Ετικέτες

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Soulmates "39. Cursed Love"




Είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να νιώσω ξανά έστω και για μια στιγμή σαν όλα τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου που όταν η Έλιροουζ με κάλεσε να ανέβω στο σπίτι της μιας και που έλειπαν οι δικοί της που χωρίς να το σκεφτώ δέχτηκα αμέσως την πρόσκληση της και πραγματικά δεν το μετάνιωσα... Η κουβέντα που κάναμε, οι αναμνήσεις από το ανέμελο παρελθόν μας λίγο και το ένα μπουκάλι ουίσκι που κατεβάσαμε πριν καν το καταλάβουμε με έκανε να νιώσω τόσο εγώ και πάλι, με έκανε να δω πως ήταν η ζωή μου χωρίς όλα αυτά που τώρα βάραιναν τις πλάτες μου και να σκεφτώ δύο και τρις φορές τις επιλογές μου όμως όταν σε μια στιγμή η ατμόσφαιρα άρχιζε να γίνετε ηλεκτρισμένη ήξερα ότι ήταν η ώρα να πηγαίνω πριν γίνει κάτι μεταξύ μας που θα το μετανιώσουμε και οι δύο.

Καθώς τα κορμιά μας άρχισαν να πλησιάζουν το ένα το άλλο με δική τους πρωτοβουλία ξαφνικά ένιωσα ότι ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο που αυτόματα με έκανε να παγώσω, ήθελα να το προχωρήσω τόσο; Σίγουρα δεν ήθελα να την κοροϊδέψω, η ανάγκη μου όμως να νιώσω έστω και για μια στιγμή σαν φυσιολογικός άνθρωπος με ξεπερνούσε και αυτό με έκανε αυτόματα να διχαστώ.

«Μάλλον είναι καλό να πηγαίνω» πρόφερα απρόθυμα την στιγμή που τα χείλια μας ήταν έτοιμα να ενωθούν και καθώς γύρισα το κεφάλι μου στην ευθεία άκουσα να παίρνει μια απογοητευμένη ανάσα.

«Νόμιζα ότι το ήθελες και εσύ» είπε πληγωμένα και αναστέναξα.

«Δεν είναι ότι δεν το θέλω Έλιροουζ αλλά δεν μπορώ. Καλώς ή κακώς η καρδιά μου ανήκει αλλού και δεν θέλω να σε εκμεταλλευτώ» απολογήθηκα κοιτώντας την στα μάτια και με κοίταξε δύσπιστα.

«Να με εκμεταλλευτείς;...» επανέλαβε... «Δεν έχω αυταπάτες Έντουαρτ, ποτέ δεν πίστεψα ότι θα έχω μια ευκαιρία μαζί σου απλά πίστευα ότι...» δίστασε.

«Ότι;» την παρότρυνα εγώ και περνώντας το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της το σκέφτηκε για λίγο.

«Είσαι κολλημένος με την καινούργια...» δήλωσε και άφησα ένα πικρό γελάκι να μου ξεφύγει.

«Είναι τόσο εμφανές;» ρώτησα περισσότερο τον εαυτό μου παρά εκείνην καταβεβλημένα.

«Όποιος ήταν παρόν σε εκείνο το φιλί δεν μπορεί να το αμφισβητήσει και δεν σε αδικώ, ποιος δεν θα ήθελε μια ευκαιρία με την θεογκόμενα...»

«Δεν είναι η ομορφιά το θέμα Έλιροουζ και σε καμία περίπτωση δεν έχεις κάτι να ζηλέψεις από εκείνην και το ξέρεις» την διέκοψα εγώ με ειλικρίνεια και χαμογέλασε ντροπαλά ενώ απέφευγε το βλέμμα μου.

«Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο αλλά ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό που μας κάνει πάντα να διαλέγουμε τους λάθος ανθρώπους...» την κοίταξα με περιέργεια αλλά δεν με άφησε να εκφράσω την απορία μου συνεχίζοντας... «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι κανείς από τους δύο μας δεν βρίσκετε μέσα σε μια σχέση, δεν έχουμε καμία ελπίδα να είμαστε με αυτούς που πραγματικά θέλουμε να είμαστε αλλά έχουμε και την ανάγκη για λίγη συμπαράσταση, να μας νιώσει κάποιος γι αυτό που πραγματικά είμαστε και όχι γι αυτό που θέλουν οι άλλοι να είμαστε, οπότε τι μας εμποδίζει να περάσουμε μια όμορφη βραδιά;;;» ρώτησε και έμεινα για λίγο να την κοιτώ... Δεν είχα απάντηση σε αυτό, είχε τόσο δίκιο αλλά δεν ήξερα αν ήμουν ικανός για κάτι τέτοιο.

Όμως από την άλλη ίσως ήταν και η τελευταία μου βραδιά που θα μπορούσα να έχω την ελεύθερη βούληση αυτού του σώματος να κάνω αυτό που εγώ ήθελα και όχι αυτό που η άλλοι θέλανε να κάνω και πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που με εμπόδιζε να προχωρήσω;... Η απάντηση ήταν μπροστά στα μάτια μου αλλά εγώ αρνιόμουν να την δω, ήταν η εικόνα της που πλημμύριζε όλες μου τις αισθήσεις και δεν ήθελα να κοροϊδέψω αυτό το πλάσμα που μου χαριζόταν άνευ όρων ενώ γνώριζα πολύ καλά ότι εκείνη εννοούσε εμένα και όχι κάποιον άλλον... Θα μπορούσα να της το κάνω αυτό; Να της χαρίσω μια στιγμή και μετά να της στερήσω τα πάντα; Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα, αν μπορούσα να διαλέξω σίγουρα θα την διάλεγα με όλη μου την ψυχή αλλά η ψυχή μου ήταν ήδη δοσμένη αλλού και δεν το θεωρούσα δίκαιο για εκείνην.

Βλέποντας την ελλιπή μου ανταπόκριση έγειρε αργά προς το μέρος μου και καθώς ένωσε τα χείλια μας απαλά περίμενε λίγη από την ανταπόκριση μου αλλά εγώ ήμουν ακόμα αναποφάσιστος.

~Μην το κάνεις αυτό, θα το μετανιώσεις~ τα λόγια του προγόνου μου ήρθαν σαν καρφιά μέσα στο μυαλό μου να μου διαλύσουν κάθε μου σκέψη και καθώς έβαλα το χέρι μου πάνω στο μάγουλο της την απομάκρυνα για λίγο από κοντά μου και εκείνη με κοίταξε πληγωμένα.

«Πες ότι έχεις μαζί σου προφύλαξη» της είπα και παίρνοντας μια ανακουφιστική ανάσα, χωρίς να είναι ικανή να κρύψει το χαμόγελο της ευτυχίας χωρίς να πει κάτι κράτησε το χέρι μου μέσα στο δικό της και με παρότρυνε να σηκωθώ και να την ακολουθήσω μέσα στο δωμάτιο της.

Δεν το μετάνιωσα ούτε για ένα λεπτό, μέσα από αυτήν μου την επιλογή ένιωσα ξανά πως είναι να είναι κάποιος ένας δεκαεπτάχρονος νέος που έχει ανάγκη την αγκαλιά και τα χάδια μιας γυναίκας, να νιώσει και να αφεθεί στον πραγματικό έρωτα χωρίς να έχει το άγχος της σύγκρισης, της βιασύνης και του αρρωστημένου πάθους... Όλα κύλησαν τόσο όμορφα, τόσο αβίαστα και αρμονικά που πραγματικά ένιωσα να το απολαμβάνω τόσο πολύ που δεν ήθελα να τελειώσει και η μεγαλύτερη ικανοποίηση μου ήταν ότι το ίδιο ίσχυε και για εκείνην... Όχι δεν θα το μετάνιωνα ποτέ, αυτή μου η πράξη ένιωσα να μου φέρνει την ισορροπία που ένιωθα να μου λείπει μέσα μου και δεν είχα λόγια να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς τα εκείνην γι αυτό γιατί αν δεν ήταν σήμερα εκείνη δίπλα μου σίγουρα θα μου είχε στρίψει ή ίσως και να τα είχα παρατήσει, όχι όμως τώρα, τώρα ήξερα τι θέλω και θα της το χρωστάω για πάντα.

Φεύγοντας από το σπίτι της την στιγμή που μπήκα στο αμάξι μου, είδα στο κινητό μου να έχω πάνω από δέκα κλίσεις από το σπίτι μου και αναστέναξα, η μητέρα μου θα τα είχε παίξει που έλειπα τόσες ώρες και πριν βάλω μπρος την πήρα τηλέφωνο και περίμενα μέχρι να μου απαντήσει.

«Έντουαρτ αγόρι μου που είσαι; Είσαι καλά;» με ρώτησε αμέσως η μητέρα μου με αγωνία και γέλασα για λίγο... Καλύτερα από κάθε άλλη φορά, προσπάθησα να της πω αλλά το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτα του συνοδηγού και η ξαφνική εμφάνιση της Μπέλλας μου έκοψε οπουδήποτε αντίδραση μου.

«Ναι μαμά, συνέβη κάτι;» ρώτησα λίγο παγωμένα καθώς δεν σταμάταγα να την κοιτάω στα μάτια μόλις ξεπέρασα το πρώτο σοκ... Εκείνη δεν μίλησε, τα χαρακτηριστικά της δεν δήλωναν τίποτα και δεν ήξερα αν έπρεπε να νιώσω ανακούφιση που την έβλεπα ξανά ή να τρομοκρατηθώ περισσότερο.

«Άργησες και ανησύχησα αγόρι μου, γιατί δεν σήκωνες το κινητό;» συνέχισε η μητέρα μου.

«Δεν το άκουγα» ήταν η μοναδική μου απάντηση.

«Δεν πειράζει αγόρι μου, μου φτάνει που είσαι καλά. Θα αργήσεις;» ρώτησε πιο ήρεμα.

«Δεν ξέρω, γιατί;» απάντησα εγώ με την υποψία ότι σίγουρα η Μπέλλα δεν ήταν εδώ τυχαία.

«Είναι ο θείος σου Σάντος εδώ και σε περιμένει καρδιά μου, είπε ότι ήρθε να σε πάρει για να πάτε στον πατέρα σου που σε χρειάζεται για κάποιες δουλειές» στην δήλωση της αυτή αυτόματα ξεροκατάπια και δεν ήξερα τι να απαντήσω, η Μπέλλα από την άλλη χωρίς να πει τίποτα άπλωσε το χέρι της και με αυτόν τον τρόπο μου ζήτησε το κινητό μου για να της μιλήσει εκείνη και εγώ μηχανικά, σχεδόν μαγεμένα το έκανα χωρίς να φέρω αντίρρηση.

«Καλησπέρα Έσμε μου τι κάνεις;...» της μίλησε μελιστάλαχτα και μόλις πήρε την απάντηση της εκείνη συνέχυσε... «Ναι είναι μαζί μου και σίγουρα δεν θα καταφέρουμε να γυρίσουμε πριν το πρωί... Συγνώμη γι αυτό αλλά η εργασία που μας έχει βάλει η κυρία Κόουπ είναι πολύ δύσκολη και πρέπει να ξενυχτήσουμε για να κάνουμε όλη την μελέτη που απαιτείτε...» είπε ψέματα και έμεινε για λίγο σιωπηλή για να ακούσει την αντίδραση της μητέρας μου... «Θα ήθελες να μου τον δώσεις να μιλήσω μαζί του;...» την ρώτησε και αφού έγινε μια μεγάλη παύση εκείνη μόλις άκουσε – λογικά τον θείο μου – να της μιλά άλλαξε όλο της το ύφος... «Αν το θέλεις προσπάθησε να τον πάρεις....... Όχι δεν θα σας κάνω την χάρη και πες του πορνόγερου να σταματήσει να κρύβεται γιατί αργά η γρήγορα θα τον βρω και τότε θα είναι χειρότερα....... Θέλω να τον δω και αύριο αν είναι δυνατόν....... Θα σας περιμένω» ήταν η τελευταία της απάντηση και καθώς έκλεισε το τηλέφωνο το έτεινε προς το μέρος μου και με κοίταξε ξανά ανέκφραστα.

«Ξεκίνα» μου έδωσε την εντολή της και εγώ έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.

«Για που;» ρώτησα με αγωνία σχεδόν τρεμάμενα.

«Για τον λόφο, εκτός αν θες να γυρίσεις πίσω στον μπαμπάκα σου» μου χτύπησε και καθώς γύρισα την ματιά μου προς τον δρόμο έβαλα το χέρι μου πάνω στην μίζα αλλά δεν έκανα την κίνηση να βάλω μπρος.

«Δεν θέλω να το κάνω» δήλωσα κατηγορηματικά.

«Δεν έχεις επιλογή Έντουαρτ, ή θα το κάνεις ή θα δεχτείς την μοίρα σου και θα σε σφάξουν στο γόνατο σαν αρνί» είπε ψυχρά και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της.

«Και αν έχει δίκιο; Αν χάσω την ανθρώπινη μου υπόσταση πριν καν παλέψω για εκείνην; Το έχεις σκεφτεί αυτό; Δεν ξέρω τίποτα πως θα τα καταφέρω όταν δεν έχω ιδέα τι να περιμένω;» ξέσπασα εγώ αλλά εκείνη δεν αντέδρασε ούτε στο ελάχιστο.

«Θες την ζωή σου πίσω;...» ρώτησε ρητορικά καθώς ήξερε την απάντηση... «Τότε οδήγα» μου απάντησε και βάζοντας μπρος χάραξα την πορεία που εκείνη μου είχε ζητήσει ενώ σε όλον τον δρόμο προσπαθούσα να σκεφτώ πως σκατά θα μπορέσω να αντιμετωπίσω κάτι όταν δεν γνωρίζω τι ακριβώς να περιμένω.

«Πες μου κάτι» παρακάλεσα και εκείνη με κοίταξε με περιέργεια.

«Τι θες να μάθεις;» ρώτησε ήρεμα αλλά δεν με ξεγελούσε ήμουν σίγουρος ότι ήξερε ήδη ότι αυτό που ετοιμαζόμουν να την ρωτήσω σίγουρα δεν θα της ήταν εύκολο να απαντήσει.

«Γιατί δεν έψαξες ποτέ να τον βρεις;» την ρώτησα και καθώς την κοίταξα για μια στιγμή την είδα να με κοιτάει με απορία.

«Γιατί θες να το μάθεις τώρα αυτό;» δεν μπορούσε να μην ρωτήσει και καθώς περίμενα αυτήν της την αντίδραση απάντησα ειλικρινά.

«Δεν μπορώ να καταλάβω την άρνηση σου απέναντι του και ίσως να μην το καταφέρω ποτέ αλλά θέλω να καταλάβω τι ήταν αυτό που σε έκανε να σταματήσεις να υπάρχεις» την ρώτησα και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς το σκεφτόταν για λίγο... «Δεν σε ρωτάω για εκείνον αλλά γιατί εγώ θέλω να καταλάβω» προσπάθησα περισσότερο καθώς γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της παρακλητικά.

«Και τι θα αλλάξει αν το μάθεις;» συνέχισε εκείνη με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρει κάτι ώστε να μπορέσει να το αποφύγει.

Σταματώντας το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου τράβηξα χειρόφρενο και καθώς έσβησα την μηχανή γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της αποφασιστικά.

«Θέλω έναν λόγο για να παλέψω, κάτι που θα με κάνει να πειστώ ότι είχες δίκιο» της είπα ωμά και εκείνη έσμιξε για λίγο τα φρύδια της χωρίς να καταλαβαίνει τι ακριβός είχα μέσα στο μυαλό μου.

«Αφού το θες, δες το με τα μάτια σου τότε» είπε ψυχρά και πριν το καταλάβω ξαφνικά βρέθηκα ξανά μέσα στον πύργο να κινούμε μέσα στους πέτρινους διαδρόμους με απίστευτη ταχύτητα όμως καθώς άκουσα κάποιες ομιλίες ξαφνικά πάγωσα και έμεινα να ακούω μια γυναικεία φωνή που δεν αναγνώριζα από μακριά.

«Άχρηστη τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσεις για όλα» έλεγε η άγνωστη φωνή και τα κλάματα μιας δεύτερη τρεμάμενης φωνής που επίσης δεν γνώριζα έγινα ακόμα πιο βοερά.

«Μα έκανα ότι μου είπατε...»

«Δεν είναι αρκετό» την διέκοψε αμέσως η πρώτη φωνή που είχα ακούσει και ένιωσα ξανά να κινούμε... Πριν τελειώσει την φράση της η πρώτη φωνή εγώ είχα ήδη μπει στο δωμάτιο και την κοίταζα με όλα τα μέσα μου να τρέμουν από θυμό. Δεν μπορούσα να καταλάβω πια ήταν.

«Ίζαμπελλλλ» η τρεμάμενη φωνή προσπάθησε να βρει παρηγοριά αλλά η Μπέλλα δεν γύρισε καν να την κοιτάξει, συνεχίζοντας να κοιτάει προς την μεγάλη κυρία που βρισκόταν μπροστά της ανασαίνοντας βαριά την πλησίαζε με απειλητικά βήματα.

«Πως μπόρεσες να του το κάνεις αυτό; Δεν σκέφτηκες ούτε για ένα λεπτό τι επιπτώσεις θα έχουν οι πράξεις σου σε εκείνον;» ρώτησε η Μπέλλα με μια φωνή που θα μπορούσε να ραγίζει μέχρι και όλα τα κρύσταλλα που υπήρχαν στον γύρω χώρο.

«Είναι ακόμα παιδί, θα το ξεπεράσει και θα κάνει καινούργια οικογένεια, με κάποια που να του αξίζει» απάντησε κυνικά η κυρία που ήταν μπροστά της και η Μπέλλα τρέμοντας προσπάθησε με νύχια και με δόντια να σταματήσει τον εαυτό της πριν της κάνει κανένα κακό αλλά μόλις ένιωσε την παρουσία κάποιου πολύ κοντά της γύρισε προς το μέρος του και μόλις είδα τον εαυτό μου ή μάλλον τον πρίγκιπα τα έχασα τελείως... Αν πίστευα ότι λίγο πριν το τέλος του ήταν ένα παραμορφωμένο τέρας, τώρα ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση.

Όλα του τα χαρακτηριστικά είχαν παραμορφωθεί, το σώμα μου ήταν όλο καλυμμένο με λυκίσια τρίχα ενώ ήταν ο διπλάσιο σε ύψος από την Μπέλλα καθώς τα μάτια του ήταν χρυσά και σε όλο το άσπρο γύρω από τις κόρες του υπήρχαν εκατομμύρια μικρές κόκκινες φλέβες που το κάλυπταν... Τα μάτια του εστίαζαν μόνο πάνω στην κακόμοιρη κοπέλα που κειτόταν στο πάτωμα μισότρελη με τα χέρια της να καλύπτουν το πρόσωπο της ενώ τρομοκρατημένη έτρεμε ολόκληρη και χτυπιόταν σαν να είχε πάθει κρίση.

«Αν την αγγίξεις θα το μετανιώσεις» τα λόγια της Μπέλλας ξυράφια που πέρασαν το σώμα του καθώς τινάχτηκε ολόκληρος και με μια σπασμωδική κίνηση άρχισε να αφηνιάζει ενώ έκανε την κίνηση να ορμίσει προς την κοπέλα... «Θα πρέπει πρώτα να με σκοτώσεις για να το καταφέρεις Έντουαρτ» του έκανε ρητό καθώς έμπαινε ανάμεσα σε εκείνην και σε εκείνον και ο πρόγονος μου αμέσως σταμάτησε σε απόσταση αναπνοής από το σώμα της ενώ έτρεμε ολόκληρος.

Τα χέρια μου πλαισίωναν το κορμί της Μπέλλας, ένιωθα τα κόκαλα της να τρίζουν στο άγγιγμα του, τα θρυψαλιάζονται και να ενώνονται ξανά αλλά εκείνη δεν έβγαζε ούτε ένα ψίθυρο, τον κοιτούσε παρακλητικά, τον ικέτευε σιωπηλά αλλά εκείνος δεν έκανε πίσω, η ματιά του συνέχιζε να εστιάζει πάνω στο κορίτσι που τώρα ούρλιαζε απελπισμένα.

«Δεν θα σε αφήσω να το κάνεις» η Μπέλλα ψιθύρισε σχεδόν άηχα και καθώς η ματιά του καρφώθηκε πάνω στην δική της ξεφυσώντας κοφτά πάνω στο πρόσωπο της για λίγο έμεινε να την κοιτά αγανακτισμένα.

«Ή και τις δύο ή καμία» συνέχισε με περισσότερο πείσμα η Μπέλλα και μην αντέχοντας άλλο ο πρόγονος μου την έκανε ένα με το πάτωμα και χώνοντας τα δόντια του μέσα στον λαιμό της προσπάθησε με μανία να της τον ξεριζώσει καθώς ρούφαγε άπληστα το αίμα της... Η Μπέλλα από την άλλη δεν έφερνε καμία αντίσταση, με δάκρυα στα μάτια περίμενε υποφέροντας σιωπηλά το τέλος αλλά εκείνο δεν ερχόταν.

«Ή και τις δύο ή καμία» επανέλαβε με δυσκολία και μόλις κάρφωσε την ματιά του με ένα πληγωμένο ύφος στην δική της ένιωσα την καρδιά μου να ταλαντεύετε και να ραγίζει... Ο πόνος που ένιωσα μέσα από αυτήν την ματιά με έκανε να σαστίσω και καθώς εκείνος άφηνε ένα ουρλιαχτό που έκανε την καρδιά μου κομμάτια έφυγε από πάνω της τρέχοντας μακριά της.

Τα μάτια της Μπέλλας εστίασαν προς την μεριά που εκείνος είχε φύγει, η ακοή της στην καρδιά του που όσο πέρναγαν τα δευτερόλεπτα εκείνη απομακρύνονταν όλο και περισσότερο, το μυαλό της θόλωνε, τα δάκρυα της έτρεχαν με περισσότερη ορμή και καθώς ανασηκώθηκε για να τρέξει πίσω του η πρώτη φωνή που είχα ακούσει πριν ήρθε και πάλι για να την σταματήσει.

«Αν πας να τον βρεις, τότε θα τον διαλύσεις, θα φροντίσω εγώ προσωπικά να μάθουν όλοι την πραγματική σας σχέση, να τους κάνω να σας μισήσουν, να τους κάνουν να σας περιφρονήσουν, να σας κάνουν να φύγετε από αυτό το βασίλειο ντροπιασμένοι και ατιμασμένοι και θα διαδώσω και σε όλα τα υπόλοιπα βασίλεια τι ανήθικοι ήσαστε ώστε να μην μπορέσετε ποτέ να βρείτε γαλήνη σε όποιο μέρος της γης και να πάτε» είπε και καθώς η Μπέλλα πάγωσε στην πόρτα γύρισε αργά το βλέμμα της προς το μέρος της.

«Γιατί με μισείς τόσο; Τι σου έχω κάνει;» ρώτησε με παράπονο.

«Μου τον έκλεψες μέσα από τα χέρια μου» απάντησε η μεγάλη κυρία ψυχρά.

«Μόνη σου τον έδιωξες μέσα από την αγκαλιά σου και το ξέρεις πολύ καλά αυτό, εσύ τον οδήγησες σε όλα αυτά και τώρα θες να τον αποτελειώσεις; Γιατί;» την ρώτησε με μια φωνή που μου διέλυσε το στήθος.

«Για να καταλάβει πως με έκανε να νιώθω όλα αυτά τα χρόνια με την απόρριψη του» της απάντησε και δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου, πως μπορεί μια μάνα να λέει κάτι τέτοιο;

«Μα είναι γιος σου, ο πρωτότοκος σου γιος» συνέχισε η Μπέλλα επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μου.

«Και μου άξιζε μεγαλύτερος σεβασμός» δήλωσε κατηγορηματικά η μητέρα του προγόνου μου.

«Αν δεν με αφήσεις να πάω κοντά του θα τον χάσεις για πάντα, ήδη τον έχεις χάσει, η ανθρώπινη του υπόσταση κρέμεται σε μια κλωστή» προσπάθησε η Μπελλά αλλά η μητέρα του προγόνου μου συνέχισε ήταν αμετάκλητη.

«Αν πας κοντά του θα τον χάσουμε και οι δυό» ήταν η τελευταία της κουβέντα και η Μπέλλα καθώς άκουγε την καρδιά του να χάνετε περισσότερο γύρισε την ματιά της προς την πόρτα ξανά και έμεινε να την κοιτάει χωρίς να ξέρει τι να κάνει.

«Θα το μετανιώσεις και θα είναι αργά» ήταν τα τελευταία λόγια της Μπέλλας και καθώς πλησίασε προς την κακόμοιρη κοπέλα που ακόμα χτυπιόταν κλαίγοντας στο πάτωμα την πήρε στην αγκαλιά της προστατευτικά και η ανάμνηση ξαφνικά έσβησε και αντικαταστάθηκε με μια άλλη.

Η γυναίκα που της είχε πει εκείνα τα σκληρά λόγια, η μητέρα του προγόνου μου ήταν τώρα στο νεκροκρέβατο της με ένα άντρα από πάνω της να του μιλά με μεγάλη δυσκολία καθώς η Μπέλλα κρυμμένη τους έβλεπε και τους άκουγε.

«Μην τους αφήσεις ποτέ να σμίξουν... Ευχή και κατάρα σου δίνω... Αν σμίξουν κατέστρεψε τους... Ορκίσου» είπε με σκληρή φωνή προς τον άντρα που της κράταγε το χέρι της.

«Στο ορκίζομαι μητέρα, δεν θα τους αφήσω» ορκίστηκε εκείνος και καθώς η Μπέλλα τους πλησίασε εκείνοι γύρισαν ταυτόχρονα την ματιά τους προς το μέρος της και την κοίταξαν.

«Και εγώ ορκίζομαι ότι θα τον προστατεύω πάντα από εσάς» ήταν τα τελευταία λόγια της Μπέλλας και αμέσως μετά έσβησε και αυτή της η ανάμνηση.

Όταν κατάλαβα ότι δεν είχε σκοπό να μου περάσει καμία άλλη ανάμνηση, χωρίς να πω κάτι έβαλα ξανά μπροστά την μηχανή και συνέχισα την πορεία μου... Εκείνη δεν είπε τίποτα, κοίταξε μπροστά ανέκφραστη και περίμενε υπομονετικά να φτάσουμε.

Φτάνοντας στον λόφο είδα ένα άγνωστο αυτοκίνητο και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της.

«Είναι ο Τζέικοπ και ο Τζάσπερ, θα κρατήσουν μακριά όσους προσπαθήσουν να μας πλησιάσουν» δήλωσε και μόλις πάρκαρα το αυτοκίνητο μου πίσω από το δικό τους εκείνη άνοιξε την πόρτα αλλά δεν την άφησα να βγει... Κρατώντας το χέρι της την ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Εγώ θα την έγραφα στα αρχίδια μου» της δήλωσα και αφού κοίταξε για λίγο μακριά πήρε μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσει.

«Και εγώ το ίδιο έκανα αλλά ήταν πλέον αργά, είχε σβήσει όλα του τα σημάδια και δεν κατάφερα να τον βρω» απάντησε με πόνο τραβώντας το χέρι της απαλά από το δικό μου και βγαίνοντας από το αυτοκίνητο μου έδωσε το χρόνο που χρειαζόμουν για να κάνω και εγώ το ίδιο.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Soulmates "38. Και τώρα τι;;"




Πρίγκιπας

Κρατώντας το περιδέραιο της στην χούφτα μου έβλεπα το αίμα της να περνάει από όλη την αλυσίδα και να κατρακυλά προς το κεντρικό διαμάντι που το απορροφούσε, με μεγάλη ικανοποίηση... Μπορεί – ακόμα – να μην είχα κερδίσει την ίδια αλλά είχα καταφέρει να πάρω αυτό που ήθελα από την αρχή, το Evenstar με λίγο από το αίμα της... Φυσικά και δεν τα παρατούσα, ξέρω ότι της έπεσε βαρύ όλο αυτό αλλά ήμουν σίγουρος ότι μόλις αφήσει την σκέψη της να ωριμάσει μέσα στο μυαλό της τότε θα καταλάβει ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να διαλέξει εμένα και πολύ σύντομα θα γύριζε ακριβώς γι αυτό τον λόγο... Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι εγώ δεν είχα τον χρόνο με το μέρος μου και χωρίς το αίμα τους δεν είχα πολλές ελπίδες για να καταφέρω να κρατηθώ σε αυτό το σώμα πολύ ακόμα και ήταν το μόνο που με άγχωνε, σε λίγο τα σημάδια της φθοράς θα άρχιζαν να γίνονται εμφανή και αυτό δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο ιδίως αν ήθελα να κρατήσω την ταυτότητα μου κρυφή από τους άλλους γι αυτό και δεν μου έμενε άλλη επιλογή από το να δώσω και πάλι τα ηνία στον μικρό αν και δεν του είχα καθόλου εμπιστοσύνη αλλά τι άλλο μπορούσα να κάνω;;;

Έντουαρτ

Κοίταζα την αλυσίδα που απορροφούσε το αίμα της το κεντρικό διαμάντι και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς γινόταν, είχα την εντύπωση ότι ο πρόγονος μου για κάποιον λόγο ήθελε αυτήν της την αντίδραση, ήθελε να το πάρει κατ’ αυτόν τον τρόπο ώστε να εξασφαλίσει λίγο από το αίμα της, να σπάσει τα μάγια που το έδενε μαζί του ώστε να μπορέσει να το πάρει πίσω ατόφιο για να το ξαναμαγέψει χωρίς να το καταλάβει η ίδια... Το πιο περίεργο από όλα ήταν ότι δεν ήταν ταραγμένος ούτε στο ελάχιστο μπροστά σε όλα αυτά που είχα συμβεί... Τι διάολο έχει στο μυαλό του; Μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ αν δεν το δω με τα ίδια μου τα μάτια.

Χωρίς καν να με προειδοποιήσει μου έδωσε ξανά το πάνω χέρι και καθώς ο Στέφαν κινήθηκε προς το μέρος μου ξαφνιασμένος αναπήδησα και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του χωρίς να σταματάω να κρατάω το περιδέραιο της στο χέρι μου σφιχτά σαν φυλακτό... Ότι και να γίνονταν το μόνο που με ένοιαζε ήταν να το κάνουμε να δουλέψει σωστά και να το πάρει η ίδια με κάποιον τρόπο πίσω ώστε να εξασφαλίσουμε ότι σε μια μάχη εκείνη δεν θα χάσει την ζωή της.

«Τι ήταν όλο αυτό;» ρώτησε ο Στέφαν και πραγματικά δεν είχα ιδέα πως να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα... Η ξαφνική άφιξη του αυτοκινήτου της Καρολάιν μας έκανε να παγώσουμε και καθώς εκείνη πάρκαρε το αμάξι της άτσαλα μπροστά μας και η πόρτα άνοιξε με μια Έλενα να πετάγετε αλλόφρων έξω από αυτό πλησιάζοντας με εγώ γρήγορα έβαλα το Evenstar μέσα στην τσέπη μου και αυτόματα χωρίς να τους δίνω σημασία κίνησα προς το αυτοκίνητο μου για να φύγω μακριά τους όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

«Που νομίζεις ότι πας;... Έχεις να μου δώσεις εξηγήσεις» απαίτησε η Έλενα και καθώς ξεκλείδωσα το αυτοκίνητο άφησα ένα γελάκι να μου ξεφύγει καθώς γύριζα την ματιά μου προς το μέρος της.

«Εξηγήσεις;... Δεν έχουμε τίποτα πια μεταξύ μας Έλενα και σίγουρα δεν είμαι υποχρεωμένος να σου δώσω καμία εξήγηση» της είπα και καθώς μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο έκλεισα την πόρτα την στιγμή που εκείνη ερχόμενη κοντά μου συνέχισε να ουρλιάζει.

«Δεν τελειώσαμε ακόμα...» είπε την στιγμή που ασφάλισα το αμάξι για να μην κάνει καμία βλακεία και μου ανοίξει την πόρτα για να με εμποδίσει να φύγω... «Άνοιξε την πόρτα, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό...» συνέχισε ενώ προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα και βάζοντας μπροστά το αυτοκίνητο, έβαλα όπισθεν και λύνοντας το χειρόφρενο πάτησα το γκάζι και απομακρύνθηκα από κοντά της... «Δεν έχουμε τελειώσει ακόμα, το ακούςςςςςςςςς... Κανείς δεν με παρατάει εμένα... Όταν γυρίσει ο πατέρας σου θα τα πούμε» συνέχιζε σε έξαλλη κατάσταση τις απειλές της και χωρίς να αντέχω άλλο την στιγμή που γύρισα το αμάξι και έβαλα πρώτη χωρίς να σταματάω το αυτοκίνητο άνοιξα το παράθυρο και βγάζοντας το χέρι μου έξω της έκανα κολωδάχτυλο ενώ την κοίταζα από τον μεσαίο καθρέφτη που χτυπιόταν σαν κανένα δεκάχρονο μυξιάρικο που μόλις του είχαν πάρει το γλειφιτζούρι από το στόμα και απόρησα με τον ίδιο μου τον εαυτό... Μας πως την άντεξα τόσα χρόνια;;;;

Αφού είχα απομακρυνθεί αρκετά και βεβαιώθηκα ότι δεν με ακολουθούσε κανείς άρχισα τις απορίες μου.

«Οκ το περιδέραιο το έχουμε, τώρα τι κάνουμε;» τον ρώτησα και ένιωσα μέσα μου ένα ξάφνιασμα από μέρους του.

~Τι; Δεν θα σχολιάσεις καν το τι έγινε πριν;~ ειρωνεύτηκε και άφησα ένα γελάκι να μου ξεφύγει.

«Ήμουν σίγουρος ότι θα τα έκανες σκατά, δεν χρειάζεται να το σχολιάσω και από πάνω και επειδή καταλαβαίνω ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο λέγε τι πρέπει να κάνουμε για να τελειώνουμε με αυτό» του πέταξα στα μούτρα και εκείνος αφήνοντας το ασχολίαστο τα παράτησε και πήγε παρακάτω.

«Πρέπει να βρούμε την αδελφή σου, εκείνη είναι η μόνη που μπορεί να μας βοηθήσει τώρα~ είπε και βγάζοντας το κινητό μου από την τσέπη αμέσως την κάλεσα.

«Έλα Άλις που είσαι;» ρώτησα κατευθείαν μόλις το σήκωσε.

~Είμαι στου Στέφανς το μαγαζί με τον Τζάσπερ~ με ενημέρωσε εκείνη και ένιωσα μια ικανοποίηση από μέρους του προγόνου μου.

~Πες της να μην το κουνήσουν από εκεί~ με καθοδήγησε και αυτόματα το είπα και εγώ στην Άλις και καθώς έκλεισα το τηλέφωνο άλλαξα την πορεία μου και έφτασα εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

Μπαίνοντας μέσα, μόλις τους εντόπισα με την ματιά μου, κατευθύνθηκα προς το μέρος τους και μόλις έκατσα απέναντι τους εκείνοι με κοίταξαν με μια περίεργη υποψία στο βλέμμα τους.

«Θέλω την βοήθεια σας» είπα κατευθείαν χωρίς περιστροφές και η Άλις με τον Τζάσπερ κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους παραξενευμένοι.

«Τι συμβαίνει;...» ρώτησε ο Τζάσπερ πρώτος και βγάζοντας το περιδέραιο της Μπέλλας από την τσέπη μου το έτεινα προς το μέρος του και εκείνος το κοίταξε σοκαρισμένος... «Που το βρήκες αυτό; Και γιατί είναι κομμένη η αλυσίδα του;» ρώτησε κατευθείαν καρφώνοντας κατηγορηματικά την ματιά του προς το μέρος μου ενώ η Άλις ρώταγε ταυτόχρονα.

«Τι είναι αυτό;»

«Δεν έχω χρόνο για εξηγήσεις. Το μόνο που θέλω να ξέρω από σένα είναι αν μπορείς να με βοηθήσεις να κάνουμε την Μπέλλα άθραυστη χωρίς να το καταλάβει η ίδια» του είπα με νόημα και εκείνος το σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει.

«Δεν μπορώ να της πω ψέματα» μου απάντησε και ανασηκώνοντας τους ώμους μου αδιάφορα του είπα καθώς σηκωνόμουν για να φύγω.

«Τότε δες την να χάνεις την ζωή της μαζί με την ζωή και όλων των θνητών» του δήλωσα και καλά αδιάφορα.

Η Άλις ταράχτηκε και κοίταξε προς τον Τζάσπερ σοκαρισμένη ενώ ο Τζάσπερ αγχωμένα γύρισε την ματιά του προς το μέρος της καθώς εγώ χωρίς να περιμένω σηκώθηκα και άρχισα να προχωρώ προς την εξώπορτα.

«Μια στιγμή» ο Τζάσπερ με σταμάτησε και καθώς έκοψα το βήμα μου στην μέση προσπάθησα με κόπο να κρύψω το χαμόγελο της ικανοποίησης ενώ τον ένιωθα να έρχεται κοντά μου... Γυρίζοντας προς το μέρος του απαθής εκείνος σταμάτησε μπροστά μου και ψιθύρισε ώστε να μην μπορεί να μας ακούσει κανένας άλλος.

«Το περιδέραιο ήταν μαγεμένο...» ήταν δήλωση όχι ερώτηση αλλά εγώ κατένευσα έτσι κι αλλιώς... «Εκείνο την επανέφερε σωστά;...» συνέχισε και ανασήκωσα τους ώμους μου για απάντηση... «Πως τα ξέρεις όλα αυτά;» δεν μπορούσε να μην ρωτήσει αλλά δεν είχα χρόνο γι αυτά.

«Μπορείς να με βοηθήσεις ή όχι;» τον ρώτησα για τελευταία φορά και αφού άφησε την ανάσα του να βγει βαριά από μέσα του μου έκανε νόημα με μια κίνηση του κεφαλιού του να τον ακολουθήσω και αφού έκατσα ξανά στο τραπέζι που καθόταν με την Άλις έγειρα προς το μέρος του και συνέχισα.

«Πρέπει να το κάνει η Άλις...» ξεκίνησα και η Άλις με κοίταξε σοκαρισμένη.

«Γιατί εγώ;» ρώτησε και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της.

«Για κάποιον λόγο  - αν έχω καταλάβει καλά – είσαι συνδετικός κρίκος όλων μας» την ενημέρωσα και έσμιξε τα φρύδια της με απορία.

«Όταν εννοείς όλων μας;» ρώτησε εκείνη και έξυσα λίγο νευρικά το κεφάλι μου.

~Καμία βοήθεια από το κοινό θα έχω;~ ρώτησα ρητορικά τον πρόγονο μου αλλά όταν κατάλαβα ότι δεν είχε σκοπό να μου απαντήσει συνέχισα προς την Άλις.

«Δεν ξέρω να το εξηγήσω αυτό αλλά κάτι μου λέει ότι έχει δέσει την ζωή της με την ζωή της οικογένεια της» δήλωσα με μια δόση κατηγορίας στην χροιά της φωνής μου κοιτώντας προς τον Τζάσπερ και μόλις η Άλις ακολούθησε την ματιά μου ο Τζάσπερ με έναν αναστεναγμό εκείνος μας το επιβεβαίωσε κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά.

«Και εγώ που κολλάω με την οικογένεια της;» ρώτησε πολύ σωστά η Άλις προς τον Τζάσπερ και εκείνος δεν ήξερε πως να απαντήσει σε αυτό.

«Δεν μας βοηθάς» τόνισα εγώ προς τον Τζάσπερ και εκείνος τελικά τα παράτησε.

«Θα θέλατε κάτι να πάρετε;» ρώτησε η σερβιτόρα που ήρθε να πάρει παραγγελία καθώς άφησε ένα ποτήρι νερό μπροστά μου και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της απελπισμένα.

«Όχι ευχαριστώ» απάντησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και μόλις εκείνη απομακρύνθηκε γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του Τζάσπερ ξανά.

«Έχω υποσχεθεί να μην μιλήσω γι αυτά» εκείνος υπερασπίστηκε τον εαυτό του αλλά η Άλις πριν από μένα πήρε τον λόγο και τον πίεσε περισσότερο.

«Μα μου υποσχέθηκες» είπε και την κοίταξα για λίγο με απορία αλλά εκείνη δεν μου έδωσε καμία σημασία.

«Συγνώμη Άλις, το ξέρω ότι το υποσχέθηκα αλλά δεν μπορώ να σας πω τίποτα πάνω σε αυτό, έχω δώσει τον λόγο μου να μην μιλήσω» της είπα απολογητικά και αναστέναξα.

«Εδώ ο κόσμος χάνετε και εσύ...»

«Είναι κάτι παραπάνω από υπόσχεση εντάξει;...» εκείνος αμέσως με διέκοψε νευριασμένα... «Και να θέλω να σας πω κάτι δεν μπορώ, τα λόγια είναι δεμένα μέσα μου και να προσπαθήσω να μιλήσω δεν θα καταφέρω να πω καμία λέξη, νομίζεις ότι εγώ θέλω να την χάσω; Ή ότι εκείνη δεν θα περίμενε μια τέτοια εξέλιξη; Για πόσο χαζή την έχεις;» συνέχισε με περισσότερη πείθω και κοίταξα προς την Άλις και εκείνη προς το μέρος μου.

«Ωραία και τώρα τι κάνουμε;» είπε η Άλις πριν από μένα και ο Τζάσπερ μας έδωσε αυτόματα την λύση.

«Δεν ξέρει για το περιδέραιο, δεν το είχε συνδυάσει ποτέ, μπορούμε να το μαγέψουμε ξανά αλλά δεν ξέρω τι επιπτώσεις θα έχει αυτό για την υπόλοιπη οικογένεια της» είπε λίγο συγκρατημένα και το σκεφτήκαμε για λίγο.

~Θα πεθάνει μαζί τους αλλά θα γυρίσει ξανά~ μου έδωσε την απάντηση ο πρόγονος μου και το σκέφτηκα λίγο περισσότερο.

~Και αν γυρίσουν και εκείνοι μαζί της;~ έθεσα την πιο λογική ερώτηση αλλά εκείνος δεν απάντησε... ~Θες να τα καταφέρουμε ή όχι;~

~Δεν θα γυρίσουν~ ήταν η μοναδική του απάντηση και αναστέναξα βαριά.

«Ας επικεντρωθούμε για αρχή να βρούμε τρόπο να την κάνουμε άθραυστη και βλέπουμε» είπα τελικά και ο Τζασπερ αμέσως διαφώνησε.

«Δεν είναι αρκετό δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε...»

«Αν χαθεί εκείνη τι ελπίδες έχουμε να τα καταφέρουμε Τζάσπερ;» τον ρώτησα εγώ διακόπτοντας τον και δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί περισσότερο.

«Οκ τι θες να κάνουμε;» τελικά είπε ηττημένος και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά με ικανοποίηση.

«Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνετε, αυτό που ξέρω είναι ότι αν το μαγέψει η Άλις δεν θα μπορεί κανείς να σπάσει ξανά τα μάγια και μην με ρωτήσετε το γιατί, γιατί δεν έχω απάντηση σε αυτό» τους δήλωσα κατηγορηματικά και η Άλις με τον Τζάσπερ ανταλλάξανε ματιές.
«Δώσε μου το περιδέραιο» απαίτησε ο Τζάσπερ και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Ότι θα κάνετε θα το κάνετε μπροστά μου, δεν το εμπιστεύομαι σε κανέναν» του το αρνήθηκα το ίδιο κατηγορηματικά και εγώ.

«Τότε έλα μαζί μας» εκείνος πρότεινε και αφού σηκώθηκε και εγώ αλλά και η Άλις ταυτόχρονα σηκωθήκαμε μαζί του και τον ακολουθήσαμε προς το παλιό νεκροταφείο όπου μας οδήγησε.

~*~*~*~*~*~*~*~*~

Όλα ήταν έτοιμα η μεγάλη μέρα είχε φτάσει και εγώ ακόμα ήμουν αναποφάσιστος... Το ολόγιομο φεγγάρι είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση του και η αγωνία μου για το τι επρόκειτο να συμβεί είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της... Ένιωθα ότι είχαμε μπει στην τελική ευθεία και δεν είχα ιδέα το σήμαινε αυτό... Ο πρόγονος μου αφού μου είπε τι ήθελε να περιλαμβάνουν τα μάγια δεν ξαναμίλησε αλλά ούτε και με άφησε να νιώσω τα πραγματικά του συναισθήματα και αυτό αν και θα έπρεπε να με ικανοποιήσει μιας και που ήταν σαν να είχε φύγει από το σώμα μου, μου έφερνε τέτοιον εκνευρισμό που δεν μπορούσα να καταλάβω τον ίδιο μου τον εαυτό... Αν ήξερα τα σχέδια του ίσως και να μπορούσα να ηρεμίσω λίγο αλλά από την στιγμή που δεν έχω ιδέα τι σχεδιάζει και μάλιστα εναντίων μου αυτό με τρομοκρατεί με κάνει να είμαι έτοιμος να τρελαθώ, από την άλλη η εξαφάνιση της Μπέλλας με προβλημάτιζε περισσότερο, εκείνη τι είχε σκοπό να κάνει; Γιατί εξαφανίστηκε τώρα που την είχα περισσότερο ανάγκη;

Για άλλη μια φορά στην ζωή μου ένιωθα τόσο αβοήθητος, τόσο μόνος που δεν είχα ιδέα πως να ξεσπάσω όλα όσα με πνίγανε, η ώρα ένιωθα να πλησιάζει και εγώ δεν είχα ιδέα τι να κάνω, να σπάσω τελικά την κατάρα ή όχι και πως; Οκ ήξερα τι έπρεπε να πω αλλά αν ήμουν μόνος τι επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει όλο αυτό;

Μουγκρίζοντας με αγανάκτηση άρπαξα το μπουφάν μου και ενημερώνοντας την μητέρα μου ότι πάω μια βόλτα, πήρα το αυτοκίνητο μου και άρχισα να περιπλανιέμαι στους δρόμους χωρίς προορισμό... Σε όλη την διαδρομή ένιωθα κάποιον να με καταδιώκει αλλά στον δρόμο δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο που να με παρακολουθεί ενώ μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων δεν έβλεπα καμία σκιά να κάνει το ίδιο, ωστόσο ποιος μου εγγυόταν ότι κάποιο πλάσμα που θέλει αυτό το ηλίθιο κορμί δεν είναι εκεί περιμένοντας την λάθος κίνηση μου;;;

Δεν άντεχα να γυρίσω πίσω και να έχω να αντιμετωπίσω τους δικούς μου έτσι πήρα την απόφαση να πάω στο μπαράκι του Στέφαν μπας και καταφέρω για λίγο να ξεχαστώ ίσως και να πιώ για να πάρω λίγο τα πάνω μου ή να θολώσω λίγο περισσότερο ώστε να καταφέρω να μην σκέφτομαι... Οι σκέψεις μου πια είχαν γίνει τόσο βασανιστικές που κάθε λεπτό που περνούσε με σκοτώνανε όλο και πιο πολύ... Τι διάολο θα κάνω; Σε ποιον μπορώ να πω τον πόνο μου και να με καταλάβει πραγματικά;;;

Καθόμουν μόνος στο μπαρ πίνοντας μια μπύρα και καπνίζοντας ενώ προσπαθούσα πολύ σκληρά να μην σκέφτομαι μέχρι που εμφανίστηκε η Έλιροουζ και έκατσε δίπλα μου.

«Μόνος σήμερα;» ρώτησε και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της ξαφνιασμένος... Για λίγο τα έχασα, με αυτά και με εκείνα την είχα ξεχάσει τελείως μέχρι που την είδα τώρα και θυμήθηκα ότι από εχθές μου είχε πει ότι ήθελε να μου μιλήσει.

«Όπως βλέπεις...» είπα μαλακά ίσως και λίγο κακόκεφα ενώ πήρα άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο μου για να προσπαθήσω να πνίξω όσα με βασάνιζαν καθώς εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα να βλέπει την κακοκεφιά και όλους τους προβληματισμούς μου... «Εσύ;» ρώτησα πιο ανάλαφρα και ανασήκωσε τους ώμους της.

«Υποτίθεται ότι είχα ραντεβού με την Ελεονόρα αλλά μάλλον δεν θα έρθει...» είπε και κούνησα το κεφάλι μου θετικά χωρίς να ξέρω τι άλλο να πω... «Παρατήρησα τις τελευταίες μέρες ότι δεν είσαι και πολύ στα καλά σου, συμβαίνει κάτι;» ρώτησε με ενδιαφέρον και αναστέναξα βαριά.

«Μην με παρεξηγείς αλλά δεν είναι και οι καλύτερες μέρες μου» είπα απολογητικά.

«Σε πείραξε τόσο πολύ που σε άδειασε η Έλενα;» ρώτησε και άρχισα να γελάω χωρίς να το καταλάβω τόσο πολύ που για λίγο πάγωσε με την αντίδραση μου.

«Η Έλενα άδειασε εμένα!» επανέλαβα δύσπιστα χωρίς να σταματάω να γελάω πια νευρικά.

«Το ήξερα ότι ήταν ψέματα αλλά το έλεγε τόσο πειστικά» απολογήθηκε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά καθώς καταλάγιαζα το γέλιο μου.

«Μην απολογείσαι δεν περίμενα κάτι καλύτερο από εκείνην, ακόμα απορώ πως την άντεξα τόσο καιρό» είπα ειλικρινά και γέλασε πιο ενθαρρυντικά χαλαρώνοντας αλλά ξαφνικά το χαμόγελο της πάγωσε και ακολουθώντας την ματιά της είδα την Έλενα να είναι πίσω μου και να μας κοιτάει με ένα ύφος που ήταν λες και ήθελε να μας σκοτώσει.

«Έχεις όρεξη για βόλτα;» ρώτησα την Έλιροουζ γυρίζοντας αυτόματα την ματιά μου προς το μέρος της και εκείνη χωρίς δεύτερη κουβέντα αμέσως ήπιε το υπόλοιπο ποτό της με μια γουλιά και σηκώθηκε αποφασιστικά.

Καθώς σηκώθηκα και εγώ, πήρα τα τσιγάρα μου στο χέρι και περνώντας το χέρι μου γύρω από την μέση της την παρέσυρα μαζί μου προς την έξοδο προσπερνώντας την Έλενα χωρίς να της ρίξω ούτε ένα βλέμμα.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Mystic's Dream



Mystic's Dream


Απλός θνητός...
Ήθελε να βρει τον δρόμο της καρδιά του.


Φύλακας της πύλης των ψυχών...
 Ευχόταν οι ψυχές που απελευθέρωνε
 να βρουν τον δρόμο της καρδιά τους.


Μέχρι που οι δρόμοι τους συναντήθηκαν και άλλαξαν όλα...


Σε έναν κόσμο διαφορετικό

Μαγικό

Θα την χάσει

Θα ψάξει να την βρει

Μια προφητεία θα του αλλάξει την ζωή

Θα πολεμήσει να βρει το δίκιο του

Και θα βγει νικητής

"Coming Soon by Xrysanthi"

Soulmates "37. Lost in Paradise"




Μπέλλα

Ήμουν χαμένη μέσα στα συναισθήματα μου, αβοήθητη, με την καρδιά μου να με ικετεύει να υποκύψω σε αυτά... Πάλευα, αντιστεκόμουν αλλά έχανα την μάχη, εκείνα συνέχιζαν να με κυριαρχούν, κάνοντας με λεπτό το λεπτό να λυγίζω περισσότερο... Το τρυφερό του άγγιγμα, τα υγρά του φιλιά με παρέσερναν και το σώμα μου τον αναζητούσε περισσότερα... Χριστέ μου πόσο μου είχε λείψει, πόσο θέλω αυτό το όνειρο να μην τελειώσει ποτέ.

Η αίσθηση του κορμιού του απάνω στο δικό μου κορμί, το έκαναν να ανατριχιάζει περισσότερο, η ζεστασιά του, η απαλότητα του, όλη η αγάπη που ανέδυε κάθε του κίνηση... Ήταν η λύτρωση μου.

Τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά του τον καλούσαν κοντά μου και εκείνος δεχόμενος την πρόσκληση έφερε το πρόσωπο του σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου... Η ματιά του με έκαψε ολόκληρη, έκανε την ανάσα μου να χαθεί μακριά, την άψυχη καρδιά μου να προσπαθεί να βρει τρόπο να αρχίσει και πάλι να χτυπά μόνο για εκείνον.

Το χέρι μου καθώς άκουσε την φωνή της καρδιά μου αγκάλιασε τον μάγουλο του και έμεινε εκεί, κλείνοντας τα μάτια πήρε μια τρεμάμενη ανάσα και η καρδιά του αμέσως κλονίστηκε και άρχισε να καλπάζει τόσο δυνατά που ακόμα και ένας άνθρωπος θα μπορούσε να την ακούσει.

«Μοναδική μου αγάπη» τα χείλια μου πρόφεραν και τα μάτια του αμέσως άνοιξαν, με κοίταξαν με λατρεία και προσμονή για κάτι που μόνο εγώ θα μπορούσα να του χαρίσω αλλά πως μπορούσα να του το χαρίσω αφού πια είχε πνιγεί μέσα στην άβυσσο του πόνου που βίωσα μετά τον χαμό του;;;

Τα χείλια του με την πιο αργή κίνηση ήρθαν να συναντήσουν τα δικά μου και τα δικά μου χείλια αυτόματα αναζήτησαν την ανάσα που μόνο εκείνος θα μπορούσε ποτέ να μου χαρίσει, μια ανάσα ζωής, μια ανάσα ελπίδας να με βεβαιώσει πως τίποτα δεν πήγε χαμένο, οι θυσίες, τα λάθη μας όλα όσα μας ένωναν και μας χώριζαν ταυτόχρονα.

Γευόμουν την κάθε σταγόνα ζωής που μου πρόσφερε απλόχερα και εκείνος ξεδιψούσε την ψυχή του μέσα από μένα τόσο απελπισμένα που με έκανε να διαλυθώ... Ω Χριστέ μου, τόσα λάθη, τόσα μάταια λάθη πως μπορούσα να τα διορθώσω τώρα; Πως μπορούσα ξανά να του χαρίσω το μοναδικό πράγμα που είχε ανάγκη για να μπορέσει να λυτρωθεί;;;;

Τα χέρια του με αγκάλιασαν σφιχτά, απελπισμένα κάνοντας έναν μου λυγμό να ξέφυγε από τα χείλια μου... ~Συγχώρεσε με αγάπη μου, συγχώρεσε με αλλά δεν μπορώ~... παρακαλούσα μέσα μου ενώ τα χέρια μου τον έφερναν πιο κοντά μου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον νιώσω για άλλη μια φορά ολοκληρωτικά... ~Συγχώρεσε με~... παρακάλεσα για άλλη μια φορά και μόλις ένιωσα να με γεμίζει ολόκληρη έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω και άφησα τον εαυτό μου να εκφραστεί ελεύθερα καθώς το κορμί μου τραντάζονταν σύγκορμο από την ολοκλήρωση που ένιωσε.

«Λάμψε για μένα μοναδικό μου αστέρι, λάμψε για άλλη μια φορά» παρακάλεσε και ένιωσα την καρδιά μου να γίνεται κομμάτια, το σώμα μου να παίρνει φωτιά και χωρίς να έχω άλλες αντοχές παραδόθηκα σε εκείνον ελπίζοντας να καταλάβει, ελπίζοντας να με συγχωρέσει, να βρει την δύναμη να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που ήμουν κάποτε τώρα πια δεν υπάρχει.

Εντουαρτ

Ένιωθα το κάθε της χάδι, τον κάθε πόνο και την κάθε ηδονή που διαπερνούσε το κορμί της και με έκανε να καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι την κράταγε πίσω αλλά τι; Δεν μπορούσα να καταλάβω.

Κάθε της κίνηση δήλωνε το πόσο τον επιζητούσε και η ίδια αλλά για κάποιον λόγο για εκείνην αυτό δεν ήταν αρκετό όμως γιατί; Για μένα; Για εκείνον; Για την ίδια; Ίσως αλλά γιατί;;;

Ο πρόγονος μου έδινε όλη του την ψυχή σε αυτήν την ένωση και όσο περισσότερο πέρναγε η ώρα τόσο περισσότερο πείσμωνε... Όμως γιατί; Τι ήταν αυτό που πρόσμενε από εκείνην και εκείνη δεν του το έδινε; Δεν μπορούσα να τους καταλάβω, το μόνο που καταλάβαινα ήταν ότι όλο αυτό, για μένα, ήταν ένα ατελείωτο βασανιστήριο... Είχα δεχτεί το γεγονός ότι δεν θα γίνει ποτέ δική μου αλλά να την νιώθω τώρα να δίνεται σε εκείνον ολοκληρωτικά ή σχεδόν ολοκληρωτικά με έκανε κομμάτια, μου διέλυε κάθε μου ελπίδα και με έκανε να θέλω να βρω έναν τρόπο να τους κάνω να σταματήσουν να με βασανίζουν αλλά δεν ήξερα με ποιον τρόπο θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο ή ακόμα χειρότερα δεν ήξερα αν ήμουν τόσο εγωιστής ώστε να τους χαλάσω αυτήν την ανεπανάληπτη στιγμή.

Όπως και να είχε όμως ήξερα ότι, ό,τι και να έκανα στο τέλος ο ζημιωμένος θα ήμουν και πάλι εγώ, οπότε τι είναι καλύτερο να γίνει, όχι για μένα αλλά για εκείνην, για τον όλους τους υπόλοιπους, για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη που τώρα απειλείτε από ένα μάτσο βρικόλακες που θέλουν να πάρουν την απόλυτη κυριαρχία.

Ήξερα πιο ήταν το σωστό για όλους αυτούς τους λόγους αλλά το ερώτημα ήταν: ήμουν αρκετά δυνατός ώστε να το κάνω γνωρίζοντας ότι αν συμφωνήσω τελικά σε αυτήν την τρέλα – θα ήταν για το υπόλοιπο της ζωής μου; αιώνια - θα είμαι καταδικασμένος να την βλέπω να λατρεύει με όλη της την ψυχή και το σώμα κάποιον άλλον μέσα στο σώμα μου… τόσο κοντά μα και τόσο μακριά… να την βλέπω να με κοιτάει με τόση αγάπη αλλά να ξέρω ότι βλέπει κάποιον άλλον... Ήμουν άραγε τόσο δυνατός ώστε να μπορέσω να το δεχτώ τελικά αυτό;;;;

Πρίγκιπας

Ήταν η όαση μου, το ελιξίριο της ζωής μου που μόνο εκείνη μπορούσε να μου προσφέρει, η πηγή που ξεδιψούσε την ψυχή μου, που έκανε την καρδιά μου δυνατή για να αντέξει λίγο ακόμα πριν αποδυναμωθεί τελείως και χάσει την μάχη πριν καν εκείνη αρχίσει. Όμως αυτό που η ψυχή μου είχε ανάγκη να νιώσει αρνιόταν ακόμα  να μου το δώσει και ήξερα ότι έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο, έπρεπε να τα δώσω όλα για να την καταφέρω όμως οι δυνάμεις μου όσο πέρναγε η ώρα με εγκαταλείπανε και εκείνη ακόμα δεν παραδινόταν όσο και αν το επιζητούσε και η ίδια και δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί... Τι άλλαξε;;;

Τα τρυφερά μου χάδια, τα υγρά μου χείλια απομνημόνευαν κάθε κύτταρο του κορμιού της, φυλάκιζαν μέσα μου την αίσθηση που μου χάριζε την υπέρτατη ευδαιμονία που έδιναν στο κορμί μου όλη την δύναμη που χρειαζόταν για να συνεχίσει. Όμως ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό κάνοντας με να τρελαίνομαι αλλά και να πεισμώνω ακόμα περισσότερο.

Το σώμα μου συναντούσε το δικό της ξανά και ξανά ενώνοντας της δύο ψυχές κάνοντας τες μια και οι ηδονικές της ανάσες, τα έντονα της βογκητά καθώς και το κορμάκι της που τρανταζόταν και έτρεμε σύγκορμο μου δήλωναν το πόσο και η ίδια με επιζητούσε, δεν κρυβόταν καν πίσω από το δάχτυλο της όπως έκανε παλιά αλλά γιατί; Γιατί δεν μου παραδίνονταν; Γιατί αντιστέκονταν ακόμα; Δεν μπορούσα να καταλάβω, μου ήταν αδύνατον να πιστέψω ότι είχε τόσο πείσμα μέσα της ακόμα και τώρα.

Μπέλλα

Ένιωθα την κορύφωση να είναι κοντά, όλες του οι κινήσεις το επιβεβαιώνανε και ακόμα η ψυχή μου δεν έλεγε να απελευθερωθεί, παρέμενε αμέτοχη και το πείσμα του για να την κερδίσει γινόταν πιο ισχυρό αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό για να κάνει την άψυχη καρδιά μου να χτυπήσει για άλλη μια φορά για εκείνον, δεν ήταν αρκετό για να απελευθερωθούν όλα μου τα συναισθήματα ώστε το κορμί μου να λάμψει για άλλη μια φορά μόνο για εκείνον και αυτό με καταρράκωνε... Ήθελα να του τα χαρίσω όλα, του άξιζε κάθε κύτταρο του εαυτού μου όμως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το καταφέρω, όλα μου τα συναισθήματα ακόμα και η ίδια μου η ψυχή είχαν θαφτεί τόσο βαθιά μέσα μου που ήξερα από πριν ότι δεν θα υπήρχε ποτέ τρόπος για να τα επαναφέρω στην επιφάνεια, τα είχα θάψει τόσο βαθιά για να σταματήσω να υποφέρω που ότι και να έκανα τώρα δεν θα ήταν αρκετό για να βγουν προς τα έξω ποτέ ξανά.

«Λάμψε για μένα μοναδική μου αγάπη...» τα χείλια του πρόφεραν και με έκανε χίλια κομμάτια, τα μάτια μου δάκρυσαν και καθώς τα χέρια μου σφίχτηκαν γύρω από το κορμί του εκείνος με παρέσυρε μαζί του και με ανασήκωσε καθώς γονάτιζε πάνω στο κρεβάτι... «Άσε την ψυχή σου να απελευθερωθεί, να γίνει ένα με την δική μου» συνέχιζε και βάζοντας το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στον ώμο του έπνιξα με κόπο τον λυγμό που ήταν έτοιμος να ξεπηδήσει από μέσα μου.

«Συγχώρεσε με» πρόφερα σχεδόν άηχα και καθώς ακολούθησα τον ρυθμό του εκείνος δεν άντεξε και απελευθέρωσε όλο του το απωθημένο του πάθος για μένα μέσα στα βάθη της ύπαρξης μου ενώ τραντάχτηκε ολόκληρος... «Συγχώρεσε με» συνέχισα κλαίγοντας πια και καθώς με ακούμπησε απαλά πάνω στο στρώμα καθαρίζοντας το πρόσωπο μου από τα μαλλιά μου προσπάθησε να με κάνει να τον κοιτάξω αλλά εγώ του το αρνιόμουν πεισματικά.

«Ίζαμπελ...» απαίτησε και καθώς πήρα μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του και τον κοίταξα απολογητικά... «Τι σ...;» προσπάθησε αλλά δεν τον άφησα να συνεχίσει, βάζοντας τα δάχτυλα μου πάνω στα χείλια του κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και τον παρακάλεσα με την ματιά μου να μην το κάνει.

Καταλαβαίνοντας ότι κάτι άλλο συμβαίνει κράτησε την παλάμη μου μέσα στο χέρι του και φιλώντας ένα ένα ξεχωριστά τα ακροδάχτυλα μου τόσο τρυφερά που με έκανε αμέσως να ανατριχιάσω, έβαλε το χέρι μου στην άκρη και καθώς ξάπλωσε απαλά δίπλα μου με έκλεισε μέσα στην ζεστή του αγκαλιά... Το χέρι μου αυτόματα αγκάλιασε το κορμί του και καθώς το κεφάλι μου ακούμπησε απαλά πάνω στο στέρνο του έμεινα εκεί αμίλητη να ακούω τον πιο υπέροχο ήχο του κόσμου μου, την καρδιά του να χτυπά ίσως λίγο άτονα αλλά το ίδιο με όπως την θυμόμουν πάντα.

Κλείνοντας τα μάτια άφησα την μελωδία της να με παρασύρει ενώ μύριζα άπληστα την μοναδική του μυρωδιά αφήνοντας την να πλημυρίσει όλες μου τις αισθήσεις.

«Πως κατάφερα να κρατήσω την λογική μου τόσα χρόνια μακριά σου;» αναρωτήθηκε φωναχτά κάτω από τον αναστεναγμό του αφήνοντας ένα απαλό παρατεταμένο φιλί πάνω στα μαλλιά μου και η καρδιά μου σφίχτηκε ενώ τα χέρια μου τον αγκάλιασαν πιο σφιχτά το κορμί του.

~Πως θα καταφέρω να κρατήσω την λογική μου όταν σε χάσω ξανά;~ αναρωτήθηκα με παράπονο μέσα μου ενώ τα μάτια μου άρχισαν και πάλι να δακρύζουν αλλά δεν είπα τίποτα, παραμένοντας στην σιωπή άφησα τον εαυτό μου να απολαύσει αυτήν την σύντομη ειρήνη που υπήρχε μεταξύ μας.

«Πες κάτι» παρακάλεσε και άφησα έναν αναστεναγμό να μου ξεφύγει.

~Τι μπορώ να πω που να μην χαλάσει αυτήν την μοναδική στιγμή;~ αναρωτήθηκα καθώς άνοιγα τα μάτια μου κοιτώντας μακριά.

«Η καρδιακός σου χτύπος είναι τόσο άτονος...» σχολίασα και εκείνος αμέσως μαγκώθηκε ενώ έπαιρνε μια βαθιά γρήγορη ανάσα σε απάντηση και αυτό έφτασε για να καταλάβω τα πάντα ενώ όλο μου το στήθος αμέσως διαλύθηκε από την διαπίστωση που μόλις έκανα... «Πόσο χρόνο έχουμε;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω με κόπο αλλά εκείνος δεν απάντησε αμέσως και καθώς ανασήκωσα την ματιά μου προς την δική μου, αυτόματα αγκάλιασε με το χέρι του το μάγουλο μου.

«Έχουμε όλον τον χρόνο μπροστά μας...» προσπάθησε να με μεταπείσει αλλά δεν τον άφησα.

«Πόσο» απαίτησα ξανά και τρίζοντας τα δόντια του προσπάθησε πολύ σκληρά να παραμείνει ήρεμος.

«Αγαπημένη μου...» ξεκινώντας έτσι αμέσως αντέδρασα και σηκώνοντας το κορμί μου ανακάθισα στο κρεβάτι και κοιτώντας μακριά πέρασα το σεντόνι γύρω από το κορμί μου και το κράτησα σφιχτά σαν ασπίδα απάνω μου προσπαθώντας πολύ σκληρά να συγκρατήσω όλα τα συναισθήματα μου σε μια ισορροπία και πλησιάζοντας το κορμί του κοντά στο δικό μου τύλιξε τα χέρια του γύρω από τους ώμους μου και με τράβηξε κοντά του ενώ φίλαγε την βάση του λαιμού μου τόσο τρυφερά που με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη.

«Μην αντιδράς πριν ακούσεις τι έχω να σου πω...» παρακάλεσε με βαθιά φωνή γεμάτη με όλο το πάθος που του είχε ξυπνήσει η επαφή μας και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα την άφησα να βγει από μέσα μου ήρεμα παραμένοντας σιωπηλή και εκείνος συνέχισε πιο απαλά γυρίζοντας το πρόσωπο μου προς το μέρος του βάζοντας το χέρι του απαλά πάνω στο πρόσωπο μου... «Δεν είσαι έτοιμη να με δεχτείς ακόμα...» πάνω στην αντίδραση μου έκλεισε τα χείλια μου πριν μιλήσω κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του ενώ τα χάιδευε με το πιο απαλό του άγγιγμα για να με εμποδίσει να πω κάτι... «Το καταλαβαίνω, δεν ήταν λίγα αυτά που μοιραστήκαμε αλλά πρέπει να καταλάβεις και εμένα, χρειάζομαι χρόνο για να σου αποδείξω ότι όλα αυτά τα ατελείωτα χρόνια μακριά σου με έκαναν να δω όσα έπρεπε να είχα δει όταν ήμασταν μαζί, πρέπει να μου δώσεις λίγο χρόνο να σου αποδείξω ότι άλλαξα, ότι τώρα έχω την σοφία να σκεφτώ πιο ώριμα» παρακάλεσε και αναστέναξα κρατώντας το χέρι του μέσα στο δικό μου, φιλώντας απαλά το εσωτερικό της παλάμης του.

«Και εσύ πρέπει να καταλάβεις ότι δεν είμαι πια η Ίζαμπελ που γνώρισες, τα χρόνια που πέρασαν από πάνω μου με άλλαξα Έντουαρτ, με έκαναν πιο σκληρή... Πέρασα τόσα χρόνια θάβοντας τα συναισθήματα μου που έχω ξεχάσει πια πώς να τα φέρω στην επιφάνεια… δεν ξέρω καν αν μπορώ να το κάνω, θα ήταν τόσο επικίνδυνο για όλους μας» τον παρακάλεσα και εγώ με την σειρά μου.

«Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα...»

«Σε αγαπάω μικρέ μου πρίγκιπα, αυτό δεν αλλάζει και το ξέρεις πολύ καλά και χωρίς την επιβεβαίωση μου» τον διέκοψα αμέσως για να του καταρρίψω τις αμφιβολίες του και τρίζοντας τα δόντια του κοίταξε μακριά με ένα μοχθηρό βλέμμα.

«Καταραμένο σώμα, αν δεν ήταν τόσο αδύναμο...» εξωτερίκευσε την σκέψη του και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο μάγουλο του τον ανάγκασα να με κοιτάξει κουνώντας αρνητικά το κεφάλι κόβοντας την φράση του στην μέση.

«Δεν φταίει το σώμα γλυκιά μου αγάπη, δεν φταις καν εσύ» προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει αλλά ήμουν σίγουρη ότι δεν θα καταλάβαινε ούτος ή αλλιώς.

«Δεν φταίω εγώ φταις εσύ σωστά;...» ειρωνεύτηκε και αναστέναξα καταβεβλημένα, πως θα μπορούσα να του το εξηγήσω αυτό χωρίς να καταλήξει σε μάχη;... «Γιατί πας να με ξεγελάσεις πάλι;... Γιατί αντιστέκεσαι ακόμα;»

«Έντουαρττττ...» είπα απελπισμένα κλείνοντας τα μάτια μου καθώς ακουμπούσα το μέτωπο μου πάνω στο μάγουλο του... «Προσπάθησε να καταλάβεις σε παρακαλώ» ικέτεψα για άλλη μια φορά.

«Να καταλάβω τι;» ρώτησε αγανακτισμένα.

«Δεν πρόκειται για μας αλλά για τον σκοπό που έχουμε γεννηθεί κατάλαβε το σε παρακαλώ» έκανα άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια αλλά όπως και το περίμενα εκείνος δεν άκουγε τίποτα.

Κοιτώντας για άλλη μια φορά μακριά έσφιξε την γροθιά του και τρίζοντας τα δόντια του κατάπιε δυνατά αλλά ακόμα και αυτό δεν έφτασε για να καταλαγιάσει όλα τα μέσα του που τα είχε ήδη ξεπεράσει κατά πολύ.

Δεν μίλησε, δεν είπε τίποτα, παίρνοντας το εσώρουχο από το πάτωμα το φόρεσε σε κλάσματα του δευτερολέπτου άρπαξε το κλειδί από το πάτωμα που το είχε πετάξει και καθώς κινήθηκε προς την πόρτα την άνοιξε και βγήκε προς το κυρίως σπίτι.

Χαμηλώνοντας την ματιά μου στο πάτωμα προσπάθησα να πάρω μερικές ήρεμες ανάσες προκειμένου να βρω την ψυχραιμία να καταλαγιάσω τα συναισθήματα μου και καθώς γύρισα την ματιά μου προς την κοσμηματοθήκη μου είδα το Evenstar μου να γυαλίζει, σηκώθηκα προς το μέρος του και μόλις το πήρα στο χέρι μου το χάιδεψα απαλά με ένα δάκρυ μου να κυλάει από τα μάγουλα μου ενώ τον άκουγα από κάτω που προσπαθούσε να σπάσει την αλυσίδα του ψυγείου προκειμένου να προμηθευτεί λίγο από το αίμα τους ώστε να βρει την δύναμη να προσπαθήσει ξανά για να μου αποδείξει ότι έχω άδικο.


Φορώντας το περιδέραιο μου φόρεσα το φόρεμα που φόραγα και πριν και πήγα να τον βρω... Μέχρι να φτάσω είχε σχεδόν αδειάσει όλο το περιεχόμενο του ψυγείου στο πάτωμα από τα νεύρα του και καθώς αισθάνθηκε την παρουσία μου γύρισε την ματιά του νευριασμένη προς το μέρος μου.

«Άδειασες το ψυγείο από το αίμα των βρικολάκων;» με κατηγόρησε και πείρα μια βαθιά ανάσα.

«Δεν το χρειάζεσαι» είπα ήρεμα αλλά αυτό τον έκανε χειρότερο.

«Δεν θα το χρειαζόμουν αν είχες παραδοθεί σε μένα αλλά είσαι τόσο πεισματάρα...»

«Είσαι σίγουρος γι αυτό;...» τον διέκοψα και έμεινε να με κοιτάει με μίσος καθώς ανάσαινε γρήγορα... «Πόσο χρόνο έχεις ακόμα Έντουαρτ;» συνέχισα πιο απαιτητικά.

«Αρκετό για να σου αποδείξω το πόσο λάθος κάνεις για άλλη μια φορά» μου γύρισε πίσω με πείσμα και άρχισα να τον πλησιάζω.

«Αρκετό για να τα καταστρέψεις όλα για ένα πείσμα για άλλη μια φορά;» τον πίεσα περισσότερο και μόλις στάθηκα μπροστά του βάζοντας τα χέρια του πάνω στα μπράτσα μου έγειρε το σώμα του προς το μέρος μου και καθώς πλησίασε το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου προσπάθησε για άλλη μια φορά.

«Με χρειάζεσαι...» τόνισε πεισματικά... «Χωρίς εμένα δεν θα έχεις καμία ελπίδα μαζί τους, δεν θα έχεις καν τον χρόνο να προετοιμάσεις τον μικρό, δεν ξέρει τίποτα, το πιθανότερο είναι να χάσει τον εαυτό του πριν καν παλέψει να κερδίσει το σώμα του» συνέχισε και αναστέναξα.

«Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρει, είναι δυνατός» προσπάθησα να τον υπερασπιστώ και αυτό τον έκανε χειρότερο.

«Δεν είναι έτοιμος και οι άλλοι ήδη προετοιμάζονται για την επάνοδο τους» συνέχισε με περισσότερο πείσμα και για λίγο πάγωσα, η ματιά μου γύρισε προς την πόρτα σκεπτικά και ξανά προς το μέρος του.

«Τους ελευθέρωσες;...» αναφώνησα σοκαρισμένη την διαπίστωση μου ενώ έπαιρνα τα χέρια του από πάνω μου με αηδία. «Τους ελευθέρωσες για να μπορέσεις να με εκβιάσεις με αυτό;» δεν μπορούσα να το πιστέψω ήταν τόσο εγωιστικό από μέρους του.

«Ήξερα ότι, ό,τι και να έκανα τίποτα δεν θα ήταν αρκετό για σένα, δεν μου έδωσες άλλη επιλογή» μου δήλωσε ψυχρά και γουρλώνοντας τα μάτια μου έβαλα το χέρι μου πάνω στο λαιμό μου πισωπατώντας χωρίς να μπορώ να πιστέψω τα ίδια του τα λόγια.

«Πως μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο;...» ρώτησα απελπισμένα... «Πως μπόρεσες να βάλεις σε κίνδυνο ολόκληρη την ανθρωπότητα μόνο και μόνο για να καταφέρεις να με κερδίσεις έστω και με αυτόν τον τρόπο; Πως μπορείς να είσαι τόσο εγωιστής;» τα μάτια μου αυτόματα βούρκωσαν αλλά δεν τους επέτρεψα να δακρύσουν με όλη την δύναμη της ψυχής μου.

«Είσαι δική μου, με χρειάζεσαι όσο και να μην θέλεις να το παραδεχτείς, χωρίς εμένα δεν θα έχεις καμία ελπίδα να τους νικήσεις» μου γύρισε με σκληρό ύφος και τρίζοντας τα δόντια μου έκλεισα τα μάτια μου καθώς άρχισα να ανασαίνω γρήγορα.

«Σήκω και φύγε από μπροστά μου τώρα...» απαίτησα αλλά εκείνος δεν κουνήθηκε σπιθαμή... «Δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου... Δεν θέλω να θυμάμαι καν ποιος είσαι» ξέσπασα και καθώς τον ένιωσα να έρχεται κοντά μου έφυγα από δίπλα του και βγήκα έξω στην αυλή μέσα σε κλάσματα των δευτερολέπτων... Φτάνοντας κοντά σε ένα δέντρο κρατήθηκα από εκείνο και κλείνοντας τα μάτια μου σφιχτά προσπάθησα με κόπο να παραμείνω ακίνητη ενώ ένιωθα την απελπισία να με κυριεύει και το τέρας μέσα μου να μου χαμογελά με ικανοποίηση.

Πως μπορούσε να μου το κάνει αυτό; Πως; Ήξερε πάρα πολύ καλά πόσες θυσίασες έκανα για να φέρω την ισορροπία, για να καταφέρω να τους κάνω να υποχωρήσουν, το πόσο οργισμένοι και λυσσασμένοι ήταν για αίμα και εκδίκηση.

«Μπέλλα;...» η φωνή του Στέφαν έφτασε σαν μηχανής θεός και καθώς γύρισα προς το μέρος του έπεσα με ορμή απάνω του ζητώντας του σιωπηλά παρηγοριά... «Τι συνέβη; Σου έκανε κάτι;» ρώτησε εκείνος αγχωμένος και η φωνή του Έντουαρτ του έκοψε την φόρα.

«Πάρε τα χέρια σου από πάνω της τώρα» απαίτησε και γυρίζοντας προς την μεριά του τον κοίταξα με όλη την αγανάκτηση που ένιωθα μέσα μου.

«Σήκω και φύγε τώρα, πριν με δεις έτσι όπως δεν με έχεις δει ποτέ ξανά στην ζωή σου» απαίτησα εγώ σκληρά και εκείνος σβήνοντας την απόσταση που μας χώριζε με άρπαξε από το μπράτσο και με τράβηξε προς το σώμα του ξεκολλώντας με βίαια από την αγκαλιά τους Στέφαν που είχε μείνει σοκαρισμένος να μας κοιτάει χωρίς να ξέρεις πως να αντιδράσει.

«Τι πρέπει να κάνω για να καταλάβεις επιτέλους ότι ανήκεις σε μένα και σε κανέναν άλλον, ότι δικαιούμαστε μια ευκαιρία να είμαστε ξανά μαζί» ρώτησε αγανακτισμένα.

«Τίποτα και ξέρεις γιατί; Γιατί μόλις απέδειξες για πιο λόγο δεν καταφέραμε ποτέ να είμαστε μαζί...» του γύρισα πίσω σκληρά καθώς τον έσπρωχνα μακριά μου και εκείνος πισωπατώντας προσπάθησε να βρει την ισορροπία του πριν πέσει στο έδαφος ενώ με κοίταζε σκληρά... «Πως περιμένεις να με κερδίσεις; Με απειλές και ψέματα; Πως περιμένεις να με κερδίσεις με τον εγωισμός και τα πείσματα σου; ΠΩΣ;;;» ούρλιαξα και καθώς ανέκτησε ξανά την ισορροπία του στάθηκε στο ύψος του και έσβησε την απόσταση που μας χώριζε.

«Γιατί με αρνείσαι ακόμα; Τι διάολο έγινε τότε; Γιατί δεν προσπαθείς τώρα να δεις ότι είμαι η μόνη λύση που σου απόμεινε; Πως μπορείς να λάμπεις στην αγκαλιά του και όχι στην δική μου;» συνέχισε φωνάζοντας με περισσότερο πείσμα χωρίς να χάνει το θάρρος του.

«Γιατί δεν έχει απομείνει τίποτα πια μέσα μου, γιατί ο σύνδεσμος μας έσπασε την στιγμή που σταμάτησε η καρδιά σου να χτυπά, γιατί η καρδιά μου πάγωσε, έγινε πέτρα και έσπασε την στιγμή έφυγες για πάντα και δεν υπάρχεις τρόπος να ενωθεί ξανά» του απάντησα καθώς έτρεμα σύγκορμη από όλον τον εκνευρισμό που με είχε καταβάλει.

«Λες ψέματα» φυσικά πως μπορούσε να το δεχτεί.

«Αυτή είναι η αλήθεια Έντουαρτ όσο πικρή και να είναι. Δεν σε αγαπάω γιατί με συνδέει κάτι μαζί σου αλλά γιατί πραγματικά σε αγάπησα με κάθε τρόπο που θα μπορούσε να αγαπήσει μια γυναίκα έναν άντρα αλλά με ματώνεις, με σκοτώνεις, με αποτελειώνεις... Πως μπόρεσες να μου κάνεις κάτι τέτοιο; Πες μου πωςςςςς» φώναξα ενώ χτύπαγα το στήθος του με τις μπουνιές μου.

«Και πως μπορείς να λάμπεις όταν πας για κυνήγι; Πως έλαμπες πριν λίγο στην αγκαλιά του;» ρώτησε περισσότερο τον εαυτό του παρά εμένα πισωπατώντας χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι του λέω την αλήθεια.

«Γιατί το μόνο που μου δίνει πίσω την λάμψη μου είναι αυτό...» του είπα και πιάνοντας το Evenstar, το τράβηξα με βία από τον λαιμό μου με όλη την δύναμη της ψυχής μου και εκείνο έσκισε την σάρκα μου και την μάτωσε την στιγμή που η αλυσίδα έσπαγε στα δύο και μόλις έμεινε στην χούφτα μου του το πέταξα στα μούτρα... Πιάνοντας το, το κοίταξε για λίγο πριν γυρίσει την ματιά του προς το μέρος μου... «Ήταν το μόνο που μας ένωνε, το μόνο που με έκανε να βρίσκω τον τρόπο να επαναφέρω ένα μέρος τον συναισθημάτων μου στην επιφάνεια χωρίς επιπτώσεις, ίσως και το μόνο που με έκανε να θυμάμαι τι ήμουν κάποτε αλλά όχι πια, τώρα έχω ανάγκη να είμαι αυτό που είμαι τώρα γιατί ίσως να είναι το μόνο που μας έχει απομείνει για να καταφέρω να τους αντιμετωπίσω... ΧΩΡΙΣ... ΕΣΕΝΑ» του είπα κατηγορηματικά και προσπερνώντας τον πήγα προς το σπίτι και κλείστηκα μέσα στο δωμάτιο μου χωρίς να κοιτάξω ξανά πίσω μου.

ESCAPE POLH FANTASMA