Ο χρόνος
πέρναγε απελπιστικά αργά... ο χαρακτηριστικός ήχος που ακουγόταν από το ρολόι
συμβάδιζε με τις σταγόνες που στάζανε στο πάτωμα... Αργές... βασανιστικές...
ατελείωτες... Η ανάσα μου ερχόταν και έφευγε άδεια... και όλο μου το είναι
έμενε κενό... νεκρό... άψυχο.
Τα ζεστά
τρεμάμενα χέρια της αγκάλιασαν το πρόσωπο μου και αυτόματα τα μάτια μου
σφράγισαν... και το κορμί μου άρχισε να τρέμει σύγκορμο... ενώ με μια τρεμάμενη
βαθιά ανάσα άφησα τον λυγμό που με έπνιγε να βγει από τα χείλια μου και τότε
όλα άλλαξαν... όλα πήραν ζωή και σαν μικρό παιδί που χρειαζόταν μια τρυφερή
αγκαλιά... την έσφιξα απάνω μου και ξέσπασα όσα με έπνιγαν.
Έκλαιγα μέσα
στην αγκαλιά της με αναφιλητά, δεν με
ένοιαζε που ταπεινωνόμουν έτσι μπροστά της,
δεν με ένοιαζε που λύγιζα και εξέφραζα το πόσο αδύναμος ήμουν... το μόνο
που με ένοιαζε ήταν ότι για άλλη μια φορά εκείνη ακόμα και χωρίς να ξέρει
τίποτα... ήταν εδώ... δίπλα μου και που να με πάρει με κατανοούσε... Ήξερε ότι
αυτό δεν ήμουν εγώ, ήξερε - πάντα έβλεπα ότι ήξερε - ότι ήταν απλώς μια μπόρα
και θα περνούσε και έτσι μαγικά όλα θα γινόντουσαν όπως πριν... Αυτό όμως που
δεν ήξερε ήταν ότι αν δεν έπαιρνε την απόφαση να με παρατήσει, εγώ δεν θα έβρισκα ποτέ την δύναμη να πω
ΌΧΙ, να βρω την δύναμη να του εναντιωθώ
και να απαιτήσω ξανά την ευτυχία μας... Γιατί μπροστά στην δική της ζωή, εγώ
ήμουν ανίκανος να διακινδυνεύσω το οτιδήποτε, ήμουν ανίκανος να δεχτώ να της
πειράξουν έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της... Ήταν... είναι... και πάντα θα
είναι τα πάντα για μένα... ΤΑ ΠΑΝΤΑ.
«ΤΑ ΠΑΝΤΑ»
εξέφρασα δυνατά την σκέψη μου ασυναίσθητα και σφίγγοντας την περισσότερο στην
αγκαλιά μου έκλαψα και ξέσπασα ζητώντας την λύτρωση...
Τα μεταξένια
της χέρια απαλά και τρυφερά μου χαρίζανε απλόχερα όλην την τρυφερότητα και την
αγάπη που είχα ανάγκη να νιώσω και αυτό με έκανε χειρότερα... Με έκανε να
ξεσπάω με περισσότερη ορμή και όσο περισσότερο ξέσπαγα τόσο εκείνη με
συγκρατούσε μέσα στην αγκαλιά της και χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου ξέσπαγε
μαζί μου ταυτόχρονα τον δικό της πόνο τραντάζοντας το κορμί της μέσα στην
αγκαλιά μου.
Τα δάκρυα
στέρεψαν, το σώμα αποδυναμώθηκε και οι αντοχές μου μειώθηκαν δραματικά... Δεν
είχα τίποτα άλλο να βγάλω από μέσα μου,
το σώμα μου παράλυτο, αφημένο στα
δικά της χέρια έτρεμε ενώ η αναπνοή μου σταδιακά άρχισε και πάλι να βρίσκει
τους κανονικούς της ρυθμούς και μόλις κατάλαβε ότι η μπόρα είχε περάσει... προσπάθησε
να με φροντίσει όπως πάντα έκανε, κάθε φορά που ένιωθε ότι το είχα ανάγκη.
«Έλα να
κλείσουμε την πληγή πριν γίνει χειρότερη» είπε με μια βαθιά και απαλή
φωνή... Χωρίς να το συνειδητοποιήσω την έσφιξα περισσότερο μέσα στην αγκαλιά μου
κρύβοντας το πρόσωπο μου μέσα στα ευωδιαστά της μαλλιά, εισπνέοντας γρήγορα, απελπισμένα, άπληστα το άρωμα τους
φυλακίζοντας το μέσα μου για να το κρατήσω για πάντα μαζί μου, κουνώντας με
πείσμα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Πρέπει να
σε απαλλάξω από μένα... Πρέπει» έλεγα με πνιχτή φωνή ξανά και ξανά και τα λόγια
της με έκαναν να παγώσω.
«Θέλεις να
με κάνεις δυστυχισμένη;» ρώτησε και η ανάσα μου κόπηκε στην μέση, η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο και μόλις άρχισε
να χτυπά πιο ζωηρά μια ελπίδα άρχισε να γεννιέται μέσα μου.
Τα λόγια της
καταλυτικά πλημμύρισαν όλες μου τις αισθήσεις και με μια αργή κίνηση
ανασηκώνοντας το πρόσωπο μου την κοίταξα μέσα στα μάτια.
«Δεν με
μισείς;» την ρώτησα με αγωνία και κρεμάστηκα από τα χείλια της απελπισμένος να
ακούσω την απάντηση της, αλλά εκείνη δεν είχε φωνή να εκφράσει όσα ένιωθε για
μένα... Τα καυτά της δάκρυα και οι απανωτοί της λυγμοί πνίγανε ότι ήθελε να
εκφράσει.
Περνώντας τα
απαλά της χέρια πάνω από όλην την επιφάνεια του προσώπου μου...Με κοίταξε στα
μάτια, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά , ξεροκατάπιε και αφού καθάρισε τον λαιμό της όσο πιο σταθερά
μπορούσε είπε διακεκομμένα.
«Είσαι τα
πάντα για μένα... ΤΑ ΠΑΝΤΑ» και αμέσως ξύπνησε την νεκρή μου καρδιά και χωρίς
να το σκεφτώ, ένωσα τα χείλια μου με τα δικά της και άρχισα να την φιλάω με όλο
την αγάπη που ανέβλυζε μέσα μου... προσπαθώντας να αναπνεύσω ξανά μέσα από
την δική της ανάσα και εκείνη μου το ανταπέδωσε με όλην της την καρδιά.
Σαν τυφλοί
που ψάχναμε για λίγο φως, σαν διψασμένοι που ψάχναμε μια μικρή όαση για να
ξεδιψάσουμε... Αγκομαχώντας ξέπνοοι, προσπαθούσαμε να ανασάνουμε ξανά,
προσπαθούσαμε να ενώσουμε ξανά τα κομμάτια μας και με όλο το πάθος που μας είχε κυριεύσει, φιλιόμασταν ενώ αγγίζαμε
κάθε σπιθαμή των κορμιών μας για να ξυπνήσουμε και το τελευταίο κύτταρο που είχε τόσο άδικα νεκρώσει.
Χωρίς να το
καταλάβω άρχισα να γέρνω το κορμί μου και εκείνη καταλαβαίνοντας το με
σταμάτησε.
«Έντουαρτ τα
γυαλιά» είπε με αγωνία στην φωνή της σταματώντας το φιλί μας και συγκρατώντας
την στην αγκαλιά μου έβγαλα το γυαλί από την χούφτα μου για να μην την
τραυματίσει....Έβαλα το χέρι μου κάτω από τα γόνατα της, την κράτησα στην αγκαλιά μου και σηκώθηκα από το πάτωμα για
να την προφυλάξω ... Εκείνη αμέσως τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου
και άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει απαλά πάνω στο στήθος μου.
Κοιτώντας για
λίγο γύρω μου είδα ότι ο καναπές ήταν καθαρός από τα γυαλιά που είχαν
διασκορπιστεί και πηγαίνοντας κοντά του έκατσα και την συγκράτησα στην αγκαλιά
μου βάζοντας την να βολευτεί καλύτερα πάνω στα πόδια μου και ταυτόχρονα
αναστενάξαμε ανακουφισμένοι.
«Έντουαρτ το
χέρι σου» αναφώνησε απότομα βλέποντας το να αιμορραγεί περισσότερο από πριν
αλλά πριν κάνει την κίνηση να σηκωθεί την συγκράτησα πιο σφιχτά στην αγκαλιά
μου.
«Μην φύγεις»
παρακάλεσα και κοιτάζοντας με στα μάτια άφησε την ανάσα της να βγει από μέσα
της με δύναμη και με κοίταξε απελπισμένα.
«Έντουαρτ
πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία πριν πάθεις τίποτα» παρακάλεσε.
«Μην φύγεις»
επανέλαβα και βάζοντας τα χέρια μου πάνω στο πουκάμισο μου έκοψα ένα μεγάλο
κομμάτι και το έτεινα προς το μέρος της.
Εκείνη το
πήρε αμέσως στο χέρι της και σφίγγοντας το γερά προσπάθησε να το περιποιηθεί
όπως - όπως μέχρι να μπορέσω να ηρεμήσω ώστε να το καθαρίσει... Το δέσιμο που
του έκανε με πόνεσε πάρα πολύ αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου... Δεν έπαιρνα τα
μάτια μου από πάνω της, δεν μπορούσα να
πιστέψω ότι μετά από όλα αυτά, ο άγγελος
μου ακόμα με αγαπούσε.
Δένοντας το
ύφασμα έφερε το χέρι μου κοντά στα χείλια της και καθώς το φίλησε απαλά ένιωσα
τα δάκρυα της να μουσκεύουν το δέρμα μου... Με το ελεύθερο χέρι μου χάιδεψα
απαλά το πρόσωπο της και εκείνη σήκωσε την ματιά της στην δική μου... Σκούπισα
τα δάκρυα της και περνώντας το χέρι μου στον αυχένα της την έφερα κοντά μου...
Εκείνη αμέσως δέχτηκε την πρόσκληση και ακουμπώντας το κεφάλι της πάνω στον ώμο
μου τύλιξε το χέρι της γύρω από τον λαιμό μου... Άφησα ένα παρατεταμένο φιλί
πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της και αναστέναξα.
«Μίλησε μου»
παρακάλεσε και ακουμπώντας το μάγουλο μου πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της
έσφιξα τα χείλια μου σε μια ίσια γραμμή και κοιτώντας μακριά έμεινα σιωπηλός
αναπνέοντας γρήγορα... «Σε παρακαλώ» έκανε άλλη μια προσπάθεια και δεν ήξερα τι
να κάνω... Ήθελα να της πω τα πάντα, ήθελα να κάνω τα πάντα για να με
συγχωρέσει, αλλά ήξερα ότι δεν μπορούσα να το κάνω, ήξερα ότι για την δική της ασφάλεια έπρεπε να
κρατήσω το στόμα μου κλειστό... Έπρεπε... Αναστέναξε και την έσφιξα περισσότερο
στην αγκαλιά μου και για λίγο μείναμε σιωπηλοί.
«Τι έγινε
κάτω αφού έφυγα;»
ρώτησε και ακουμπώντας το μέτωπο μου πάνω στα μαλλιά της σφράγισα τα μάτια μου
και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Γυάλισε το
μάτι μου... δεν ήξερα τι έκανα... δεν μπορούσα να σταματήσω τον εαυτό μου
Μπέλα... δεν μπορούσα» έλεγα με απόγνωση και αυτό την τάραξε.
«Τον
σκότωσες;» ρώτησε τρομοκρατημένη και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Άλλα αν δεν
ήταν ο θείος μου δεν ήξερα τι θα μπορούσα να κάνω ... Δεν άντεχα άλλο να τον
ακούω, δεν άντεχα άλλο Μπέλλα... Μόλις με άγγιξε όλα σκοτείνιασαν, έχασα το
μυαλό μου, ήθελα να τον σκοτώσω...
Χριστέ μου το ήθελα τόσο πολύ» είπα ενώ η φωνή μου έσβηνε και το χέρι της μέσα
στα μαλλιά μου προσπαθούσε να με κατευνάσει.
«Τι σου
έκανε;» ρώτησε με σπασμένη φωνή, καταλαβαίνοντας ότι ήταν η αιτία για όλα μας
τα προβλήματα... όχι ότι δεν το είχε ήδη καταλάβει.
«Δεν μπορώ
να σου πω Μπέλα... σε παρακαλώ... ζήτα μου ότι άλλο θες όχι αυτό... σε
παρακαλώ» έκανα μια απελπισμένη προσπάθεια και το σεβάστηκε, αλλά την γνώριζα πολύ καλά, ώστε να ξέρω ότι αργά Ή γρήγορα θα γύριζε και
πάλι την συζήτηση σε αυτό το θέμα ή θα το πήγαινε γύρω γύρω για να πάρει την απάντηση
μόνη της μέσα από αυτά που θα μου ψάρευε... Χριστέ μου πόσο λατρεύω αυτήν την
γυναίκα, πόσο λατρεύω το πανέξυπνο μυαλό
της... Δεν έχει ιδέα πόσο την θαυμάζω, πόσο πάντα την θαύμαζα για τον δυναμισμό
και την σπιρτάδα της.
«Γιατί
σταμάτησες να με ακουμπάς;» ρώτησε και αναστέναξα.
«Γιατί δεν
μπορούσα Μπέλα, αλλά δεν σε απάτησα ποτέ... Το ακούς ποτέ...» είπα με την φωνή
μου να ανεβαίνει μια οκτάβα και την ανάγκασα να με κοιτάξει, μιλώντας πιο
ήρεμα... «Είσαι όλη μου η ζωή... Δεν αγάπησα ποτέ κανέναν άλλον όσο αγαπάω
εσένα... Ήσουν, είσαι και πάντα θα είσαι το κέντρο του κόσμου μου, είσαι όσα ονειρεύτηκα ποτέ και πολλά
περισσότερα από αυτό... Σ’ αγαπώ Μπέλα... πάντα σε αγαπούσα...» αναστέναξα και
της χάιδεψα το πρόσωπο απομακρύνοντας τα δάκρυα της που άρχισαν να κυλούν στα
καυτά της μάγουλα... «Είσαι τα πάντα για μένα,
ποτέ μην αμφιβάλεις γι αυτό... ΤΑ ΠΑΝΤΑ» συμπλήρωσα και καταπίνοντας
καθάρισε την φωνή της και προσπάθησε να μιλήσει καθαρά.
«Τότε
γιατί;» είπε με παράπονο και αναστέναξα... «Τι λάθος έκανα;» είπε και μου
τσάκισε την καρδιά.
«Τίποτα δεν
έκανες λάθος καρδιά μου...» την διαβεβαίωσα φωλιάζοντας την και πάλι στην
αγκαλιά μου ενώ της έτριβα το μπράτσο της... «Εσύ δεν έκανες τίποτα, εγώ φταίω
για όλα, εγώ ο ηλίθιος που δεν μπορώ να
πω ΟΧΙ» είπα και πήρα μια τρεμάμενη ανάσα.
Έσφιξε το
χέρι της ξανά γύρω από τον λαιμό μου και βάζοντας το πρόσωπο της στην βάση του
λαιμού μου προσπάθησε να ηρεμήσει... Της άφησα ένα φιλί πάνω στην κορυφή του
κεφαλιού της και σφίγγοντας τα χέρια μου γύρω της άρχισα να την παρηγορώ.
«Χριστέ μου
πόσο σ’ αγαπώ» είπα μέσα από τον αναστεναγμό μου και την ένιωσα να σφίγγεται
κοντά μου ενώ νέα δάκρυα άρχισαν να μουσκεύουν το δέρμα μου κατηφορίζοντας προς
το πουκάμισο μου.
«Δεν ήθελες
να κάνουμε παιδί» διαπίστωσε και μαγκώθηκα... Χριστέ μου όχι αυτό... όχι αυτό
Μπέλα μου... παρακάλεσα από μέσα μου αλλά ήταν αργά να πάρω πίσω όσα είπα πριν
και τώρα ήταν η ώρα για να δώσω εξηγήσεις... Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου, δεν μπορούσα να την κοροϊδέψω, είχε πάρει ήδη
την απάντηση της από το ξαφνικό μου πάγωμα... Ανασήκωσε το σώμα της και με
κοίταξε στα μάτια.
«Γιατί τότε
ζήτησες να προσπαθήσουμε;» ρώτησε και την κοίταξα με νόημα στα μάτια... «Για
την ηλίθια κουνελοποίηση» αμέσως διαπίστωσε και γελάσαμε ταυτόχρονα
στιγμιαία... «Γιατί όμως δεν το ήθελες;» ρώτησε και αναστέναξα. δεν μπορούσα να της κρύψω πια την αλήθεια.
«Γιατί δεν
άντεχα στην ιδέα ότι θα περάσεις ξανά της διαδικασία της γέννας...»είπα με φωνή
που ίσα έβγαινε από μέσα μου ενώ απέφυγα την ματιά της και εκείνη με το χέρι
της πάνω στο μάγουλο μου με ανάγκασε να την κοιτάξω... «Δεν μπορείς να
φανταστείς πόσο καιρό έκανα να το ξεπεράσω...» πήρα μια βαθιά ανάσα περνώντας
το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου και συνέχισα με δυσκολία... «Δεν νομίζω ότι
τελικά κατάφερα ποτέ να το ξεπεράσω...» παραδέχτηκα και την κοίταξα απολογητικά
στα μάτια... «Έμεινα ξάγρυπνος δεν ξέρω και εγώ πόσες νύχτες να σε κρατώ στην
αγκαλιά μου και να μετράω τις ανάσες σου για να νιώθω ότι είσαι καλά... Το να
σε δω ξανά, μέσα στα αίματα, να
σπαράζεις από τον πόνο και να τρέμεις από την υπερπροσπάθεια και στο τέλος να
μένεις σχεδόν παράλυτη έστω και για λίγο....» έκλεισα τα μάτια μου και πάλεψα
με νύχια και με δόντια να βρω την ανάσα μου που είχε χαθεί, δεν μπορούσα να συνεχίσω ήταν τόσο πολύ όλο
αυτό για μένα... τόσο πολύ.
«Καρδιά μου
όμορφη» είπε τρυφερά και παραμερίζοντας το χέρι μου από το πρόσωπο μου με
έκλεισε στην αγκαλιά της και προσπάθησε να με παρηγορήσει... «Γιατί δεν μου
είπες τίποτα;» ήταν φυσικό να ρωτήσει και αναστέναξα.
«Πίστευα ότι
με τον ψυχολόγο θα το ξεπερνούσα, ένιωθα τόσο άσχημα γι αυτό, δεν ήθελα να πέσω στα μάτια σου» παραδέχτηκα
με ντροπή και μου έτριψε τα μαλλιά μου.
«Έντουαρτ
δεν είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που δεν άντεξε κάτι τέτοιο... Μην το
παίρνεις τόσο κατάκαρδα... σε παρακαλώ» προσπάθησε να με απενοχοποιήσει όπως
έκανε πάντα και αυτόματα χαμογέλασα.
«Αχχ μόνο να
ήξερες πόσο σ’ αγαπώ» κατάφερα μόνο να πω και αφήνοντας ένα φιλί πάνω στην βάση
του λαιμού μου αναστέναξε.
«Ξέρω ακριβώς πόσο με αγαπάς Έντουαρτ» δήλωσε και την κοίταξα... «Όσο ακριβώς σε
αγαπάω και εγώ» συνέχισε με βαθιά φωνή και την φίλησα με πάθος.
«Και τελικά
πως σε πείσανε να κάνεις αυτό το βήμα;» ρώτησε μετά από λίγο με απορία και γέλασα
θλιμμένα.
«Η γιαγιά
μου... αφού με στόλισε πρώτα καλά καλά, με έβαλε να της υποσχεθώ ότι θα
σταματήσω να σκέφτομαι τέτοιες κουταμάρες και ότι θα προσπαθήσω για δεύτερο...
Ήθελε να δει και δεύτερο τρισέγγονο από μένα πριν κλείσει τα μάτια της» είπα με
πόνο και η φωνή μου έσβησε καθώς ένας λυγμός ξεπήδησε μέσα από τα χείλια μου
και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα την άφησα να βγει από μέσα μου βίαια.
«Γι αυτό
σταμάτησες να με ακουμπάς μετά τον θάνατο της;» ρώτησε και κοιτάζοντας την
βαθιά στα μάτια κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και χαμηλώνοντας την ματιά
μου, προσπαθώντας να μαζέψω τις σκέψεις
μου πριν συνεχίσω.
«Στην
αρχή...» αναστέναξα... «Απλά προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε
καλά... Όλη μέρα καιγόμουν από την επιθυμία να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, να
σε κάνω δική μου, αλλά μόλις κάναμε
έρωτα και στο μυαλό μου τρύπωνε η σκέψη ότι αυτή η πράξη μπορεί να σε άφηνε
έγκυο...» έτριξα τα δόντια μου και κοίταξα για λίγο μακριά... «Προσπάθησα να
σου μιλήσω γι' αυτό Μπέλλα σου το ορκίζομαι... Προσπάθησα πάρα πολλές φορές αλλά
δεν μπόρεσα, ιδίως μετά την πρώτη σου
περίοδο... Όταν σε είδα τόσο στεναχωρημένη και τόσο απογοητευμένη επειδή δεν τα
είχαμε καταφέρει...» έκανα μια παύση και την κοίταξα απολογητικά... «Δεν ήθελα
να σε απογοητεύσω... Έβλεπα πόσο εσύ το ήθελες και δεν ήθελα να σου το στερήσω»
«Αχχχ βρε
μπουμπουνα μου» είπε εκείνη και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου
έβαλε πάλι το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στην βάση του λαιμού μου και
αφήνοντας εκεί ένα απαλό φιλί συνέχισε... «Εγώ στεναχωριόμουν πιο πολύ για
σένα, γιατί κάθε φορά που έβλεπα ότι δεν τα καταφέρναμε ένιωθα ότι σε
απογοήτευα» είπε και γελάσαμε και οι δύο ταυτόχρονα με τα χάλια μας.
«Τόσο ίδιοι»
είπαμε ταυτόχρονα και ανασηκώνοντας το κεφάλι της με κοίταξε με ένα
παραπονιάρικο ύφος και την φίλησα με όλην την δύναμη της ψυχής μου λες και αυτό
θα ήταν το τελευταίο φιλί που θα μοιραζόμασταν και εκείνη ανταποκρίθηκε με όλο
της το είναι.
«Και μετά
τον θάνατο της;» ρώτησε και κοκάλωσα Χριστέ μου όχι αυτό όχι αυτό...
παρακάλαγα από μέσα μου χαμηλώνοντας την
ματιά μου αλλά εκείνη δεν τα παρατούσε... Βάζοντας τα χέρια της πάνω στο
πρόσωπο μου με ανάγκασε να την κοιτάξω και αντανακλαστικά έκλεισα τα μάτια
μου, δεν άντεχα να την κοιτάζω, δεν
μπορούσα... «Νόμιζες ότι εγώ έφταιγα που έφυγε;» ρώτησε και ανοίγοντας τα μάτια
μου διάπλατα την κοίταξα σοκαρισμένος.
«Τι
πράγμα;...» είπα σχεδόν ουρλιάζοντας και εκείνη αμυντικά έκανε για λίγο πίσω
και κλείνοντας τα μάτια προσπάθησα να ελέγξω την ένταση μου για να μην την
τρομάξω πάλι... «Μπέλα για τον θεό, πως
σου ήρθε αυτή η παράλογη ιδέα;...» αναφώνησα ενώ παίρνοντας μια βαθιά ανάσα,
την κράτησα για λίγο πριν την αφήσω πάλι να βγει από μέσα μου αργά.
«Δεν
ξέρω, ξέρω ότι είναι παράλογο αλλά δεν
ήξερα τι άλλο να σκεφτώ... όλα γίνανε ταυτόχρονα...» απολογήθηκε και
κοιτάζοντας την στα μάτια συνέχισε ξύνοντας νευρικά το μέτωπο της... «Δεν ήξερα
τι άλλο να σκεφτώ, από την μια στιγμή
στην άλλη άλλαξες τόσο πολύ... νόμιζα... νόμιζα» είπε με τρεμάμενη φωνή
αποφεύγοντας την ματιά μου και έκοψε την φράση της στην μέση ανίκανη να
συνεχίσει και την φώλιασα και πάλι στην αγκαλιά μου προσπαθώντας να την
παρηγορήσω.
«Αχχχ καρδιά
μου όμορφη... Τι πρέπει να κάνω για να σε πείσω ότι δεν έφταιξες εσύ σε
τίποτα...» είπα με παράπονο και σφίχτηκε περισσότερο μέσα στην αγκαλιά μου...
«Τι πρέπει να κάνω για να με συγχωρέσεις;» την ρώτησα και ανασηκώνοντας το
κεφάλι της με κοίταξε βαθιά στα μάτια και ήξερα ακριβώς τι μου ζητούσε αλλά δεν
μπορούσα, όσο και να το ήθελα δεν
μπορούσα να της πω την αλήθεια.
«Πες μου
Έντουαρτ σε παρακαλώ...» έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια και κλείνοντας τα
μάτια κράτησα για λίγο την ανάσα μου... «Τουλάχιστον πες μου το γιατί»
παρακάλεσε άλλη μια φορά και αφήνοντας την ανάσα που κρατούσα, άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα
αναποφάσιστος... «Σε παρακαλώ» παρακάλεσε με σπασμένη φωνή και δεν μπορούσα να
της το αρνηθώ και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τα παράτησα.
«Από την
ημέρα που την θάψαμε και μετά...» ξεροκατάπια και παίρνοντας άλλη μια βαθιά
ανάσα προσπάθησα ξανά... «Κάθε βράδυ έβλεπα ξανά και ξανά το ίδιο όνειρο...
Έβλεπα ότι προχώραγα στον διάδρομο για να πάω να την αποχαιρετήσω... Την έβλεπα
ακίνητη μέσα στην κάσα της και τα πόδια μου λύγιζαν, δεν μπορούσα να την
αποχαιρετήσω, ήταν τόσο πολύ για
μένα...» έκανα μια παύση και γυρίζοντας την ματιά μου προς την άλλη μεριά πήρα
άλλη μια βαθιά ανάσα και συνέχισα... «Όταν όμως έφτανα κοντά της και την
φιλούσα όλα άλλαζαν... Καθώς άνοιγα τα μάτια μου, στην θέση της ήσουν εσύ...» είπα και έσφιξα
τα χέρια μου σε μπουνιές και με ήρεμες ανάσες προσπάθησα να κατευνάσω τον εαυτό
μου και η Μπέλα αμέσως με έκλεισε στην αγκαλιά της για να με ηρεμήσει... «Ήσουν
μέσα στα αίματα με την κοιλιά σου να είναι τεράστια και μόλις σε κοίταζα στο
πρόσωπο...» συνέχισα να ανασαίνω γρήγορα προσπαθώντας να ηρεμήσω μάταια...
«Ήταν τόσο σοκαριστικό... ήταν τόσο» είπα ενώ η φωνή μου πνίγηκε μέσα στους
λυγμούς μου και χωρίς ντροπή, άφησα τα
δάκρυα μου να ξεχειλίσουν ενώ εκείνη προσπαθούσε με όποιον τρόπο μπορούσε να με
ηρεμήσει.
«Δεν
μπορούσα Μπέλα, δεν μπορούσα να το
ξαναπεράσω... Και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί να πάθεις κάτι και μόνο στην ιδέα
ότι θα σε χάσω τρελαίνομαι... τρελαίνομαι Μπέλα... δεν μπορώ» είπα με μια ανάσα
και ξέσπασα κρατώντας την σφιχτά απάνω μου... «Τρελαίνομαι» επανέλαβα και
εκείνη βάζοντας τα χέρια της πάνω στο πρόσωπο μου με ανάγκασε να την κοιτάξω.
«Δεν
πρόκειται να πάω πουθενά καρδιά μου... δεν πρόκειται να σε αφήσω... Είμαι
εδώ... είμαι δική σου... μόνο δική σου» είπε ενώ μου σκούπιζε τα δάκρυα μου και
κατένευσα... «Είμαι μόνο δική σου» είπε ξανά
κλείνοντας με μέσα στην ζεστή της αγκαλιά και εισπνέοντας άπληστα το άρωμα που
ανέδυε η επιδερμίδα της, το άφησα να με κατευνάσει.
«Δεν έχει
λογική...» είπε αφού πρώτα ανασυγκρότησε τις σκέψεις της και γέρνοντας το
κεφάλι της προς τα πίσω ώστε να με κοιτά συνέχισε... «Μ’ αγαπάς... σωστά;»
ρώτησε και κατένευσα... «Και θέλεις να είμαστε μαζί και ευτυχισμένοι...»
συνέχισε και κατένευσα και πάλι αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βίαια από την
μύτη μου καταλαβαίνοντας ακριβώς που το πήγαινε... «Εντάξει καταλαβαίνω ότι
απομακρύνθηκες από κοντά μου ερωτικά γιατί δεν ήθελες να κάνουμε παιδί αλλά
αυτή η απότομη αλλαγή...» κούνησε το κεφάλι της αρνητικά κοιτώντας για λίγο μακριά... «Ακόμα και το πρωί... ή και πριν λίγο...» συνέχισε και βάζοντας το
χέρι μου πάνω στο πρόσωπο της την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Νόμιζα ότι
θα καταλάβαινες με τα μηνύματα που σου έστειλα» είπα και ζάρωσε τα φρύδια της
νευριασμένα.
«Σε ποιο
ακριβός το σημείο έπρεπε να καταλάβω κάτι και τι;...» ρώτησε κατηγορηματικά...
«Εκεί που μου έγραφες “Άντε γαμήσου που θα τολμήσεις να με απειλήσεις;” ή μήπως
εκεί που έγραφες “Ποια νομίζεις ότι είσαι;”» είπε και ξεφύσησα.
«Να υποθέσω
ότι δεν διάβασες το μήνυμα που σου έστειλα μετά την απάντηση σου» διαπίστωσα
και δαγκώνοντας τα χείλια της κούνησε αρνητικά το κεφάλι της... «Καλά το
φαντάστηκα...» συμπλήρωσα και τώρα κατάλαβα για ποιον λόγο ξέσπασε τόσο πολύ
μέσα στο συμβούλιο... Ανασήκωσα λίγο τους γοφούς μου και βγάζοντας το κινητό
μου μέσα από την τσέπη του παντελονιού μου, βρήκα το e-mail που της είχα στείλει και της το
έδωσα να το διαβάσει.
Το μήνυμα
μου έγραφε.....
“Περιμένω από σ’ ένα να κρατήσεις τον λόγο σου,
γιατί αλλιώς θα σου κόψω τον κώλο”
Ανοίγοντας
τα μάτια και το στόμα της διάπλατα με κοίταξε άφωνη αλλά πριν μιλήσει της
εξήγησα τι εννοούσα.
«“Άντε
γαμήσου που τολμάς κι όλας να με απειλείς” με απειλούν γι αυτό τα έχω γαμήσει
όλα... “Ποια νομίζεις ότι είσαι;” ξέρεις ακριβώς ποια είσαι... “Περιμένω από σ’
ένα να κρατήσεις τον λόγο σου... γιατί αλλιώς θα σου κόψω τον κώλο” κράτα τον
λόγο σου και μην συμβιβαστείς όπως εγώ, αλλιώς θα σου κόψω τον κώλο...» δεν
ήξερε τι να πει και την κοίταξα απολογητικά... «Παρακολουθούν την αλληλογραφία
μου Μπέλλα, είχα την ελπίδα ότι θα
μπορούσες να καταλάβεις τι εννοώ» απολογήθηκα και κοιτάζοντας ξανά την
οθόνη δεν μπορούσε να το πιστέψει... Το
διάβαζε ξανά και ξανά αλλά ακόμα δεν είχε κάτι για να πει και τρίβοντας της τον
ώμο την έκανα να με κοιτάξει... «Λυπάμαι τόσο πολύ για όλα αυτά»
«Γιατί δεν
είπες τίποτα τόσο καιρό;» ήταν λογικό να ρωτήσει... αλλά τι να της έλεγα...
ακόμα και τώρα τα χέρια μου είναι δεμένα.
«Δεν
μπορούσα να το διακινδυνεύσω Μπέλα... με κρατάνε γερά»
«Σε κρατάνε;...
Δεν είναι δουλειά του Καρλάιλ;» ρώτησε και δαγκώθηκα ενώ κοίταξα για λίγο
μακριά.
«Σε παρακαλώ
Μπέλλα μην με ρωτήσεις τίποτα άλλο, σε παρακαλώ» έκανα μια απελπισμένη
προσπάθεια τρίβοντας τα μάτια μου με μανία αλλά ήμουν σίγουρος ότι ήταν ήδη αργά, δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσει στην ησυχία
μου αν δεν πάρει τις απαντήσεις της.
«Ποιος
Έντουαρτ;...» απαίτησε και περνώντας την γλώσσα μου από τα χείλια μου
ρουθούνισα απηυδισμένος... Γυρίζοντας ξανά προς το μέρος της την κοίταξα με
νόημα στα μάτια και εκείνη ζάρωσε τα δικά της με απορία... «Η Τάνια;» ρώτησε
αμέσως ξέπνοα με φωνή που ίσα που έβγαινε από μέσα της ενώ το χέρι της αυτόματα
κάλυψε τον λαιμό της και με κοίταξε σοκαρισμένη... «Μα πως... τι;» είχε χάσει
τα λόγια της τελείως.
«Την ημέρα της
κηδείας ο πατέρας μου, μου υπενθύμισε ότι πλέον δεν έχω κανέναν να με
στηρίζει...»
«Κανέναν;»
ρώτησε κοιτώντας με νευριασμένα.
«Μπέλλα...
καταλαβαίνεις ακριβώς τι εννοώ...» της γύρισα πίσω και ξεφυσώντας με άφησε να
συνεχίσω... «Εκείνην την ώρα δεν του έδωσα σημασία, αλλά όταν πιο αργά πήρα ένα μήνυμα από εκείνην... Κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε»
είπα και αναστέναξα.
«Με τι σε
απειλεί;» ρώτησε και στριφογύρισα τα μάτια μου απελπισμένος που δεν μπορούσε να
καταλάβει το προφανές.
«Με τι άλλο
θα μπορούσε ποτέ να με απειλήσει Μπέλλα;»
«Με την ζωή
μου;» ρώτησε δύσπιστα και την κοίταξα ανασηκώνοντας τα φρύδια μου... «Μα είναι
στην φυλακή, τι μπορεί να μου κάνει από
εκεί;» ρώτησε και ήταν φυσικό να έχει αυτήν την απορία.
«Όχι πια»
είπα και άνοιξε το στόμα της και τα μάτια της διάπλατα σοκαρισμένη.
«Η Τάνια
είναι ελεύθερη και σε απειλεί με την ζωή μου και εσύ δεν είπες τίποτα;» ρώτησε
ξέπνοη και αναστέναξα περνώντας το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου.
«Τι μπορούσα
να πω Μπέλλα, ακόμα και τώρα που σου το
λέω τρέμω και μόνο στην ιδέα αν το πάρουν είδηση... Μου κάνανε ρητό να μην σου
το πω»
«Είναι και ο
Καρλάιλ στην μέση να υποθέσω;» ρώτησε και της το επιβεβαίωσα κουνώντας
καταφατικά το κεφάλι μου.
«Ε όχι αυτό
πάει πολύ» είπε νευριασμένα και φεύγοντας από την αγκαλιά μου πήγε με γρήγορα
βήματα και πήρε την τσάντα της από το πάτωμα.
«Μπέλλα τι
κάνεις;» ρώτησα και εκείνη γυρίζοντας προς την μεριά μου, μου δήλωσε.
«Ήρθε η ώρα
να μπουν τα πράγματα στην θέση τους» και έμεινα να την κοιτώ ξέπνοος καθώς δεν
είχα ιδέα τι είχε μέσα στο πανέξυπνο και παμπόνηρο μυαλό της.
1 σχόλιο:
Ο Χριστός και η μάνα Του...!!Τελικά άλλαξα γνώμη σκότωσε την Μπελα πολύ μου σπάει τα νεύρα τώρα τελευταία...ο άνθρωπος έγινε χάλι να τον πατήσουν για να την προστατέψει και αυτή ούτε ένα ευχαριστώ??Με την στάση της είναι σαν να λέει οκ τα σκατωσες αλλά θα τα φτιάξω εγώ αφού εσύ είσαι άχρηστος και δεν μπορείς!!Μια φορά να δείξει το παιδί λίγο σθένος όλο λαπά μου τον παρουσιάζεις...
Δημοσίευση σχολίου