«Εγώ πρέπει να
προετοιμαστώ για την παράσταση και εσύ σίγουρα θα είσαι κομμάτια. Τι θα έλεγες
να πας να ξεκουραστείς και να αφήσουμε την κουβέντα μας για αργότερα;» με ρώτησε
ο Άλβις. Για απάντηση, κατένευσα κουρασμένα.
«Για να είμαι
ειλικρινής παρόλο που έχω πολλά ερωτηματικά έχω ανάγκη να πάρω μια ανάσα. Όλα
αυτά - μέσα σε μια μέρα - ήδη είναι πολλά για μένα. Και αυτή η πανοπλία...»
είπα ενώ βάζοντας το χέρι μου πάνω στο ένα της δέσιμο προσπάθησα να
απελευθερωθώ από το πάνω μέρος της που με έπνιγε.
«Ξέρεις ότι δεν είναι
ανάγκη να χρησιμοποιήσεις τα χέρια σου για να την βγάλεις» άκουσα να μου λέει ο
Άλβις και τον κοίταξα μέσα στα μάτια με ένταση.
«Δεν είμαι σαν
εκείνους Άλβις. Δεν έχω καν την μισή τους δύναμη!» είπα αυτό που πράγματι
πίστευα και με κοίταξε με έμφαση.
«Είσαι απόγονος τους!
Είσαι σαν και εκείνους» δήλωσε κατηγορηματικά χωρίς να δέχεται αντίρρηση γι
αυτό.
«Δηλαδή ξέρεις ποιοι
είναι γονείς μου;» τον ρώτησα πίσω και έμοιαζε να το σκέφτεται για λίγο.
«Όχι δεν ξέρω ποιοι
είναι αλλά...»
«Τότε δεν μπορείς να
ξέρεις αν είμαι πράγματι σαν και αυτούς» του γύρισα διακόπτοντας τον και
γέρνοντας προς το μέρος μου με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια σκληρά.
«Ο χαλκός σε
επηρεάζει. Είσαι σαν και αυτούς» τόνισε κατηγορηματικά με έμφαση και το
σκέφτηκα για λίγο.
«Δηλαδή ο χαλκός...»
«Είναι το τρωτό σας
σημείο» συμπλήρωσε επιβεβαιώνοντας αυτό που είχα καταλάβει και πήρα μια βαθιά
ανάσα παρατώντας τα.
«Που μπορώ να
αλλάξω;» ρώτησα κουρασμένα και αφού κατένευσε σηκώθηκε. Παροτρύνοντας με να πάω
μαζί του με οδήγησε σε ένα άλλο τελείως λιτό δωμάτιο που είχε μόνο ένα μονό
κρεβάτι με ένα μικρό κομοδίνο και με άφησε μόνη.
Πριν προλάβω να βγάλω
και το κάτω μέρος της πανοπλίας ο Άλβις χτύπησε την πόρτα και μπήκε ξανά μέσα.
«Σου έφερα αυτά» μου
είπε δείχνοντας μου τα ρούχα που κρατούσε ενώ ερχόταν κοντά μου. Την στιγμή που
πήγα να τον ευχαριστήσω με ένα νεύμα, εκείνος για λίγο πάγωσε. «Ποιος σου το
έδωσε αυτό;» ρώτησε καχύποπτα αγγίζοντας το μενταγιόν που μου είχε δώσει ο Κάι.
«Κανείς, το βρήκα»
είπα το ίδιο ψέμα που είχα πει και στον Θόρ.
«Αυτά δεν χάνονται
και δεν χαρίζονται στον οποιοδήποτε» μου δήλωσε με μια σκληρή κατηγορία στο βλέμμα
του.
«Ξέρεις τι είναι;»
ρώτησα και με κοίταξε με έμφαση.
«Δεν ξέρω την ίδια
μου την δουλειά;» μου γύρισε και έμεινα ξαφνιασμένη να τον κοιτώ.
«Εσύ το έφτιαξες
αυτό;» δεν μπορούσα να κρύψω την έκπληξη μου.
«Και το έδωσα στον Κάϊους»
μου επιβεβαίωσε μπερδεύοντας με περισσότερο. «Έχει την συνήθεια να συστήνετε ως
Κάι και δεν θα σου το έδινε αν δεν σε θεωρούσε πάρα πολύ σημαντική για εκείνον»
συμπλήρωσε βλέποντας τον προβληματισμό στα μάτια μου και ένιωσα την ανάσα μου
να χάνετε.
«Και το ότι μου το
ζήτησε πίσω, μήπως σου λέει και αυτό τίποτα;» τον ρώτησα με δηλητήριο στην φωνή
μου ενώ το τράβαγα από τα χέρια του νευριασμένα καθώς σηκωνόμουν όρθια για να
απομακρυνθώ από κοντά του.
«Μμμμμ» έκανε
σκεπτικός τραβώντας την ματιά μου προς το μέρος του με περιέργεια. «Εφόσον ο
Λόκι εμφανίζεται με την δική του μορφή...» άφησε την φράση στην μέση με
υπονοούμενο.
«Ο Λόκι θέλει να με
βγάλει από την μέση, οπότε εσύ τι είδους συνεργασία λες να έχουν;» του είπα εγώ
πικρόχολα και με κοίταξε με τέτοιο ύφος σαν να είχε ανακαλύψει το μεγαλύτερο
μυστικό του κόσμου.
«Ξεκουράσου και όταν
θα είσαι έτοιμη κατέβα να δεις την παράσταση. Θα σου φανεί πολύ ενδιαφέρον και
σίγουρα θα σου λύσει πολλές απορίες όσο αφορά εκείνους αλλά όχι με αυτό το
πρόσωπο γιατί αλλιώς θα βρούμε μεγάλους μπελάδες» είπε χωρίς να αποκαλύπτει τις
πραγματικές του σκέψεις κάτι που με έκανε να νευριάσω περισσότερο.
«Μα δεν μπορώ...»
πήγα να διαμαρτυρηθώ αλλά εκείνος δεν με άφησε να συνεχίσω. Πιάνοντας μου το
χέρι με οδήγησε μπροστά από έναν καθρέφτη που δεν είχα παρατηρήσει ότι υπήρχε
μέσα στο δωμάτιο. Τώρα που το σκέφτομαι πράγματι δεν υπήρχε… Μα πως;
Η ματιά του Άλβις
μέσα από τον καθρέφτη μου απέσπασε την προσοχή και ξεχνώντας την προηγούμενη
μου απορία έστρεψα την προσοχή μου απάνω του.
«Κοίτα μέσα στον
καθρέφτη και σκέψου έντονα κάποιο πρόσωπο που θες να δεις πάρα πολύ» με διέταξε
επιτακτικά και ξεφυσώντας το έκανα αλλά όπως ήταν φυσικό δεν άλλαξε τίποτα.
«Πρέπει να το θέλεις πολύ Τάιρα, βρες μέσα σου τις επιπλέον δυνάμεις σου και
απελευθέρωσε τες» επέμενε πιο πιεστικά τώρα και πήρα μια βαθιά ανάσα πριν
δοκιμάσω ξανά.
Μέσα στο μυαλό μου
έφερα την εικόνα της Ταμπυθά του μοναδικού άνθρωπου που είχα την περισσότερη
ανάγκη να δω τώρα αλλά αντί για την δική της εικόνα, λες και το μυαλό μου έπαιζε
ένα περίεργο παιχνίδι, εμφανίστηκε το είδωλο του Κάι. Μόλις είδα τον εαυτό μου
να μεταμορφώνεται σε εκείνον - έτσι όπως τον είχα δει την ημέρα που μου είχε
χαρίσει το μενταγιόν, - δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ που πράγματι το είχα
καταφέρει ή να βάλω τα κλάματα που, ακόμα και όταν απαγόρευα τον εαυτό μου να
τον σκέφτεται, εκείνος ήταν σε κάθε μου σκέψη.
«Τόσο χάλια» ο Άλβις
σχολίασε απογοητευμένα κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά ζαρώνοντας τα χείλια
του.
Γύρισα την ματιά μου
προς το μέρος του απολογητικά. «Δεν ξέρω πως να το κάνω σωστά» η δολοφονική του
ματιά με διέλυσε.
«Δεν χρειάζεται να
ξέρεις πως να το κάνεις Τάιρα, είναι μέσα σου, τα ένστικτα σου λειτουργούν με
το που τα επικαλείσαι απλά σε τύφλωναν για να μην το προσπαθήσεις πριν, όμως το
υποσυνείδητο... Αυτό, λέει πολλά»
απάντησε εκείνος με πικρία και έκανε την κίνηση να βγει από το δωμάτιο χωρίς να
μου δώσει άλλες εξήγηση αλλά εγώ δεν τον άφησα.
«Όχι δεν θα με
αφήσεις έτσι» του είπα απαγορεύοντας του την έξοδο του φράζοντας την πόρτα με
το σώμα μου. «Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;» απαίτησα να μάθω αλλά εκείνος
δεν άλλαξε ύφος και το φαρμάκι που ένιωθα να ξεχειλίζει από μέσα του ένιωσα να
με δηλητηριάζει και μένα την ίδια.
«Τον άφησε να σε
αποπλανήσει, του έδωσες τα πάντα και αυτό ξέρεις τι επιπτώσεις έχει» δήλωσε
αυτό που δεν ήθελα να ακούσω και αμύνθηκα.
«Ήμουν ανόητη το
ξέρω, εμπιστεύτηκα τον λάθος άντρα αλλά που να ήξερα; Μου έσωσε την ζωή, μου
χάρισε την ασφάλεια που είχα ανάγκη να νιώσω, με έκανε να πιστέψω ότι είχαμε τα
ίδια πιστεύω, τουλάχιστον όσο αφορά τον πόλεμο, ενώ από την άλλη ο Θόρ, μου
φερόταν όπως φέρονταν και σε όλους τους άλλους στρατιώτες του. Όταν άρχισε να
μου δείχνει τα πραγματικά του αισθήματα...»
«Είσαι ηλίθια, μόνο
αυτό έχω να σου πω» δήλωσε με αηδία στην φωνή του διακόπτοντας με.
«Με είχαν στην
άγνοια, μην κατηγορείς εμένα γι αυτό, αν ήξερα...»
«Θα είχες βρει τον
τρόπο να δραπετεύσει πιο νωρίς» συμπλήρωσε εκείνος και που να τον πάρει είχε
δίκιο. Αυτό ακριβώς θα είχα κάνει.
«Τι θες από μένα;»
ρώτησα με παράπονο ενώ γονάτιζα για να είμαστε στο ίδιο ύψος.
«Θα πρέπει να το δεις
με τα μάτια σου για να το καταλάβεις. Μέχρι τότε ξεκουράσου και επιτέλους βγάλε
αυτήν την εικόνα από πάνω σου όσο σε βλέπω τόσο με αηδιάζεις περισσότερο» είπε
με όλη την αηδία που ένιωθε μέσα του να αντικατοπτρίζεται στα χαρακτηριστικά
του ενώ με τα μικροσκοπικά του χέρια με έσπρωχνε στην άκρη για να κάνει χώρο
ώστε να ανοίξει την πόρτα.
Δεν τον εμπόδισα, τον
άφησα να φύγει και αφού γύρισα ξανά στον καθρέφτη, παγωμένα, κοίταξα για άλλη
μια φορά το πρόσωπο μου μέσα σε αυτό και χάιδεψα ασυναίσθητα το μενταγιόν με τα
ακροδάχτυλα μου. Τα μάτια μου αρνιόντουσαν να πάρουν το βλέμμα τους από την
αντανάκλαση, τα ακροδάχτυλα μου ήθελαν να πιάσουν το είδωλο για να βεβαιωθούν
ότι είναι αληθινό αλλά μόλις το δέρμα μου ένιωσαν τον άγγιγμα τους αναγνώρισαν
την πραγματικότητα. Ήμουν εγώ όχι εκείνος.
‘Ήταν τόσο άδικο’
είπα με παράπονο μέσα μου. ‘Τόσο άδικο’ συνέχισα ενώ τα μάτια μου θόλωναν και
χωρίς να έχω κουράγιο να συγκρατήσω ξέσπασα ότι με έπνιγε. Με τα πόδια μου να
λυγίζουν, έγινα ένα με το πάτωμα και αγκάλιασα το σώμα μου και έμεινα εκεί
ξεσπώντας όλα όσα τόσα χρόνια κράταγα μέσα μου πνίγοντας τα αναφιλητά μου και
τις κραυγές μου με το χέρι μου που σφράγιζε το στόμα μου πεισματικά.
Με σώμα αδύναμο,
μάτια πρησμένα και ψυχή άδεια, ένιωσα το σκοτάδι να με τυλίγει αλλά το μυαλό
μου ακόμα δεν έλεγε να αντιδράσει. Ήθελα να κρυφτώ μέσα στο σκοτάδι που το
δωμάτιο μου πρόσφερε καθώς έσβηνε κάθε σκιά κάθε γωνία αυτού του μικρού και
αποκρουστικού δωματίου αλλά οι φωνές που έρχονταν από μακριά έκαναν την
περιέργεια μου να γίνεται πιο έκδηλη και καθώς όρθωσα το ανάστημα μου πήρα μια
βαθιά ανάσα και άνοιξα το φως. Τα μάτια μου αντέδρασαν από τον πόνο αλλά δεν με
ένοιαξε. Έτρεξα ξανά προς τον καθρέφτη και στάθηκα μπροστά μου, η ανάγκη μου να
δω για άλλη μια φορά την εικόνα του είχε γίνει επιτακτική. Είχα τόσο ανάγκη να
τον ξαναδώ αλλά το μυαλό μου αυτήν την φορά δεν μου έκανε την χάρη.
Αντικαθιστώντας την εικόνα του με την δική μου έκανε την απογοήτευση μου τόσο
μεγάλη που τα δάκρυα που είχαν στεγνώσει πάνω στα μάγουλα μου ένιωσα να
ανανεώνονται.
Έκλεισα τα μάτια και
πήρα μια βαθιά ανάσα, έπρεπε να τα αφήσω όλα πίσω και να κοιτάξω μόνο μπροστά.
Δεν είχε σημασία τι είχε γίνει αλλά τι θα γίνει από εδώ και πέρα. Είπα
πεισματικά στον εαυτό μου και καθώς άνοιξα τα μάτια μου ξανά εξέτασα το είδωλο
μου για άλλη μια φορά. Είμαι δυνατή, το ξέρω, και τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, πρέπει να το αποδείξω πρώτα
στον εαυτό μου και μετά σε όλους τους άλλους. Οι Νόρνες με ήθελαν ζωντανή για
κάποιον λόγο και εγώ δεν μπορούσα να τις απογοητεύσω.
Φορώντας τα ρούχα που
μου είχε φέρει ο Άλβις, άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω με αυτοπεποίθηση. Ήξερα
ότι έπρεπε να αλλάξω παρουσιαστικό αλλά για κάποιον λόγο, χωρίς την παρουσία
του Άλβις, δεν μπορούσα να το κάνω ξανά και έτσι κρύφτηκα στις σκιές
ακολουθώντας τις φωνές που έρχονταν από το κάτω μέρος του κτηρίου με αθόρυβα
βήματα ελπίζοντας να μην με πάρει κανείς είδηση.
Φτάνοντας σε ένα
άνοιγμα που βρήκα παρέμεινα στην σκιά. Κρυφοκοιτάζοντας την σκηνή, τα μάτια μου
άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Ήταν μια θεατρική παράσταση αλλά τα
κουστούμια, τα σκηνικά ακόμα και το παρουσιαστικό των ηθοποιών, που αν δεν
ήξερα ότι ήταν ηθοποιοί δεν θα πίστευα ποτέ ότι δεν ήταν οι ίδιοι οι θεοί που
είχα γνωρίσει εγώ. Ήταν τόσο φαντασμαγορικά που με έκαναν να πιστεύω ότι έβλεπα
κάποια ταινία σε μεγάλη οθόνη παρά ότι ήταν θεατρική παράσταση. ‘Μας πως το
κάνανε αυτό;’ δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ.
«Δεν έκανα καλά που
επέμενα να έρθεις;» ρώτησε μια κοπέλα την διπλανή της και εκείνη κούνησε το
κεφάλι της θετικά το ίδιο εκστασιασμένη όσο ήμουν και εγώ.
«Αλλά δεν καταλαβαίνω
και πολλά» παραδέχτηκε ντροπαλά η κοπέλα.
«Γιατί δεν ρίχνεις
μια ματιά στο πρόγραμμα;» την παρότρυνε η διπλανή της συγκαταβατικά. «Θα
μπορέσεις να καταλάβεις πιο εύκολα τι γίνεται» συνέχισε και η κοπέλα ανοίγοντας
το πρόγραμμα που κρατούσε άρχισε να το μελετά ενώ παράλληλα κοίταζε και προς
την σκηνή προκειμένου να μην χάσει την συνέχεια του έργου παραμένοντας και πάλι
στην σιωπή.
Κλέβοντας την
ευκαιρία έκανα το ίδιο και εγώ μόνο που δεν χρειαζόμουν το πρόγραμμα για να
καταλάβω την υπόθεση του έργου. Δεν ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί ή είχα ζήσει
και εγώ η ίδια καθώς η παράσταση παρουσίαζε ένα μέρος της ζωής που κάνουν οι
θεοί στο Άσγκαρντ τονίζοντας περισσότερο την απληστία και την αλαζονεία τους. Γι’
αυτό και δεν μου έκανε και τόσο εντύπωση αλλά για κάποιον περίεργο λόγο δεν
ήθελα ούτε και να σταματήσω να την παρακολουθώ. Με μάγευε, με μαγνήτιζε και παρόλο
που η πραγματικότητα ήταν παραποιημένη σε βαθμό κακουργήματος ωστόσο ήταν τόσο
αληθοφανές που θα μπορούσες να πιστέψεις ότι πράγματι έτσι ήταν τα πράγματα για
εκείνους χωρίς να μπορείς να το αμφισβητήσει. Ακόμα και κάποιος σαν και μένα
που γνώριζε την πραγματικότητα. Έπρεπε να το παραδεχτώ, ο Άλβις έκανε τρομερή
δουλειά, όμως γιατί τους τα παρουσίαζε όλα αυτά;
«Ποιοι είναι οι Εσίρ
και ποιοι είναι οι Βανίρ;» ψιθύρισε με εμφανή περιέργεια η κοπέλα που κράταγε
ακόμα το πρόγραμμα ανοιχτό πάνω στα πόδια της στην κοπέλα που την είχε φέρει
εδώ.
«Οι Εσίρ είναι αυτοί
με τα κόκκινα διακριτικά και οι Βανίρ αυτοί με τα μπλε» της απάντησε πρόθυμα η
φίλη της και το ενδιαφέρον της κοπέλας έγινε πιο μεγάλο.
«Και πως
καταλαβαίνουν ποιος είναι ποιος αν δεν φοράνε διακριτικά» συνέχισε η πρώτη
κοπέλα τις απορίες της.
«Οι Εσίρ έχουν μια
περίεργη σκληράδα στο πρόσωπο τους και είναι πιο αρρενωποί ενώ οι Βανίρ είναι
πιο ωραιοπαθείς και συνήθως τα χαρακτηριστικά τους μοιάζουν περισσότερο με
χαρακτηριστικά ενός μικρού παιδιού παρά ενός αιωνόβιου που είναι οι ίδιοι»
διευκρίνισε και η κοπέλα με περισσότερη λαχτάρα ξεχνώντας τελείως την παράσταση
έστρεψε την προσοχή της προς το μέρος της φίλης της θέλοντας να μάθει
περισσότερα.
«Πως γίνεται αυτό;»
ρώτησε και η φίλη της χαμογέλασε αλλά δεν της χάλασε το χατίρι και της απάντησε
το ίδιο απαλά και πρόθυμα.
«Οι Βανίρ, βλέπεις,
είναι θεοί της γονιμότητας και της ευημερίας ενώ οι Εσίρ θεοί του πολέμου.
Κάποτε οι μύθοι λένε ότι πολέμησαν
μεταξύ τους, αλλά ο Όντιν...» είπε και έδειξε τον ηθοποιό που τον υποδύονταν.
«–ο αρχηγός των Εσίρ– έφερε την ειρήνη στο Άσγκαρντ και τον κάνανε επικεφαλή
όλων».
«Και τότε γιατί
πολεμάνε ακόμα μεταξύ τους;» ρώτησε εύλογα η κοπέλα δείχνοντας την μάχη που
εξελισσόταν στην σκηνή που βλέποντας την με έκανε να ταράζομαι περισσότερο όχι
τόσο γιατί το παρουσιάζανε στο έργο τους αλλά γιατί η αληθοφάνεια της με έκανε
να ανησυχώ για τους ίδιους τους ηθοποιούς. Τόσες μαχαιριές, τόσα αίματα, θα
μπορούσαν όλα αυτά να ήταν πλασματικά; Μα πως; Αφού το μαχαίρι τρυπάει την σάρκα,
ο ηθοποιός φαίνεται να στραγγίζει από το αίμα του, πως όλα αυτά μπορούν να
είναι ψεύτικα;
«Μάλλον περισσότερο
από ανία θα έλεγα» απάντησε η κοπέλα αδιάφορα. «Αλλά περισσότερο γιατί έχουν
κόντρα μεταξύ τους οι Ελληνικές με της Σκανδιναβικές θεότητες. Βλέπεις ενώ
είναι όλοι μαζί και προετοιμάζονται για τον ίδιο σκοπό, μεταξύ τους υπάρχει και
μια αντιπαλότητα. Οι μεν δεν μπορούν να παραδεχτούν ότι είναι κατώτεροι των δε
και για να είμαι ειλικρινής ούτε εγώ το πιστεύω αφού όλοι τους είναι ίσιοι»
είπε συνωμοτικά κλείνοντας της το μάτι.
«Μα πως μπορούν να
σκοτώνονται μεταξύ τους για κάτι τέτοιο;» σχεδόν αναφώνησε η κοπέλα
αγανακτισμένη με την ιδέα και μόνο νιώθοντας ακριβώς το πως αισθανόταν η κοπέλα
για όλα αυτά.
«Μα δεν σκοτώνονται
πραγματικά» διαφώνησε η φίλη της.
«Λάουρα, το ξέρω ότι
είναι παράσταση εννοώ στην πραγματικότητα, αν υπάρχει τέτοια πραγματικότητα»
διατύπωσε πιο σωστά το ερώτημα της και η φίλη της γέλασε συγκαταβατικά.
«Ούτε στην
‘πραγματικότητα’ σκοτώνονται» είπε συνωμοτικά η φίλη της και η κοπέλα την
κοίταξε με μεγαλύτερη περιέργεια κάνοντας την φίλη της να συνεχίσει. «Οι μοίρες,
λένε, έχουν φανερώσει στον Όντιν ότι παρόλο που είναι ο μόνος αθάνατος από
όλους αυτούς θα πεθάνει στο Ράγκναροκ, σε μια μεγάλη μάχη που θα έρθει και έτσι
εκείνος διέταξε τις εννέα φτερωτές του κόρες, τις Βαλκυρίες, να μαζεύουν από τα
πεδία της μάχης του Μίντγκαρντ τα πνεύματα των νεκρών ηρώων και να τους μεταφέρουν
στη Βαλχάλλα για να τους
επαναφέρουν»
«Όπα όπα πολλές
πληροφορίες μαζί και σε χάνω. Τι είναι οι Βαλκυρίες;» ρώτησε μπερδεμένη η
κοπέλα.
«Οι Βαλκυρίες είναι
αυτές που επιλέγουν τους σφαγιασθέντες, αυτό σημαίνει το όνομα τους, είναι
αυτές που μπαίνουν τώρα με τα φτερωτά άλογα επιλέγουν τους πιο ηρωικούς από
αυτούς που έχουν σκοτωθεί στην μάχη και τους μεταφέρουν στη Βαλχάλλα»
διευκρίνισε δείχνοντας της την σκηνή.
«Και η Βαλχάλλα τι
είναι;» συνέχισε.
«Το σπίτι των
σφαγιασμένων που βρίσκεται στο παλάτι των Εσίρ στο Άσγκαρντ όπου εκεί, οι
Βαλκυρίες, τούς ταΐζουν υδρόμελι για να θεραπεύουν τις πληγές τους. Αντίστοιχα
οι Ελληνικές θεότητες έχουν τις Άρπυιες, είναι αυτές που έχουν τη μορφή πουλιών
με κεφάλι γυναίκας, όπου κάνουν ακριβώς το ίδιο με την διαφορά ότι εκείνες τους
πάνε σε ένα άλλο αντίστοιχο σπίτι που βρίσκετε στο δικό τους παλάτι που το
ονομάζουν Όλυμπο»
«Και είναι και αυτές
θεές;» ρώτησε με απορία η κοπέλα.
«Όχι είναι, μπορείς
να πεις, ημίθεες αφού έχουν θνητούς γονείς»
«Α, και όσους δεν
διαλέγουν τι τους κάνουν;» ρώτησε αποκαρδιωμένη η κοπέλα με κομμένη την ανάσα
σαν να ήξερε ήδη την απάντηση από πριν.
«Η σκανδιναβική
μυθολογία λέει ότι καταλήγουν στην κατοικία των νεκρών το Χελχέιμ ενώ η Ελληνική ότι
καταλήγουν στα Τάρταρα. Κάποιοι λένε ότι είναι το ίδιο μέρος απλά η κάθε
μυθολογία το ονομάζει διαφορετικά και ότι αυτό, αν είναι δυνατόν, βρίσκετε στο
εσωτερικό της γη. Μα που πάνε και τα βρίσκουν ήθελα να ήξερα» σχολίασε η φίλη
της με μεγάλη δυσπιστία και η κοπέλα αναστέναξε ενώ χαμήλωσε το κεφάλι της
καθώς το σκεφτόταν για λίγο αφήνοντας χώρο στην φίλη της να παρακολουθήσει την
συνέχεια του έργου χωρίς να την ενοχλήσει ξανά ενώ εγώ ένιωθα την αγανάκτηση
μέσα μου να φουντώνει περισσότερο.
Μα πως μπορούσαν να
μας το κάνουν αυτό; Ποιοι είναι στην τελική αυτοί που μπορούν να παίζουν μαζί
μας έτσι αφήνοντας μας στην άγνοια; Αν πράγματι όμως μπορώ να πιστέψω σε όλα
αυτά τότε αυτό που μου δίνει να καταλάβω η κοπέλα με τα συμφραζόμενα της είναι
ότι γίνεται μια ανακύκλωση από όλους αυτούς με την διαφορά ότι στην μάχη
διαλέγουν τους πιο δυνατούς και οι υπόλοιποι; Οι υπόλοιποι τι γίνονται; Να μια
καλή ερώτηση, σκέφτηκα και την κράτησα στην άκρη του μυαλού μου για να ρωτήσω
τον Άλβις να μου λύσει την απορία.
«Λάουρα;» ρώτησε μετά
από μια σύντομη σιωπή η κοπέλα την φίλη της διστακτικά και η Λάουρα χωρίς να αφήνει
την σκηνή από τα μάτια της τής αποκρίθηκε.
«Μμμμ;»
«Είπες πως μόνο ο
Όντιν είναι αθάνατος...» ξεκίνησε και η Λάουρα έστρεψε την προσοχή προς το
μέρος της φίλης της. «Αν οι άλλοι δεν είναι αθάνατοι τότε πως και δεν
πεθαίνουν;» συνέχισε την απορία της και η φίλη της ανασήκωσε τους ώμους της.
«Είναι δυνατοί,
άτρωτοι, οι πληγές τους επουλώνονται μόνες τους, έχουν πολλά χαρίσματα, ο κάθε
ένας ξεχωριστό από τον άλλον, είναι αιωνόβιοι αλλά λένε ότι δεν είναι αθάνατοι»
εξήγησε και η κοπέλα το σκέφτηκε λίγο περισσότερο.
«Εσύ πως το εξηγείς
αυτό;» ρώτησε να μάθει την δική της άποψη.
«Τι να σου πω δεν
ξέρω να σου απαντήσω σε αυτό» παραδέχτηκε το ίδιο μπερδεμένη και η ίδια.
«Και δεν γερνάνε
ποτέ;» σε αυτήν την ερώτηση η Λάουρα γέλασε δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί.
«Κανονικά ναι αλλά έχοντας
τα Μήλα της Νιότης μπορούν και παραμένουν αγέραστοι» εξήγησε και η κοπέλα την
κοίταξε με περιέργεια.
«Γιατί σου φαίνεται
αυτό αστείο;» την ρώτησε καχύποπτα.
«Ο Λόκι» είπε και
έδειξε προς την μεριά ενός ηθοποιού που ήταν πάνω στην σκηνή και καθώς κοίταξα
και εγώ με περιέργεια είδα ένα πανέμορφο ηθοποιό που δεν μου θύμιζε κανέναν από
τους θεούς που είχα γνωρίσει εγώ από κοντά. Είχε μια σπάνια εξωτική ομορφιά που
όμοιά της δεν είχα ξαναδεί. Μελαχρινός,
με κατάμαυρα μάτια που σε μαγνήτιζαν και σε έκανα να μην θες να στρέψεις το
βλέμμα σου αλλού. Με γεροδεμένο, ψιλό και αδύνατο σώμα που δεν έμοιαζε σε
τίποτα ούτε την αρρενωπή ομορφιά αυτών των Εσίρ αλλά ούτε αυτή των Βανίρ ήταν
ένα μείγμα θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις και των δύο τους. «Τους είχε
εξαφανίσει κάποια στιγμή αυτά τα μήλα και φαντάζεσαι τι χαμό έφερε στον
βασίλειο τους» διευκρίνισε και χαχάνισε περισσότερο.
«Και τι είναι αυτός ο
Λόκι ακριβώς; Θέλω να πω είναι Εσίρ ή Βανίρ;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον η
κοπέλα και η Λάουρα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Τίποτα από τα δύο»
διαφώνησε η Λάουρα και η κοπέλα την κοίταξε με μεγάλη έκπληξη.
«Μα πως; Αφού εδώ
λέει ότι είναι αδελφός του Θόρ» της είπε δείχνοντας της το πρόγραμμα που
κρατούσε.
«Δεν είναι πραγματικά
αδέλφια. Ο Όντιν τον βρήκε όταν ήταν μικρός και τον μεγάλωσε σαν γιο του και
εκείνος του το ανταπέδωσε με το να γίνει ο αρχηγός του χειρότερου εχθρού του»
απάντησε η Λάουρα με πικρία και κακία στην φωνή της κάνοντας ρητό το πόσο την
αηδίαζε εκείνος.
«Και τι είναι
πραγματικά;» συνέχισε της απορίες της η κοπέλα.
«Είναι με κάποιο
τρόπο και θεός αλλά και Γιοτούν».
«Γιοτούν;» ρώτησε
κοιτάζοντας πάλι το πρόγραμμα για να λύσει την απορία της.
«Είναι κάτι παρόμοιο
με τους Τιτάνες και τους Γίγαντες της Ελληνικής μυθολογίας» βοήθησε η Λάουρα
την φίλη της ενώ γυρίζοντας τις σελίδες της βρήκε ακριβώς το σημείο όπου θα την
βοηθούσε να μάθει κάποια πράγματα γι αυτούς.
«Πω πωωω ρε Λάουρα,
έχω μπερδευτεί τελείως, πως τα θυμάσαι όλα αυτά;» ρώτησε απηυδισμένη η κοπέλα
ξεφυσώντας.
«Δεν χάνω κανένα
βιβλίο ή περιοδικό ή και ταινίες από αυτές που βγάζουν» είπε με μια λαχτάρα
στην ματιά της δηλώνοντας όλον τον ενθουσιασμό της για όλα αυτά.
«Και γιατί αυτό;»
ρώτησε καχύποπτα η κοπέλα και η Λάουρα της έδειξε με την ματιά της προς την σκηνή.
«Αχχχ γι’ αυτό» είπε
με τα μάτια της να πεταρίζουν σαν μικρή μαθητριούλα που κοίταζαν τον μεγαλύτερο
έρωτα της ζωής της που δεν ήταν άλλος από τον Κάι. Το δικό μου Κάι. Αναστέναξα
και ένιωσα για άλλη μια φορά τόσο αφόρητα παγιδευμένη που με έκανε να εκραγώ.
«Ποιος είναι αυτός;»
ρώτησε με ενδιαφέρον η κοπέλα και η Λάουρα αναστέναξε.
«Ο Κάιους, ο θεός των
αισθήσεων, του έρωτα και της αποπλάνησης. Θες μετάφραση;» ρώτησε ρητορικά και
αναστενάζοντας συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Είναι ο υπέρτατος θεός
της ηδονής. Σα να λέμε ένα μείγμα της θεάς Αφροδίτης, του Έρωτα και του θεού
Διόνυσου μαζί. Ειλικρινά Σιφ δεν μπορείς να φανταστείς για τι πλάσμα μιλάμε
αυτός είναι μια κατηγορία μόνος του αλλά πως να μην είναι αν φανταστείς ότι
είναι παιδί του Άρη του θεού του πολέμου και της Φρίγκα που είναι η θεά του
γάμου, της μητρότητας, της γονιμότητας, της αγάπης, της διαχείρισης του
νοικοκυριού και των οικιακών τεχνών. Αυτός ο συνδυασμός πραγματικά είναι
ασυναγώνιστος» συμπλήρωσε με μάτια γουρλωμένα από τον θαυμασμό και τον απόλυτο
έρωτα που ένιωθε μέσα της και η ανάσα μου χάθηκε μακριά. Μα πως μπορούσα να τον
αφήσω να με ξεγελάσει έτσι; Πως όμως μπορούσα και να του το αρνηθώ; Ήταν, όλα
όσα έλεγε η κοπέλα και πολλά περισσότερα από αυτό. Ο θεός της αποπλάνησης είχε πει
και δεν μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο μαζί της. Η εικόνα του και μόνο μέσα
από έναν ηθοποιό έφερνε τέτοια ανατριχίλα σε όλο μου το κορμί που με έκανε να
τρελαίνομαι, ευτυχώς για μένα που ήξερα ότι δεν ήταν ο πραγματικός αλλιώς...
«Ένα λεπτό, η Φρίγκα
δεν είναι η μητέρα του Θόρ;» ρώτησε η Σιφ σοκαρισμένη και η Λάουρα ανασήκωσε
τους ώμους της αδιάφορα.
«Ο Άρης την ξεγέλασε
και αν θες την γνώμη μου ήταν η καλύτερη πράξη που θα μπορούσε να κάνει ποτέ.
Τέτοιο παιδί έπρεπε να γεννηθεί. Αχχχχ Κάιουςςςς» συμπλήρωσε δραματικά
λιώνοντας στην καρέκλα της στην κυριολεξία κάνοντας με να αηδιάσω περισσότερο
για τον ίδιο μου τον εαυτό γνωρίζοντας ακριβώς την αναταραχή που αισθανόταν
μέσα της αυτήν την στιγμή με την παρουσία του και μόνο.
«Μπααα εμένα μου
φάνηκε πιο καλός ο Θόρ. Δεν ξέρω, έχει έναν δυναμισμό, ένα κάτι που σε
συναρπάζει, άσε που είναι και πιο ρομαντικός» διαφώνησε η Σιφ και η Λάουρα την
κοίταξε δύσπιστα.
«Ρομαντικός ο Θόρ! Ας
γελάσω τώρα, χαχα» ειρωνεύτηκε η Λάουρα αλλά η Σιφ κούνησε το κεφάλι της με
πείσμα αρνητικά.
«Και μόνο που κρατάει
την καρδιά του για την μοναδική γυναίκα που έχουν προβλέψει οι... ;»
«Νόρνες;» ρώτησε η
Λάουρα βοηθώντας την και η Σιφ κατένευσε.
«Ναι αυτές οι Νόρνες,
εμένα με κάνει να εύχομαι να ήμουν εγώ αυτή που περιμένει» συμπλήρωσε η Σιφ με
το δικό της καρδιοχτυπημένο βλέμμα και η Λάουρα στριφογύρισε τα μάτια της
απελπισμένα.
«Και το χαρέμι του
δεν θα σε ενοχλούσε;» της χτύπησε για να την πικάρει και η Σιφ την κοίταξε με
ύφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου