Ετικέτες

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Όταν είσαι εδώ "3. Where Is My Mind"




Κρατώντας την στα χέρια του, ένιωσε να τον καίνε ένα κάρο τύψεις. Δεν της άξιζε το μέλλον που την περίμενε. Ήταν τόσο αδύναμη γι αυτό. Πως θα μπορούσε να αντέξει όλες τις προκλήσεις, τα αδιέξοδα που θα έβρισκε μπροστά της. Τα όσα θα έπρεπε να αποδείξει, να πολεμήσει, για να διεκδικήσει μια θέση δίπλα στον ‘Ήλιο’. Ο πατέρας του δεν θα της την έδινε έτσι απλά την θέση αυτή και ας λέγανε οι προφήτες ότι το προφίλ της ταίριαζε απόλυτα με το προφίλ της γυναίκας του ‘Ήλιου’.


Τα μάτια της ερμητικά κλειστά, ταξίδευαν σε άλλους τόπους. Τόπους που ήταν φτιαγμένοι μόνο για εκείνη.

Με την καρδιά του να χτυπάει άρρυθμα, πριν πάρει τον δρόμο του γυρισμού, κάλεσε με το κινητό του έναν αριθμό. Εκείνη ακόμα κοιμόταν στον καναπέ που την είχε εναποθέσει. Ο γιατρός που την εξέταζε δεν έκφραζε καμία του σκέψη, όμως ήξερε ότι τα νέα που θα του έλεγε δεν θα ήταν και τόσο ελπιδοφόρα. Είχε μελανιάσει τελείως πια από το κρύο και την ταλαιπωρία.

«’Ōkina taiyō’» *(Μεγάλε Ήλιε) άκουσε την φωνή της Aϊκο *(Αγαπημένο παιδί) αντί για την φωνή του γέροντα που φρόντιζε τον θεραπευτή της πόλης του και της προστατευόμενης του Aϊκο - την νέα γενιά θεραπευτών - που ζούσε μαζί του για να της περάσει όλη του την σοφία.

«Aϊκο» πρόφερε το όνομα της με σεβασμό.

«Είναι καλά. Θέλει λίγο χρόνο να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Μπορείς να ξεκινήσεις το ταξίδι σου» του είπε ευθύς αμέσως πριν προλάβει εκείνος να εκδηλώσει τις ανησυχίες του.

«Δεν είμαι σίγουρος» της δήλωσε ανοιχτά αυτό που ένιωθε μέσα του.

«Είναι η δίδυμη φλόγα σου. Μην αμφιβάλεις. Το ξέρεις ήδη αυτό. Το ένιωσες μέσα σου, την στιγμή που κράτησες το γυμνό της χέρι. Ξέρεις ότι δεν κάνεις λάθος. Σου το λέει η καρδιά σου. Τα μάτια σου δεν μπορούν να αποχωριστούν τα δικά της. Ήδη νιώθεις να θέλεις να την προστατέψεις από όλες τις δοκιμασίες που την περιμένουν. Είναι έτοιμη. Αδύναμη αλλά έτοιμη. Θα σου το αποδείξει. Θα το αποδείξει σε όλους μας» η διορατικότητα της υπήρχαν στιγμές που τον εκνεύριζε. Το ότι δεν έπεφτε ποτέ έξω ακόμα περισσότερο. Πόσο θα ήθελε αυτή την στιγμή να έκανε λάθος. Αυτό το κορίτσι να ήταν ένα ακόμα λάθος κορίτσι από αυτά που είχαν αποτύχει τις δοκιμασίες πριν από εκείνη σε μια προσπάθεια να βρεθεί αντικαταστάτρια της στην περίπτωση που δεν θα επιβίωνε. Ένα απλό συνηθισμένο κορίτσι που θα μπορούσε να την αφήσει απλά να πάρει τον δρόμο της.

«Aϊκο» δεν τον άφησε να πει τίποτα άλλο.

«Η αδελφή ψυχή μου, είναι έτοιμη να μας κάνει όλους υπερήφανους!» ήταν τα τελευταία της λόγια και μετά από αυτό, εκείνη τερμάτισε την κλήση του.  

Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Δεν είχε το περιθώριο να το κάνει. Ο πατέρας του περίμενε την άφιξη της από καιρό. Ήδη είχαν αργήσει και αν δεν την έβλεπε ούτε την επόμενη μέρα, θα πληρώνανε αρκετοί γι το παράπτωμα που είχε κάνει ο Έζιο πριν από χρόνια.

Ο γιατρός περίμενε υπομονετικά να τον ενημερώσει για την κατάσταση της αλλά το μυαλό του Μάρβεϊ ταξίδευε στον Έζιο και την τιμωρία του για όσα είχε περάσει αυτό το κορίτσι εξαιτίας του. Πριν δώσει στον γιατρό την άδεια του να τον ενημερώσει για την κατάσταση της το τηλέφωνο του χτύπησε από το ίδιο νούμερο που είχε καλέσει ο ίδιος λίγο πριν.

«Παρακαλώ;» ρώτησε με περιέργεια.

«‘Ōkina taiyō’» *(Μεγάλε Ήλιε) άκουσε την φωνή της Aϊκο ξανά αλλά με μεγαλύτερη ένταση από πριν. Αν και δεν μπορούσε να την δει, από την φωνή της και μόνο, θα ορκιζόταν ότι κάποιο όραμα την τυραννούσε πάλι.

«Μην ακούσεις τον γιατρό. Πάρ’ την και φύγετε τώρα. Ο Έζιο μπορεί να περιμένει την τιμωρία του. Πρόσεχε. Θα πάθει υπογλυκαιμικό σοκ. Κάνε της την ένεση που θα σου δώσει ο γιατρός και γυρίστε πίσω. Μην χάσεις άλλο χρόνο με άσκοπες κουβέντες. Πρόσεχε. Ζήτα την ένεση και φύγε» με αυτά τα τελευταία λόγια τερμάτισε για άλλη μια φορά την γραμμή και τον άφησε να κοιτάει το τηλέφωνο του με απορία.

Δεν μπορούσε να την παρακούσει. Όσα του είχε πει μέχρι στιγμής είχαν βγει αληθινά. Κάτι του έκρυβε σίγουρα, αλλά δεν είχε χρόνο να μάθει το τι. Έπρεπε να ακούσει την προειδοποίηση της.

«Έχεις κάποια ένεση για υπογλυκαιμικό σοκ;» ρώτησε τον γιατρό χωρίς να του επιτρέπει να του πει τίποτα άλλο.

Καθώς εκείνος του την έδωσε μέσα σε ένα μικρό δερμάτινο βαλιτσάκι, ο Μάρβεϊ κίνησε να πάει κατευθείαν κοντά της.

«Φεύγουμε τώρα» δήλωσε σε όλους όσους ήταν εκεί και περιμένανε για τις εντολές του.

«Και ο Ένζιο;» ρώτησε ο έμπιστος του αδελφός και φίλος, ο Ακίρα.

«Μπορεί να περιμένει» δήλωσε ενώ έπιανε ξανά την Ολίβια στα χέρια του.

«Είναι θέμα τιμής» του υπενθύμισε ο Ακίρα.

«Φεύγουμε τώρα» ήταν τα τελευταία λόγια του Μάρβεϊ και όλοι κινήθηκαν να κάνουν το καθήκον τους.

*~*~*~*~*~*

Ένα μόνιμο βουητό έκανε τα αυτιά της να πονάνε. Το έδαφος ένιωθε σαν κάποιος να το ταρακουνούσε. Τα βλέφαρα της βαριά πάλευαν να ανοίξουν μάταια.

«Μπαμπά» ήταν η μοναδική λέξη που μπορούσε να προφέρει ενώ η σκέψη της μέσα της συνέχιζε… ‘σεισμός’.

«Νέλι» μια γνωστή φωνή την καλούσε να βγει προς την επιφάνεια αλλά δεν τα κατάφερε. Τα βλέφαρα της ήταν τόσο βαριά.

«Γυναίκα του Ήλιου» μια άλλη γνωστή φωνή την καλωσόριζε. Αυτή ήταν πιο ζεστή πιο καλοδεχούμενη, της πρόσφερε ασφάλεια.

«Ακίρα» έβγαλε την λέξη από μέσα της με δυσκολία ενώ τα μάτια της άνοιξαν ελάχιστα.

«Εγώ είμαι κυρία. Σε λίγο θα είσαστε σπίτι σας» την διαβεβαίωσε εκείνος και με ελπίδα κατάφερε να ανοίξει τα μάτια της λίγο περισσότερο.

Δεν έβλεπε τίποτα. Κρύος ιδρώτας είχε καλύψει όλο της το σώμα. Τα μάτια θαμπά δεν μπορούσαν να καταφέρουν να εστιάσουν κάπου. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά ανεξέλεγκτα. Το στομάχι της το ένιωθε κενό, άδειο, διαμαρτυρόταν για λίγη τροφή. Είχε πια χλομιάσει τελείως, το ένιωθε και η ίδια, δεν υπήρχε κανένα ίχνος ζεστασιάς στα μάγουλα της. Το σώμα της έκανε σπασμούς σε σημείο να νιώθει ότι θα πέσει από το κάθισμα όπου την είχαν εναποθέσει. Ένα έντονο συναίσθημα που δήλωνε ότι κάτι δεν πάει καλά της προκαλούσε έντονο άγχος. Η ανάσα της δεν επαρκούσε. Χρειαζόταν λίγο αέρα. Χρειαζόταν λίγο φως. Ένιωθε τελείως τυφλή, αβοήθητη, ηττημένη στα χέρια ξένων που μπορεί να αναγνώριζε τις φωνές τους αλλά δεν είχε ιδέα ποιοι πραγματικά ήταν.

«Νέλι» η επιτακτική φωνή του Μάρβεϊ έκανε το κεφάλι της να τιναχτεί προς το μέρος που ερχόταν η φωνή του.

«Μην τα χάνεις τώρα. Ένα υπογλυκαιμικό σοκ είναι, μην το αφήνεις να σε παρασύρει σε κρίση πανικού. Όλα θα πάνε καλά» τον άκουγε να λέει ενώ μια βελόνα έμπαινε στο γυμνό της μπράτσο.

Δεν είχε κουράγιο ούτε να εκφράσει τον πόνο που ένιωσε. Τα πάντα ήταν μαύρα, θολά, ακαθόριστα. Η ανάσα της δεν έλεγε να επανέλθει. Ο πανικός την κατέβαλε για τα καλά.

«Το βιβλίο» μέσα στις αλλοπρόσαλλες σκέψεις που την κυρίευσαν μόνο αυτή της φαινόταν εκείνη την στιγμή λογική. Δεν μπορούσαν να της το στερήσουν. Ήταν το μόνο που της είχε απομείνει, από την ζωή, που ήξερε μέχρι τώρα.

«Είναι εδώ» την διαβεβαίωσε ο Μάρβεϊ και μόλις τα χέρια της έπιασαν το σκληρό περίβλημα του, τα πάντα έσμιξαν με το απέραντο σκοτάδι.

«Θα είναι καλά» ήταν τα τελευταία λόγια ενός αγνώστου που έφτασε στα αφτιά της και μετά σιωπή.

*~*~*~*~*~*

Το έντονο βουητό γύρισε. Τα μάτια της άρχισαν να ψάχνουν για κάτι. Για οτιδήποτε θα μπορούσε να την βοηθήσει να καταλάβει για το που ήταν. Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Μπροστά της μια απέραντη μαυρίλα. Το σώμα της κινιόταν σε έναν ανεπαίσθητο παλμό. Ήταν καθισμένη αλλά όχι εντελώς ακίνητη. Τα χέρια της εγκλωβισμένα κάτω από κάτι βαρύ. Η ζεστασιά που της πρόσφερε δεν έφτανε μέχρι μέσα της. Ήταν εντελώς παγωμένη. Εσωτερικά.

«Μην πανικοβάλλεσαι. Σε λίγο φτάνουμε» μια περίεργη αλλοιωμένη φωνή έφτασε στα αφτιά της από κάτι βαρύ και ογκώδες που τα κάλυπτε τελείως.

«Που με πάτε;» ήταν η πρώτη της σκέψη καθώς η συνείδηση άρχισε να την κάνει να συνειδητοποιεί ότι δεν βρισκόταν πια στο έδαφος αλλά σε ένα σκάφος που μετακινιόταν μέσα σε πυκνά σύννεφα. Αστραπές που έσπαγαν την μαυρίλα μπροστά της, σταγόνες που χτύπαγαν ένα τζάμι που την χώριζε από τον έξω κόσμο της το επιβεβαίωναν.

«Σπίτι» ήταν η μοναδική λέξη που άκουσε μέσα από τα ακουστικά που είχαν σφραγίσει τα αφτιά της και σαν να ξύπνησε ξαφνικά από έναν εφιάλτη, βρέθηκε αντιμέτωπη με τον πραγματικό της εφιάλτη. Αυτόν που προσπαθούσε χρόνια ολόκληρα να αποφύγει.

Όταν έλεγε ‘σπίτι’ όποιος και να ήταν αυτός που καθόταν δίπλα της και της μιλούσε, δεν εννοούσε το δικό της σπίτι. Το ήξερε καλά. Ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει όλα όσα η μοίρα είχε προδιαγράψει για εκείνη χωρίς να κάνει τον κόπο να την ρωτήσει. Ήξερε… ότι είχε έρθει η στιγμή να βρεθεί αντιμέτωπη με όσα ο Έζιο την είχε προετοιμάσει γι’ αυτά.

Δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί. Κρύο ιδρώτας την περιέλουσε. Το κορμί της άρχισε να τρέμει, να κρυώνει. Τα μάτια της έτρεχαν ανεξέλεγκτα. Η ανάσα της δεν επαρκούσε ώστε να γεμίσει τα πνευμόνια της. Το γνώριζε καλά όλο αυτό. Η κρίση πανικού ήταν πριν των πυλών. Σε λίγο θα την κατέλαβε ολόκληρη. Θα την κατάπινε όπως έκανε και τόσες άλλες φορές. Δεν ήθελε να το περάσει ξανά. Δεν ήξερε όμως τι να κάνει για να το σταματήσει. Έπρεπε να φανεί δυνατή για να αντέξει, να πολεμήσει, έναν άνισο πόλεμο. Όμως δεν θα έπεφτε αμαχητί. Θα τους αποδείκνυε ότι δεν ήταν ένα άβουλο πλάσμα που μπορούν να το χειριστούν γιατί πίστευαν ότι απλά μπορούσαν… όποιοι και να ήταν. 

«Πήγαινε με σπίτι» ήταν η ύστατη παράκληση της. Η τελευταία της ελπίδα. Ίσως αυτός που οδηγούσε να ήταν ένας απλός οδηγός, να μην είχε καμία σχέση μαζί τους. Αλλά ποιον κορόιδευε. Και απλός οδηγός να ήταν, σίγουρα θα άκουγε μόνο τις εντολές τους.

«Εκεί σε πάω» η απαλή φωνή του, έκανε την Ολίβια για μια στιγμή να νιώσει ότι αυτός ο άγνωστος νοιαζόταν. Το άγχος που εξέπεμπε μέσα από αυτές τις λιγοστές λέξεις, την έκανε να πιστεύει ότι κατανοούσε την κατάσταση της, ότι προσπαθούσε και ο ίδιος να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε. Μέσα από τις λέξεις που έκφραζε. Μέσα από την χροιά της φωνής του. Μιας φωνής που έφτανε σωσίβια στα αφτιά της.

Ένα χέρι πέρασε την χοντρή πανοπλία που την πλάκωνε για να την ζεστάνει. Ζεστά δάχτυλα μπλέχτηκαν με τα δικά της. Έσφιξαν το χέρι της τόσο όσο να της δώσουν δύναμη, κουράγιο, συμπαράσταση. Δεν είσαι μόνη… αυτό ένιωθε να της δηλώνει. Να ήταν αλήθεια ή άλλη μια παραίσθηση;

«Κάνε κουράγιο. Δεν είμαστε μακριά» τα λόγια του για άλλη μια φορά ήρθαν σωτήρια λίγο πριν ο πανικός την καταβάλει ολόκληρη.

«Γύρισε με στο σπίτι» τα δάκρυα της πια είχαν μουσκέψει κάθε τι που υπήρχε γύρω της. Τα μαγουλά της, τα μαλλιά της, ακόμα και εκείνο το βαρύ φορτίο που την κάλυπτε ολόκληρη και την έπνιγε.

«Εκεί σε πάω» επανέλαβε και χωρίς να καταλάβει το πώς, τότε το ένιωσε.

Ήταν ο παλμός της καρδιά του. Ασταθείς, γρήγορος, εξέπεμπε αγωνία, ταραχή, ενδιαφέρον. Ήταν τόσο συντονισμένος με τους παλμούς της δικής της καρδιάς που για λίγο δεν μπορούσε να καταλάβει αν χτύπαγε μια καρδιά ή δύο. Η μικρή φλέβα στην άκρη του καρπού του, της έδωσε την απάντηση. Ήταν δύο καρδιές που χτυπούσαν όμως σαν ένα.

Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος; Γιατί της εκδήλωνε τόσο έκδηλα πως νοιάζεται για εκείνη; Τι ήθελε από εκείνη; Που την πήγαινε; Δεν μπορούσε να βρει έναν λογικό ειρμό. Όλα ήταν ακόμα τόσο θολά, τόσο μπερδεμένα, που για μια στιγμή αναρωτήθηκε… μήπως τελικά όλα αυτά ήταν ένα ακόμα όνειρο;

Μακάρι να ήταν…..


Η κάθοδος του μικρού αεροσκάφους, ήταν πολύ ομαλή. Τόσο που η Ολίβια δεν το αντιλήφτηκε αμέσως ότι πλησιάζανε στο σημείο προσγείωσης.

Ο οδηγός μόλις το μικρό αεροσκάφος προσγειώθηκε δεν έχασε λεπτό. Ανοίγοντας την πόρτα του, πέρασε μπροστά από το τζάμι και ήρθε δίπλα της. Η μπαντάνα του οδηγού ήταν το πρώτο που πρόσεξε και εκεί κατάλαβε ότι όλη αυτή την ώρα, αυτός που της μιλούσε και της κρατούσε το χέρι δεν ήταν άλλος από τον Μάρβεϊ. Τόση προστατευτικότατα, τόση κατανόηση και προσοχή προς το άτομο της από πού άραγε να πήγαζε;

Την στιγμή που η πόρτα της άνοιξε, ένας κρύος αέρας έκανε τα μάτια της να τσούξουν και εκείνη τα έκλεισε. Τα χέρια του Μάρβεϊ γρήγορα την απάλλασσαν από τα δεσμά της, την άρπαζαν στην αγκαλιά του και με βήμα γρήγορο, παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης, προσπάθησε να την πάει σε ένα μέρος πιο φιλικό και ασφαλή για εκείνη. Μόλις η ζεστασιά την πλαισίωσε, η Ολίβια άνοιξε τα μάτια της. Ο βηματισμός του Μάρβεϊ δεν σταμάταγε να είναι γρήγορος, όμως τώρα ήταν πιο σταθερός και η παλμικότητα του κορμιού του λιγότερη έντονη σε βαθμό να σταματήσει το στομάχι της να αναδεύεται όπως πριν.

Αυτό όμως ήταν το λιγότερο. Ρίχνοντας μια ματιά γύρω της πρόσεξε ότι οι εικόνες τριγύρω της έμοιαζαν σαν να είχαν βγει μέσα από μια άλλη εποχή. Άντρες ντυμένοι με την παραδοσιακή στολή των Σαμουράι, καθόντουσαν προσοχή καθώς εκείνοι περνούσαν από μπροστά τους. Πρόσωπα κριμένα πίσω από κόκκινες πολεμικές μάσκες. Μάτια που δεν κοίταζαν πουθενά αλλού παρά μόνο μπροστά. Χάρτινα φανάρια φώτιζαν τον διάδρομο όπου ο Μάρβεϊ περνούσε. Τοίχοι φτιαγμένοι από καλάμια μπαμπού και ριζόχαρτο. Κόκκινα χαλιά με χρυσές λεπτομέρειες υπήρχαν κατά μήκος του διαδρόμου. Διάφορα κεντημένα τοπία σε πίνακες. Και στο τέλος του διαδρόμου, δύο γκέισες στα τέσσερα με το κεφάλι τους να ακουμπά το πάτωμα περίμεναν υπομονετικά την άφιξη τους για ανοίξουν την δίφυλλη συρόμενη πόρτα όπου ήταν μπροστά τους.

«Που είμαστε;» ρώτησε η Ολίβια παραξενευμένη με όλα αυτά.

«Σπίτι» ήταν η μοναδική του απάντηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA