Ετικέτες

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Fly Away "51. What if I Told You"




Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και σηκώνοντας το κεφάλι μου αντίκρισα τον Καρλάιλ να με κοιτάει με ένα αυτάρεσκο ύφος.

«Τι έπαθες εσύ και είσαι έτσι;»

«Έχω τα ρούχα μου... έχεις κάποιο πρόβλημα με αυτό;» του χτύπησα εκνευρισμένα σκληρά.

«Πάλι τίποτα...» είπε και ερχόμενος κοντά μου έκατσε στην καρέκλα που καθόταν πριν ο Έντουαρτ και με κοίταξε με ένα κατηγορηματικό βλέμμα... «Εννέα μήνες και πάλι τίποτα...» επανέλαβε... «Είσαι σίγουρη ότι η μικρή είναι του Έντουαρτ;» ρώτησε ειρωνικά και κοίταξα το ταβάνι κουνώντας απηυδισμένα το κεφάλι μου.

«Γιατί δεν κάνεις ένα τεστ DNA για να το διαπιστώσεις» του χτύπησα για άλλη μια φορά και ανασήκωσε το φρύδι του ειρωνικά.

«Που ξέρεις ίσως και να το κάνω» δήλωσε και εγώ αναστέναξα.

«Με τις ευχές μου...» του είπα αδιάφορα και συνέχισα... «Ήθελες κάτι;» ρώτησα και παίρνοντας τον καφέ μου στο χέρι μου εκδήλωσα στα χαρακτηριστικά μου το πόσο λίγο με ενδιαφέρει τι ήθελε και τι όχι.

«Όχι... είδα τον μικρό χάλια και κατάλαβα ότι τσακωθήκατε... Έτσι σκέφτηκα να περάσω να δω πως είσαι»

«Ναι γιατί καίγεσαι να μας δεις σκοτωμένους... αλλά σου έχω νέα... δεν πρόκειται να γίνει... πάρ' το απόφαση... εγώ και ο Έντουαρτ δεν πρόκειται να χωρίσουμε ποτέ... ΠΟΤΕ» δήλωσα και αναστέναξε... «Και μιας που πήρες την απάντηση σου, μην σε κρατάω άλλο... είμαι σίγουρη ότι θα έχεις πολλές δολοπλοκίες ακόμα σε εκκρεμότητα... δεν πας από εκεί που ήρθες να μου αδειάσεις την γωνιά;» τον ρώτησα με δηλητήριο στην φωνή μου και αμέσως σηκώθηκε.

«Θα φύγω όχι όμως γιατί το θες εσύ» είπε και γέλασα ρουθουνίζοντας.

«Ναι ότι πεις» του απάντησα και γυρίζοντας την καρέκλα μου προς το παράθυρο άφησα την ματιά μου να περιπλανηθεί στο κενό αδιαφορώντας για εκείνον πίνοντας μια γουλιά από τον κρύο μου καφέ και την ώρα που η πόρτα έκλεισε πίσω του αναστέναξα.

Τι ειρωνεία... σκέφτηκα... ένα ατύχημα ήταν αρκετό για μας την στιγμή που κανείς από τους δύο δεν ήταν έτοιμος γι αυτό για να μείνω έγκυος σε δίδυμη κύηση και τώρα που και οι δύο μας το θέλαμε και το ζητούσαμε χρειάστηκαν 6 μήνες για να τα καταφέρουμε... 6 βασανιστικοί μήνες που ήταν αρκετοί για να φέρουν την ρήξη... 6 διαολεμένοι μήνες που ήταν αρκετοί για να μας κάνουν να δούμε ότι τελικά... αναστέναξα... Τελικά τι;... ρώτησα με παράπονο... Τελικά φτάσανε για να αποδείξουν ότι πάντα είχα δίκιο;... Φτάσανε για να αποδείξουν ότι ήταν ένα μεγάλο λάθος από την αρχή;... Φτάσανε για να αποδείξουν ότι τελικά όσο και να το αρνείται εκείνος όσο περνάει ο καιρός γίνεται ίδιος με το πατέρα του;... Τελικά τι;... Τι γαμώ το κέρατο μου τι;... ούρλιαξα μέσα μου και τρίβοντας ασυναίσθητα την κοιλιά μου κοίταξα προς αυτήν και αναστέναξα.

«Γιατί τώρα;...» ρώτησα ενώ ένιωθα να με πνίγουν τα δάκρυα μου... «Γιατί δεν ήρθες πιο νωρίς;» το ρώτησα αλλά τι μπορούσε να πει και αυτό... Τι θα μπορούσε να πει αν μπορούσε να μιλήσει;

Ο κόσμος μου γύρω μου γκρεμιζόταν με την ταχύτητα του φωτός και εγώ ήμουν ανίκανη να κάνω κάτι γι αυτό... Ο Έντουαρτ μέρα με την ημέρα απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από κοντά μου... ούτε στα μάτια δεν είχε το σθένος πια να με κοιτάξει... Η κόρη μου με το ζόρι μου μιλούσε ιδίως όταν ήταν ο πατέρας της μπροστά... Η εταιρία άρχισε να γυρίζει στον τρόπο διαχείρισης που είχε ο Καρλάιλ και εγώ ήμουν στην μέση... είχα κολλήσει στην μέση του πουθενά και δεν ήξερα τι να κάνω για να σώσω... Να σώσω τι;... Τον γάμο μου;... Την οικογένεια μου;... Τις υποσχέσεις που είχαμε δώσει στην Μαρίνα;... Τι;

Για άλλη μια φορά οι μνήμες από την ημέρα τον γενεθλίων της Μαρίνας ήρθαν για άλλη μια φορά να με ταράξουν......

«Μπέλα» άκουγα την φωνή του από μακριά αγχωμένη, απελπισμένη και δεν άντεξα άλλο... Βγαίνοντας από την κρυψώνα μου άνοιξα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της Μαρίνας και τον φώναξα για να καταλάβει που είμαι.

«Εδώ είμαι» είπα και αμέσως άκουσα τα βήματα του γρήγορα να ανεβαίνουν την σκάλα και μόλις με αντίκρισε με κλείδωσε στην αγκαλιά του με ανακούφιση... «Ηρέμησε μωρό μου» προσπάθησα να τον καθησυχάσω βάζοντας το χέρι μου πάνω στο μάγουλο του αναγκάζοντας τον να με κοιτάξει και η ματιά του αμέσως έπεσε στην κοκκινίλα που είχε ο καρπός μου από το σφιχτό κράτημα του Καρλάιλ και παίρνοντας το χέρι μου μέσα στα δύο δικά του έτριξε τα δόντια του καθώς το κοίταζε με γουρλωμένα μάτια.

«Αυτό πάει πολύ... Αυτό πάει πάρα πολύ» σίριξε αφρίζοντας μέσα από τα δόντια του και την στιγμή που έκανε την κίνηση να φύγει τον άρπαξα από το σακάκι και προσπάθησα να τον σταματήσω.

«Έντουαρτ όχι... σε παρακαλώ» έκανα μια απελπισμένη προσπάθεια και γυρίζοντας προς το μέρος μου με κοίταξε με ένα πονεμένο βλέμμα... «Δεν έχεις σημασία... σε παρακαλώ» προσπάθησα άλλη μια φορά.

«Θα μου το πληρώσει πολύ ακριβά» είπε με μια δολοφονική ματιά και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

«Σε παρακαλώ» παρακάλεσα άλλη μια φορά τυλίγοντας το χέρι μου γύρω από το λαιμό του και άφησε την ανάσα του να βγει βαριά από μέσα του όπου έτρεμε από τα νεύρα του... αλλά φαινομενικά προς στιγμή τα παράτησε και με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του και καθώς με παρέσυρε ξανά μέσα στο δωμάτιο έκλεισε την πόρτα πίσω του και την κλείδωσε.

Με κράταγε μέσα στην αγκαλιά του αμίλητος δεν μπορούσε να το ανεχτεί άλλο... δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ακόμα και τώρα ο πατέρας του δεν τα παρατάει... προσπαθούσε να ηρεμήσει για μένα αλλά δεν τα κατάφερνε.

«Κόντεψα να τρελαθώ... Μια στιγμή γύρισα την ματιά μου αλλού και όταν σε έψαξα ξανά με το βλέμμα μου είχατε εξαφανιστεί» είπε με πόνο στην φωνή του και αναστέναξα... «Πες μου τι έγινε Μπέλα... πες μου τι σου είπε» παρακάλεσε αλλά εγώ δεν ήθελα να κάνω τα πράγματα χειρότερα και εκείνος καταλαβαίνοντας το με ανάγκασε να τον κοιτάξω... «Πες μου» απαίτησε και αναστέναξα.

«Τι σημασία έχει Έντουαρτ... όλα τελείωσαν... Απλά δεν δέχεται την ήττα του αυτό είναι όλο... αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι γι αυτό και το ξέρεις» του είπα και κοιτώντας για λίγο μακριά ανασυγκρότησε τις σκέψεις του και αφήνοντας με από την αγκαλιά του πήγε στην άκρη του κρεβατιού και έκατσε εξουθενωμένος υποβαστάζοντας το κεφάλι του μέσα στα δύο του χέρια... δεν είχε άλλο κουράγιο να μείνει όρθιος... ήταν διαλυμένος.

«Πες μου τουλάχιστον ότι δεν έκανε καμία μαλακία» παρακάλεσε με πνιγμένη φωνή και γέλασα.

«Δεν νομίζω ότι κάνει και άλλη δουλειά από την ημέρα που τον γνώρισα... Σε ποια από όλες αναφέρεσαι;» τον πείραξα για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα αλλά η ματιά του και η απάντηση του μου έκοψαν τα πόδια.

«Μην μου πεις ότι τόλμησε να σε αγγίξει» είπε με δηλητήριο στην φωνή του εκφράζοντας στην ματιά του όλην την αγανάκτηση και το μίσος που έτρεφε κρυφά για εκείνον.

«Τι;» ρώτησα αποπροσανατολισμένη χωρίς να καταλαβαίνω ακριβός τι εννοεί... «Εκτός από αυτό;» τον ρώτησα δείχνοντας του το χέρι μου ενώ άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι άλλο εννοούσε και εκείνος παίρνοντας μια ανακουφιστική ανάσα ξανακλείδωσε το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του και προσπάθησε να καλμάρει την ένταση του αλλά εγώ δεν το άφησα εκεί.

«Έντουαρτ» είπα αυστηρά ενώ έκατσα δίπλα του και με τα χέρια μου πάνω στα δικά του τα απομάκρυνα από το πρόσωπο του αναγκάζοντας τον να με κοιτάξει... «Να με αγγίξει με ποιον τρόπο;» επέμενα και παίρνοντας μια τρεμάμενη βαριά ανάσα κοίταξε ξανά το πάτωμα.

«Δεν έχεις καταλάβει γιατί τα έκανε όλα αυτά σωστά;» ρώτησε και τον ανάγκασα να με κοιτάξει για άλλη μια φορά... «Είναι ερωτευμένος μαζί σου Μπέλα... γι αυτό προσπάθησε να με ρίξει στην αγκαλιά σου... για να σε σιχαθώ»

«Τι;» ρώτησα ξέπνοα... «Πως... Γιατί... Δεν καταλαβαίνω» είχα αρχίσει να τα χάνω... αυτή του η δήλωση με είχε αποπροσανατολίσει τελείως... Ο Καρλάιλ ερωτευμένος μαζί μου;... αυτό και αν είναι... «Δεν έχεις λογική» συμπλήρωσα και βάζοντας το δεξί του χέρι πάνω στα χείλια του προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τις σκέψεις του.

«Πίστεψε τόσο πολύ στα λόγια του Μπλάκ που με το που κατάλαβε ότι κάτι έγινε μεταξύ μας... περίμενε ότι αργά η γρήγορα θα την έπεφτες και σε εκείνον... γι αυτό και σε πήρε κατευθείαν και κάνατε όλα εκείνα τα ταξίδια... Νόμιζε ότι δεν θα αργούσες να κάνεις την κίνηση σου... αλλά εσύ δεν έκανες τίποτα και αυτό τον εξόργισε... γι αυτό και ήθελε να σε τιμωρήσει»

«Γι αυτό ήταν τόσο γλυκανάλατος στα ταξίδια;» ρώτησα περισσότερο τον εαυτό μου και εκείνος συναίνεσε... «Όχι γιατί νόμιζε ότι θα παραιτηθώ;» ρώτησα ξανά και γύρισε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Όταν γυρίσατε στο Λας Βέγγας θα σε απέλυε ο ίδιος» δήλωσε και έμεινα να τον κοιτώ σοκαρισμένη.

«Και πάλι δεν έχει λογική...» είπα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου με πείσμα... «Πως μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο... Πως περίμενε ότι θα του την έπεφτα;»

«Ο Μπλακ έχει διαδώσει ότι ο λόγος που χωρίσατε με τον Τζέικοπ ήταν γιατί σας έπιασε στα πράσα» είπε με νόημα και τότε έμεινα στήλη άλατος να τον κοιτώ.

«Τι;» είπα ξέπνοα και εκείνος μου έτριψε το μπράτσο για να με ξεπαγώσει αλλά ήμουν ήδη πολύ μακριά για να μπορέσω να αντιδράσω ακόμα... «Εσύ πως τα ξέρεις όλα αυτά;» ρώτησα και αναστενάζοντας πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και δάγκωσε για λίγο το κάτω του χείλος.

«Μου το είπε ο ίδιος» δήλωσε και τότε ήταν που τα έπαιξα τελείως.

«Και εσύ τον πίστεψες;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω.

«Φυσικά και τον πίστεψα Μπέλα... Όλες του οι κινήσεις... όλα όσα κάνει με σένα το δηλώνουν ξεκάθαρα ότι ισχύει» είπε αγανακτισμένα.

«Δεν καταλαβαίνω το πως» είπα μπερδεμένη και με κοίταξε με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα.

«Είναι μισογύνης Μπέλα... και όχι μόνο...» είπε και έκανε μια παύση... «Όσο περισσότερο υποφέρει κάποιος δίπλα του τόσο περισσότερο ικανοποιείτε ο εγωισμός του... Αλλά εσύ με κάποιον περίεργο τρόπο τον άγγιξες... και αυτό δεν θα σου το συγχωρήσει ποτέ... Δεν θα δεχτεί ποτέ ότι άφησε τον εαυτό του να αγαπήσει... Τρέφετε με το μίσος... ικανοποιείτε με αυτό... νιώθει ότι το μίσος τον κάνει πιο ισχυρό... και εσύ απλά του άλλαξες τα δεδομένα του και αυτό είναι πάρα πολύ για εκείνον... Αν δεν είχαμε παντρευτεί... Αν δεν ήσουν τώρα έγκυος...» έκανε άλλη μια παύση και κοίταξε μακριά προσπαθώντας σκληρά να μην αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί ώστε να πάει κάτω αυτήν την στιγμή να τον πλακώσει στο ξύλο για όσα τον κάνει να νιώθει.

«Θα με σκότωνε» συμπλήρωσα εγώ την φράση του και κατένευσε.

«Για να απαλλαγεί από σένα μια για πάντα» ξεροκατάπια και έμεινα να κοιτώ το πάτωμα χωρίς να είμαι ικανή να κάνω μια λογική σκέψη.

«Ξέρεις;» ρώτησα εννοώντας το μυστικό του και εκείνος κατένευσε αμέσως καταλαβαίνοντας το.

«Ποτέ δεν με ξεγέλασε... πάντα ήξερα»

«Πως;» ρώτησα με περιέργεια και έκλεισε το πρόσωπο του ξανά μέσα στα δύο του χέρια.

«Εκείνος δεν το ξέρει... αλλά τον έπιασα στα πράσα» δήλωσε ντροπιασμένος και περνώντας το χέρι μου πάνω από τους ώμους του τον ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Έντουαρτ δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι... ο καθένας κάνει τις επιλογές του... αυτό δεν σημαίνει...» προσπάθησα να τον απ ενοχοποιήσω αλλά με διέκοψε νευριασμένα.

«Ο καθένας κάνεις τις επιλογές του;...» επανέλαβε δύσπιστα και κούνησε το κεφάλι του με πείσμα... «Μπέλα δεν έχεις ιδέα... δεν καταλαβαίνεις τίποτα» είπε σκληρά και με μπέρδεψε για λίγο.

«Να καταλάβω τι;» ρώτησα και αναστενάζοντας κοίταξε μακριά.

«Δεν είναι θέμα επιλογής Μπέλα... δεν είναι καν θέμα ορέξεων...» είπε και με μπέρδεψε περισσότερο.

«Τότε τι;» επέμενα εγώ.

«Ικανοποιείτε με το να ταπεινώνει τους άλλους... όσο περισσότερο βλέπει τον πόνο και την ταπείνωση των άλλων τόσο περισσότερο...» έκανε μια παύση και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα συνέχισε... «Μισεί τους ανθρώπους Μπέλα... θέλει να τους βλέπει να υποφέρουν... μόνο έτσι είναι ευτυχισμένος»

«Δεν μπορώ να καταλάβω τι θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε αυτό» είπα περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε εκείνον και γυρίζοντας την ματιά του προς τα μένα με κοίταξε για μια στιγμή πριν μου απαντήσει.

«Αγαπάει παθολογικά την μητέρα του... Δεν άντεχε την αγάπη που μοιραζόταν η γιαγιά μου με τον παππού μου» δήλωσε και τώρα έμεινα μαλάκας.

«Ο Χριστός και η Παναγία...» αναφώνησα κλείνοντας το στόμα μου με το χέρι μου για να κατευνάσω το οξύ που ήρθε απειλητικά στο στόμα μου ανακατεύοντας μου τα σώθηκα... «Αυτό... Αυτό... Χριστέ μου είναι άρρωστος... νομίζω ότι...» είπα σπασμωδικά και πριν προλάβω να τελειώσω την φράση μου άρχισα να τρέχω.

«Μπέλα;... Μπέλα είσαι καλά;» άκουσα την φωνή της γραμματέας μου της Τζέσικας και γυρίζοντας παγωμένα προς το μέρος της κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά χωρίς να είμαι σε θέση να μιλήσω... «Τι συμβαίνει;...» με ρώτησε με πόνο στην φωνή της και χαμήλωσα την ματιά μου και εκείνη γονατίζοντας με ανάγκασε να την κοιτάξω στα μάτια.

«Δεν το θέλει;» έβγαλε το λάθος συμπέρασμα και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Δεν του το είπα» είπα ξεψυχισμένα και αναστέναξε.

«Μπέλα δεν μπορείς να το κρατήσεις για πάντα κρυφό... σε λίγο θα αρχίσει να φαίνεται» προσπάθησε εκείνη και γέλασα θλιμμένα.

«Και νομίζεις ότι θα το παρατηρήσει;...» ρώτησα ειρωνικά... «Πριν λίγο μπήκε στο γραφείο μου και με είδε κλαμένη και δεν το παρατήρησε καν... του είπα άσχημα λόγια... και δεν τα σχολίασε καν... Δεν ξέρω Τζεσικα... δεν ξέρω... Όλα γύρω μου γκρεμίζονται και δεν ξέρω τι να κάνω... Τον βλέπω να απομακρύνεται από μένα και δεν ξέρω πως να τον σταματήσω... όσο προσπαθώ να τον πλησιάσω τόσο εκείνος φεύγει όλο και πιο μακριά και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί... Γιατί Τζέσικα γιατί;» ρώτησα με παράπονο και εκείνη κλείνοντας με μέσα στην αγκαλιά της άρχισε να με παρηγορεί χωρίς να ξέρει τι να πει.

«Συμβαίνει κάτι;» ακούσαμε την φωνή του Έντουαρτ μετά από λίγο και παγώσαμε ταυτόχρονα... Σκούπισα τα μάτια μου όπως όπως την στιγμή που η Τζέσικα σηκώθηκε όρθια και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα γύρισα να τον αντιμετωπίσω... αδιαφορώντας αν θα με δει στην κατάσταση που βρισκόμουν.

«Χρειάζεσαι κάτι άλλο;» τον ρώτησα αποφεύγοντας την ματιά του και ανοίγοντας το συρτάρι μου έβγαλα τα χαρτομάντιλα μου και τον καθρέφτη μου και προσπάθησα να σουλουπώσω για λίγο τον εαυτό μου πριν τον αντικρίσω.

«Τζέσικα άσε μας για λίγο μόνους» απαίτησε εκείνο και η Τζέσικα τον υπάκουσε χωρίς δεύτερη κουβέντα... Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω της έβαλα ξανά μέσα στο συρτάρι μου τον καθρέφτη και πετώντας τα χαρτομάντιλα σήκωσα την ματιά μου προς τα εκείνον.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε αυστηρά και ανασήκωσα το φρύδι μου επιδεικτικά.

«Αυτό προσπαθώ να καταλάβω και εγώ... μήπως θα είχες την ευγενή καλοσύνη να με διαφωτίσεις λίγο;» του απάντησα στον ίδιο τόνο που είχε χρησιμοποιείσει  και εκείνος και περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του κοίταξε για λίγο μακριά... Ναι δεν περίμενα κάτι καλύτερο... «Χρειάζεσαι κάτι άλλο;» επανέλαβα την ερώτηση μου και γύρισε προς την μεριά μου.

«Φεύγω για το σπίτι και πέρασα να δω αν άλλαξες γνώμη»

«Έχει σημασία;» τον ρώτησα και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Μην αρχίζεις πάλι» είπε σκληρά αλλά δεν μάσησα.

«Μην ανησυχείς και δεν το είχα σκοπό» του απάντησα ειρωνικά και γυρίζοντας την ματιά μου προς την οθόνη του υπολογιστή τον αγνόησα επιδεικτικά αλλά εκείνος συνέχισε να με κοιτά με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα... μέχρι που τα παράτησε και έκανε να φύγει... Την στιγμή που έπιασε το πόμολο όμως δεν άντεξα άλλο και τον σταμάτησα.

«Πως σκατά φτάσαμε ως εδώ;» τον ρώτησα μέσα από τον αναστεναγμό μου... Εκείνος δεν κουνήθηκε... δεν γύρισε καν να με κοιτάξει στα μάτια... δεν είπε τίποτα άλλο... Άνοιξε την πόρτα και για άλλη μια φορά έφυγε μακριά μου.

Γιατί;;;;... ούρλιαζα μέσα μου και κοπανώντας το χέρι μου πάνω στο γραφείο μου όλα τα χαρτιά που υπήρχαν απάνω σε αυτό εκσφενδονίστηκαν και κοιτώντας τα τα παράτησα και σηκώθηκα όρθια... Άρπαξα την τσάντα μου και κλειδώνοντας την πόρτα πίσω μου τα άφησα όπως ήταν και έφυγα μακριά.

Οδηγούσα μέσα στην κίνηση... κοίταζα τον κόσμο μηχανικά που πέρναγε από δίπλα μου και δεν μπορούσα να τους δω πια... Ζευγάρια αγκαλιασμένα... κρυφοί εραστές ενός ονείρου κρυβόντουσαν από τα αδιάκριτα βλέμματα απολαμβάνοντας τον έρωτα τους χωρίς να έχουν συναίσθηση του χώρου και του χρόνου... Φυλακισμένοι στην αγκαλιά του έρωτα τους ήταν μόνο οι δύο τους στον δικό τους κόσμο που ήταν πλασμένος μόνο για εκείνους... και με έκανε να νοσταλγώ τόσες πολλές και καλές στιγμές που είχαμε μοιραστεί και εμείς μέσα στον δικό μας κόσμο τα ίδια συναισθήματα.

Γιατί;;;... Γιατί;;;... ούρλιαζα ξανά και ξανά μέσα μου... Όλα μάταια... Όλα σκόνη στον άνεμο που διασκορπάτε σιγά σιγά και με αφήνει άδεια... με αφήνει με ένα αναπάντητο γιατί να κοιτώ πίσω μου και να προσπαθώ να βρω τι σκατά έκανα λάθος και όλα έχουν γυρίσει ανάποδα... τι σκατά έκανα λάθος και όλα έχουν εξανεμιστεί... όλα έχουν σβήσει... και η καθημερινότητα έπνιξε όλα όσα καίγανε τις αισθήσεις μας... έπνιξε όλα όσα μας έκαναν να απολαμβάνουμε την στιγμή... έπνιξε τα πάντα.

Γιατί;;... γιατί πάλεψα τόσο πολύ για να φτάσω εδώ που έφτασα;... Γιατί;;... γιατί άφησα όλες τις καλές στιγμές για να μπορέσω να τον φτάσω ώστε να είναι υπερήφανος για μένα;... για να μπορώ να τον στηρίζω με την δουλειά μου αλλά και με τις ψήφους μου;... Για να χάσω τον ίδιο;... Για να χάσω την ίδια μου την οικογένεια;... Για να χάσω τον ίδιο μου τον εαυτό;;;... Γιατί γαμώ το κέρατο μου γιατί;... ρώταγα ξανά και ξανά τον εαυτό μου και αυτόματα μου ήρθε στην μνήμη μου η κουβέντα που είχαμε κάνει λίγο πριν γεννήσω.

Καθόμουν στον καναπέ του γραφείου του με αδειανό το βλέμμα και το βιβλίο που υποτίθεται ότι διάβασα για την προετοιμασία μου να ξαναμπώ στο πανεπιστήμιο ξαφνικά έπεσε από τα χέρια μου χωρίς να το καταλάβω... ο Έντουαρτ γυρίζοντας προς το μέρος μου με κοίταξε εξονυχιστικά και παρατώντας την δουλειά που έκανε γονάτισε δίπλα μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε και τον κοίταξα παραξενεμένη.

«Μμμμ;» ρώτησα αποπροσανατολισμένη και μαζεύοντας το βιβλίο από το πάτωμα, μου το έδειξε και το έβαλε στην άκρη.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ξανά χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου και ανασηκώνοντας το κορμί μου τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και τον κράτησα κοντά μου αναστενάζοντας και εκείνος χαϊδεύοντας απαλά την πλάτη μου μου έδωσε τον χρόνο που χρειαζόμουν για να ανασυγκροτήσω τις σκέψεις μου ώστε να καταφέρω να τις εξωτερικεύσω.

«Φοβάμαι» κατάφερα να πω με πνιγμένη φωνή και με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«Τι φοβάσαι;» με παρότρυνε σκουπίζοντας τα δάκρυα μου.

«Ότι θα σε χάσω» είπα τρέμοντας και το αγαπημένο μου στραβό χαμόγελο του έκανε την εμφάνιση του.

«Γιατί να με χάσεις καρδιά μου;» ρώτησε απαλά και αποφεύγοντας την ματιά του αναστέναξα.

«Δεν ξέρω είναι τόσα πολλά... Το πανεπιστήμιο... Το διάβασμα... Το μωρό...» έκανα μια παύση και χαϊδεύοντας απαλά την κοιλιά μου αναστέναξα και εκείνος αμέσως έσκυψε και άφησε ένα παρατεταμένο ευλαβικό φιλί πάνω στο εξόγκωμα που εμφανίστηκε εκείνη την στιγμή πάνω στην τσιτωμένη μου κοιλιά και γελάσαμε μαζί από αυτήν την αντίδραση του μωρού καθώς δήλωνε την παρουσία του με αυτό το υπέροχο και μοναδικό τρόπο και με κοίταξε ξανά στα μάτια τρυφερά.

«Δεν πρόκειται να πάω πουθενά Μπέλα... Σίγουρα θα είναι δύσκολα στην αρχή και περιμένω να χάσουμε τον μπούσουλα και οι δύο αλλά θα τα καταφέρουμε... Δεν σε αφήνω να τα παρατήσει...» δήλωσε αυστηρά... «Γιατί αν το κάνεις ξέρεις πολύ καλά ότι αργότερα θα το μετανιώσεις και τότε θα είναι χειρότερα» είπε και αναστέναξα.

«Και πως θα τα καταφέρουμε;...» ρώτησα τρομοκρατημένη... «Ιδίως όταν θα αρχίσω να δουλεύω... Πως;» προσπάθησα αλλά βάζοντας τα ακροδάχτυλα του πάνω στα χείλια μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Όταν υπάρχει αγάπη όλα λύνονται καρδιά μου... Σίγουρα θα ζοριστούμε για λίγα χρόνια αλλά μετά θα μπορούμε να απολαύσουμε όλα τα καλά πιο ολοκληρωμένοι... Το ξέρεις ότι θα σε στηρίξω με οποιονδήποτε τρόπο μπορώ» είπε και τον κοίταξα με μια αρχαία θλίψη να περνάει από την ματιά μου και αναστέναξε... «Μπέλα μου... όλα θα πάνε καλά... έχε λίγη πίστη σε μας» παρακάλεσε και τα παράτησα... Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου και άφησα τα δάκρυα μου ανενόχλητα για άλλη μια φορά να κυλήσουν.

«Σ’ αγαπάω τόσο πολύ...» είπα με πνιγμένη φωνή... «Τρέμω στην ιδέα ότι θα σε χάσω... Τρέμω στην ιδέα ότι όλα αυτά μπορεί κάποια στιγμή να μπουν ανάμεσα μας... Δεν θέλω να σε χάσω... Χίλιες φορές να μείνω σπίτι και να είμαστε ευτυχισμένοι παρά να κάνω το όνειρο μου πραγματικότητα» δήλωσα και αφήνοντας ένα φιλί πάνω στην βάση του λαιμού μου είπε πιο αποφασιστικά.

«Το μόνο που με νοιάζει είναι να είσαι ευτυχισμένη Μπέλα... και αν τα παρατήσεις τώρα ξέρω ότι κάποια στιγμή θα το μετανιώσεις... Μην τα παρατάς... σε χρειάζομαι δίπλα μου... έχω ανάγκη να νιώθω ότι είσαι κοντά μου... γιατί ξέρω ότι θα με στηρίξεις... όπως θα σε στηρίξω και εγώ σε κάθε σου βήμα» είπε και ανασηκώνοντας το κορμί μου τον κοίταξα βαθιά στα μάτια και του χάιδεψα το μάγουλο του.

«Πάντα θα σε στηρίζω» του επιβεβαίωσα και τον φίλησα με όλο το πάθος και την αγάπη που ένιωθα για εκείνον για να σφραγίσω την υπόσχεση μου... Και ποτέ δεν έπαψα να το κάνω.

Φτάνοντας στο σπίτι είχα πάρει τις αποφάσεις μου... Δεν θα το άφηνα άλλο έτσι αυτό... Στην αρχή πίστευα ότι έφταιγε το στρες της δουλειάς... πίστευα ότι έφταιγαν οι συνεχόμενες αποτυχίες στην προσπάθεια μας να κάνουμε ένα δεύτερο παιδί... Πίστευα ότι μπόρα ήταν και θα περνούσε... αλλά κάθε μέρα που περνούσε μου δήλωνε καθαρά ότι δεν ήταν απλά μόνο μια μπόρα ήταν πολλά περισσότερα... Ήταν η αρχή του τέλους... Ήταν όλα όσα ονειρευόταν ο Καρλάιλ και εγώ απλά αυτό δεν το δεχόμουν... Όχι που να τον πάρει δεν θα τον αφήσω να μου καταστρέψει ότι χτίσαμε με τόσο κόπο... δεν θα τον αφήσω να μας κυριεύσει και να μας κλέψει την ευτυχία μας... Ξέρω ότι υπάρχει ακόμα αγάπη μέσα μας... και θα παλέψω μέχρι την τελευταία μου ανάσα να του αποδείξω ότι εκείνος δεν είναι ικανός να μας αγγίξει... Ότι και να συμβαίνει θα ξεκαθαριστεί... τώρα... Όχι αύριο... Όχι άλλη μέρα... ΤΩΡΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA