Ετικέτες

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Τα παιχνίδια των θεών "9. Πέφτοντας στην παγίδα"




Πριν γυρίσουν οι κλώσες και αρχίσουν πάλι να με πρήζουν, κλείδωσα την πόρτα και ακούμπησα την πλάτη μου πάνω της. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα κοίταξα για λίγο γύρω μου. Με την ανάσα μου να πνίγεται μέσα μου, το χέρι μου βρέθηκε αυτόματα πάνω στο μενταγιόν που ο Κάι μου είχε χαρίσει. Μόλις τα δάχτυλα μου το ψηλάφισαν ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν. Πριν εκείνα κάνουν το λάθος να με προδώσουν, με μια βεβιασμένη κίνηση, το έβγαλα από πάνω μου και το πέταξα όσο πιο μακριά μου μπορούσα μουγκρίζοντας με αγανάκτηση. 


Το δωμάτιο, τώρα περισσότερο από πριν, ένιωθα να μου στερεί τον λιγοστό αέρα που μπορούσε να μου προσφέρει και χωρίς να το σκεφτώ έτρεξα στην ντουλάπα και την άνοιξα. Αντικρίζοντας όλα εκείνα τα ρούχα που περιείχε μέσα τα έχασα. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν κάτι που θα μπορούσα να φορέσω και να νιώσω ο εαυτό μου. Κλείνοντας την έβαλα τα χέρια μου πάνω το στόμα μου και έπνιξα την κραυγή που ήταν έτοιμη να ξεπηδήσει μέσα από τα χείλια μου.

Τι θα κάνω; φώναζα με απελπισία μέσα μου μέχρι που η πόρτα χτύπησε ξανά. Έτοιμη να ξεσπάσω στο πρώτο άτυχο που θα βρισκόταν μπροστά μου πήγα και την άνοιξα με δύναμη.

«Μιλαίδη μου» όλες μαζί οι κλώσες που είχαν γυρίσει προσφώνησαν κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση και αυτό έφτασε να με κάνει να ξεπεράσω κάθε προηγούμενο.

«Που είναι τα ρούχα μου» απαίτησα να μάθω υψώνοντας την φωνή μου και όλες μαζί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.

«Μα στην ντουλάπα σας, μιλαίδη μου» απάντησε η πιο ψύχραιμη από όλες τους που ξεχώρισε από τις υπόλοιπες κάνοντας ένα βήμα πιο μπροστά για να την κοιτάξω καλύτερα.

«Τα κανονικά μου ρούχα εννοώ» συνέχισα εγώ πιο νευριασμένα τώρα.

«Μα αυτά είναι τα κανονικά σας ρούχα» εκείνη συνέχισε με έμφαση.

«Απαιτώ να μου φέρεται τα δικά μου ρούχα τώρα» απαίτησα με περισσότερο πείσμα και οι κλώσες έμειναν να με κοιτούν σοκαρισμένες χωρίς να ξέρουν τι να πουν ή πως να αντιδράσουν. «Κουφές είσαστε; Δεν ακούτε τι σας λέω;» συνέχισα και αυτή που είχε μιλήσει και πριν πήρε πάλι τον λόγο.

«Θέλετε να σας φέρουμε μια στολή ιππασίας;» ρώτησε με περιέργεια λες και είχε μπει μέσα στο μυαλό μου και πήρα μια ανάσα για να καλμάρω τον εαυτό μου πριν συνεχίσω.

«Φέρτε ότι καταλαβαίνεται αρκεί να μην είναι τίποτα που να μοιάζει με εκείνα τα ηλίθια φορέματα που έχει μέσα η ντουλάπα» απάντησα τελικά και τους έκλεισα την πόρτα ξανά στα μούτρα χωρίς να έχω το κουράγιο να ασχοληθώ άλλο μαζί τους.

Ένιωθα το κεφάλι μου να είναι έτοιμο να εκραγεί, τις σκέψεις μου να έχουν αποσυντονιστεί τελείως. Η καρδιά μου, μην αντέχοντας άλλο βάρος από όσο ήδη είχε, χτυπούσε άρρυθμα μέσα στο στήθος μου κλέβοντας και τον λιγοστό αέρα που υπήρχε στα πνευμόνια μου. Η δυσφορία που ένιωσα με έκανε να ξεπεράσω κάθε προσωπικό μου όριο. Έπρεπε να φύγω από εδώ πριν να είναι αργά αλλά και που να πάω;

Όταν η πόρτα χτύπησε ξανά η κοπέλα που μου είχε μιλήσει πριν έτεινε προς το μέρος μου κάτι πολύ πιο απλό και απέριττο από ότι είχε μέσα η ντουλάπα.

«Μιλαίδη μου» είπε χαμηλώνοντας το κεφάλι της σαν να μου ζητούσε να την συγχωρέσω για κάποιο παράπτωμα της. Βλέποντας το της, άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά μετανιωμένη για την συμπεριφορά μου απέναντι της ενώ της έκανα χώρο για να περάσει.

«Να σας βοηθήσω να ντυθείτε μιλαίδη μου;» ρώτησε χωρίς να με κοιτά ενώ το ακουμπούσε απλά πάνω στο κρεβάτι.

«Όχι θα ντυθώ μου» δήλωσα και δεν μου έφερε αντίρρηση.

«Θα χρειαστείτε τίποτα άλλο μιλαίδη μου;» συνέχισε γυρίζοντας τώρα προς την μεριά μου και έπιασα το κεφάλι μου προκειμένου να βρω λίγη από την χαμένη μου ψυχραιμία πριν της απαντήσω. Στην τελική τι έφταιγε να πληρώνει όλα τα νεύρα μου;

«Μήπως ξέρεις που έχουν βάλει το τόξο μου;» ρώτησα πιο ήρεμα τώρα και εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και κινήθηκε προς την ντουλάπα.

«Άσ’ το θα το βρω μόνη μου πήγαινε να κάνεις την δουλειά σου» συνέχισα και έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

«Όπως επιθυμείτε μιλαίδη μου» αποκρίθηκε με σεβασμό και κίνησε να φύγει αλλά πριν βγει από το δωμάτιο σταμάτησε και γύρισε και πάλι προς το μέρος μου.

«Να καλέσω κάποιον να σας συνοδεύσει στην βόλτα σας μιλαίδη μου;» ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου κατηγορηματικά όχι. «Τότε σας εύχομαι καλή βόλτα, μιλαίδη μου» τόνισε το ‘μιλαίδη’ κάνοντας με για λίγο να παραξενευτώ γι αυτό αλλά με τόσα που είχα στο κεφάλι μου το άφησα να προσπεράσει.

«Σε ευχαριστώ...» της απάντησα κόβοντας την φράση μου κοιτώντας την με νόημα για να συμπληρώσει εκείνη το όνομα της.

«Κάραντρα» συμπλήρωσε και η ανάσα μου κόπηκε στην μέση με τον τρόπο που είχε τονίσει το ‘Κα’.

Με την σκέψη μου να πηγαίνει αυτόματα στο μενταγιόν που είχα πετάξει πάνω στα νεύρα μου πριν έμεινα να την κοιτώ αναποφάσιστη. Θα μπορούσε να είναι ο Κάι και να ήταν εδώ προσπαθώντας να μου δώσει εξηγήσεις; Αν ήταν όμως, εφόσον ήμαστε μόνοι, γιατί δεν μου αποκαλύπτεται;

Ένιωθα να τρελαίνομαι, τα πάντα μέσα στο μυαλό μου ήταν ένα κουβάρι και οι σκέψεις μου δεν έλεγαν να συντονιστούν. Όχι σίγουρα δεν θα μπορούσε να ήταν ο Κάι, όλοι είναι στο πεδίο της μάχης δεν θα μπορούσε εκείνος να λείπει αν το έκανε θα το καταλάβαιναν και ο Θορ σίγουρα θα ήταν ήδη εδώ, έτσι δεν είναι;

‘Αρκετά’ επέπληξα τον εαυτό μου και οι σκέψεις μου αυτόματα σιώπησαν ενώ τώρα περισσότερο από ποτέ η σκέψη της βόλτας στον καθαρό αέρα ένιωθα να είναι η πιο σωστή λύση.

«Σε ευχαριστώ Κάραντρα μπορείς να πηγαίνεις» της έδωσα τελικά την άδεια μου και εκείνη, χωρίς να φέρει αντίρρηση ή να πει κάτι άλλο, έφυγε αφού πρώτα έκανε άλλη μια βαθιά υπόκλιση και με άφησε μόνη.

Θα τρελαθώ... αν δεν κάνω κάτι και τώρα μάλιστα ένα είναι το σίγουρο, ότι θα τρελαθώ τελείως. Σκέφτηκα και με αυτήν την σκέψη αλλάζοντας ρούχα και δένοντας τα μαλλιά μου στην καθιερωμένη τους πλεξούδα, άρπαξα το τόξο μου και άρχισα να τρέχω προς τον μεγάλο κήπο του παλατιού.

Ο καθαρός αέρας έδειχνε να κάνει την δουλειά του αλλά δεν ήταν αρκετός για να με κάνει να ξαναβρώ τα λογικά μου. Είχα ανάγκη για κάτι πιο δυνατό και το σώμα μου υπακούοντας αυτή μου την επιθυμία, με δική του πρωτοβουλία, αυτόματα με οδήγησε στο στάβλο. Εκεί, ένας σταβλίτης φρόντιζε εκείνη την στιγμή τον Χέβενλη. Μόλις τον είδα ξανά η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει με περισσότερη ζωντάνια ενώ τα βήματα μου αυτόματα οδηγήθηκαν προς το μέρος του.

«Μιλαίδη μου» ο σταβλίτης προσφώνησε ξαφνιασμένος μόλις ένιωσε την παρουσία μου και έκανε μια βαθιά υπόκλιση αλλά από την ανάγκη μου να νιώσω κάτι οικείο δεν του ανταποκρίθηκα. Αντιθέτως έβαλα απευθείας τα χέρια μου πάνω στο πρόσωπο του Χέβενλη και τον χάιδεψα έντονα ενώ εκείνος μου ανταπέδιδε την χαρά λυγίζοντας το κεφάλι του χαμηλά για να μου δώσει το δικαίωμα να τον πλησιάσω περισσότερο.

«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω» μουρμούρισα συγκινημένη ενώ αγκάλιαζα το τεράστιο κεφάλι του. Όταν ο σταβλίτης μίλησε ξανά με ξάφνιασε. Είχα ξεχάσει τελείως την παρουσία του.

«Θα θέλατε να σας τον ετοιμάσω για να βγείτε μια βόλτα;» πρότεινε και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του με απορία.

«Σίγουρα μπορεί να βγει έξω; Το πόδι του...» το χαμόγελο του σταβλίτη έκανε την φράση μου να κοπεί στην μέση.

«Είναι μια χαρά μυλαίδη μου μην ανησυχείτε καθόλου γι αυτό τα βότανα που του βάλατε τον βοήθησαν να γιατρευτεί τελείως αλλά ακόμα απορώ πως κατάφερε να αντέξει στην μάχη» συμπλήρωσε εκείνος και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του Χέβενλη χωρίς να σταματώ να τον χαϊδεύω έντονα λες και αυτό θα μου έδινε όλη την δύναμη που χρειαζόμουν για να αντέξω τις βασανιστικές μου σκέψεις που τώρα γινόντουσαν πιο έντονες ιδίως μετά το σχόλιο του.

«Δεν άντεξε» του επιβεβαίωσα εγώ με πόνο.

«Δεν μου κάνει εντύπωση...» ‘Μα βαλτός ήταν και αυτός;’ αναρωτήθηκα με παράπονο.

Η ματιά μου που γύρισε απότομα προς το μέρος του τον έκανε να κάνει ένα αμυντικό βήμα προς τα πίσω ενώ ο ίδιος, γρήγορα, προσπάθησε να εξηγήσει τι εννοούσε.

«Τα υπολείμματα των βοτάνων που είχε απάνω η πληγή του την ώρα που το φέρατε εχθές...» δίστασε.

«Τα βότανα τι;» τον πίεσα περισσότερο βλέποντας τον διχασμό στην ματιά του.

«Μην με παρεξηγήσετε μυλαίδη μου αλλά το παρακάνατε λίγο με την δόση που χρησιμοποιήσατε» συμπλήρωσε εκείνος απολογητικά και ταυτόχρονα πήγε προς την μεριά που ήταν το πληγωμένο πόδι του Χέβενλη και σηκώνοντας το με παρότρυνε να το κοιτάξω. «Βλέπετε;» συνέχισε εκείνος. «Η πληγή ήταν τόσο επιφανειακή που τα βότανα την έκλεισαν αμέσως» συμπλήρωσε και έκανε όλα τα μέσα μου να ξεχειλίσουν με αγανάκτηση.

«Μέχρι να γυρίσω να είναι έτοιμο» διέταξα επιτακτικά και ο σταβλίτης έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

«Όπως διατάξετε μιλαίδη μου» ανταποκρίθηκε καθώς γύριζα την πλάτη μου τονίζοντας το ‘μιλαίδη μου’ αλλά με την θολούρα που είχα δεν του έδωσα σημασία και τρέχοντας πίσω στο δωμάτιο μου άρχισα να ψάχνω για μενταγιόν απελπισμένα.

«Ψάχνεται κάτι μιλαίδη μου;» ρώτησε μια κλώσα και γύρισα ορμητικά προς το μέρος της.

«Θα σταματήσετε επιτέλους να με αποκαλείτε έτσι;» αναφώνησα και το κακόμοιρο κορίτσι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω για να αποφύγει την οργή μου χωρίς να απαντήσει. «Μου έπεσε στο πάτωμα ένα μενταγιόν μήπως το πήρε το μάτι σου πουθενά;» συνέχισα πιο ήρεμα και έτρεξε αμέσως να με εξυπηρετήσει.

«Αυτό;» ρώτησε με απορία φέρνοντας μου το μενταγιόν του Κάι. Παίρνοντας το από τα χέρια της έφυγα χωρίς να της απαντήσω.

Ήμουν τόσο νευριασμένη που θα μπορούσα να γκρεμίσω μια ολόκληρη πόλη αλλά η λογική βαθιά μέσα μου με έκανε να φρενάρω. Είχα υποσχεθεί στον Θωρ ότι δεν θα έκανα τίποτα εν θερμό και τώρα τι πάνω να κάνω; Ήξερα ότι έπαιρνα μεγάλο ρίσκο με την κίνηση μου αυτή αλλά δεν μπορούσα να κάνω και πίσω, η κοροϊδία του δεν είχε όρια και αυτό δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να το αφήσει έτσι. Δεν μπορούσα να καταλάβω τις προθέσεις του αλλά δεν μπορούσα και να μην ξεκαθαρίσω και την δική μου θέση. Ήταν ζήτημα τιμής και εξαιτίας του η δική μου είχε πάει περίπατο όμως όχι χωρίς να τον κάνω να μου το πληρώσει γι αυτό.  

~*~*~*~

Μπαίνοντας στον στάβλο είδα τον Χέβενλη να είναι έτοιμος και να με περιμένει αλλά ο σταβλίτης δεν ήταν πουθενά. Δεν έδωσα σημασία. Ανέβηκα στο άλογο μου, κράτησα τα γκέμια του γερά και χτυπώντας τον στα πλευρά απαλά για να κινηθεί ξεκίνησα. Την στιγμή που πέρασα την πόρτα του στάβλου είδα τον σταβλίτη να με προσπερνά με μια περίεργη απορία στο βλέμμα του που έκανε το μυαλό μου να δουλέψει γρήγορα. Γυρίζοντας την πορεία του Χέβενλη πήγα κοντά του και μόλις σταμάτησα μπροστά του εκείνος έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

«Μιλαίδη μου» προσφώνησε αλλά δεν είχα καιρό για τέτοια.

«Εσύ ετοίμασες το άλογο μου;» ρώτησα επιτακτικά και τον είδα να διστάζει. «Μην τολμήσεις να μου πεις ψέματα» τον διέταξα κατηγορηματικά και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Έβαλες κάποιον άλλον να το ετοιμάσει;» συνέχισα και η ματιά του μου έδωσε όλα όσα ήθελα να μάθω. «Δεν ήσουν εδώ πριν» διαπίστωσα και το πρόσωπο του σταβλίτη αμέσως στράγγιξε από τα μάγουλα του.

Τον άτιμο ήταν εδώ και όχι μόνο ήταν εδώ αλλά προσπάθησε να με προκαλέσει για να με κάνει να κάνω αυτό ακριβώς που πάω να κάνω τώρα. Μα τι ηλίθια που είμαι, πως μπόρεσα να φερθώ τόσο ανόητα για άλλη μια φορά;

«Μιλαίδη μου...» προσπάθησε ο σταβλίτης να δικαιολογηθεί αλλά σηκώνοντας το χέρι μου δεν τον άφησα να συνεχίσει.

Με είχε παγιδέψει, με έκανε να χάσω την ψυχραιμία μου και εγώ σαν ηλίθια είχα πέσει για άλλη μια φορά στην παγίδα του όμως αγαπάει ο θεός τον κλέφτη αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη κύριε Κάι. Κοιτάζοντας πρώτα τον Χέβενλη και μετά την στολή της ιππασίας που μου είχε δώσει το μυαλό μου άρχισε να παίρνει γρήγορες στροφές. Αν εμφανιστώ έτσι όλοι θα καταλάβουν τα πάντα ιδίως αν προσπαθήσω να τον πλησιάσω όμως είναι και η μοναδική μου ευκαιρία για να τον ξεσκεπάσω αλλά πως; Αναρωτήθηκα για μια στιγμή και κοίταξα γύρω μου. Βλέποντας την φρουρά που είχε αλλάξει βάρδια τώρα να μπαίνει μέσα στον στάβλο για να αφήσουν τα άλογα τους κατέβηκα από τον Χέβενλη και έδωσα τα γκέμια στον σταβλίτη.

«Κράτα τον για λίγο και μην αφήσεις κανέναν να μπει μέσα στον στάβλο αν δεν σου δώσω εγώ την άδεια να το κάνεις» διέταξα και έτρεξα προς τον στάβλο πριν οι φρουροί φύγουν από εκεί.

Αντιλαμβανόμενοι την παρουσία μου όλοι ταυτόχρονα έκαναν βαθιά υπόκλιση αλλά εγώ αγνοώντας τους πήγα κατευθείαν σε μια κοπέλα που είχε το δικό μου ανάστημα και στάθηκα μπροστά της.

«Εσύ» είπα και εκείνη με κοίταξε με περιέργεια. «Άσε το άλογο σου και έλα μαζί μου» την διέταξα επιτακτικά. Εκείνη χωρίς δισταγμό το έκανε ενώ η υπόλοιπη φρουρά έμεινε ακίνητη κοιτώντας μας με απορία. «Εσείς γυρίστε στα καθήκοντα σας» συνέχισα και χωρίς να έχουν επιλογή το έκαναν πρόθημα καθώς ήταν εξαντλημένοι από την νυχτερινή τους βάρδια στην περιπολία των συνόρων μας.

Βρίσκοντας ένα άδειο παχνί ανάγκασα την κοπέλα να μπει μέσα και μόλις έκλεισα την πόρτα πίσω μου γύρισα και την κοίταξα στα μάτια.

«Γδύσου» διέταξα ενώ με τα χέρια μου πάνω στα ρούχα μου έκανα και εγώ το ίδιο και η κακομοίρα η κοπέλα τα έχασε τελείως. «Χρειάζομαι την στολή σου...» διευκρίνισα και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αλλά και την εχεμύθεια σου» συμπλήρωσα και ζαρώνοντας τα μάτια της τελικά κατένευσε χωρίς να πει κάτι άλλο.

Βοηθώντας την να βγάλει την στολή της πιο γρήγορα της έδωσα τα ρούχα μου για να ντυθεί και αφού φόρεσα τα εσωτερικά ρούχα της πανοπλίας εκείνη με βοήθησε να ασφαλίσω την πανοπλία καλύτερα. Αρπάζοντας το θηκάρι της με το σπαθί της στο χέρι άρχισα να πηγαίνω προς την έξοδο και η κοπέλα με ακολούθησε κρατώντας στο χέρι της την ασπίδα της.

«Εσύ πιάσε τα μαλλιά σου, πάρε τον Χέβενλη και ακολούθησε με» της είπα πριν φτάσουμε τον σταβλίτη που μας κοίταζε τελείως σοκαρισμένος.

«Μα μιλαίδη μου θα καταλάβουν ότι δεν είμαι εσείς» το κορίτσι παραπονέθηκε αλλά δεν σταμάτησα ούτε για μια στιγμή τον βηματισμό μου.

«Θέλω να κερδίσω χρόνο όχι να κρυφτώ» της δήλωσα και αμέσως υπάκουσε καθώς κατένευσε καταφατικά.

Ανεβαίνοντας πάνω σε ένα από τα άλογα που είχαν φέρει οι φρουροί με την πανοπλία που τους φόραγαν για να είναι προστατευμένα σε περίπτωση μάχης, η κοπέλα μου έδωσε να κρατήσω την ασπίδα της και έτρεξε και εκείνη για να ανέβει στον Χέβενλη την στιγμή που εγώ ξεκίνησα χωρίς να την περιμένω. Η κοπέλα δεν άργησε να πιάσει τον καλπασμό μου που ήταν τόσο γρήγορος που όλοι κάνανε στην άκρη για να περάσουμε. Βγαίνοντας από τα τείχη, χωρίς να χαλαρώνω τον καλπασμό μου, της έδειξα με μια κίνηση του κεφαλιού μου μια άσχετη πορεία και καθώς εκείνη κατένευσε καταλαβαίνοντας ότι δεν ήθελα πια να με ακολουθεί έφυγε και εγώ συνέχισα την πορεία μου προς το πεδίο της μάχης κάνοντας το κακόμοιρο άλογο μου να λαχανιάζει από την πίεση που του ασκούσα. Ο Κάι για κάποιον λόγο ήθελε να είμαι εκεί και δεν ήθελα να του χαλάσω το χατίρι.

Φτάνοντας στο Μίντγκαρν, στο πεδίο της μάχης, προσέχοντας να αφήσω κάποια απόσταση από την βασιλική φρουρά και τους υπόλοιπους που ήταν εκεί, κάρφωσα την ασπίδα στο έδαφος και κρατώντας σταθερό το άλογο που αγκομαχούσε σηκώθηκα όρθια για να εντοπίσω τον Κάι. Ήταν εκεί, στην θέση του, δίπλα στον πατέρα του και έμοιαζε να απολαμβάνει την μάχη όπως και εχθές. Αυτό για λίγο με έκανε να μπερδευτώ. Μα ειλικρινά τι πίστευε ότι θα κάνω; Ότι θα αψηφήσω τα πάντα και θα πάω έτσι μπροστά σε όλους και θα πάω να του ζητήσω εξηγήσεις, για τόσο ηλίθια με έχει; Δεν είχε λογική.

Αφού ξανακάθισα πάνω στην σέλα άρχισα να σκέφτομαι με περισσότερη ηρεμία τις επιλογές μου που δεν ήταν και πολλές. Η μια σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό ήταν να αναμειχτώ με την φρουρά την ώρα που θα έμπαιναν στο πεδίο της μάχης αλλά και αυτό ακόμα δεν θα μου έδινε και πολλά περιθώρια για να πραγματοποιήσω αυτό που ήθελα να κάνω καθώς κάτω από τα άγρυπνα μάτια του Θωρ ποιος μου έλεγε ότι εκείνος θα έκανε την κίνηση να επαναλάβει ότι έκανε και εχθές προδίδοντας και πάλι την θέση του. Αλλά και πάλι δεν έχει λογική, γιατί να θέλει να έρθω εδώ και μάλιστα με το άλογο μου και την κανονική μου ενδυμασία και όχι καλυμμένη;

‘Θα με τρελάνει, το ορκίζομαι θα με τρελάνει, δεν την γλυτώνω σήμερα’ ούρλιαξα μέσα μου και ξεχνώντας τελείως την ασπίδα μου άρχισα να περιπλανιέμαι με το άλογο νευρικά αρκετά μακριά τους μέχρι που το μάτι μου έπεσε στην μάχη που ήταν σε εξέλιξη εκείνη την στιγμή. Κοιτώντας προς τους έφιππους που μάχονταν πριν την βασιλική φρουρά ένιωσα την ανάσα μου να χάνετε και χωρίς να είμαι ικανή να πιστέψω στα ίδια μου τα μάτια άρχισα να κοιτώ μια προς την θέση του Κάι που ήταν δίπλα στον πατέρα του και μια προς το πεδίο της μάχης που εκείνος τώρα μαχόταν με κάποιον δικό μας.

‘Μπορεί να βρίσκεται σε δύο μέρη ταυτόχρονα;’ αναρωτήθηκα έντονα για μια στιγμή αλλά βλέποντας τον δικό μας να χάνει την μάχη δεν έκατσα περισσότερο να το σκεφτώ. Χτυπώντας τα πλευρά του αλόγου μου όρμισα μέσα στην μάχη μαζί με τους τελευταίους έφιππους που έμπαιναν τώρα στην μάχη και με όλη την δύναμη του αλόγου μου έτρεξα καταπάνω του για να υπερασπιστώ τον άτυχο έφιππο μας που προφανώς δεν ήξερε με ποιον μαχόταν όλη αυτήν την ώρα.

Εγώ με την πανοπλία και εκείνοι με τα κανονικά τους ρούχα με έκαναν να ξεχωρίζω σαν την μύγα μέσα στο γάλα και σίγουρα αυτό ο Θορ θα το παρατηρούσε και θα ερχόταν να κάνει πιο δίκαιη την μάχη αλλά είχα την ελπίδα ότι μέχρι να φτάσει κοντά μας θα προλάβαινα να τον ξεσκεπάσω και ίσως τότε να μπορούσε να με καταλάβει.

Βγάζοντας το τόξο μου από την πλάτη μου, πριν φτάσω κοντά του, έβγαλα ένα βέλος και οπλίζοντας το, το άφησα να ελευθερωθεί σημαδεύοντας τα πόδια του αλόγου του.  Μόλις το άλογο βρέθηκε στο έδαφος μαζί με τον Κάι, πετώντας το τόξο μου, έβγαλα το σπαθί μου από το θηκάρι του και την στιγμή που το άλογο μου τον προσπερνούσε όρμησα απάνω του.

Ο Κάι, αφού καταφέραμε και οι δύο να σηκωθούμε, προσπάθησε για λίγο να αμυνθεί αλλά μόλις κατάλαβε ποιος του είχε επιτεθεί ξαφνικά άρχισε να γελάει σταματώντας την μάχη μας.  

«Πάλεψε σαν άντρας αχρείε, ψεύτη, υποκριτή, πάλεψε με κάποιον που έχει τα κότσια να σε να σε αντιμετωπίσει στα ίσια» τον προκάλεσα ενώ δεν σταμάταγα να προσπαθώ να τον πετύχω με το σπαθί μου με τέτοια δύναμη που ο αέρας σφύριζε την στιγμή που το σπαθί μου τον έσχιζε αλλά εκείνος αντί να ανταποδώσει τα χτυπήματα, γελώντας πιο έντονα τώρα, τα απέφευγε με ευκολία με χορευτικές σχεδόν κοροϊδευτικές κινήσεις με αποτέλεσμα τα χτυπήματα μου να μην καταφέρνουν να τον βρουν πουθενά.

«Και αυτή είσαι εσύ;» χλεύασε προκαλώντας με περισσότερο.

«Γελοίε, άνανδρε, υποκριτή...» συνέχιζα εγώ με περισσότερο πείσμα και αυτό τον έκανε να ξεσπάσει περισσότερο.

«Θα πεις κι άλλα;» ειρωνεύτηκε κάνοντας μια περιστροφή γύρω από τον άξονα μου ενώ την στιγμή που ήταν πίσω από την πλάτη μου δίνοντας μια στα οπίσθια μου με το σπαθί μου με έσπρωχνε για να χάσω την ισορροπία μου.   

«Ποιος νομίζεις ότι είσαι τιποτένιε;» τον ρώτησα με αηδία την στιγμή που βρήκα ξανά την ισορροπία μου γυρίζοντας προς το μέρος του καθώς του επιτέθηκα ξανά.

«Δεν έχεις ιδέα πόσο σέξι είσαι όταν θυμώνεις» μουρμούρισε με ικανοποίηση ενώ με κοίταζε με μια καυτή ματιά δηλώνοντας μου ανοιχτά όλες τις πρόστυχες σκέψεις που πέρναγαν μέσα στο μυαλό του εκείνη την στιγμή. «Τι κρίμα να υπάρχουν τόσα βλέμματα γύρω μας και να μην μπορώ να το εκμεταλλευτώ» συνέχιζε επιβεβαιώνοντας την διαπίστωση μου κάνοντας την σταγόνα στο ποτήρι μου να ξεχειλίσει.

«Το βρίσκεις αστείο;» αναφώνησα ενώ τώρα το πείσμα μου να τον πετύχω και να τον κάνω κομμάτια γινόταν πιο ισχυρό καθώς το χέρι μου πιο δεξιοτεχνικά προσπαθούσε να τον βρει μάταια. «Έτσι σπάτε εσείς την άνοια σας; Κοροϊδεύοντας εμάς του απλούς θνητούς;» συνέχισα με μίσος. 

«Γιατί όχι» παραδέχτηκε αδιάφορα διασκεδάζοντας το περισσότερο. «Άλλωστε ποιος απλός θνητός έχει την δύναμη να τα βάλει μαζί μας;» μου χτύπησε και αυτό με έκανε να ακινητοποιηθώ κοιτάζοντας τον ασθμαίνοντας στα μάτια με δυσπιστία.

«Δεν είσαστε τίποτα μπροστά μας, ένα τίποτα» συμπλήρωσε και έκανε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου να τρανταχτεί.

«Τίποτα;» εξέφρασα ξέπνοα χωρίς να είμαι ικανή να το πιστέψω.

«Αλήθεια πίστεψες ότι ένας θεός και δη σαν εμένα, θα γύριζε ποτέ να σε κοιτάξει;» ρώτησε με βαθιά δυσπιστία. «Πόσο μικρή και ανόητη μπορεί να είσαι;» συνέχισε απογοητευμένα. «Εντάξει δεν λέω, έχετε πολλά κάλλη αλλά πέρα από αυτό...» άφησε την φράση του μισοτελειωμένη με νόημα και ένιωσα τα πάντα μέσα μου να νεκρώνουν ενώ το χέρι μου που κρατούσε το σπαθί μου να χαμηλώνει προς τα κάτω ηττημένο.

«Τίποτα;» επανέλαβα χωρίς να είμαι ακόμα ικανή να το πιστέψω.

«Ωωω μην βάλεις και τα κλάματα τώρα να χαρείς δεν τους αντέχω τους μελοδραματισμούς σας και αν θες ο μέλλοντας σύζυγος σου να μην καταλάβει ότι τώρα μιλάς με τον εραστή σου...» συμπλήρωσε βάζοντας βαθύτερα το μαχαίρι στην πληγή κοιτώντας με νόημα προς την μεριά που ο Θορ ερχόταν προς το μέρος μας. «Προτείνω να φύγουμε τώρα από εδώ πριν να είναι αργά» συμπλήρωσε και καθώς γύρισα παγωμένα το κεφάλι μου προς την μεριά που μου είχε υποδείξει και είδα τον Θορ να έρχεται καταπάνω μας έχασα κάθε επαφή με το περιβάλλον αλλά ο Κάι φρόντισε για άλλη μια φορά να με επαναφέρει στην σκληρή πραγματικότητα. «Ελπίζω να είναι επιεικής μαζί σου όταν αντιληφτεί ότι το πολυτιμότερο δώρο σου δεν το κράτησες για εκείνον» ψιθύρισε στο αυτί μου και αυτό έφτασε για να με αποτελειώσει.

Γυρίζοντας το πρόσωπο μου προς τον Κάι τον κοίταξα χωρίς να είμαι ακόμα ικανή να πιστέψω ότι αυτός που κοιτώ τώρα ήταν εκείνος που νόμιζα ότι μου είχε ανοίξει την καρδιά του, εκείνος που με είχε κάνει δικιά του, που μου πρόσφερε όλη την τρυφερότητα και την ασφάλεια που είχε η καρδιά μου ανάγκη για να παλέψει. Όχι δεν ήταν αυτός ο Κάι που γνώρισα εγώ αυτός που κοιτάω τώρα ή μήπως πάντα ήταν αυτός και απλά όλα τα άλλα ήταν μια αυταπάτη; Το μυαλό μου θόλωσε το ίδιο και η ματιά μου και μην θέλοντας να το πιστέψω το κεφάλι μου άρχισε να κουνιέται με έντονη άρνηση.

«Αυτοί που δεν αξίζετε τίποτα είσαστε εσείς όχι εμείς» είπα με όλη την αηδία να αντικατοπτρίζεται στα χαρακτηριστικά μου και πετώντας το σπαθί μπροστά του γύρισα την πλάτη και άρχισα να αναμιγνύομαι ανάμεσα στα άλογα που μάχονταν ακόμα χωρίς να κάνω ιδιαίτερη προσπάθεια να αποφύγω τα χτυπήματα που έρχονταν από τους καβαλάρηδες τους με τα χέρια μου τρεμάμενα να προσπαθούν να λύσουν τα δεσίματα της πανοπλίας ελπίζοντας αυτό να βοηθήσει για να πάρω μια ανάσα. Ο Κάι τρέχοντας πίσω μου με τράβηξε προς το πλάι για να με προστατέψει αλλά εγώ γυρίζοντας απότομα προς την μεριά του τον άφησα ξερό με ένα χτύπημα ανάμεσα στα πόδια. Μπορεί να μην είχα την δύναμη του αλλά ο εκτεθειμένος του ανδρισμός μπροστά στην ατσαλένια μου πανοπλία ήταν το μόνο που θα μπορούσε να τον κάνει να λυγίσει και δεν είχα άδικο.  Την στιγμή που διπλώθηκε στα δύο και κατέληξε στο χώμα έσκυψα πάνω από το κεφάλι του και πιάνοντας τον από τα μαλλιά ανασήκωσα το κεφάλι του για να με αντικρίσει στα μάτια.

«Είσαστε άξιοι της μοίρας σας» του έφτυσα στα μούτρα με αηδία και σπρώχνοντας τον προς τα πίσω ίσιωσα το κορμί μου και εισέπνευσα με περισσότερη ελευθερία.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA