Έντουαρτ
«Μιας που το θυμάμαι, ελπίζω εσύ να μην έκανες την ίδια βλακεία με εκείνον και να πήρες καμία προφύλαξη» είπε καθώς έκατσε δίπλα μου και δεν είχα ιδέα πως να ανταποκριθώ σε αυτό.
«Γιατί την μισεί τόσο πολύ;» άλλαξα αμέσως το θέμα και εκείνη
απλά το προσπέρασε χωρίς να με πιέσει περισσότερο καταλαβαίνοντας ότι δεν θέλω
να μιλήσω γι αυτό.
«Η Κατρίνα ήταν ένα αξιοθαύμαστο κορίτσι, απόλυτα ταιριαστό για
εκείνον και ας μην μπορούσε να τον δει όπως θα έπρεπε...» είπε κάτω από τον
αναστεναγμό της καθώς έπινε μια γερή γουλιά από το ουίσκι της κατευθείαν από το
μπουκάλι... «Αλλά ήταν και πολύ αγαθή, πίστευε οτιδήποτε της έλεγες και πάνω
στην απελπισία της για να τον κερδίσει πάλι πίσω έκανε το τραγικό λάθος να
ακούσει την μεγάλη της αδελφή της και αυτό στοίχησε και στους δύο την πρωτότοκη
τους κόρη»
«Πως τον έπεισες να την παντρευτεί;» ρώτησα την πιο βασική
ερώτηση που με βασάνιζε και ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν είχε άλλη επιλογή... Αν δεν το έκανε θα σπίλωνε το όνομα
του... Ο πατέρας του ήταν κάθετος σε αυτό, η μητέρα του ήταν αυτή που αντέδρασε
στην αρχή γιατί τον προόριζε για κάποιαν άλλη, μια Ρωσίδα πριγκίπισσα για
ευνόητους λόγους αλλά τελικά την πείσαμε ότι αν δεν το έκανε θα έχανε στα μάτια
του λαού μας και εκείνη τελικά υποχώρησε»
«Και δεν αντέδρασε;» ρώτησα εγώ παραξενευμένος και γέλασε για
λίγο.
«Εσύ τι λες;» με ρώτησε πίσω.
«Φαντάζομαι» επιβεβαίωσα και κατένευσε.
«Αλλά δεν είχε πλέον λόγο σε αυτό, από την στιγμή που την
εξέθεσε έπρεπε και να την πάρει είτε του άρεσε είτε όχι» συμπλήρωσε και το
σκέφτηκα για λίγο.
«Και εσύ τι έκανες;...» ρώτησα και με κοίταξε με περιέργεια...
«Εννοώ πως άντεξες να τον βλέπεις με κάποια άλλη» διευκρίνισα.
«Δεν το άντεξα γι αυτό και έφυγα ελπίζοντας αυτό να βοηθήσει και
εκείνους να έρθουν πιο κοντά»
«Και φαντάζομαι ότι εκείνος πήρε τα όρη και τα βουνά για να σε
ψάξει» συμπέρανα χαριτολογώντας και γέλασε και εκείνη μαζί μου.
«Μέσα είσαι» επιβεβαίωσε.
«Ένα λεπτό, πότε έγινε αυτό;» ρώτησα ψυλλισμένος για την
απάντηση.
«Λίγους μήνες μετά τα γενέθλια του» επιβεβαίωσε τις υποψίες μου
και γούρλωσα τα μάτια μου σοκαρισμένος.
«Δηλαδή παντρεύτηκε στα...» δεν μπορούσα να συνεχίσω.
«Δεκαπέντε του» συμπλήρωσε και έμεινα με το στόμα ανοιχτό από
την έκπληξη.
«Και πως ήταν δυνατόν να σε έψαχνε;» ρώτησα αυτόματα την επόμενη
απορία μου και εκείνη γέλασε για μια στιγμή.
«Δεν ήταν χαζός, ήξερε ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να φύγω μακριά
του, οπότε έπαιρνε το άλογο του και έψαχνε στα γύρω δάση για να με βρει»
«Και σε βρήκε;» ρώτησα περίεργος και κούνησε το κεφάλι της
αρνητικά.
«Πάντα του ξέφευγα αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να του μειώσει
το πείσμα του όμως δεν μπορούσα να του κρύβομαι και για πάντα όσο πλησίαζε η
μεγάλη έκλειψη τόσο περισσότερο τρελαινόταν και έπρεπε να γυρίσω για να τον
προετοιμάσω... Ήταν πάντα αρνητικός σε αυτό, από μικρός τρομοκρατιόταν και μόνο
στην ιδέα να σπάσει την κατάρα, δεν ήθελε να δεχτεί την κληρονομιά του με
τίποτα...»
«Πόσο τον καταλαβαίνω» συμπλήρωσα εγώ αλλά εκείνη το άφησε
ασχολίαστο καθώς ήπιε μια γερή γουλιά από το ουίσκι της.
«Φαντάζομαι καταλαβαίνεις τι συνέβη όταν γύρισα, οι καβγάδες μας
άφησαν εποχή, με έκανε να το μετανιώσω αμέσως αλλά του είχα δώσει τον λόγο μου
ότι θα είμαι δίπλα του όταν θα έσπαγε την κατάρα και αν δεν το έκανα, ήμουν σίγουρη
ότι χωρίς εμένα δεν θα την έσπαγε ποτέ μόνος του» συνέχισε εκείνη και πέταξα
αμέσως την επόμενη μου απορία.
«Πόσο χρονών ήταν όταν την έσπασε;» ρώτησα με ένα κόμπο να
στέκεται στον λαιμό μου.
«Στην ίδια ηλικία με σένα» μου είπε και έμεινα σιωπηλός, δεν ήθελα
να μάθω τίποτα άλλο πάνω σε αυτό.
«Και πως το δέχτηκε τελικά;» ρώτησα με περιέργεια.
«Όχι εύκολα αλλά στο τέλος κατάλαβε ότι ήταν προορισμένος γι
αυτό αλλά μετά την μεταμόρφωση του τα πράγματα γίνανε ακόμα χειρότερα...» μου
απάντησε εκείνη και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία... «Για να είμαι ειλικρινής
πλέον δεν είμαι και τόσο σίγουρη αν όντως γίνανε χειρότερα ή αν εκείνος το
έκανε επίτηδες για να καταφέρει τον σκοπό του» συνέχισε και κάτι μέσα μου έλεγε
ότι μάλλον ίσχυε το δεύτερο μέσα από την ελλιπής του αντίδραση πάνω σε αυτό.
«Τι έκανε δηλαδή;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω, η περιέργεια μου
είχε εκτοξευτή στα ύψη.
«Όταν μεταμορφωνόμαστε για πρώτη φορά όλες μας οι αισθήσεις
εντείνονται σε τέτοιο βαθμό που είναι λίγο δύσκολο να καταφέρουμε να ελέγξουμε
όλα μας τα ένστικτα – γι αυτό και είναι βασικό πριν την μεταμόρφωση μας να
έχουμε καλές ψυχικές ισορροπίες...» τόνισε και καθώς κατένευσα εκείνη
συνέχισε... «Εκείνος έδειχνε να μην καταφέρνει να της ελέγχει, η ψυχή του λύκου
ήταν τόσο κοντά να τον καταλάβει - ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε – και εγώ
τρελάθηκα, δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να τον βοηθήσω, τον είχα προετοιμάσει
καλά, ήξερε τι έπρεπε να κάνει αλλά τίποτα δεν έδειχνε να βοηθάει μέχρι που
άρχισε να με φιλάει...» είπε κάνοντας μια ειρωνική γκριμάτσα... «Προσπάθησα να
τον σταματήσω, να τον λογικεύσω αλλά αν έβλεπες ότι ήταν η μόνη λύση εσύ τι θα
έκανες στην θέση μου;» ρώτησε κάτω από τον αναστεναγμό της.
«Το ίδιο» επιβεβαίωσα και κατένευσε ενώ ήπιε μια γερή γουλιά από
το μπουκάλι του ουίσκι και κοιτώντας μακριά άρχισε να ανασαίνει γρήγορα ενώ
συγκέντρωνε τις σκέψεις της πριν συνεχίσει.
«Ήταν...» είπε με κόπο χωρίς να είναι ικανή να ολοκληρώσει την
φράση της καθώς έσμιγε τα χείλια της με πόνο στην ματιά της.
«Η καλύτερη και η χειρότερη εμπειρία από όλες;» μάντεψα και
γύρισε την ματιά της απότομα προς την μεριά μου ξαφνιασμένη.
«Ακριβώς έτσι» τελικά επιβεβαίωσε καθώς απέφευγε και πάλι την
ματιά μου.
«Μάλλον αυτό μπορώ να το καταλάβω» συνέχισα εγώ και κούνησε το
κεφάλι της αρνητικά με πείσμα.
«Όχι Έντουαρτ δεν μπορείς να το καταλάβεις, ούτε εκείνος
μπορούσε γιατί δεν ήσαστε στην θέση μου» είπε με μια αρχαία θλίψη να την
βαραίνει.
«Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω που αναφέρεσαι ακριβώς» παραδέχτηκα
και έσμιξε τα φρύδια της καθώς έτριξε για μια στιγμή τα δόντια της.
«Δεν θέλω να το συζητήσω» είπε κατηγορηματικά και το σεβάστηκα.
Γυρίζοντας αργά την ματιά της προς το μέρος μου με κοίταξε για
μια στιγμή και αφού είδε ότι δεν είχα σκοπό να πω κάτι άλλο πάνω σε αυτό εκείνη
συνέχισε.
«Όπως καταλαβαίνεις μετά από αυτό, όταν ένιωσε πια την
πραγματική ολοκλήρωση, έγινε πιο απαιτητικός, πιο κατακτητικός, πιο επίμονος εν
πάση περιπτώσει...»
«Αλλά εσύ συνέχισες να τον αρνείσαι» συμπλήρωσα εγώ.
«Τι άλλο να έκανα; Ήταν παντρεμένος, είχε ένα παιδί, πως θα
μπορούσα να προδώσω την οικογένεια του; Ήταν ήδη βαρύ για μένα που άφησα να
συμβεί μια φορά δεν μπορούσα να το επιτρέψω να ξαναγίνει» είπε με πείσμα και
πόνο στην χροιά της φωνής της.
«Αλλά εκείνος δεν τα παρατούσε» διαπίστωσα και ανασαίνοντας
βαριά το επιβεβαίωσε κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά.
«Η Κατρίνα το κατάλαβε και τότε όλα γίνανε ένας μύλος... Πήγε
στην αδελφή της για να ζητήσει βοήθεια και εκείνη της την έφερε με τον
χειρότερο τρόπο... Η μεγαλύτερη της αδελφή ήταν μάγισσα αλλά η ίδια δεν
μπορούσε να κάνει παιδία για να συνεχίσει την γενιά της... Την έπεισε ότι ο
λόγος που ο Έντουαρτ δεν την ήθελε ήταν γιατί γέννησε κόρη και όχι γιο...»
«Ίσχυε αυτό;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω και αμέσως μου το
αρνήθηκε.
«Μπορεί να μην ήθελε την Κατρίνα αλλά στην κόρη του είχε
παθολογική αγάπη, όποιος τους έβλεπε μαζί μπορούσε αμέσως να το καταλάβει,
πέρναγε πάρα πολλές ώρες μαζί της, γι αυτό και τρελάθηκε όταν την έχασε» είπε
και άφησα έναν αναστεναγμό να μου ξεφύγει.
«Πως πέθανε;» ρώτησα με περιέργεια.
«Για να τον κερδίσει πίσω της είπε να της παραδώσει την μικρή
τους κόρη και να πάει με κάποιον που θα της έλεγε εκείνη γιατί υποτίθεται ότι
Έντουαρτ ήταν αυτός που δεν μπορούσε να κάνει γιους και όχι εκείνη... Με τα
πολλά η Κατρίνα πάνω στην απελπισία της δέχτηκε και μόλις η αδελφή της
προσπάθησε με μάγια να κάνει την μικρή Αλίσια αίμα της και μάγισσα, η λυκήσια
της υπόσταση αντέδρασε και το κακόμοιρο δεν άντεξε και κατέληξε» είπε με κόπο.
«Φαντάζομαι όταν το έμαθε ο πρόγονος μου...» ξεκίνησα εγώ.
«Την σκότωσε» συμπλήρωσε εκείνη.
«Δεν μου κάνει εντύπωση και εγώ το ίδιο θα έκανα στην θέση του»
δήλωσα αλλά εκείνη έκανε σαν να μην το άκουσε.
«Προσπάθησα να τον σταματήσω, να τον λογικεύσω αλλά δεν άκουγε
τίποτα είχε ξεπεράσει κάθε του όριο αλλά τουλάχιστον κατάφερα να σώσω την
Κατρίνα και όταν εκείνος είδε ότι ήμουν με το μέρος της δεν άντεξε άλλο και
έφυγε για να καταφέρει να μην με σκοτώσει πάνω στην τρέλα της στιγμής» τελείωσε
την πρόταση της και έμεινα για λίγο να την κοιτώ.
«Γιατί δεν τον άφησες να της δώσει ότι της άξιζε;» δεν μπορούσα
να μην ρωτήσω και εκείνη γύρισε την ματιά της ξαφνιασμένη προς το μέρος μου
σκληρά.
«Επειδή έχουμε την δύναμη να σκοτώνουμε δεν σημαίνει ότι είναι
το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε για να λύνουμε τα προβλήματα μας γιατί
απλά το μπορούμε Έντουαρτ...» είπε με αυστηρό τόνο και για λίγο μαζεύτηκα στην
θέση μου.
«Γιατί αυτό που έκανε εκείνη ήταν καλύτερο;» την ρώτησα πίσω.
«Μην συγκρίνεις την Κατρίνα με την Έλενα, Έντουαρτ, είναι η μέρα
και η νύχτα και στην τελική εσύ που έχει βρεθεί και στην ίδια θέση με την δική
της πως νομίζεις ότι ένιωσε εκείνη όταν κατάλαβε ότι ο μοναδικός άντρας που
αγάπησε με όλη της την καρδιά, ο πατέρας του παιδιού της την κορόιδευε αισχρά
εκμεταλλευόμενος αυτήν την αγάπη μόνο και μόνο για να κερδίσει κάποιαν άλλη;...
Ήθελε να διεκδικήσει αυτό που της άνηκε και πάνω στην πίκρα της δεν σκέφτηκε
λογικά, δεν ήταν λόγος αυτός να της πάρει το κεφάλι...»
«Μα σκότωσε το ίδιο της το παιδί» διαφώνησα εγώ.
«Η αδελφή της το σκότωσε όχι εκείνη, αν έστω και για μια στιγμή
πίστευε ότι θα συνέβαινε αυτό λες να το έκανε και πάλι;... Το αγαπούσε το παιδί
της, ήταν το μόνο πράγμα που την σύνδεε με εκείνον, όταν το έχασε, έχασε τα
λογικά της όπως τα έχασε και εκείνος, πόσο πιο ακριβά θα μπορούσε να πληρώσει
την αφέλεια της;» ρώτησε αγανακτισμένα και τα παράτησα.
«Και έλειψε πολύ καιρό;» ρώτησα για να προχωρήσουμε την κουβέντα
επαναφέροντας το θέμα και πίνοντας μια γερή γουλιά από το μπουκάλι του ουίσκι
πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε πιο ήρεμα.
«Πέντε χρόνια... οι δικοί του είχαν τρελαθεί να τον ψάχνουν»
είπε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.
«Δεν έψαξες να τον βρεις;» ρώτησα δύσπιστα και κούνησε το κεφάλι
της αρνητικά.
«Όχι τον άφησα να βρει τον δρόμο του» μου απάντησε και δεν ήξερα
τι να σκεφτώ γι αυτό.
«Και πως άντεξες τόσο καιρό μακριά του;» ρώτησα με περιέργεια
καθώς είχα αρχίσει να μπερδεύομαι περισσότερο με όλη την εξέλιξη της ιστορίας.
«Πίστευα ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να απογαλακτιστούμε και οι
δύο, ήμασταν τόσο εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον που μόνο σε καλό δεν μας
έβγαινε όλο αυτό, οπότε το πήρα απόφαση και κάνοντας την καρδιά μου πέτρα τον
άφησα να επιλέξει μόνος του την μοίρα του» είπε και έμεινα να την κοιτώ με μια
περίεργη υποψία να με βασανίζει, για κάποιον λόγο δεν πίστευα ότι ήταν πράγματι
αυτός ο λόγος που το έκανε, σίγουρα υπήρχε κάποιος άλλος λόγος από πίσω.
«Και όταν γύρισε;» συνέχισα εγώ πιέζοντας την περισσότερο για να
συνεχίσει.
«Δεν είχε καμία σχέση με τον μικρό μου πρίγκιπα, ήταν σίγουρα
πιο ώριμος, πιο άντρας, αποφασισμένος για όλα» απάντησε εκείνη.
«Και άρχισε να σε διεκδικεί και πάλι;» ρώτησα το προφανές αλλά
εκείνη μου το αρνήθηκε.
«Όχι, μου ορκίστηκε ότι δεν θα με ξαναπλησιάσει, ότι θα γίνει ο
οικογενειάρχης που ήθελα να ήταν, ότι θα με έκανε ξανά να είμαι υπερήφανη για
εκείνον» είπε κάτω από τον αναστεναγμό της και αμέσως κατάλαβα ότι μάλλον δεν
κράτησε και τόσο την υπόσχεση του αλλά εκείνη δεν συμπλήρωσε τίποτα παραπάνω
κρύβοντας επιμελώς όσα την πλήγωναν.
«Και πως κατάφερε να την συγχωρέσει;» ρώτησα με περιέργεια και
ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.
«Δεν είχε άλλη επιλογή» δήλωσε και μπερδεύτηκα περισσότερο, όλα
αυτά μόνο για να της αποδείξει ότι άλλαξε ενώ στην ουσία την μισούσε;...
Βλέποντας τον προβληματισμό μου στην ματιά μου συνέχισε... «Η αδελφή της
Κατρίνα του είχε δέσει την ζωή του μαζί της» εξήγησε και τότε όλα έγιναν πιο
ξεκάθαρα στο μυαλό μου. Γι αυτό την άφησε στην ησυχία της γιατί δεν μπορούσε να
πάει μαζί της... σκέφτηκα και δεν ξέρω πως κρατήθηκα να μην γελάσω με αυτό.
«Και τα μάγια δεν λύθηκαν ποτέ;» ρώτησα ενώ ήξερα ήδη την
απάντηση για να την κάνω να συνεχίσει.
«Την ημέρα που την χάσαμε» μου επιβεβαίωσε αυτό που είχα ήδη
σκεφτεί και εγώ.
«Και φαντάζομαι ότι την ίδια μέρα κιόλας εκείνος άρχισε να σε
διεκδικεί και πάλι» συνέχισα εγώ.
«Δεν σταμάτησε και ποτέ να το κάνει...» μου επιβεβαίωσε πλαγίως
ξαφνιάζοντας με... «Αλλά ο τρόπος που το έκανε...» έκανε μια παύση καθώς άφησε
μια βαριά ανάσα να βγει από μέσα της... «Ήταν τόσο υπόγειος που δεν μου έδινε
το περιθώριο να το καταλάβω...» συνέχισε αλλά πριν εκφράσω την επόμενη μου
απορία εκείνη πήγε παρακάτω για να μην την αναγκάσω να μου πει τον τρόπο και
καταλαβαίνοντας το, το σεβάστηκα και δεν την πίεσα περισσότερο πάνω σε αυτό...
«Όλο το διάστημα που ήταν η Κατρίνα εν ζωή προετοίμαζε το έδαφος
πολύ καλά για εκείνην την ημέρα και μόλις εκείνη η μέρα ήρθε πριν ακόμα την
θάψουμε με απομάκρυνε από όλους και εκδηλώθηκε... ~Δεν έχεις άλλο λόγο να με
αρνείσαι, δεν είμαι πια παντρεμένος, έχω απόγονους και σίγουρα δεν χρειάζομαι περισσότερους
για να συνεχιστεί αυτή η γενιά~ είπε χωρίς περιστροφές και μόλις κατάλαβα ότι
όλα τα έκανε μόνο γι αυτό...» έσμιξε τα χείλια της τόσο σφιχτά που άσπρισαν
κοιτώντας μακριά με απογοήτευση στην ματιά της.
«Να πω ότι είχε δίκιο ή διακινδυνεύω να προκαλέσω το μένος σου
πρόωρα;» ρώτησα και καθώς κάρφωσε την ματιά της προς το μέρος μου με έκανε να
τα χάσω, η ανάσα μου χάθηκε μακριά και σαν ένα φοβισμένο μικρό σπουργίτι που
περίμενε υπομονετικά τον θάνατο του από τον κυνηγό που το είχε παγιδέψει
χαμήλωσα την ματιά μου για να αποφύγω την δική της με την καρδιά μου να
καλπάζει σαν τρελή.
«Δεν περιμένω να καταλάβεις» είπε σκληρά και άφησα την ανάσα μου
να βγει βεβιασμένα από μέσα μου.
«Ξέρεις κάτι; Πράγματι δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όσο και να σε
πονέσει αυτό πιστεύω ακόμα ότι ήσουν πολύ άδικη μαζί του...» της γύρισα με
πείσμα καθώς σήκωνα ξανά την ματιά μου προς το μέρος της... «Ήσασταν πλασμένοι
ο ένας για τον άλλον, άλλοι δεν έχουν ποτέ την ευκαιρία να νιώσουν ούτε στο
ελάχιστο ότι νιώθατε εσείς και αντί να αφήσεις τον εαυτό σου να το ζήσετε όπως
σας άξιζε πήγες και τα κατάστρεψες όλα και γιατί; Γιατί φοβόσουν την κατακραυγή
του κόσμου και μην μου πεις ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος γιατί δεν θα σε πιστέψω,
δεν μπορούσες καν να αναπνεύσεις μακριά του και δεν έτρεξες να τον βρεις; Πέντε
χρόνια καταπίεζες τον εαυτό σου να παραμείνει νεκρός για να τον ξεκολλήσεις από
πάνω σου; Με ποιαν λογική;» ρώτησα αγανακτισμένος.
«Γιατί αυτό ήταν το σωστό» επέμενε εκείνη με το ύφος της να
σκληραίνει αν είναι δυνατόν περισσότερο.
«Ήταν το σωστό για ποιον;...» πίεσα περισσότερο.
~Όπα μικρέ δεν θες να την προκαλέσεις περισσότερο~... αμέσως ο
πρόγονος μου με προειδοποίησε αλλά εγώ δεν άκουσα λέξη και πριν προλάβει να
απαντήσει συνέχισα πιο δυναμικά.
«Ούτε παιδί σου ήταν, ούτε ανιψιός σου αν θες να το πάρουμε
έτσι, οι δεσμοί αίματος είχαν σπάσει προ πολλού» την κατηγόρησα και το σώμα της
άρχισε να τρέμει ενώ το σαγόνι της έτρεμε στην προσπάθεια της να συγκρατήσει
τον εαυτό της καθώς ανάσαινε γρήγορα με τα μάτια της να παίρνουν ένα χρυσαφένιο
χρώμα και κατάλαβα ότι την είχα φέρει ήδη στα όρια της αλλά εκείνη ακόμα
κράταγε, αυτό όμως που μου έκανε για λίγο να προβληματιστώ ήταν ότι το δέρμα
της αν και αχνά άρχισε να λαμπιρίζει και δεν ήξερα τι θα μπορούσε αυτό να
σημαίνει.
«Προσπαθούσα να προστατέψω τον εαυτό μου εντάξει;» αναφώνησε
νευριασμένα μέσα από τα δόντια της που τα είχε σφραγισμένα και αμέσως κούνησα
το κεφάλι μου αρνητικά πιστεύοντας ακράδαντα ότι λέει ψέματα.
«Όχι Μπέλλα δεν προσπαθούσες να προστατέψεις εσένα αλλά
εκείνον...» την κατηγόρησα πιο σκληρά... «Γιατί το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο
είτε ήσασταν μαζί είτε όχι, όποτε και να πέθαινε, με όποιον τρόπο και να τον
έχανες εσύ και πάλι θα έχανες τον εαυτό σου οπότε μην πας να με παραμυθιάσεις
με τέτοιες αηδίες» της χτύπησα σκληρά και μην αντέχοντας άλλο αυτόματα σηκώθηκε
και απομακρύνθηκε από κοντά μου αλλά δεν έφυγε τελείως...
Μένοντας λίγο πιο μακριά μου, κλείνοντας τα μάτια της με το ένα
της χέρι, προσπάθησε να ελέγξει όλα της τα ένστικτα προκειμένου να μην κάνει
κάτι που θα το μετανιώσει χωρίς να ανασαίνει καθόλου και αφήνοντας την ανάσα
μου να βγει από μέσα μου βεβιασμένα έκανα μια προσπάθεια να την πλησιάσω.
~Δωσ’ της χρόνο να τα βρει με τον εαυτό της~... ο πρόγονος μου
προειδοποίησε αλλά για άλλη μια φορά δεν τον άκουσα και καθώς μηδένισα την
απόσταση που μας χώριζε έβαλα το χέρι μου πάνω στο δικό της και με τον πιο
απαλό τρόπο το απομάκρυνα από το πρόσωπο της αναγκάζοντας την να με κοιτάξει.
«Δεχόσουν πίεση από την μητέρα του, εκείνη ήταν το εμπόδιο σας
αλλά σίγουρα εκείνη είχε φύγει πριν από την Κατρίνα, γιατί συνέχισες να τον
αρνείσαι;» της είπα ανοιχτά αυτό που είχα καταλάβει και την πίεσα περισσότερο
να μου αποκαλύψει τους λόγους που την έκανε να μένει μακριά του.
«Δεν χώραγα στην ζωή του...» είπε με πείσμα... «Ήταν λάθος, ήταν
γεννημένος ηγέτης, πως μπορούσα εγώ να του το στερήσω αυτό;...» με ρώτησε με
πόνο ενώ έτρεμε ολόκληρη καθώς προσπαθούσε με κόπο να πνίξει τα δάκρυα της...
«Δεν θα δεχόταν κανείς αυτήν την σχέση, θα ήταν καταδικασμένος να υποστεί την
κατακραυγή του κόσμου, την απόρριψη του, να δει το αδελφό του να του παίρνει
την θέση, μέχρι και να φύγει από την ίδια του την πόλη... Μην συγκρίνεις τις
καταστάσεις με το σήμερα Έντουαρτ δεν έχεις ιδέα πως ήταν τα πράγματα τότε, τα
ήθη, τα έθιμα, ο τρόπος που μεγαλώσαμε εμείς δεν είχε καμία σχέση με το πως
μεγαλώνετε εσείς τώρα και αν ήθελα να του προστατέψω την ζωή έπρεπε να τα
σεβαστώ αλλά εκείνος δεν μπόρεσε ποτέ να το καταλάβει» παραδέχτηκε ηττημένα.
«Τον αδικείς;» ρώτησα χωρίς να αντέχω άλλο και κούνησε αρνητικά
το κεφάλι της κοιτώντας μακριά.
«Τότε γιατί δεν τον συγχωρείς;» ρώτησα ξανά την πιο σημαντική
ερώτηση που με βασάνιζε και κρατώντας την ανάσα της σφραγίζοντας ξανά τα χείλια
της έμεινε για λίγο στην σιωπή.
«Γιατί δεν μπορώ» παραδέχτηκε τελικά και ένιωσα όλο μου το σώμα
να ανατριχιάζει από την διαπίστωση.
«Φοβάσαι ότι όταν το κάνεις θα τον χάσεις για πάντα» είπα και
γυρίζοντας την ματιά της αργά προς το μέρος μου με κοίταξε απολογητικά.
«Μην απολογείσαι γι αυτό...» την πρόλαβα πριν μιλήσει...
«Καταλαβαίνω» της είπα απαλά ενώ τελείως αυθόρμητα βάζοντας το χέρι μου πάνω
στο μάγουλο της και άρχισα να το χαϊδεύω με τον αντίχειρα μου.
Κλείνοντας τα μάτια της ένα δάκρυ ξεχείλισε από τις άκρες των
ματιών της που έμοιαζε με ένα μικρό διαμάντι λαμπιρίζοντας ακόμα και στο
λιγοστό φως του φεγγαριού που ήταν ακριβώς από πάνω μας και ένιωσα την καρδιά
μου να γίνεται κομμάτια.
«Όχι Έντουαρτ δεν καταλαβαίνεις...» είπε πνιγμένα ενώ απομάκρυνε
το χέρι μου από πάνω της... «Και ούτε περιμένω να το κάνεις, όμως να είσαι
σίγουρος ότι θα βρω την δύναμη να τον συγχωρέσω γιατί ξέρω ότι είναι άδικο για
σένα, απλά χρειάζομαι λίγο χρόνο» παρακάλεσε και δεν ήξερα αν τελικά ήθελα να
το κάνει.
«Όσο χρόνο θες» κατάφερα τελικά να πω και καθώς κατένευσε με
προσπέρασε και άρχισε να προχωρεί προς το εσωτερικό του σπιτιού χωρίς να
συμπληρώσει κάτι άλλο με όλο της το σώμα να δηλώνει το πόσο κομμάτια ήταν αυτήν
την στιγμή.
~Λοιπόν;~... ρώτησε αμέσως ο πρόγονος μου χωρίς να χάνει
ευκαιρία και ξεφύσησα βαριά.
~Αν την πληγώσεις ξανά...~... προειδοποίησα σκληρά αβέβαιος γι
αυτό που ήμουν έτοιμος να κάνω.
~Είσαι μέσα ή όχι;~... ρώτησε πιο επίμονα και για λίγο έμεινα
στην σιωπή κοιτώντας ακόμα προς το μέρος που εκείνη είχε εξαφανιστεί.
~Κάνε αυτό που καταλαβαίνεις αλλά μην περιμένεις να μείνω
αμέτοχος στην περίπτωση που την δω να πονάει ξανά εξαιτίας σου~.. του δήλωσα
και ένιωσα αμέσως την υπέρτατη ικανοποίηση του.
~Αυτό είναι το μόνο που χρειαζόμουν~... είπε εκείνος αγνοώντας
τα επιπλέον λόγια μου και αναστέναξα... Είμαι σίγουρος ότι θέλω να χαρίσω την
ζωή μου σε αυτόν;
2 σχόλια:
Wow!!!polu wraio kefalaio sunexise etsi,epeidh eimai kainourgia twra ematha gia tis istories pou grafeis pou me exeis magepsei pragmatika.Na ksereis oti auta ta lew mesa apo th kardia mou kai exeis pragmatika polu empneush.Omws tha thela polu na eggraftw sta ''melh'' sou alla de mporw,ama thes mporeis na eggrafteis se mena kai tha se dextw ama mporesw.Sunexise etsi,mpravo kai kalh sunexeia!!!
Ntina
σε ευχαριστώ πάρα πολύ Ντινάνκι μου για τα καλά σου λόγια, χαίρομαι πάρα πολύ που σου αρέσουν οι ιστορίες μου... Έκανα εγγραφή σε σένα ελπίζω να το δεις, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μπορείς να εγγραφείς σε μένα, δεν σε αφήνει;;;
ελπίζω να μην σε απογοητεύσει η συνέχεια :)
θα περιμένω με χαρά σχόλια σου :)
Δημοσίευση σχολίου