Ετικέτες

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Fly Away "65. Two Steps From Hell"




Αφού τακτοποιήσαμε μαζί τα πράγματα που είχε βγάλει έξω η Μαρίνα στην θέση τους, την έβαλα στο κρεβάτι της και την τύλιξα με την κουβερτούλα της και απλώνοντας τα χεράκια της προς το μέρος μου με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά της.

«Μαρίνα μου;» την ρώτησα και με κοίταξε με απορία... «Τα δαχτυλίδια σου τα έδωσε η μαμά;»

«Ναι αλλά μου είπε ότι είναι ψεύτικα... Το αληθινό μου είπε ότι θα μου το δώσει όταν θα μεγαλώσω»

«Σου είπε ποιος της το έδωσε;» έκανα μια προσπάθεια να την ψαρέψω και εκείνη μου απάντησε χωρίς δισταγμό.

«Μου είπε ότι ήταν της γιαγιάς της και της το έδωσε για να την φυλάει ...Όταν μεγαλώσω θα μου το δώσει για να φυλάει και εμένα» οπότε κάτι άλλο εννοεί... αλλά τι;.. γιατί λέει ότι το έφτιαξε ένα ξωτικό;

«Και εσύ το έχεις δει το αληθινό δαχτυλίδι της;» την ρώτησα και κούνησε αρνητικά το κεφαλάκι της.

«Όχι» είπε αμέσως και δεν το συνέχισα.

«Καλά καρδιά μου, κοιμήσου τώρα εντάξει;»

«Σ’ αγαπάω μπαμπάκα μου» είπε με την γλυκιά της φωνούλα και της έδωσα ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στο μέτωπο της.

«Και εγώ καρδιά μου, σ’ αγαπάω όσο δεν μπορείς να φανταστείς» της ανταπέδωσα και γυρίζοντας στο πλάι έβαλε τον αντίχειρα της μέσα στο στόμα και έκλεισε τα ματάκια της.

Έκατσα δίπλα της μέχρι να την πάρει ο ύπνος και μόλις ένιωσα την αναπνοή της να αλλάζει έκανα να φύγω από το δωμάτιο της αλλά στο κατώφλι της πόρτας της κοντοστάθηκα και κοίταξα προς την βιβλιοθήκη της. Στις μύτες τον ποδιών μου πήγα κοντά της πήρα το παραμύθι της Σταχτοπούτας και κίνησα για το δωμάτιο μου.

Άρχισα να το ξεφυλλίζω από την αρχή και σημείωνα σε ένα τετράδιο όσα περισσότερα κοινά στοιχεία είχαν σχέση με μας και όταν το τελείωσα έβαλα το παραμύθι στην άκρη και άφησα το μυαλό μου να επεξεργαστεί όλα όσα έγιναν από το πρωί... Τα λόγια του πατέρα μου ήρθαν στην μνήμη μου και τότε όλα τα κομμάτια συμπληρώθηκαν.

“Ψάξτε για το δαχτυλίδι, το έχει σίγουρα μαζί της”

Είχε πει και αυτόματα έκανα την σύνδεση με τα λόγια της...

“Ακολούθα την καρδιά μου, εκεί θα βρεις ότι ψάχνεις”

Ο φάκελος της γιαγιάς μου ήταν ακόμα κλειστός... Δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμος ακόμα να αντιμετωπίσω την αλήθεια αλλά κάτι μέσα μου, μου έλεγε ότι μέσα σε αυτόν τον φάκελο θα έβρισκα και το δαχτυλίδι της γιαγιάς της Μπέλας... Για να ψάχνει το δαχτυλίδι ο πατέρας μου, τότε σίγουρα είχε καταλάβει ακριβώς τι έλεγε το παραμύθι και σίγουρα το μόνο που του έλειπε είναι το δαχτυλίδι της για να μπορέσει να μπει στην μυστική κρυψώνα του Άντονι.

Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα, έπρεπε να κάνω κάτι πριν εκείνος με προλάβει...Όμως το παραμύθι έλεγε ότι πρώτα θα με βοηθήσει ένα γεράκος και μετά ο φάκελος της γιαγιάς μου... Δεν έκατσα να το επεξεργαστώ πολύ, ήξερα ακριβώς τι εννοούσε... Ήξερα ότι εκτός από την γιαγιά μου ο επόμενος που θα μπορούσε ποτέ να εμπιστευτεί κάτι ήταν ο πατέρας της ή μήπως εννοούσε τον Μάρκο;.

Δεν είχα χρόνο για δεύτερες σκέψεις... Έβαλα μια μαύρη φόρμα με το αντίστοιχο φούτερ μπλουζάκι του και φορώντας τα σπορτέξ μου κατέβηκα κάτω... Έκανα τον γύρο του σπιτιού και αφού πήγα στο διαμέρισμα της Ντόρας χτύπησα την πόρτα και την ενημέρωσα για την έξοδο μου ώστε να πάει σπίτι και να κοιμηθεί κοντά στην Μαρίνα στην σε περίπτωση που θα χρειαστεί κάτι. Φτάνοντας στην πύλη ενημέρωσα τον φύλακα να είναι σε επιφυλακή και να έχουν τον νου τους... Δεν είχα σε κανέναν εμπιστοσύνη πια... Είχα δώσει τόσα λεφτά για την προστασία μας και τελικά μας πρόδωσε ο ίδιο ο φύλακας, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω...Έπρεπε να κάνω την κίνηση μου και έπρεπε να την κάνω τώρα.

Προχωρούσα μέσα στην μαύρη νύχτα κρατώντας τον φάκελο και το χαρτί που είχα σημειώσει τα στοιχεία από το παραμύθι σφιχτά στο στήθος μου φορώντας την κουκούλα της μπλούζας μου και μόλις βρήκα το πρώτο ταξί που πέρασε από μπροστά μου το σταμάτησα και του είπα να με πάει στο αεροδρόμιο.

Φτάνοντας πλήρωσα το ταξί και μπαίνοντας στην είσοδο του αεροδρομίου έμεινα μπροστά από ένα τηλεφωνικό θάλαμο αναποφάσιστος να σκέφτομαι ποιον θα έπρεπε να πάρω πρώτα... Άραγε ποιος από τους δύο θα ήξερε κάτι για να με βοηθήσει;... Πήρα το τηλέφωνο στα χέρια μου και άρχισα να πληκτρολογώ το τηλέφωνο του πατέρα της.

«Παρακαλώ;» άκουσα την φωνή του από την άλλη μεριά της γραμμής και ξεροκατάπια με δυσκολία.

«Τσάρλι, ο Έντουαρτ είμαι» είπα διστακτικά και εκείνος αμέσως κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και με βομβάρδισε με ερωτήσεις.

«Έντουαρτ αγόρι μου τι συμβαίνει;... Έπαθε κάτι το παιδί;... Η Μπέλα μήπως;»

«Απήγαγαν την Μπέλα» είπα χωρίς περιστροφές και για λίγο έπεσε η απόλυτη σιωπή.

«Ξέρεις ποιος;» ρώτησε μετά από λίγο και σφίγγοντας το χέρι μου σε γροθιά το έβαλα πάνω στο μέτωπο μου και έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά για να ελέγξω το ξέσπασμα μου.

«Ο πατέρας μου» κατάφερα να πω και ο Τσάρλι έγινε έξαλλος και άρχισε να βρίζει και να φωνάζει.

«Παίρνω το πρώτο αεροπλάνο και έρχομαι...» δήλωσε και κατένευσα ασυναίσθητα λες και είχε την ικανότητα να με δει... «Πότε συνέβη;» ρώτησε και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Το μεσημέρι, δεν ξέρω ακριβή ώρα γιατί τα είχα τελείως χαμένα και δεν ήμουν σε κατάσταση να συνειδητοποιήσω τι μου συνέβαινε»

«Και γιατί δεν με πήρες πιο νωρίς τηλέφωνο;» απαίτησε να μάθει και κοίταξα για λίγο γύρω μου αυθόρμητα.

«Ήμουν στο νοσοκομείο όταν με πήρε τηλέφωνο για να με ενημερώσει ότι τους κυνηγάγανε... και μόλις...» δεν μπορούσα να συνεχίσω ένας λυγμός έκοψε την φράση μου στην μέση και αυτό αμέσως έκανε τον Τσάρλι να ανησυχήσει.

«Πες μου ότι δεν την σκότωσαν, πες μου ότι το κοριτσάκι μου είναι καλά» παρακάλαγε και τα μάτια μου θόλωσαν και προσπάθησα να καταπνίξω τα δάκρυα μου... Έπρεπε να φανώ δυνατός.

«Όχι είναι μια χαρά, τους άκουσα που το λέγανε... Η Μπέλα πρέπει να έκρυψε το κινητό της κάπου και άκουσα όλην την συνομιλία τους» δήλωσα και αυτό έδωσε μια σπίθα ελπίδας στον Τσάρλι και αμέσως απαίτησε να του πω ότι είχε συμβεί... Μόλις σταμάτησα να μιλάω εκείνος δεν είπε τίποτα, τι θα μπορούσε άλλωστε να πει.

«Τι έχεις σκοπό να κάνεις τώρα;» ρώτησε τελικά και πήρα μια ανάσα.

«Θα πάω να βρω την μυστική κρυψώνα του Άντονι... πρέπει να την βρω πριν από εκείνους»

«Είσαι σίγουρος αγόρι μου γι αυτό;... Δεν μου φαίνεται και τόση καλή ιδέα, από ότι κατάλαβα έχουν βάλει κάποιον μηχανισμό στην περίπτωση που θα κάνεις λάθος... Έχεις μόνο 5 λεπτά για να φύγεις από το κτήριο» είπε και ξεροκατάπια.

«Ναι αυτό το κατάλαβα... Αυτό που σπάω το κεφάλι μου για να καταλάβω είναι τι εννοούσε με αυτό που έλεγε στο χορευτικό της με το όνομα της... Πρέπει να είναι κάποιος κωδικός» ο Τσάρλι το σκέφτηκε για λίγο και μετά είπε σοβαρά.

«Με λένε Μπέλα όχι Ιζαμπέλα... Μπέλα Σουαν... πιθανολογώ ότι πρέπει να συμπληρώσεις αυτό που λείπει... ΙΖΑ... ΜΑΡΙ... αλλά δεν μπορώ να είμαι και σίγουρος... Έντουαρτ άστο αγόρι μου να έρθω και εγώ μαζί σου... Μην κάνεις τίποτα απερίσκεπτο, σκέψου το παιδί σου» με παρακάλεσε και το σκέφτηκα για λίγο.

«Δεν έχω χρόνο για δεύτερη σκέψη Τσάρλι, μέχρι αύριο δεν ξέρω τι μπορεί να κάνουν... Δεν το διακινδυνεύω να την αφήσω λεπτό παραπάνω στα χέρια τους και για να τους εκβιάσω πρέπει να πάρω αυτό που θέλουν να καταστρέψουν πριν από εκείνους»

«Δεν ξέρω αγόρι μου, κάνε ότι καταλαβαίνεις αλλά πρόσεχε, μην κάνεις τον παλικαρά... Αν δεις ότι κάτι πάει στραβά σήκω και φύγε, μην χάσεις την ζωή σου άδικα» παρακάλεσε και πήρα μια αποφασιστική ανάσα.

«Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς» του είπα και με έναν αναστεναγμό τα παράτησε.

«Μαζεύω δύο ρούχα και ξεκινάω για το αεροδρόμιο»

«Πάρε με τηλέφωνο με το που φτάσεις για να σου πω που θα βρίσκομαι» του απάντησα και αφού μου ευχήθηκε καλή τύχη το κλείσαμε και με περισσότερο πείσμα ξεκίνησα για να πάω στην πρώτη στάση που θα έβρισκα μπροστά μου.

Φτάνοντας κοίταξα την ταμπέλα και έψαχνα να δω τα νούμερα των λεωφορείων που περνάγανε από αυτή την στάση.

Στο πρώτο λεωφορείο το πριγκιπόπουλο μπήκε γρήγορα... Χοπ, χοπ, χοπ... οπότε τρία σκέφτηκα και κοιτώντας την ταμπέλα είχε μόνο ένα λεωφορείο με τον αριθμό 3 και άλλο ένα με 103... Απέκλεισα το 103 και έμεινα να περιμένω το 3... Κοίταξα την ώρα και ήταν 11:30 το βράδυ... δεν είχα ιδέα τι ώρα τα λεωφορεία σταματάνε την βάρδια τους και σταυρώνοντας τα δάχτυλα μου ήλπιζα να μην είναι πολύ αργά.

Μόλις είδα το λεωφορείο να έρχεται πήρα μια ανακουφιστική ανάσα και μπήκα μέσα την στιγμή που σταμάτησε μπροστά μου και έκατσα στην πρώτη άδεια καρέκλα που βρήκα μπροστά μου... Η καρδιά μου κόντεψε να διαλύσει το στήθος μου... Σε καμία περίπτωση δεν ήμουν σίγουρος για το τι έκανα αλλά έπρεπε να προσπαθήσω για εκείνην.

Κοίταζα γύρω μου και μόλις είδα να πλησιάζουμε μια εκκλησία πάτησα την στάση και κατέβηκα... Αμέσως θυμήθηκα, είναι το τελευταίο... Χοπ.... χοπ... χοπ, χοπ... σήκωσα την ματιά μου προς την ταμπέλα και άρχισα να κοιτάω τους αριθμούς των λεωφορείων από το τέλος προς την αρχή... Το πιο πιθανόν μου φάνηκε το 112 αλλά δεν υπήρχε τέτοιο νούμερο στην ταμπέλα και ξαναπροσπάθησα μέχρι που ένα λεωφορείο σταμάτησε και η πόρτα του οδηγού άνοιξε.

«Είναι το τελευταίο... Θα έρθεις;» με ρώτησε και γύρισα ξαφνιασμένος να τον κοιτάξω.

«Ποιο νούμερο είναι αυτό το λεωφορείο;» ρώτησα και μόλις άκουσα το νούμερο σοκαρίστηκα.

«Το 12» είπε και αμέσως το μυαλό μου έκανε ένα κλικ και έκανα αυτόματα την σύνδεση... Λίγο πριν τα μεσάνυχτα... εννοούσε να πάρω το τελευταίο λεωφορείο της γραμμής και πως τα έφερε έτσι πέτυχα ακριβώς αυτό που με συμβούλεψε να πάρω.

«Μήπως γνωρίζετε αν υπάρχει άλλο λεωφορείο που περνάει από εδώ με το νούμερο 112;» τον ρώτησα και ο οδηγός γέλασε δυνατά.

«Έλα μέσα., αυτό το λεωφορείο ζητάς» είπε και μόλις μπήκα και έκλεισε την πόρτα πίσω μου συνέχισε ενώ ξεκίναγε και πάλι το λεωφορείο... «Είναι η γραμμή 1 το νούμερο 12» διευκρίνισε και κουνώντας το κεφάλι μου γέλασα και τον ευχαρίστησα.

Έκατσα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου και έμεινα να κοιτώ την διαδρομή... Τίποτα δεν μου φαινόταν γνωστό, δεν είχα περάσει ποτέ ξανά από εδώ, όμως στο παραμύθι έλεγε ότι κάτι θα δω που θα το αναγνωρίσω...

“Είναι σχεδόν μεσάνυχτα, δεν θα προλάβω”... επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά η φράση μέσα στο μυαλό μου και χωρίς να το σκεφτώ σηκώθηκα και πλησίασα τον οδηγό.

«Συγνώμη που κάνει τέρμα αυτό το λεωφορείο;»

«Έχει δύο τέρματα... το ένα είναι στην Marble Hill-225 Street στο MANHATTAN και το δεύτερο τέρμα είναι τρεις στάσεις μετά στην Van Cortlandt Park-242 Street στο BRONX»

Σχεδόν μεσάνυχτα, κάτι είδε που του φάνηκε γνωστό αλλά δεν αναγνώρισε τίποτα όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, οπότε εννοούσε την περιοχή... Αυτό είναι... αναφώνησα μέσα μου και ευχαριστώντας για άλλη μια φορά τον οδηγό έκατσα ξανά στην θέση μου και περίμενα υπομονετικά μέχρι να φτάσει στο πρώτο τέρμα στο MANHATTAN με την καρδιά μου να κάνει υπερωρίες σπάζοντας τα κοντέρ... Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει αλλά δεν το έβαζα κάτω, δεν θα τους άφηνα να μου καταστρέψουν τον άγγελο μου, δεν θα τους το επέτρεπα... Όσο περνάει από το χέρι μου αυτό δεν θα συμβεί ποτέ.

Ανοίγοντας ξανά το διπλωμένο χαρτί άρχισα νοητά να σβήνω τα βήματα που είχα κάνει....

Πήγα στο αεροδρόμιο, μίλησα με τον πατέρα της...Δεν ξέρω γιατί αλλά πλέον ήμουν σίγουρος ότι εννοούσε εκείνον ...Πήρα το λεωφορείο και τώρα περίμενα να φτάσω στο πρώτο τέρμα αλλά κάτι εδώ δεν μου κόλλαγε, γιατί ανέφερε την γιαγιά μου; αναρωτήθηκα και το κριτσάνισμα από κάτι σακούλες μου απέσπασε την προσοχή και γύρισα την ματιά μου προς την μεριά που ερχόταν ο ήχος. Στο τέλος του λεωφορείου ήταν μια ρακοσυλλέκτρια τρομερά καταβεβλημένη που καθώς ανοιγόκλεινε τις σακούλες που κρατούσε μίλαγε ακατάπαυστα στον εαυτό της κοιτάζοντας ξανά και ξανά τα λιγοστά της υπάρχοντα.

Από το σημείο που ήμουν δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε και χωρίς να το συνειδητοποιήσω σηκώθηκα και άρχισα να την πλησιάζω χωρίς να ξέρω το γιατί. Φτάνοντας κοντά της εκείνη δεν μου έριξε ούτε μια ματιά... Τελείως νευρική συνέχιζε να κάνει ότι και πριν επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την φράση...

«Δεν θα προλάβω... Δεν θα προλάβω.... Δεν θα προλάβω» ξανά και ξανά και κοιτώντας για λίγο γύρω της για μια στιγμή σήκωσε το μανίκι της και κοιτώντας το ανύπαρκτο ρολόι της επανέλαβε.

«Δεν θα προλάβωωωω» με απόγνωση και αφού σηκώθηκε σαν ελατήριο πήγε κοντά στις πόρτες και πάτησε το κουμπί. Περίμενε νευρική μέχρι το λεωφορείο να σταματήσει εναλλάσσοντας το βάρος της από το ένα πόδι της στο άλλο χωρίς να σταματά να επαναλαμβάνει την ίδια φράση ξανά και ξανά μέσα από την αναπνοή της.

Μόλις το λεωφορείο σταμάτησε εκείνη κατέβηκε σαν δαιμονισμένη λες και κάποιος την κυνήγαγε.

“Είναι σχεδόν μεσάνυχτα δεν θα προλάβω”

Ήρθαν στην μνήμη μου τα λόγια του παραμυθιού και χωρίς δεύτερη σκέψη φώναξα στον οδηγό να περιμένει και κατέβηκα και εγώ αλλά μόλις τα πόδια μου βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο ένα πλακάκι που ήταν υπερυψωμένο με έκανε να χάσω την ισορροπία μου και μέχρι να την ξαναβρώ η γριούλα είχε εξαφανιστεί.

Απίστευτο, είχε υπολογίσει μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια... Δεν είχα κατέβει στο πρώτο τέρμα όπως αρχικά υπολόγιζα αλλά το ένστικτο μου μου έλεγε ότι είχα κάνει το σωστό. Τα λόγια του παραμυθιού ήρθαν ξανά στην μνήμη μου...

“Μια στιγμή μην κλείνεις της πόρτες, είναι σχεδόν μεσάνυχτα, δεν θα προλάβω”

Και πλέον ήμουν εκατό τα εκατό σίγουρος ότι ήμουν πολύ κοντά... Κοίταξα ξανά το χαρτί μου και σβήνοντας νοητά και την γριούλα διάβασα το παρακάτω...

Σειρά τώρα είχε η νεράιδα, αλλά έβαλε να την κάνει η Μαρίνα... Υπαρκτό πρόσωπο, οπότε σκέφτηκα ότι από εδώ και πέρα θα είμαι μόνος σε αυτό... Η Μαρίνα πριν με αφήσει μου φόρεσε το δαχτυλίδι και μου έδειξε τα βήματα... Πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα τον φάκελο, ήταν η ώρα να κάνω το μεγάλο βήμα όσο και να μην το ήθελα αυτό... Άνοιξα την σφραγίδα και βάζοντας μέσα το χέρι μου άρχισα να τον ψαχουλεύω αγνοώντας τα έγγραφα σε πρώτη φάση... Στον πάτο του φακέλου ένιωσα κάτι αφρώδες και τραβώντας το έξω είδα ένα σακουλάκι με φυσαλίδες όπου μέσα σε αυτό υπήρχε ένα δαχτυλίδι.

Κοίταξα για λίγο γύρω μου να βεβαιωθώ ότι είμαι μόνος και μόλις άνοιξα το σακουλάκι αντίκρισα το δαχτυλίδι της... Το αυθεντικό της δαχτυλίδι και για λίγο έμεινα να το κοιτώ... Ήταν ίδιο με αυτό που θυμόμουν... Δεν έκατσα να το σκεφτώ πολύ... Το πέρασα στο μικρό μου δάχτυλο έριξα μια τελευταία ματιά στο χαρτί μου και αφού απομνημόνευσα όλα τα υπόλοιπα στοιχεία έβαλα το χαρτί μέσα στον φάκελο και κλείνοντας το, τον σφράγισα ξανά και τον έβαλα μέσα από το παντελόνι μου στην πλάτη μου, έβαλα και την μπλούζα μου από πάνω του, ώστε να το καλύψω από περίεργα μάτια που μπορεί να συναντούσα στον δρόμο πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα ελπίζοντας να πάνε όλα καλά για να καταφέρω να βρω αυτό που αναζητώ.

Γύρισα προς τα δεξιά όπως με είχε γυρίσει η Μαρίνα και άρχισα να σκέφτομαι τα βήματα... Ένα βήμα δεξιά... και ένααα... δύοοοο... τρίααα... βήματα στην ευθεία... σκέφτηκα και κατάλαβα ότι πρέπει να κάνω το πρώτο στενό δεξιά και μετά να μετρήσω άλλα τρία στενά στην ευθεία... Πέρασα τον δρόμο απέναντι και μόλις έστριψα στο πρώτο στενό που βρήκα στα δεξιά μου, ανέβηκα τρία στενά πιο πάνω... Ένα βήμα δεξιά και ένααα... δύοοοο... τρίααα... βήματα στην ευθεία... επαναλάμβαναν τα βήματα που μου είχε υποδείξει η Μαρίνα και στρίβοντας το στενό δεξιά ανέβηκα άλλα τρία στενά πιο πάνω... Ένα βήμα αριστερά και ένααα... δύοοο... βήματα στην ευθεία... ήταν τα επόμενα βήματα και τα ακολούθησα... Ένα βήμα αριστερά.. ένααα βήμα στην ευθεία και χόπ γυρίζουμε πίσω μας... Ήταν τα τελευταία βήματα που μου είχε υποδείξει και μόλις έστριψα αριστερά είδα ότι ήταν αδιέξοδο... Πήγα στο τέρμα του και γυρίζοντας προς τα πίσω σάστισα από αυτό που αντίκρισα.

Αυτό που προφανώς υπονοούσε είναι ότι το σπίτι που αναζητώ είναι ένα από όλα αυτά τα σπίτια που βρίσκονται μέσα σε αυτό το στενό... Ποιο όμως από όλα αυτά μπορεί είναι;... Δεν είχα την παραμικρή ιδέα... Σκέφτηκα τα επόμενα βήματα... χοπ, χοπ, χοπ, χοπ, χοπ, χοροπηδώ και πάω προς το κενό, έλεγαν τα πρώτα βήματα από το δεύτερο κομμάτι και αμέσως σκέφτηκα ότι θα εννοεί να ανέβω στο πέμπτο όροφο και κοίταξα καλά καλά όλα τα σπίτια εξεταστικά.

Η γειτονιά ήταν τελείως εγκαταλελειμμένη... Τα σπίτια όλα ήταν σε άθλιο χάλι, ετοιμόρροπα με τους σοβάδες να έχουν ξεκολλήσει από τους τοίχους... Σπασμένα τζάμια, άλλα μισογκρεμισμένα, αλλά όλα ήταν πολυκατοικίες και μόνο δύο από αυτά είχαν κάτω από 5 ορόφους από αυτά, οπότε ήταν και τα πρώτα που απέκλεισα... Αλλά κανένα από τα υπόλοιπα δεν ήταν 5όροφο ώστε να θεωρήσω ότι ίσως αυτό να είναι το σπίτι που ζητώ... Αναστέναξα βαριά και βγάζοντας την κουκούλα από το κεφάλι μου έτριψα μηχανικά τον αυχένα μου και άρχισα με την ματιά μου να σαρώνω ένα ένα ξανά τα σπίτια από την αρχή.

Ποιο από όλα αυτά τώρα είναι αυτό που θέλω;... αναρωτήθηκα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άρχισα να σκέφτομαι ξανά τα στοιχεία ένα ένα για να βγάλω μια άκρη.

Σαν τελευταία λύση σκέφτηκα τα λόγια από το τραγούδι που συνόδευε τα πρώτα βήματα...

“Μοιάζει βουνό η ζωή
όμως θα τα καταφέρεις
Τ' άστρο που λάμπει σε καθοδηγεί
στο κόσμο το φως του να φέρει”

Έλεγε ο πρώτος στίχος και προσπάθησα να κάνω την αντιστοιχία... Οι λέξεις κλειδιά που είχα εξαρχής ξεχωρίσει ήταν:

To βουνό και το αστέρι”

Πρέπει να σκαρφαλώσω, σκέφτηκα αλλά

“Τ' άστρο που λάμπει σε καθοδηγεί”

Τι μπορεί να εννοεί με το άστρο; αναλογίστηκα και κοιτάζοντας ξανά την γειτονιά προσπάθησα να βρω κάτι που να παραπέμπει σε αυτά τα δύο στοιχεία... Σε καμία πολυκατοικία δεν είχε κάτι σαν άστρο απάνω, όλοι οι διασωθέντες τοίχοι ήταν καλυμμένοι με γκράφιτι και κανένα από αυτά τα γκράφιτι δεν είχε σχέδιο με αστέρι, οπότε δεν ήταν αυτό... “Στο κόσμο το φως του να φέρει”, σκέφτηκα και κάρφωσα την ματιά μου στους δύο στύλους της ΔΕΗ που υπήρχαν για να φωτίζουν τον δρόμο αλλά καμία από τις δύο δεν ήταν αναμμένη... Οι λάμπες τους ήταν σπασμένες και το μοναδικό φως που φώτιζε την γειτονιά ήταν από τον στύλο που υπήρχε πίσω μου πέρα από το φράχτη που υψωνόταν στο τέλος του δρόμου και από το φεγγάρι που αχνόφεγγε χλωμό μέσα από τα σύννεφα.

Θα μπορούσε να εννοεί να πηδήξω τον φράχτη;;;... Δεν νομίζω, γιατί πρώτον είναι πολύ ψηλός και δεν έχει σκάλες για να ανέβω πέντε πατώματα όπως είναι τα βήματα που μου είχε υποδείξει η Μαρίνα και δεύτερον, έλεγε να τον έχω πλάτη, οπότε το απέκλεισα και άρχισα να ξανασκέφτομαι.

“Όλα μπορείς να τα δεις
όσο κι αν είναι κρυμμένα
έχεις φτερά και ψηλά θα ανεβείς
τ' όνειρα σου να βρεις στα χαμένα”

Έλεγε ο δεύτερος στίχος και αναστέναξα... Το μόνο κομμάτι που μπορούσα να ξεχωρίσω ήταν:

“Είναι κρυμμένα”

“Ψηλά θα ανεβείς”

Οπότε , σκέφτηκα, είναι μπροστά στα μάτια μου και μου παίζει κρυφτούλι.

Πριν προλάβω να αναλύσω περισσότερο τα στοιχεία που είχα... Δύο νεαρά παιδιά λιώμα τελείως έκαναν την εμφάνιση τους, τρεκλίζοντας και παραπατώντας από εδώ και από εκεί με βαριά βήματα μιλώντας μεταξύ τους... Έβγαλα το δαχτυλίδι και αφήνοντας το μέσα στην τσέπη που είχα και τα λεφτά που είχα πάρει μαζί μου έκλεισα με τρόπο το φερμουάρ της τσέπης και βάζοντας ξανά την κουκούλα μου για να μην δουν το πρόσωπο μου, μιμούμενος τον τρόπο του περπατήματος τους προσπαθώντας να βγω από το στενό για να μην κινήσω υποψίες αλλά στην μέση της διαδρομής εκείνοι με σταμάτησαν.

«Ε εσύ...» είπε ο ένας και παίρνοντας ένα τελείως χαμένο ύφος παριστάνοντας το πρεζάκι σήκωσα νωχελικά λίγο το κεφάλι μου και τους κοίταξα κάτω από την κουκούλα της φόρμας μου... «Είδες καθόλου τον ψηλό;, μέρες τον ψάχνουμε.... Υποσχέθηκε ότι θα μας φέρει το πράμα σήμερα...» κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά με πολύ αργό ρυθμό αποφεύγοντας να μιλήσω και εκείνος κοίταξε τον άλλο απογοητευμένος... «Πάλι μας γέλασε, πάλι καλά που πήραμε και προμήθειες»

«Είναι νωρίς ακόμα, μπορεί να έρθει αργότερα» ανταποκρίθηκε ο δεύτερος και ο πρώτος νεαρός κούνησε τους ώμους του και άρχισε να προχωράει ξανά προς το βάθος του στενού αλλά μόλις έκανε ένα βήμα σταμάτησε και γύρισε πάλι προς την μεριά μου.

«Δεν φαίνεσαι από τα μέρη μας... Πρώτη φορά έρχεσαι εδώ;» ρώτησε και κράτησα την ψυχραιμία μου για να μην προδοθώ ενώ η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά... Κατένευσα και κοίταξε για λίγο τον φίλο του πριν μιλήσει ξανά... «Κερνάμε ποτάκι...» είπε δείχνοντας μου την χάρτινη σακούλα που κρατούσε με το μπουκάλι μέσα και συνέχισε... «Δεν είναι ότι καλύτερο αλλά από το τίποτα κάτι είναι και αυτό... Αν θες έλα μαζί μας» προσφέρθηκε και έμεινα αναποφάσιστος να τον κοιτώ.

Εκείνος δεν περίμενε απάντηση... Συνεχίζοντας την πορεία του, μόλις έφτασε στον πρώτο στύλο της ΔΕΗ την αγκάλιασε με το χέρι που κράταγε το μπουκάλι και βάζοντας το άλλο του χέρι πάνω στον ετοιμόρροπο τοίχο που ήταν σχεδόν κολλητά με την κολόνα άρχισε να σκαρφαλώνει σιγά σιγά προς τα πάνω με το ένα του πόδι να το σφηνώνει στον τοίχο και το άλλο στην κολόνα μέχρι που έφτασε στον πρώτο μπαλκόνι και πήδηξε μέσα... Ο άλλος τον ακολούθησε και μόλις ανέβηκε και αυτός χάθηκαν μέσα στο ερειπωμένο σπίτι.

Κοίταξα προς τα πάνω και μετρώντας τα πατώματα διαπίστωσα ότι ήταν το 4όροφο σπίτι που είχα εξαρχής απορρίψει... Σκέφτηκα ξανά τα βήματα που μου είχε υποδείξει η Μαρίνα... χοπ, χοπ, χοπ, χοπ, χοπ, χοροπηδώ και πάω προς το κενό... Λες;... σκέφτηκα;... και πλησιάζοντας προς την κολόνα κοίταξα για άλλη μια φορά προς τα πάνω... Δεν έχω τίποτα χάσω, αναλογίστηκα και τυλίγοντας το χέρι που ήταν μπαταρισμένο γύρω από την κολόνα άρχισα να σκαρφαλώνω προς τα πάνω όπως είχε κάνει και ο πρώτος νεαρός.

Ήταν αρκετά δύσκολο αλλά δεν τα παράταγα... Θα έκανα τα πάντα για να το βρω, είπα μέσα μου και με περισσότερο πείσμα έβαλα όλην την δύναμη στα πόδια μου και μόλις έπιασα το κάγκελο και προσπάθησα να σκαρφαλώσω πάνω σε αυτό το πόδι μου γλίστρησε και έμεινα κρεμασμένος με κομμένη την ανάσα να κοιτώ το κενό... Με το χέρι μου μπαταρισμένο δεν μπορούσα να κάνω και πολλά και χωρίς να έχω επιλογή άρχισα να φωνάζω.

«Ε παιδιά... με ακούτε;» φώναξα και άκουσα την φωνή του δεύτερου νεαρού να φωνάζει από κάπου ψηλά.

«Ό ρε πούστη μου αυτός κρεμάστηκε... Τρέχα Φιλ θα σωριαστεί κάτω» είπε με φωνή που έτρεμε και κοιτάζοντας προς τα πάνω είδα τις σκιές τους να χάνονται... Σε πολύ λίγο ξαναβγήκαν στο μπαλκόνι όπου ήμουν κρεμασμένος και με πλησιάσανε.

«Ρε φίλε που πας με μπαταρισμένο χέρι να ανέβεις;...» ρώτησε ο Φιλ καθώς με πλησίασε και μου έδωσε το χέρι του ενώ ο δεύτερος νεαρός μου κράτησε γερά το χέρι που κράταγε το ετοιμόρροπο κάγκελο ώστε να μην γλιστρήσει.

Έτεινα το χέρι μου προς το μέρος του Φιλ και μόλις το έπιασε μαζί με το άλλο παλικάρι άρχισαν να με τραβάνε... Βάζοντας το πόδι μου πάνω στο μπαλκόνι ο σοβάς υποχώρησε και για άλλη μια φορά τα πόδια μου έμειναν στο κενό.

«Τι γκαντεμιά σε δέρνει ρε φίλε... Προσπάθησε να το βάλεις πιο μέσα αυτήν την φορά» με συμβούλεψε ο Φιλ απηυδισμένος και κάνοντας αυτό που μου είπε έβαλα όση δύναμη είχα μέσα μου και με την βοήθεια τους ανέβηκα πάνω στο μπαλκόνι και πέρασα το κάγκελο ασθμαίνοντας.

«Τυχερός είσαι...» είπε ο Φιλ χτυπώντας μου τον ώμο και κάνοντας μου σήμα με ένα νεύμα με παρότρυνε να πάω μαζί τους και τους ακολούθησα.

Μόλις μπήκαμε στο σπίτι η δυσοσμία από τα πεταμένα σκουπίδια που υπήρχαν στο πάτωμα με αναγούλιασε και βάζοντας το χέρι μου μπροστά στην μύτη μου προσπάθησα να τους ακολουθήσω πατώντας πάνω από τα σπασμένα γυαλιά και τα σκουπίδια όσο πιο γρήγορα μπορούσα... Μόλις βγήκαμε από το σπίτι άρχισα να ανεβαίνω την σκάλα μέχρι να φτάσω στην ταράτσα με κοφτές ανάσες για να μπορέσω να ελέγξω την αηδία που μου είχε προκαλέσει όλη αυτή η μυρωδιά.

Περνώντας την διαλυμένη πόρτα, τους είδα να πλησιάζουν ένα μικρό βαρέλι που μέσα σε αυτό είχαν βάλει φωτιά για να τους ζεστάνει...

«Έλα...» με παρότρυνε πάλι ο Φιλ μόλις έκατσε σε ένα καφάσι τείνοντας μου το μπουκάλι που κράταγε και χωρίς να έχω επιλογή άρχισα να τους πλησιάζω.

Παίρνοντας το μπουκάλι που μου έδωσε στο χέρι μου ήπια μια γερή γουλιά από αυτό για να μην τους προσβάλω και κινήσω υποψίες και μόλις του το έδωσα εκείνος με παρότρυνε να κάτσω και το έκανα.

«Είμαι ο Φιλ και αυτός εκεί είναι ο Μπρασον» συστήθηκε με μια κίνηση του κεφαλιού του προς τον άλλο νεαρό και κούνησα το κεφάλι μου ως ένδειξη χαιρετισμού και συστήθηκα με το πρώτο όνομα που μου ήρθε να πω.

«Χάρηκα, εγώ είμαι ο Άντονι» οι δύο νεαροί κοιτάχτηκαν στιγμιαία για λίγο την στιγμή που έκατσα στο άδειο καφάσι που ήταν ανάμεσα τους και ο Μπράσον πήρε το λόγο κοιτάζοντας με ερευνητικά.

«Τι σε φέρνει εδώ;» ρώτησε και το κοίταξα σταθερά στα μάτια χωρίς να ξεχνώ να έχω το βλέμμα μαστουρωμένου.

«Χάθηκα τελείως» απάντησα αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους μου.

«Που προσπαθούσες να πας;» ρώτησε εύλογα ο Μπράσον και κοίταξα για λίγο γύρω μου.

«Δεν έχω ιδέα» είπα ειλικρινά και οι νεαροί κοιτάχτηκαν και πάλι για λίγο στιγμιαία.

«Έχεις κάπου να μείνεις;» ρώτησε ο Φιλ και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου την στιγμή που πήρα ξανά το μπουκάλι που μου έτεινε.

«Τον ψηλό από που τον ξέρεις;» ρώτησε με απορία ο Φιλ και μόλις ήπια μια γερή γουλιά του έδωσα το μπουκάλι καταπίνοντας βίαια το φτηνιάρικο ξεθυμασμένο ουίσκι που είχα μέσα στο στόμα μου.

«Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ιδέα για ποιον λέτε» παραδέχτηκα και ο Μπράσον κοίταξε συνωμοτικά τον Φιλ και ο Φιλ για λίγο έμεινε σκεπτικός.

«Δεν θέλω να σε προσβάλω φίλε αλλά πρέπει να φύγεις... Αν έρθει ο ψηλός και δει ότι δεν είσαι από τα μέρη μας, θα έχεις άσχημες επιπτώσεις» είπε και του ανταπέδωσα το βλέμμα υποψιασμένος.

«Αυτός ο ψηλός που λέτε, μήπως είναι αρκετά μεγάλος σε ηλικία με χαλκοκάστανα μαλλιά και πράσινα μάτια;» ρίσκαρα και ρώτησα και οι νεαροί με κοίταξαν ανήσυχα... Μπίνκο.

«Είσαι αστυνομικός;» ρώτησε απροκάλυπτα ο Μπράσον και κούνησα το κεφάλι μου σοβαρός.

«Καμία σχέση» είπα ειλικρινά και μέσα στα μάτια τους είδα έκδηλη την δυσπιστία τους.

«Κοίτα φίλε, δεν θέλουμε μπελάδες... Φύγε τώρα πριν έρθει εκείνος και μας πάρει η μπάλα όλους» είπε ο Φιλ επιθετικά ενώ σηκώθηκε όρθιος και τον μιμήθηκα και εγώ.

«Δεν θέλω να σας μπλέξω ειλικρινά και σε καμία περίπτωση δεν είμαι αστυνομικός... Απλά ψάχνω κάποιο κτίριο που είναι στην περιοχή αυτό είναι όλο... Δεν ξέρω ποιοι είσαστε και τι κάνετε εδώ αλλά αν δείτε αυτόν τον ψηλό θα το εκτιμούσα να δεν του λέγατε τίποτα για αυτήν την συνάντηση» είπα αμυντικά και ο Φιλ το σκέφτηκε για λίγο.

«Δεν θέλουμε μπλεξίματα μαζί του... Μας προμηθεύει την δόση μας για να κρατάμε το κτίριο καθαρό από ανεπιθύμητους, αλλά δεν είναι εντάξει μαζί μας... Αν εσύ δώσεις τίποτα παραπάνω τότε κάτι μπορούμε να κάνουμε γι αυτό» δεν το σκέφτηκα... Άνοιξα το φερμουάρ της τσέπης και προσέχοντας να μην μου πέσει το δαχτυλίδι, έβγαλα όσα λεφτά είχα μαζί μου και του τα έτεινα χωρίς δισταγμό.

«Αυτά έχω μόνο απάνω μου» είπα και μόλις τα μέτρησε ο Φιλ, ο Μπράσον αναφώνησε.

«Τι λες τώρα ρε φίλε... Πως κυκλοφορείς με τόση χαρτούρα;... Είσαι πολύ τυχερός που έπεσες πάνω σε μας και όχι σε κανέναν άλλον»

«Δηλαδή είμαστε εντάξει;» ρώτησα και ο Φιλ με κοίταξε για λίγο πριν μιλήσει ξανά.

«Τι ψάχνεις;» ρώτησε και άφησα την ανάσα μου να βγει με ανακούφιση από μέσα μου.

«Τριανταφυλλιές» είπα αμέσως και εκείνοι άρχισαν να γελάνε δυνατά.

«Έχουν ψοφήσει προ πολλού αλλά κάνουν την δουλειά τους» είπε τελικά ο Μπράσον και με ένα νεύμα του κεφαλιού του, μου έκανε σήμα να τον ακολουθήσω και μόλις φτάσαμε στην άκρη της ταράτσας με το βλέμμα του μου έδειξε κάτω το κενό και τότε είδα τα απομεινάρια από ξεραμένες αναρριχώμενες τριανταφυλλιές που πιάνανε από την μια άκρη του ενδιάμεσου τοίχου που χώριζε την πολυκατοικία που βρισκόμασταν με την απέναντι ως την άλλη άκρη και ήξερα πλέον ότι ήμουν πολύ κοντά.

«Όσο ζούσε ο Άντονι ήταν σαν κατακόκκινος καταρράκτης αλλά μετά τον θάνατο του κανείς δεν τα περιποιήθηκε ξανά και όλα μαράθηκαν... Καλό παιδί αλλά άμυαλο» είπε ο Φιλ με ένα πληγωμένο βλέμμα που μου δήλωνε το πόσο τον συμπαθούσε.

«Έχει πολύ καιρό που πέθανε;» τόλμησα να ρωτήσω και κούνησε το κεφάλι του λυπημένος.

«Πάνε 6-7 χρόνια περίπου» είπε και γούρλωσα τα μάτια μου... Ακριβώς το διάστημα που ξεκινήσανε όλα.

«Τον γνωρίζατε καλά;» ρώτησα ξανά ελπίζοντας να μην γίνομαι πιεστικός και ο Μπράσον με κοίταξε και πάλι καχύποπτα.

«Πάντα είχε για μας ένα πιάτο φαΐ» απάντησε ο Φιλ... «Ποτέ δεν πείραξε κανέναν και όποτε χρειαζόμασταν την βοήθεια του μας την πρόσφερε απλόχερα...» είπε και μετά αμέσως όλο του το ύφος άλλαξε... «Καλή τύχη εκεί κάτω φίλε και αν δεις το κοριτσάκι του να της πεις ότι εγώ ποτέ δεν ξεχνώ» είπε και τον κοίταξα ξαφνιασμένος... «Εκείνη δεν σε έστειλε;» ρώτησε η ανάσα μου άρχισε να βαραίνει.

«Εννοείς την Μπέλα;» ρώτησα ξέπνοα.

«Μπέλα;...» ρώτησε και με κοίταξε με απορία... «Δεν ξέρω καμία Μπέλα, μια Μαρίζα σουλατσάριζε συνέχεια εδώ, δεν σε έστειλε εκείνη;» ρώτησε και αυτόματα το ποιηματάκι που συνόδευε τα βήματα της ήρθαν στην μνήμη μου και γούρλωσα τα μάτια μου με έκπληξη.

“Και μόλις βρω αυτό που λαχταρώ ένα πράγμα μόνο πρέπει να θυμηθώ, ότι το όνομα μου είναι Μπέλα και όχι Ιζαμπέλα... Μπέλα Σουάν”

Και έκανα την σύνδεση με αυτό που μου είχε πει ο πατέρας της...

“Με λένε Μπέλα όχι Ιζαμπέλα... Μπέλα Σουαν... πιθανολογώ ότι πρέπει να συμπληρώσεις αυτό που λείπει... ΙΖΑ... ΜΑΡΙ”

Μαρίζα... σκέφτηκα και αμέσως η καρδιά μου άρχισε να αυξάνει τους παλμούς της.

«Ναι εκείνη με έστειλε» είπα απορροφημένος στις σκέψεις μου και η φωνή του Μπράσον μου απέσπασε την προσοχή.

«Ρε ηλίθιε γιατί το ανοίγεις το ρημάδι;» ρώτησε και γύρισα προς την μεριά του.

«Είναι η γυναίκα μου» είπα για να τον καθησυχάσω και ο Φιλ με γύρισε προς το μέρος του.

«Είναι καλά;... Γιατί δεν ξαναήρθε;» ρώτησε με αγωνία και τον κοίταξα για λίγο παραξενεμένος.

«Πόσο καιρό έχετε να την δείτε;»

«Είχε έρθει πριν δύο βδομάδες... μας είπε ότι αν της συμβεί κάτι να πάρουμε τηλέφωνο ανώνυμα την αστυνομία και να τους οδηγήσουμε στο σπίτι του Άντονι αλλά να τους προειδοποιήσουμε ότι είναι παγιδευμένο... Φίλε μην πας μόνος, ο Άντονι δεν αστειευόταν, έχει σε όλο το κτίριο εκρηκτικά... Αν μπεις δεν θα μπορέσεις να ξαναβγεις» είπε με τρόμο στα μάτια του και κοίταξα προς τις Τριανταφυλλιές.

«Πρέπει να προσπαθήσω, αλλιώς θα την σκοτώσουν» δήλωσα χωρίς να τους κοιτώ και ο Φίλ πήρε μια βαθιά ανάσα και το σκέφτηκε για λίγο.

«Θα σε βοηθήσουμε να κατέβεις μέχρι εκεί αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο από αυτό... Μόλις σε πάμε στην είσοδο εμείς την κάνουμε» είπε και τον ευχαρίστησα με την ματιά μου.

«Φύγετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε... Έχουμε μόνο 5 λεπτά από την στιγμή που θα μπω μέσα» τους είπα και οι νεαροί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Θα περιμένουμε στο παρακάτω στενό, αν δεν γυρίσεις το πολύ σε ένα τέταρτο θα καλέσουμε την αστυνομία ανώνυμα» τόνισε και κατένευσα.

«Σας ευχαριστώ» είπα και ο Φιλ μου έκλεισε το μάτι.

«Ελπίζω να την σώσεις... Είναι κορίτσι μάλαμα» χαμογέλασα θλιμμένα και ο Φιλ δίνοντας μου ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο μαζί με την βοήθεια του Μπράσον με βοήθησαν να κατέβω από την ετοιμόρροπη σκάλα κινδύνου και μόλις κατεβήκαμε τρία πατώματα ο Φιλ πέρασε στο απέναντι τοιχάκι σκαρφάλωσε απάνω του και μόλις έκατσε έγειρε προς το μέρος μου και έτεινε το ένα του χέρι ενώ με το άλλο του κράταγε αντίσταση περιμένοντας να κάνω το ίδιο και εγώ.

«Πάρε φόρα» πρότεινε ο Μπράσον και αφού έκανα για λίγο πίσω έκανα μερικά βήματα και με όλην μου την δύναμη πήδηξα προς το μέρος του Φιλ και εκείνος πιάνοντας με από την μπλούζα με συγκράτησε πάνω στον τοίχο και με την βοήθεια του τελικά κατάφερα και σκαρφάλωσα απάνω του και έκατσα όπως καθόταν και εκείνος.

«Δεν ξέρω πως να σας ευχαριστήσω» είπα ειλικρινά και ο Φιλ με κοίταξε αυστηρά στα μάτια.

«Σώσε το κορίτσι» είπε μόνο και αφού μου έδωσε άλλο ένα φιλικό μπάτσο στο μπράτσο μου πέρασε απέναντι στο σημείο που στεκόταν ο Μπράσον και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά προς το μέρος μου με χαιρέτησαν με ένα νεύμα και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.

4 σχόλια:

€l!n@ είπε...

επικινδυνες αποστολες και δεν συμμαζευεται να υποθεσω;;;;;;;;

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

μέσα είσαι ;)

natalie είπε...

ειμαι στην τσιτα και σε αγωνια βεβαιως βεβαιως...Παναγια μου ! Οτι θα εβλεπα τον ΕΝΤ να κανει ακροβατικα ομολογω πως αυτο δεν το περιμενα...ποποποπο...και πολλοι γριφοι ρε παιδι μου, τι μην. προσπαθει να του περασει κι αυτο το κοριτσι μεχρι να τη βρει ...ποποποπο...ασχετο βρε Χρυσανθη να σε ρωτησω γιατι εγω κολλησα και καπου αλλου, Αντονυ-Τριανταφυλλιες ?! Μηπως εισαι φαν του ανιμε Καντυ-Καντυ ?Ρωταω εγω τωρα απλως...

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

χαίρομαι που σου άρεσε καρδιά μου ;)όσο αφορά την Κάντυ-Κάντυ... την έβλεπα όταν ήμουν παιδία αλλά δεν την θυμάμαι καθόλου :( ο Άντονυ και οι τριανταφυλλιές ήταν απλά σύμπτωση ;)

ESCAPE POLH FANTASMA