«Όχι μη μην με αφήνεις μηηηηηηηη σε παρακαλώ γύρνα πίσω σε παρακαλώωωωω όχιιιιιιιιιι»
Ένιωθα ότι πάλευα άλλα δεν μπορούσα να καταλάβω με τι
«Μπελα, Μπέλα, ηρέμησε, ηρέμησε όνειρο ήταν, ένα όνειρο ήταν, είσαι καλά είσαι ασφαλής, άνοιξε τα μάτια σου»
Τα άνοιξα έντρομη και τον είδα να με κρατά στην αγκαλιά του και να προσπαθεί να με παρηγορήσει
Έπεσα στην αγκαλιά του χωρίς να το σκεφτώ και έμεινα εκεί χωρίς δάκρυα χωρίς τίποτα
Μετά από όλο αυτόν τον καιρό ο πόνος και η απελπισία που ένιωθα πάντα μετά το ξύπνημα του ονείρου είχε εξαφανιστεί , ένιωθα καλά, ήμουν καλά, αυτό που με στοίχειωνε όλο αυτό τον καιρό πλέον είχε αντικατασταθεί με την αγκαλιά του.
Με κρατούσε χωρίς να μιλάει, με απαλές κινήσεις μόνο μου χάιδευε τα μαλλιά
Δεν ξέρω πόση ώρα ήμασταν έτσι άλλα δεν ήθελα να τον αφήσω, μέχρι που έσπασε πρώτος την σιωπή.
«Μπέλα θα πρέπει να πεινάς, θέλεις να σου φτιάξω κάτι να φας?»
Με ρώτησε και με υποχρέωσε να τον κοιτάξω σηκώνοντας με από την αγκαλιά του με πολύ ήρεμες κινήσεις για να μην με τρομάξει υπέθεσα.
«εντάξει» είπα και κούνησα το κεφάλι μου, πραγματικά πείναγα πάρα πολύ
«σου έχω αφήσει ρούχα στο κρεβάτι θα σε αφήσω να αλλάξεις μέχρι να ετοιμάσω κάτι να φάμε και μετά θα έρθω να σε πάρω εντάξει?»
«μην με αφήνεις μόνη σε παρακαλώ» Του είπα παρακλητικά
«εντάξει» είπε «τότε θα βγω μέχρι να αλλάξεις και όταν είσαι έτοιμη πες μου να έρθω να σε βοηθήσω να κατέβεις κάτω»
«εντάξει» είπα και με άφησε μόνη
Ντύθηκα με αργές κινήσεις και τον φώναξα
«είσαι εντάξει?» με ρώτησε
«ναι...είμαι έτοιμη» και πραγματικά ένιωθα έτοιμη, έτοιμη να αντιμετωπίσω την αλήθεια, έτοιμη να ομολογήσω όλα όσα δεν ομολόγησα σε κανέναν άλλον όλο αυτό τον καιρό, έτοιμη να αντιμετωπίσω τον ίδιο μου τον εαυτό.
Με κατέβασε κάτω και τότε πρώτη φορά κοίταξα το σπίτι του
Με πήγε σε έναν ενιαίο χώρο όπου από την μία μεριά ήταν η κουζίνα και από την άλλη ένα μικρό σαλόνι με τζάκι
Με έβαλε να καθίσω σε έναν καναπέ απέναντι από το τζάκι και έβαλε το πονεμένο μου πόδι σε ένα σκαμπό και τότε παρατήρησα ότι ήταν δεμένο.
«θες να σου φέρω τίποτα?» ρώτησε διστακτικά
Ένιωθα ότι ήταν το ίδιο διστακτικός όπως και εγώ και το ίδιο νευρικός όπως και εγώ
«δεν ξέρω έχεις κάτι να πιω?»
«τι θα ήθελες»
«δεν ξέρω λίγο κρασί ίσως?»
Δεν έπινα πολύ αλκοολ άλλα τώρα το είχα πραγματική ανάγκη
«κόκκινο ή άσπρο»
«προτιμώ το κόκκινο»
«θα σου φέρω αμέσως» είπε και έφυγε
Τον άκουγα πίσω μου που ετοίμαζε το ποτό αλλά δεν γύρισα να τον κοιτάξω
Κοίταζα τις φλόγες στο τζάκι και είχα μαγευτική, έβγαζαν ένα περίεργο χρώμα λες και δεν καιγόντουσαν ξύλα άλλα κάτι άλλο.
Γύρισε με το κρασί και μου το έδωσε
«πως γίνετε η φωτιά να είναι μπλε?» τον ρώτησα κοιτόντας την φωτιά
Γέλασε ήρεμα και μου είπε
«είναι ξύλα που έχουν ξεβραστεί στην παραλία, το αλάτι είναι αυτό που κάνει το χρώμα της φωτιάς να αλλάζεις, σου αρέσει?»
«είναι μαγευτικό» είπα πραγματικά μαγεμένη
«πάω να ετοιμάσω το φαΐ»
«εντάξει» είπα χωρίς να τον κοιτάω ακόμα
Όση ώρα ετοίμαζε το φαγητό δεν μιλούσε ούτε και εγώ. Καθόμουν κοιτάζοντας ακόμα την φωτιά όταν κατάλαβα ότι ήταν δίπλα μου και αναπήδησα.
«Συγνώμη» μου είπε απολογητικά
«δεν πειράζει, απλός με ξάφνιασες, δεν σε άκουσα να έρχεσαι»
Μου χαμογέλασε
«είναι έτοιμα θες να φας»
«ναι»
Με πήρε πάλι στην αγκαλιά του και με πήγε σε ένα τραπέζι που χώριζε την κουζίνα απο το σαλόνι και με άφησε να κάτσω.
Σέρβιρε το φαΐ και έκατσε και εκείνος παρέα μου.
Τελείως απρόσμενα και με ένα φυσικό και ήρεμο τρόπο είπα
«δεν ήξερα ότι τρώνε οι βρικόλακες κανονικό φαγητό»
Η ματιά του δεν περιγράφετε με λόγια, ήθελα να βάλω τα γέλια αλλά συγκρατήθηκα
«δεν είναι απαραίτητο άλλα δεν μας ενοχλεί κι ολας όταν το απαιτεί η περίσταση» απάντησε στον ίδιο τόνο με εμένα με μια ήρεμη ματιά
«καλή μας όρεξη τότε» είπα και έτεινα το ποτήρι μου για να τσουγκρίσω με το δικό του
«καλή μας όρεξη» μου απάντησε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια
Στην αρχή υπήρχε αρκετή σιωπή και νευρικότητα στον αέρα άλλα μετά από λίγο ψιθύρισε
«πως είναι δυνατόν να θυμάσαι?» περισσότερο έμοιαζε να ρωτά τον εαυτό του παρά εμένα
«δεν ξέρω τι εννοείς ακριβός» του απάντησα
με κοίταξε στα μάτια πήρε μια αναπνοή και βλέποντας την ηρεμία που είχε η ματιά μου, πήρε θάρρος και άρχισε ........
«όταν συνέβη οτι συνέβη, Μπέλα σε μάγεψα σε εξανάγκασα να θυμάσαι μόνο ότι ήσουν στην στάση και ότι λιποθύμησες, ώστε να μην θυμάσαι τίποτα από εκείνη την βραδιά για να μπορέσεις να συνεχίσεις την ζωή σου χωρίς να σε αμαυρώνει εκείνη η νύχτα, άλλα εσύ ποτέ δεν ξέχασες έτσι δεν είναι?»
«όχι ακριβός»
«δηλαδή?»
«Μέχρι και εχθές θυμόμουνα τα περισσότερα από όσα είχαν συμβεί, εκτός από το κομμάτι της συνομιλίας μας» του είπα ανασηκώνοντας απαλά τους ώμους μου και πίνοντας άλλη μια γουλιά από το κρασί μου
«δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί, πριν λιποθυμήσεις δεν θυμώσουν τίποτα, πως τα θυμήθηκες μετά αυτό δεν μπορώ να καταλάβω»
«και εσύ πως ξέρεις ότι τα θυμήθηκα αμέσως»
«ήμουν εκεί στο νοσοκομείο όταν έδινες κατάθεση στην αστυνομικό» είπε και κοίταξε το πιάτο του
«άρα δεν είμαι τρελή» είπα και γύρισε και με κοίταξε με απορία
«όταν άρχισε να με ρωτάει ένιωσα ότι ήσουν εκεί, αλλά νόμιζα ότι ήταν μόνο στην φαντασία μου» συνέχισα την φράση μου
«θα πρέπει να είχες τρομάξει πάρα πολύ εκείνη την ημέρα»
«τρομάξει?» του είπα με ένα νευριασμένο βλέμμα, ξαφνιάστηκε από την απότομη αντίδραση μου
«σίγουρα με είχατε νευριάσει, άλλα τρομάξει?» κούνησα το κεφάλι μου με σφιγμένα τα δόντια και με ένα ειρωνικό χαμόγελο κοιτώντας το ταβάνι « όχι Εντουάρτ δεν με είχατε τρομάξει» συμπλήρωσα την φράση μου κοιτώντας τον πάλι στα μάτια για να καταλάβει ότι το εννοώ
«δεν καταλαβαίνω τίποτα» είπε ψιθυριστά «δεν σε καταλαβαίνω καθόλου»
«πολύ απλά Εντουάρτ ήμουν ήδη νεκρή πολύ πριν σας συναντήσω και θα ήμουν και επίσημα αν δεν είχε συμβεί ότι συνέβη εκείνο το βράδυ»
«τι εννοείς?»
Πείρα μια ανάσα για να μετριάσω τα συναισθήματα μου και άρχισα να του εξηγώ ήρεμα
«εκείνο το βράδυ είχα αποφασίσει να τερματίσω την ζωή μου, 6 μήνες τόσο μόνο μου δίνανε, 6 μήνες ζωής, 6 επώδυνους μήνες ζωής» είπα και πήρα μια αναπνοή τραβώντας άλλη μία ρουφηξιά από το κρασί μου για να πάρω κουράγιο χωρίς να τον κοιτάω, ήξερα πολύ καλά τι θα αντίκριζα στα μάτια του αν τον κοιτούσα και δεν ήθελα το δω
«ήμουν στην βιβλιοθήκη εκείνο το απόγευμα όπως και κάθε φορά που ήθελα να πάρω μια μεγάλη απόφαση, έτσι και εκείνη την φορά είχα πάει για να σκεφτώ, να σκεφτώ τι μου συνέβη, να σκεφτώ, δεν ξέρω τι ήθελα να σκεφτώ, για να πω την αλήθεια δεν ήθελα καν να σκεφτώ αυτό που θα επακολουθούσε. Πριν φύγω από την βιβλιοθήκη όμως ήξερα ότι το μόνο σωστό το μόνο που μου επόμενε να κάνω, δεν είχα άλλη επιλογή έπρεπε να το κάνω, όχι για μένα άλλα για την μητέρα μου, ήταν να τερματίσω την ίδια μου την ζωή μου. 1 χρόνο ακριβός πριν, αυτό που προοριζόταν να περάσω, το είχαμε περάσει με τον πατέρα μου και δεν άντεχα με τίποτα να περάσει τα ίδια, δεν άντεχα με τίποτα να .......» ένα δάκρυ εμφανίστηκε και το σκούπισα πριν προλάβει να κάνει την εμφάνιση του. Τέλος τα δάκρυα Μπέλα είπα μέσα μου, ήπια μια ακόμα γουλιά και συνέχισα
«όπως καταλαβαίνεις Εντουαρτ αυτός που έχει τον θάνατο μπροστά του, αυτός που έχει αποφασίσει να δώσει τέλος στην ζωή του, όταν έρχεται αντιμέτωπος με αυτόν το μόνο που ζητάει, είναι απλά να είναι γρήγορος»
Δεν έβγαλε μηλιά με κοίταζε στα μάτια δεν ήξερε τι να πει
«ελπίζω να έχεις και γλυκό» είπα για να σπάσω την ένταση
Γέλασε όχι με όρεξη άλλα κατάλαβα ότι είχε πάρει το μήνυμα ότι η συζήτηση προς το παρόν ήθελα να αλλάξει
«ελπίζω να σου αρέσει η σοκολάτα»
«μμμμ σοκολάτα, δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο που να μην του αρέσει»
Γέλασε απαλά
«έφαγες θες να τα μαζέψω?»
«ναι είμαι οκ, πραγματικά δεν το περίμενα, πριν που είπες να φτιάξεις κάτι για φαγητό νόμιζα ότι με δούλευες» γέλασα και γέλασε μαζί μου
«γιατί?»
«δεν ξέρω απλός δεν το περίμενα» είπα και συνέχισα να πίνω το κρασί μου ενώ εκείνος μάζευε τα πιάτα
Άνοιξε το ψυγείο και έφερε μια τούρτα, που έγραφε απάνω «Να τα Χιλιάσεις»
«να και μια ευχή που πιάνει τόπο» είπα γελώντας
«ναι μάλλον έχεις δίκιο» γέλασε κι ίδιος
«Τα πόσα έσβησες αν επιτρέπετε?»
«τα 109»
«ουάουυυ 109 εεεε? τώρα κατάλαβα»
«τι?»
«αυτό που είπες στο αμάξι ότι ο πληθυντικός σε κάνει να νιώθεις γέρος»
Δεν άντεξε όλη η ένταση που είχε όλη αυτήν την ώρα, τώρα του γύρισε σε νευρικό γέλιο
Γέλαγε με την καρδιά του και τρανταζόταν ολόκληρος, γέλασα και εγώ μαζί του
«τι λες πάμε να την φάμε κοντά στο τζάκι?» του είπα μόλις ηρεμήσαμε λίγο
«γιατί όχι» μου είπε γελώντας ακόμα
Έκανα να σηκωθώ και στην στιγμή ήτανε δίπλα μου
«θέλω να δω αν μπορώ να περπατήσω» του είπα και με συγκράτησε μόνο από την μέση για να μην πέσω στην περίπτωση που έχανα την ισορροπία μου
αναρίγησα στον άγγιγμα του και τον κοίταξα για μια στιγμή και με κοίταξε και εκείνος, ένιωσα ότι αυτή στιγμή κράτησε πολύ, έβλεπα την ματιά του, τα χίλια του και ήθελα όσο ποτέ να σηκώσω τα χέρια μου να τα ακουμπήσω, να τα γευτώ, εκείνος καταλαβαίνοντας την αλλαγή χαμήλωσε την ματιά του και με παρακίνησε να προχωρήσω. Πάτησα απαλά το πόδι και είδα ότι ο πόνο ήταν υποφερτός όποτε προτίμησα να περπατήσω μέχρι τον καναπέ.
Αφού κάθισα έφερε την τούρτα και τα ποτήρια με το κρασί και κάθισε δίπλα μου
Μου έδωσε ένα κουτάλι και αρχίσαμε να τρώμε
«πες μου κάτι» είπε μετά από λίγο
«τι θες να σου πω»
«κατάλαβα ότι δεν θέλεις να μιλήσουμε άλλο γι αυτό, αλλά πραγματικά δεν μπορώ να μην ρωτήσω»
«τι θες να μάθεις»
«τι σκεφτόσουν την ώρα που με κοίταζες στα μάτια?»
Γέλασα
«δεν νομίζω ότι σκεφτόμουνα κάτι συγκεκριμένο, απλός σε κοίταζα» ανασήκωσα του ώμους αδιάφορα
«το έβλεπα στα μάτια σου, πραγματικά δεν φοβόσουν καθόλου, πως μπορεί να συμβαίνει αυτό? Αυτό είναι που δεν μπορώ ακόμα και τώρα να καταλάβω»
«ίσως γιατί δεν το βλέπεις από την σωστή οπτική γωνία»
«και ποια είναι αυτή?»
«σκέψου το αντίστροφα»
«δηλαδή?»
«βρίσκεσαι στην μέση μιας κρίσης και εκεί που σκέφτεσαι, λίγο ακόμα είναι θα περάσει και θα λυτρωθείς ,συνειδητοποιείς ότι όσο και να θες τον θάνατο, όσο και να τον αποζητάς, είναι άδικο να φύγεις με αυτόν τον τρόπο, και εκεί που βρίσκεις πάλι την δύναμη να παλέψεις και ξέρεις ότι είναι χαμένο παιχνίδι και απελπίζεσαι, ξαφνικά βλέπεις τον λυτρωτή σου. Τι μπορείς να νιώσεις τότε φόβο? Όχι δεν νομίζω, όχι φόβο μόνο ευγνωμοσύνη και ανακούφιση»
«ακόμα και αν αυτός που λες είναι ένα τέρας, που μπροστά στα μάτια σου στραγγίζει τον βασανιστή σου, χωρίς να γνωρίζεις αν μετά από αυτόν μπορεί να είναι η σειρά σου?»
«δεν νομίζω ότι είχες ποτέ σκοπό να με πειράξεις, περισσότερο πιστεύω ότι ήσουν εκεί απο την αρχή για να με σώσεις»
«πως μπορείς να το ξέρεις αυτό?»
«είδα τα μάτια σου, διάβασα το βλέμμα σου, ενώ προσπαθούσε να με κάνεις να νιώσω φόβο για να φύγω, στα μάτια σου το μόνο που έβλεπα ήταν πόνος»
«δεν σε πιστεύω»
«έχω άδικο?»
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά κοιτώντας τώρα τις φλόγες στο τζάκι
«τι σκέφτεσαι?» του είπα ήρεμα
Ανασήκωσε τους ώμους του
«απλά δεν μπορώ να το πιστέψω»
«γιατί?»
«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο έχω βασανιστεί όλους αυτούς τους μήνες Μπέλα, πόση αηδία νιώθω για τον εαυτό μου, μετά από όλα αυτά»
Άπλωσα το χέρι μου και το έβαλα στο πρόσωπο του αναγκάζοντας τον να με κοιτάξει
Μόλις ένιωσε το χέρι μου έκλεισε τα μάτια και πήρε μια μεγάλη ανάσα όπου την άφησε σιγά σιγά γυρίζοντας το κεφάλι του προς τα εμένα και ανοίγοντας τα μάτια με κοίταξε με το ίδιο βλέμμα, το βλέμμα που θυμόμουν πάντα, το βλέμμα που πάντα στοίχειωνε τα όνειρά μου
«γιατί?» τον ρώτησα
Στην αρχή δεν μίλησε, συνέχισε να με κοιτάει
«γιατί Εντουάρτ να νιώθεις αηδία? Είμαι εδώ γιατί εκείνο το βράδυ με έσωσες, δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό σε κάνει να νιώθεις αηδία»
Σήκωσε το χέρι του δειλά άλλα σταθερά και το έβαλε όσο πιο απαλά μπορούσε πάνω στο μάγουλό μου το χάιδεψε απαλά και μετά το άφησε
Το στομάχι μου σφίχτηκε και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά με ένα γρήγορο ριθμό
«γιατί ήμουν σίγουρος ότι θα με μισούσες» μου απάντησε απαλά σχεδόν ψιθυριστά με τον ίδιο πόνο στα μάτια του
«όταν σε άκουσα να λες την ιστορία σου στην αστυνομικό τότε συνειδητοποίησα ότι θυμώσουν, ότι θυμώσουν τα πάντα, αλλιώς δεν θα της έλεγες αυτό που τις είπες»
«το ήξερες? Το κατάλαβες ότι ήξερα?»
«ναι»
«και γιατί? Γιατί δεν έκανες κάτι? Γιατί δεν ήρθες να με βρεις?»
«δεν υπήρχε λόγος, ήξερα ότι και χωρίς να σου το ζητήσω ότι δεν θα με προδώσεις»
«δεν εννοώ αυτό, αυτό άλλωστε ήταν δεδομένο, αφού άκουσες την κατάθεση μου σίγουρα το κατάλαβες αυτό, αλλά δεν εννοούσα αυτό»
«και τότε τι Μπέλα, τι εννοούσες?»
Τον κοίταξα στα μάτια, τον κοίταζα με θυμό, είχα φουντώσει, είχα νευριάσει, ήθελα να του φωνάξω να τον χτυπήσω, ήθελαααααα, γιατί δεν καταλαβαίνει γιατί???
«τι εννοούσες Μπέλα?»
«είχες δίκιο όντως σε μίσησα όντως σε μισώ, σε μισώ με όλη μου την ψυχή» του φώναξα με δάκρυα στα μάτια
«το ξέρω» είπε ήρεμα κοιτώντας ξανά την φωτιά «δεν σε αδικώ» συνέχισε σκύβοντας το κεφάλι
Το αίμα είχε ανέβει στο κεφάλι δεν το άντεχα άλλο αυτό
«να πάρει Εντουρτ γιατί δεν καταλαβαίνεις? Γιατί??»
«τι θες να καταλάβω?»
«γιατί σε μισώ»
Με κοίταξε ανέκφραστος
«δεν θες να μάθεις γιατί σε μισώ???» του είπα νευριασμένα
«έχει σημασία?» είπε ειρωνικά
«έχει για μένα»
«τότε γιατί?»
«σε μισώ γιατί με έκανες να θέλω να ζήσω, ακόμα και όταν ήξερα ότι αυτό δεν είχε πλέον νόμιμα, σε μισώ γιατί με έκανες να πιστέψω σε ένα μέλλον που δεν υπάρχει, σε μισώ γιατί με έκανες να ελπίζω, αλλά πιο πολύ σε μισώ........σε μισώ, γιατί με έκανες να σε αγαπώ»
«Μπέλαα» είπε και με τράβηξε στην αγκαλιά του
«κάθε βράδυ σε περίμενα, κάθε βράδυ παρακαλούσα να γυρίσεις να έρθεις να με βρεις, όταν έλεγα στην αστυνομικό αυτά που της έλεγα παρακαλούσα μέσα μου να τα ακούσεις ώστε να καταλάβεις ότι θυμάμαι και να έρθεις να με βρεις, κάθε βράδυ περίμενα άλλα δεν ήρθες ποτέ, κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο να με στοιχειώνει αλλά εσύ δεν ήσουν πουθενά, δεν σε μισώ γιατί με έσωσες σε μισώ γιατί δεν γύρισες Εντουάρτ»
«συγνώμη καρδιά μου, συγνώμη» είπε ένιωθα ότι έκλαιγε και αυτός
«έπρεπε να το κάνω πίστεψε με, έπρεπε»
«γιατί, αυτό δεν καταλαβαίνω γιατί??»
Με τράβηξε πίσω και με κοίταξε στα μάτια
«γιατί ήθελα για σένα ένα καλύτερο μέλλον, ήθελα να έχεις μια ευκαιρία να ζήσεις μια ζωή όπως την έχεις ονειρευτεί, ήθελα...»
«τι Εντουαρτ τι είναι αυτό που ήθελες???»
«ήθελα να ζήσεις Μπέλα μόνο αυτό, μόνο αυτό»
«δεν καταλαβαίνω αφού»
«ήμουν στο νοσοκομείο όταν πήρες τα αποτελέσματα σου, έπεσες επάνω μου όταν έβγαινες κλαίγοντας από τα επείγοντα, αλλά δεν το κατάλαβες, δεν με κοίταξες καν, ο πόνος σου με είχε κάνει κομμάτια, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Ρώτησα και έμαθα για σένα, ο Καρλάη μου μίλησε για την περίπτωση σου και τότε άρχισα να σε ψάχνω. Ήξερα το όνομα σου και δεν άργησα να σε βρω, σκαρφάλωνα στο δωμάτιο σου και σε έβλεπα να κοιμάσε, κάθε βράδυ το ίδιο βασανιστικό «γιατί» που φώναζες μου ξερίζωνε την καρδια, ήθελα να κάνω κάτι ήθελα να σε βοηθήσω άλλα δεν ήξερα πως. Εκείνο το βράδυ ήμουν στην βιβλιοθήκη σε έβλεπα που κρατούσες το βιβλίο με τα μάτια σου στο κενό, ήξερα το ένιωθα ότι οι σκέψης σου είχαν πάρει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή και τότε κάποιος έπεσε απανω μου και έρηξα όλα του τα βιβλία, μέχρι να τα μαζέψουμε είχες εξαφανιστεί, βγήκα έξω να σε ψάξω αλλα είχες εξαφανιστεί, ακολούθησα την μηρωδια σου μέχρι που είδα τα αίματα και τότε τα έχασα» πήρε μια αναπνοή και συνέχισε
«έχασα τα λογικά μου Μπέλα, ήθελα να σε σώσω χωρίς να με δεις άλλα όταν τον είδα τι έκανε τα έχασα τελείως, δεν ήξερα τι έκανα, σου το ορκίζομαι δεν ήθελα να το δεις αυτό, αλλά όταν σε άκουγαν να λες εκείνο το γιατί όταν με αυτό το γιατί ουσιαστικά με παρακαλούσες να σε λυτρώσω, εκείνη την στιγμή ήξερα ότι θα με μισήσεις για πάντα»
Γύρισε και με κοίταξε μέσα στα μάτια
«δηλαδή με έσωσες από οίκτο? Ενώ ήξερες ότι ήμουν καταδικασμένη?» ειπα έντρομη και ένας πόνος μου διαλησε το στήθος
«όχι Μπέλα σε έσωσα γιατί σε αγαπώ»
Τον κοίταζα και το πίστευα, μέσα στο μυαλό μου γύριζαν τα λόγια του χωρίς να βρίσκουν κάποια λογική, ήξερε ότι δεν έχω μέλλον και μου ζητούσε να του υποσχεθώ να ζήσω?
«δεν καταλαβαίνω»
«τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις»
«γιατί? Αφού ήξερες, γιατί με έβαλες να σου υποσχεθώ, γιατί?»
«πόσος καιρός σου απομένει Μπέλα?»
«σήμερα υποτίθεται ότι ήταν η τελευταία μου μέρα» είπα καθώς το συνειδητοποιούσα και εγώ
«και πόσα από τα συμπτώματα που σου είπαν είχες όλο αυτόν τον καιρό?»
«κανένα» ........ «Εντουάρτ τι προσπαθείς να μου πεις?»
Τότε σηκώθηκε και πήγε επάνω, εγώ τον κοίταζα χωρίς να καταλαβαίνω, γύρισε γρήγορα με έναν φάκελο στο χέρι, έκατσε ξανά δίπλα μου και μου τον έδωσε.
«διάβασε το» μου ειπε
Άφησα το ποτό μου στο τραπέζι και τον πήρα δειλά κοιτώντας μία τον φάκελο και μια εκείνον
«διάβασε το» μου είπε και μου άνοιξε την πρώτη σελίδα
Πάνω πάνω έγραφε το όνομα μου και από κάτω είχε διάφορες τιμές από εργαστηριακές εξετάσεις
«δεν καταλαβαίνω τι λένε» του είπα καθώς πραγματικά δεν ήξερα τι έπρεπε να δω
«πήγαινε στην τελευταία σελίδα και διάβασε την απόφαση»
το γύρισα αργά παγωμένα και τότε διάβασα την απόφαση
Φυσική κατάσταση καλή χωρίς ευρήματα ογκολογικών δειγμάτων
Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλα μου
«δεν καταλαβαίνω, πως, μα πως, τι»
«είχαν κάνει λάθος Μπέλα, είχαν μπερδέψει τα δείγματα, ποτέ δεν είχες τίποτα, το καταλαβαίνεις? Θα έχανες την ζωή σου άδικα»
«και εσύ πως το ήξερες αυτό?»
«όταν κάποιος έχει κάτι στο αίμα Μπέλα μπορώ να το καταλάβω και εσύ δεν είχες τίποτα, μίλησα με τον Καρλάη και προσπάθησε να σας βρει, δύο μέρες μετά μου είπε ότι αρνήθηκες να κάνεις επανέλεγχο και τότε προσπάθησα να βρω τρόπο να σε πλησιάσω, έπρεπε να σε πίσω με κάποιο τρόπο να δεις την αλήθεια άλλα εσύ κλείστηκες στον εαυτό σου και δεν εβγαινες πουθενα, ήξερα ότι ακόμα και αν κατάφερνα να σε πλησιασω θα ήταν πολύ δύσκολο να σε πίσω να κάνεις οτηδηποτε, δεν μίλαγες σε κανεναν, ποσο μάλλων σε έναν ξένο σαν και εμένα, όμως δεν το έβαζα κατω και κάθε μέρα σε έβλεπα να βασανίζεσαι πιο πολύ και το μόνο που μπορουσα να κάνω ήταν να σε κοιτάω απο μακριά και να χάνωμαι στον πόνο μου κάθε φορά που σε έβλεπα να δακριζεις. Επρεπε να κανω κατι Μπέλα άλλα δεν ήξερα τι και σου ζητάω συγνώμη γι αυτο»
«αφού ήξερες αφού είδες ότι κράτησα την υπόσχεση μου, γιατί δεν γύρισες? Γιατί εξαφανίστηκες?»
«γιατί ήθελα να ζήσεις Μπέλα, να ζήσεις μια φυσιολογική ζωή, δεν σου αξίζω Μπέλα κατάλαβε το»
«δεν μου αξίζεις??»
«όχι Μπέλα δεν σου αξίζω, σου αξίζουν πολλά πολλά περισσότερα πράγματα»
Τον κοίταζα και δεν πίστευα αυτό που μου έλεγε, δεν μου αξίζει?
Χωρίς να το σκεφτώ έπεσα στην αγκαλιά του και του χτυπώντας με μπουνιές το στήθος του για να του δείξω το θυμό μου και του είπα
«δεν έχεις το δικαίωμα να κρίνεις τι μου αξίζεις και τι όχι, αυτό μόνο εγώ μπορώ να το κάνω» είπα φωνάζοντας του
«Μπέλαα» είπε ξεφυσώντας
Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα στα μάτια
«αν νομίζεις ότι πέρασα τους τελευταίους μήνες πόνοντας που με άφησες με ένα ξερό δεν σου αξίζω είσαι γελασμένος»
«Μπε-«
«δεν τελείωσα ακόμα» του είπα κλείνοντας τα μάτια για να μην χάσω τον έλεγχο μου
«αν νομίζεις ότι άντεξα αυτούς τους 6 μήνες γιατί σου είχα υποσχεθεί ότι θα το κάνω μόνο και μόνο για να με απορρίψεις με ένα ξερό δεν σου αξίζω και πάλι είσαι γελασμένος»
«μα είπες ότι αυτό δεν το θυμόσουν»
«δεν θυμόμουν το λόγο που το έκανα, ήξερα όμως βαθιά μέσα ότι έπρεπε να το κάνω και το έκανα, το έκανα για σένα Εντουαρτ. Κράτησα τον λόγο μου είμαι εδώ είμαι ζωντανή όπως σου υποσχέθηκα, δεν ξέρω πως αλλά τα κατάφερα, τώρα λοιπόν ήρθε η στιγμή να κρατήσεις και εσύ την δική σου»
«την δική μου?»
«ναι Εντουαρτ την δική σου, η μήπως ξέχασες τι μου υποσχέθηκες. Εσύ δεν μου είπες?
«σε παρακαλώ υποσχέσου μου» - «και εγώ για αντάλλαγμα θα σε κάνω να ξεχάσεις ότι σε πονά και θα σου πάρω τον πόνο που νιώθεις τώρα»»
Με κοίταζε με πόνο και απορία
«μα πως, πως να το κάνω αυτό? Προσπάθησα Μπέλα και θα έπρεπε να πετύχει, δεν ξέρω γιατί μπορείς ακόμα να θυμάσαι, δεν ξέρω τι άλλο μπορώ να κάνω»
«κανε με να ξεχάσω τον πόνο Εντουαρτ, κάνε με να σβήσω όλες αυτές τις οδυνηρές μέρες που πέρασα»
«μα πως?»
Κούνησα το κεφάλι απηυδησμένη και τότε τον φίλησα
Δεν ανταποκρίθηκε και η απόρριψη του ήταν σαν μαχαίρια που έσκισε την καρδιά μου, με τράβηξε απαλά πίσω και με κοίταξε με πόνο πριν προλάβει όμως να μιλήσει του είπα ξερά
«ή κράτα την υπόσχεση σου ή αποτελείωσε με τώρα, δικιά σου είναι η απόφαση, το αν μου αξίζεις ή όχι άσε καλύτερα να το ξέρω εγώ»
«Μπελα μου σε παρακαλώ»
«όχι Εντουαρτ φτάνουν πια τα παρακάλια, αν μ' αγαπάς όπως λες κράτα την υπόσχεση σου αν όχι μην με αφήσεις να βγω από εδώ μέσα ζωντανή γιατί θα το μετανιώσεις»
Γέλασε και κούνησε το κεφάλι του
«νομίζεις ότι αστειεύομαι?»
«ανόητο κορίτσι» είπε και με άρπαξε στην αγκαλιά του για μια μόνο στιγμή ίσα να πάρει μια ανάσα και μετά με φίλησε
σχόλια για το Fanfiction μπορείτε να αφήνετε εδώ
Κεφάλαιο 4< > Κεφάλαιο 6