Ετικέτες

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Fly Away "53. You're Missing It"



Έβαλα το μαγιό μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη... Η Τζέσικα είχε δίκιο... αύριο έμπαινα στον τρίτο μήνα και η κοιλιά μου είχε ήδη φουσκώσει διακριτικά... Χάιδεψα απαλά το μικρό καρούμπαλο συνεσταλμένα ενώ η φωνή της συνείδησης μου με αφύπνισε.

Τι περιμένεις και δεν του το λες;... ρώτησε και βάζοντας το παρεό μου μισό κάλυψα την κοιλιά μου και αναστέναξα... Θέλω να δει εμένα και όχι έναν πιθανό διάδοχο... της απάντησα και βγαίνοντας από το δωμάτιο κατέβηκα κάτω και άρχισα να τους πλησιάζω... εκείνοι δεν με είχαν πάρει είδηση και έμεινα για λίγο στην μπαλκονόπορτα να τους κοιτώ με ένα χαμόγελο στα χείλια... Θυμούμενη την στιγμή που η Μαρίνα ήρθε στο νοσοκομείο να δει την μικρή μας.

Θήλαζα και θαύμαζα τον θησαυρό μου χαϊδεύοντας το ευλαβικά ενώ ο Έντουαρντ χάιδευε και φίλαγε τα μαλλιά μου χωρίς να μιλάει μέχρι που η πόρτα χτύπησε και πήγε να δει ποιος είναι... η φωνή της Άλις και της Μαρίνας έφτασε στα αυτιά μου και χαμογέλασα.

«Ελάτε μέσα» τους παρότρυνα και μόλις φτάσανε κοντά μου η Μαρίνα με κοίταξε για μια στιγμή και μετά άφησε την ματιά της να περιπλανηθεί στο αγγελούδι μας με όλη της την αγάπη.

«Είναι τόσο μικρή» είπε με πνιγμένη φωνή και έκατσε στην καρέκλα που ήταν δίπλα στο κρεβάτι μου μην μπορώντας άλλο να μείνει όρθια από την συγκίνηση.

Άπλωσε το ροζιασμένο της χέρι και με την πιο απαλή κίνηση χάιδεψε το χέρι της μικρής μου ευλαβικά και αναστέναξε.

«Είναι ένας άγγελος» είπε με φωνή που έβγαινε σαν ψίθυρος από μέσα της και της χαμογέλασα.

«Μαρίνα... να σου γνωρίσω την τρισέγγονη σου... Μαρίνα» είπα και με κοίταξε με έκπληξη στα μάτια σοκαρισμένη και ο Έντουαρντ ήρθε δίπλα της και της έτριψε τους ώμους της.

«Δεν ξέρω τι να πω» είπε και έμεινε ξέπνοη να με κοιτάει άφωνη.

«Εμένα δεν θα μου γνωρίσετε την βαφτιστήρα μου;» είπε η Άλις και γυρίζοντας προς την μεριά της όλοι ταυτόχρονα γελάσαμε δυνατά.

«Έλα εδώ βρε παραπονιάρα» της είπα τείνοντας το χέρι μου προς το μέρος της και ερχόμενη κοντά μου μου έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο και κοίταξε την μικρή μου.

«Γεια σου ζουζουνάκι» είπε συγκινημένη και της χάιδεψε το χεράκι της... «Εγώ είμαι η νονά σου» συνέχισε και άφησε ένα φιλί πάνω στα λίγα ξανθά μαλάκια της και η μικρή έβγαλε ένα ναζιάρικο λαρυγγιστό ήχο και γελάσαμε όλοι μαζί... «Καλέ δεν θα σου πάρω το φαί» αναφώνησε η Άλις και όλοι ταυτόχρονα ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια και μικρή μου ενοχλημένη άρχισε να κλαίει ενώ άφησε την θηλή μου.

«Σσσς... καρδιά μου εδώ είναι» της είπα απαλά βάζοντας και πάλι πάνω στα χειλάκια της την θηλή μου και εκείνη αμέσως την άρπαξε και συνέχισε να πίνει λαίμαργα το γαλατάκι της.

«Φτου σκόρδα κόρη μου... μακάρι να είσαι πάντα τόσο φαγανό και γερό» είπε η Μαρίνα και κοίταξα για λίγο τον Έντουαρντ συνωμοτικά και εκείνος δάγκωσε τα χείλια του για να μην γελάσει δυνατά.

«Αααα... μην λες τέτοια γιαγιά.. γιατί μετά δεν θα ξέρω πως να την μαζέψω» αναφώνησε η Άλις και δεν άντεξα άλλο σε αυτήν την ανάμνηση και άρχισα να γελάω δυνατά και Μαρίνα με τον Έντουαρντ σταματώντας το παιχνίδι τους γύρισαν και με έπιασαν στα πράσα την ώρα που τους κοίταζα.

«Δεν ήξερα ότι γύρισες» είπε ο Έντουαρντ και άρχισα να τους πλησιάζω.

«Με θέλετε στην παρέα σας;» ρώτησα την ώρα που έφτασα κοντά στην σκάλα και η μικρή μου αμέσως απαίτησε την προσοχή του πριν προλάβει εκείνος να μου απαντήσει.

«Μπαμπάααα... θέλω κι άλλο μακροβούτι» φώναξε δυνατά και γύρισε προς την μεριά της.

«Θα σε κάνω καρδιά μου» της απάντησε και αφοσιώθηκε και πάλι σε εκείνην αφήνοντας το ερώτημα μου αναπάντητο.

Έξυσα το κεφάλι μου μηχανικά προσπαθώντας πολύ σκληρά να καταπνίξω το πόνο στο στήθος που με είχε διαλύσει... και πηγαίνοντας προς την ξαπλώστρα πήρα μια βαθιά ανάσα έχοντας γυρισμένη την πλάτη μου σε εκείνους κάνοντας άλλη μια προσπάθεια να ανασυγκροτηθώ... Έβγαλα το παρεό μου και γυρίζοντας αποφασιστικά προς το μέρος τους μπήκα μέσα στο νερό και άρχισα να τους πλησιάζω... Ο Έντουαρντ με κοίταξε ερευνητικά και εγώ του χαμογέλασα αλλά πριν αντιδράσει για άλλη μια φορά η μικρή απαίτησε την προσοχή του.

«Μπαμπαααα... πείνασαααα» είπε και έμεινα για λίγο να κοιτώ τις αντιδράσεις του.

«Θες να βγούμε;» την ρώτησε και εκείνη τυλίγοντας τα χεριάκια της γύρω από τον λαιμό του έκρυψε το κεφάλι της στην βάση του λαιμού του και εκείνος έλιωσε.

«Πεινάωωω» είπε ξανά και εκείνος αναστέναξε... με κοίταξε για λίγο αλλά χωρίς να πει τίποτα την πήρε μακριά μου και βγήκαν για να πάνε να ετοιμαστούν για να φάνε αφήνοντας με για άλλη μια φορά μόνη μου.

Κοίταξα για λίγο άδεια το κενό και αναστέναξα... Τι λάθος έχω κάνει με αυτό το παιδί δεν μπορώ να καταλάβω... είπα μέσα μου με παράπονο και χωρίς να το σκεφτώ άρχισαν να κολυμπώ πάνω κάτω στην πισίνα με μανία προσπαθώντας να ξεσπάσω ότι με έπνιγε πριν προσπαθήσω ξανά.

Μόλις άλλαξα και κατέβηκα κάτω τους βρήκα να παίζουν αεροπλανάκια ταΐζοντας ο ένας τον άλλο στο στόμα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τους πλησίασα αποφασιστικά... Φίλησα την μικρή μου στην κορυφή του κεφαλιού της και εκείνη γύρισε προς την μεριά μου ξαφνιασμένη.

«Τι κάνουν τα παιδάκια μου εδώ... παίζουν αεροπλανάκια;» είπα χαρίζοντας της ένα μεγάλο χαμόγελο ενώ της χάιδευα παιχνιδιάρικα τις ξανθές τις μπουκλίτσες κοιτώντας βαθιά μέσα στα γκριζοπράσινα ματάκια της και εκείνη για λίγο το σκέφτηκε πριν απαντήσει.

«Ναι» είπε μονολεκτικά και της χαμογέλασα πιο πλατιά.

«Θα με παίξετε και μένα;» προσπάθησα και κοίταξε για λίγο τον πατέρα της.

«Δεν πεινάω άλλο... θέλω να πάμε απάνω να παίξουμε» απαίτησε και δαγκώνοντας τα χείλια μου κοίταξα εξουθενωμένα για λίγο μακριά αποφεύγοντας την ματιά τους... ξύνοντας το φρύδι μου νευρικά.

«Τότε να μην σας καθυστερώ» είπα πληγωμένη ασυναίσθητα και χωρίς να τους κοιτάξω τράβηξα προς την κουζίνα χωρίς να περιμένω τίποτα άλλο... Ο Έντουαρντ για άλλη μια φορά απλός σιώπησε και δεν είπε τίποτα.

Η Κάτι με κοίταξε με κατανόηση και μόλις έφτασα στο ψυγείο για να πάρω ένα μπουκάλι νερό ήρθε δίπλα μου και μου έτριψε το μπράτσο.

«Μην τα παρατάς» είπε συνωμοτικά και κλείνοντας το ψυγείο γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της και ξεφύσησα ηττημένη.

«Τι άλλο να κάνω;» ρώτησα ενώ τα δάκρυα μου έρχονταν απειλητικά να με πνίξουν και με έκλεισε στην αγκαλιά της.

«Μην τα παρατάς» επανέλαβε και κατένευσα χωρίς να πω τίποτα άλλο αρχίζοντας να βγαίνω από την κουζίνα... Δεν με χωρούσε ο τόπος.

«Δεν θα φας;» ρώτησε αλλά χωρίς να της απαντήσω άρχισα να κάνω άσκοπες βόλτες μέσα στο σπίτι χωρίς προορισμό.

Μόλις έφτασα έξω από το “Home Theater” κοκάλωσα και έμεινα να κοιτώ την κλειστή πόρτα αναποφάσιστη... Τελικά την άνοιξα και μπαίνοντας μέσα πάτησα το διακόπτη για να ανοίξουν τα φώτα, πήρα το τηλεκοντρόλ στα χέρια μου και έκατσα στον καναπέ αρχίζοντας να ψάχνω για τις ταινίες που είχαμε γυρίσει από την στιγμή που σμίξαμε με τον Έντουαρντ και μετά.

Τα ματιά μου έπεσαν στα πρώτα γενέθλια της Μαρίνας και χωρίς να το σκεφτώ πάτησα το Start και έκατσα πιο αναπαυτικά πάνω στον καναπέ μαζεύοντας τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου και άρχισα να γελάω και να κλαίω ταυτόχρονα βλέποντας μας και τους τρεις μαζί να γελάμε και να παίζουμε τόσο ανέμελα.

Τι λάθος έχω κάνει;... αναρωτήθηκα και πάλι νέα δάκρυα άρχισαν να κατρακυλάνε στα μάγουλα μου... Τι;

Κάπου στην μέση της ταινίας με πήρε ο ύπνος και στα όνειρα μου για άλλη μια φορά είδα την Μαρίνα να με κοιτάει από μακριά με τα κουρασμένα της μάτια θλιμμένα.

“Πόσο μου λείπεις” της είπα με πνιγμένη φωνή και εκείνη όπως πάντα μου χαμογέλασε συνεσταλμένα και η εικόνα της άρχισε να ξεθωριάζει και να εξαφανίζεται.

Άνοιξα τα μάτια μου τρομαγμένη και κοίταξα γύρω μου με απορία... Πόση ώρα είμαι εδώ;... αναρωτήθηκα και κοιτώντας το ρολόι μου αναστέναξα... Είχε πάει δώδεκα το βράδυ και κανείς δεν με είχε αναζητήσει... Κανείς... Κοίταξα την οθόνη και είδα την παγωμένη εικόνα που ο Έντουαρντ κράταγε την Μαρίνα μας ψιλά και την κοίταζε με ένα τεράστιο χαμόγελο ενώ εκείνη έλαμπε ολόκληρη και η καρδιά μου έγινε κομμάτια... έκλεισα το βίντεο και άρχισα να πηγαίνω προς το δωμάτιο μας με βαριά βήματα.

Όταν άνοιξα την πόρτα... τους βρήκα να είναι απλωμένοι σε όλο το κρεβάτι, να κοιμούνται αγκαλιά και αναστέναξα... Ίσως θα έπρεπε να πάω κοντά τους... ίσως θα έπρεπε να απαιτήσω την θέση μου... αλλά δεν έκανα τίποτα... Ήξερα ήδη ότι θα ήταν άλλη μια μάταιη προσπάθεια... ήξερα ήδη ότι το μόνο που θα κατάφερνα ήταν να έχουμε έναν ακόμα γύρω τσακωμού με τον Έντουαρντ να παίρνει το μέρος της και στο τέλος να με κάνει να νιώσω ανεπιθύμητη... και έτσι απλά τα παράτησα.

Πήγα στις μύτες τον ποδιών μου προς την γκαρνταρόμπα... άνοιξα τα φώτα και έβαλα ένα άνετο τζιν και ένα στενό μπλουζάκι και παίρνοντας την τσάντα μου στο χέρι έτσι απλά έφυγα χωρίς κάποιον προορισμό... Το μόνο που ήξερα ήταν ότι είχα ανάγκη να φύγω... να ανασάνω καθαρό αέρα... να σκεφτώ μακριά από όλους και από όλα... τις επιλογές μου... τα θέλω μου... το τι πρέπει να κάνω για να γίνουν όλα ξανά όπως ήταν πριν... Πριν εκείνη φύγει για πάντα από κοντά μας αφήνοντας πίσω της ένα τεράστιο κενό να πλακώνει την καρδιά μας.

Ήταν για όλους μας η μεγαλύτερη απώλεια που είχαμε ποτέ βιώσει... ο Έντουαρντ έκανε μήνες να το ξεπεράσει... και το μόνο του αποκούμπι ήταν η Μαρίνα μας... σε εκείνην μόνο έβρισκε ξανά το χαμόγελο που είχε χάσει... με εκείνην μόνο μπορούσε να αφεθεί και να είναι και πάλι ο εαυτός του για λίγο μέχρι να ξανακλειστεί μέσα στο γραφείο του όπως έκανε πάντα για να απομονωθεί και να καταπνίξει όλον του τον πόνο.

Πόσες προσπάθειες έκανα από τότε να τον πλησιάσω... αλλά όσο εγώ προσπαθούσα να τον κάνω να νιώσει καλά τόσο εκείνος απομακρυνόταν από μένα... Στην αρχή σκέφτηκα ότι ο χρόνος θα γιατρέψει την πληγή του άλλα όσο πέρναγε ο καιρός τόσο αυτή η πληγή γινόταν μεγαλύτερη... τόσο αυτή η πληγή έμπαινε απειλητικά ανάμεσα μας και τελικά μας έφερε στο σημείο που ήμαστε τώρα.

Νόμιζα ότι απλά πονούσε για τον χαμός της... αλλά όσο πέρναγε ο καιρός με έκανε υποσυνείδητα να νιώθω με κάποιον περίεργο τρόπο ότι ίσως τελικά εγώ έφταιγα που εκείνη δεν είναι πια κοντά μας... Ξέρω ότι είμαι παράλογη... αλλά δεν μπορούσα να το αποφύγω... Ενδόμυχα κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι τελικά αυτός ήταν ο λόγος που απομακρυνόταν από κοντά μου και μαζί με εκείνον σιγά σιγά απομάκρυνε με τον τρόπο του και την Μαρίνα μου... Κάνοντας της συνέχεια τα χατίρια... υπερασπίζοντας την εκεί που εγώ την μάλωνα για τις αταξίες της... και στο τέλος πάντα εγώ φαινόμουν η κακιά και εκείνος ο πρίγκιπας του παραμυθιού της που την έσωζε από την κακιά μάγισσα... όπως την άκουσα μια μέρα να με αποκαλεί.

Τότε ήταν που το ποτήρι μου ξεχείλισε... τότε είπα αρκετά και τους έδωσα λίγο χρόνο για να αναλογιστούν την κατάσταση... Όμως μήπως τελικά αυτό ήταν το λάθος μου;... Μήπως τότε που έπρεπε να παλέψω περισσότερο εγώ απλά άφησα την κατάσταση στα χέρια του και όλα γύρισαν μπούμερανκ;... Δεν ξέρω... πραγματικά δεν ξέρω τίποτα πια.

Πάτησα απότομα το φρένο πριν χτυπήσω το αμάξι του και το κεφάλι μου χτύπησε πάνω στο τιμόνι και χωρίς να κάνω τον κόπο να σηκωθώ άρχισα να γελάω με τον εαυτό μου... Ο Βλαντίμ άνοιξε αμέσως την πόρτα και με κοίταξε εξεταστικά.

«Είσαι καλά;» ρώτησε νευρικά καθώς δεν έβλεπε καμία βελτίωση από την μεριά μου και νωχελικά γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος του.

«Σου είπα να μην με ακολουθήσεις» του είπα σκληρά και ξεφύσησε.

«Και να σε άφηνα έτσι στην κατάσταση που ήσουν;» ρώτησε και βάζοντας το ένα του χέρι πάνω στην μέση μου και το άλλο στο μπράτσο μου με βοήθησε να βγω από το αμάξι... «Έλα να σε βοηθήσω να πας μέσα» είπε πιο ήρεμα και άρχισε να με σέρνει με πολύ λίγη βοήθεια από μέρους μου.

Την στιγμή που φτάσαμε στην πόρτα εκείνη άνοιξε και ο Έντουαρντ σοκαρισμένος μας κοίταξε καλά καλά.

«Τι συμβαίνει;» απαίτησε αυστηρά και μόλις τον κοίταξα για λίγο άρχισα να γελάω και πάλι νευρικά χωρίς να μπορώ να το ελέγξω.

«Μπα μπα μπα... ο κύριος Κάλεν ανησύχησε και έτρεξε να έρθει να με βρει;» ειρωνεύτηκα και γύρισα προς τον Βλαντίμ... «Άφησε με... μπορώ και μόνη μου» απαίτησα και τραβώντας το χέρι μου άτσαλα από το δικό του με τρεμάμενα ζικ ζακ βήματα προσπάθησα να ορθοποδήσω για να βρω τον βηματισμό μου και να καταφέρω να μπω στο σπίτι μάταια... Το ποτό με είχε κάνει να μην ξέρω που πατάω και που βρίσκομαι.

«Τι χάλια είναι αυτά;» είπε εκνευρισμένα ο Έντουαρντ και υποβαστάζοντας με, με έσυρε με το ζόρι μέσα στο σπίτι πριν κανένας παπαράτσι αποθανατίσει αυτήν μας την τρυφερή στιγμή.

«Τι διάολο σκεφτόσουν Μπέλα;» αναφώνησε και γύρισα προς το μέρος του να τον αντιμετωπίσω αλλά κοιτώντας την εκνευρισμένη του έκφραση ξαφνικά φούντωσα μέσα μου και του επιτέθηκα χωρίς να το σκεφτώ.

«Γαμώτο είσαι τόσο καυτός όταν θυμώνεις» είπα με βαθιά φωνή και προσπάθησα να τον φιλήσω αλλά εκείνος με απομάκρυνε από κοντά του με συνοπτικές διαδικασίες και έμεινα σαν χαζή να τον κοιτώ.

«Σύνελθε Μπέλα...» με επανέφερε στην πραγματικότητα και ανοιγόκλεισα τα μάτια μου σαστισμένη... «Θα χάσω την πτήση μου» συμπλήρωσε και άνοιξα τα μάτια μου και το στόμα μου διάπλατα από την έκπληξη.

«Δηλαδή δεν ήσουν έτοιμος να βγεις να με ψάξεις;» εξέφρασα ξέπνοα χωρίς να το καταλάβω την σκέψη μου και ξεφύσησε απηυδισμένα.

«Δεν ήξερα καν ότι έλειπες» δήλωσε και πισωπάτησα βάζοντας το χέρι μου στον λαιμό μου τελείως σοκαρισμένη χωρίς να ξέρω τι να πω... Κοίταξα για λίγο γύρω μου και ξαφνικά ένιωσα το σπίτι να με πνίγει... ένιωσα τόσο ξένη... τόσο άδεια.

«Μην σε κρατάω τότε» μουρμούρισα αποπροσανατολισμένα και κοιτάζοντας ξανά γύρω μου προσπάθησα να θυμηθώ που κρύβαμε τα οινοπνευματώδη... είχα τόσο ανάγκη να νιώσω το οινόπνευμα αυτήν την στιγμή να με καίει που δεν σκέφτηκα τίποτα άλλο... Ο Έντουαρντ δεν είχα ιδέα τι έκανε... δεν ήξερα καν αν είχε ήδη φύγει.

Παραπατώντας εδώ και εκεί με μεγάλη προσπάθεια έφτασα στην κουζίνα ανοίγοντας και κλείνοντας νευριασμένα όλα τα ντουλάπια έψαχνα με μανία να βρω κάτι οτιδήποτε που θα περιείχε αλκοόλ και μόλις βρήκα ένα μπουκάλι κρασί στο ψυγείο το κοίταξα καλά καλά και αφού έβγαλα την τάπα του άρχισα να το κατεβάζω χωρίς να μπω στον κόπο να το βάλω πρώτα σε ποτήρι.

«Τι κάνεις εκεί;... Έχεις ξεφύγει τελείως;» μούγκρισε μέσα από τα δόντια του αρπάζοντας το μπουκάλι από τα χέρια μου κάνοντας με χάλια με το κρασί... και σκουπίζοντας το στόμα μου με την αναστροφή του χεριού μου τον κοίταξα με ένα δολοφονικό βλέμμα.

«Εγώ η εσύ;» τσίριξα και με όση δύναμη είχαν τα χέρια μου τον έσπρωξα μακριά μου ενώ τα δάκρυα μου είχαν θολώσει την περιφερειακή μου όραση και χωρίς να υπολογίσω την απόσταση παραπάτησα και την στιγμή που πήγα να σωριαστώ στο πάτωμα εκείνος με έπιασε και με σταθεροποίησε.

«Άφησε με» ούρλιαξα και πάλεψα να ξεφύγω από το σφιχτό του κράτημα... «Μην με ακουμπάς» συνέχισα και εκείνος με ανάγκασε να τον κοιτάξω κλειδώνοντας το σαγόνι μου με το χέρι του αλλά δεν σταμάτησα εκεί... «Τρέχα στις τσούλες σου και παράτα με... το ακούς παράτα με» του πέταξα με δηλητήριο στην φωνή μου και για λίγο έμεινε παγωμένος να με κοιτά χωρίς να πιστεύει τι ξεστόμισα μόλις τώρα.

«Να πάω που;» είπε ζαρώνοντας τα φρύδια του... «Μπέλα πας καλά;... Μπορεί να ανέχομαι πολλές μαλακίες που ξεστομίζεις αλλά αυτό... όχι, αυτό πάει πολύ... Δεν σου επιτρέπω να με κατηγορείς για κάτι τέτοιο το κατάλαβες;... Δεν σου το επιτρέπω» φώναξε και αφήνοντας με από το σφιχτό του κράτημα γύρισε την πλάτη του και βάζοντας τα χέρια του πάνω στον πάγκο που ήταν στην μέση της κουζίνας έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να βρει τον έλεγχο του εαυτού του.

«Αλήθεια;» ειρωνεύτηκα και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου... «Τότε τι;... Γιατί;... Γιατί στο διάολο σταμάτησε να με ακουμπάς;... Γιατί μόλις σε πλησιάζω εκσφενδονίζεσαι στην άλλη άκρη της γης;... Αν δεν υπάρχει άλλη γιατί Έντουαρντ με αποφεύγεις όπως αποφεύγει ο διάολο το λιβάνι;... Γιατί;» τσίριξα έχοντας ξεπεράσει κάθε μου όριο πια και περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του κοίταξε για λίγο μακριά.

«Γιατί δεν μπορώ Μπέλα... Απλά δεν μπορώ» είπε καταθέτοντας τα όπλα αφήνοντας την ανάσα του να βγει βίαια από μέσα του και τον γύρισα προς την μεριά μου αναγκάζοντας τον να με κοιτάξει αρπάζοντας τον από το πέτο του.

«Γιατί;» επέμενα εγώ και για άλλη μια φορά σιώπησε και κοίταξε μακριά... «Γιατί γαμώ το κέρατο μου... Γιατί;» συνέχισα να ουρλιάζω χτυπώντας τον στο στήθος του εκφράζοντας όλον τον πόνο που ένιωθα μέσα μου αλλά εκείνος δεν ανταποκρινόταν... δεν έκανε καν τον κόπο να με σταματήσει και αυτό με έκανε χειρότερα... «Φύγε... δεν θέλω να σε βλέπω μπροστά μου... Φύγεεεεεε» ούρλιαζα και χωρίς δεύτερη κουβέντα το έκανε αφήνοντας με ξέπνοη να τον κοιτώ να ξεμακραίνει... «Φύγεεε» είπα για τελευταία φορά μέσα από τα αναφιλητά μου με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα μου και σαν παράλυτη σωριάστηκα στο πάτωμα και ξέσπασα ότι με έπνιγε μέσα μου μαζεύοντας το σώμα μου σε μια μπάλα μέχρι που η αναισθησία με τύλιξε στα δεσμά της και έχασα τον κόσμο.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

είχαν ξεκινήσει τόσο ομόρφα!!μακάρι όλο αυτό να μην τελειώσει παράδοξα!!το εύχομαι και το ελπίζω..θα ήταν κρίμα!

Ανώνυμος είπε...

άδοξα*

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

Θα δείξει έχουν ακόμα δρόμο μπροστά τους ;)

Ανώνυμος είπε...

δηλαδή σε πόσα κεφάλαια τελειώνει η ιστορία?

ESCAPE POLH FANTASMA