Ετικέτες

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Τα παιχνίδια των θεών "5. Ψυχές και σώματα"





Ο χορός των αισθήσεων... Μαγευτικός. Με την αίσθηση του χώρου και του χρόνου να έχουν πια χαθεί, τα άνισα κορμιά πάλλονταν με την ανάγκη να γίνουν ένα, να ταυτιστούν, να σμίξουν, να ξεσπάσουν σε μια προσπάθεια να βρουν την λύτρωση τους. Άνθιζαν σαν μπουμπούκια κάτω από το νερό που δρόσιζε επιφανειακά την σάρκα, κάνοντας την να αχνίζει από την θερμότητα του αίματος που έρεε καυτό και με τέτοια ορμή μέσα στις φλέβες που έκανε όλα τα άκρα να μουδιάζουν. Πυρωμένα χείλια γεύονταν και ρουφούσαν άπληστα το νέκταρ, που πλουσιοπάροχα χάριζε το σώμα ενώ έτρεμε, γεμάτο πόθο και απόγνωση. Τα χείλη ανήλεα συνέχιζαν το βασανιστήριο τους εξερευνώντας,  δημιουργώντας μια πύρινη λαίλαπα που κατάκαιγε κάθε λογική σκέψη και αναστολή, συνθέτοντας ήχους ηδονικούς, βγαλμένους από τα μύχια της ψυχής να μαρτυρούν την κάθε επιθυμία της σάρκας.

          Η πάλη των ψυχών... Ονειρεμένη. Με κάθε πόρο του κορμιού να συμμετέχει ενεργά, όλα τα χρώματα του ουρανού ζωντάνευαν, όλη η πλάση και η ύπαρξη απανθρακώνονταν και από τα αποκαΐδια αναπλάθονταν  ξανά από την αρχή. Πρώτα το τίποτα και μετά τα πάντα. Σε ένα χώρο εξωπραγματικό, φτιαγμένο μόνο γι αυτά τα δύο κορμιά που τώρα συνέθεταν ενωμένα μια γλυκιά μελωδία με της καρδιές να παλεύουν να ξεπηδήσουν μέσα από την σάρκα καθώς και αυτές αναζητούσαν την ένωση τους. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Με τις καρδιές να χτυπάν  στον ίδιο ξέφρενο ρυθμό έδιωχναν μακριά εκείνον τον άλλο ήχο που, καρφωμένος μέσα στο μυαλό, μας πλήγωνε, εκείνον τον ήχο που μας χώριζε που εξαιτίας του τα κορμιά βάφοντα με το απαίσιο πορφυρό του χρώμα.

          Η κάθαρση... Παραδεισένια. Με την πραγματικότητα να ξεπερνά τα ίδια τα όνειρα.  
         
Και μετά...
          Η σκληρή πραγματικότητα. Με τον ήχο της σάλπιγγας να δίνει το σύνθημα  για την έναρξη της μάχης και να παίρνει μακριά κάθε ανάμνηση, όλα τα χρώματα του ουρανού έγιναν ξανά γκρίζα. Η καρδιά σώπασε καθώς το σώμα πάγωνε στην θέα της γης που τώρα αιμορραγούσε. Όλα έσβηναν λες και όσα η καρδιά και η ψυχή που ένιωσαν πριν λίγες ώρες ήταν απλά άλλο ένα όνειρο. Όμως δεν ήταν και εγώ το ήξερα καλά. Δεν ήταν και δεν θα άφηνα κανέναν και τίποτα να με κάνει να πιστέψω το αντίθετο.

Μινγκαρτν τώρα…

Επιστρέφοντας στο παρόν, άφησα τη ματιά μου να περιπλανηθεί στο χώρο παρατήρησα ότι όλοι ήταν προσηλωμένοι στην μάχη. Τα πρόσωπα τους σκληρά, αμείλικτα με τα σώματα τους τσιτωμένα και έτοιμα ενώ το μυαλό τους προετοιμαζόταν μέχρι να έρθει η σειρά τους αλλά όχι εγώ. Με το κεφάλι μου να είναι στραμμένο προς την μάχη τον κοίταζα με την άκρη του ματιού μου και ένιωθα σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά.

Αγέρωχος, προσηλωμένος όπως και οι υπόλοιποι σε αυτήν την μάχη με ένα βλέμμα σαν να ήταν η δική του μάχη. Με το σώμα του να είναι αρκετά κοντά στον πατέρα του, με το κεφάλι του να γέρνει προς το μέρος του καθώς κάτι του ψιθύριζε, δεν θύμιζε σε τίποτα με αυτό που είχα γνωρίσει εγώ εχθές το βράδυ, σαν να είχε κιόλας χαθεί εκείνος ο Κάι και τώρα... Τώρα ήταν και εκείνος σαν όλους τους άλλους. Ένας ψυχρός εκτελεστής, ένας αδιάφορος στρατιώτης που περίμενε να έρθει η σειρά του για να πολεμήσει σε έναν άνισο – όπως εκείνος το είχε χαρακτηρίσει - πόλεμο ξέροντας ήδη από την αρχή ότι εκείνος θα έμενε αλάβωτος. Όχι όμως και εμείς.
         
Τι θα μπορούσε να ένιωθε άραγε αυτήν την στιγμή; Τα λόγια του να ήταν ψέμα; Δεν μπορούσα να ξέρω αλλά ούτε και να καταλάβω αυτό που έβλεπα σήμερα, δεν ταίριαζε ούτε στο ελάχιστο με τα όσα μου είχε δείξει, τα όσα μου είχε πει, κάτι δεν κόλλαγε. Κοιτώντας τώρα, με πιο ανοιχτά μάτια, όλη την αντίπαλη παράταξη ένιωθα ότι εκείνος ξεχώριζε κραυγαλέα και όχι γιατί εγώ τον είχα ζήσει διαφορετικά. Το στήσιμο του, η στάση του σώματος του, ακόμα και ο τρόπος που κρατούσε τα γκέμια ή έγερνε προς τον πατέρα του για να του μιλήσει, δεν έμοιαζε με τον τρόπο που στήνονταν οι αντίπαλοι ούτε καν και με τον τρόπο που έστεκε δίπλα του ο πατέρας του. Κάτι δεν μου κόλλαγε αλλά προς στιγμήν δεν μπορούσα να καταλάβω τι. Με το άλογο μου να είναι νευρικό και να μετακινείται όλη την ώρα αποσπώντας μου την προσοχή το μυαλό μου δεν μπορούσε να συντονιστεί μέχρι μια απότομη κίνηση του έκανε όλη την προσοχή μου να στραφεί προς το μέρος του.

          «Ήρεμα αγόρι μου» τον παρακάλεσα ενώ με τα γκέμια προσπάθησα να τον κρατήσω σταθερό στην θέση του καθώς το χέρι μου πάνω στον λαιμό του, τον χάιδευα σε μια μάταια προσπάθεια να τον καθησυχάσω.

          Ήταν καινούργιο άλογο και ίσως να μην με είχε συνηθίσει αλλά μέχρι να φτάσουμε στο πεδίο της μάχης νόμιζα ότι είχαμε δεθεί, όμως τώρα εκείνο με διέψευσε.

          «Παρέμεινε στην θέση σου στρατιώτη» άκουσα την φωνή του αρχηγού της φρουράς που είχε έρθει τώρα μπροστά μου για να δει τι συμβαίνει καθώς το άλογο αντί να ηρεμεί χειροτέρευε σπάζοντας την αλυσίδα που είχαμε δημιουργήσει.

          «Προσπαθώ αλλά δεν με υπακούει» διαμαρτυρήθηκα και ο αρχηγός της φρουράς πλησιάζοντας μας τώρα περισσότερο ερχόταν για να συνετίσει εκείνος το άλογο.

          Είχα δει πως φερόντουσαν στα κακόμοιρα τα άλογα όταν εκείνα επαναστατούσαν και δεν θα άντεχα ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο και στο δικό μου. Ενστικτωδώς, όσο εκείνος μας πλησίαζε τόσο εγώ προσπάθησα με περισσότερο πείσμα να το ηρεμίσω πριν εκείνος χρησιμοποιήσει τις δικές του μεθόδους για να το καταφέρει αλλά δεν τα κατάφερνα και πολύ καλά οπότε εκείνος δεν σταματούσε.

          «Μην τολμήσεις να το αγγίξεις» αναφώνησα μόλις τον είδα να προσπαθεί να πιάσει τα γκέμια του και γυρίζοντας το άλογο προς τα αριστερά προσπάθησα να το απομακρύνω από κοντά του. Η ματιά του ένιωσα να με δηλητηριάζει αλλά δεν πτοήθηκα. «Είναι δική μου ευθύνη και θα το κάνω εγώ» του δήλωσα.

          «Πήγαινε τότε πιο πίσω να τον συνετίσεις και μην γυρίσεις, αν δεν το κάνεις».

          «Ξέρω τα καθήκοντά μου» του πέταξα ξερά και χτυπώντας την κοιλιά του αλόγου με τα πόδια μου του έδωσα την εντολή να προχωρήσει προς το ποτάμι που ήταν πίσω μας μέσα στα δέντρα.
         
          Πλησιάζοντας το ποτάμι, σταμάτησα το άλογο και το ξέζεψα για να δω τι του είχε συμβεί. Η συμπεριφορά του δεν ταίριαζε με την συμπεριφορά που είχε όταν το είχα καβαλήσει στο Άσγκαρντ. Μόλις ακούμπησα το δεξί μπροστινό του πόδι, εκείνο τινάχτηκε και κάτι με έκανε να νιώσω ότι από εκεί προέρχεται όλη του η ταραχή αλλά πριν προλάβω να το σηκώσω για να δω αν είχε πατήσει κάτι μια κίνηση με έφερε σε εγρήγορση. Ήταν η δική μας περιοχή και δεν θα έπρεπε να με τρομάζει η οποιαδήποτε παρουσία εδώ αλλά το γεγονός ότι δεν είχα ακούσει ούτε καν ένα θρόισμα κάτω από τα πέλματα του νεοφερμένου με έκανε να νιώσω απειλή. Ποιος θα μπορούσε να περπατάει πάνω σε ξερά φύλλα και να μην ακούγετε;
         
Η φιγούρα που με πλησίαζε δεν μου ήταν γνωστή αλλά φορούσε τα δικά μας χρώματα οπότε χαλάρωσα την στάση του σώματος μου για να του δείξω ότι είναι ευπρόσδεκτος όμως δεν εφησυχάστηκα ούτε για ένα λεπτό. Τώρα ήξερα, είχα να κάνω με θεούς, ποιος ξέρει τι ήταν ικανοί να κάνουν και τι όχι;

          Όταν έφτασε μπροστά μου χαμογέλασε αλλά εγώ δεν ανταπέδωσα το χαμόγελο και αντί να μιλήσει μου έτεινε το χέρι του μπροστά σε σχήμα γροθιάς. Έμοιαζε σαν χαιρετισμός άλλα δεν μπορούσα να το δω έτσι και ούτε την ανταπέδωσα. 

          «Τι θέλεις από μένα;» ρώτησα με περιέργεια αλλά και πάλι δεν μίλησε.

Παίρνοντας αργά, διστακτικά, το ένα μου χέρι μέσα στο δικό του, κοιτώντας με πάντα στα μάτια για τις αντιδράσεις μου, έβαλε μέσα στην παλάμη μου το αντικείμενο που κρατούσε. Τότε κατάλαβα ότι είχα δίκιο να μην εμπιστεύομαι κανέναν πια και τίποτα, ούτε καν τα ίδια μου τα μάτια. Μόλις το αντικείμενο με ακούμπησε τότε μπροστά στα μάτια μου δεν ήταν ένας απλός σύμμαχος αλλά ο Κάι που τώρα με κοιτούσε πιο παιχνιδιάρικα και πιο χαμογελαστά από πριν.

          «Κα...» προσπάθησα να πω το όνομα του αλλά εκείνος σφραγίζοντας τα χείλια μου με τα ακροδάχτυλα του με σταμάτησε πριν το ολοκληρώσω.

          «Όχι ονόματα» με επέπληξε. «Μην ξεχνάς ότι οι υπόλοιποι δεν με βλέπουν όπως με βλέπεις τώρα εσύ» συνέχισε κλείνοντας μου το μάτι και απελευθερώνοντας με από το κράτημα του έστρεψε όλη του την προσοχή προς το άλογο μου.

          «Τι έπαθε;» ρώτησε αλλά δεν τον άκουσα καθώς ανοίγοντας το χέρι μου μπερδεμένη κοιτούσα τώρα το περίεργο κόσμημα που είχε βάλει πριν μέσα σε αυτό.

          «Τι είναι αυτό;» ρώτησα χωρίς να σταματώ να το κοιτάζω καθώς η όψη του ήταν τόσο περίεργη που θα έλεγε κανείς ότι ήταν ένα κοινό κόσμημα από αυτά που είχα δει να στολίζουν τις γυναίκες του παλατιού του Άσγκαρντ μόνο που αυτό ήταν πιο λιτό και τελείως απλοϊκό.

Με μια αλυσίδα χρυσή τόσο λεπτή που πάνω στο δέρμα σχεδόν δεν φαινόταν αλλά ούτε και αντανακλούσε στο λιγοστό φως που πέρναγε μέσα από τα σύννεφα το κόσμημα που συνδεόταν με την αλυσίδα ήταν απλό αλλά και περίπλοκο συνάμα. Είχε οβάλ σχήμα που θύμιζε σταγόνα και περιέκλειε ένα μικρότερο οβάλ που το αγκάλιαζαν διάφορες διακλαδώσεις που έμοιαζαν σαν δέντρο που ξεπηδούσαν από το μεγαλύτερο οβάλ. Ήταν τόσο μικρό και τόσο λεπτό που μέσα στην παλάμη μου χανόταν. Τόσο απλό και όμως είχε κάτι το ξεχωριστό, κάτι το μοναδικό που το έκανε να διαφέρει από τα άλλα κοσμήματα που είχα δει. Ήταν τόσο δύσκολο να κατανοήσεις τι ήταν άλλοι θα τις περνούσαν για διακλαδώσεις δέντρου που αναγεννιέται μέσα από την γη και άλλοι για φίδια που περιπλέκονται μεταξύ τους. Ωστόσο δεν είχε σημασία γιατί την μοναδικότητα δεν την διακρίνεις εύκολα, απλά την αφήνεις να βρίσκεται μέσα σου!!
           Τον ένιωσα να έρχεται κοντά μου αλλά η κίνηση του ήταν τόσο αέρινη που αν δεν ήξερα ότι ήταν εδώ δεν θα μπορούσα ποτέ να καταλάβω ότι με πλησίαζε. Συγκρατώντας το χέρι που είχα μέσα το περίεργο κόσμημα που μου είχε δώσει, το πήρε στα χέρι του συνεχίζοντας να με κοιτάει κατάματα και όχι μόνο το πρόσωπο του αλλά και ολόκληρη η εικόνα του άλλαξε. Τώρα φορούσε ξανά τα ρούχα των συμμάχων μου της κατώτερης ιεραρχίας αντί της λαμπερής πανοπλίας που φόραγε πριν στα χρώματα των εχθρών ενώ το πρόσωπο του ξανά είχε πάρει την μορφή που είχε και πριν την στιγμή που με πλησίασε.

          «Με αυτό» ψιθύρισε και πλησιάζοντας με περισσότερο το πέρασε στον λαιμό μου. Μόλις η αλυσίδα με ακούμπησε έκανε τα μάτια μου να δουν ξανά την πραγματική του εικόνα. «Θα μπορείς πάντα να με βλέπεις όπως είμαι και όχι όπως με βλέπουν οι άλλοι»

          «Μα δεν έχεις διαφορά με το πως σε θυμάμαι».

          «Γιατί σε σένα δεν έδειξα ποτέ κάτι που δεν είμαι» τόνισε και χαμογέλασα.

          «Όχι και ποτέ» διαφώνησα.

          «Μόνο για να καταλάβεις την διαφορά» συναίνεσε και καθώς απομακρύνθηκε από κοντά μου άρχισε να ψάχνει κάτω από τα πυκνά ξερά φύλλα.

          «Δεν έχει τίποτα το σοβαρό» συνέχισε και τον κοίταξα με απορία. «Για το άλογο μιλάω» διευκρίνισε και κουνώντας το κεφάλι μου προσπάθησα να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου που είχαν ξεφύγει τελείως ώστε να επανέλθω στην ψυχρή πραγματικότητα.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα πλησίασα το άλογο και χαϊδεύονταν την χαίτη του για να το καθησυχάσω σήκωσα ξανά το μπροστινό του πόδι για να το δω.

          Πράγματι δεν έδειχνε να είναι κάτι σοβαρό αλλά το αντικείμενο που είχε σφηνωθεί στο δέρμα του κοντά στο πέταλο του σίγουρα θα το έκανε να υποφέρει στην μάχη.

          «Βγάλ’ το και ανάγκασε το να μπει στο νερό για να ξεπλυθεί η πληγή του» με συμβούλευσε και χωρίς δισταγμό το έκανα.

          Το άλογο από τον πόνο σάστισε για λίγο αλλά μόλις κατάφερα να το κάνω να μπει στο νερό τότε τα πράγματα έγιναν λίγο καλύτερα. Μέχρι να καταφέρω να πείσω το άλογο να μπει μέσα στο νερό, ο Κάι, είχε γυρίσει και τώρα πάνω σε μια πέτρα πολτοποιούσε κάτι χλωρά βλαστάρια με μια πέτρα που κρατούσε στο χέρι του ομογενοποιώντας τα. Τα κίτρινα, τα μοβ και τα κόκκινα βλαστάρια υποχωρώντας κάτω από την δύναμη που τους ασκούσε έβγαζαν τους χυμούς τους και η πέτρα άρχισε να βάφεται στο χρώμα του ξερού αίματος. Όταν τα είχε λιώσει όλα καλά – καλά, πρόσθεσε από πάνω μια χούφτα σπόρους που κρατούσε στο ελεύθερο του χέρι και ανακατεύοντας τα απαλά τα έκανε μια μάζα που η μυρωδιά της ήταν τελείως αποκρουστική.

          «Τι είναι αυτό;» ρώτησα με περιέργεια και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου.

          «Θεραπευτικά βότανα» τόνισε με ένα είδος κατηγορίας στην χροιά της φωνής του. «Είναι τα ίδια βότανα που γλύτωσαν και την δική σου ζωή» συμπλήρωσε και κρατώντας στο ένα του χέρι την μάζα που είχε δημιουργήσει μου έκανε σήμα να τον πλησιάσω με το άλογο μαζί αλλά δεν με άφησε να το βγάλω από το νερό.

          «Κόψε ένα κομμάτι ύφασμα από την μπέρτα σου» συνέχισε και μέχρι να το κάνω εκείνος κράτησε το πόδι του αλόγου και έβαλε απάνω του την μάζα που είχε φτιάξει και το άλογο τινάχτηκε από τον πόνο που ένιωσε αλλά ο Κάι δεν τον άφησε να μετακινηθεί ούτε πόντο.

          «Μάλλον έπρεπε να σε προειδοποιήσω ότι πονάει» είπε προς το άλογο αλλά η ματιά του κοίταζε προς τα μένα με ένα παιχνιδιάρικο ύφος. Προσπάθησα να σταματήσω το γέλιο μου πριν καταφέρει αυτό να μας προδώσει δαγκώνοντας τα χείλια μου ενώ του έτεινα το κομμάτι του υφάσματος που ήδη είχα κόψει για να μπορέσει με αυτό να κάνει την μάζα να παραμείνει πάνω στο πέλμα του αλόγου έστω και για λίγο γιατί σίγουρα όταν θα άρχιζε ξανά να καλπάζει το ύφασμα θα γινόταν κομμάτια.

          «Τι είδους βότανα είναι αυτά;» ρώτησα την στιγμή που τον βοηθούσα να βγάλουμε το άλογο από το νερό. Με κοίταξε για μια στιγμή αλλά τελικά απάντησε.

          «Μελιοράντο, Λεβαντρίσανο και Αιμόσπαθο» είπε και τον κοίταξα σαν να μου μιλούσε κινέζικα, πάντως η Αγγλική διάλεκτος που μιλούσαμε όλοι δεν ήταν σίγουρα.

          «Α... και οι σπόροι;» συνέχισα και με κοίταξε πιο έντονα ενώ ανασήκωνε τα φρύδια του με εμφανή δυσπιστία. Δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί. «Μπορεί να μου χρειαστούν ξανά, να μην ξέρω;» αμύνθηκα.

          «Είναι σπόροι Καρδαμόλιανδρου αλλά αυτό θα έπρεπε ήδη να το ξέρεις» απάντησε εκείνος με την ίδια κατηγορία στην χροιά της φωνής του αλλά και στην μάτια του.

          «Δεν παρακολουθούσα και πολύ την ώρα που μας τα μαθαίνανε» παραδέχτηκα αποφεύγοντας την ματιά του ενώ χάιδευα το άλογο μου σε μια προσπάθεια να κρύψω την ενοχή που με έκανε η ματιά του να νιώσω.

«Αυτό το έχω προσέξει» δήλωσε σκληρά και αυτόματα γύρισα να τον κοιτάξω ξαφνιασμένη.

«Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;» αναφώνησα προσβεβλημένη.

«Λύσε μου μια απορία, την ώρα που σας κάνανε μυθολογία εσύ που ακριβώς βρισκόσουν;» ρώτησε εκείνος τότε με τα χέρια του να διπλώνονται μπροστά στο στήθος του ενώ χαλάρωνε την στάση του σώμα τους.

Η προσωποποίηση της άνεσης και της χαλαρότητας. Ήταν τόσο χαλαρός που σε έκανε να πιστεύεις ότι ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν το χώρο και τον χρόνο. Τόσο που να σε κάνει να νιώθεις σαν να μην βρισκόμασταν σε ένα πεδίο μάχης όπου τα σπαθιά αγκομαχούσαν και βροντοφωνάζανε το όνομα τους κάτω από την τριβή με τα άλλα σπαθιά που αντικρούανε αλλά σαν να ήταν σε μια καθημερινή βόλτα μέσα σε ένα ήρεμο ποταμό που απλά σταμάτησε για να δροσίσει το άλογο του.

«Το πρώτο πράγμα που μας δίδαξαν ήταν να βασιζόμαστε στην δύναμη μας αν θέλουμε να επιβιώσουμε και αυτό ακριβώς έκανα» αμύνθηκα με πείσμα αλλά τα λόγια μου δεν τον αγγίξανε.

«Και πως πέρναγες τα μαθήματα σου;» συνέχισε με πιο κοροϊδευτικό τόνο τώρα.

«Έκλεβα» παραδέχτηκα και γέρνοντας το πρόσωπο του με κοίταξε με ένα μείγμα περιέργειας, ενθουσιασμού ακόμα και θαυμασμού θα έλεγα αλλά δεν ήμουν και τόσο σίγουρη για το τελευταίο.

«Έκλεβες;» ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Ξέρεις με σκονάκια, αντιγραφές από τους διπλανούς και τέτοια» διευκρίνισα.

«Και δεν έκανες τον κόπο ούτε καν και τότε να δεις τι ήταν αυτό που έγραφες» είπε την διαπίστωση του και δεν ήξερα πως να νιώσω γι αυτό.

«Και που ακριβώς θα μου χρησίμευαν όλα αυτά τώρα αν εγώ την ώρα του μαθήματος δεν τελειοποιούσα τις τεχνικές μου με το μυαλό μου;» τον ρώτησα πικαρισμένα.

«Την Ομήρου Οδύσσεια όμως την ήξερες» συνέχισε απτόητος παρακάμπτοντας την δική μου ερώτηση.

«Ήταν η μόνη που μου είχε κινήσει την περιέργεια αλλά και από αυτήν είναι ελάχιστα αυτά που θυμάμαι πια» παραδέχτηκα αδιάφορα.

«Και από όλα όσα άκουσες εσένα σου έμεινε ο κύκλωπας!» είπε με ένα περίεργο τονισμό που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς ήθελε να μου τονίσει.

«Είχε αστεία φάτσα» απάντησα ανασηκώνοντας τους ώμους μου αδιάφορα και τον είδα να ξαφνιάζεται.

«Θυμάσαι τον κύκλωπα μόνο γιατί είχε αστεία φάτσα!!!» σχεδόν αναφώνησε. «Τι ακούω ο θεός και δεν το μαρτυράω» μουρμούρισε αγανακτισμένα και δεν άντεξα άλλο.

«Δεν είμαι και αγράμματη εντάξει;» υπερασπίστηκα τον εαυτό μου ξεσπώντας το ίδιο αγανακτισμένα. «Όσα μου χρειάζονταν τα έμαθα, όχι με μεγάλη επιτυχία αλλά τουλάχιστον, δόξα τον θεό...»

«Ποιον από όλους;» ρώτησε με μια σκανδαλιάρικη ματιά προκαλώντας με καθώς ανασήκωνε το ένα του φρύδι επιδεκτικά και το άφησα ασχολίαστο ενώ συνέχισα σαν να μην είχε μιλήσει.

«Και να γράφω έμαθα και να διαβάζω, όλα τα άλλα μου είναι περιττά. Στην ζωή που ζούμε το μόνο που μου χρειάζεται είναι να τελειοποιώ την τέχνη του τόξου και του σπαθιού μου γιατί αυτά θα μου σώσουν την ζωή και όχι εκείνα τα γελοία παραμύθια».

Δεν το σχολίασε καν, σαν να μην είχε προηγηθεί όλη αυτή η κουβέντα, γύρισε προς το άλογο σήκωσε το πόδι του και αφού πάτησε λίγο το πανί που του είχε δέσει πάνω στην πληγή του μίλησε ξανά όπως θα μίλαγε ένας γιατρός στον συγγενή του ασθενή του.

«Θα είναι μια χαρά. Δώσε λίγο χρόνο στα βότανα να κάνουν την δουλειά τους, γύρνα στην παράταξη σου και ευχήσου να αντέξει» είπε και αφού το απελευθέρωσε από το κράτημα του γύρισε την πλάτη του και έκανε την κίνηση να φύγει.

«Κά...» πριν προλάβω να πω το όνομα του γύρισε την ματιά του τόσο σκληρά προς το μέρος μου που η καρδιά μου ένιωσα να σταματάει αλλά δεν τα έχασα. «θως» συμπλήρωσα. «κοίταζες το πόδι του αλόγου θυμήθηκα...»

«Ναι;» με παρότρυνε να συνεχίσω χωρίς να μειώνει την απόσταση μεταξύ μας.

«Θυμήθηκα ότι ξέχασα να σε ευχαριστήσω» συμπλήρωσα εγώ και κοιτώντας γύρω του για μια στιγμή, αφού άφησε την ανάσα του να βγει βαριά από μέσα του έσβησε την απόσταση που μας χώριζε με γρήγορα βήματα.

«Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά» τόνισε με την ματιά του να προσπαθεί να μου περάσει ένα μήνυμα υψίστου σημασίας με εμένα να μην μπορώ να το αποκωδικοποιήσω. «Προσπάθησε να παραμείνεις πάνω στο άλογο όσο περισσότερο μπορείς. Θα τα καταφέρεις, αυτό είναι το μόνο σίγουρο, αλλά μην εμπιστεύεσαι κανέναν, ούτε τα ίδια σου τα μάτια» τόνισε ξανά και τώρα μπορούσα να καταλάβω που αναφερόταν. «Το άλογο σου σε αυτήν την μάχη είναι πιο σημαντικό και από το ίδιο σου το τόξο ή το σπαθί σου» συνέχισε και καθώς είχα τεντώσει τον λαιμό μου για να μπορώ να τον κοιτώ μέσα στα μάτια, εκείνος, με τα ακροδάχτυλα του να με αγγίζουν ανεπαίσθητα, έβαλε το κρεμαστό που μου είχε δώσει μέσα από την πανοπλία και χωρίς να πει τίποτα άλλο έφυγε.

Πριν προλάβει το μυαλό μου να καθαρίσει από όλα τα συναισθήματα που μου είχε ξυπνήσει, έστω και με αυτό το ανεπαίσθητο άγγιγμα, εκείνος είχε εξαφανιστεί και σε μια προσπάθεια να επανέλθω έσκυψα κάτω, έβγαλα το κράνος μου και βουτώντας τα χέρια μου μέσα στο νερό άρχισα να ρίχνω νερό στο πρόσωπο μου.

«Τι συμβαίνει εδώ;» άκουσα την φωνή του Θόρ να έρχεται από πίσω μου και για λίγο πάγωσα άλλα όχι αρκετά ώστε να το καταλάβει.

Με ψυχραιμία και αυτοπεποίθηση, σηκώθηκα ξανά και έκανα μια βαθιά υπόκλιση προς το μέρος του πριν μιλήσω.

«Άρχοντα μου»

«Περιμένω μια απάντηση» δήλωσε αυστηρά και καθώς σήκωσα το ανάστημα μου τον κοίταξα κατάματα.

«Το άλογο μου, άρχοντα μου, πάτησε ένα μεταλλικό αντικείμενο και, με εντολή του αρχηγού μου, το έφερα εδώ για να το περιποιηθώ» απάντησα σοβαρά και κοίταξε γύρω του.

«Είσαι μόνη;» ρώτησε τότε εκείνος με μια κατηγορία στο βλέμμα του.

«Μάλιστα άρχοντα μου» απάντησα αυτόματα.

«Και το άλογο σου το περιποιήθηκες μόνη;» συνέχισε χωρίς να αλλάζει ύφος.

«Όχι άρχοντά μου» του είπα την αλήθεια καθώς θα μπορούσε να είχε δει την φιγούρα του Κάι όσο ήμασταν μαζί, οπότε δεν διακινδύνευα να πω ψέματα αλλά φυσικά ούτε και την αλήθεια.

«Και ποιος ήταν αυτός που σε βοήθησε;»

«Για να είμαι ειλικρινής άρχοντα μου δεν ξέρω»

«Εμπιστευτικές το άλογο σου σε έναν άγνωστο;» αναφώνησε με δυσπιστία.

«Δεν μου ήταν άγνωστος άρχοντα μου, έχουμε πολεμήσει πολλές φορές μαζί αλλά δεν ξέρω το όνομα του και δεν σκέφτηκα να το ρωτήσω ούτε και τώρα».

«Δεν ξέρεις το όνομα του αλλά δεν σου είναι άγνωστος!» επανέλαβε πιο  ήρεμα τώρα. «Μπορείς να μου δείξεις ποιος είναι;»

«Φυσικά και μπορώ άρχοντά μου» είπα με αυτοπεποίθηση και γυρίζοντας την ματιά του προς την παράταξη περίμενε υπομονετικά να το κάνω.

Πλησιάζοντας τον, κοίταξα προς τους έφιππους που περίμεναν την εντολή να ξεκινήσουν και μόλις είδα έναν από αυτούς να μετακινείτε, του τον έδειξα.

«Αυτός ήταν που σε βοήθησε;» ρώτησε δύσπιστα αλλά όλη του η δυσπιστία διαλύθηκε πριν προλάβω να του το επιβεβαιώσω καθώς ο στρατιώτης που του έδειξα εγώ εκείνη την στιγμή αντιλήφτηκε ότι των κοιτάζαμε και όπως ήταν επόμενο να κάνει, λόγο σεβασμού προς τον άρχοντα του, έκανε μια υπόκλιση προς το μέρος μας και αρπάζοντας την ευκαιρία την ανταπέδωσα και εγώ.

Ο Θόρ με κοίταξε για άλλη μια στιγμή και μετά γύρισε όλη του την προσοχή προς το άλογο μου.

«Γιατί δέχτηκες την βοήθεια του;»

«Δεν είχα άλλη επιλογή άρχοντα μου»

«Επιτέλους σταμάτα να κολλάς το ‘άρχοντα μου’ σε κάθε σου απάντηση» αναφώνησε αγανακτισμένα και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.

«Συγνώμη άρ...» η ματιά του έκανε αυτόματα την φράση μου να κοπεί στην μέση και πριν συνέλθω από το ξάφνιασμα εκείνος συνέχισε.

«Νομίζω ότι τώρα μπορώ να καταλάβω γιατί σε φωνάζουν αλογοπνιχτρά» σχεδόν αστειεύτηκε και τον κοίταξα ξαφνιασμένα. «Τέλος πάντων. Πιστεύεις ότι θα αντέξει;»

«Το ελπίζω» απάντησα καθώς χάιδεψα απαλά το άλογο μου χωρίς να τον κοιτώ.

«Τότε γύρνα στην παράταξη σου και ευχήσου να αντέξει όσο περισσότερο μπορεί γιατί σήμερα θα το χρειαστείς» συνέχισε εκείνος με έναν περίεργο τόνο που με έκανε να γυρίσω την ματιά μου προς το μέρος του. «Αυτή η μάχη δεν θα είναι σαν τις άλλες γι αυτό έχε τα μάτια σου ανοιχτά και το ένστικτό σου σε επιφυλακή» συμπλήρωσε και δεν ήξερα τι να πω.

«Καλή τύχη στρατιώτη θα σου χρειαστεί» ολοκλήρωσε την φράση του και γυρίζοντας την πλάτη του έφυγε χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση ενώ εγώ έμεινα για λίγο ακίνητη να κοιτάω την πλάτη του τελείως μπερδεμένη. Τι ήταν πάλι όλο αυτό;

Ότι και να ήταν δεν είχα χρόνο να το επεξεργαστώ καθώς το σάλπισμα της μάχης έδινε την εντολή για την επίθεσή των έφιππων που πολεμούσαν πριν από μας. Βάζοντας το κράνος μου, ανέβηκα στο άλογο μου και χτυπώντας τον φιλικά στον λαιμό του έδωσα κουράγιο.

«Το επόμενο σάλπισμα είναι το δικό μας παλικάρι μου. Ας μας δώσει δύναμη ο θεός – τώρα θα μου πεις ποιος από όλους» αναστέναξα και κοίταξα για λίγο γύρω μου. «Τέλος πάντων, ας βγάλουμε και αυτήν την μέρα καθαρή και σου ορκίζομαι ότι δεν θα έχεις την ίδια κατάληξη που είχαν τα άλλα μου άλογα. Τώρα ξέρω πως μπορώ να σε φροντίσω και θα το κάνω με όλη μου την καρδιά» του είπα και το οδήγησα στην θέση μας γιατί η ώρα που θα ερχόταν η σειρά μας δεν αργούσε πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA