Κάνοντας πρώτα μια
παράκαμψη για να βρω το τόξο μου, οδήγησα το άλογο μου προς ένα μέρος κοντά στον
ποταμό αρκετά μακριά από το πεδίο της μάχης. Βρίσκοντας ένα σημείο όπου είχε
αρκετά από εκείνα τα βότανα που είχαν βοηθήσει την πληγή του Χέβενλη, σταμάτησα
το άλογο μου και βοήθησα και τον πληγωμένο στρατιώτη να κατέβει. Αναγκάζοντας πρώτα
τον Χέβενλη να κάτσει κάτω ώστε να μην τον πονέσω περισσότερο, τον κατέβασα από
το άλογο και αφήνοντας τον για λίγο μόνο του, πήγα να μαζέψω τα βότανα για να
του περιποιηθώ την πληγή.
«Είσαι πολύ γενναία
αλλά και πολύ ανόητη» τον άκουσα να μου λέει και τον κοίταξα ξαφνιασμένη. «Ξέρεις
ότι δεν θα την βγάλεις καθαρή μετά από αυτό» μου τόνισε με ένα βαθύ πόνο να παραμορφώνει
όλα του τα χαρακτηριστικά. Η πληγή του θα πρέπει να ήταν πολύ βαθειά.
«Θα προτιμούσες να σε
είχα παρατήσει;» τον ρώτησα δύσπιστα. Αμέσως εκείνος μου το αρνήθηκε κουνώντας
αρνητικά το κεφάλι του.
«Όχι» παραδέχτηκε
αγκομαχώντας.
«Τότε άσε με να βρω
αυτό που ψάχνω και σταμάτα να μου αποσπάς την προσοχή» σχεδόν του φώναξα
αγανακτισμένα. Εκείνος το σεβάστηκε και παρέμεινε σιωπηλός.
«Αυτά τα βρήκα» του
είπα γυρίζοντας ξανά κοντά του ενώ του έδειχνα τα βότανα που κρατούσα στο χέρι.
«Όμως το άλλο που προσθέτουν όταν τα λιώνουν δεν ξέρω καν πως είναι, μπορείς να
με βοηθήσεις;»
«Το Καρδαμίλαιο λες;»
αγκομάχησε και πήρε με δυσκολία μια ανάσα.
«Ναι, ναι έτσι το
έλεγαν, το ξέρεις;» ρώτησα με περισσότερη ελπίδα τώρα και κούνησε το κεφάλι του
θετικά ενώ έπαιρνε άλλη μια ανάσα πριν ανοίξει τα μάτια του για να κοιτάξει
γύρω του.
«Είναι εκείνο εκεί»
μου έδειξε με την ματιά του. «Εκείνο το περίεργο λουλούδι που είναι κοντά στο
νερό αλλά πάρε μόνο τους σπόρους του» με συμβούλευσε και αφού άφησα δίπλα του
τα βότανα που κρατούσα σηκώθηκα και πήγα για να μαζέψω και λίγους σπόρους.
Ακόμα δεν είχα δει
την πληγή του και δεν ήξερα πόσο μεγάλη θα μπορούσε να ήταν αλλά με το αίμα που
είχε ξεχειλίσει έξω από την πανοπλία του και το βαθούλωμα που υπήρχε εκεί κάτι
μου έλεγε ότι όσα είχα μαζέψει μάλλον δεν θα ήταν αρκετά.
«Είσαι καινούργια»
δήλωσε παρά ρώτησε την στιγμή που γύρισα ξανά κοντά του και κατένευσα θετικά.
«Εσύ;» ρώτησα ενώ
βάζοντας τους σπόρους που είχα μαζέψει μέσα στην χούφτα του έψαξα να βρω μια
μεγάλη πέτρα για να μπορέσει να μαζέψει το χυμό από τα βότανα που θα έλιωνα.
«Έχω δεκαπέντε χρόνια
εδώ, εσύ;» ρώτησε πίσω με ενδιαφέρον.
«Τρία» απάντησα
αδιάφορα και τον είδα να με κοιτάει με έκπληξη.
«Τρία χρόνια μόνο;»
αναφώνησε αλλά ο βήχας που τον έπιασε τον έκανε να κόψη απότομα την φράση του
στην μέση.
«Και;» ρώτησα
ανασηκώνοντας τους ώμους μου χωρίς να τον κοιτώ ενώ άρχιζα να πολτοποιώ τα
βότανα με μια δεύτερη πέτρα όπως είχε κάνει και ο Κάι.
«Πως κατάφερες να
φτάσεις στην βασιλική φρουρά τόσο γρήγορα ή ακόμα χειρότερα, πως κατάφερες να
επιβιώσεις από τους αιμοπότες;» συνέχισε εκείνος με το ίδιο σοκαρισμένο ύφος
και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του κουρασμένα.
«Από θαύμα, πίστεψε
με» παραδέχτηκα αλλά μόλις θυμήθηκα τι είχε πει συνέχισα με περισσότερη
περιέργεια. «Όταν λες αιμοπότες ποιους εννοείς;»
«Όταν βρέθηκες στην
μάχη για πρώτη φορά δεν ένοιωσες σαν να ήσουν πολύ λίγη μπροστά στην δύναμη των
τεράτων;» απάντησε εκείνος σαν να είχε διαβάσει την σκέψη μου.
«Για ποια τέρατα
μιλάς; Δεν καταλαβαίνω» τον ρώτησα τώρα με περισσότερη περιέργεια αποφεύγοντας
να απαντήσω στην δική του ερώτηση.
«Αυτοί που πολέμησες
σήμερα δεν ήταν κανονικοί άνθρωποι» μου απάντησε εκείνος με έμφαση και ζάρωσα
τα φρύδια μου με απορία.
«Εννοείς ότι είναι
θεοί;» ρώτησα πίσω την μόνη λογική διαπίστωση που μπορούσα να κάνω.
«Όχι ακριβώς θεοί»
απάντησε εκείνος και με μπέρδεψε τελείως.
«Αλλά τι;» συνέχισα
εγώ και καθώς τα βότανα πια είχαν βγάλει όλους τους χυμούς τους, πρόσθεσα τους
σπόρους του Καρδαμίλαιου και ανακατεύοντας τα για λίγο, τα άφησα και πήγα κοντά
του για να τον κοιτώ καλύτερα στα μάτια καθώς εκείνος απαντούσε.
«Ημίθεοι» είπε απλά
σαν να ήταν το πιο λογικό πράγμα στον κόσμο και τον κοίταξα με τέτοια έκπληξη
που εκείνος συνέχισε. «Είναι γιοί και κόρες των θεών και τους συντηρούν με τους
στρατιώτες που πέφτουν στην μάχη» διευκρίνισε και τώρα ήταν που τα έχασα
τελείως.
«Τι πράγμα;»
αναφώνησα χωρίς να είμαι ικανή να το ελέγξω και στην προσπάθεια να ξεφύγει από
την οργή που έβλεπε στο βλέμμα μου, έγειρε προς τα πίσω και έκανε τον πόνο του
να γίνει μεγαλύτερος.
«Συγνώμη, συγνώμη δεν
ήθελα να σε τρομάξω» απολογήθηκα σταματώντας τον και αφού πήρε μια κοφτή ανάσα
κούνησε θετικά το κεφάλι του ενώ το σώμα του άρχισε να τρέμει.
«Θα σε βοηθήσω να
βγάλεις αυτή την αηδία για να αναπνεύσεις καλύτερα» συνέχισα και κατένευσε
τρεμάμενα ενώ έκλεινε ξανά τα μάτια του για να μπορέσει να πάρει μια επαρκή
ανάσα.
Με τα χέρια μου πάνω
στις ενώσεις της πανοπλίας, να δουλεύουν γρήγορα την αφαίρεσα και ο ξένος
κατάφερε να ανασάνει καλύτερα ενώ η πληγή του τώρα φαινόταν σε όλο της το μεγαλείο.
«Δεν είμαι σίγουρη
ότι θα φτάσει αυτό που έφτιαξα» απολογήθηκα αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι του
αρνητικά.
«Είναι αρκετό» είπε
και τα παράτησα. Σίγουρα θα ήξερε περισσότερο από μένα. Σκέφτηκα και κόβοντας
από την μπέρτα μου ένα μεγάλο κομμάτι πήγα προς το ποτάμι για να το βρέξω ώστε
να του καθαρίσω την πληγή πριν την κλείσω με εκείνο το περίεργο μείγμα που
κόντευε να με κάνει να λιποθυμήσω από την απαίσια μυρωδιά του.
«Οι (*1)Βαλκυρίες»
συνέχισε άξαφνα και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του με απορία. «Οι
κοπέλες πάνω στα φτερωτά άλογα» διευκρίνισε και κατένευσα καθώς πήγαινα ξανά
κοντά του ακούγοντας τον με προσοχή ενώ ταυτόχρονα περιποιόμουνα και την πληγή
του.
«Μαζεύουν τους ποιο
δυνατούς από αυτούς που έχουν χάσει την μάχη και τους πηγαίνουν στην Βαλχάλλα»
ήθελα να τον ρωτήσω τι ήταν η Βαλχάλλα αλλά δεν ήθελα και να τον διακόψω οπότε
το άφησα στην άκρη και τον παρότρυνα με την ματιά μου να συνεχίσει. «Ενώ οι
λύκοι αποτελειώνουν όλους τους ετοιμοθάνατους και τους πάνε και αυτούς εκεί. Οι
Βαλκυρίες, όπου η ονομασία τους σημαίνει ‘αυτές που επιλέγουν τους
σφαγιασθέντες’, ταΐζουν τα τέρατα εκεί με ‘υδρόμελι’ που λένε ότι είναι
φτιαγμένο από το αίμα των πιο δυνατών πολεμιστών που έχουν πέσει στην μάχη για
να κλείσουν οι πληγές τους ενώ τα τέρατα τρώνε και την σάρκα τους για να
αναπληρώσουν την δύναμη τους».
«Μα που βρισκόμαστε
τέλος πάντων;» αναφώνησα με αγανάκτηση καθώς το μυαλό μου δεν μπορούσε να
διανοηθεί ότι όλα αυτά μπορεί να ήταν πραγματικότητα.
«Μα στο Άσγκαρντ»
απάντησε ο ξένος απλά σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
«Το οποίο βρίσκετε;»
πίεσα περισσότερο.
«Το Άσγκαρντ είναι
πλανήτης» μου απάντησε εκείνος υπομονετικά σε μια προσπάθεια να με ηρεμίσει και
έπιασα το κεφάλι μου απηυδισμένα καθώς αναστέναζα.
«Γι αυτό σου λέω
αγγελούδι...» συνέχισε εκείνος και κοιτώντας τον έκοψα απότομα.
«Γιατί με λες
αγγελούδι;» απαίτησα να μου πει και εκείνος χαμογέλασε.
«Με αυτό που
ετοιμάζεσαι να βάλεις πάνω στην πληγή μου είναι καλύτερα να μην ξέρω το όνομα
σου» τόνισε με υπονοούμενο.
«Γιατί;»
«Δεν ξέρεις τι κάνουν
αυτά τα βότανα» δήλωσε παρά ρώτησε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.
«Ξέρω ότι κάνουν
καλό» υπερασπίστηκα τον εαυτό μου και εκείνος συμφώνησε με μια κίνηση του
κεφαλιού του.
«Αλλά αν δεν ξέρεις
πως να τα χρησιμοποιήσεις μπορούν και να σε καταστρέψουν» συμπλήρωσε και έμεινα
παγωμένη να τον κοιτώ.
«Γι αυτό σου λέω
αγγελούδι, δεν έχεις δει τίποτα ακόμα» εκείνος συνέχισε πιο μαλακά.
«Υπονοείς ότι θα με
μαχαιρώσεις και εσύ πισώπλατα μόλις βρεις την δύναμη να το κάνεις;» ρώτησα
απελπισμένη.
«Ήδη το κάνω με το να
σε αφήνω να μου περιποιείσαι την πληγή μου. Και δεν σου κρύβω ότι δεν νιώθω και
τόσο καλά με αυτό» εκείνος απάντησε και με μπέρδεψε περισσότερο.
«Αν ήταν να σε
αποτελειώσω δεν θα έκανα τόσο κόπο να σε φέρω μέχρι εδώ» υπερασπίστηκα τον
εαυτό μου θιγμένη.
«Δεν εννοούσα αυτό».
«Και τότε τι
εννοούσες;» ρώτησα τελείως κουρασμένα πια.
«Ανήκεις στην φρουρά
του βασιλιά και αυτή σου η πράξη σε κάνει αυτόματα προδότη του» διευκρίνισε και
πήρα μια ανάσα προκειμένου να καταλαγιάσω όλα μου τα συναισθήματα.
«Δεν μπορούσα να σε
αφήσω να σε φάνε, η συνείδηση μου δεν θα με άφηνε ποτέ να ησυχάσω αν το έκανα»
παραδέχτηκα ηττημένα και πριν πει οτιδήποτε άλλο του γύρισα την πλάτη για να
του περάσω το μήνυμα ότι ήθελα αυτή η κουβέντα να σταματήσει εδώ.
Παίρνοντας στο ένα
μου χέρι το μείγμα που είχα ήδη ετοιμάσει γύρισα ξανά κοντά του και αφού
αφαίρεσα το πανί που όλη αυτήν την ώρα καθάριζα και πίεζα την πληγή του ώστε να
σταματήσει η αιμορραγία άρχισα να το απλώνω απάνω του. Έσφιξε τα δόντια από τον
πόνο αλλά δεν έβγαλε άχνα μέχρι να τελειώσω.
«Αν αρχίσω να λέω
διάφορες ασυναρτησίες, μην με παρεξηγήσεις» μου είπε μισοαστεία μισοσοβαρά
μόλις τελείωσα και τον κοίταξα με περιέργεια.
«Γιατί να πεις ασυναρτησίες;»
δεν μπορούσα να μην ρωτήσω.
«Το Λαντρίσανο σε
συνδυασμό με το Μελιοράντι, μπορεί να παίρνει τον πόνο αλλά δημιουργεί και
παραισθήσεις» διευκρίνισε και η περιέργεια μου έγινε πιο μεγάλη καθώς η καρδιά
μου άρχισε να αυξάνει τους παλμού της περισσότερο προειδοποιώντας με ότι η
συνέχεια δεν θα μου άρεσε και τόσο πολύ.
«Όταν λες παραισθήσεις;»
τον πίεσα περισσότερο για να μου το εξηγήσει.
«Σε κάνει να μην
μπορείς να ξεχωρίσεις τα όνειρα από την πραγματικότητα και όταν είσαι σε αυτήν
την κατάσταση εύκολα κάποιος μπορεί να σε παραπλανήσει αν το θέλει ή να σου
αποσπάσει πληροφορίες χωρίς να το καταλάβεις» διευκρίνισε και τότε έχασα την
ανάσα μου τελείως. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ, τι να πω, τα μέσα μου ουρλιάζανε από
τον πόνο που διαπέρασε το στήθος μου κάνοντας με ακόμα περισσότερα κομμάτια
αλλά εγώ δεν μπορούσα να αντιδράσω όχι τουλάχιστον μπροστά του.
«Και τα υπόλοιπα»
είπα καθώς κατάπια με δυσκολία.
«Το κίτρινο είναι (*3)Αιμοσπάθιο,
βοηθάει την πληγή να κλείσει πιο γρήγορα, το μοβ είναι (*4)Λεβαντρισάνο βοηθάει
να μην μολυνθεί και το πράσινο είναι (*5)Μελιοράντι που μαζί με το Λεβαντισάνο
βοηθάει τον πόνο να μαλακώσει» απάντησε με μεγάλη προθυμία.
«Και το (*6)Καρδαμίλαιο;»
συνέχισα εγώ με κομμένη ακόμα την ανάσα.
«Οι σπόροι
Καρδαμίλαιου είναι περισσότερο για να θρέψουν το σώμα όσο αυτό βρίσκεται στον
λήθαργο που δημιουργούν τα άλλα τρία βότανα μαζί» με ενημέρωσε και το μόνο που
κατάφερα να κάνω είναι να κουνήσω το κεφάλι μου θετικά ενώ κοίταζα το κενό με
όλη την απελπισία να αντικατοπτρίζεται στα χαρακτηριστικά μου.
Πόσα θα μπορούσα να
αντέξω μέσα σε μια μέρα; Αναρωτήθηκα μέσα μου με παράπονο αλλά δεν το άφησα να
με καταβάλει. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τα άφησα όλα στην άκρη και άρχισα να
σκέφτομαι το τώρα. Κοιτώντας το πανί που είχα χρησιμοποιήσει για να του
καθαρίσω την πληγή συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να τον πάω στο παλάτι του
με αυτήν την αμφίεση αλλά ούτε και στο δικό μας. Καθώς σηκώθηκα όρθια έβγαλα το
πάνω μέρος της πανοπλίας μου και τον κοίταξα.
«Ξέρεις να με πας στο
στρατώνα σας;» τον ρώτησα και με κοίταξε με περιέργεια.
«Δεν φτάνουν όσα έχεις
κάνει ήδη για μένα;» ρώτησε φανερά σοκαρισμένος.
«Δεν πρόκειται να σε
αφήσω εδώ χρειάζεσαι φροντίδα» του δήλωσα κατηγορηματικά.
«Κάποιος θα...»
«Ξέρεις να με πας ή
όχι;» ρώτησα πιο επιτακτικά διακόπτοντας τον και τα παράτησε.
«Ακολούθησε την ίδια
διαδρομή που ακολουθείς και όταν πας στον δικό σου στρατώνα από το πεδίο της
μάχη αλλά από την αντίθετη μεριά. Η διαδρομή είναι η ίδια» τελικά απάντησε και
έμεινα να τον κοιτώ αποσβολωμένη.
«Ξέρεις που είναι ο
δικός μας στρατώνας;» ρώτησα παγωμένη.
«Ανήκω στην βασιλική
φρουρά το ξέχασες;» απάντησε εκείνος απλά σαν αυτό από μόνο του δικαιολογούσε
τα πάντα και τα παράτησα και εγώ. Τι σημασία είχε το τι σήμαινε αυτό πια;
Κόβοντας ένα μεγάλο
κομμάτι από την δική του μπέρτα, κάλυψα την πληγή του με το ύφασμα της στολής
του που φορούσε κάτω από την πανοπλία και αφού τον ανασήκωσα τύλιξα το κομμάτι
αυτό γύρω από το κορμί του για να συγκρατήσει το επίθεμα σταθερό. Αφήνοντας τον
για λίγο, έφερα τον Χέβενλη κοντά του, τον βοήθησα να ανεβεί ξανά στο άλογο μου
και ξεκινήσαμε για τον δικό του στρατώνα. Καθώς έκοψα ένα μεγάλο κομμάτι από
την δική μου μπέρτα, πέταξα την πανοπλία μου στο ποτάμι και γυρίζοντας προς τον
Χέβενλη έβαλα το κομμάτι της δικής μου μπέρτας κάτω από τα ρούχα μου και
ανέβηκα και εγώ. Ευτυχώς για μένα, τα ρούχα που φορούσαμε κάτω από την πανοπλία
ήταν σε ουδέτερα χρώματα και δεν πρόδιδαν σε ποια παράταξη πραγματικά ήμουν.
Σε όλη την διαδρομή,
δεν ξαναμίλησε, φυσικά ούτε και εγώ και αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να σκεφτώ
όλα όσα είχα μάθει σήμερα αλλά όσο τα σκεφτόμουν τόσο ένιωθα ότι τρελαινόμουν
περισσότερο. Όσο πέρναγε η ώρα ο πόνος που ένιωθα στο στήθος μεγάλωνε.
Μα πως μπόρεσα να
αφήσω τον εαυτό μου να εμπιστευτεί έναν άγνωστο ή ακόμα χειρότερα; Πως μπόρεσε εκείνος να με
δουλέψει έτσι; Θα μου πεις είναι ένας θεός. Μπορεί να κάνει ότι θέλει. Μπορεί ακόμα
με αυτόν τον τρόπο να σπάσει την ανία της αθανασίας του. Ποιος ξέρει; Αλλά και
πάλι αν ήταν αυτός ο λόγος που ήθελε να το κάνει τότε γιατί μου αποκάλυψε
ότι αυτά τα βότανα ήταν τα ίδια με αυτά
που έβαλε και στην πληγή μου, δεν σκέφτηκε ότι κάποια στιγμή θα το ανακάλυπτα;
Δεν έχει λογική.
Αντί να πάω από το
δρόμο που γυρίζαμε από την μάχη διάλεξα να ακολουθήσω το ποτάμι για να αποφύγω να
βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον από τους εχθρούς μας και είχα απόλυτο
δίκιο. Στην διαδρομή φυσικά συνάντησα μερικούς με τα χρώματα τους αλλά εκείνοι
ούτε που με κοιτάξανε. Βλέποντας το χρώμα που είχε απάνω στο σώμα του ο ξένος
που κουβαλούσα, γύριζαν το πρόσωπο τους από την άλλη και συνέχιζαν να κάνουν
ότι κάνανε και πριν χωρίς να με
ενοχλήσουν. Φτάνοντας όμως κοντά στον στρατώνα τότε για λίγο δίστασα. Μπορεί η
τύχη μου να με είχε βοηθήσει μέχρι εδώ αλλά το θεωρούσα πολύ παρακινδυνευμένο
να συνεχίσω περισσότερο. Έτσι, βρίσκοντας ένα σημείο όπου φαινόταν από τον
στρατώνα, σταμάτησα το άλογο και βοήθησα τον ξένο να κατέβει από το άλογο μου
με μεγάλη δυσκολία. Εκείνος πια είχε χαθεί μέσα στον λήθαργο που του είχαν
φέρει τα βότανα που του είχα βάλει πάνω στην πληγή. Την στιγμή που τον άφησα να
ακουμπήσει όμως σε έναν κορμό δέντρου, πριν προλάβω να φύγω, εκείνος
μουρμούρισε κάτι που με έκανε να σταματήσω για να ακούσω μήπως χρειαζόταν κάτι.
«Άγγελος»
μουρμούρισε. «Ένας δικός μου άγγελος» συνέχισε και ένιωσα σαν να άκουγα τις
ίδιες σκέψεις που είχα κάνει και εγώ όταν άνοιξα τα μάτια μου και είχα
αντικρίσει τον Κάι όταν με περιποιότανε μέσα από τον δικό μου λήθαργο.
«Σε ευχαριστώ άγγελε,
θα σου το χρωστάω για πάντα» συνέχισε και έκανα μεγάλο αγώνα για να καταφέρω να
ξαναμιλήσω.
«Πως σε λένε;» ρώτησα.
Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του ταλαντεύτηκε προσπαθώντας να αναγνωρίσει το μέρος
όπου βρισκόταν.
«(*7)Αριστόβουλο»
απάντησε την στιγμή που αντίκρισε και πάλι την ματιά μου.
«Αρι... τι;» τον
ρώτησα εγώ μην καταφέρνοντας να προφέρω το όνομα του. Μα τι όνομα ήταν αυτό
τέλος πάντων; Αναρωτήθηκα αλλά μετανιώνοντας συνέχισα.
«Ξέχνα το. Θέλω να με
ακούσεις καλά» είπα πιο επιτακτικά και εκείνος με κόπο κούνησε το κεφάλι του
θετικά ενώ τα μάτια του ξανά βάραιναν και κατάλαβα ότι δεν είχα πολύ χρόνο
μέχρι να πέσει ξανά σε λήθαργο. «Η μόνη ανταμοιβή που θέλω από εσένα είναι να
μου ορκιστείς ότι δεν θα τα παρατήσεις. Ότι δεν θα αφήσεις τον χάρο να σε πάρει
κοντά του. Μπορείς να το κάνεις αυτό;» τον ρώτησα πιο επίμονα τώρα.
«Μα πως μπορώ να
αρνηθώ οτιδήποτε σε έναν άγγελο σαν και εσένα;» με ρώτησε με παράπονο.
«Ορκίσου το» τον
πρόσταξα με περισσότερο πείσμα.
«Σου το ορκίζομαι
άγγελε μου, δεν θα τα παρατήσω» είπε σοβαρός και πήρα μια ανάσα.
«Τότε είμαστε πάτσι»
του είπα και εγώ και αφήνοντας τον πήγα προς το άλογο μου για να φύγω πριν
κάποιος με καταλάβουν αλλά εκείνος με σταμάτησε την στιγμή που έπιασα τα γκέμια
για να ξεκινήσω.
«Άγγελε» φώναξε και
με έκανε να γυρίσω προς την μεριά του. «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ» υποσχέθηκε και
αναστέναξα.
Αυτό φοβάμαι και εγώ.
Σκέφτηκα αλλά χωρίς να του απαντήσω χτύπησα τα πλευρά του Χέβενλη με δύναμη και
άρχισα να καλπάζω σαν τον άνεμο προς το παλάτι του Άσγκαρντ.
Περνώντας τα σύνορα
όπου ήταν το ίδιο το πεδίο της μάχης, έβγαλα από μέσα από τα ρούχα μου το
κομμάτι του υφάσματος που είχα φυλάξει εκεί και το έδεσα στο μπράτσο μου πριν
συνεχίσω προς το παλάτι. Μέχρι να φτάσω εκεί είχα καταρρεύσει. Τόσο πολύ που με
κόπο έφτασα μέχρι τον κοιτώνα μου και όταν το έκανα, έπεσα στο κρεβάτι μπρούμυτα
όπως ήμουν, χωρίς να κάνω τον κόπο να αλλάξω ενώ αφέθηκα στην αναισθησία που
μου πρόσφερε απλόχερα όλη η κούραση που με είχε καταβάλει.
«Τάιρα... Τάιρα»
άκουσα κάποια γυναικεία φωνή να καλεί το όνομα μου και με δυσκολία άνοιξα τα
μάτια μου για να δω ποιος με φωνάζει τελείως αποπροσανατολισμένη.
«Ναι;» ρώτησα μπερδεμένη.
«Σε ζητάει ο βασιλιάς
στην κεντρική αίθουσα» με ενημέρωσε μια από τις κοπέλες που μοιραζόμασταν τον
ίδιο κοιτώνα που δεν ήξερα καν το όνομα της. Πεταρίζοντας τα μάτια μου ανασηκώθηκα
με μεγάλη δυσκολία.
«Καλά θα πάω» της
είπα τρίβοντας το πρόσωπο μου σπασμωδικά προκειμένου να συνέλθω.
«Τώρα» τόνισε και
σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της απότομα.
«Σε άκουσα» μούγκρισα
και εκείνη απλά μου γύρισε την πλάτη της αδιάφορα και έφυγε.
Μέσα σε όλα αυτά που είχα
περάσει, αυτό το είχα ξεχάσει τελείως. Η τιμωρία μου. Τι να ήταν άραγε;
Αναρωτήθηκα για μια στιγμή αλλά προκειμένου να προκαλέσω την οργή του
περισσότερο, έπλυνα τα χέρια μου, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου και κίνησα
για να τον συναντήσω με βαριά καρδιά.
Φτάνοντας στην
κεντρική αίθουσα, ο Χόγκαν ήταν εκεί για
να με υποδεχτεί. Η όψη έμοιαζε σαν να μην τον είχε αγγίξει τίποτα από όσα είχα
πριν λίγο περάσει. Το πρόσωπο του δεν μαρτυρούσε καμία κούραση σε αντίθεση με
το δικό μου που πια είχε γεμίσει αυλακιές από την ταλαιπωρία. Μα τι στο καλό;
Αναρωτήθηκα μέσα μου. Λες να είναι και αυτός ένας από αυτούς που έλεγε ο
Αρι-κάτι τέλος πάντων;
«Την έχεις πολύ
άσχημα» με προειδοποίησε με το βλέμμα του να προσπαθεί μάταια να με διαπεράσει
χωρίς όμως να τα καταφέρνει και πολύ καλά.
«Και εγώ χαίρομαι που
επιβίωσες. Τώρα μπορώ να περάσω;» τον ρώτησα εριστικά και εκείνος με ένα
αυτάρεσκο βλέμμα έδειξε επιδεικτικά με το χέρι του προς την πόρτα που ήταν πίσω
από τον θρόνο.
Προσπερνώντας τον
αδιάφορα πήγα μπροστά της και αφού την χτύπησα περίμενα μέχρι να ακούσω την
φωνή του Όντιν πριν περάσω. Όταν εκείνος μου έδωσε την άδεια του, άνοιξα την πόρτα και μπήκα με αυτοπεποίθηση. Μόλις έκλεισα ξανά
την πόρτα πίσω μου έκανα μια βαθιά υπόκλιση ενώ έλεγα.
«Βασιλιά μου»
«Τάιρα, πέρασε μέσα»
μου έδωσε εντολή χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τα χαρτιά που ήταν απλωμένα
μπροστά του πάνω στο τεράστιο τραπέζι. Ισιώνοντας το κορμί μου υπάκουσα σιωπηλά
και τον πλησίασα αλλά δεν έκανα τίποτα άλλο μέχρι εκείνος να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Ο πόλεμος για σένα
τελείωσε» δήλωσε χωρίς περιστροφές και ένιωσα την ανάσα μου να με εγκαταλείπει.
«Βασιλιά μου...»
προσπάθησα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου αλλά εκείνος δεν με άφησε να συνεχίσω.
«Είσαι από τους πιο
ικανούς στρατιώτες που είχα ποτέ και για να είμαι ειλικρινής λυπάμαι πάρα πολύ
που θα σε χάσω από την φρουρά μου αλλά η θέση της νύφης μου είναι στο
παλάτι δίπλα στον γιό μου και όχι σε ένα
πεδίο μάχης να διακινδυνεύει την ζωή της» συνέχισε και έμεινα παγωμένη να τον
κοιτώ χωρίς να πιστεύω στα αφτιά μου.
«Η θέση ποιανής;»
ρώτησα ξέπνοα σοκαρισμένη. Σαν να μην το άκουσε εκείνος συνέχιζε.
«Πήγαινε να
τακτοποιηθείς στον καινούργιο σου δωμάτιο και μετά το δείπνο θα έχεις την
ευκαιρία να ξεκουραστείς περισσότερο».
«Βασιλιά μου δεν λέω
ότι δεν με τιμάει η προσφορά σας αλλά...»
«Δεν νομίζω ότι σου
έδωσα κάποια επιλογή» με διέκοψε εκείνος με το φαρμακερό του βλέμμα και
καταπίνοντας όλη μου την περηφάνια έκανα άλλη μια βαθιά υπόκλιση
συμπληρώνοντας.
«Η επιθυμία σας είναι
διαταγή μου. Βασιλιά μου!» Υπάκουσα χωρίς επιλογή και μόλις μου έδωσε την άδεια
να φύγω, έκανα δύο βήματα προς τα πίσω ακόμα σε στάση υπόκλισης, γύρισα προς
την πόρτα, την άνοιξα και βγήκα έξω από εκεί πριν η κραυγή που ένιωθα να με
πνίγει καταφέρει να βρει τον τρόπο να ξεφύγει από μέσα μου.
(*1) Βαλκυρίες > Ιδιότητες: Οι ίδιες οι βαλκυρίες θεωρούνταν πως
είχαν συγγένεια με τα κοράκια, τα οποία πετούσαν πάνω από τα πεδία μαχών και
επέλεγαν πτώματα. Έτσι, οι αγέλες των λύκων και τα κοράκια που καθάριζαν το
πεδίο μάχης μετά τη λήξη μπορεί να γίνονταν αντιληπτά ως υπηρέτες ενός
υψηλότερου σκοπού.
Ο στόχος των βαλκυριών ήταν να επιλέγουν τους πιο
ηρωϊκούς από αυτούς που είχαν σκοτωθεί σε μάχη και να τους μεταφέρουν στη Βαλχάλλα. Αυτό ήταν απαραίτητο γιατί ο Οντίν χρειαζόταν
πολεμιστές να πολεμήσουν με το μέρος του στην προκαθορισμένη μάχη στο τέλος του
κόσμου, το Ράγκναροκ.
Πολλές από τις βαλκυρίες αναφέρεται πως είχαν θνητούς
γονείς.
(*2) H
Βαλχάλλα στη Σκανδιναβική μυθολογία η Βαλχάλλα ( Valhöll,"Αίθουσα
των σφαγιασθέντων" ) είναι αίθουσα του Οντίν, σπίτι σε όσους σκοτώνονται ένδοξα στη μάχη, τους
οποίους καλωσορίζει ο Μπράγκι και οι οποίοι συνοδεύονται στη Βαλχάλλα από τις βαλκυρίες. Διαθέτει πεντακόσιες σαράντα πόρτες, τοίχους
φτιαγμένους από λόγχες, στέγη φτιαγμένη από ασπίδες και πάγκους καλυμμένους με
θώρακες στήθους. Λέγεται πως υπάρχει χώρος για όλους όσοι επιλεχθούν. Όλοι
αυτοί ονομάζονται Εϊνχέργιαρ.
(*3) Αιμοσπάθιο > Σπαθόλαδο
> κλείνει την πληγή > κίτρινο λουλούδι
(*4) Λεβαντρισάνο >
Λεβάντα> αντισηπτικό και καταπραϋντικό > μοβ
(*5) Μελιοράντι > Μελισσόχορτο (Lemon Balm): Ελιξίριο νιότης >
καταπραΰνει τον πόνο > πράσινο βλαστάρι
(*6)Καρδαμίλαιο > Κάρδαμο > σπόροι
Έψαξα και βρήκα βότανα που να έχουν την σωστή ιδιότητα
που ήθελα να έχουν αλλά άλλαξα τα ονόματα τους για να μην θεωρηθούν ότι είναι
πραγματικά ;)
(*7)Αριστόβουλος -
(άριστος+βουλή) ο άριστος σύμβουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου