Το ίδιο βράδυ η μικρή μου
ήρθε με αγωνία στο δωμάτιο μου γεμάτη απορίες και παίρνοντας την στην αγκαλιά
μου προσπάθησα να την διαφωτίσω σε ότι την προβλημάτιζε.
«Μαμά;»
«Ναι καρδιά μου;»
«Γιατί τα παιδάκια εκεί που
πήγαμε φοράγανε τέτοια ρούχα;» ρώτησε και με κοίταζε με περιέργεια στα μάτια.
«Τα παιδάκια εκεί που πήγαμε
καρδιά μου είναι ορφανά» της είπα και με κοίταξε μπερδεμένη.
«Τι σημαίνει ορφανά;»
«Σημαίνει ότι δεν έχουν ούτε
πατέρα ούτε μητέρα και τα πάνε εκεί για να μπορούν να μεγαλώσουν με
αξιοπρέπεια»
«Δηλαδή η Νες δεν έχει
μπαμπάκα και μαμάκα όπως εγώ;» ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου...
«Και τι κάνουνε εκεί;» συνέχισε της απορίες της.
«Εκεί ζούνε καρδούλα μου»
«Γιατί;»
«Για να μπορούν να έχουν ένα
ζεστό πιάτο φαί... και ένα κρεβατάκι να κοιμούνται» το σκέφτηκε για λίγο και
συνέχισε.
«Έχω πολλά ρούχα στην
ντουλάπα μου... μπορώ να διαλέξω μερικά που δεν φοράω να τα πάω στην Νες;»
ρώτησε και με κοίταξε με αγωνία και της χαμογέλασα.
«Μόνο στην Νες;» την ρώτησα
και αναστέναξε.
«Εντάξει και στα άλλα
παιδάκια... Μπορώ;» ξαναρώτησε και χαμογελώντας της ένευσα και άρχισε να
χοροπηδάει πάνω στο κρεβάτι τρισευτυχισμένη.
«Εεεε... πιθηκάκι ήρεμα θα
χτυπήσεις την μανούλα» την συνέτισα τρυφερά και ξαπλώνοντας την άρχισα να την
γαργαλάω και άρχισε να τσιρίζει από χαρά.
«Σταμάτα... σταμάταααα»
έλεγε και σταματώντας να την γαργαλάω άρχισα να την φιλάω όπου έβρισκα και
εκείνη συνέχισε να τσιρίζει και να γελάει.
«Ξέρεις κάτι;» την ρώτησα
και σοβάρεψε για λίγο.
«Τι;» με ρώτησε και
χαϊδεύοντας το πρόσωπο της την κοίταξα με όλην την αγάπη που ανέβλυζε από μέσα
μου.
«Με κάνεις τόσο
υπερήφανη...» είπα σοβαρά και της φίλησα την άκρη την μικροσκοπικής της
μυτούλας... «Σ’ αγαπάω τόσο πολύ» συμπλήρωσα και για λίγο το σκέφτηκε.
«Μαμά;» ρώτησε δειλά και
κατένευσα... «Συγνώμη που σου είπα ότι σε μισώ... δεν το ήθελα» είπε
απολογητικά και χαμογελώντας την έκλεισα στην αγκαλιά μου.
«Το ξέρω καρδούλα μου... το
ξέρω» την διαβεβαίωσα και πήρε μια ανακουφιστική ανάσα.
«Αν είμαι καλό παιδί αύριο
και μαζέψω το δωμάτιο μου θα με ξαναπάς να δω την Νες;» με ρώτησε και
απομακρύνοντας την για λίγο από την αγκαλιά μου, την κοίταξα μέσα στα μάτια και
χαμογέλασα.
«Την αγαπάς πολύ;» την
ρώτησα και κατένευσε.
«Θα ήθελα να μπορούσα να την
έχουμε εδώ για να είμαστε όλη μέρα μαζί και να της μαθαίνω όσα δεν ξέρει... και
να κάνουμε παρέα... και να παίζουμε... και να μιλάμε» είπε με την παιδική της
αθωότητα και αναστέναξα.
«Θα ήθελες να είναι αδελφή
σου δηλαδή;» την ρώτησα και άνοιξε τα ματάκια της διάπλατα.
«Αχχχ ναι... ναι, ναι,
ναι... μπορεί να γίνει αδελφή μου μαμά... μπορεί;» ρώτησε με αγωνία και το
σκέφτηκα για λίγο.
«Δεν ξέρω καρδιά μου...» δεν
ήθελα να την ενθαρρύνω πάνω σε αυτό δίνοντας την ψεύτικες ελπίδες... αλλά δεν
κρύβω ότι από την ώρα που φύγαμε από το ορφανοτροφείο είχα και εγώ την ίδια
σκέψη... αλλά φυσικά ήταν ένα μεγάλο θέμα και θα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει λόγο
σε αυτό και ο Έντουαρτ... όμως θα προσπαθούσα να κάνω τα αδύνατα δυνατά για να
μην χάσουν την επαφή τους... Η Νες με έναν μοναδικό τρόπο είχε κλέψει την
καρδιά και τον δύο μας και δεν ήθελα με τίποτα να το αφήσω αυτό έτσι.
«Τι θα έλεγες όμως αν σου
έλεγα ότι μπορείς να αποκτήσεις αδελφάκι;» έριξα άδεια για να πιάσω γεμάτα και
με κοίταξε με απορία.
«Άλλο αδελφάκι;... όχι την
Νες;» ρώτησε και κατένευσα... «Και που θα το βρούμε αυτό το αδελφάκι;» ρώτησε
και γέλασα για μια στιγμή.
«Κρατάς μυστικό;» ρώτησα και
με ενθουσιασμό κούνησε το κεφάλι της θετικά... πήρα μια ανάσα και παίρνοντας το
χέρι της το έβαλα απάνω στην κοιλιά μου και με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Η μαμά έχει ένα μωράκι στην
κοιλίτσα της» είπα απαλά και περίμενα τις αντιδράσεις της.
«Αλήθεια;» ρώτησε
γουρλώνοντας τα ματάκια της και κατένευσα... «Και θα μπορώ να παίζω μαζί
του;... και να το αλλάζω... και να το ταΐζω όπως κάνω με τις κούκλες μου;»
«Αφού γεννηθεί πρώτα... αν
το θες ναι» της απάντησα και άρχισε πάλι να χοροπηδά και να τσιρίζει
ευτυχισμένη.
«Εεεε πιθηκάκι μου...
πρόσεχε λίγο» παρακάλεσα και αμέσως σταμάτησε και με έκλεισε στην αγκαλιά
της... «Αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς ότι μέχρι ο μπαμπάς να γυρίσει δεν θα του
το πεις εντάξει;»
«Γιατί;»
«Γιατί δεν το ξέρει ακόμα
καρδιά μου και δεν θέλω να το μάθει από το τηλέφωνο... Τι λες να του
ετοιμάσουμε μαζί μια έκπληξη και να του το πούμε όταν γυρίσει... θα το
ήθελες;;;» την ρώτησα και αφού το σκέφτηκε για λίγο τότε κατένευσε και με
έκλεισε ξανά στην αγκαλιά της.
«Μου λείπει» είπε
παραπονιάρικα και αναστέναξα.
«Και μένα μου λείπει καρδιά
μου και μένα» της είπα με το ίδιο παράπονο καθώς ένας πόνος στο στήθος μου με
διαπέρασε και με κοίταξε στα μάτια.
«Τον αγαπάς;» ρώτησε και
χαμογέλασα ζεστά.
«Όσο αγαπώ εσένα» της
απάντησα ειλικρινά και πέφτοντας ξανά στην αγκαλιά μου έβαλε τον αντίχειρα της
στο στόμα και γουργούρισε.
«Και εγώ τον αγαπώ όσο αγαπώ
εσένα» είπε τελικά χωρίς να βγάζει το χεράκι της από το στόμα της και την
στιγμή που χασμουρήθηκε τρίφτηκε για λίγο απάνω μου και έκλεισε τα ματάκια της.
«Μαμά;»
«Ναι καρδιά μου;»
«Να κοιμηθώ μαζί σου;»
ρώτησε διστακτικά και το σκέφτηκα για λίγο.
«Μόνο για σήμερα όμως» της
τόνισα και κούνησε το κεφαλάκι της καταφατικά... «Κοιμήσου άγγελε μου... και να
έχεις όνειρα γλυκά... γεμάτα πεταλουδίτσες... λουλουδάκια και νεραιδούλες να
σου χαϊδεύουν τα μαλλιά» της είπα παιχνιδιάρικα ταράζοντας τις μπουκλίτσες της …
Αφού χαχάνισε για λίγο, γουργούρισε ξανά ναζιάρικα και μόλις της φίλησα το
κεφαλάκι της ένιωσα το σώμα της σιγά σιγά να ελαφραίνει μέχρι που αποκοιμήθηκε
για τα καλά στην αγκαλιά μου.
Μόλις άνοιξα τα μάτια μου
και αντίκρισα τον άγγελο μου μέσα στην αγκαλιά μου δεν ήθελα τίποτα άλλο...
ίσως κάτι ακόμα αλλά ένα ένα όλα θα γίνουν... Υπομονή Μπέλα λίγο υπομονή
ακόμα... Ηρέμησα τον εαυτό μου και τρίβοντας απαλά την κοιλιά μου αναστέναξα...
Μακάρι να μην γίνουν τα πράγματα χειρότερα, μακάρι να πάνε όλα καλά...
Μακάρι... είπα με παράπονο … Έδωσα ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλάκια της μικρής
μου, σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, έβαλα την ρόμπα μου, κατέβηκα κάτω και
πήγα κατευθείαν στην κουζίνα για να ετοιμάσω κάτι για πρωινό.
Ήταν η τελευταία μου μέρα
πριν γυρίσω και πάλι στο γραφείο και εφόσον είχα ραντεβού με τον Νέλσον για τον
μεγάλο υπέρηχο στο νοσοκομείο σκέφτηκα να την πάρω μαζί μου για να το δει και
εκείνη ... Έτσι κάλεσα το σχολείο της για να μην ανησυχούν με την απουσία της
και πιάνοντας αμέσως δουλειά σκέφτηκα να την αφήσω λίγο ακόμα να κοιμηθεί μέχρι
να τελειώσω τις τηγανίτες που τόσο της αρέσουν.
Το τηλέφωνο χτύπησε και
αφήνοντας το μείγμα που είχα ετοιμάσει στην άκρη για να ξεκουραστεί λίγο πριν
αρχίσω να το βάζω στο τηγάνι καθάρισα τα χέρια μου και έτρεξα να το σηκώσω.
«Ναι;» ρώτησα χωρίς να δω το
καντράν και κανείς δεν απάντησε... τι παράξενο... «Παρακαλώ;» προσπάθησα άλλη
μια φορά και άκουσα έναν αναστεναγμό.
«Ο Έντουαρτ είμαι» άκουσα
την φωνή του άτονη και τώρα ήταν σειρά μου να μαγκωθώ και να μείνω για λίγο
σιωπηλή... Δάγκωσα τα χείλια μου και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα του απάντησα.
«Καλημέρα τι κάνεις;» ρώτησα
όσο πιο ήρεμα μπορούσα και έκανε άλλη μια παύση.
«Καλά...» είπε μόνο και συνέχισε
μετά από λίγο... «Η μικρή;» ρώτησε και χρειάστηκε όλη η δύναμη της ψυχής μου
εκείνην την στιγμή να καταπνίξω το πόνο που με διαπέρασε από το στήθος μου ώστε
να κρατήσω την φωνή μου σταθερή.
«Κοιμάται» απάντησα
μονολεκτικά και αμέσως άκουσα την φωνή του να αλλάζει.
«Γιατί... έχει τίποτα;..
είναι καλά;» ρώταγε με κομμένη την ανάσα απο την αγωνία του και έσπευσα να τον
καθησυχάσω.
«Είναι μια χαρά, δεν έχει
τίποτα, μην ανησυχείς... Επειδή σήμερα είναι η τελευταία μέρα της άδειας μου
σκέφτηκα να την περάσουμε μαζί, αυτό είναι όλο» είπα και έκατσα στον καναπέ
καθώς ένιωθα τα πόδια μου να λυγίζουν... Τα δάκρυα μου ήμουν σίγουρη ότι δεν θα
αργούσαν να κάνουν την εμφάνιση τους.
«Α...» είπε μόνο και έκανε
μια παύση... «Θα την πάρω τότε πιο μετά» συνέχισε και περνώντας την γλώσσα μου
από τα χείλια μου, κοίταξα για λίγο γύρω μου και δεν είπα τίποτα... παλεύοντας
σκληρά να κρατήσω την ανάσα μου σταθερή ώστε να μην ακούσει την ταραχή που μου
είχε προκαλέσει.
«Πρέπει να κλείσω» είπε αφού
κατάλαβε ότι δεν είχα σκοπό να του απαντήσω... και αφού κατένευσα σαν να ήταν
ικανός να με δει, χαμήλωσα την ματιά μου στο πάτωμα χωρίς να πω τίποτα άλλο...
δεν μπορούσα να εμπιστευτώ την φωνή μου.
«Μπέλα είσαι εκεί;» ρώτησε
με απορία και καθαρίζοντας την φωνή μου απάντησα μονολεκτικά.
«Ναι»
«Γιατί δεν μιλάς τότε;»
ρώτησε και έτριξα τα δόντια μου δαγκώνοντας με μανία τα χείλια μου ενώ τα
δάκρυα μου είχαν ήδη υγράνει τα μάγουλα μου.
«Τι θες να πω;» ρώτησα
σκουπίζοντας τα σπασμωδικά και αναστέναξε.
«Δεν ξέρω» απάντησε και
κοίταξα για άλλη μια φορά γύρω μου ενώ το σαγόνι μου άρχισε να τρέμει και για
άλλη μια φορά σιώπησα.
«Θα τα πούμε» είπε τελικά
και χωρίς να περιμένει να του απαντήσω έκλεισε την γραμμή και κοιτώντας
μηχανικά το καντράν του τηλεφώνου έμεινα για λίγο στην ίδια θέση ακίνητη.
Έκλεισα το τηλέφωνο και
σκουπίζοντας τα δάκρυα μου σηκώθηκα πιο αποφασιστικά και πήρα μια βαθιά
ανάσα... Όχι δεν θα το αφήσω να με πάρει από κάτω... έχουμε πολύ δρόμο ακόμα
μπροστά μας αλλά τίποτα δεν τελείωσε... Τίποτα... είπα και πηγαίνοντας στην
κουζίνα έπιασα ξανά δουλειά και άρχισα πυρετωδώς να ετοιμάζω το αγαπημένο
πρωινό της μικρής μου μέχρι που εκείνη μπήκε στην κουζίνα.
«Μαμά;» ρώτησε και γύρισα
προς την μεριά της ... Γονάτισα ανοίγοντας την αγκαλιά μου για εκείνην και η
μικρή μου έτρεξε αμέσως να με αγκαλιάσει.
«Σ’ αγαπώ» της είπα με όλην
την δύναμη της ψυχής μου σφίγγοντας την μέσα στην αγκαλιά μου και αυτό την
έκανε να με κοιτάξει με περιέργεια.
«Τι έγινε;» ρώτησε με αγωνία
και χαρίζοντας της το πιο λαμπρό χαμόγελο μου της πείραξα τα μαλλάκια της
παιχνιδιάρικα.
«Είναι μια υπέροχη μέρα και
σκέφτηκα να την περάσουμε μαζί... χωρίς το σχολείο να μας κλέψει της πολύτιμες
ώρες μας... Πως σου φαίνεται αυτή η ιδέα»
«Αλήθεια δεν θα πάω
σχολείο;» ρώτησε δύσπιστα και κατένευσα... «Γιούπιιιιιιι» αναφώνησε και άρχισε
να χοροπηδάει από την χαρά της γύρω μου... «Μαμά μου σ’ αγαπώωωωω» τσίριζε
πέφτοντας ξανά στην αγκαλιά μου και την έσφιξα για άλλη μια φορά κοντά μου.
«Και εγώ καρδούλα μου και
εγώ» της είπα και αφού την σήκωσα από το πάτωμα την έβαλα πάνω στον μπάγκο και
την άφησα να με βοηθήσει προσέχοντας να είναι σε απόσταση ασφάλειας από την
κουζίνα ώστε να μην μου καεί και γελώντας συνεχίσαμε μαζί να ετοιμάζουμε το
πρωινό μας.
Αφού φάγαμε και μαζέψαμε μαζί
τα πιάτα και τα τακτοποιήσαμε στο πλυντήριο, με ρώτησε ανυπόμονα.
«Τι έκπληξη θα ετοιμάσουμε
στον μπαμπά;» ρώτησε και με κοίταξε με αγωνία.
«Σήμερα θα πάω να δω το
μωράκι μας και σκέφτηκα να πάμε μαζί για να το δεις και εσύ... Θέλεις να
έρθεις;» την ρώτησα και άρχισε να χτυπάει παλαμάκια και να χοροπηδά.
«Ναι, ναι, ναι...» έκανε μια
παύση και το σκέφτηκε... «Και τι έκπληξη θα ετοιμάσουμε στον μπαμπά;» ρώτησε
ξανά.
«Σκέφτηκα να του φτιάξουμε
μαζί μια μεγάλη κάρτα μόνες μας... Όταν δούμε το μωράκι ο γιατρός θα του βγάλει
φωτογραφίες ... Μπορούμε να βάλουμε μια μέσα στην κάρτα, να του γράψουμε και να
του ζωγραφίσουμε ότι θέλουμε γύρω από την αυτήν... Πως σου ακούγετε αυτό...
πιστεύεις ότι θα του αρέσει;» την ρώτησα και κρεμάστηκα από τα χειλάκια της για
να δω της αντιδράσεις της.
«Τέλεια ιδέα... ναι, ναι,
ναι... είναι τέλεια ιδέα...» είπε κατενθουσιασμένη και χαμογέλασα και εγώ μαζί
της... «Και μπορώ να βάλω και χρυσόσκονη;» ρώτησε και της τσίμπησα την μύτη.
«Και ότι άλλο θες... το
αφήνω απάνω σου» της έδωσα το δικαίωμα να πάρει την πρωτοβουλία να οργανώσει
όπως ήθελε εκείνη την έκπληξη μας και αυτό την έκανε τόσο χαρούμενη που δεν
ήξερε πως να εκδηλώσει την χαρά της.
Αφού κάναμε μπάνιο και οι
δύο, ετοιμαστήκαμε και πήγαμε στο νοσοκομείο περιμένοντας την σειρά μας για να
μπούμε στο ιατρείο του Νέλσον.
Βγαίνοντας από το γραφείο
του η κοπέλα που ήταν πριν από μας ο Νέλσον μας κοίταξε και χαμογέλασε με το
πιο ζεστό του χαμόγελο και παίρνοντας την Μαρίνα μου από το χέρι πήγαμε κοντά
του και αμέσως με αγκάλιασε και με φίλησε εγκάρδια.
«Τι κάνουν σήμερα τα
κορίτσια μου;» ρώτησε με νόημα... φυσικά τα ήξερε όλα ήδη.
«Είμαστε τρομερά ανυπόμονες
να δούμε το αδελφάκι μας» του είπα συνωμοτικά και γέλασε ενώ γονάτιζε για να
βρεθεί στο ίδιο ύψος με την Μαρίνα για να μπορεί να της μιλήσει.
«Και εσύ μικρό ζουζούνι
είσαι ανυπόμονη να δεις το αδελφάκι σου;» ρώτησε και η Μαρίνα κρύφτηκε πίσω από
το πόδι μου και κατένευσε.
«Αγάπη μου γλυκιά μην
φοβάσαι τον κύριο Νέλσον... Ο κύριος Νέλσον είναι ο γιατρός που βοήθησε την
μανούλα να έρθεις στον κόσμο και θα με βοηθήσει ξανά για να φέρουμε στον κόσμο
τον μωράκι μας» της είπα ήρεμα κοιτώντας την σταθερά στα μάτια ενώ της έτριβα
την πλατούλα της για να μην φοβάται.
«Η μαμά μου είπε ότι θα του
βγάλεις φωτογραφίες» του είπε δειλά και ο Νέλσον γέλασε.
«Φυσικά θα του βγάλουμε
πολλές φωτογραφίες... Θες να το δεις;» την ρώτησε και κατένευσε και πάλι.
«Θα μπορούσες να περιμένεις
λίγο εδώ μέχρι να δω την μανούλα σου;... Μετά σου υπόσχομαι να σε φωνάξω να το
δεις και να διαλέξεις όποια φωτογραφία θες» της είπε και η Μαρίνα με κοίταξε
για λίγο.
«Θα μείνει μαζί σου ο
Βλαντίμ» την διαβεβαίωσα και τα χεράκια της έσφιξαν περισσότερο το πόδι μου.
«Θέλω να έρθω μαζί σου» είπε
παραπονιάρικα και γονατίζοντας την έκλεισα στην αγκαλιά μου.
«Δεν θα αργήσουμε μωρό μου
σου το υπόσχομαι... Σε λίγο θα έρθει και εσύ να το δεις εντάξει;» την ρώτησα
και τα παράτησε με έναν αναστεναγμό... Την παρέδωσα στον Βλαντιμ και ακολούθησα
τον Νέλσον στο ιατρείο του.
Κάνοντας τον πρώτο έλεγχο
εκείνος παρέμενε σιωπηλός και αυτό με έκανε πολύ νευρική... ποτέ δεν το
συνήθιζε αυτό.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα με
αγωνία και με κοίταξε στα μάτια βάζοντας στην άκρη τον υπέρηχο.
«Να φανταστώ ότι δεν έχει
αλλάξει πολύ η κατάσταση;» ρώτησε ευθέως και αναστενάζοντας κούνησα το κεφάλι
μου αρνητικά... «Πρέπει να χαλαρώσεις Μπέλα... γιατί θα έχουμε παρατράγουδα»
είπε αυστηρά και η καρδιά μου κόντεψε να ξεπηδήσει από το στήθος μου.
«Το μωρό;» κατάφερα να πω
ξέπνοα... και έσπευσε να με καθησυχάσει.
«Το μωρό είναι μια χαρά...
αλλά παραμένει στα ίδια επίπεδα Μπέλα και αυτό με προβληματίζει πάρα πολύ»
δήλωσε και πήρα μια ανάσα.
«Δηλαδή;» ρώτησα ενώ τα
μάτια μου άρχισαν να θολώνουν.
«Δηλαδή πάει τσίμα τσίμα...
και αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση καλό... Τρέφεσαι καλά;» ρώτησε και
κατένευσα... «Και από στρες;» ξαναρώτησε και για λίγο κοίταξα μακριά και
βάζοντας το χέρι του πάνω στο πρόσωπο μου με ανάγκασε να τον κοιτάξω... «Ξέρεις
πόσο σε αγαπώ και σε νοιάζομαι Μπέλα... αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η θέση μου,
μου επιτρέπει να σου χρυσώσω το χάπι...» τόνισε και συνέχισε... «Πρέπει να
ηρεμήσεις... το μωρό είναι πολύ νευρικό και μικρό... Συνεχίζει να είναι μέσα
στα φυσιολογικά πλαίσια αλλά αυτό δεν είναι αρκετό... πρέπει να προσπαθήσεις
περισσότερο αν θες να φτάσουμε στην τελική ευθεία» είπε και κατένευσα καθώς
σκούπιζα τα δάκρυα μου και αφού κατάλαβε ότι δεν είχα σκοπό να πω τίποτα πάνω
σε αυτό συνέχισε... «Είσαι σίγουρη ότι θες να το δει η μικρή;» με ρώτησε με
νόημα... «Δεν το συνιστώ στις επικίνδυνες περιπτώσεις όπως αυτή» είπε και αναστέναξα.
«Μπορείς να την φωνάξεις;...
Της το υποσχέθηκα» είπα με πνιγμένη φωνή και τα παράτησε... Μόλις η μικρή μου
μπήκε μέσα ο Νέλσον κρατώντας την στην αγκαλιά του άρχισε πάλι να μου κάνει
υπέρηχο και να της δείχνει το κεφαλάκι του, τα ποδαράκια του, τα χεράκια του, τις
περλίτσες μου, όπως έλεγα εγώ την σπονδυλική του στήλη και μόλις έφτασε στο
φύλο του με κοίταξε και κατένευσα.
«Λοιπόν Μαρίνα πως σου
φαίνεται ο αδελφούλης σου;» είπε και η Μαρίνα τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα.
«Δεν είναι αδελφούλα;»
ρώτησε λίγο απογοητευμένη και γέλασα σιγανά.
«Ήθελες να είναι αδελφούλα;»
την ρώτησε και κάνοντας ένα παραπονιάρικο μουτράκι ένευσε καταφατικά...
«Πειράζει που είναι αδελφούλης;» η Μαρίνα γύρισε προς την μεριά μου και
απλώνοντας το χέρι μου εκείνη μου έδωσε το δικό της και μου χαμογέλασε.
«Θα του βγάλεις
φωτογραφίες;» τον ρώτησε τελικά και ο Νέλσον γέλασε.
«Έχω βγάλει πάρα πολλές...
διάλεξε όποια θέλεις» την παρότρυνε και της έδωσε τις μικρές φωτογραφίες... Η
Μαρίνα αμέσως ενθουσιάστηκε και άρχισε να της κοιτάει μια μια με περιέργεια...
«Θα της βάλεις στο δωμάτιο σου;» την ρώτησε με περιέργεια και κούνησε αρνητικά
το κεφαλάκι της.
«Θα κάνουμε μια μεγάλη
έκπληξη στο μπαμπά μου... Δεν το ξέρει ακόμα... είναι το μυστικό μας» του είπε
συνωμοτικά και γέλασα.
Αφού με έστειλε να μου
πάρουν αίμα για τον απαραίτητο έλεγχο, φύγαμε από το νοσοκομείο και γυρίζοντας
στο σπίτι πιάσαμε αμέσως δουλειά.
Πάνω στην τραπεζαρία
απλώσαμε όλα μας τα υλικά και αφού διαλέξαμε την πιο όμορφη φωτογραφία από
όλες... με την βοήθεια μου φτιάξαμε μια μεγάλη κάρτα με τόνους χρυσόσκονη απάνω
με καρδούλες, λουλούδια και ότι βάζει ο νους σας και αφού την τελειώσαμε
καθίσαμε μαζί και την κοιτάξαμε με θαυμασμό.
«Έκανες καταπληκτική
δουλειά!» την επαίνεσα και με κοίταξε δύσπιστα.
«Αλήθεια;» ρώτησε με αγωνία
και της χαμογέλασα ζεστά.
«Τι θα έκανα χωρίς εσένα;»
την ρώτησα και ήρθε στην αγκαλιά μου.
«Σ’ αγαπώ μανούλα μου» είπε
και έσφιξε τα χεράκια της γύρω από τον λαιμό μου.
«Και εγώ σ’ αγαπώ καρδούλα
μου... Σ’ αγαπάω με όλην την δύναμη της καρδιάς μου... είσαι όλος μου ο κόσμος»
της είπα με βαθιά φωνή από την συγκίνηση και τα χεράκια της σφίχτηκαν γύρω με
περισσότερη δύναμη και με αυτόν τον τρόπο μου ανταπέδωσε τα ίδια μου τα λόγια
και ένιωσα η πιο ευλογημένη γυναίκα πάνω στην γη.
1 σχόλιο:
Επειδή δεν έχω παιδιά και ούτε σκέφτομαι να αποκτήσω τουλάχιστον για επόμενα 10 χρόνια δεν μπορώ να νιώσω πλήρως τα συναισθήματα της Μπελας αλλά τα πράγματα πάνε καλά έτσι??
Δημοσίευση σχολίου