Ετικέτες

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Fly Away "57. What have you done"



Σβήνοντας το τσιγάρο μου πήρα τον καφέ στα χέρια μου και γύρισα στην θέση μου... Μέχρι να γυρίσει η Τζέσικα όλο το συμβούλιο συζητούσε ακόμα το θέμα για το ποιος φταίει και γιατί... Ξεφύσησα απηυδισμένα και αφού έριξα μια τελευταία ματιά προς τον Έντουαρτ που μίλαγε εκείνη την στιγμή με τον Έμετ χτυπώντας του τα λάθη του απανωτά .... Χαμήλωσα την ματιά μου στα χέρια μου και μόλις η ματιά μου έπεσε πάνω στην βέρα μου και στο δαχτυλίδι μου, ασυναίσθητα πέρασα τα ακροδάχτυλα μου από πάνω τους και ένας δυνατός πόνος με διαπέρασε και έκανε το στήθος μου χίλια κομμάτια.

Έβγαλα την βέρα μου και με τα δάχτυλα μου την πήγαινα μια δεξιά και μια αριστερά διαβάζοντας ξανά και ξανά τα λόγια που είχε χαράξει μέσα στην βέρα.

“Στην μια και μοναδική γυναίκα της ζωής μου ΕΝΤ”

Είχα χαθεί μέσα στο κόσμο μου... διαβάζοντας ξανά και ξανά τα λόγια αυτά... Σαν ταινία περνούσαν όλες οι καλές στιγμές που ζήσαμε μαζί και όσο εκείνες λιγόστευαν τόσο η αναπνοή μου χανόταν μέχρι που έσβησε και ξέπνοη πια σταμάτησα να γυρίζω την βέρα μέσα στα δάχτυλα μου ακριβώς στην λέξη “μοναδική”. Τα λόγια που μου είχε πει κάποτε ήρθαν και σφηνώθηκαν στο μυαλό μου και έκαναν την καρδιά μου κομμάτια.

"Αν τολμήσεις ποτέ να συμβιβαστείς τότε θα σου κόψω τον κώλο"

Σήκωσα για λίγο την ματιά μου προς το μέρος του και αφού κοίταξα ξανά την βέρα μου πήρα μια βαθιά ανάσα και ο κύβος ερρίφθη.

Τα λόγια του Καρλάιλ με επανέφεραν στην πραγματικότητα...

«Θα μας παρουσιάσεις την πρόταση σου... ή είσαι ακόμα σε κατάσταση διακοπών;» ρώτησε ψυχρά και χωρίς να σηκώνω την ματιά μου προς το μέρος του απάντησα με όλο το δηλητήριο που ανέβλυζε από μέσα μου.

«Γιατί Καρλάιλ... δεν γνωρίζεις ανάγνωση;»

«Μπέλα αρκετά» πετάχτηκε ο Έντουαρτ και κλείνοντας την βέρα μου μέσα στην χούφτα μου σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος του εκφράζοντας μέσα σε αυτήν όλον τον πόνο που ένιωθα.

«Όχι Έντουαρτ... εσύ αρκετά...» του γύρισα πίσω κοπανώντας το χέρι μου πάνω στο τραπέζι, σφίγγοντας τα χέρια μου σε μπουνιές και συνέχισα χωρίς να υπολογίζω τίποτα... «Ξέρεις πολύ καλά ότι με αυτήν την πρόταση σου σώζω και το τομάρι και την κώλοεταιρία σου... Εσύ όμως Έντουαρτ... υπάρχει περίπτωση να δεις τι γράφει;... Υπάρχει περίπτωση να της ρίξεις έστω και μια ματιά;... Ή όλο αυτό το πανηγυράκι που γίνεται εδώ είναι ένα καλοστημένο, γλυκανάλατο, παλιό κολπάκι για να μπορέσεις να κερδίσεις χρόνο ώστε το πλοίο να βυθιστεί περισσότερο για να μπορέσεις να πεις αυτό που ήδη έχετε προσυμφωνήσει μουλωχτά από την αρχή;»

«Δεν ξέρεις τι λες» είπε σκληρά και γέλασα ειρωνικά.

«Ώστε δεν ξέρω τι λέω!... Αφού δεν ξέρω τι λέω τότε γιατί δεν περνάς στο παρασύνθημα; Τι περιμένεις;... Το να βρούμε το ποιος φταίει και το γιατί την δεδομένη στιγμή είναι πιο σημαντικό από το να πάρουμε μια απόφαση για να σώσουμε όσα περισσότερα μπορούμε πριν η κατάσταση ξεφύγει τελείως;» τον ρώτησα και περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του κοίταξε για λίγο μακριά... Το ποντίκι είχε πιαστεί στην φάκα και μόλις μου δήλωσε ανοιχτά αυτό που ήδη ήξερα... Ήταν όλα προμελετημένα,  η απόφαση είχε ήδη παρθεί και τώρα απλά παίζαμε κρυφτούλι.

«Φαντάζομαι ότι όλοι έχετε διαβάσει την πρόταση της Μπέλας... Υπάρχει κάποια απορία που θέλετε να εκφράσετε πριν περάσουμε στην ψηφοφορία;» ρώτησε πιο ήρεμα αποφεύγοντας την ματιά μου και όλοι κουνήσανε αρνητικά το κεφάλι τους... «Πολύ καλά λοιπόν... Ποιος είναι υπέρ και ποιος κατά στο να αφήσουμε το πλοίο να βυθιστεί?» είπε και κοίταξε πρώτα τον Έμετ.

Ο Έμετ κοίταξε για λίγο γύρω του και μόλις η ματιά του σταμάτησε στον πατέρα του που καθόταν δίπλα μου πήρε μέσα από την ματιά του την απάντηση που χρειαζόταν και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα γύρισε και πάλι την ματιά του προς τον Έντουαρτ λέγοντας αποφασιστικά.

«Όχι... δεν συμφωνώ... η πρόταση της Μπέλας μας καλύπτει απόλυτα» είπε με σταθερή φωνή και γυρίζοντας προς το μέρος μου με κοίταξε με θαυμασμό και τον ευχαρίστησα με την ματιά μου.

«Τζάσπερ;» ρώτησε ο Έντουαρτ και ο Τζάσπερ κοίταξε πρώτα εμένα.

«Έκανες καταπληκτική δουλειά...» είπε επίσης με θαυμασμό και γυρίζοντας την ματιά του προς τον Έντουαρτ συνέχισε... «Όχι»

Τα επόμενα 3 μέλη του συμβουλίου, όπως  το περίμενα, απαντήσανε ναι και τώρα ήταν η σειρά μου να απαντήσω.

«Μπέλα;» ρώτησε και κοιτώντας για άλλη μια φορά την βέρα μου την φόρεσα και σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος του.

«Ως είθισται... θα προτιμούσα να ακούσω πρώτα την δική σου απάντηση πριν πάρω την απόφαση μου» του απάντησα και αφού ξεφύσησε απηυδισμένος συνέχισε χωρίς να το σχολιάσει.

«Θείε;» ρώτησε και εκείνος γυρίζοντας προς το μέρος μου, μου έτριψε το μπράτσο παρηγορητικά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα γύρισε την ματιά του προς τον Έντουαρτ.

«Τα παιδιά μου έχουν απόλυτο δίκιο... Η προσφορά που έκανε η Μπέλα είναι η πιο συμφέρουσα... όχι για την εταιρία από την στιγμή που θα χάσει τόσα εκατομμύρια αλλά σίγουρα για το περιβάλλον και το μέλλον όλων μας... και όποιος δεν μπορεί να το δει ακόμα και τώρα...» τόνισε περισσότερο για τον Έντουαρτ... «Τότε τι να πω... απλά λυπάμαι πάρα πολύ που σας έχουν φουσκώσει τόσο πολύ τα μυαλά τα λεφτά και οι καρέκλες σας...» είπε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα συνέχισε κοιτώντας έναν έναν τα μέλη του συμβουλίου στα μάτια... «Η εταιρία θα ανακάμψει πολύ γρήγορα, τα λεφτά θα ξαναγίνουν... αν δεν σκέφτεστε τον ίδιο σας τον εαυτό σκεφτείτε λίγο τα παιδιά σας... σκεφτείτε τι επιπτώσεις θα έχει αυτό που πάτε να κάνετε σήμερα, αύριο σε εκείνα... Για τον θεό... για το μέλλον των ίδιων σας των παιδιών μιλάμε για το μέλλον το δικό σας... Πως μπορεί να κλείνετε τα μάτια σας σε κάτι τέτοιο;» είπε ο θείος του Έντουαρτ αλλά κανείς δεν ανταποκρίθηκε σε αυτό, κανείς δεν τον υπερασπίστηκε και γέλασα απηυδισμένα κουνώντας το κεφάλι μου, κοιτώντας το ταβάνι.

«Να υποθέσω ότι η ψήφος σου είναι αρνητική;» ρώτησε κυνικά ο Έντουαρτ και δάγκωσα τα χείλια μου ενώ ήταν σειρά μου να τρίψω τον ώμου του θείου του παρηγορητικά.

«Ναι Έντουαρτ... οι ψήφοι μου είναι αρνητικοί» επιβεβαίωσε καταθέτοντας τα όπλα και ο Έντουαρτ απλά πέρασε στον επόμενο και στον επόμενο και στον επόμενο μέχρι που άφησε τον εαυτό του τελευταίο.

Μέχρι στιγμής μαζί με τις ψήφους του Καρλάιλ αν ο Έντουαρτ έλεγε ναι... με την δικές μου ψήφους ερχόμαστε σε ισοπαλία... και εκείνος θα έχει το δικαίωμα να προσθέσει άλλη μια ψήφο για να βγάλει το τελικό πόρισμα... δηλαδή την αρχική του ψήφο... Φασιστικό;... απόλυτα δεν το συζητώ.

«Η απάντηση μου είναι Ναι» είπε με σταθερή φωνή κοιτώντας με μέσα στα μάτια και γυρίζοντας την ματιά μου προς τον Καρλάιλ άρχισα να τον χειροκροτώ με πολύ αργό ρυθμό.

«Συγχαρητήρια...» του είπα ειρωνικά και εκείνος χαμογέλασε αυτάρεσκα μυρίζοντας την συνέχεια... «Μπορεί να σου πήρε 38 χρόνια να τον κάνεις σαν τα μούτρα σου αλλά νομίζω ότι άξιζε τον ο κόπο δεν νομίζεις;... Ελπίζω τώρα που τα κατάφερες να είσαι υπερήφανος που ο μαθητής κατάφερε να ξεπεράσει τον ίδιο του τον δάσκαλο» είπα και ο Έντουαρτ χτυπώντας την μπουνιά του πάνω στο τραπέζι άρχισε να ορύεται.

«ΑΡΚΕΤΑ»

«Λύστε μου μια απορία κύριε Κάλεν...» του είπα εγώ ατάραχη καρφώνοντας την ματιά μου μέσα στην δική του... «Όταν αύριο μεθαύριο έρθει η ίδια σας η κόρη με ένα ποτήρι νερό στα χέρια σαν και αυτό...» είπα σηκώνοντας το ποτήρι του νερού μου ενώ σηκωνόμουν ταυτόχρονα όρθια... «Και σας ρωτήσει... “Γιατί μπαμπά δεν μπορώ να το πιω;”... εσείς τι θα της απαντήσετε... “Συγνώμη αγάπη μου... αλλά όταν έπρεπε να προστατέψω το μέλλον σου... εγώ σκεφτόμουν πόσα περισσότερα μπορώ να κερδίσω ώστε να μπορέσω να σου πάρω περισσότερες γούνες;... Ή όταν εγώ έπρεπε να διασφαλίσω την υγεία σου και το μέλλον σου, εγώ σκεφτόμουν πως θα βγάλω περισσότερα λεφτά για να σου πάρω περισσότερα παιχνίδια;” Τι θα της απαντήσεις Έντουαρτ πες μου τι;» ούρλιαξα πετώντας το ποτήρι στον τοίχο με δύναμη και εκείνο έγινε χίλια κομμάτια που εκσφενδονίστηκαν σε όλην την αίθουσα κάνοντας για λίγο τους πάντες να σωπάσουν.

«ΑΡΚΕΤΑ...» τσίριξε και αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε όλα μου τα συναισθήματα και συνέχισα πιο δυναμικά.

«Ή μήπως έχεις την εντύπωση ότι όταν θα της τα πεις όλα αυτά... εκείνη δεν θα γυρίσει να σε φτύσει στα μούτρα;... Ή ότι δεν θα σε απαρνηθεί γιατί δεν είσαι άξιος να είσαι πατέρας της;... Ή μήπως έχεις την εντύπωση ότι θα σας αφήσω ποτέ να την κάνετε σαν τα μούτρα σας!» συνέχισα με περισσότερο πείσμα και τότε επιτέλους ξέσπασε.

«ΕΙΠΑ ΑΡΚΕΤΑ...» ούρλιαξε έχοντας ξεπεράσει τα προσωπικά του όρια ενώ το πρόσωπο του είχε κοκκινίσει απο τον εκνευρισμό του και δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο.

«Πιστεύω ότι περιμένετε ακόμα να πάρετε τις ψήφους μου... ε λοιπόν Όχι κύριε Κάλεν... και οι τρεις μου ψήφοι είναι ΌΧΙ... ΌΧΙ κύριε Κάλεν... εγώ δεν πουλιέμαι για μερικά ψωροεκατομμύρια... ΌΧΙ κύριε Κάλεν... εγώ δεν βάζω τα λεφτά πάνω απο την ίδια μου την κόρη... ΌΧΙ κύριε Κάλεν... ΕΓΩ... ΔΕΝ... ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΜΑΙ... ΠΟΤΕ» είπα και βγάζοντας και το δαχτυλίδι και την βέρα από το δάχτυλο μου τα φίλησα ψιθυρίζοντας “Συγνώμη Μαρίνα που σε απογοήτευσα” και κοιτώντας τον στα μάτια, τα πέταξα πάνω στο τραπέζι και αφού άρπαξα  την τσάντα μου στο χέρι, γύρισα του την πλάτη και έφυγα με το κεφάλι μου ψιλά.


Έντουαρτ

Είχα ξεπεράσει όλα τα προσωπικά μου όρια... τα μάτια μου εστίαζαν μόνο στην βέρα και το δαχτυλίδι της γιαγιάς μου που κείτονταν πάνω στο τραπέζι άδεια... Πέρα από την αναπνοή μου που πήγαινε και ερχόταν με ταχύ ρυθμό δεν ήμουν ικανός να ακούσω τίποτα άλλο... Το μυαλό μου κενό... οι αισθήσεις μου νεκρές και όλο μου το κορμί να με καίει και να τρέμει από την επιθυμία να καταστρέψω και το τελευταίο λιθαράκι λογικής που μου απέμεινε και να πάρω μαζί μου ό,τι βρεθεί εμπόδιο στον όλεθρο που ήθελα να σκορπίσω στο διάβα μου.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω... ήμουν ανίκανος να συνειδητοποιήσω ότι εκείνη έφυγε... εκείνη που αγάπησα όσο τίποτα άλλο στην ζωή μου με άφησε πίσω της να μαζέψω τα συντρίμμια μου και να παλέψω γιατί;... Τι έμεινε πια στην ζωή μου για να παλέψω;... Ο μοναδικός άνθρωπος που με καταλάβαινε μου γύρισε την πλάτη, μου έδειξε όλο το μίσος που ένιωθε βαθιά μέσα του για να μου υπενθυμίσει σε τι τέρας είχα μετατραπεί , να μου υπενθυμίσει πόσο απάνθρωπο μισητό ον είχα γίνει... Πόσο κτήνος μπορώ να γίνω τελικά μόνο και μόνο για να μπορέσω να σώσω την ίδια της την ζωή.

Όλα μάταια... Όλα.

«Εεεε, μικρέ ξύπνα... όλοι περιμένουμε την τελική σου ψήφο» είπε ο πατέρας μου με έναν αυτάρεσκο τόνο στην φωνή του από ικανοποίηση που επιτέλους πέρασε το δικό του και έγινε αυτό που εκείνος πάντα ήθελε.

Μόλις ένιωσα το άγγιγμα του στον ώμο μου ένα κλικ έγινε μέσα στο μυαλό μου και όλα μαύρισαν... Χάνοντας και το τελευταίο λιθαράκι λογικής μου έκανε την καρδιά μου  χίλια κομμάτια και το τέρας που έκρυβα πάντα βαθιά μέσα μου πήρε το πάνω χέρι αφήνοντας με πίσω ξέπνοο να κοιτώ τις πράξεις του από μακριά ανίκανος να κάνω κάτι για να το σταματήσω.

«ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ» ούρλιαξα με όλην την δύναμη της ψυχής μου και δίνοντας του ένα δυνατό χαστούκι με την αναστροφή του χεριού μου τον εκσφενδόνισα πάνω στον τοίχο ...Εκείνος χάνοντας την ισορροπία του μαζί με την καρέκλα έπεσε στο πλάι και πριν προλάβει να καταλάβει απο που του ήρθε, τον καβάλησα και πατώντας τα χέρια του με τα γόνατα μου, τον ακινητοποίησα και χωρίς να έχω συναίσθηση του τι κάνω... άρχισα να του ρίχνω μπουνιές με το δεξί μου χέρι ενώ με το αριστερό μου χέρι τον συγκρατούσα από τα πέτα του και τον ταρακουνούσα.

«Είσαι ένα τέραςςςς... ένα απάνθρωπο τέρας... Ικανοποιήθηκες τώρα που έγινε αυτό που ήθελες;... Πες μου ικανοποιήθηκες;;» απαίτησα φωνάζοντας δυνατά τραντάζοντας τον, κρατώντας τον από το σακάκι του ενώ του κοπάναγα το κεφάλι στο πάτωμα... Από μακριά άκουγα το όνομα μου και ένιωθα κάποια χέρια να με αγγίζουν αλλά εγώ δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω αν όντως συνέβαινε στην πραγματικότητα ή ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου.

«Σε σιχαίνομαι... Σε μισώ.... Είσαι το χειρότερο είδος ανθρώπου που έχω γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου... Είσαι ένας δαίμονας που μου μαυρίζεις και μου ρουφάς την ζωή... Θέλω να ψοφήσεις το ακούς; Θέλω να ψοφήσεις... μολύνεις ότι αγγίζεις... Είσαι ένας σκατόψυχος άχρηστος γέρος που το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σπέρνεις δυστυχία στο διάβα σου... Σε σιχαίνομαι... Σε μισώ... Θέλω να ψοφίσειςςςςςςςς» φώναζα αφρίζοντας... Τα χέρια μου με δική τους βούληση έσφιξαν γύρω απο τον λαιμό του ενώ δεν σταμάταγαν να τον ταρακουνούν και τον  πνίγουν ταυτόχρονα.

«Ψόφα άχρηστο κομμάτι κρέας... Ψόφα επιτέλους... Ψόφααααα» συνέχιζα με περισσότερο πείσμα ενώ εκείνος πάλευε να ξεφύγει και να βρει ξανά την ανάσα του... Χέρια γύρω από το κορμί μου προσπαθούσαν να με σταματήσουν αλλά όσο εκείνα προσπαθούσαν να με αποτραβήξουν απο κοντά του τόσο ένιωθα τα χέρια μου να σφίγγουν περισσότερο γύρω από τον λαιμό του και το πρόσωπο του γινόταν όλο και πιο μελανό.

«Ψόφα σκατόψυχε πια... Ψόφαααααααααααα» συνέχισα να ουρλιάζω και δύο χέρια συγκράτησαν το πρόσωπο μου και με ανάγκασαν να αποτραβήξω την ματιά μου από  εκείνον.

«Έντουαρτ... δεν αξίζει να καταστρέψεις την ζωή σου για εκείνον... σκέψου την Μπέλα σκέψου το παιδί σας» μια φωνή με αφυπνουσε και μόλις άκουσα το όνομα της τα χέρια μου σαν ελατήρια ξεκόλλησαν από τον λαιμό του και τα χέρια που συγκρατούσαν το σώμα μου με αποτράβηξαν από πάνω του... Αυτό για λίγο με επανέφερε.

«Θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά αυτό σκατόγερε... Δεν τελείωσα μαζί σου» είπα αφρίζοντας και την στιγμή που ξεκόλλησα απο πάνω μου τα χέρια που με συγκρατούσαν,  άρπαξα απο το τραπέζι το δαχτυλίδι και την βέρα της και άρχισα να τρέχω προς την πόρτα... αλλά πριν βγω σταμάτησα και κοίταξα για λίγο το συμβούλιο που με κοίταζε σοκαρισμένο.

«Η απόφαση μου είναι ΟΧΙ... Δεν πρόκειται να το βυθίσουμε το πλοίο»

«Θα φροντίσω εγώ τις λεπτομέρειες γιε μου... τρέχα στην γυναίκα σου» είπε ο θείος μου με κατανόηση και μόλις κατένευσα άνοιξα την πόρτα και έτρεξα προς το ανσανσερ.

Πάταγα το κουμπί με μανία και μόλις άνοιξαν οι πόρτες όσοι ήταν μέσα μόλις με είδαν τα έχασαν τελείως.

«Έξω όλοι σαςςς» ούρλιαξα και υπακούσανε αμέσως... μόλις βγήκαν έξω μπήκα μέσα και πατώντας τον όροφο της περίμενα με αγωνία να ανοίξουν οι πόρτες για να την βρω κοπανώντας το πόδι μου νευρικά στο πάτωμα.

Οι πόρτες άνοιξαν και μόλις εκείνη με αντίκρισε άνοιξε διάπλατα το στόμα της γουρλώνοντας τα μάτια της... Δεν ξέρω τι πρόδιδε το ύφος μου, δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω σε τι κατάσταση βρισκόμουν... αλλά ότι και να είδε μέσα σε αυτό την έκανε να χάσει αυτόματα όλο το χρώμα από το πρόσωπο της και πισωπατώντας άφησε την κούτα που κράταγε στα χέρια της να πέσει στο πάτωμα ενώ γυρνώντας το κορμί της άρχισε να τρέχει προς τον διάδρομο.

Κρατώντας τις πόρτες του ανσανσέρ που έκλειναν, έτρεξα πίσω της για να την προλάβω ...Μόλις την έφτασα,  την άρπαξα από την μέση της και αφού την σήκωσα πιο ψηλά από το πάτωμα για να μην μπορεί να μου ξεφύγει,  την έσυρα μέχρι το γραφείο της ... Χωρίς να την αφήνω από το σφιχτό μου κράτημα, έκλεισα και κλείδωσα την πόρτα πριν την αφήσω να πατήσει ξανά στα πόδια της... Εκείνη όλην αυτήν την ώρα ούρλιαζε και χτυπιόταν προσπαθώντας να ξεφύγει από το σφιχτό μου κράτημα αλλά δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι έλεγε και μόλις πέταξα το κλειδί από την πόρτα και την άφησα να σταθεί ξανά στα πόδια της, την γύρισα προς το μέρος μου και βάζοντας τα χέρια μου στα μπράτσα της,  την κόλλησα στον τοίχο.

«Είσαι δική μου το ακούςςς... Ποτέ δεν θα μπορέσεις να μου ξεφύγεις... Ποτέ δεν θα σε αφήσω να φύγεις... Είσαι μόνο δική μου» σίριξα μέσα από τα δόντια μου αφρίζοντας και παγώνοντας με κοίταξε τρομοκρατημένα ενώ όλο της το σώμα άρχισε να τρέμει.

«Με πονάς» σπάραξε αλλά δεν μπορούσα να δω τίποτα... δεν ήμουν σε θέση να νιώσω τον πόνο της... δεν μπορούσα να καταλάβω την δύναμη μου και αφού την ξεκόλλησα για λίγο απο τον τοίχο την ξανακοπάνησα με δύναμη απάνω του και την ταρακούνησα.

«Είσαι μόνο δική μου... Μόνο δική μου» ούρλαζα ενώ εκείνη έβγαλε ένα βογκητό πόνου αλλά ούτε και αυτό ήταν ικανό για να με κάνει να συνειδητοποιήσω εκείνην την στιγμή τι ακριβως έκανα.

«Σε παρακαλώ Έντουαρτ με τρομάζεις» είπε πάλι σπαρακτικά αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα να ακούσω και συνέχισα με περισσότερο πείσμα.

«Είσαι δική μου που να σε πάρει... Είσαι μόνο δική μου... Πως μπορείς να με παρατάς... Πες μου πωςςςς;;;» ούρλιαξα μέσα στα αυτιά της και κλείνοντας τα άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι ενώ τα δάκρυα της είχαν ήδη μουσκέψει το φόρεμα που φόραγε.

«Έντουαρτ σε παρακαλώωωω... μην μου κάνεις κακό σε παρακαλώ... είμαι έγκυος... σε παρακαλώ... άφησε με» σπάραζε κοιτώντας με, με το πιο σοκαρισμένο ύφος που είχα δει ποτέ μου και αυτό με έκανε για λίγο να παγώσω στην θέση μου.

«Τι;» είπα ξεψυχισμένα χωρίς να πιστεύω τι ξεστόμισε μόλις τώρα και πισωπατώντας την κοίταζα χωρίς να μπορώ να συνειδητοποιήσω τα λόγια της ενώ τα χέρια μου έπεφταν άψυχα αριστερά και δεξιά πάνω στο κορμί μου.

«Είμαι έγκυος» ψιθύρισε ενώ δίπλωνε τα χέρια της μπροστά στην κοιλιά της για να την προστατέψει από το ξέσπασμα μου και αυτόματα η ματιά μου στάθηκε εκεί και γουρλώνοντας τα μάτια μου άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά προσπαθώντας πολύ σκληρά να επανέλθω στην πραγματικότητα.

«Όχι... δεν μπορεί... λες ψέματα... ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ» φώναζα ενώ συνέχισα να πισωπατώ... «Αφού... αφού δεν...» συνέχισα ξεψυχισμένα απευθυνόμενος περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε εκείνην.

«Στο πάρτι της Άλις... ήμασταν μεθυσμένοι... πες μου ότι το θυμάσαι.. πρέπει να το θυμάσαι» κατάφερε να πει απελπισμένα μέσα από τους λυγμούς της με τρεμάμενη φωνή και αυτόματα κάρφωσα την ματιά μου σε εκείνην... Φυσικά και το θυμόμουνα πως μπορούσα ποτέ να ξεχάσω την τελευταία μέρα της ευτυχίας μας... Πως;

«Μα αυτό... αυτό ήταν πριν τρεις μήνες» είπα με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα μου και με τρεμάμενα χέρια άνοιξε την τσάντα της και άρχισε να ψάχνει για κάτι, ενώ με την αναστροφή του χεριού της που και που σκούπιζε τα μάγουλα της για να μπορέσει να δει καλύτερα εφόσον τα δάκρυα της τύφλωναν την όραση της.

Μόλις βρήκε αυτό που έψαχνε το έτεινε προς το μέρος μου χωρίς να με κοιτάει και εγώ το κοίταζα χωρίς να καταλαβαίνω... Το σκουρόχρωμο χαρτάκι κάτι μου θύμιζε αλλά εκείνην την στιγμή δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι,  το τρεμάμενο χέρι της μου δήλωνε το πόσο τρομοκρατημένη ήταν και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα... προσπάθησα να κατευνάσω ότι με έπνιγε για να μην την τρομάξω περισσότερο.

«Τι είναι αυτό;» κατάφερα να πω και με κοίταξε στα μάτια.

«Είναι από τον υπέρηχο που έκανα σήμερα...» είπε με το σαγόνι της να τρέμει και την φωνή της να διακόπτεται από τους λυγμούς της.

«Δεν καταλαβαίνω» είπα ανίκανος να συντονίσω τις σκέψεις μου.

«Γράφει απάνω την ημερομηνία του υπερήχου καθώς και την ηλικία της κύησης» εξήγησε εκείνη  και μηχανικά το πήρα στο χέρι μου ... Το κοίταξα χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι βλέπω... Ήμουν τόσο θολωμένος που δεν ήξερα που βρισκόμουν.

Κοιτώντας γύρω μου η ματιά μου έπεσε πάνω στο μπαράκι που είχε και πηγαίνοντας προς τα εκεί άρπαξα το πρώτο μπουκάλι που βρήκα μπροστά μου και ανοίγοντας το πώμα άρχισα να κατεβάζω το οινοπνευματώδες ποτό με μανία για να αφήσω το κάψιμο που μου δημιουργούσε στο λαιμό να με συνεφέρει.

Αφού ήπια μια γερή γουλιά έκλεισα τα μάτια και καταπίνοντας το,  άφησα το κάψιμο να κάνει την δουλειά του κουνώντας σπασμωδικά το κεφάλι μου για να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου ...Άρχισα ξανά να κοιτώ με μανία την περίεργη εικόνα,  πάνω σε αυτήν,  οι ημερομηνίες ήταν ξεκάθαρες... Η Μπέλα ήταν 14 εβδομάδων και όλα ταίριαζαν μεταξύ τους.

«ΟΧΙ... ΟΧΙ... ΟΧΙΙΙΙΙ» ούρλιαξα και κρατώντας με δύναμη τον πάγκο άρχισα να τον κλοτσάω με όλη μου την δύναμη τραντάζοντας το ενώ με τα χέρια μου πέταγα και σκόρπιζα τα μπουκάλια στον τοίχο και το πάτωμα... «Που να με πάρει ΟΧΙΙΙΙΙΙΙ»

Τα μπουκάλια ήταν σπασμένα και διαλυμένα γύρω μου... τα ποτήρια επίσης... το μπαράκι τελείως διαλυμένο και σπασμένο σε χίλια κομμάτια και εγώ ακόμα δεν μπορούσα να συνέλθω.

Όλα μάταια,  ότι με τόσο κόπο είχαμε χτίσει διαλύθηκαν... Τα ίδια μου τα χέρια ήταν αυτά που τα είχαν διαλύσει,  τα ίδια μου τα λόγια είχαν καταστρέψει τα πάντα και εγώ στην μέση του κυκλώνα κοίταζα τα κομμάτια μου και δεν ήξερα τι να κάνω για να τα ξαναενώσω... Δεν υπήρχαν άλλα λόγια,  δεν υπήρχαν άλλες πράξεις που θα μπορούσαν να είναι ικανά να τα ξαναενώσουν,  να κάνουν και πάλι το παζλ μας να ξανά γίνει ένα και μοναδικό, όπως πάντα ήταν.

Όλες οι στιγμές της ευτυχίας μας πέρναγαν σαν φιλμ μπροστά από τα μάτια μου και όσο οι ευτυχισμένες στιγμές λιγόστευαν ένιωθα να λιγοστεύει και ο αέρας στα πνευμόνια μου... Οι όμορφες στιγμές σβήσανε και την θέση τους πήραν όλες οι κακίες που είχαμε μοιραστεί, όλος ο πόνος που είχαμε προκαλέσει ο ένας στον άλλον διαπέρασε το στήθος μου....Έβαλα τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά μου και τραβώντας τα με δύναμη, ούρλιαξα δυνατά αφήνοντας το κορμί μου άδειο να σωριαστεί στο πάτωμα ενώ τα δάκρυα μου τύφλωσαν την περιφερειακή μου όραση ... Τίποτα πια δεν υπήρχε μπροστά μου παρα μόνο το κενό,  το απόλυτο κενό!

Ένιωσα τόσο άδειος... τόσο μόνος... τόσο απελπισμένος... αλλά πως μπορούσα να της ρίξω την ευθύνη;... Πως μπορούσα να την κατηγορήσω για κάτι;... Πως μπορούσα να την αδικήσω που μου γύριζε την πλάτη;... Ήθελε να προστατέψει τον εαυτό της, τα παιδιά της από το τέρας που έβλεπε μπροστά της, σκληρό και άκαρδο να της καταστρέφει όλες της όμορφες στιγμές... Ήθελε να προστατέψει την πιο αγνή και πιο τρυφερή καρδιά που είχα δει ποτέ στην ζωή μου... Πως μπορούσα εγώ να της μπω εμπόδιο σε αυτό;... Πως;

Πήρα μια βαθιά ανάσα και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της την είδα να τινάζεται και να κολλάει το σώμα της στον τοίχο προσπαθώντας πολύ σκληρά να καταπνίξει το βογκητό πόνου που της προκάλεσε ακόμα και αυτή η μικρή μου κίνηση,  ενώ το σώμα της ακόμα έτρεμε απο το σοκ και τον τρόμο που την είχε καταβάλει... Δεν μπορούσα να την πληγώσω περισσότερο... Δεν είχα το δικαίωμα να την καταστρέψω... Ήταν τα πάντα για μένα... ΤΑ ΠΑΝΤΑ... και πάντα θα είναι... Πάντα θα είναι η μια και μοναδική γυναικά της ζωής μου  και όσο και να μην άντεχα μακριά της... δεν μπορούσα να κάνω πλέον αλλιώς... Έπρεπε να την σώσω απο μένα... έπρεπε να της δώσω το δικαίωμα να προστατευτεί και να προστατέψει τις δύο αυτές ψυχούλες που ήρθαν στην ζωή μας... Έπρεπε να κάνω το σωστό.

Σηκώθηκα απάνω με μια αργή κίνηση για να μην την ταράξω περισσότερο και εκείνη αμυντικά ακουμπώντας  τα χέρια της στον τοίχο, έκανε δύο ασυναίσθητα βήματα προς το πλάι για να με αποφύγει, κοιτώντας με πάντα σταθερά στα μάτια με τα δάκρυα της να τρέχουν ανεξέλεγκτα πάνω στο πρόσωπο της.... Στην ματιά της  εκδηλωνόταν όλος ο τρόμος και η απελπισία που ένιωθε μέσα της... Φοβόταν εμένα... τον μοναδικό άνθρωπο που θα την αγαπήσει τόσο βαθιά σε ολόκληρη τη ζωη της... Φοβόταν εμένα... Όχι... πρέπει να κάνω το σωστό και πρέπει να το κάνω ΤΩΡΑ.

Κοίταξα το πάτωμα και παραπατώντας άρχισα να ψάχνω με μανία για το κλειδί που είχα πετάξει κάτω αλλά ήταν τόσο δύσκολο να το βρω μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό... Δεν το έβαζα κάτω, με περισσότερο πείσμα σπρώχνοντας τα διαλυμένα κομμάτια και τα σπασμένα γυαλιά έψαχνα απεγνωσμένα, ενώ καλωσόριζα τον πόνο που μου προκαλούσαν τα κοψίματα... Τα άφηνα να με τραυματίζουν και να με τιμωρούν με αυτόν τον τρόπο για όσα έκανα όλον αυτόν τον καιρό, τα άφηνα μέχρι που πάνω στην απελπισία μου που δεν μπορούσα να βρω το κλειδί,  ένα γυαλί έμεινε μέσα στην χούφτα μου και έμεινα αναποφάσιστος να το κοιτώ.

Τα δάκρυα μου είχαν επανέλθει και η απόγνωση μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν σκέφτηκα... Ήθελα τόσο πολύ να την απελευθερώσω από μένα που δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.... Με όλην την δύναμη που μου είχε απομείνει,  έσφιξα το χέρι μου σε μπουνιά και άφησα το γυαλί να κάνει την δουλειά του... Το αίμα έσταζε,  το γλυκό του κόψιμο με κατεύναζε και κοιτώντας το με μανία,  απλά περίμενα να έρθει το τέλος ελπίζοντας αυτό να γίνει πολύ σύντομα για να μπορέσει εκείνη να γίνει και πάλι ευτυχισμένη,  όπως ήθελα πάντα να είναι.

Σιωπή.......

14 σχόλια:

€l!n@ είπε...

Δεν κατάλαβα αυτός να αυτοκτονήσει πάει??Πραγματικά όπως λες και εσύ έμεινα μαλάκας τι στο διάολο γίνεται??Το ψοφα σκατόγερε ψοφα ήταν ξεκαρδιστικό κατ'εμε(χάνω λίγο στο φτερό μην ανησυχείς!!)!Με λίγα λόγια ο Χριστός και η μάνα Του!!

Ανώνυμος είπε...

την αγαπάει ακόμα!!:)απλά πρέπει να αλλάξει και πάλι..

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

χαχαχα σας το είπα ετοιμαστείτε για να χαλάσετε το μανηκιούρ σας χαχαχα
η συνέχεια είναι αποκαλυπτική και θα σας αφήσει με κομμένη την ανάσα ;)

σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια σας

Το ψοφα σκατόγερε ψοφα ήταν ξεκαρδιστικό κατ'εμε

ο άνθρωπος έφτασε σε σημείο να ξεπεράσει τον εαυτό του και να προσπαθεί να πνίξει τον ίδιο του τον πατέρα και εσύ το βρήκες αστείο χαχαχαχαχα μπορεί και να έχεις δίκιο... πάνω στην παραζάλη μας πολλά μπορούμε να πούμε ;)

Ανώνυμος είπε...

μια ερώτηση ακόμα!!σε πόσα κεφάλαια θα τελειώσει η ιστορία?

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

άγνωστο
έχω γράψει μέχρι στιγμής 61 κεφάλαια και υπολογίζω άλλα 20 πάνω κάτω... αλλά ποτέ δεν ξέρεις με μένα.

ΥΓ. πως σε λένε;;;

Ανώνυμος είπε...

Βίβιαν με λένε!!61 κεφάλαια και αναμένονται 20 ακόμα??:O έχουμε πολλά να διαβάσουμε δηλαδή!

Ανώνυμος είπε...

και μια ακόμα απορία..εσύ πόσο χρονών είσαι?

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

Χάρηκα Βίβιαν μου... εγώ είμαι 32

€l!n@ είπε...

Δεν νομίζω ότι τεθηκε θέμα αν την αγαπάει...θέλω να πιστεύω ότι η Χρυσάνθη έχει ένστικτα επιβιώσεις!!χαχα Εμένα δεν μου το βγάζεις απ'το μυαλό ότι γιατί κάτι τον εκβιαζε ο Καρλάιλ γιατί δεν είναι λογικό μετά από 5 χρόνια γάμου ευτυχίας κτλ να λέει γιατί δεν γίνομαι σαν τον μαλάκα τον πατέρα μου??Δεν είναι λογικό...Τι να πω άγνωσται αι βούλαί της Χρυσάνθης...:-P
Υ.Γ:εγώ πάντα στα δράματα αληθινά και λογοτεχνικα βρίσκω κάτι αστείο είναι μηχανισμός άμυνας...

Ανώνυμος είπε...

και εγώ χάρηκα..:)ουψ!συγγνώμη για τον ενικό!

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

Βίβιαν μίλα μου στον ενικό εννοείτε ;)

Ελίνα μου το τι γέλιο ρίχνω με τα σχόλια σου δεν λέγετε πραγματικά τα απολαμβάνω στο έπακρο
και συμφωνώ απόλυτα μαζί σου ;)
στα επόμενα κεφάλαια ξεκαθαρίζονται τα πάντα ;) λίγο υπομονή και θα καταλάβετε γιατί έπρεπε να υιοθετήσει πάλι αυτόν τον χαρακτήρα... Η ΜΠ θα τα πάρει κρανίο χαχαχα

€l!n@ είπε...

Για νέο μας το λες?Υπάρχει κάτι που να μην κάνει την ΜΠ να τα παίρνει στο κρανίο??Τι κρύο κάνει σήμερα το πρωί θέλω να γυρίσω στο κρεβατάκι μου...:-P

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

Με την καλή έννοια καλέ ;) θα τα πάρει στο κρανίο... αλλά θα της στοιχίσει πολύ ακριβά δυστυχώς :(

εμένα μου αρέσει αυτός ο καιρός... με μελαγχολεί και γράφω καλύτερα χαχαχα είμαι του δράματος δεν μπορείς να πεις... αλλά και στην κωμωδία δεν τα πήγα και άσχημα χαχαχα

€l!n@ είπε...

Χίλια τα εκατό μαζί σου όταν βρέχει εγώ λέω ότι έχει καλο καιρό το φθινόπωρο είναι η αγαπημένη μου εποχή αλλά όταν έχω 8 το πρωί μάθημα μέχρι τις 3 σερί έχω κάθε δικαίωμα να γκρινιάζω!!

ESCAPE POLH FANTASMA