Έκανα
τα βήματα μου πιο αποφασιστικά και φτάνοντας κοντά στην τραπεζαρία είδα από την
τζαμαρία τον Έντουαρντ με την μικρή μου να πλατσουρίζουν στην πισίνα και να
παίζουν ανέμελα σαν δύο μικρά παιδία... η αγάπη που μοιραζόντουσαν ήταν τόσο
μεγάλη που μου πλημμύρησε την καρδιά... Όχι... κανείς και τίποτα δεν θα μου
κλέψει την ευτυχία... κανείς και τίποτα δεν θα μου χαλάσει αυτήν την όμορφη
εικόνα που βλέπω μπροστά μου... Κανείς... είπα με πείσμα μέσα μου και αυτόματα
η μέρα που γεννήθηκε η μικρή μου πλημμύρησε την σκέψη μου και με έκανε να
χαμογελάσω με ένα τεράστιο χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει.
Η
μεγάλη μέρα.....
Όλο
το βράδυ δεν είχα κλείσει μάτι... αγκομαχώντας κάθε τρεις και λίγο πήγαινα στην
τουαλέτα νομίζοντας ότι μου σπάγανε τα νερά αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε...
απλός η κύστη μου ήταν τόσο επιβεβαρυμμένη από το βάρος του μωρού που με έκανε
να χάνω λίγα ούρα που και που... ενώ η πίεση που ένιωθα στον κόλπο με έκανε να
τρελαίνομαι... με έκανε να νιώθω ότι θα γεννήσω από στιγμή σε στιγμή αλλά η
άτιμη η διαστολή δεν έλεγε να γίνει για να ξεκινήσει ο τοκετός.
Φυσικά
ο Νέλσον με είχε διαβεβαιώσει ότι όλα αυτά ήταν απόλυτα φυσιολογικά... αλλά όσο
πέρναγε ο καιρός και έβλεπα ότι πλησίαζα στον 10ο μήνα τόσο αγχωνόμουν
περισσότερο... Πόσο ακόμα να κάνω υπομονή;... από την ημέρα που είχα μπει στον
μήνα μου ένιωθα ότι το μικρό μου φασολάκι - μικρό που λέει ο λόγος... ήδη
κόντευε να φτάσει τα 4 κιλά - ήταν έτοιμο να βγει αλλά τελικά δεν έβγαινε με
τίποτα.
Γυρίζοντας
στο κρεβάτι προσπάθησα να ξαπλώσω αλλά ακόμα και αυτή η διαδικασία πια ήταν
τόσο εξουθενωτική για μένα... Αναστέναξα βαριά και μόλις τα τεράστια οπίσθια
μου βρήκαν το στρώμα ένιωσα τα χέρια του Έντουαρντ να με τυλίγουν και γύρισα
προς το μέρος του.
«Σε
ξύπνησα;» τον ρώτησα και μισάνοιξε τα μάτια του.
«Δεν
πειράζει...» είπε με βαθιά φωνή από τον ύπνο και ξαπλώνοντας στο στρώμα με
βόλεψε στην αγκαλιά του και μου έτριψε απαλά το μπράτσο μου... «Είσαι καλά;»
ρώτησε με αγωνία στην φωνή του και ξεφύσησα.
«Δεν
αντέχω άλλο...» γκρίνιαξα για πολλοστή φορά και αφήνοντας ένα παρατεταμένο φιλί
πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου με ανάγκασε να τον κοιτάξω.
«Δεν
έμεινε πολύ ακόμα αγάπη μου...» προσπάθησε να με καθησυχάσει και κατένευσα.
«Νιώθω
ότι θα εκραγώ» συνέχισα και βάζοντας τον δείκτη του κάτω από το σαγόνι μου
ανασήκωσε το κεφάλι μου και άφησε απαλά τα χείλια του να χαϊδέψουν τα δικά μου
χείλη... Ήταν πάντα τόσο τρυφερός που έλιωνα κάτω από το άγγιγμα του.
«Σ’
αγαπώ» ψιθύρισα πάνω στα χείλια του και χαμογέλασε ζεστά.
«Είσαι
ότι ονειρεύτηκα ποτέ και ακόμα περισσότερα» μου ανταπέδωσε και με φυλάκισε στην
αγκαλιά του σφραγίζοντας ξανά τα μάτια του.
Ήθελα
να τον μιμηθώ και εγώ αλλά ήξερα ότι θα ήταν άλλη μια μάταιη προσπάθεια και
έτσι κρατώντας τα μάτια μου ανοιχτά άφησα το απαλό του άγγιγμα να με παρασύρει
και να με κάνει να νιώσω όλη την ασφάλεια και την πληρότητα που μου χάριζε κάθε
φορά που με ακουμπούσε, ευτυχισμένη... αλλά οι σκέψεις μου άρχισαν πάλι να με
βασανίζουν και αυτό με έκανε για λίγο νευρική.
«Έντουαρντ;»
ψιθύρισα και ανασήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω.
«Μμμχχχμμμ;»
ανταποκρίθηκε εκείνος χωρίς να ανοίγει τα μάτια του.
«Σ’
αγαπώ» είπα με πνιγμένη φωνή σαν να ήταν η τελευταία φορά που μπορούσα να το
εκφράσω δυνατά... Δεν ξέρω γιατί αλλά ένιωθα ότι για κάποιον λόγο θα συνέβαινε
κάτι και θα τον έχανα... Ένιωθα ότι ήταν η τελευταίες στιγμές ευτυχίας που
μοιραζόμασταν και όλα τα άγχη και οι σκέψεις μου με κάνανε να τρομοκρατούμε
περισσότερο... Άνοιξε τα μάτια του και βάζοντας το χέρι του πάνω στο μάγουλο
μου με κοίταξε εξονυχιστικά.
«Όλα
θα πάνε καλά αγάπη μου... έχε λίγο εμπιστοσύνη σε μας» είπε και αναστέναξα.
«Φοβάμαι
τόσο πολύ» εξέφρασα δυνατά και με κοίταξε με κατανόηση.
«Και
εγώ μωρό... και εγώ» τελικά επιβεβαίωσε αυτό που είχα ήδη καταλάβει και μόλις
με έσφιξε στην αγκαλιά του ένιωσα πάλι την ίδια υγρασία και ξεφύσησα.
«Όχι
πάλι» είπα παραπονιάρικα και καταλαβαίνοντας το ο Έντουαρντ με βοήθησε να
σηκωθώ για να πάω στην τουαλέτα... αλλά μόλις το κορμί μου μετακινήθηκε ένιωσα
πιο έντονη υγρασία.
«Γαμώτο»
έβρισα και έπιασα το κεφάλι μου εξουθενωμένη.
«Τι
συμβαίνει;» ρώτησε με αγωνία.
«Μάλλον
δεν πρόλαβα» είπα ντροπιασμένα και μου έτριψε το μπράτσο για συμπαράσταση.
«Έλα
να σε βοηθήσω να αλλάξεις» είπε απαλά και μόλις σηκώθηκε τύλιξε το χέρι του
γύρω από την μέση μου και με βοήθησε να σηκωθώ… μια δυνατή σύσπαση με έκανε να
διπλωθώ στα δύο.
«Οοοο
ουυυυ» αναφώνησα και έπιασα την κοιλιά μου.
«Μπέλα»
με κοίταξε τρομοκρατημένα και του ανταπέδωσα το βλέμμα.
«Νομίζω
ότι δεν ήταν ατύχημα» είπα χωρίς να είμαι σίγουρη και αμέσως ένιωσα ξανά την
ίδια υγρασία να κυλά στα πόδια μου... «Νομίζω ότι μου σπάσανε τα νερά» είπα
αβέβαια και τότε ο Έντουαρντ για πρώτη φορά έμεινε παγωμένος να με κοιτά
έχοντας τα τελείως χαμένα... «Έντουαρντ;» ρώτησα κουνώντας το χέρι μου μπροστά
από το πρόσωπο του και πετάρισε για λίγο τα μάτια του από το ξάφνιασμα.
«Τι
πρέπει να κάνω;» ρώτησε περισσότερο τον εαυτό του παρά εμένα και χαμογέλασα
συνεσταλμένα.
«Ανάσες
ματάκια μου πάρε ανάσες» είπα και τότε σαν να έκανε ένα κλικ μέσα στο μυαλό του
άρχισε να τρέχει γύρω μου αφήνοντας με πίσω του και έμεινα να τον κοιτώ.
Τρέχοντας
μέσα στην γκαρνταρόμπα μας πήρε το βαλιτσάκι μου και μιλώντας στο τηλέφωνο με
το νοσοκομείο ετοίμαζε την εισαγωγή μου... εγώ τον κοίταζα ακόμα από το σημείο
που με είχε αφήσει και ξαφνικά όλα μου φάνηκαν τόσο κωμικοτραγικά που με έκαναν
ασυναίσθητα να γελάσω.
Περνώντας
από μπροστά μου χωρίς να σταματά να μιλάει στο τηλέφωνο βγήκε από το δωμάτιο
και με άφησε μόνη μου κλείνοντας την πόρτα πίσω του... Εγώ συνέχιζα να κοιτώ
προς την κλειστή πόρτα ακόμα γελώντας... Από το άγχος του με ξέχασε τελείως και
περίμενα να δω ποια στιγμή θα με θυμηθεί ή τουλάχιστον θα θυμηθεί ότι βγήκε έξω
φορώντας μόνο το εσώρουχο του.
Ξαφνικά
η πόρτα άνοιξε και με κοίταξε απολογητικά.
«Μάλλον
τα έχασα λίγο» είπε απολογητικά και ανοίγοντας την αγκαλιά μου ήρθε κοντά μου και αφήνοντας
την ανάσα του να βγει βίαια από μέσα του με έκλεισε στην αγκαλιά του και άφησε
το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στο δικό μου.
«Σ’
αγαπάω Μπέλα... Σ’ αγαπάω τόσο πολύ που τρελαίνομαι» είπε και του έδωσα ένα
φιλί πάνω στον ώμο του και αναστέναξα.
«Και
εγώ μωρό μου... και εγώ» του ανταπέδωσα και μόλις πήραμε μια ανάσα με βοήθησε
να κάνω ένα μπάνιο και να ετοιμαστώ για την αναχώρηση μας.
Φτάνοντας
στο νοσοκομείο όλα γίνανε τόσο γρήγορα... Με βάλανε σε ένα δωμάτιο και με
συνοπτικές διαδικασίες με γδύσανε και φορώντας μου την χειρουργική ρόμπα κάνανε
όλον τον απαραίτητο έλεγχο που έπρεπε να κάνουν... Τον Έντουαρντ τον κρατάγανε
έξω από το δωμάτιο και αυτό με έκανε νευρική... τον είχα τόσο ανάγκη δίπλα μου.
«Αδελφή;»
ρώτησα διστακτικά και την στιγμή που η κοπέλα που με φρόντιζε τακτοποίησε τον
ορό μου γύρισε προς το μέρος μου με απορία... «Πότε μπορεί ο σύζυγος μου να
έρθει;» ρώτησα και μου χάρισε ένα χαμόγελο.
«Πολύ
σύντομα... σχεδόν τελείωσα» μου απάντησε και κατένευσα... «Θα κάνετε
επισκληρίδιο;» με ρώτησε και για μια στιγμή το σκέφτηκα... αλλά μια δυνατή
σύσπαση εκείνην την στιγμή μου έδωσε την απάντηση.
«Οπωσδήποτε»
επιβεβαίωσα με κομμένη την ανάσα και κρατώντας το χέρι μου με βοήθησε να πάρω
τις σωστές ανάσες για να μπορέσω να ηρεμήσω τον πόνο.
Μόλις
βγήκε από το δωμάτιο άφησε ανοιχτή την πόρτα και είδα τον Έντουαρντ να με
κοιτάζει τρομοκρατημένος... Τελικά δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να μείνει σε
αυτήν την διαδικασία αλλά άντε να τον πείσεις τώρα να φύγει.
Μπαίνοντας
μέσα γέλασα δυνατά και με κοίταξε παραξενευμένος.
«Σου
πάει πολύ... να το κρατήσεις» τον πείραξα κοιτώντας την πράσινη ποδιά που του
είχαν φορέσει μαζί με το αντίστοιχο πράσινο σκουφάκι και πάνινα παπούτσια που
του φόραγε πάνω από τα δικά του παπούτσια και χαλαρώνοντας ήρθε δίπλα μου και
πιάνοντας μου το χέρι με φίλησε τρυφερά.
«Πως
νιώθεις;» ρώτησε με αγωνία και του χάιδεψα το μάγουλο του απαλά.
«Τώρα
που είσαι εδώ είμαι καλύτερα» του είπα και εκείνην την στιγμή άλλη μια σύσπαση
έκανε την εμφάνιση της και σφίγγοντας το χέρι του με όλη μου την δύναμη άρχισα
να παίρνω ανάσες για να καλμάρω τον πόνο και ο Έντουαρντ τα έχασε τελείως.
«Πες
μου τι να κάνω» αναφώνησε πάνω στο άγχος του και τον κοίταξα ακόμα ανασαίνοντας
ρυθμικά.
«Προσπάθησε
να ηρεμήσεις» φώναξα εκφράζοντας τον πόνο που ένιωθα και άρχισε μαζί μου να
παίρνει και εκείνος ανάσες μιμούμενος τις δικές μου ανάσες και αυτό για κάποιον
λόγο με έκανε να γελάσω.
«Έντουαρντ»
φώναξα και με κοίταξε με περιέργεια... «Μην φυσάς απάνω μου» του είπα γελώντας
και βάζοντας το μέτωπο του να ακουμπήσει πάνω στο δικό μου ξεφύσησε.
«Είμαι
τελείως άχρηστος... δεν ξέρω τι να κάνω» απολογήθηκε και την στιγμή που ο πόνος
με άφησε του έτριψα το μπράτσο για να τον καθησυχάσω.
«Είμαστε
μαζί σε αυτό εντάξει;» ρώτησα και κατένευσε... «Όλα θα πάνε καλά» τον
καθησύχασα και με κοίταξε στα μάτια.
«Συγνώμη...
ποιος συμπαραστέκεται σε ποιον;» ρώτησε και γέλασα δυνατά.
«Είμαστε
μαζί σε αυτό εντάξει;» ρώτησα ξανά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα είπε πιο
αποφασιστικά.
«Μαζί»
και μου έδωσε ένα φιλί στα χείλια... αλλά δεν πρόλαβα να του το ανταποδώσω...
ήταν το μικρό μου μπιζελάκι να μην πάρει φόρα... τώρα που πήρε φόρα δεν το σταματάει
τίποτα.
Μετά
από δέκα ώρες και πολλά ξεφυσήματα με τον Έντουαρντ βράχο δίπλα μου να με
κρατάει και να με κοιτάει μέσα στα μάτια συγκροτημένα... χωρίς να τα χάνει...
ξαφνικά ένιωσα μια πίεση και όλα άλλαξαν.
«Μπέλα
ήρθε η ώρα» είπε ο Νέλσον και τον κοίταξα στα μάτια... Κατένευσα και παίρνοντας
μια βαθιά ανάσα άρχισα να εξωθώ με όλη μου την δύναμη.
Μια,
δύο, τρεις, τέσσερις... έχασα το μέτρημα... έτριξα τα δόντια μου και βάζοντας
όλη την δύναμη της ψυχής μου ούρλιαξα με τα μάτια μου ερμητικά κλειστά και εκεί
που έχανα την τελευταία μου πνοή ένιωσα μέσα μου να αδειάζω και πριν προλάβω να
πάρω ανάσα... άκουσα το πιο γλυκό και το πιο ναζιάρικο κλάμα της ζωής μου και
εξουθενωμένα έπεσα πίσω στο στρώμα και προσπάθησα να βρω την αναπνοή μου.
«Συγχαρητήρια...
είναι κοριτσάκι» μας ενημέρωσε ο Νέλσον και αυτόματα γύρισα και αντίκρισα τον
Έντουαρντ.
Εκείνος
με δάκρυα στα μάτια είχε χάσει την μιλιά του συγκινημένος.
«Μάλλον
δεν θα αποφύγω την κουνελοποίηση» κατάφερα να πω και δαγκώνοντας τα χείλια του
χαμογέλασε ζεστά και έγειρε προς το μέρος μου.
«Ο
Χριστέ μου σ’ αγαπάω τόσο πολύ» κατάφερε να πει με πνιγμένη φωνή και με φίλησε
με τέτοιο πάθος εκφράζοντας μου όλη την αγάπη που ένιωθε μέσα του που ξέχασα
που βρίσκομαι.
«Κύρια
Κάλεν» ακούσαμε την φωνή της νοσοκόμας και γυρίσαμε προς το μέρος της... «Θα
θέλατε να την κρατήσετε;» ρώτησε και ο Έντουαρντ χαμογελώντας κλείδωσε την
ματιά του στην κόρη μας και τότε έλιωσα.
Με
δάκρυα στα μάτια και δεν μπορούσε να βγάλει άχνα... σαν μαγεμένος την κοίταζε
με τόση λατρεία που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της και
μόλις την άφησε η νοσοκόμα πάνω στο στήθος μου προσπάθησα να σηκώσω τα
χέρια μου για να την αγκαλιάσω αλλά μου ήταν αδύνατον.
Από
την υπερπροσπάθεια ένιωθα το σώμα μου να τρέμει τα χέρια μου να είναι παράλυτα
και ξαφνικά μια αγωνία με έπιασε και δεν ήξερα τι να κάνω.
«Μπέλα
μου τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Έντουαρντ με αγωνία και γύρισα την ματιά μου σε
εκείνον.
«Δεν
νιώθω τα χέρια μου... Δεν μπορώ να κουνηθώ» είπα με τρεμάμενη φωνή και η φωνή
του Νέλσον ήρθε να με καθησυχάσει.
«Ηρέμησε
Μπέλα... είναι απόλυτα φυσιολογικό... δώσε λίγο χρόνο στον εαυτό σου να
επανέλθει» είπε και κατένευσα.
«Ελάτε
από εδώ για να σας δείξω πως να συγκρατήσετε το μωρό» είπε η νοσοκόμα στον Έντουαρντ και αφού πήγε
προς το μέρος της και του έδειξε πως να την συγκρατήσει ώστε να μην γλιστρήσει
από την αγκαλιά μου με το ένα χέρι... έβαλε το άλλο του χέρι πάνω στα μαλλιά
μου και με κοίταξε στα μάτια.
«Σε
ευχαριστώ» ψιθύρισε και άφησε ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στο μέτωπο μου και
ακουμπώντας το μάγουλο του πάνω σε αυτό ταυτόχρονα κοιτάξαμε τον μικρό μας
άγγελο χωρίς να πούμε άλλη κουβέντα.
«Κύρια
Κάλεν, κύριε Κάλεν... τι όνομα να γράψω στην καρτέλα;» ρώτησε η νοσοκόμα και
κοιταχτήκαμε ταυτόχρονα... Δεν θέλαμε να ξέρουμε το φίλο του μωρού πριν γεννήσω
και αφού δεν μπορούσαμε με τίποτα να πάρουμε μια απόφαση για ένα όνομα...
τελικά αποφασίσαμε να ονομάσουμε το μωρό μας την στιγμή που θα το αντικρίζαμε.
«Νομίζω
ότι ξέρω τι όνομα της ταιριάζει» δήλωσα και το αγαπημένο μου στραβό χαμόγελο
αμέσως έκανε την εμφάνιση του και μου έδωσε την συγκατάθεση του καταλαβαίνοντας
ποιο θα είναι αυτό.
Μετά
από μια ώρα στην αίθουσα ανάρρωσης με ανεβάσανε στο δωμάτιο μου και μόλις μπήκα
μέσα έπαθα πλάκα... Μπαλόνια... κουκλάκια και όλων των ειδών λουλούδια ήταν
ασφυκτικά πλημμυρισμένο το δωμάτιο και γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου.
Ο
τραυματιοφορέας με κοίταξε χαμογελώντας μου πονηρά και εγώ κούνησα το κεφάλι
μου απελπισμένα.
«Πρέπει
να σε αγαπάει πολύ» είπε και κούνησα το κεφάλι μου με δάκρυα στα μάτια.
«Όσο
τον αγαπάω και εγώ» του απάντησα και μόλις με βοήθησε να βολευτώ στο κρεβάτι
μου έφυγε αφού πρώτα μου ευχήθηκε τα καλύτερα και με άφησε μόνη μου.
Ξαφνικά
ένιωσα τόσο μόνη... το κενό που είχε δημιουργηθεί στην κοιλιά μου μου τρύπησε
τα σωθικά και ασυναίσθητα έτριψα την κοιλιά μου περιμένοντας μια ανταπόκριση
αλλά όπως ήταν φυσικό αυτή η ανταπόκριση δεν ήρθε και γέλασα με τον εαυτό μου
ασυναίσθητα.
«Τι
κάνει η γυναίκα της ζωής μου;» άκουσα την ευδιάθετη βελούδινη φωνή του και
γυρίζοντας προς το μέρος του του χαμογέλασα.
«Επιτέλους
ξελάφρωσα» αναφώνησα και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του καθώς με πλησίασε.
«Σ’
αγαπάω» είπε με βαθιά φωνή και μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο μου και έκατσε
δίπλα μου κρατώντας απαλά το χέρι μου μέσα στα δύο δικά του χωρίς να
αποχωρίζεται την ματιά μου.
«Πως
είσαι;» τον ρώτησα και χαμογέλασε.
«Κατουρημένος...»
είπε με γουρλωμένα μάτια και γέλασα... «Χριστέ μου τι δύναμη έχετε μέσα σας...!» είπε
με θαυμασμό κουνώντας το κεφάλι του... «Δεν έχω ιδέα πως κρατήθηκα και δεν
ούρλιαξα» παραδέχτηκε ανοιχτά και του χάιδεψα το μάγουλο του και εκείνος αμέσως
έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό μου και έκλεισε τα μάτια του περνώντας μια
βαθιά ανάσα... «Σ’ αγαπάω τόσο πολύ Μπέλα... που και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί
να πάθεις κάτι τρελαίνομαι» είπε χωρίς να ανοίγει τα μάτια του και τα μάγουλα
του άρχισαν να υγραίνονται.
«Καρδιά
μου όμορφη... έλα εδώ» του είπα και του άνοιξα την αγκαλιά μου και αμέσως την
δέχτηκε και ακουμπώντας το κεφάλι του πάνω στο στήθος μου απαλά άφησε την ανάσα
του να βγει από το σώμα του βίαια... «Και εγώ σ’ αγαπώ» του είπα συγκινημένη
και το άνοιγμα της πόρτας μας ξάφνιασε και αρχίσαμε να συμμαζεύουμε τους
εαυτούς μας.
«Συγνώμη
κύριε Κάλεν αλλά θα πρέπει να τα βγάλω όλα αυτά τώρα από το δωμάτιο γιατί σε
λίγο θα φέρουν το νεογνό» είπε μια νοσοκόμα και ο Έντουαρντ κατένευσε και
έκατσε ξανά στην καρέκλα που ήταν δίπλα μου.
«Δεν
με αφήνουν να μείνω το βράδυ» είπε απολογητικά και με κοίταξε με το βλέμμα ενός
πληγωμένου κουταβιού.
«Δεν
πειράζει καρδιά μου» του είπα και άφησε ένα φιλί ακριβός πάνω στην φλέβα του
καρπού μου.
«Θα
μου λείψετε τόσο πολύ» είπε χωρίς να με κοιτάει.
«Και
εσύ θα μας λείψεις» του ανταπέδωσα και εκείνην την στιγμή μας φέρανε τον μικρό
μας άγγελο και γυρίσαμε προς το μέρος της πόρτας για να την δούμε.
«Εδώ
είμαστε» είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο η νοσοκόμα φέρνοντας την δίπλα μου και
αφού πιστοποίησε την ταυτότητα της με κοίταξε για λίγο... «Θα θηλάσετε;» ρώτησε
και κατένευσα με μεγάλη αγωνία και εκείνη γυρίζοντας με στο πλάι έβαλε το μωρό
αντικριστά μου και με βοήθησε να το τοποθετήσω στο στήθος μου και μόλις το
μικρό μου έπιασε την ρόγα μου και συνδέθηκε μαζί μου αρχίζοντας να πίνει
άπληστα ένιωσα όλον μου τον κόσμο να αλλάζει.
Ξαφνικά
όλα όσα ένιωθα εξανεμίστηκαν... όλος ο πόνος... όλοι προβληματισμοί... όλα όσα
με πνίγανε έγιναν σκόνη και ένιωσα την μεγαλύτερη πληρότητα... την μεγαλύτερη
ευδαιμονία... την μεγαλύτερη αγαλλίαση που είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου και
αναστέναξα με ανακούφιση.
«Καλωσόρισες
μωράκι μου» είπα με δάκρυα στα μάτια και άφησα ένα απαλό φιλάκι πάνω στην
κορυφή του κεφαλιού του... και ένιωσα τον Έντουαρντ δίπλα μου να σκουπίζει τα
δάκρυα του.
«Άστο
καλό... ρεζίλι έχω γίνει» ψιθύρισε και κοιτώντας τον γέλασα σιγανά κουνώντας
αρνητικά το κεφάλι μου.
«Σ’
αγαπάω» του είπα και έγειρε κοντά μας.
«Σας
αγαπώ...» ανταπέδωσε και άφησε από ένα φιλί και στις δύο μας και μας κοίταξε με
λατρεία.
Ασυναίσθητα
άγγιξα τον σταυρό που μου είχε κάνει εκείνην την ημέρα δώρο για να με φιλάει
και να με έχει πάντα γερή και ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου αναστενάζοντας
και τους κοίταξα για άλλη μια φορά νοσταλγικά καθώς εκείνοι συνεχίζανε το
παιχνίδι τους μέσα στην πισίνα πλατσουρίζοντας και μοιράζοντας απλόχερα την
αγάπη που ένιωθαν μέσα τους ο ένας για τον άλλον.
«Μπέλα
μου ήρθες;... δεν σε κατάλαβα» άκουσα την φωνή της Κάτι δίπλα μου και
αναπήδησα.
«Ναι
τώρα μόλις» ανταποκρίθηκα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα γύρισα την ματιά μου
προς το μέρος της.
«Είσαι
καλά καρδιά μου;» ρώτησε με αγωνία και έμεινα να την κοιτώ.
«Ναι»
είπα τελικά ψέματα και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του Έντουαρντ και την
μικρής μου ξανά και χαμογέλασα.
«Γιατί
δεν τους κάνεις παρέα;» ρώτησε ακολουθώντας την ματιά μου και ανασήκωσα τους
ώμους μου.
«Ίσως
και να το κάνω» είπα και κοιτώντας την για άλλη μια φορά μου χαμογέλασε
συγκαταβατικά σπρώχνοντας με προς την σκάλα για να πάω να αλλάξω και
ανεβαίνοντας απάνω μπήκα στο δωμάτιο μας και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Κανείς
δεν θα κλέψει την ευτυχία μας... Κανείς... είπα με πείσμα για άλλη μια φορά και
πηγαίνοντας προς την γκαρνταρόμπα μας την άνοιξα και έβγαλα έξω το μαγιό μου
για να πάω να τους κάνω παρέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου