Ανοίγοντας τα
μάτια μου αντίκρισα το ταβάνι από το δωμάτιο που έμενα όταν πρωτοήρθα στο
σπίτι και αναστέναξα... Κάποιος θα με είχε μαζέψει... και με έβαλε εδώ για να
μην με δει το παιδί σε αυτήν την κατάσταση... σκέφτηκα και αναστέναξα πιάνοντας
το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να εκραγεί... Τι ώρα να έχει πάει;... αναρωτήθηκα
και με νωχελικές κινήσεις προσπάθησα να σηκωθώ και να πάω στο δωμάτιο μου.
Η μικρή μου
δεν ήταν εδώ και άφησα την ανάσα μου με ανακούφιση... Αυτό μου έλειπε τώρα να
με δει και σε αυτήν την κατάσταση... Κλείστηκα στο μπάνιο και αφού ήπια ένα
παυσίπονο μπήκα στην ντουζιέρα και άφησα το νερό να με κατευνάσει...
Σουλουπώθηκα και αφού ντύθηκα πήρα την Τζέσικα τηλέφωνο και εκείνη με ενημέρωσε
πως την είχαν ειδοποιήσει ότι δεν ήμουν καλά και ότι δεν θα πήγαινα στην
δουλειά... Αφού της το επιβεβαίωσα έβαλα το κινητό στην τσέπη του σορτς μου και
άρχισα με βαριά βήματα να κατεβαίνω προς τα κάτω για να πάω να βάλω τίποτα στο
στόμα μου αγκομαχώντας... Ο πονοκέφαλος ακόμα δεν έλεγε να με αφήσει.
Κατεβαίνοντας
στο κυρίως σπίτι οι τσιρίδες της μικρής μου μου τρύπησαν τα αυτιά και αμέσως με
έκαναν χειρότερα.
«Δεν
πρόκειται να φάω αν δεν έρθει ο μπαμπάς μου» τσίριζε και η Ντόρα με όσο
κουράγιο της είχε απομείνει προσπάθησε μάταια να την μεταπείσει.
«Σε παρακαλώ
καρδιά μου... ο μπαμπάς θα γυρίσει σε πέντε μέρες... Θα μείνεις πέντε μέρες
νηστική;» την ρώτησε και εκείνη συνέχισε με πείσμα να τσιρίζει χωρίς να
υπολογίζει τίποτα.
«Εεεε... τι
συμβαίνει εδώ;» επενέβηκα εγώ και ταυτόχρονα γυρίσανε και οι δύο και με
κοιτάξανε.
«Η Μαρίνα
αρνείται να φάει το φαγητό της αν δεν έρθει ο κύριος» με ενημέρωσε ντροπιασμένα
η Ντόρα και η μικρή την κοίταξε με μια δολοφονική ματιά.
«Καρφί» της
είπε με δηλητήριο στην φωνή της και αυτό έφτασε να με βγάλει από τα ρούχα μου.
«Σε ποιον
νομίζεις ότι μιλάς έτσι;» την ρώτησα αυστηρά και γύρισε σοκαρισμένη προς το
μέρος μου.
«Είναι η
νταντά μου... πληρώνεται για να με φροντίζει και να με υπηρετεί... όχι να με
καρφώνει στον οποιοδήποτε» είπε με θράσος και αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε
το ποτήρι μου.
«Αλήθεια;»
ειρωνεύτηκα και γύρισα την ματιά μου προς την Ντόρα... «Δεν φαίνεται να κάνει
και πολύ καλή δουλειά... οπότε Ντόρα απολύεσαι... έξω από το σπίτι μου τώρα»
απαίτησα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση γι’ αυτό και η Ντόρα έμεινε για λίγο
σοκαρισμένη να με κοιτάει χωρίς να ξέρει πως να αντιδράσει... «Είπα κάτι που
δεν κατάλαβες;» την ρώτησα εκνευρισμένα και το κακόμοιρο το κορίτσι άρχισε να
κουνάει το κεφάλι της αρνητικά και με όση αξιοπρέπεια της είχε απομείνει
σηκώθηκε και ψιθυρίζοντας ένα συγνώμη έφυγε... Η μικρή κοίταζε μια εμένα και
μια προς την μεριά που είχε φύγει η Ντόρα χωρίς να ξέρει πως να αντιδράσει...
αλλά το πείσμα της ήταν πολύ μεγάλο για να το αφήσει έτσι.
«Τι έκανες
τώρα;...» ρώτησε και ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Δεν ήσουν
ικανοποιημένη από τις αποδώσεις της οπότε την έδιωξα για να σε απαλλάξω από
αυτήν» είπα αδιάφορα.
«Και τώρα
ποιος θα με φροντίζει;» ρώτησε παγωμένα περιμένοντας τις αντιδράσεις μου.
«Κανείς...
είσαι μεγάλη κοπέλα πια... μπορείς να φροντίζεις και μόνη σου τον εαυτό σου»
συνέχισα με τον ίδιο αδιάφορο τόνο και κοίταξα προς το πιάτο της... «Θα το φας
αυτό;» ρώτησα και ακολουθώντας την ματιά μου σούφρωσε τα χειλάκια της και
ζαρώνοντας τα μάτια της το πήρε και το πέταξε στο πάτωμα... εγώ δεν μάσησα μια.
«Θέλω τον
μπαμπά μου τώρα» απαίτησε σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος και την κοίταξα
ακόμα αδιάφορα στα μάτια.
«Λυπάμαι
μικρή μου... αλλά θα χρειαστείς να περιμένεις πέντε μέρες για να τον δεις... αν
τελείωσες από εδώ πήγαινε στο δωμάτιο σου και ετοιμάσου για ύπνο» απαίτησα και
χωρίς να περιμένω την ανταπόκριση της γύρισα την πλάτη μου και άρχισα να πηγαίνω
προς την κουζίνα για να δω την Κάτι.
Κλείνοντας
την πόρτα εκείνη με κοίταξε χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Καιρός
είναι να μάθει μερικούς τρόπους...» μουρμούρισα και με σταθερά βήματα πήγα
κοντά της... «Πάρε την υπόλοιπη μέρα ρεπό και τηλεφώνησε στην Ντόρα... πες της
να περιμένει τηλεφώνημα μου» της είπα συνωμοτικά και εκείνη αναστέναξε.
«Και τα
σπασμένα;» ρώτησε και γέλασα δύσπιστα.
«Δεν θα μου
πέσει ο κώλος να τα μαζέψω Κάτι... πήγαινε να ξεκουραστείς... Αν και τώρα που
το σκέφτομαι... κάντο τρεις μέρες... Ευκαιρία είναι να βάλω τα πράγματα στην
θέση τους... Αρκετά άφησα τα πράγματα ανεξέλεγκτα» δήλωσα αποφασιστικά και με
κοίταξε ερευνητικά.
«Θα τα
καταφέρεις μόνη σου;» ρώτησε και αναστέναξα.
«Κάτι μου
μέχρι πριν 6 χρόνια τα έβγαζα πέρα έφερνα όλα μόνη μου... Πήγαινε σε
παρακαλώ... και πες στον Βλαντιμ να έχει το νου του μην το σκάσει η μικρή γιατί
την έχω ικανή να το κάνει και αυτό» της είπα και τα παράτησε... Μου έδωσε ένα
φιλί στο μάγουλο και έφυγε αφήνοντας με μόνη μου.
Και τώρα οι
δύο μας....
Αφού έφαγα
και στυλώθηκα πήρα ένα βιβλίο από το δωμάτιο μου και κατέβηκα στο σαλόνι... Τα
σπασμένα τα άφησα όπως ήταν επιδεικτικά και ξαπλώνοντας στον καναπέ του
σαλονιού το άνοιξα και άρχισα να χαλαρώνω περιμένοντας το πότε η μικρή θα
ξέσπαγέ.
Ήμουν σίγουρη
ότι δεν θα αργούσε να έρθει η ώρα... ήδη όταν ανέβηκα απάνω άκουγα από το
δωμάτιο της να ουρλιάζει και να ξεσπάει πάνω στα παιχνίδια της... δεν μπήκα
στον κόπο να πάω να την δω γιατί ήμουν σίγουρη ότι το δωμάτιο πια θα ήταν
βομβαρδισμένο τοπίο και έτσι απλά περίμενα... Αργά η γρήγορα θα χρειαζόταν να
πάει στην τουαλέτα και φυσικά θα προσπαθούσε να καταφύγει στην βοήθεια της Κάτι
γιατί βλέπετε η μικρή πριγκίπισσα... ούτε αυτό δεν μπορούσε να κάνει μόνη
της... 5 χρονών γαϊδούρι και ούτε τα βρακιά της δεν μπορεί να σηκώσει μόνη της
γιατί είναι πριγκίπισσα και όσοι είναι γύρω της πρέπει να την υπηρετούν... Όχι
μικρή μου... αρκετά... όσα έμαθες ήρθε η ώρα να τα ξεμάθεις... μπορεί τρεις
μέρες, μια βδομάδα... ένα μήνα να γίνουμε κώλος αλλά τέρμα τα τερτίπια σου...
ήρθε η ώρα να μάθεις πως είναι να σε ταπεινώνουν... μπας και καταλάβεις τι
ακριβώς κάνεις εσύ στους άλλους.
Ένιωθα
απαίσια... την αγαπούσα πέρα από κάθε φαντασία... αλλά δεν μπορούσα να ανεχτώ
την κακομαθησιά της... Θα μου πείτε εκείνη φταίει γι αυτό;... Όχι σίγουρα
όχι... σε καμία περίπτωση... αλλά όσο εκείνος είναι εδώ... ότι προσπάθεια και
να κάνω να της δείξω τις αξίες της ζωής... να της μάθω πως να σέβεται και να
αγαπάει τους ανθρώπους που προσπαθούν να την εξυπηρετήσουν... τόσο βρίσκω έναν
τεράστιο τοίχο μπροστά μου... Είναι σαν να έχουμε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα...
και αυτό πρέπει να τελειώσει εδώ... να τελειώσει τώρα.
«Κάτιιιιι...
Κάτιιιι» άρχισε να τσιρίζει η μικρή μου από τον πάνω όροφο... Εγώ δεν
ανταποκρίθηκα.
«Κάτιιι...
Κάτιιιι» συνέχυσε με περισσότερο πείσμα και αφού δεν πήρε καμία απάντηση
κατέβηκε κάτω και άρχισε να την ψάχνει.
«Ψάχνεις
κάτι;» την ρώτησα χωρίς να σηκώνω την ματιά μου από το βιβλίο για να μην
νομίζει ότι την αφήσαμε τελείως μόνη και τρομάξει και ξαφνικά πάγωσε και με
κοίταξε με περιέργεια.
«Που είναι η
Κάτι;» ρώτησε και ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα.
«Την
έδιωξα... την ήθελες κάτι;» συνέχισα με αδιάφορο ύφος χωρίς να την κοιτώ και
έμεινε για λίγο παγωμένη στην θέση της.
«Την
έδιωξες;...» ρώτησε σοκαρισμένη... «Γιατί;;;»
«Γιατί σε
κακομαθαίνανε και δεν το ανέχομαι άλλο αυτό... Από εδώ και πέρα θα είμαστε εγώ
και εσύ... κανένας άλλος» της δήλωσα κοιτώντας την σταθερά στα μάτια
περιμένοντας τις αντιδράσεις της.
«Αφού εσύ
δουλεύεις... ποιος θα με παίρνει από το σχολείο;»
«Ο σοφέρ και
ο Βλαντιμ» της απάντησα απλά.
«Και ποιος
θα μαγειρεύει;»
«Εγώ»
«Και ποιος
θα με ντύνει και θα με κάνει μπάνιο;» συνέχιζε ακάθεκτα τις ερωτήσεις που την
απασχολούσαν.
«Μόνη σου...
και όπου χρειάζεσαι βοήθεια θα σε βοηθάω εγώ»
«Και δεν θα
πηγαίνεις στην δουλειά σου;» με κοίταξε με την απορία ζωγραφισμένη στα ματάκια
της.
«Όχι... δεν
θα ξαναπάω»
«Και ο
μπαμπάς;»
«Τι ο
μπαμπάς;» είπα ήρεμα.
«Δεν θα
πηγαίνει ούτε εκείνος;»
«Ο μπαμπάς
θα πηγαίνει κανονικά στην δουλειά του... Εγώ δεν θα ξαναπάω» της δήλωσα και το
σκέφτηκε για λίγο.
«Και αυτό
ποιος θα το μαζέψει;» ρώτησε δείχνοντας το σπασμένο πιάτο στο πάτωμα και
χαμογέλασα.
«Αυτός που
το έσπειρε» είπα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση γι’ αυτό και με κοίταξε με
απορία... «Από εδώ και πέρα όλοι μας θα καθαρίζουμε ότι βρωμίζουμε... ο καθένας
μας θα αναλάβει το δωμάτιο του να το κρατάει καθαρό... και θα καθαρίζει ότι
λερώνει» τόνισα και αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της.
«Εγώ είμαι
μικρή δεν μπορώ να μαζέψω το πιάτο... θα κοπώ»
«Δεν με
πείθεις... το ξέρεις ότι είναι ειδικά πιάτα που αν σπάσουν δεν κόβουν» της είπα
και γύρισα ξανά την ματιά μου προς το βιβλίο μου αδιάφορα περιμένοντας το
ξέσπασμα της που ήταν πολύ κοντά.
«Θέλω τον
μπαμπά μου τώρα» τσίριξε αλλά αδιαφόρησα και αυτό την έκανε ακόμα πιο έξαλλη...
Τρέχοντας καταπάνω μου άρχισε να με βαράει και να τρελαίνεται λέγοντας και
κάνοντας πράγματα που δεν τα εννοούσε και σταματώντας την με κοίταξε με μίσος
στα μάτια.
«Σε μισώ...
δεν σε θέλω στο σπίτι μου... θέλω να φύγεις... θέλω τον μπαμπά μου τώρα» είπε
όσο πιο σκληρά μπορούσε για να με πονέσει και που να με πάρει το πέτυχε αλλά
δεν τα έχασα... με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει πήρα μια βαθιά ανάσα... και
συνέχισα το ίδιο στιλ και όσο πέρναγε η ώρα εκείνη γινότανε χειρότερα αλλά δεν
τα παράταγα.
Είχε
βραδιάσει και το σπίτι είχε καταντήσει εμπόλεμη ζώνη... Η μικρή δεν σταμάταγε
να ξεσπάει και όσο αρνιόμουνα να πάρω τηλέφωνο τον πατέρα της τόσο εκείνη
γινότανε χειρότερα... όσο αρνιόμουνα να της κάνω τα χατίρια τόσο εκείνη ξέσπαγε
περισσότερο... και όσο όσο έβλεπε ότι έχανε την μάχη.... τόσο το πείσμα της
γινότανε πιο ισχυρό... αλλά εγώ δεν λύγιζα... την άφηνα να ξεσπάει και να
βγάζει από μέσα της όλα της τα χαρτιά της και κάθε φορά που έβλεπε ότι δεν
πέρναγε τίποτα από όλα αυτά τόσο περισσότερο στο τέλος λύγιζε και καταλάβαινε
ότι με είχε ανάγκη... αλλά για να μπορέσει να απαιτήσει την βοήθεια μου θα
έπρεπε πρώτα να κάνει ένα βήμα πίσω και αυτό ήταν πάνω από τον εγωισμό της.
Κάποια
στιγμή το τηλέφωνο χτύπησε και πριν προλάβω να το σηκώσω η μικρή έτρεξε και το
άρπαξε... και ανοίγοντας το, το έβαλε στο αυτί της.
«Μπαμπάααα»
τσίριξε με όλη την δύναμη της ψυχής της ελπίζοντας ότι θα είναι εκείνος και
μόλις άκουσε την φωνή του... άρχισε ακατάπαυστα να του λέει τι είχε συμβεί από
την στιγμή που σηκώθηκα και μετά... εγώ περίμενα υπομονετικά.
Μόλις την
ηρέμησε και πήρε μια ανάσα μου έτεινε το ακουστικό προς το μέρος μου.....
«Θέλει να
σου μιλήσει» είπε αυθάδικα με το στιλ τώρα την πάτησες και ανασήκωσα το φρύδι
μου ειρωνικά γελώντας απαντώντας της με την ματιά μου... Νομίζεις.
«Ναι;»
απάντησα στην κλήση και άκουσα τον Έντουαρντ να τρίζει τα δόντια του.
«Πας
καλά;... Τι είναι όλα αυτά που λέει το παιδί;» ρώτησε με όλον τον εκνευρισμό
που τον είχε καταβάλει.
«Την
αλήθεια» απάντησα απλά και τότε ο Έντουαρντ βγήκε από τα ρούχα του.
«Μπέλα έχεις
τρελαθεί τελείως;... Τι ακριβός κάνεις;» τσίριξε και ρουθούνισα χαμογελώντας.
«Θερίζω ότι
έσπειρες...» απάντησα και για λίγο έκανε μια παύση.
«Έχεις πιει
πάλι;» με κατηγόρησε.
«Είμαι
απόλυτα νηφάλια» τον βεβαίωσα ψυχρά.
«Δεν μπορώ
να σε καταλάβω»
«Αλήθεια...
υπήρχε περίοδος που πραγματικά προσπάθησες να το κάνεις;» του χτύπησα και
έτριξε τα δόντια του δυνατά.
«Μπέλα...»
προσπάθησε αλλά τον διέκοψα κοφτά.
«Άκου να σου
πω... αν νομίζεις ότι θα σε αφήσω να την κάνετε σαν τα μούτρα σας... είσαι
βαθιά νυχτωμένος... Τέλος Έντουαρντ... ΤΕ – ΛΟΣ... ότι έκανες έκανες... τώρα
ήρθε η ώρα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου... και μέχρι να μάθετε και οι
δύο να σέβεστε και να εκτιμάται όσα έχετε... δεν πρόκειται να τα παρατήσω» του
δήλωσα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση γι’ αυτό και εκείνος για λίγο δεν μίλαγε...
Περίμενα υπομονετικά.
«Μπορείς να
μου δώσεις για λίγο την μικρή;» ρώτησε μετά από λίγο με πιο ήρεμη φωνή και
έτεινα το τηλέφωνο προς το μέρος της.
«Θέλει να
σου μιλήσει» επανέλαβα τα λόγια που είχε χρησιμοποιήσει εκείνη πριν και
αρπάζοντας το τηλέφωνο από το χέρι μου το έβαλε στο αυτί της.
«Μπαμπά;;;»
ρώτησε γεμάτη ελπίδα για λίγη υποστήριξη από την μεριά του και ξαφνικά όλο το
πρόσωπο της άλλαξε... άρχισε να παίρνει μια σοκαρισμένη έκφραση και ξαφνικά
πάγωσε και δεν ήξερε πως να αντιδράσει σε αυτά που άκουγε.
«Μα
μπαμπά...» προσπάθησε αλλά ο Έντουαρντ φαντάζομαι την διέκοψε... «Μα...»
προσπάθησε άλλη μια φορά αλλά ο Έντουαρντ δεν την άφησε να συνεχίσει... «Καλά»
είπε παραπονιάρικα τελικά και κατέθεσε τα όπλα... «Και εγώ σ’ αγαπώ» του είπε
με τρεμάμενη φωνή ενώ τα δάκρυα της άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλα της και
κοίταξε το πάτωμα... «Μου λείπεις» είπε στο τέλος σπαρακτικά και αφού άκουσε
την απάντηση του Έντουανρτ πέταξε το τηλέφωνο και έτρεξε στο δωμάτιο της
χτυπώντας την πόρτα με δύναμη.
Πήρα το
τηλέφωνο στα χέρια μου και μόλις το έβαλα στο αυτί μου κατάλαβα ότι εκείνος
είχε κλείσει την γραμμή... Μέχρι να γυρίσει δεν μου ξαναμίλησε.
Η βδομάδα
που ακολούθησε κύλισε στο ίδιο μοτίβο... αλλά μέρα με την ημέρα οι καταστάσεις
καλυτερεύανε... Ο Έντουαρντ έπαιρνε περισσότερες φορές από όσο συνήθιζε συνήθως
για να ελέγξει ότι η Μαρίνα είναι καλά αλλά σε καμία του κλίση δεν ήθελε να μου
μιλήσει και αυτό με έκανε κομμάτια... όμως δεν το έβαζα κάτω... Κάθε φορά που
έβλεπα την πρόοδο της Μαρίνας μου έπαιρνα περισσότερη δύναμη και συνέχιζα πιο
δυναμικά.
Τελικά
αποφάσισα να πάρω όλη την βδομάδα άδεια για να είμαι μαζί της και έτσι έκανα...
την ώρα που έλειπε στο σχολείο καθόμουν στο γραφείο και έκανα τις εκκρεμότητες
που μου έστελνε η Τζέσικα και μόλις η μικρή μου γύριζε... αφοσιωνόμουν
αποκλειστικά σε εκείνην περνώντας ποιοτικό χρόνο μαζί της και αυτό με έκανε
τόσο ευτυχισμένη... που ήμουν στο τσακ να πάρω την απόφαση να παραιτηθώ από την
εταιρία και να μείνω στο σπίτι τουλάχιστον μέχρι η μικρή μου να είναι σε θέση
να φροντίζει μόνη της τον εαυτό της και να μην με έχει τόσο πολύ ανάγκη.
Το
δυσκολότερο μέρος όσων κάναμε μαζί ήταν να την πείσω να μαζέψει το δωμάτιο
της... μια, δύο, τρεις... τα πήρα και εγώ στο κρανίο και την απείλησα.
«Αν δεν
μαζέψεις και τώρα το δωμάτιο σου θα πάρω μια σακούλα θα τα μαζέψω και θα τα πάω
στα παιδάκια που τα έχουν πραγματικά ανάγκη» της είπα αλλά όπως και το περίμενα
δεν ίδρωσε το αυτί της... και κάνοντας ένα κλικ μέσα στο μυαλό μου αποφάσισα να
το κάνω πράξη.
Μάζεψα όσα
παιχνίδια υπήρχαν στο πάτωμα και βάζοντας τα στις κούτες που είχε φέρει ο
Βλαντιμ του είπα να τα πάει στο αμάξι και αφού την βοήθησα να ντυθεί την πήρα
μαζί μου... Διαλέγοντας τυχαία ένα ορφανοτροφείο που ήταν κοντά στην περιοχή
μας τα πήγαμε μαζί εκεί.
Ήταν
ατάραχη... έκανε ότι δεν την ένοιαζε αλλά ήξερα πολύ καλά ότι μέσα της πίστευε
ότι δεν θα το κάνω γι’ αυτό και περίμενε υπομονετικά μέχρι να γυρίσουμε σπίτι
αλλά όσο έβλεπε τον Βλαντιμ να βγάζει έξω τις κούτες και να τις δίνει στο
προσωπικό του ορφανοτροφείου τόσο γούρλωνε τα μάτια της.
«Μαμά τι
κάνουμε εδώ;» ρώτησε με περιέργεια και γυρίζοντας προς το μέρος της είπα απλά
σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
«Δίνουμε τα
παιχνίδια που δεν θες στα παιδάκια που τα έχουν περισσότερο ανάγκη» και τότε
κατάλαβε ότι το εννοώ και τρέχοντας προς τον Βλαντιμ άρχισε να του τραβάει την
κούτα που κρατούσε και ο Βλαντίμ γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου.
«Μαρίνα»
φώναξα και παίρνοντας την στην αγκαλιά μου προσπάθησα να την σταματήσω.
«Άσε
μεεε...» τσίριξε και προσπάθησε να μου ξεφύγει αλλά δεν τα παρατούσα.
«Σταμάτα
αμέσως...» απαίτησα αλλά δεν άκουγε τίποτα... «Έλα μαζί μου» της είπα και την
πήρα μέσα στο ορφανοτροφείο και μόλις είδε τα παιδάκια που είχαν μαζευτεί γύρω
από τις κούτες που τους είχαν δώσει το προσωπικό του ορφανοτροφείου... πάγωσε.
«Είναι δικά
μουυυυ» τσίριζε και ξαφνικά όλα τα παιδάκια γύρισαν προς το μέρος της και την
κοιτάξανε με απορία.
«Όχι πια»
της είπα εγώ και την ανάγκασα να με κοιτάξει... «Εκείνα ξέρουν να τα σέβονται
και να τα εκτιμούν... Όταν μάθεις και εσύ να κάνεις το ίδιο με τα παιχνίδι που
ήδη έχεις τότε ίσως και να σου τα αντικαταστήσω» της είπα σκληρά και τότε έγινε
το εξής περίεργο.
Ένα
κοριτσάκι που είδε την σκηνή ήρθε κοντά μας και τραβώντας την φούστα μου με
έκανε να την κοιτάξω.
«Συγνώμη...»
είπε ευγενικά με τα ζεστά καστανά ματάκια της να με κοιτάνε δειλά... «Αυτό
είναι δικό σας;» ρώτησε και έτεινε την κούκλα που κρατούσε στο χέρι της και με
νύχια και με δόντια προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου που ήρθαν απειλητικά
να με πνίξουν.
Γονάτισα με
την Μαρίνα ακόμα στην αγκαλιά μου για να βρεθώ στο ύψος της και της χάιδεψα
απαλά τα καστανά μαλάκια της.
«Πως σε λένε
καρδιά μου;» την ρώτησα απαλά και μου χαμογέλασε με περισσότερο θάρρος.
«Νες»
απάντησε και της χαμογέλασα και εγώ.
«Νες μου...
έχεις άλλα παιχνίδια να παίξεις;» την ρώτησα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι
της.
«Με φέρανε
εδώ πριν λίγο καιρό... και τα άλλα παιδία μου δίνουν τα δικά τους παιχνίδια για
να παίζω... αλλά εγώ δεν έχω δικό μου» απάντησε απλά σαν να ήταν κάτι το
φυσιολογικό χωρίς να την ενοχλεί αυτό το γεγονός και αναστέναξα.
«Και αφού
δεν έχεις δικό σου παιχνίδι... γιατί θες να δώσεις πίσω την κούκλα που
κρατάς... δεν σου αρέσει;» την ρώτησα και κοιτώντας την αναστέναξε.
«Είναι η πιο
όμορφη κούκλα που έχω δει ποτέ μου...» είπε κοιτώντας την παραπονιάρικα αλλά
παίρνοντας μια βαθιά ανάσα γύρισε και πάλι προς το μέρος μου και με κοίταξε...
«Άλλα δεν θέλω να την στερήσω από το κοριτσάκι... μπορεί να μην έχει άλλη
κούκλα να παίξει» είπε και δαγκώνοντας τα χείλια μου κοίταξα για λίγο μακριά
για να ανασυγκροτηθώ ώστε να μην ξεσπάσω μπροστά τους... Μόλις πήρα μια βαθιά
ανάσα γύρισα την ματιά μου προς την Μαρίνα που είχε μείνει παγωμένη να μας
κοιτάζει χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Μαρίνα;...
έχεις άλλη κούκλα να παίξεις;» την ρώτησα με σταθερή φωνή και κοιτώντας με στα
μάτια κατένευσε... «Σε πειράζει να χαρίσουμε αυτήν την κούκλα στην Νες που δεν
έχει άλλη;» την ρώτησα απαλά και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της... Γύρισα ξανά
την ματιά μου προς την Νες και της χαμογέλασα... «Κράτα την καρδιά μου... είναι
δική σου» της είπα και άνοιξε τα μάτια της διάπλατα από την έκπληξη.
«Αλήθεια...
μου την χαρίζεται;» ρώτησε δύσπιστα και της κατένευσα... «Σας ευχαριστώ πάρα
πολύ...» αναφώνησε και έπεσε στην αγκαλιά μου και με τα μικροσκοπικά της
χεράκια αγκάλιασε ταυτόχρονα και εμένα και την Μαρίνα... Η Μαρίνα από την άλλη
δεν ήξερε πως να αντιδράσει.
Φίλησα την
κορυφή του κεφαλιού της Νες και μόλις απομακρύνθηκε για λίγο από κοντά μας
σκούπισε τα ματάκια της και την μύτη της με το μανική της και κοίταξε άλλη μια
φορά την καινούργια της κούκλα.
«Δεν θα το
ξεχάσω ποτέ» είπε και άρχισε να φεύγει χωρίς να σταματάει να κλαίει από την
χαρά της.
«Περίμενεεεε»
τσίριξε η Μαρίνα και την κοίταξα ανήσυχη την στιγμή που έφυγε από την αγκαλιά
μου και έτρεξε κοντά της... «Αυτή η κούκλα έχει και άλλα αξεσουάρ...» της είπε
και παίρνοντας την από το χέρι την τράβηξε προς την κούτα που είχε πάρει την
κούκλα και διώχνοντας από κοντά της τα άλλα παιδία που ήταν κοντά στην κούτα
άρχισε να ψάχνει με μανία τα αξεσουάρ της κούκλα που κρατούσε η Νες... Μόλις τα
βρήκε τα μέτρησε και αφού είδε ότι είναι όλα εκεί πήγε ξανά κοντά της και της
τα έδωσε.
«Τι κάνουν
αυτά;» ρώτησε η Νες με απορία και η Μαρίνα την κοίταξε σοκαρισμένη.
«Δεν
ξέρεις;» την ρώτησε και η Νες κούνησε το κεφαλάκι της αρνητικά... «Έλα θα σου
δείξω» της είπε και παίρνοντας την από το χέρι την έσυρε προς το πρώτο μπαγκάκι
που βρήκε μπροστά της και άρχισε να της μιλάει ακατάπαυστα ενώ της έδειχνε με
μεγάλο ενθουσιασμό τα πράγματα της κούκλας.
Και έτσι
ξεκίνησε μια δυνατή και μεγάλη φιλία που με το πέρασμα των χρόνων αντί να
αλλοιωθεί κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο δυνατή.
Τις κοίταζα
και δεν ήξερα πως να αντιδράσω... τα μάτια μου έτρεχαν χωρίς να μπορώ πια να τα
σταματήσω και ένιωθα τόσο υπερήφανη για τον μικρό μου φασολάκι που εκείνην την
στιγμή ήθελα να την πάρω στην αγκαλιά μου και να την σφίξω με όλη μου την
δύναμη... αλλά δεν έκανα τίποτα... δεν ήθελα να τους χαλάσω την στιγμή και
χωρίς να το σκεφτώ τους τράβηξα κρυφά φωτογραφία για να την εκτυπώσω και να της
την δώσω να την έχει για να την θυμάται.
4 σχόλια:
εύχομαι ο Έντουαρντ να αλλάξει την στάση του..και να γίνουν όλα όπως πριν!
Οκ ο Εντουαρντ κακομαθαίνει το μικρό κτλ αλλά πραγματικά εξαιτίας αυτού σχεδόν διαλυθηκε ο γάμος τους??Να δεις κάτι έκανε Ο Μαλάκας(βλ.Καρλάιλ)αλλά τι ρε γαμώτο μου??Θα το βρω που θα μου πάει...
Καταρχήν θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για τα σχόλια σας... μου δίνουν δύναμη για να συνεχίζω.
Ναι έχει να κάνει με τον Καρλάιλ... το τι και το πως παρακάτω ;)
Μην ξεχνάτε πως ξεκίνησε αυτή η ιστορία... μην ξεχνάτε τον χαρακτήρα που είχε τότε ο ΕΝΤ μας... μην ξεχνάτε ότι ήταν όλα ψεύτικα μόνο και μόνο για να νομίζει ο Καρλάιλ ότι κάνει αυτό που θέλει ;)
παρόλα αυτά την αγαπούσε..δεν γίνεται να χαλάσει αυτό!!και νομίζω πως η Μπέλλα κατάφερε να αλλάξει τον Έντουαρντ μόνιμα από την στιγμή που άγγιξε την ψυχή του..:)
Δημοσίευση σχολίου