεν είναι η περιοχή που ονόμασαν εκείνοι το πεδίο της μάχης τους, είναι η Γη, ο
πλανήτης Γη» τόνισε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.
«Και το Άσγκαρντ;»
«Το Άσγκαρντ είναι ο
Ουρανός η πρώτη τους κατοικία»
«Η πρώτη τους
κατοικία;»
«Το μέρος που ήσουν
τα τελευταία χρόνια Τάιρα δεν είναι το Άσγκαρντ αλλά ο κάτω κόσμος ή τα Τάρταρα
όπως τον ονομάζουν οι ελληνικές θεότητες. Όταν εξορίστηκαν και παγιδεύτηκαν
εκεί του έδωσαν αυτήν την ονομασία για να νιώθουν ότι είναι πίσω στο σπίτι
τους» διευκρίνισε εκείνος ήρεμα.
«Και ο κάτω κόσμος ή
τα Τάρταρα όπως λες που είναι;» ρώτησα μπερδεμένη.
«Όχι πολύ μακριά από
εδώ» είπε περιπαικτικά ενώ τώρα γέλαγε με έναν περίεργο τρόπο κάτω από τα
τεράστια μούσια που έκρυβαν το στόμα του.
«Θα μου πεις ή θα με
σκάσεις;» ρώτησα αγανακτισμένα και αυτό τον έκανε να γελάσει περισσότερο.
«Ο κάτω κόσμος Τάιρα
είναι αυτό που λέει η ίδια η λέξη» τον κοίταξα έντονα και καταλαβαίνοντας ότι
δεν είχα άλλα περιθώρια για τα πειράγματα του συνέχισε. «Το εσωτερικό της Γης»
συμπλήρωσε και με έστειλε τελείως αδιάβαστη.
«Πλάκα μου κάνεις»
μου φαινόταν αδιανόητο να πιστέψω κάτι τέτοιο.
«Μιλάω απόλυτως
σοβαρά» δήλωσε κατηγορηματικά.
«Θες να μου πεις ότι
τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής μου ζούσα στο εσωτερικό της Γης;» ρώτησα
χωρίς να είμαι ικανή να το πιστέψω ακόμα.
«Απίστευτο ε; Που να
δεις πόσο απίστευτο ήταν για μας να ζούμε εκεί αποκλεισμένοι και αποκομμένοι
από τον υπόλοιπο κόσμο για αιώνες και αιώνες με την γνώση αυτή» είπε
συγκαταβατικά και άρχισα να το επεξεργάζομαι περισσότερο.
«Και οι Γιοτούν, ζουν
και αυτοί εκεί;» ρώτησα με την ελπίδα να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα γι
αυτούς χωρίς να προδώσω τις ίδιες μου τις σκέψεις.
«Φυσικά» επιβεβαίωσε.
«Και πως και δεν τους
είδα εγώ ποτέ όλα αυτά τα χρόνια;» πίεσα για περισσότερα.
«Γιατί οι Γιοτούν
είναι εχθροί με τους Βανίρ και τους Εσίρ και δεν έρχονται σε επαφή μαζί τους»
απάντησε σαν αυτό να ήταν κάτι απόλυτα φυσιολογικό.
«Ωραία, δεν μας
έφτανε ένας εχθρός ήρθε τώρα κι άλλος» σχολίασα πικρόχολα και ο Άλβις άρχισε
πάλι να γελάει μαζί μου.
«Οι Εσιρ και οι Βανίρ
γλυκιά μου δεν είναι εχθροί, ήταν κάποτε αλλά αυτό έχει τελειώσει αιώνες τώρα»
με ενημέρωσε και τα μάτια μου για άλλη μια φορά γούρλωσαν από την έκπληξη.
«Και τότε γιατί
πολεμάνε ακόμα μεταξύ τους;»
«Για να σπάσουν την
ανία τους» δήλωσε αυτό που και η ίδια είχα καταλάβει. «…Αλλά περισσότερο για να
προετοιμάζονται και να κάνουν τους πολεμιστές τους πιο δυνατούς και πιο
έτοιμους για την πραγματική μάχη που έχουν να δώσουν· αυτήν που θα φέρει τον
αφανισμό μας»
«Τον αφανισμό μας; Μα
δεν είναι αθάνατοι;»
«Παρόλο που είσαστε
ανώτεροι, πιο δυνατοί, σχεδόν άφθαρτοι σε σχέση με τα υπόλοιπα όντα που
υπάρχουν, δεν είσαστε αθάνατοι όπως αφήνετε να εννοηθεί λόγο της μακροζωία σας.
Και ναι σύμφωνα με την πρόβλεψη που έκαναν οι Νόρνες πρόκειται να αφανιστούμε
κατά το *Ράγκναροκ που σημαίνει η μοίρα
των θεών στη συντέλεια του κόσμου» πάλι οι Νόρνες.
«Ποιες είναι αυτές οι
Νόρνες;» αναφώνησα πριν προλάβω να συγκρατήσω τον εαυτό μου.
«Οι ‘Νόρνες’ είναι η ‘Ουρντπου’ που το όνομα της σημαίνει αυτό
που έχει γίνει· η ‘Βερντάντι’ που σημαίνει αυτό
που γίνεται τώρα· και η ‘Σκουλντπου’ που σημαίνει το πρέπον ή το μέλλον. Με άλλα λόγια οι
μοίρες» μου απάντησε απόλυτα σοβαρά και πήρα μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να
καταφέρω να χωνέψω όλα όσα άκουγα αυτή την στιγμή. «…Αυτές που προέβλεψαν και
τον δικό σου ερχομό» συμπλήρωσε εκείνος καθώς κατάλαβε ότι εγώ δεν είχα σκοπό
να θίξω αυτό το θέμα.
«Δηλαδή είναι
αλήθεια;» ρώτησα με την ελπίδα να μου το αρνηθεί αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι
του καταφατικά καταρρίπτοντας και την τελευταία μου ελπίδα που είχα.
«Όταν ο Θόρ ήταν
ακόμα σε πολύ μικρή ηλικία εμφανίστηκαν μπροστά του και του αποκάλυψαν την
προφητεία τους και από τότε όλη του η ζωή εξαρτήθηκε από αυτό» μου επιβεβαίωσε
αυτό που δεν ήθελα με τίποτα να ακούσω, κάνοντας με να αισθανθώ για εκείνον
χειρότερα από όσο ήδη αισθανόμουν χωρίς αυτά. Τώρα επιτέλους καταλάβαινα γιατί
και ο ίδιος φοβόταν να μου πει την αλήθεια και πλέον δεν τον αδικούσα.
«Και ο γόνος της
ειρήνης που λένε; Είναι και αυτός μέσα στην προφητεία;» ψιθύρισα με δυσκολία.
Δεν μπορούσα καν να το εκφράσω δυνατά, ήταν τόσο βαρύ για μένα.
«Θες την πραγματική
μου γνώμη;» ρώτησε και ένευσα καταφατικά. «Ο γόνος της ειρήνης είναι η ίδια η
ελπίδα που πλέον θνητοί και θεοί έχουν χάσει και εσύ είσαι απλά το κουτί της
Πανδώρας που το κουβαλάς».
«Δεν έχω κουράγιο για
άλλους γρίφους σε παρακαλώ μην με τυραννάς περισσότερο» παρακάλεσα απελπισμένα.
«Γρίφοι, ακριβώς αυτό
κάνουν πάντα οι Νόρνες να απαντάνε με γρίφους. Όταν εμφανίστηκαν στον Θόρ του
είπαν: ‘Η ένωση σου με το θηλυκό που θα γεννηθεί την στιγμή που οι δύο κόσμοι
ενωθούν ξανά θα φέρει τον σπόρο της ειρήνη’ όμως ο Θόρ όπως και οι υπόλοιποι
κατάλαβαν ότι θα είναι κάτι χειροπιαστό και τι πιο λογικό από ένα παιδί»
ακουγόταν λογικό αλλά θα μπορούσε να ήταν και αληθινό;
«Αλλά εσύ δεν το
πιστεύεις» διαπίστωσα και με κοίταξε με έμφαση. «Και αν δεν εννοούσαν αυτό τότε
τι εννοούσαν;» τον προκάλεσα εγώ και η ματιά του όλη φωτίστηκε περισσότερο.
«Εννοούσαν ότι θα
φέρεις την ελπίδα, θα δώσεις νόημα ξανά στην ζωή, θα τους δώσεις έναν λόγο να
παλέψουν Τάιρα» διευκρίνισε αυτό που πίστευε έντονα ο ίδιος.
«Και πως είσαι τόσο
σίγουρος γι αυτό;»
«Εδώ μάχονται τόσα
χρόνια μεταξύ τους και δεν έχουν καταφέρει να αλληλοεξοντωθούν και ένα παιδί θα
καταφέρει από μόνο του να το κάνει αυτό; Έλα τώρα Τάιρα σύνελθε και σε είχα και
για έξυπνη... Μια μονάδα δεν θα μπορέσει ποτέ να καταφέρει τίποτα από μόνη της,
ενώ αν ενωθούν τότε ίσως και να τα καταφέρουν. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι οι
Νόρνες ποτέ δεν τους το ξεκαθάρισαν. Αν τους το είχαν πει έτσι όπως σου το λέω
τώρα θα χάνανε γρήγορα τον σκοπό τους ενώ έτσι έχουν κάτι να περιμένουν. Έχουν κάτι
να ελπίζουν και να μαζεύουν τις δυνάμεις τους για να συνεχίζουν ‘ΕΛΠΙΖΟΝΤΑΣ’ να
έρθει κάποιος να τους σώσει ενώ όταν θα έρθει η στιγμή - αυτός που πραγματικά
θα τους σώσει - θα είναι ο ίδιος τους ο εαυτός καθώς θα είναι δυνατοί, έτοιμοι
και προετοιμασμένοι να το αντιμετωπίσουν» με αυτά του τα λόγια ένιωσα
κατευθείαν να φεύγει ένα με γάλο βάρος από πάνω μου αλλά η διαπίστωση που έκανα
με έφερε στα όρια της τρέλας.
«Δηλαδή μου λες ότι
όλα αυτά τα αίσχη που κάνουν εκεί είναι για καλό σκοπό;» αναφώνησα σοκαρισμένη
με δυσπιστία.
«Εδώ κολλάει η φράση
‘Όπως το πάρει κανείς’» χλεύασε.
«Και εσύ δηλαδή πως
το παίρνεις;» του γύρισα εγώ.
«Κοίτα αν το δεις από
την μεριά που το βλέπεις εσύ, σίγουρα μόνο τραγικό μπορείς να το περιγράψεις
όλο αυτό...»
«Τραγικό; Μόνο;»
αναφώνησα διακόπτοντας τον αλλά εκείνος συνέχισε σαν να μην τον είχα διακόψει
ποτέ.
«Αλλά αν το δεις από
την μεριά τους σίγουρα το κάνουν για καλό, το ερώτημα όμως εδώ είναι… ποιανού
το καλό;» τόνισε.
«Ποιανού το καλό
τότε;» πίεσα εγώ.
«Με βεβαιότητα σου
λέω του δικού τους και μόνο. Όπως όλοι μας έτσι και αυτοί κοιτάνε πως θα
εξασφαλίσουν μόνο το τομάρι τους αγνοώντας όλα τα άλλα» μου επιβεβαίωσε το ίδιο
που είχα καταλάβει και εγώ.
«Και εσύ το ίδιο
κάνεις;» το ρώτησα καυστικά.
«Γιατί εγώ να είμαι η
εξαίρεση;» μου γύρισε την ερώτηση αδιάφορα.
«Γι αυτό και έχεις
πάρε δώσε με τους Γιοτούν; Για να σώσεις το δικό σου το τομάρι;» συνέχισα πιο
επιθετικά με μια δόση κατηγορίας στην φωνή μου.
«Αν μπορεί να μου
εξασφαλίσει την ελευθερία των κινήσεων μου γιατί όχι;» απάντησε το ίδιο με πριν
και με έβγαλε από τα ρούχα μου. Αν πράγματι ίσχυε αυτό, τότε γιατί δεν με
παρέδωσε σε εκείνους παρά με κράτησε εδώ με κίνδυνο την ζωή του και μάλιστα
πρόθυμος να μου λύσει όλα τα κενά που οι άλλοι μου άφησαν;
«Γιατί δεν σε
πιστεύω;»
«Γιατί δυστυχώς έχεις
αγνά αισθήματα μέσα σου και αυτό είναι κάτι που σπανίζει στις μέρες μας αλλά η
αλήθεια είναι αυτή. Αιώνες και αιώνες μας εκφοβίζουν με το τέλος του κόσμου -
μας έχουν κάνει να φοβόμαστε και την σκιά μας περιμένοντας το - αν δεν κάνουμε
κάτι για να προετοιμαστούμε γι αυτόν τότε καλύτερα να αυτοκτονήσουμε να
τελειώνει» δήλωσε αποστομώνοντας με.
«Και σε μένα γιατί τα
λες όλα αυτά;» έπρεπε να ξέρω.
«Γιατί κανείς δεν
αμφισβητεί τις Νόρνες. Μας έχουν αποδείξει πολλές φορές ότι τα μελλούμενα τους
βγαίνουν αληθινά και εφόσον πιστεύουν σε σένα δεν έχω κανένα λόγο να μην κάνω
και εγώ το ίδιο» απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια και το σκέφτηκα για λίγο.
«Οπότε οι Γιοτούν με
θέλουν για να σταματήσουν την προφητεία» ‘και που να τους πάρει το πέτυχαν’
σκέφτηκα και θύμωσα περισσότερο με τον εαυτό μου.
«Ακριβώς» επιβεβαίωσε
ο Άλβις και τον κοίταξα για λίγο σκεπτική.
«Και γι αυτό με
βοηθάς» συνέχισα κάπως δύσπιστα.
«Δεν θα μπορούσες να
το θέσεις καλύτερα» επιβεβαίωσε και πάλι αλλά συνέχισε κάπως πιο σκεπτικός
τώρα. «…Όμως πραγματικά μου κάνει εντύπωση!»
«Τι πράγμα;»
«Ανήκεις στην
βασιλική φρουρά! Πως συνέχισαν να σε έχουν στο σκοτάδι; Όσοι καταφέρνουν να
φτάσουν εκεί τους αποκαλύπτουν τα πάντα» ρώτησε με καχυποψία και άφησα ένα
θλιμμένο χαμόγελο να μου ξεφύγει.
«Ο Θόρ φοβόταν ότι η
αλήθεια θα με τρόμαζε και ενώ υποσχέθηκε ότι θα μου την πει δεν πρόλαβε να το
κάνει».
«Αλήθεια πως κατάφερες
να τους ξεφύγεις;»
«Αυτό είναι ένα
μυστήριο ακόμα και για μένα. Την μια στιγμή ήμουν στο πεδίο της μάχης με ένα
ξίφος στο λαιμό μου να με ακουμπά έτοιμο να μου αφαιρέσει την ζωή…» με αυτά μου
τα λόγια το χέρι μου αυτόματα βρέθηκε στο μέρος που το ξίφος με είχε ακουμπήσει
και η υφή του με ξάφνιασε. Η πληγή είχε επουλωθεί πλήρως αλλά τα ξεραμένα
αίματα που υπήρχαν εκεί δήλωναν την ύπαρξη της. Αν, όποιος ήταν αυτός που το
έκανε, δεν με είχε μεταφέρει εδώ τότε ο αποκεφαλισμός μου θα σήμανε με σιγουριά
το τέλος μου. ‘Ποιος όμως να το είχε κάνει αυτό;’ αναρωτήθηκα. «…Και την άλλη
στιγμή...» συνέχισα απορροφημένη μέσα στην σκέψης μου χωρίς να είμαι ικανή να
συνεχίσω.
«Σίγουρα είναι
δουλειά των Νορνών και τώρα ακόμα πιο πολύ πιστεύω στην προφητεία τους» με διέκοψε
εκφράζοντας την διαπίστωση απατώντας στην ανείπωτη ερώτηση μου λες και είχε
διαβάσει τις σκέψεις μου.
«Αυτό σημαίνει ότι θα
μου πεις όσα ξέρεις;» ρώτησα με ελπίδα και τον είδα να χαμογελά.
«Αυτό είναι το δικό
μου πεπρωμένο, όμως εγώ μπορώ να σου παρέχω μόνο την γνώση εσύ θα είσαι αυτή
που θα κρίνεις μετά πως θα την εκμεταλλευτείς» τόνισε.
«Δεν είμαι σίγουρη
για το τι πρέπει να κάνω» είπα απολογητικά κάτω από τον αναστεναγμό μου.
«Είμαι σίγουρος ότι
θα το ανακαλύψεις πολύ γρήγορα» δήλωσε με μια σιγουριά που με έκανε να νιώσω
όλη την εμπιστοσύνη που είχε προς το πρόσωπο μου.
«Γιατί μου έχεις τόση
εμπιστοσύνη;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω.
«Δεν έχω εμπιστοσύνη
σε σένα αλλά στις Νόρνες» διευκρίνισε και κατένευσα με κατανόηση.
*Ράγκναροκ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στη Σκανδιναβική μυθολογία
το Ράγκναροκ επίσης Ράκναροκ[1] (Ragnarok στα δανικά ή Ragnarök
-Ραγκναρέκ- στα σουηδικά) σημαίνει η μοίρα των θεών και είναι η μάχη
του τέλους του κόσμου. Υποτίθεται πως θα διεξαχθεί μεταξύ των θεών - δηλαδή
τους Αισίρους (Æsir) και Βανίρους (Vanir), των οποίων ηγείται ο Όντιν -και των κακών- δηλαδή
των γιγάντων της φωτιάς, των Γιοτούν (Yotun) και άλλων
τεράτων, των οποίων θα ηγείται ο Λόκι.
Το αποτέλεσμα της μάχης θα είναι καταστροφικό όχι μόνο
για τους περισσότερους θεούς, τους γίγαντες και τα τέρατα, αλλά και για
ολόκληρο το σύμπαν. Το Ράγκναροκ θα ξεκινήσει με φυσικές καταστροφές, οι οποίες
θα οδηγήσουν σε ένα χειμώνα που θα διαρκέσει τρία χρόνια, χωρίς να παρεμβληθεί
ούτε ένα καλοκαίρι. Έπειτα οι θεοί θα πολεμήσουν τους γίγαντες και τα τέρατα
του χάους. Η μάχη θα καταλήξει σε μια πυρκαγιά που θα κάψει ολόκληρο το σύμπαν,
και η Γη θα βυθιστεί στη θάλασσα. Μια νέα Γη θα αναδυθεί και θα κατοικηθεί από
όσους θεούς επιζήσουν και ένα ζευγάρι ανθρώπους.
Το Ράγκναροκ αποτελεί σημαντικό στοιχείο της
σκανδιναβικής κοσμοαντίληψης και έχει βαρύτητα για την ερμηνεία και την
κατανόηση πολλών πτυχών του σκανδιναβικού πολιτισμού. Ως όρος έγινε διάσημος
χάρη στην τετραλογία όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ Το δαχτυλίδι των
Νιμπελούγκεν, στην τελευταία εκ των οποίων έδωσε το όνομα
"Götterdämmerung", μια γερμανική μετάφραση του Ράγκναροκ που σημαίνει
"λυκόφως των θεών".
Η μοναδικότητα της έννοιας του Ράγκναροκ έγκειται στο
γεγονός πως οι θεοί μέσω προφητείας γνωρίζουν ήδη τι θα συμβεί: πότε θα
διεξαχθεί η μάχη, ποιος θα σκοτωθεί από ποιόν κλπ. Κατανοούν επίσης την
αδυναμία τους να εμποδίσουν την διεξαγωγή της μάχης. Παρ' όλα αυτά αντιμετωπίζουν
θαρραλέα το σκοτεινό τους πεπρωμένο. Αυτό συνδέεται με τις πολεμικές κοινωνίες
των Βίκινγκ, όπου το να πεθάνεις
στη μάχη ήταν αξιοθαύμαστο. Η πίστη αυτή μεταφέρθηκε και στο πάνθεόν τους, του
οποίου οι θεοί δεν είναι αιώνιοι. Μια μέρα θα σκοτωθούν (τουλάχιστον οι
περισσότεροι εξ αυτών) στο Ράγκναροκ.[2]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου