Είχα
τόσο μεγάλη ανάγκη να νιώσω ξανά έστω και για μια στιγμή σαν όλα τα άλλα παιδιά
της ηλικίας μου που όταν η Έλιροουζ με κάλεσε να ανέβω στο σπίτι της μιας και
που έλειπαν οι δικοί της που χωρίς να το σκεφτώ δέχτηκα αμέσως την πρόσκληση
της και πραγματικά δεν το μετάνιωσα... Η κουβέντα που κάναμε, οι αναμνήσεις από
το ανέμελο παρελθόν μας λίγο και το ένα μπουκάλι ουίσκι που κατεβάσαμε πριν καν
το καταλάβουμε με έκανε να νιώσω τόσο εγώ και πάλι, με έκανε να δω πως ήταν η ζωή
μου χωρίς όλα αυτά που τώρα βάραιναν τις πλάτες μου και να σκεφτώ δύο και τρις
φορές τις επιλογές μου όμως όταν σε μια στιγμή η ατμόσφαιρα άρχιζε να γίνετε
ηλεκτρισμένη ήξερα ότι ήταν η ώρα να πηγαίνω πριν γίνει κάτι μεταξύ μας που θα
το μετανιώσουμε και οι δύο.
Καθώς
τα κορμιά μας άρχισαν να πλησιάζουν το ένα το άλλο με δική τους πρωτοβουλία
ξαφνικά ένιωσα ότι ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο που αυτόματα με έκανε να
παγώσω, ήθελα να το προχωρήσω τόσο; Σίγουρα δεν ήθελα να την κοροϊδέψω, η
ανάγκη μου όμως να νιώσω έστω και για μια στιγμή σαν φυσιολογικός άνθρωπος με
ξεπερνούσε και αυτό με έκανε αυτόματα να διχαστώ.
«Μάλλον
είναι καλό να πηγαίνω» πρόφερα απρόθυμα την στιγμή που τα χείλια μας ήταν
έτοιμα να ενωθούν και καθώς γύρισα το κεφάλι μου στην ευθεία άκουσα να παίρνει
μια απογοητευμένη ανάσα.
«Νόμιζα
ότι το ήθελες και εσύ» είπε πληγωμένα και αναστέναξα.
«Δεν
είναι ότι δεν το θέλω Έλιροουζ αλλά δεν μπορώ. Καλώς ή κακώς η καρδιά μου
ανήκει αλλού και δεν θέλω να σε εκμεταλλευτώ» απολογήθηκα κοιτώντας την στα
μάτια και με κοίταξε δύσπιστα.
«Να με
εκμεταλλευτείς;...» επανέλαβε... «Δεν έχω αυταπάτες Έντουαρτ, ποτέ δεν πίστεψα
ότι θα έχω μια ευκαιρία μαζί σου απλά πίστευα ότι...» δίστασε.
«Ότι;»
την παρότρυνα εγώ και περνώντας το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της το σκέφτηκε
για λίγο.
«Είσαι
κολλημένος με την καινούργια...» δήλωσε και άφησα ένα πικρό γελάκι να μου
ξεφύγει.
«Είναι
τόσο εμφανές;» ρώτησα περισσότερο τον εαυτό μου παρά εκείνην καταβεβλημένα.
«Όποιος
ήταν παρόν σε εκείνο το φιλί δεν μπορεί να το αμφισβητήσει και δεν σε αδικώ,
ποιος δεν θα ήθελε μια ευκαιρία με την θεογκόμενα...»
«Δεν
είναι η ομορφιά το θέμα Έλιροουζ και σε καμία περίπτωση δεν έχεις κάτι να
ζηλέψεις από εκείνην και το ξέρεις» την διέκοψα εγώ με ειλικρίνεια και χαμογέλασε
ντροπαλά ενώ απέφευγε το βλέμμα μου.
«Ευχαριστώ
για το κομπλιμέντο αλλά ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό που μας κάνει
πάντα να διαλέγουμε τους λάθος ανθρώπους...» την κοίταξα με περιέργεια αλλά δεν
με άφησε να εκφράσω την απορία μου συνεχίζοντας... «Αυτό που θέλω να πω είναι
ότι κανείς από τους δύο μας δεν βρίσκετε μέσα σε μια σχέση, δεν έχουμε καμία
ελπίδα να είμαστε με αυτούς που πραγματικά θέλουμε να είμαστε αλλά έχουμε και την
ανάγκη για λίγη συμπαράσταση, να μας νιώσει κάποιος γι αυτό που πραγματικά
είμαστε και όχι γι αυτό που θέλουν οι άλλοι να είμαστε, οπότε τι μας εμποδίζει
να περάσουμε μια όμορφη βραδιά;;;» ρώτησε και έμεινα για λίγο να την κοιτώ...
Δεν είχα απάντηση σε αυτό, είχε τόσο δίκιο αλλά δεν ήξερα αν ήμουν ικανός για
κάτι τέτοιο.
Όμως
από την άλλη ίσως ήταν και η τελευταία μου βραδιά που θα μπορούσα να έχω την
ελεύθερη βούληση αυτού του σώματος να κάνω αυτό που εγώ ήθελα και όχι αυτό που
η άλλοι θέλανε να κάνω και πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που
με εμπόδιζε να προχωρήσω;... Η απάντηση ήταν μπροστά στα μάτια μου αλλά εγώ
αρνιόμουν να την δω, ήταν η εικόνα της που πλημμύριζε όλες μου τις αισθήσεις και
δεν ήθελα να κοροϊδέψω αυτό το πλάσμα που μου χαριζόταν άνευ όρων ενώ γνώριζα
πολύ καλά ότι εκείνη εννοούσε εμένα και όχι κάποιον άλλον... Θα μπορούσα να της
το κάνω αυτό; Να της χαρίσω μια στιγμή και μετά να της στερήσω τα πάντα; Αν
ήταν διαφορετικά τα πράγματα, αν μπορούσα να διαλέξω σίγουρα θα την διάλεγα με
όλη μου την ψυχή αλλά η ψυχή μου ήταν ήδη δοσμένη αλλού και δεν το θεωρούσα
δίκαιο για εκείνην.
Βλέποντας
την ελλιπή μου ανταπόκριση έγειρε αργά προς το μέρος μου και καθώς ένωσε τα
χείλια μας απαλά περίμενε λίγη από την ανταπόκριση μου αλλά εγώ ήμουν ακόμα
αναποφάσιστος.
~Μην
το κάνεις αυτό, θα το μετανιώσεις~ τα λόγια του προγόνου μου ήρθαν σαν καρφιά
μέσα στο μυαλό μου να μου διαλύσουν κάθε μου σκέψη και καθώς έβαλα το χέρι μου
πάνω στο μάγουλο της την απομάκρυνα για λίγο από κοντά μου και εκείνη με
κοίταξε πληγωμένα.
«Πες
ότι έχεις μαζί σου προφύλαξη» της είπα και παίρνοντας μια ανακουφιστική ανάσα,
χωρίς να είναι ικανή να κρύψει το χαμόγελο της ευτυχίας χωρίς να πει κάτι
κράτησε το χέρι μου μέσα στο δικό της και με παρότρυνε να σηκωθώ και να την
ακολουθήσω μέσα στο δωμάτιο της.
Δεν το
μετάνιωσα ούτε για ένα λεπτό, μέσα από αυτήν μου την επιλογή ένιωσα ξανά πως
είναι να είναι κάποιος ένας δεκαεπτάχρονος νέος που έχει ανάγκη την αγκαλιά και
τα χάδια μιας γυναίκας, να νιώσει και να αφεθεί στον πραγματικό έρωτα χωρίς να
έχει το άγχος της σύγκρισης, της βιασύνης και του αρρωστημένου πάθους... Όλα
κύλησαν τόσο όμορφα, τόσο αβίαστα και αρμονικά που πραγματικά ένιωσα να το
απολαμβάνω τόσο πολύ που δεν ήθελα να τελειώσει και η μεγαλύτερη ικανοποίηση
μου ήταν ότι το ίδιο ίσχυε και για εκείνην... Όχι δεν θα το μετάνιωνα ποτέ,
αυτή μου η πράξη ένιωσα να μου φέρνει την ισορροπία που ένιωθα να μου λείπει
μέσα μου και δεν είχα λόγια να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς τα εκείνην γι
αυτό γιατί αν δεν ήταν σήμερα εκείνη δίπλα μου σίγουρα θα μου είχε στρίψει ή
ίσως και να τα είχα παρατήσει, όχι όμως τώρα, τώρα ήξερα τι θέλω και θα της το
χρωστάω για πάντα.
Φεύγοντας
από το σπίτι της την στιγμή που μπήκα στο αμάξι μου, είδα στο κινητό μου να έχω
πάνω από δέκα κλίσεις από το σπίτι μου και αναστέναξα, η μητέρα μου θα τα είχε
παίξει που έλειπα τόσες ώρες και πριν βάλω μπρος την πήρα τηλέφωνο και περίμενα
μέχρι να μου απαντήσει.
«Έντουαρτ
αγόρι μου που είσαι; Είσαι καλά;» με ρώτησε αμέσως η μητέρα μου με αγωνία και
γέλασα για λίγο... Καλύτερα από κάθε άλλη φορά, προσπάθησα να της πω αλλά το
ξαφνικό άνοιγμα της πόρτα του συνοδηγού και η ξαφνική εμφάνιση της Μπέλλας μου
έκοψε οπουδήποτε αντίδραση μου.
«Ναι
μαμά, συνέβη κάτι;» ρώτησα λίγο παγωμένα καθώς δεν σταμάταγα να την κοιτάω στα
μάτια μόλις ξεπέρασα το πρώτο σοκ... Εκείνη δεν μίλησε, τα χαρακτηριστικά της
δεν δήλωναν τίποτα και δεν ήξερα αν έπρεπε να νιώσω ανακούφιση που την έβλεπα
ξανά ή να τρομοκρατηθώ περισσότερο.
«Άργησες
και ανησύχησα αγόρι μου, γιατί δεν σήκωνες το κινητό;» συνέχισε η μητέρα μου.
«Δεν
το άκουγα» ήταν η μοναδική μου απάντηση.
«Δεν
πειράζει αγόρι μου, μου φτάνει που είσαι καλά. Θα αργήσεις;» ρώτησε πιο ήρεμα.
«Δεν
ξέρω, γιατί;» απάντησα εγώ με την υποψία ότι σίγουρα η Μπέλλα δεν ήταν εδώ
τυχαία.
«Είναι
ο θείος σου Σάντος εδώ και σε περιμένει καρδιά μου, είπε ότι ήρθε να σε πάρει
για να πάτε στον πατέρα σου που σε χρειάζεται για κάποιες δουλειές» στην δήλωση
της αυτή αυτόματα ξεροκατάπια και δεν ήξερα τι να απαντήσω, η Μπέλλα από την
άλλη χωρίς να πει τίποτα άπλωσε το χέρι της και με αυτόν τον τρόπο μου ζήτησε
το κινητό μου για να της μιλήσει εκείνη και εγώ μηχανικά, σχεδόν μαγεμένα το
έκανα χωρίς να φέρω αντίρρηση.
«Καλησπέρα
Έσμε μου τι κάνεις;...» της μίλησε μελιστάλαχτα και μόλις πήρε την απάντηση της
εκείνη συνέχυσε... «Ναι είναι μαζί μου και σίγουρα δεν θα καταφέρουμε να
γυρίσουμε πριν το πρωί... Συγνώμη γι αυτό αλλά η εργασία που μας έχει βάλει η
κυρία Κόουπ είναι πολύ δύσκολη και πρέπει να ξενυχτήσουμε για να κάνουμε όλη
την μελέτη που απαιτείτε...» είπε ψέματα και έμεινε για λίγο σιωπηλή για να
ακούσει την αντίδραση της μητέρας μου... «Θα ήθελες να μου τον δώσεις να μιλήσω
μαζί του;...» την ρώτησε και αφού έγινε μια μεγάλη παύση εκείνη μόλις άκουσε –
λογικά τον θείο μου – να της μιλά άλλαξε όλο της το ύφος... «Αν το θέλεις
προσπάθησε να τον πάρεις....... Όχι δεν θα σας κάνω την χάρη και πες του
πορνόγερου να σταματήσει να κρύβεται γιατί αργά η γρήγορα θα τον βρω και τότε
θα είναι χειρότερα....... Θέλω να τον δω και αύριο αν είναι δυνατόν....... Θα
σας περιμένω» ήταν η τελευταία της απάντηση και καθώς έκλεισε το τηλέφωνο το
έτεινε προς το μέρος μου και με κοίταξε ξανά ανέκφραστα.
«Ξεκίνα»
μου έδωσε την εντολή της και εγώ έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.
«Για
που;» ρώτησα με αγωνία σχεδόν τρεμάμενα.
«Για
τον λόφο, εκτός αν θες να γυρίσεις πίσω στον μπαμπάκα σου» μου χτύπησε και
καθώς γύρισα την ματιά μου προς τον δρόμο έβαλα το χέρι μου πάνω στην μίζα αλλά
δεν έκανα την κίνηση να βάλω μπρος.
«Δεν
θέλω να το κάνω» δήλωσα κατηγορηματικά.
«Δεν
έχεις επιλογή Έντουαρτ, ή θα το κάνεις ή θα δεχτείς την μοίρα σου και θα σε
σφάξουν στο γόνατο σαν αρνί» είπε ψυχρά και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος
της.
«Και
αν έχει δίκιο; Αν χάσω την ανθρώπινη μου υπόσταση πριν καν παλέψω για εκείνην;
Το έχεις σκεφτεί αυτό; Δεν ξέρω τίποτα πως θα τα καταφέρω όταν δεν έχω ιδέα τι
να περιμένω;» ξέσπασα εγώ αλλά εκείνη δεν αντέδρασε ούτε στο ελάχιστο.
«Θες
την ζωή σου πίσω;...» ρώτησε ρητορικά καθώς ήξερε την απάντηση... «Τότε οδήγα» μου
απάντησε και βάζοντας μπρος χάραξα την πορεία που εκείνη μου είχε ζητήσει ενώ
σε όλον τον δρόμο προσπαθούσα να σκεφτώ πως σκατά θα μπορέσω να αντιμετωπίσω
κάτι όταν δεν γνωρίζω τι ακριβώς να περιμένω.
«Πες
μου κάτι» παρακάλεσα και εκείνη με κοίταξε με περιέργεια.
«Τι
θες να μάθεις;» ρώτησε ήρεμα αλλά δεν με ξεγελούσε ήμουν σίγουρος ότι ήξερε ήδη
ότι αυτό που ετοιμαζόμουν να την ρωτήσω σίγουρα δεν θα της ήταν εύκολο να
απαντήσει.
«Γιατί
δεν έψαξες ποτέ να τον βρεις;» την ρώτησα και καθώς την κοίταξα για μια στιγμή
την είδα να με κοιτάει με απορία.
«Γιατί
θες να το μάθεις τώρα αυτό;» δεν μπορούσε να μην ρωτήσει και καθώς περίμενα
αυτήν της την αντίδραση απάντησα ειλικρινά.
«Δεν
μπορώ να καταλάβω την άρνηση σου απέναντι του και ίσως να μην το καταφέρω ποτέ
αλλά θέλω να καταλάβω τι ήταν αυτό που σε έκανε να σταματήσεις να υπάρχεις» την
ρώτησα και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς το σκεφτόταν για λίγο... «Δεν σε
ρωτάω για εκείνον αλλά γιατί εγώ θέλω να καταλάβω» προσπάθησα περισσότερο καθώς
γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της παρακλητικά.
«Και
τι θα αλλάξει αν το μάθεις;» συνέχισε εκείνη με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να
βρει κάτι ώστε να μπορέσει να το αποφύγει.
Σταματώντας
το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου τράβηξα χειρόφρενο και καθώς έσβησα την
μηχανή γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της αποφασιστικά.
«Θέλω
έναν λόγο για να παλέψω, κάτι που θα με κάνει να πειστώ ότι είχες δίκιο» της
είπα ωμά και εκείνη έσμιξε για λίγο τα φρύδια της χωρίς να καταλαβαίνει τι
ακριβός είχα μέσα στο μυαλό μου.
«Αφού
το θες, δες το με τα μάτια σου τότε» είπε ψυχρά και πριν το καταλάβω ξαφνικά
βρέθηκα ξανά μέσα στον πύργο να κινούμε μέσα στους πέτρινους διαδρόμους με
απίστευτη ταχύτητα όμως καθώς άκουσα κάποιες ομιλίες ξαφνικά πάγωσα και έμεινα
να ακούω μια γυναικεία φωνή που δεν αναγνώριζα από μακριά.
«Άχρηστη
τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσεις για όλα» έλεγε η άγνωστη φωνή και τα κλάματα μιας
δεύτερη τρεμάμενης φωνής που επίσης δεν γνώριζα έγινα ακόμα πιο βοερά.
«Μα
έκανα ότι μου είπατε...»
«Δεν
είναι αρκετό» την διέκοψε αμέσως η πρώτη φωνή που είχα ακούσει και ένιωσα ξανά
να κινούμε... Πριν τελειώσει την φράση της η πρώτη φωνή εγώ είχα ήδη μπει στο
δωμάτιο και την κοίταζα με όλα τα μέσα μου να τρέμουν από θυμό. Δεν μπορούσα να
καταλάβω πια ήταν.
«Ίζαμπελλλλ»
η τρεμάμενη φωνή προσπάθησε να βρει παρηγοριά αλλά η Μπέλλα δεν γύρισε καν να
την κοιτάξει, συνεχίζοντας να κοιτάει προς την μεγάλη κυρία που βρισκόταν
μπροστά της ανασαίνοντας βαριά την πλησίαζε με απειλητικά βήματα.
«Πως
μπόρεσες να του το κάνεις αυτό; Δεν σκέφτηκες ούτε για ένα λεπτό τι επιπτώσεις
θα έχουν οι πράξεις σου σε εκείνον;» ρώτησε η Μπέλλα με μια φωνή που θα
μπορούσε να ραγίζει μέχρι και όλα τα κρύσταλλα που υπήρχαν στον γύρω χώρο.
«Είναι
ακόμα παιδί, θα το ξεπεράσει και θα κάνει καινούργια οικογένεια, με κάποια που
να του αξίζει» απάντησε κυνικά η κυρία που ήταν μπροστά της και η Μπέλλα
τρέμοντας προσπάθησε με νύχια και με δόντια να σταματήσει τον εαυτό της πριν
της κάνει κανένα κακό αλλά μόλις ένιωσε την παρουσία κάποιου πολύ κοντά της
γύρισε προς το μέρος του και μόλις είδα τον εαυτό μου ή μάλλον τον πρίγκιπα τα
έχασα τελείως... Αν πίστευα ότι λίγο πριν το τέλος του ήταν ένα παραμορφωμένο
τέρας, τώρα ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση.
Όλα
του τα χαρακτηριστικά είχαν παραμορφωθεί, το σώμα μου ήταν όλο καλυμμένο με
λυκίσια τρίχα ενώ ήταν ο διπλάσιο σε ύψος από την Μπέλλα καθώς τα μάτια του
ήταν χρυσά και σε όλο το άσπρο γύρω από τις κόρες του υπήρχαν εκατομμύρια
μικρές κόκκινες φλέβες που το κάλυπταν... Τα μάτια του εστίαζαν μόνο πάνω στην
κακόμοιρη κοπέλα που κειτόταν στο πάτωμα μισότρελη με τα χέρια της να καλύπτουν
το πρόσωπο της ενώ τρομοκρατημένη έτρεμε ολόκληρη και χτυπιόταν σαν να είχε
πάθει κρίση.
«Αν
την αγγίξεις θα το μετανιώσεις» τα λόγια της Μπέλλας ξυράφια που πέρασαν το
σώμα του καθώς τινάχτηκε ολόκληρος και με μια σπασμωδική κίνηση άρχισε να
αφηνιάζει ενώ έκανε την κίνηση να ορμίσει προς την κοπέλα... «Θα πρέπει πρώτα
να με σκοτώσεις για να το καταφέρεις Έντουαρτ» του έκανε ρητό καθώς έμπαινε
ανάμεσα σε εκείνην και σε εκείνον και ο πρόγονος μου αμέσως σταμάτησε σε
απόσταση αναπνοής από το σώμα της ενώ έτρεμε ολόκληρος.
Τα χέρια
μου πλαισίωναν το κορμί της Μπέλλας, ένιωθα τα κόκαλα της να τρίζουν στο
άγγιγμα του, τα θρυψαλιάζονται και να ενώνονται ξανά αλλά εκείνη δεν έβγαζε
ούτε ένα ψίθυρο, τον κοιτούσε παρακλητικά, τον ικέτευε σιωπηλά αλλά εκείνος δεν
έκανε πίσω, η ματιά του συνέχιζε να εστιάζει πάνω στο κορίτσι που τώρα ούρλιαζε
απελπισμένα.
«Δεν
θα σε αφήσω να το κάνεις» η Μπέλλα ψιθύρισε σχεδόν άηχα και καθώς η ματιά του
καρφώθηκε πάνω στην δική της ξεφυσώντας κοφτά πάνω στο πρόσωπο της για λίγο
έμεινε να την κοιτά αγανακτισμένα.
«Ή και
τις δύο ή καμία» συνέχισε με περισσότερο πείσμα η Μπέλλα και μην αντέχοντας
άλλο ο πρόγονος μου την έκανε ένα με το πάτωμα και χώνοντας τα δόντια του μέσα
στον λαιμό της προσπάθησε με μανία να της τον ξεριζώσει καθώς ρούφαγε άπληστα
το αίμα της... Η Μπέλλα από την άλλη δεν έφερνε καμία αντίσταση, με δάκρυα στα
μάτια περίμενε υποφέροντας σιωπηλά το τέλος αλλά εκείνο δεν ερχόταν.
«Ή και
τις δύο ή καμία» επανέλαβε με δυσκολία και μόλις κάρφωσε την ματιά του με ένα
πληγωμένο ύφος στην δική της ένιωσα την καρδιά μου να ταλαντεύετε και να
ραγίζει... Ο πόνος που ένιωσα μέσα από αυτήν την ματιά με έκανε να σαστίσω και
καθώς εκείνος άφηνε ένα ουρλιαχτό που έκανε την καρδιά μου κομμάτια έφυγε από
πάνω της τρέχοντας μακριά της.
Τα
μάτια της Μπέλλας εστίασαν προς την μεριά που εκείνος είχε φύγει, η ακοή της
στην καρδιά του που όσο πέρναγαν τα δευτερόλεπτα εκείνη απομακρύνονταν όλο και
περισσότερο, το μυαλό της θόλωνε, τα δάκρυα της έτρεχαν με περισσότερη ορμή και
καθώς ανασηκώθηκε για να τρέξει πίσω του η πρώτη φωνή που είχα ακούσει πριν
ήρθε και πάλι για να την σταματήσει.
«Αν
πας να τον βρεις, τότε θα τον διαλύσεις, θα φροντίσω εγώ προσωπικά να μάθουν
όλοι την πραγματική σας σχέση, να τους κάνω να σας μισήσουν, να τους κάνουν να
σας περιφρονήσουν, να σας κάνουν να φύγετε από αυτό το βασίλειο ντροπιασμένοι
και ατιμασμένοι και θα διαδώσω και σε όλα τα υπόλοιπα βασίλεια τι ανήθικοι
ήσαστε ώστε να μην μπορέσετε ποτέ να βρείτε γαλήνη σε όποιο μέρος της γης και
να πάτε» είπε και καθώς η Μπέλλα πάγωσε στην πόρτα γύρισε αργά το βλέμμα της
προς το μέρος της.
«Γιατί
με μισείς τόσο; Τι σου έχω κάνει;» ρώτησε με παράπονο.
«Μου
τον έκλεψες μέσα από τα χέρια μου» απάντησε η μεγάλη κυρία ψυχρά.
«Μόνη
σου τον έδιωξες μέσα από την αγκαλιά σου και το ξέρεις πολύ καλά αυτό, εσύ τον
οδήγησες σε όλα αυτά και τώρα θες να τον αποτελειώσεις; Γιατί;» την ρώτησε με
μια φωνή που μου διέλυσε το στήθος.
«Για
να καταλάβει πως με έκανε να νιώθω όλα αυτά τα χρόνια με την απόρριψη του» της
απάντησε και δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου, πως μπορεί μια μάνα να λέει
κάτι τέτοιο;
«Μα
είναι γιος σου, ο πρωτότοκος σου γιος» συνέχισε η Μπέλλα επιβεβαιώνοντας τις
υποψίες μου.
«Και
μου άξιζε μεγαλύτερος σεβασμός» δήλωσε κατηγορηματικά η μητέρα του προγόνου
μου.
«Αν
δεν με αφήσεις να πάω κοντά του θα τον χάσεις για πάντα, ήδη τον έχεις χάσει, η
ανθρώπινη του υπόσταση κρέμεται σε μια κλωστή» προσπάθησε η Μπελλά αλλά η
μητέρα του προγόνου μου συνέχισε ήταν αμετάκλητη.
«Αν
πας κοντά του θα τον χάσουμε και οι δυό» ήταν η τελευταία της κουβέντα και η
Μπέλλα καθώς άκουγε την καρδιά του να χάνετε περισσότερο γύρισε την ματιά της
προς την πόρτα ξανά και έμεινε να την κοιτάει χωρίς να ξέρει τι να κάνει.
«Θα το
μετανιώσεις και θα είναι αργά» ήταν τα τελευταία λόγια της Μπέλλας και καθώς
πλησίασε προς την κακόμοιρη κοπέλα που ακόμα χτυπιόταν κλαίγοντας στο πάτωμα
την πήρε στην αγκαλιά της προστατευτικά και η ανάμνηση ξαφνικά έσβησε και
αντικαταστάθηκε με μια άλλη.
Η
γυναίκα που της είχε πει εκείνα τα σκληρά λόγια, η μητέρα του προγόνου μου ήταν
τώρα στο νεκροκρέβατο της με ένα άντρα από πάνω της να του μιλά με μεγάλη
δυσκολία καθώς η Μπέλλα κρυμμένη τους έβλεπε και τους άκουγε.
«Μην
τους αφήσεις ποτέ να σμίξουν... Ευχή και κατάρα σου δίνω... Αν σμίξουν
κατέστρεψε τους... Ορκίσου» είπε με σκληρή φωνή προς τον άντρα που της κράταγε
το χέρι της.
«Στο
ορκίζομαι μητέρα, δεν θα τους αφήσω» ορκίστηκε εκείνος και καθώς η Μπέλλα τους
πλησίασε εκείνοι γύρισαν ταυτόχρονα την ματιά τους προς το μέρος της και την
κοίταξαν.
«Και
εγώ ορκίζομαι ότι θα τον προστατεύω πάντα από εσάς» ήταν τα τελευταία λόγια της
Μπέλλας και αμέσως μετά έσβησε και αυτή της η ανάμνηση.
Όταν
κατάλαβα ότι δεν είχε σκοπό να μου περάσει καμία άλλη ανάμνηση, χωρίς να πω
κάτι έβαλα ξανά μπροστά την μηχανή και συνέχισα την πορεία μου... Εκείνη δεν
είπε τίποτα, κοίταξε μπροστά ανέκφραστη και περίμενε υπομονετικά να φτάσουμε.
Φτάνοντας
στον λόφο είδα ένα άγνωστο αυτοκίνητο και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος
της.
«Είναι
ο Τζέικοπ και ο Τζάσπερ, θα κρατήσουν μακριά όσους προσπαθήσουν να μας
πλησιάσουν» δήλωσε και μόλις πάρκαρα το αυτοκίνητο μου πίσω από το δικό τους
εκείνη άνοιξε την πόρτα αλλά δεν την άφησα να βγει... Κρατώντας το χέρι της την
ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Εγώ
θα την έγραφα στα αρχίδια μου» της δήλωσα και αφού κοίταξε για λίγο μακριά πήρε
μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσει.
«Και
εγώ το ίδιο έκανα αλλά ήταν πλέον αργά, είχε σβήσει όλα του τα σημάδια και δεν
κατάφερα να τον βρω» απάντησε με πόνο τραβώντας το χέρι της απαλά από το δικό
μου και βγαίνοντας από το αυτοκίνητο μου έδωσε το χρόνο που χρειαζόμουν για να
κάνω και εγώ το ίδιο.