Αυτός ο πόλεμος ήταν
περισσότερο επίδειξη δύναμης και διαλογής των καλυτέρων παρά πραγματική μάχη.
Όλοι παραταγμένοι στην σειρά, ξεκινώντας από τα αριστερά οι στρατιώτες από την
κατώτερη τάξη που αποτελούταν από τους νεότερους στο πεδίο της μάχης μέχρι τους
βασιλιάδες, περιμέναμε την σειρά μας για να ξεχυθούμε στο πεδίο της μάχης χωρίς
να κουνιόμαστε από την θέση μας. Η κάθε μάχη ξεκίναγε ξεχωριστά από την
κατώτερη τάξη και ανέβαινε στην ανώτερη χωρίζοντας την κάθε μάχη με ένα
σάλπισμα. Το κάθε σάλπισμα έδινε την έναρξη και την λήξη της ενώ η μάχη της
κάθε τάξης σου φαινόταν ότι κράταγε, όταν ήσουν μέσα σε αυτή, ατελείωτες ώρες
ενώ όταν ήσουν απ’ έξω ότι δεν ήταν επαρκή για να θεωρηθεί δίκαια.
Τα μόνα όπλα που μας
επέτρεπαν ήταν το τόξο, το ξίφος και το τσεκούρι - αν διάλεγες το τόξο είχες το
δικαίωμα να έχεις μαζί σου και ξίφος ή τσεκούρι – για να γίνεται η μάχη πάντα
σώμα με σώμα και όχι από απόσταση. Όσοι είχαν τόξο δεν τους επιτρεπόταν να το
χρησιμοποιήσουν πριν αναμειχτούν με τους εχθρούς και όλα γινόντουσαν τόσο
γρήγορα που θα έπρεπε να είσαι πολύ δεξιοτέχνης ώστε να καταφέρεις να αποφύγεις
τα χτυπήματα που δεχόσουν και ταυτόχρονα να καταφέρεις να βρεις έστω και έναν
στόχο από όσους έρχονται καταπάνω σου για να σε πολεμήσουν γι αυτό και πάντα,
το τόξο, κατέληγε η τελευταία μας επιλογή.
Καθ’ όλη τη διάρκεια
και μέχρι το τέλος της μάχης όλοι παρέμεναν σε σχηματισμό παρακολουθώντας το
αιματοκύλισμα, ακίνητοι σαν αγάλματα χωρίς να βγάζουν άχνα. Η πρώτη παράταξη με
την τελευταία όπου ήταν αυτή του βασιλιά, απείχε πολλά χιλιόμετρα και όσο
ήμασταν στην κατώτερη τάξη δεν μας δινόταν η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε
κάποια άλλη μάχη καθαρά πέρα από την επόμενη από τη δική μας και την
προηγούμενη που είχε ήδη γίνει, αλλά από την θέση που ήμουν τώρα μπορούσα με
άνεση να δω πολύ καθαρά και όλες όσες είχαν προηγηθεί.
Ο βασιλιάς Όντιν και
ο βασιλιά του εχθρού μας που το όνομα δεν γνώριζα, δεν πολεμούσαν άλλα δεν
έλειπαν και ποτέ από καμία μάχη ενώ οι στρατηγοί, ο Θόρ με το δεξί του χέρι τον
Φάντραλ και ο Άρης με τον
Κάι πολεμούσαν κατά επιλογή και μόνο μεταξύ τους ή με πολύ υψηλόβαθμους
στρατιώτες. Παλιότερα νόμιζα ότι πολεμούσαν μόνο για να σπάσουν την ανία τους
καθώς σπάνια γινόταν αυτό αλλά από την στιγμή που έφτασα τόσο κοντά στην
βασιλική φρουρά ώστε να βλέπω τις μάχες πιο καθαρά, κατάλαβα ότι επεμβαίνουν
τελικά μόνο όταν βλέπουν ότι η μάχη δεν είναι καθαρή για να την κάνουν δίκαιη
στην περίπτωση που κάποιοι ανώτεροι αναμιγνύονται με τις κατώτερες μάχες.
Το σάλπιγμα ήχησε και
τα άλογα χλιμιντρίζοντας και ανασηκώνοντας τα δύο μπροστινά τους πόδια μπήκανε
ορμητικά στην μάχη, μια μάχη που δεν είχε προηγούμενο.
Με την περίτεχνη
ασπίδα μου που ήταν ειδικά κατασκευασμένη γι αυτήν την στο ένα χέρι, το τόξο
μου με τα βέλη μου στην πλάτη και το τεράστιο σπαθί μου στο άλλο μου χέρι που
κρατούσε και τα γκέμια ταυτόχρονα, χτύπησα με δύναμη τα πλευρά του αλόγου μου Χέβενλη
- τον είχα ονομάσει έτσι γιατί με το που τον έβλεπες σου θύμιζε τον ουρανό έτσι
όπως εγώ τον γνώριζα. Βαθύ μπλε με κατάλευκα σύννεφα και όχι γκρίζο και μουντό όπως
ήταν ο ουρανός εδώ από την ημέρα που είχα έρθει – ακολούθησα και εγώ.
Από το πρώτο λεπτό
που το σπαθί μου προσπάθησε να με υπερασπιστεί ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Αυτή η μάχη δεν έμοιαζε με καμία άλλη άλλα βαθιά μέσα μου ένιωθα ότι αυτό που
με έκανε να νιώθω τώρα σαν πρωτάρα δεν ήταν μόνο αυτό.
Η ασπίδα με δυσκόλευε.
Το μέγεθος της που κάλυπτε όλο τον κορμό μου έκανε το σώμα μου δυσκίνητο και
τις κινήσεις μου πιο ασταθείς. Χωρίς να το σκεφτώ την πέταξα και άρπαξα το τόξο
μου από την πλάτη. Ήμουν καλύτερη στο τόξο περισσότερο από ότι ήμουν στο σπαθί
και το ένστικτό μου έλεγε να το χρησιμοποιήσω όμως στην συνέχεια διαπίστωσα το
πόσο λάθος είχα κάνει. Με το σπαθί μου στο θηκάρι του, κράτησα τα γκέμια του
αλόγου από την άκρη τους για να παρέχω στο άλογο μου την ελευθερία να κινηθεί
ενώ με το σώμα μου τον καθοδηγούσα και παίρνοντας ένα τόξο δοκίμασα την τύχη
μου αλλά μάλλον σήμερα η τύχη δεν ήταν και τόσο με το μέρος μου.
Τα βέλη μου δεν
έβρισκαν σάρκα, οι πανοπλίες ήταν τόσο καλά σχεδιασμένες που μόλις τα βέλη
χτύπαγαν πάνω τους γινόντουσαν θρύψαλα. Το μόνο σημείο που ήταν εκτεθειμένο
ήταν το πρόσωπο αλλά και αυτό ήταν σε τέτοια εγρήγορση πάνω στο άλογο που μέχρι
το βέλος να το φτάσει το πρόσωπο άλλαζε πορεία και κατέληγε πάνω στο κράνος.
Δεν είχα δει ξανά κάτι τέτοιο και σίγουρα θα έπρεπε να αναθεωρήσω τις τακτικές
μου και να τις προσαρμόσω καλύτερα για τέτοιες μάχες αλλά τώρα, χωρίς ασπίδα
και με το σπαθί μου στο θηκάρι του, δεν είχα το περιθώριο να το κάνω και έτσι
άφησα το ένστικτο μου και πάλι να με καθοδηγήσει πριν να είναι αργά. Κράτησα
ξανά τα γκέμια του αλόγου μου και προσπάθησα να ξεφύγω από το σημείο που ήμουν
καθώς οι δυνάμεις των αντίπαλων βασιλικών φρουρών με είχαν πια περικυκλώσει
ασφυκτικά και δεν μου έδιναν το περιθώριο να σκεφτώ τις επιλογές μου.
Βρίσκοντας ένα
ανοιχτό διάδρομο που είχαν δημιουργήσει τα σώματα των αλόγων, πέρασα ανάμεσα
και ετοίμασα και πάλι το τόξο μου. Την στιγμή που ένα ξίφος προσπάθησε να με
χτυπήσει, ενστικτωδώς έσκυψα προς τα πίσω και άφησα το βέλος να ελευθερωθεί.
Εκείνο βρήκε το μπροστινό πόδι του αλόγου του αναβάτη και το άλογο αμέσως
σωριάστηκε κάτω. Ο αναβάτης του, που πριν λίγο προσπάθησε να με χτυπήσει τα
έχασε και προσπάθησε να αποφύγει τα ποδοβολητά των αλόγων καθώς, ταυτόχρονα,
πάλευε για να βγάλει και το πόδι του κάτω από το άλογο του που τον είχε
πλακώσει. Το τέλος του δεν άργησε να έρθει.
Μετά από αυτό έβαλα
στόχο όλα τα πόδια των αλόγων και με αυτό για λίγο παρέμεινα ζωντανή και
αλάβωτη αλλά μόλις ο αρχηγός της φρουράς μου αντιλήφτηκε τι έκανα, αποφεύγοντας
ένα χτύπημα, άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου, φωνάζοντας σε
μια προσπάθεια να με σταματήσει.
Το άλογο μου άρχισε
να ταλαντεύεται και να γίνεται νευρικό αλλά μόλις είδε τον αρχηγό της φρουράς
να μας πλησιάζει τότε πραγματικά αφήνιασε. Προσπάθησα να το σταματήσω αλλά ήταν
ακατόρθωτο μέχρι που την στιγμή που τράβηξα δυνατά τα γκέμια. Εκείνο,
ανασηκώνοντας τα δύο μπροστινά του πόδια, χτύπησε το άλογο του αρχηγού της
φρουράς και τον ανάγκασε να πέσει μαζί με το άλογο του. Ο Χέβενλη όμως δεν
σταμάτησε εκεί, με τα πόδια του να πατάνε πάνω στο άλογο του αρχηγού
προσπαθούσε να το αποτελειώσει ενώ πλησίαζε περισσότερο τον ίδιο τον αρχηγό και
έπρεπε να κάνω κάτι οπωσδήποτε πριν τον σκοτώσει.
Τραβώντας τα γκέμια
του για άλλη μια φορά με όλη μου την δύναμη, προσπάθησα να αλλάξω την πορεία
του Χέβενλη. Εκείνος, στην προσπάθεια του να υπακούσει σηκώθηκε στα δύο του
πόδια και άρχισε να χτυπάει τον αέρα με δύναμη. Την στιγμή που το σώμα του
γύρισε και το δεξί του πόδι ακούμπησε στο χώμα, λύγισε και βρεθήκαμε και οι δύο
στο έδαφος με τον Χέβενλη να κάνει σπασμούς σφαδάζοντας.
«Τι νομίζεις ότι
κάνεις;» ο αρχηγός της φρουράς μου φώναξε χωρίς να χάνεις χρόνο και καθώς
σηκώθηκα όρθια έβγαλα το σπαθί από την θήκη μου. Δεν είχα χρόνο για τις
επιπλήξεις του. Ο αντίπαλος που ερχόταν κατά πάνω μας είχε άσχημες διαθέσεις.
Έτσι, σπρώχνοντας τον, χτύπησα το σπαθί που ήταν έτοιμο να τον χτυπήσει από τον
καβαλάρη που εκείνη την στιγμή εκμεταλλεύτηκε την αναταραχή.
«Οι άλλοι θα μας
κατασπαράξουν και εσύ ζητάς εξηγήσεις;» του ανταπάντησα άγρια και προσπάθησα να
αμυνθώ στα χτυπήματα που ξαφνικά δεν ήξερα από που μου έρχονταν.
Ήταν τόσα πολλά, και
μάλιστα τα περισσότερα από τους έφιππους στρατιώτες, που ένιωθα πως με είχαν
περικυκλώσει σαν ένα σμήνος από κοράκια που προσπαθούσαν να με κατασπαράξουν
αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό αλλά το ίδιο μου το σπαθί.
«Το ξέρεις ότι εσύ
φταις για όλα αυτά» αγκομάχησε ο Χόγκαν, ο αρχηγός της φρουράς που πολεμούσε
στο πλευρό μου, στην προσπάθεια του να προστατέψει το σώμα του κάτω από την
δύναμη του σπαθιού που απέκρουε.
«Έλεος Χόγκαν»
αναφώνησα καθώς το σώμα μου περιστρεφόταν γύρω από τον άξονα του προκειμένου να
αποφύγει το επόμενο χτύπημα. «Σκάσε πια και πολέμα» συνέχισα αγκομαχώντας και
εγώ ενώ το σπαθί μου άστραψε κάτω από την τριβή που του άσκησε το σπαθί που το
απέκρουσε και με όλη την δύναμη μου το συγκράτησα πριν το χάσω.
Όλα πήγαιναν στραβά. Όλα
όσα ήξερα, όσα μου είχαν σώσει την ζωή, τώρα δεν λειτουργούσαν. Όσες προσπάθειες
και να έκανα το μόνο που κατάφερνα ήταν απλά να κρατηθώ τίποτα παραπάνω. Κάτι
δεν πήγαινε καλά, μάρτυς μου ο θεός, αυτή η μάχη δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Ακόμα
και το ίδιο μου το σπαθί μου το επιβεβαίωνε. Κάθε μου προσπάθεια για επίθεση έπεφτε
στο κενό. Όλες μου οι άμυνες δεν επαρκούσαν. Ενώ το ίδιο μου το σπαθί γινόταν
όλο και πιο βαρύ καθώς το χώμα έμοιαζε τώρα σαν να ήταν ένας μεγάλος μαγνήτης
που το τράβαγε κοντά του όλο και περισσότερο.
Είχα χάσει την ανάσα
μου. Η καρδιά μου στο στήθος μου βροντοχτυπούσε. Η πανοπλία μου αν και με άφηνε
αλάβωτη είχε πια αχρηστευτεί τόσο πολύ από τα χτυπήματα που ένιωθα ότι από
στιγμή σε στιγμή και αυτή θα διαλυόταν όπως ακριβώς είχα διαλυθεί και εγώ. Και
το χειρότερο; Όλο αυτό δεν είχε τελειωμό.
Είχα χάσει κάθε
ελπίδα αλλά όχι και την πίστη μου. Πάλευα με όση δύναμη μου είχε απομείνει και
εκεί που πίστευα ότι το τέλος ήταν πολύ κοντά εκεί είδα τον προσωπικό μου θεό
(τον Κάι) να τρέχει κατά πάνω μου. Αυτόματα το ηθικό μου αναπτερώθηκε δίνοντας
μου όλη η δύναμη και το κουράγιο που είχα ανάγκη εκείνη την στιγμή. Το σώμα μου
σήκωσε το ανάστημα του, τα πνευμόνια μου γέμισαν με μια νέα ελπίδα και η καρδιά
μου χτύπησε χαρμόσυνα αλλά μόλις είδα το ξίφος του να σηκώνεται ψηλά τα έχασα
τελείως.
Δεν ήξερα τι να
πιστέψω. Νόμιζα ότι είχε έρθει για να με βοηθήσει και τώρα... Τώρα δεν μου
απέμενε τίποτα άλλο από το να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Το σπαθί μου μπήκε
μπροστά προστατεύοντας με αλλά η δύναμη του με διέλυσε. Η ματιά του με καθήλωσε
και σαν παραπονιάρικο παιδί, με την ματιά μου, ρώταγα σιωπηλά να μου πει ένα ‘Γιατί;’.
Γιατί αντί να με υπερασπίζεται τώρα με πολεμούσε όπως οι άλλοι, μην πω και πιο
σκληρά ακόμα.
Θα τα είχα παρατήσει,
θα είχα παραδοθεί, αν και εκείνος με είχε προδώσει με αυτόν τον τρόπο τι άλλο
μου είχε απομείνει να κάνω; Όμως δεν τα παράτησα, αντίθετα, το πείσμα μου έγινε
πιο ισχυρό και μπορεί να μην είχα την ίδια δύναμη να τον αντιμετωπίσω αλλά είχα
την θέληση να τον αποφύγω και αυτό έκανα όμως δυστυχώς ούτε και αυτό ήταν
αρκετό.
Σε ένα του χτύπημα με
καθήλωσε στο έδαφος και καθώς εκείνος καβάλησε τα πόδια μου, κρατώντας το σπαθί
του από την λαβή του και με τα δύο του χέρια, το σήκωσε ψηλά και με κοίταξε
ανέκφραστα λέγοντας μου. «Φρόντισε να δείχνεις νεκρή».
Τα λόγια του
στράγγιξαν το αίμα από τις φλέβες μου και τα χέρια μου σηκώθηκα απελπισμένα
αμυντικά μπροστά ενώ με το μυαλό μου παρακαλούσα όλο αυτό να είναι μην είναι
αλήθεια αλλά ένα κακό όνειρο.
Δεν ξέρω το πως αλλά
άξαφνα τον ένιωσα απότομα να φεύγει από πάνω μου και τα μάτια μου αυτόματα
άνοιξαν και γύρισαν προς την φορά που ένιωσα να φεύγει. Ήταν αρκετά μακριά μου
και καθηλωμένος στο έδαφος με το *Μγιόλνιρ,
το όπλο του Θόρ που δεν ήταν άλλο από ένα όχι και τόσο συνηθισμένο Σφυρί, να
είναι πάνω στο στέρνο του και το έδαφος από κάτω του να έχει γίνει μια τεράστια
λακκούβα.
«Βλέπω δεν βάζεις
μυαλό αδελφέ» άκουσα τον Θόρ να του λέει και τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από
την έκπληξη. Ο Κάι, ο δικός μου ο Κάι είναι αδελφός του Θόρ;;;;!!! Το μυαλό μου
δεν μπορούσε να το συλλάβει.
«Και εσύ δεν παίζεις
τίμια. Θες να με πολεμήσεις; Τότε πάρε το τέρας σου από πάνω μου και δείξε μου
την δύναμη σου» του γύρισε ο Κάι σκληρά ενώ προσπαθούσε μάταια να μετακινηθεί. Ο
Θόρ καθώς τον πλησίασε τον κοίταξε με ευχαρίστηση.
«Πολύ ευχαρίστως»
είπε και παίρνοντας το Μγιόλνιρ του στα χέρια του τότε άρχισαν μια πάλη σώμα με
σώμα που όμοια της δεν είχα ξαναδεί.
Δεν πρόλαβα να δω
πολλά. Μόλις κάποιος αντιλήφτηκε ότι δεν ήμουν νεκρή τον είδα να έρχεται
καταπάνω μου για να με αποτελειώσει. Δεν έχασα λεπτό, κατρακυλώντας το κορμί
μου στο πλάι σταμάτησα δίπλα σε ένα σπαθί που είχα δει από πριν και πιάνοντας
το στα χέρια μου σηκώθηκα να τον αντικρούσω. Το μυαλό μου δεν μου έκανε την
χάρη να συντονιστεί και την στιγμή που το σάλπισμα ήχησε ξανά μας βρήκε, εμένα
και τον αντίπαλο μου, να έχουμε τις μύτες των σπαθιών μας ακουμπισμένες στους
λαιμούς μας ταυτόχρονα.
Η λήξη της μάχης είχε
επιτέλους έρθει με μένα να στέκομαι ακόμα ζωντανή καθαρά από τύχη και μόνο. Ο
αντίπαλος μου τράβηξε το σπαθί του και αφού έκανε δύο βήματα προς τα πίσω
τελικά έφυγε αλλά εγώ δεν κουνήθηκα σπιθαμή. Παγωμένη ακόμα από όλο αυτό το σοκ
το σπαθί μου βρέθηκε στο έδαφος ενώ τα πόδια μου λύγισαν και ακούμπησαν το
χώμα. Πάλευα να βρω λίγο οξυγόνο αλλά όσο πέρναγε η ώρα τόσο ένιωθα να
λιγοστεύει όλο και περισσότερο.
«Σήκω απάνω στρατιώτη, η μάχη τελείωσε και
είσαι ζωντανή» άκουσα την φωνή του άρχοντα μου Θορ να προσπαθεί να με
επαναφέρει αλλά εγώ παρέμεινα ακίνητη.
«Ζωντανή;» ρώτησα με
απορία ενώ το κεφάλι μου γύρισε αργά και κοίταξε γύρω του μηχανικά. «Δεν είμαι
και τόσο σίγουρη πια» συνέχισα ξεψυχισμένα και το βαθύ του κάθισμα μπροστά μου
με ξάφνιασε τόσο πολύ που αυτόματα η μάτια μου γύρισε προς το μέρος τους
σοκαρισμένη.
«Τι σε έχει πιάσει
επιτέλους;» απαίτησε να μάθει ταρακουνώντας με από τους ώμους βίαια.
«Δεν ξέρω...»
αναφώνησα αγανακτισμένα. «Είναι αυτή η ηλίθια πανοπλία που νιώθω να με πνίγει;»
αναρωτήθηκα στον ίδιο μου το εαυτό εκφράζοντας το δυνατά ενώ τώρα την κοιτούσα
σοκαρισμένη από το πόσο τσαλακωμένη είχε καταντήσει. «Ή αυτό το απαίσιο κράνος
που το νιώθω πιο βαρύ και από το ίδιο μου το κεφάλι;» συνέχισα ενώ με τα χέρια
μου, σπασμωδικά το έβγαζα από το κεφάλι μου και το πέταγα μακριά κάνοντας τον Θόρ
να αποτραβηχτεί από κοντά μου. «Ή αυτό το σπαθί που όσο πέρναγε η ώρα ένιωθα
ότι η γη το τραβούσε κοντά της όλο και περισσότερο; Δεν μπορώ να καταλάβω
τίποτα. Ένιωσα σαν να μην είχα πολεμήσει ποτέ ξανά στην ζωή μου όπως τότε που
ήμουν πέντε χρονών, τότε που μου έδωσαν στα χέρια για πρώτη φορά ένα σπαθί και
μου είπαν ‘Πολέμα’ χωρίς καν να μου πουν το πως. Ένιωσα την ελπίδα να με
εγκαταλείπει, το σώμα μου να βουλιάζει, να γίνεται ξένο, σαν να μην το έλεγχα
εγώ. Ακόμα και το άλογο μου ένιωθα να υπακούει στις εντολές μου καλύτερα από
ότι υπάκουε το ίδιο μου το σώμα» έκανα μια παύση και κούνησα το κεφάλι μου
αρνητικά με την ματιά μου να κοιτά το κενό ενώ τα χείλια μου ενώθηκα σε μια
προσπάθεια να συγκρατήσουν όλα τα άλλα λόγια που ήθελαν να εκφράσουν. «Βγάζουν
κανένα νόημα όλα αυτά σε σας;» ρώτησα απελπισμένα ενώ τώρα τον κοίταζα και τον
ένιωσα να παίρνει μια βαθιά αναπνοή ενώ τα χέρια του τώρα αγκάλιαζαν ξανά τα
μπράτσα μου παρηγορητικά.
«Σήκω πάνω, όλα
τελείωσαν τώρα» μου απάντησε εκείνος και συγκρατώντας με από τα μπράτσα με
βοήθησε να σηκωθώ ξανά στα πόδια μου. Ενώ για μια στιγμή δίστασε καθώς με
κοίταζε ακόμα στα μάτια τελικά άφησε τα χέρια του ελεύθερα και έκανε ένα βήμα
προς τα πίσω δημιουργώντας μια απόσταση μεταξύ μας αφήνοντας μου λίγο ελεύθερο
χώρο για να μπορέσω να ανασάνω.
«Θα πάω να βρω το
άλογο μου, θα είσαι καλά για λίγο μόνη σου μέχρι να το φέρω;» ρώτησε και
κούνησα το κεφάλι μου μηχανικά θετικά ενώ κοίταξα για λίγο γύρω μου.
«Θα ψάξω να βρω το
τόξο μου» του απάντησα χωρίς να τον κοιτώ αλλά εκείνος δεν έφυγε.
«Μπορείς να το
αντικαταστήσεις όταν γυρίσουμε...» προσπάθησε αλλά γυρίζοντας την ματιά μου
προς το μέρος του απότομα εκείνος σταμάτησε την φράση του στην μέση καθώς είδε
το βλέμμα μου που πραγματικά δεν είχα ιδέα τι πρόδιδε.
«Είναι ο μοναδικός
έμπιστος φίλος που έχω και δεν θα το παρατήσω πίσω μου και ούτε αντικαθιστάτε»
δήλωσα κατηγορηματικά.
«Αυτό μπορώ να το
καταλάβω, θα είσαι σίγουρα καλά μόνη σου;» ρώτησε ξανά με ένα περίεργο ύφος που
δεν μπορούσα να το αποκωδικοποιήσω.
«Είμαι ζωντανή, ο
πόλεμος τελείωσε, τι μπορώ να πάθω;» ρώτησα πίσω και είδα τα μάτια του να
χαμογελούν με μια νότα ελπίδας ενώ τα χείλια του παράμεναν σοβαρά.
«Θα πάω να φέρω το
άλογο μου και θα γυρίσω να σε βοηθήσω να το βρεις» απάντησε εκείνος και όπως
έκανε πάντα, έφυγε χωρίς να περιμένει καμία άλλη απάντηση.
Τι περίεργος που
είναι σήμερα. Σχολίασα μέσα μου αλλά χωρίς να χάσω χρόνο τα άφησα όλα στην άκρη
προς το παρόν πριν τρελαθώ τελείως και άρχισα την αναζήτηση.
Κοίταζα γύρω μου το
αποκρουστικό πεδίο της μάχης χωρίς να είμαι ικανή να καταφέρω να συντονίσω την
σκέψη μου. Η λογική μου έλεγε ότι αν βρω τον Χέβενλη τότε κάπου εκεί θα είναι
και το τόξο μου καθώς από εκείνη την ώρα δεν το είχα χρησιμοποιήσει ξανά αλλά
το γενναίο μου άλογο που είχε πέσει σε αυτήν την μάχη και μάλιστα χωρίς να ξέρω
το πώς, δεν φαινόταν πουθενά. Άραγε πόσο μακριά του είχα βρεθεί κατά την
διάρκεια της μάχης; Αναρωτήθηκα για μια στιγμή και συνέχισα να ψάχνω με
περισσότερη μανία μέχρι που κάποιος μου έπιασε το πόδι και το χέρι μου βρέθηκε
αμέσως στο θηκάρι μου αναζητώντας την λαβή του σπαθιού μου όμως το σπαθί μου
δεν ήταν πια εκεί για να με υπερασπιστεί και έτσι γύρισα για να αντιμετωπίσω
την απειλή με το ίδιο μου το σώμα. Μόλις όμως τα χέρια μου αντέκρουσαν τα δικά
του χέρια πάγωσα.
«Σε παρακαλώ, μην με
αφήνεις εδώ, μπορώ ακόμα να πολεμήσω» παρακάλεσε ο νέος απελπισμένα και έμεινα
ακίνητη να τον κοιτώ ξαφνιασμένη.
«Άφησε τον, έχει
ξοφλήσει» άκουσα την φωνή του Θόρ να λέει και γύρισα απότομα προς την μεριά του
τελείως σοκαρισμένη από τα ψυχρά του λόγια.
«Μα είναι ακόμα
ζωντανός» διαμαρτυρήθηκα έντονα.
«Όχι για πολύ»
συμπλήρωσε εκείνος γυρίζοντας την ματιά του προς το πεδίο της μάχης.
Ακολουθώντας την
ματιά του ένιωσα την γη να ανοίγει κάτω από τα πόδια μου και να με καταπίνει. Η
εικόνα που έβλεπα μπροστά μου τώρα ήταν ακόμα πιο αποκρουστική και από τον ίδιο
το πεδίο της μάχης που έβλεπα πριν και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Στο πεδίο
της μάχης που τώρα είχε αδειάσει από όλους όσους είχαν επιβιώσει γι αυτήν την
μέρα, είχε γεμίσει από αγέλες λύκων που κατασπάραζαν όποιον έβρισκαν να
κουνιέται ενώ πάω από τα κεφάλια τους και λίγο πιο πίσω, πανέμορφες γυναίκες
πάνω σε φτερωτά άλογα κοιτάζανε την γη εξονυχιστικά σαν αρπακτικά και που και που
βούταγαν στο κενό μαζεύοντας κάποιον νεκρό στρατιώτη. Τον παίρνανε μαζί τους
και χάνονταν μακριά ενώ κάποιες άλλες έρχονταν συμπληρώνοντας την θέση αυτής
που είχε ήδη φύγει.
«Πρέπει να τον
πάρουμε από εδώ» εξωτερίκευσα την σκέψη μου επιτακτικά ενώ απευθυνόμουν
περισσότερο στον ίδιο μου τον εαυτό παρά στον Θόρ που με παρακολουθούσε όλη
αυτήν την ώρα αμίλητος.
«Είμαι μια μάταια
προσπάθεια. Δεν θα τα καταφέρει» εκείνος διαφώνησε και τον κοίταξα πιο
εξαγριωμένη.
«Πως μπορείτε να είσαστε
τόσο αναίσθητος; Για τον θεό είναι ακόμα ζωντανός. Πρέπει να κάνουμε μια
προσπάθεια να τον σώσουμε. Αν τον πάρετε μαζί σας με το άλογο μπορεί και να...»
πριν προλάβω να τελειώσω την φράση μου, ο Θόρ είχε κατέβει από το άλογο του και
τώρα έστεκε μπροστά μου συγκρατώντας με από τους ώμους για να με συνετίσει.
«Κοίταξε τον Τάιρα»
απαίτησε καθώς με γύριζε προς το μέρος του κακόμοιρου στρατιώτη που τα είχε
τελείως χαμένα από όλο αυτό που γινότανε μπροστά στα μάτια του. «Έχει τα
χρώματα του εχθρού, το πιθανότερο είναι να μην συνειδητοποιεί καν σε ποιους
μιλάει» συνέχισε σκληρά και τράβηξα βίαια τα χέρια του από πάνω μου αηδιασμένη.
«Όταν αντικρίζεις τον
ίδιο τον θάνατο τα χρώματα του πολέμου παύουν να υπάρχουν γι αυτό και
προσπαθείς να πιαστείς από όπου βρεις αλλά προφανώς εσείς δεν βρεθήκατε ποτέ σε
αυτήν την θέση για να το γνωρίζετε αυτό» του χτύπησα σκληρά χωρίς να υπολογίζω
ποιος ήταν.
«Άφησε τον και έλα
μαζί μου τώρα στρατιώτη. Αυτό είναι διαταγή» ήταν το μόνο που βρήκε να πει και
με έκανε ακόμα χειρότερα.
«Σε αυτήν την
περίπτωση, τότε θα αναγκαστώ να την παρακούσω» είπα με θράσος υψώνοντας το
ανάστημα μου μπροστά του και είδα τα χέρια του να σφίγγουνε σχηματίζοντας
γροθιές καθώς τα δόντια του τρίζανε από την πίεση που τους ασκούσε.
Ο ουρανός άρχιζε να
σκοτεινιάζει απειλητικά ενώ οι αστραπές και οι βροντές έκαναν την ατμόσφαιρα
πιο ανατριχιαστική από όσο ήταν ήδη καθώς ο αέρας που ξαφνικά άρχισε να μας
κυκλώνει μαστίγωνε τώρα τα πρόσωπα μας με μανία αλλά ούτε αυτό ήταν ικανό να με
σταματήσει.
«Θα παρακούσεις την
εντολή του άρχοντας σου για να έναν εξοφλημένο; Για έναν εχθρό; Που με το που
βρει την δύναμη του θα σε καρφώσει πισώπλατα;» ρώτησε χωρίς να το πιστεύει, με
τα μάτια του να αστράφτουν επικίνδυνα ενώ το χρώμα τους σκούραινε τόσο όσο να
θυμίζει φουρτουνιασμένη θάλασσα.
«Λυπάμαι αλλά η
συνείδηση μου λέει πως το σωστό είναι να τον υπερασπιστώ όπως θα έλπιζα να
κάνει και εκείνος αν ήμουν εγώ τώρα στην θέση του» του γύρισα χωρίς δισταγμό.
«Να ξέρεις ότι μόνη
σου ορίζεις την μοίρα σου» μου χτύπησε σκληρά και γέλασα.
«Καιρός ήταν να το
κάνω» του απάντησα με αυτοπεποίθηση και χωρίς να του δίνω άλλη σημασία,
γυρίζοντας του την πλάτη μου, γονάτισα μπροστά στον ξένο για να δω σε τι
κατάσταση βρισκόταν και αν ήταν σε θέση να περπατήσει.
«Με τι έχεις σκοπό να
τον μεταφέρεις;» ρώτησε πιο ήρεμα τώρα αλλά την απάντηση την έδωσε ο Χέβενλη
που εκείνη την στιγμή, χλιμιντρίζοντας, άρχισε να μας πλησιάζει.
Αφήνοντας τον άγνωστο
από τα χέρια μου, σηκώθηκα αργά κοιτώντας προς το μέρος του Χέβενλη χωρίς να
είμαι ικανή να πιστέψω στα ίδια μου τα μάτια με την καρδιά μου να καλπάζει με
ελπίδα.
«Χέβενλη» αναφώνησα
και κάνοντας μερικά βήματα προς το μέρος του έβαλα τα χέρια μου ψηλά και τον
σταμάτησα λίγο πριν με προσπεράσει.
Εκείνος καθώς
ανασήκωσε τα δύο μπροστινά του πόδια κλοτσώντας τον αέρα με δύναμη, τα άφησε
ξανά να ακουμπήσουν στο έδαφος και έσκυψε το κεφάλι αφήνοντας με να τον
πλησιάσω χωρίς να κουνηθεί ξανά.
«Αγόρι μου είσαι
καλά;» ρώτησα με όλη μου την χαρά να ξεχειλίζει μέσα στα λόγια μου και στις
κινήσεις μου καθώς αγκαλιάζοντας τον λαιμό του άρχισα να τον χαϊδεύω έντονα. Και
εκείνος άρχισε να κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω ζωηρά σαν να μου απαντούσε.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο
χαίρομαι που σε βλέπω» συνέχισα κρατώντας τον από τα γκέμια που ήταν περασμένα
μέσα στο στόμα του και από το κεφάλι του ενώ έβαζα το μέτωπο μου να ακουμπήσει
πάνω στο σημείο που ήταν ανάμεσα στα δύο του αυτιά με ανακούφιση.
«Πρέπει να φύγουμε
από εδώ, πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις να κουβαλήσεις δύο αναβάτες;» τον
ρώτησα καθώς τον κοίταζα τώρα ικετευτικά στα μάτια και λες και καταλάβαινε τι του
έλεγα εκείνο χλιμίντρισε με αυτοπεποίθηση καθώς ξανά κούναγε το κεφάλι του
θετικά πάνω κάτω κάνοντας με για λίγο να χαμογελάσω.
Κρατώντας τον από τα
γκέμια που αγκάλιαζαν το πρόσωπο του, το οδήγησα προς το σώμα του κακόμοιρου
του στρατιώτη και τον ανάγκασα να κάτσει στο έδαφος ώστε να καταφέρω να τον
βοηθήσω να ανέβει πάνω στο άλογο.
«Ξέρεις ότι δεν θα
μείνεις ατιμώρητη γι αυτό» άκουσα τον Θόρ πίσω μου να λέει και καθώς ανάγκασα
τον Χέβενλη να σηκωθεί ξανά, πήρα ένα σπαθί που βρήκα μπροστά μου και το
κράτησα στα χέρια μου.
«Αν δεν έχετε σκοπό
να με σταματήσετε» του απάντησα εγώ ενώ κράτησα το σπαθί σταθερά στα χέρια μου
για να του περάσω το μήνυμα ότι ήμουν έτοιμη για όλα. «Τότε αφήστε μας να φύγουμε
και σας δίνω τον λόγο της τιμής μου ότι μόλις γυρίσω στο Άσγκαρντ θα είμαι στην
διάθεση σας για να υποστώ οποιαδήποτε τιμωρία νομίζετε ότι μου αξίζει» συνέχισα
και εκείνος δεν είπε τίποτα άλλο. Βλέποντας ότι δεν είχε καμία πρόθεση να με
σταματήσει, έβαλα το σπαθί στο θηκάρι μου, ανέβηκα στο άλογο μου και έφυγα αφήνοντας
τον πίσω μου με ψηλά το κεφάλι.
* Στην Σκανδιναβική μυθολογία το Μγιόλνιρ (Mjolnir ή Mjollnir)
είναι το Σφυρί του Θωρ, του θεού της αστραπής και του κεραυνού. Αυτό το πολεμικό
σφυρί (κατασκευασμένο από τους νάνους Σίντρι και Μπροκκ) έχει τεράστιες
καταστροφικές ικανότητες και συνδέθηκε με την αστραπή. Όταν ριχνόταν σε ένα
στόχο, επέστρεφε στο χέρι του κατόχου του, αφού έβρισκε το στόχο του. Μόνο ο
Θωρ και ο γιος του, ο Μάνι μπορούσαν να το σηκώσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου