Ασγκαρντ 10-12-2030
Καζάνι έτοιμο να
σκάσει. Αυτό ακριβώς ήμουν, ένα καζάνι που κόντευε πια να ξεχειλίσει με το
καπάκι του χοροπηδώντας να είναι έτοιμο να εκσφενδονιστεί εκατομμύρια
χιλιόμετρα μακριά για να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό που το είχαν επιβάλει.
Σκεφτόμουν ξανά και
ξανά, πόσα ακόμα θα μπορούσα να αντέξω ή τι θα μπορούσα τώρα να κάνω για να
ξεφύγω από την μοίρα που η ίδια είχα επιβάλει στον εαυτό μου.
«Να ξέρεις ότι μόνη σου ορίζεις την μοίρα σου» μου είχε πει ο Θορ
και είχε δίκιο.
Μόνη μου επέλεξα να
εμπιστευτώ το πιο ακατάλληλο άτομο, σαν ανίδεη που δεν είχε ήδη δει πολλά στην
ζωή της. Μόνη μου επέλεξα να προδώσω τον βασιλιά μου και να υποστώ τώρα την
χειρότερη ποινή του. Μόνη μου θα υποστώ τις συνέπειες που έδωσα τον εαυτό μου
στον πρώτα τυχόντα.
Το δωμάτιο που υπό
άλλες προϋποθέσεις θα μου είχε φανεί μεγαλοπρεπές με την πλούσια διακόσμηση από
χρυσό και ξύλο και τα βαριά μπορντό υφαντά, έκλεινε γύρω μου ασφυκτικά. Ένιωθα τα
πρόσωπα από τις τοιχογραφίες να με κοιτούν με περιφρόνηση, η εικόνα του
σφιχταγκαλιασμένου ζευγαριού που έστεκε πάνω από το παράθυρο τρύπαγε την καρδιά
μου. ‘Πως μπόρεσες να φανείς τόσο
ηλίθια;’ μου φώναζαν όλα μαζί.
Μα ποια μοίρα τέλος
πάντων με είχε καταραστεί; Γιατί δεν με άφηνε επιτέλους στην ησυχία μου; Δεν
έφταναν τα όσα είχα ζήσει μέχρι τώρα; Τι παραπάνω επιτέλους θα έπρεπε να
περιμένω μετά από όλα αυτά;
Η εικόνα του Κάι να
σημαδεύει το κορμί μου στο μέρος της κοιλιάς με είχε στοιχειώσει. Δεν μπορούσα
να πιστέψω ότι μπορούσε να μου το κάνει αυτό. Τον πίστεψα, τον αγάπησα, τον
εμπιστεύτηκα και εκείνος; Εκείνος τώρα θα γλένταγε στην υγειά του κορόιδου,
στην υγειά μου περιμένοντας να έρθουν τα χαρμόσυνα νέα του αποκεφαλισμού μου
προς παραδειγματισμό που φέρθηκα τόσο ανόητα και δεν κράτησα την αγνότητα μου πριν
την ενηλικίωση μου όπως ορίζει ο νόμος. Όταν ο Θωρ θα το ανακαλύψει δεν θέλω
καν να σκεφτώ τις συνέπειες.
Αλλά και εκείνος;
Αντί σαν άντρας να έρθει και να μου δηλώσει ο ίδιος την τιμωρία μου, έβαλε τον
πατέρα του να μου το πει. Και μετά με έστειλε σε αυτό το απαίσιο δωμάτιο για να
με ετοιμάσουν οι πιο φαντασμένες κλώσες του παλατιού για το μεγάλο δείπνο ώστε
να με επιδείξει σαν τρόπαιο. Και μετά;
Μετά έκατσε δίπλα μου
αγνοώντας με. Δεν μου έδωσε καν την ικανοποίηση να δηλητηριάσω όλες τους τις
καλές προθέσεις, που υποτίθεται ότι
θα έπρεπε να έχει πιάνοντας μου το χέρι, λέγοντας μου ένα γλυκόλογο, έστω για
τα μάτια του κόσμου βρε αδερφέ. Αλλά όοοχι εκείνος εκεί, να μιλάει μόνο με τους
έμπιστούς του και εμένα να με αγνοεί σαν να ήμουν καμία γλάστρα αφήνοντας με να
βράζω περισσότερο στο ίδιο μου το ζουμί έτσι για να το ευχαριστηθεί.
Όλοι ίδιοι, δεν
υπολογίζουν τίποτα, το κομμάτι τους να κάνουν και εμείς απλά να σκύβουμε το
κεφάλι και να λέμε και ευχαριστώ από πάνω επειδή η θεότητα τους έτυχε να μας
προσέξει.
Πως κατάφερα να τα
κάνω τόσο χάλια; Πως θα καταφέρω να γλυτώσω τώρα από όλο αυτό; Άντε και πες
φεύγω και να πάω που; Ούτε καν στον πλανήτη μου δεν είμαι, ούτε καν την δύναμη
τους δεν έχω. Αυτοί είναι θεοί και εγώ μια απλή θνητή πως θα μπορούσα ποτέ να
τα βάλω μαζί τους και να καταφέρω να επιβιώσω;
Είχε πια ξημερώσει
και εγώ δεν είχα κουνηθεί σπιθαμή από την θέση μου στο πρεβάζι του παραθύρου
που είχα κάτσει από εχθές το βράδυ. Κοιτώντας τον απέραντο σκοτάδι από την
στιγμή που έφυγαν οι κλώσες αφού πρώτα με είχαν αλλάξει -λες και μόνη μου δεν
είχα χεράκια να βάλω ένα νυχτικό- τα μάτια μου, αν και κουρασμένα, δεν έλεγαν
να κλείσουν αλλά ούτε και να ξεσπάσουν με όσα μέσα μου με έπνιγαν.
Οι κλώσες γύρισαν και
μόνο που άκουσα τις τσιριχτές τους φωνές μου ερχόταν να βάλω τις φωνές.
«Μιλαίδη μου το
μπάνιο σας είναι έτοιμο» με ενημέρωσε μια από αυτές αλλά εγώ την αγνόησα.
«Μιλαίδη;» συνέχισε εκείνη αλλά το χτύπημα στην πόρτα την έκανε να στρέψει την
προσοχή της προς τα εκεί ενώ εγώ συνέχισα να μην ασχολούμαι ούτε με το ποιος
είναι αλλά ούτε και με το τι έκαναν.
«Άρχοντα μου» της
άκουσα σαν συγχρονισμένη ορχήστρα να λένε όλες μαζί ενώ άκουγα τα φορέματα τους
να θροΐζουν κάτω από την καθιερωμένη τους υπόκλιση. Εγώ παρέμεινα και πάλι
αμέτοχη.
«Αφήστε μας» διέταξε
ο άρχοντας και εκείνες υπάκουσαν αμέσως.
Κλώσες, σχολίασα μέσα
μου με αηδία.
Δεν τον ένιωσα να με
πλησιάζει άλλα μέχρι τώρα, υπέθετα, ότι ήδη θα ήταν πια πολύ κοντά μου αφού τα
αέρινα βήματα τους δεν έφταναν ποτέ στα αυτιά μας για να μας ξαφνιάζουν και
μετά εκείνοι να μας θαμπώνουν με τα ιδιαίτερα χαρίσματα τους.
Αξιοθρήνητα, ελεεινά,
τιποτένια πλάσματα που δεν αξίζει ούτε το σάλιο του κανείς να χαλάσει για να
σας φτύσει.
«Πως κοιμήθηκες;»
ρώτησε απαλά και ένιωσα τα μέσα μου να φουντώνουν περισσότερο.
«Δεν κοιμήθηκα»
απάντησα σκληρά συνεχίζοντας να κοιτώ έξω τον γκρίζο ουρανό που με πλάκωνε
περισσότερο.
«Δεν περίμενα να το
κάνεις» δήλωσε εκείνος και έτριξα τα δόντια μου.
«Τότε γιατί με
ρωτάς;» τον ρώτησα αγανακτισμένα. Δεν μου έφταναν όλα τα άλλα τώρα θα είχα και
αυτόν να με δουλεύει από πάνω;
«Απλά για να το
επιβεβαιώσω» απάντησε εκείνος απλά σαν να το διασκέδαζε.
«Με ήθελες κάτι;» τον
ρώτησα σκληρά δηλώνοντας του ανοιχτά ότι δεν είχα καμία όρεξη για τα κρύα του
αστεία.
«Σε λίγο θα φύγω για
το Μίντγκαρντ και σκέφτηκα...» πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του,
μόλις συνειδητοποίησα ότι θα πάει στο πεδίο της μάχης, το κορμί μου άξαφνα
σηκώθηκε και γύρισε να τον αντικρίσει με την καρδιά μου να βροντοχτυπά μέσα στο
στήθος μου με ελπίδα. Όταν είδα την απόσταση που είχε αφήσει ανάμεσα μας
ξαφνιάστηκα αλλά δεν ήταν και αρκετό για να με κάνει και να τα χάσω.
«Πες μου ότι ήρθες να
με πάρεις μαζί σου» τον ρώτησα με ελπίδα με την ματιά μου να τον ικετεύει χωρίς
να είμαι ικανή να την σταματήσω να εκδηλώσει όλη την απελπισία που ένιωθα μέσα
μου.
«Τάιρα...» παρακάλεσε
με την σειρά του και η γλυκύτητα που είχε χρησιμοποιήσει στην χροιά της φωνής
του έκανε το καπάκι του καζανιού να αναπηδήσει πιο απειλητικά τώρα.
Προκειμένου να μην
εξαπολύσω όλο το δηλητήριο που έσταζε η ψυχή μου, σφράγισα τα χείλια μου
ερμητικά και του γύρισα την πλάτη μου διπλώνοντας τα χέρια μου με δύναμη πάνω
στο κορμί μου αλλά εκείνος δεν σταμάτησε εκεί. Σβήνοντας την απόσταση που είχε
ο ίδιος βάλει ανάμεσα μας πριν, αφήνοντας τα βήματα του να κάνουν το ξύλινο
πάτωμα να αγκομαχήσει κάτω από το βάρος του, έβαλε τα χέρια του απαλά πάνω
στους ώμος μου και με ανάγκασε να γυρίσω προς το μέρος του με τέτοια
τρυφερότητα που αν δεν ήμουν έτοιμη να σκάσω τώρα σίγουρα θα είχε καταφέρει να
με κάνει να ανατριχιάσω ολόκληρη.
«Δεν χρειάζεται πια
να διακινδυνεύεις στην ζωή σου για να αποδείξεις το πόσο καλή μαχήτρια είσαι!»
συνέχισε με την πιο ανατριχιαστικά απαλή του φωνή κοιτώντας με βαθιά μέσα στα
μάτια καθώς το χέρι του αγκάλιαζε τώρα το πρόσωπο μου αφήνοντας με αδιάφορη στο
άγγιγμά του.
«Πάντως σε παραδέχομαι,
όταν πρόκειται για τιμωρίες ξέρεις να διαλέγεις τις χειρότερες» του έφτυσα στα
μούτρα με αηδία αλλά εκείνος σαν να το περίμενε δεν αντέδρασε όπως θα περίμενα
να κάνει.
«Τιμωρία; Το να έχεις
τα πάντα στα πόδια σου το θεωρείς τιμωρία;» γέλασε δύσπιστα προκαλώντας με
περισσότερο.
«Ήξερες πως νιώθω για
όλα αυτά ιδίως για την ιδέα να γίνω άλλη μια παλλακίδα σου» του γύρισα το
ειρωνικό του σχόλιο και η ματιά του τώρα ήταν τόσο αυστηρά σοβαρή που με
καθήλωσε.
«Καμία παλλακίδα δεν
θα κατάφερνε ποτέ να φτάσει να διεκδικήσει μια θέση δίπλα μου στον θρόνο. Όσο
δελεαστικές και να γίνονται, όσα κόλπα και να χρησιμοποιούν δεν μπορούν να
καταφέρνουν να με θαμπώσουν» δήλωσε κατηγορηματικά χωρίς να μπορείς να
αμφισβητήσεις την ειλικρίνεια στα λόγια του.
«Και εμένα τότε γιατί
με διάλεξες;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω.
«Γιατί είσαι μαχήτρια
και ξέρεις να διεκδικείς» απάντησε σαν να το πίστευε πραγματικά αλλά δεν άφησα
τα λόγια του να με δελεάσουν.
«Και δεν μπορούσες να
μου το πεις ο ίδιος; Έπρεπε να βάλεις τον πατέρα σου να το κάνει;» τον
κατηγόρησα σκληρά δηλώνοντας του ότι δεν με πείθει αλλά και σαν να περίμενε και
αυτά μου τα λόγια συνέχισε το ίδιο ήρεμα με πριν.
«Δεν είχα χρόνο να
ξεκαθαρίσω την κατάσταση. Τα νέα διαδίδονται γρήγορα και δεν ήθελα να σε
δικάσουν για μια τόσο γενναία πράξη» απάντησε απαλά και με έβγαλε τελείως από
τα ρούχα μου.
«Α μάλιστα, δηλαδή
σου το χρωστάω και από πάνω» του χτύπησα ακόμα πιο σκληρά και εκεί που πίστευα
ότι η ψυχραιμία του πια θα είχε εξαντληθεί εκεί έγινε ισχυρότερη.
Μα τι τον έχει πιάσει σήμερα και μου φέρεται έτσι; Που
είναι ο Θωρ που γνώριζα εγώ όλα αυτά τα χρόνια; Που είναι εκείνα τα έντονα
ξεσπάσματα που είχε σε κάθε τι που του έλεγα εγώ;
«Θα προτιμούσα όλα να
είχαν γίνει διαφορετικά αλλά δεν μου έδωσες το περιθώριο να το κάνω» αυτό για
λίγο με δίχασε αλλά δεν το άφησα να με επηρεάσει όσο εκείνος θα ήθελε.
«Δεν φάνηκε και πολύ
να προσπαθείς να με προσεγγίσεις» σχολίασα με έναν τόνο αηδίας στην φωνή μου
που τον έκανε να χαμογελάσει.
«Πως μπορούσα να το
κάνω αφού κάθε μου προσπάθεια εσύ την απέρριπτες, όπως και τώρα, με ένα σου και
μόνο βλέμμα;» μου γύρισε το σχόλιο κάνοντας με να εκραγώ τελείως.
«Μα γιατί τότε
επιμένεις τόσο;» δεν άντεξα και αναφώνησα. «Αφού βλέπεις ότι...» προσπάθησα να
συνεχίσω αλλά βάζοντας τα ακροδάχτυλα του να ακουμπήσουν πάνω στα χείλια μου
κόβοντας την φράση μου στην μέση.
«Τάιρα...» προσπάθησε
ήρεμα να με κάνει να συγκρατήσω την οργή μου. «Σε περίμενα μια ολόκληρη ζωή και
δεν θα κάνω πίσω τώρα. Οι *Νόρνες ήδη έχουν προβλέψει την ένωση μας και τώρα
μπορώ να καταλάβω το γιατί» απομακρύνοντας το χέρι του βίαια από πάνω μου τον
κοίταξα σκληρά.
«Ποιες είναι αυτές οι
Νόρνες και που ξέρουν ότι είμαστε πλασμένοι για να είμαστε μαζί;» τον ρώτησα
εξαγριωμένα.
«Οι Νόρνες...»
ξεκίνησε να μου εξηγήσει και μετανιώνοντας το συνέχισε. «απλά το ξέρουν»
αφήνοντας την ανάσα του να ξεχυθεί μέσα από τα χείλια του καταβεβλημένα.
«Και επειδή σου είπαν
αυτές οι Νόρνες δηλαδή ότι εσύ ήθελες να ακούσεις τώρα θα επιβάλεις αυτόν τον
γάμο χωρίς να σε νοιάζει το πως νιώθω εγώ;» συνέχισα εγώ πιο απηυδισμένη από
ποτέ.
«Κάποτε ένιωθες κάτι
για μένα, μην το αρνείσαι» με κατηγόρησε. «Αλλά η φρίκη του πολέμου το έσβησε»
συνέχισε με πικρία. «Είμαι όμως σίγουρος ότι όταν θα σταματήσεις να ζεις αυτήν
την φρίκη τότε θα μπορέσει να ξαναγυρίσει» ολοκλήρωσε με αυτοπεποίθηση και με
αποτελείωσε.
«Δεν πρόκειται ποτέ
να φύγει αυτή η φρίκη από πάνω μου» δήλωσα κατηγορηματικά. «Δεν θα επιτρέψω
ποτέ στον εαυτό μου να την ξεχάσει».
«Δεν περιμένω να το
κάνεις και ούτε και το θέλω» μου γύρισε τελείως σοβαρά αιφνιδιάζοντας με.
«Και τότε τι θες; Τι
περιμένεις από μένα να κάνω; Να κάτσω εδώ και να προσποιηθώ ότι όλα αυτά δεν
υπάρχουν;».
«Όχι» δήλωσε
κατηγορηματικά. «Θέλω να μείνεις εδώ, δίπλα μου και να αγωνιστείς μαζί μου χωρίς
όμως να ρισκάρεις την ζωή σου σε ανούσιες μάχες» συνέχισε το ίδιο σοβαρά και
δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.
«Και πως ακριβώς θα
το κάνω αυτό από εδώ μέσα;» τον ειρωνεύτηκα δείχνοντας με τα χέρια μου το
δωμάτιο.
«Ο λόγος, τις
περισσότερες φορές, είναι πολύ πιο ισχυρός και από την ίδια την μάχη και ο
δικός σου είναι σκληρός, αμείλικτος, σπάει κόκαλα αλλά περισσότερο είναι πάντα
δίκαιος γι αυτό και τον εμπιστεύομαι. Δεν υπολογίζεις τίποτα μπροστά στην
αδικία που βλέπεις γύρω σου και δεν σε σταματάει τίποτα προκειμένου να την
πατάξεις. Αυτό που έκανες εχθές δεν θα το έκανε κανένας άλλος. Κανείς δεν θα
έβαζε σε κίνδυνο την ζωή του προκειμένου να υπερασπιστεί έναν σύμμαχο του πόσο
μάλλον ένα μελλοθάνατο εχθρό του, και αυτό, είναι άξιο επαίνου και όχι
τιμωρίας» δήλωσε με θαυμασμό και απόλυτα ειλικρίνεια στα λόγια του και με έκανε
να τον κοιτάξω διχασμένη.
Οκ ποιος είσαι και τι
έχεις κάνει στο Θορ; Αναρωτήθηκα για μια στιγμή πραγματικά προβληματισμένη.
Πράγματι το εννοεί ή είναι άλλο ένα του κόλπο για να με κάνει να λυγίσω;
«Δηλαδή προσπαθείς να
με πείσεις ότι επέβαλες αυτόν τον γάμο για να με τιμήσεις για την πράξη μου και
όχι για να με τιμωρήσεις παρόλο που ήξερες πως για μένα αυτός ο γάμος θα ήταν η
χειρότερη τιμωρία που θα μπορούσες να μου είχες επιβάλει;»
Η πόρτα που χτύπησε
έκοψε οποιαδήποτε απάντηση προσπάθησε να μου δώσει και καλύπτοντας με, με το
σώμα του άφησε τον επισκέπτη να μπει. Στην αρχή παραξενεύτηκα με την κίνηση του
αυτή αλλά μόλις κοίταξα προς τα κάτω κατάλαβα γιατί το έκανε. Το μεταξωτό
θαλασσί νυχτικό που μου είχαν φορέσει από το προηγούμενο βράδυ οι κλώσες δεν
ήταν και τόσο ευπρεπή αλλά τουλάχιστον ούτε και τόσο αποκαλυπτικό.
«Άρχοντα μου ζητώ
συγνώμη για την ενόχληση αλλά ο πατέρας σας περιμένει για να ξεκινήσετε» ο
Χόγκαν – φαντάστηκα από τον τόνο της φωνής του μιας και που δεν μπορούσα να τον
δω – ενημέρωσε τον Θωρ και εκείνος δυσανασχέτησε για λίγο.
«Πες του ότι έρχομαι»
είπε τελικά και γύρισε προς το μέρος μου αφού η πόρτα είχε ήδη κλείσει ξανά.
«Ίσως είναι νωρίς να
δεις τις πραγματικές μου προθέσεις όμως θέλω να σε παρακαλέσω να σταματήσεις να
υψώνεις τόσους τοίχους ανάμεσα μας και να μου δώσεις μια ευκαιρία να σου
αποδείξω ότι έχεις άδικο να θεωρείς αυτήν μου την πράξει σαν τιμωρία. Άφησε με
να μπω στον κόσμο σου, να σου δείξω την δύναμη σου με το να είσαι δίπλα μου και
αν και τότε πιστεύεις ακόμα ότι όλο αυτό είναι τιμωρία τότε θα παραδεχτώ ότι οι
Νόρνες είχαν κάνει λάθος και θα κάνω πίσω» τον κοίταξα ασθμαίνοντας χωρίς να
είμαι ικανή να κάνω μια λογική σκέψη. Πραγματικά το εννοούσε; Και ποιες ήταν
αυτές οι Νόρνες τελικά;
«Ίσως χρειάζομαι λίγο
χρόνο» υποχώρησα προς το παρόν ψιθυρίζοντας κάτω από την ανάσα μου έτσι κι
αλλιώς ο χρόνος μας είχε τελειώσει και θα ήταν μια μάταιη προσπάθεια να
προσπαθήσω περισσότερο να μάχομαι μαζί του.
Συγκρατώντας με από
τον αυχένα για να με κρατήσει σταθερή, έγειρε προς το μέρος μου αργά κοιτώντας
πάντα τις αντιδράσεις μου και αφού είδε ότι δεν έφερα αντίσταση άφησε τα χείλια
του να ακουμπήσουν πάνω στο μέτωπο μου φιλώντας με εκεί εισπνέοντας βαθιά το
άρωμα που ανέδυαν τα μαλλιά μου λέγοντας με βαθιά φωνή. «Έχεις όσο χρόνο θες».
Χωρίς να περιμένει
ανταπόκριση έκανε δύο βήματα προς τα πίσω, κοιτώντας με πάντα στα μάτια
και γύρισε την πλάτη του να φύγει.
Αυτή του η κίνηση δεν
μπορώ να πω ότι μου ήταν ευχάριστη αλλά εφόσον δεν προσπάθησε να με φιλήσει στα
χείλια δεν του την αρνήθηκα κιόλας. Στο κάτω κάτω, για να πούμε και τα πράγματα
με το όνομα τους, του χρωστούσα πολλά μέχρι τώρα και αυτό δεν μπορούσα να το
αρνηθώ αλλά ούτε και να το δεχτώ ιδίως μετά την προδοσία του Κάι. Αν εκείνος με
είχε προδώσει με τον χειρότερο τρόπο τότε ο Θορ τι θα μπορούσε να κάνει; Με
αυτήν την σκέψη, πριν ο Θορ πιάσει το πόμολο για να ανοίξει την πόρτα έκανα δύο
βήματα μπροστά και τον σταμάτησα πριν φτάσω κοντά του.
«Θορ;» σταματώντας
αυτόματα το βήμα του γύρισε προς το μέρος μου σοβαρός χωρίς να αφήνει στο
πρόσωπο του να εκφράσει τίποτα από όσα ο ίδιος ένιωθε αυτήν την στιγμή.
«Ναι;» με παρακίνησε
να συνεχίσω.
«Που με βρήκατε όταν
είχα τραυματιστεί;» ρώτησα αβέβαιη με την κίνηση μου αυτή χωρίς όμως να είμαι
ικανή να το ελέγξω.
Πριν προλάβει να μου
απαντήσει η πόρτα και πάλι χτύπησε και έκοψε την απάντηση του στην μέση. Χωρίς
να δώσει την άδεια να περάσει μέσα όποιος ήταν αυτός που είχε χτυπήσει, άνοιξε
ο ίδιος την πόρτα και μίλησε με αυτόν που στεκόταν πίσω της από την χαραμάδα
που είχε δημιουργήσει.
«Συγνώμη και πάλι
άρχοντα μου για την διακοπή αλλά ο πατέρας σας...» δεν τον άφησε να συνεχίσει.
«Ξεκινήστε και θα σας
προφτάσω» διέταξε και με αυτά τα λόγια έκλεισε την πόρτα και γύρισε προς την
μεριά μου.
Η καρδιά μου άξαφνα
άρχισε να αυξάνει τους παλμούς της προειδοποιώντας με ότι αυτό δεν θα είχε και
τόσο ευχάριστη κατάληξη αλλά τώρα ήταν αργά να το πάρω πίσω και έπρεπε τώρα να
επιστρατεύσω όλη μου την ψυχραιμία για να φανώ φυσική και να μην προδώσω κάτι
που θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα χειρότερα από όσο ήταν ήδη.
«Γιατί μου την κάνεις
τώρα αυτήν την ερώτηση;» ρώτησε καχύποπτα ενώ με πλησίαζε ξανά και το σώμα μου
αυτόματα πισωπάτησε κάνοντας το δικό του βήμα να σταματήσει.
«Γιατί δεν μπορώ να
καταλάβω πως βρέθηκα από τον ποταμό στο παλάτι και ήθελα να σε ρωτήσω αν με
είχες βρει εσύ» απάντησα ήρεμα και σοβαρά χωρίς να προδίδω την ταραχή που μου
είχε προκαλέσει η απότομη αυτή αλλαγή του.
«Το πρώτο πρόσωπο που
είδες ήταν το δικό μου;» ρώτησε με περιέργεια προσπαθώντας να μου αποσπάσει
περισσότερα διπλωματικά.
«Έτσι νόμιζα αλλά δεν
είμαι και σίγουρη» είπα την αλήθεια και αυτό έδειξε να τον μαλακώνει. «Όλες οι
εικόνες που έχω από το διάστημα που ήμουν σε λήθαργο είναι τόσο μπερδεμένες που
δεν μπορώ να καταλάβω τι ήταν πραγματικότητα και τι όχι» συνέχισα με την ίδια
ειλικρίνεια να αντικατοπτρίζεται στα χαρακτηριστικά μου και αυτό εξάλειψε όλες
τις μαύρες σκέψεις που είχε βάλει πριν στο μυαλό του ή τουλάχιστον αυτό άφησε
να εννοηθεί σε μένα αλλά δεν με ξεγέλαγε.
«Η επίδραση των
βοτάνων» σχολίασε χωρίς να με κοιτάει σκεπτικός.
«Των βοτάνων;» ρώτησα
εγώ αθώα σαν να μην ήξερα ήδη τι εννοεί.
«Αυτά που σου έθρεψαν
την πληγή» διευκρίνισε κοιτώντας με τώρα με νόημα στα μάτια.
«Θυμάμαι ότι ήσουν
νευριασμένος μαζί μου, αυτό ήταν πραγματικό;» συνέχισα εγώ με περισσότερο
θάρρος τώρα αφήνοντας ασχολίαστο το θέμα των βοτάνων για να μην μου αλλάξει την
κουβέντα.
«Ναι, δυστυχώς ήταν»
παραδέχτηκε απολογητικά κάτω από τον αναστεναγμό του.
«Γιατί;» ρώτησα με
έκδηλη την περιέργεια μου.
«Γιατί με έκανες να
πιστεύω ότι προσπαθούσες να καλύψεις κάποιον» απάντησε ήρεμα αλλά και πάλι δεν
με ξεγελούσε, ήμουν σίγουρη ότι προσπαθούσε να με κάνει να πιαστώ στην ίδια μου
την παγίδα.
«Να καλύψω ποιον;»
ρώτησα εγώ τώρα και καλά μπερδεμένη κάνοντας πως δεν μπορούσα να καταλάβω τι
μου λέει.
«Κοίτα Τάιρα, η
αλήθεια είναι ότι δεν σε βρήκα εγώ και στην σκέψη ότι θα μπορούσε κάποιος να
εκμεταλλευτεί αυτήν την κατάσταση για να σε στρέψει εναντίων μου με θόλωνε και
σου ζητώ συγνώμη γι αυτό» είπε αλλάζοντας στρατηγική και πήγα με τα νερά του
αφήνοντας τον να πιστεύει ότι με έπεισε.
«Ποιος πιστεύεις ότι
με βρήκε;» πίεσα περισσότερο.
«Γιατί έχει τόση
σημασία για σένα;» μου έστρεψε την ερώτηση και δεν είχα ιδέα πως να καταφέρω να
μην γελάσω γι αυτήν μου την μικρή νίκη.
«Γιατί νιώθω την
ανάγκη να τον ευχαριστήσω που μου έσωσε την ζωή αλλά δεν ξέρω σε ποιον την
χρωστάω» του απάντησα διπλωματικά και τσίμπησε ή τουλάχιστον αυτό άφησε να
εννοηθεί.
«Σε έφερε ένας
χωρικός, αν θες μπορώ να σου τον γνωρίσω, αλλά μας είπε ότι σε βρήκε κοντά στο
παλάτι μόνη σου, δεν είδε ποιος σε άφησε εκεί και κανείς από τους πολεμιστές
μας δεν παραδέχτηκε ότι είχε περιποιηθεί τα τραύματα σου» απάντησε ειλικρινά.
«Οπότε δεν ξέρεις
ποιος το έκανε» συμπλήρωσα εγώ απογοητευμένα.
«Εσύ;» ρώτησε πίσω
εκδηλώνοντας την βαθιά του δυσπιστία.
«Αν ήξερα θα σε
ρώταγα;» ειρωνεύτηκα αλλά δεν αντέδρασε.
«Προσπάθησε να το
ξεχάσεις» προσπάθησε πιο μαλακά. «Σημασία έχει ότι είσαι εδώ, ότι είσαι
καλά...» θα έλεγε κι άλλα αλλά εγώ δεν είχα κουράγιο πια να τον ακούσω.
«Θα προσπαθήσω» τον
έκοψα και εκείνος κατένευσε με κατανόηση.
«Μάλλον θα πρέπει να
φύγω» έσπασε πρώτος την σύντομη σιωπή που είχαμε δημιουργήσει αφού κατάλαβε ότι
δεν είχα σκοπό να συνεχίσω και στην ιδέα ότι θα έφευγε για να πάει στο πεδίο
της μάχης και να με αφήσει μόνη μου κλεισμένη εδώ μέσα σε τέσσερις τοίχους με
έκανε να αντιδράσω.
«Σε παρακαλώ πάρε με
μαζί σου, αν μείνω έστω και ένα λεπτό παραπάνω εδώ μέσα θα τρελαθώ» και αυτό
ήταν η αλήθεια.
«Μα δεν χρειάζεται να
μείνεις εδώ» είπε σοβαρά και με αφόπλισε.
«Και να πάω που;» δεν
μπορούσα να μην ρωτήσω.
«Μπορείς να πας όπου
θες, δεν είσαι φυλακισμένη» δήλωσε με ειλικρίνεια και τον κοίταξα ξαφνιασμένη.
«Με εμπιστεύεσαι;»
ρώτησα ξέπνοα χωρίς να είμαι ικανή να το πιστέψω.
«Τάιρα, θέλω να είσαι
εδώ με την θέληση σου και όχι γιατί σε αναγκάζω εγώ να το κάνεις. Αν επιλέξεις
να φύγεις μακριά μου τότε αυτό θα σημαίνει ότι δεν ήταν γραφτό αλλά σε εκλιπαρώ
μην πάρεις αυτήν την απόφαση εν θερμό, άφησε με πρώτα να σου αποδείξω ότι στα
μάτια μου πάντα σε έβλεπα σαν την μελλοντική μου γυναίκα και όχι σαν άλλη μια
παλλακίδα».
«Γι αυτό ήσουν
νευριασμένος που μπήκα στην Αρένα για να σώσω τον Τζέικοπ» διαπίστωσα ενώ
συνέχιζα να τον κοιτώ ασθμαίνοντας.
«Γι αυτό. Δεν ήθελα
ποτέ να γνωρίσεις αυτόν τον κόσμο μέσα από τις μάχες όμως ήθελα να είσαι και
έτοιμη γι αυτές, να ξέρεις την δύναμη σου, να ξέρεις να υπερασπιστείς τον εαυτό
σου αν αυτό χρειαζόταν όμως όταν θα σε έφερνα εδώ η θέση σου θα ήταν δίπλα μου
σαν μελλοντική βασίλισσα όπου είσαι και όχι σαν έναν ακόμα στρατιώτη» οκ αυτό
μπορώ να πω ότι με κλόνισε λίγο.
«Και αν είναι έτσι
όπως τα λες γιατί με κράτησες στο σκοτάδι;»
«Γιατί φοβόμουν ότι η
αλήθεια θα σε τρόμαζε και ότι θα μου στερούσε την ευκαιρία να σε έχω κοντά μου
όπως τώρα» παραδέχτηκε και με έκανε να χάσω τελείως τα λογικά μου.
«Και τώρα δεν σε φοβίζει;»
«Αφού άντεξες όλα
αυτά, όχι, τώρα είμαι πιο σίγουρος από ποτέ ότι μπορείς να αντέξεις τα πάντα» ‘Εσύ θα μπορείς να αντέξεις τα πάντα;’ η
καρδιά μου ήθελε να ρωτήσει αλλά η λογική μου είχε άλλη γνώμη.
«Και θα μου πεις όλη
την αλήθεια» απαίτησα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση γι αυτό.
«Ο λόγος μου είναι
συμβόλαιο και όταν λέω ότι θέλω να είσαι δίπλα μου με την θέληση σου το εννοώ
και για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να ξέρεις τα πάντα» απάντησε σφραγίζοντας τα
λόγια του με την απόλυτη σοβαρότητα και ειλικρίνεια στην ματιά του που σίγουρα
αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το αμφισβητήσω.
«Και εγώ τότε σου
υπόσχομαι ότι δεν θα πάρω καμία απόφαση εν θερμό» του έδωσα τον λόγο μου
εννοώντας το.
«Αυτό μου αρκεί» μου χαμογέλασε
με ελπίδα περνώντας το χέρι του απαλά πάνω από το εκτεθειμένο μου μπράτσο.
Κάνοντας μια υπόκλιση
την οποία του ανταπέδωσα γύρισε να φύγει αφήνοντας με μόνη μου για να μου δώσει
τον χρόνο να τα σκεφτώ όλα αυτά με περισσότερη ηρεμία όμως μόλις η πόρτα
έκλεισε πίσω του δεν άντεξα και έτρεξα να τον προλάβω. Μόλις αντιλήφτηκε την
κίνηση μου αυτή σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει με απορία.
«Τι συμβαίνει;»
ρώτησε με την αγωνία έκδηλη στα χαρακτηριστικά του.
«Σε ευχαριστώ» κατάφερα
να πω με δυσκολία αλλά εννοώντας το.
«Για πιο πράγμα;»
ήταν ολοφάνερο ότι η ταραχή μου τον είχε μπερδέψει.
«Που με
καταλαβαίνεις» συνέχισα με παράπονο και αυτό τον έκανε να πάρει μια ανάσα ενώ
μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
«Σε καταλαβαίνω
περισσότερο από όσο μπορείς να φανταστείς αλλά έχω και εγώ έναν εγωισμό» μου
απάντησε πιο ανάλαφρα τώρα ενώ με παράσερνε ξανά προς το δωμάτιο μου και
χαμογέλασα και εγώ με αυτήν του την κίνηση καθώς καταλάβαινα ότι δεν του ήταν
και τόσο ευχάριστο να βλέπει την μελλοντική του σύζυγο να τρέχει σαν τρελή με
το νυχτικό της στους διαδρόμους.
«Αυτό μπορώ να το
καταλάβω» του επιβεβαίωσα και μόλις με έβαλε στο δωμάτιο τον σταμάτησα για άλλη
μια φορά πριν εκείνος φύγει και πάλι. «Μπορώ να σου κάνω μια τελευταία
ερώτηση;» ρώτησα ενώ ήξερα ότι αυτή η ερώτηση που με έτρωγε όλο το βράδυ μπορεί
να μου δημιουργούσε περισσότερους μπελάδες από τις υπόλοιπες που του είχα κάνει
ήδη αλλά δεν μπορούσα και να σταματήσω τον εαυτό μου να μην την εξωτερικεύσει,
έπρεπε να μάθω.
«Φυσικά» μου έδωσε το
ελεύθερο και πήρα μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσω.
«Την ημέρα που ήρθα
στην βασιλική φρουρά μου έδωσες άδεια να βγω;» ρώτησα και η ματιά του, που
σκοτείνιασε τώρα επικίνδυνα, μου έκοψε το αίμα.
‘Έπρεπε να το είχα καταλάβει, έπρεπε να το είχα προβλέψει,
δεν ήταν αυτός, ήταν εκείνος όλα τα είχε κάνει εκείνος’ το μυαλό μου
ούρλιαζε αλλά εγώ παρέμενα ψύχραιμη σε μια προσπάθεια να μην προδοθώ
περισσότερο.
«Μην εμπιστεύεσαι
πάντα τα μάτια σου» απάντησε τελικά ήρεμα και κατάλαβα ότι η οργή του δεν είχε
να κάνει με μένα άρα ήξερε και απλά έψαχνε επιβεβαίωση, ήξερε και με δούλευε
όλη αυτήν την ώρα;
«Αν δεν ήσουν εσύ
τότε ποιος; Έχεις δίδυμο αδελφό;» προσπάθησα να το καλύψω.
«Μπορεί να
εμφανιστούν με την εικόνα μου πολλοί μπροστά σου αλλά να ξέρεις ότι κανείς από
αυτούς δεν θα σε σεβαστεί όπως σε σέβομαι εγώ» άφησα το πρόσωπο μου να εκφράσει
το υποτιθέμενο σοκ που μου έφεραν τα λόγια του για να τον παραπλανήσω και
εκείνος με κοίταξε με κατανόηση χωρίς να υποψιαστεί ότι εγώ το ήξερα ήδη.
«Αν είναι αλήθεια αυτό
που λες...»
«Τάιρα έχουμε να
πούμε πολλά και να ξεκαθαρίσουμε άλλα τόσα όμως δεν θα μας φτάσει η ώρα και
σίγουρα εσύ δεν είσαι έτοιμη τώρα γι αυτό. Αυτό όμως που θέλω πολύ έντονα να
θυμάσαι είναι να μην εμπιστεύεσαι τα μάτια σου μέχρι να καταφέρεις να ξεχωρίσεις
την αλήθεια από την παραπλάνηση. Σαν θεοί μπορούμε να αλλάζουμε την φωνή μας ή
να αλλάζουμε την εικόνα μας όμως να θυμάσαι ότι ο χαρακτήρας μας πάντα
παραμένει ο ίδιος».
«Και εγώ πως θα
καταλαβαίνω πότε μιλάω μαζί σου και πότε με κάποιον που προσποιείτε εσένα»
έκλεψα την ευκαιρία και κάλυψα όλες τις αμφιβολίες που του είχα δημιουργήσει
και εκείνος παίρνοντας απαλά το χέρι μου μέσα στο δικό του, το κράτησε σφιχτά
πάνω στο μέρος της καρδιά του όπως είχε κάνει ο Κάι όταν ήμασταν στον ναό
εκείνο το βράδυ και μόλις ένιωσα την καρδιά του να χτυπά κάτω από την παλάμη
μου ένιωσα τον κόσμο μου να διαλύετε μπροστά στα μάτια μου.
«Όποιος σε πλησιάσει
με την δική μου την μορφή θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να σου κλέψει ένα φιλί
από τα χείλια σου ή ακόμα και το ίδιο σου το κορμί ενώ εγώ αντίθετα...» έκοψε
την φράση του στην μέση, κράτησε το χέρι μου απλά μέσα στα δύο δικά του και
αφού άφησε ένα απαλό φιλί πάνω στην παλάμη μου συνέχισε. «θα περιμένω να μου το
ζητήσεις εσύ πριν το κάνω» κατέληξε και αφού χάιδεψε το πρόσωπο μου τρυφερά
άφησε τα ακροδάχτυλα του να διατρέξουν πάνω στην επιδερμίδα του λαιμού μου
αφήνοντας με να καταλάβω το πόσο εκείνος με επιθυμούσε αλλά μόλις ένιωσε την
αλυσίδα που φόραγα στον λαιμό το βλέμμα του, που όλη αυτήν την ώρα με απορροφούσε
με λατρεία, στράφηκε προς το μέρος της
και τραβώντας την με περιέργεια προς τα έξω άρχισε να κοιτάζει το μενταγιόν.
Η καρδιά μου νόμιζα
ότι θα σπάσει αλλά η ματιά του που έδειχνε να μην το αναγνωρίζει με έκανε να
πάρω και πάλι μια ανάσα ώστε να αντιμετωπίσω την συνέχεια με ψυχραιμία.
«Ποιος σου το έδωσε
αυτό;» σχεδόν με κατηγόρησε νευριασμένα και το έπαιξα αδιάφορη.
«Κανείς» δήλωσα και
στην λέξη αυτή τον ένιωσα να σκοτεινιάζει περισσότερο. «Το βρήκα, μου άρεσε και
το κράτησα. Τόσο κακό είναι αυτό;» ρώτησα πιο ανάλαφρα για να τον κατευνάσω και
έμοιαζε να πιάνει.
«Μπορώ να σου πάρω
πολύ καλύτερα κοσμήματα από αυτό» τόνισε ψάχνοντας για περισσότερα.
«Δεν τα έχω ανάγκη,
δεν μου προσφέρουν τίποτα» του δήλωσα με αηδία στην φωνή μου εννοώντας το.
«Και τότε, αυτό,
γιατί το κράτησες;» έριξε το μεγαλύτερο δόλωμα για να με πιάσει στην ίδια μου
την παγίδα και τον κοίταξα κατάματα.
«Γιατί δεν έχει καμία
αξία» του απάντησα κατηγορηματικά και μετά από αυτό τελικά τα παράτησε και με
άφησε στην ησυχία μου.
Νόρνες> Οι Νορν (norn,
πληθυντικός nornir) της σκανδιναβικής μυθολογίας είναι τρεις γριές
που ονομάζονται Ουρντ (Urd, δηλαδή αυτό
που έχει γίνει), Βερντάντι (Verdandi, αυτό
που γίνεται) και Σκουλντ (Skuld, το πρέπον).
> Το αντίστοιχο των Νορν στους Έλληνες ήταν οι Μοίρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου