Ετικέτες

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Η ζωή μου ένα ψέμα "Αναμνήσεις"

Κεφάλαιο 1

«αφήστε με ήσυχη, σας παρακαλώ» ούρλιαζα ξανά και ξανά

«χαχαχα αυτή είναι ζωηρή, θα περάσουμε καλά» άκουσα τον έναν να λέει

Το ένιωθα, το ήξερα ότι έπρεπε να κάνω κάτι ίσως να τρέξω ίσως να ουρλιάξω άλλα επίσης ήξερα ότι ακόμα και αυτό θα ήταν μια άχρηστη προσπάθεια. Ήμουν έντρομη έβλεπα ότι δεν θα επιβίωνα μετά απο αυτό και όμως ένιωθα μια ανακούφιση, μπορεί να ήταν ένα άσχημο τέλος το χειρότερο τέλος που μπορούσα να φανταστώ και όμως θα ήταν επιτέλους το τέλος που ζητούσα τόσο καιρό και πάλι δεν μπορώ να μην αντισταθώ, όλα α ένστικτα μου όλο μου το είναι έλεγε τρέξε Μπέλα τρέξε δεν είναι ακόμα η ώρα

«αφήστε με ήσυχη» έβγαλα μια κραυγή και τότε ένιωσα το χαστούκι να μου σακατεύει όλη μου την ψυχή

«σκάσε @$%^@#$ τώρα εγώ μιλάω»

Με άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να με σέρνει στο σκοτάδι, ο άλλος ερχόταν δίπλα μας με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο.

«έχεις δίκιο είναι ζόρικη, θα περάσουμε καλά» δεν ξέρω πόση ώρα προχωρούσαμε μέσα στο σκοτάδι, το σώμα μου πονούσε από τα γδαρσίματα που ένιωθα στην πλάτη μου καθώς με έσερναν, σίγουρα η πλάτη μου θα ήταν γεμάτη με πληγές που πλέων θα αιμορραγούσα. Ξαφνικά σταμάτησαν και με πετάξανε πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι και κατάλαβα ότι ήμασταν μέσα στο δασάκι και κατάλαβα ότι πλέων δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από το να περιμένω τον αργό και βασανιστικό μου θάνατο.

Ποιος θα μπορούσε να με ακούσει, ποιος θα μπορούσε να με γλυτώσει από αυτό που θα ακολουθούσε μέσα σε αυτήν την ερημιά. Ένιωθα τα χέρια του απάνω μου να με ακουμπάνε και να μου βγάζουν τα ρούχα σκίζοντας τα, αλλά εγώ ήμουν ακίνητη σχεδόν νεκρή με δάκρυα στα μάτια να περιμένω να τελειώσει όλο αυτό το μαρτύριο να έρθει η λύτρωση, μια λύτρωση που περίμενα να έρθει εδώ και καιρό, ποτέ δεν πίστευα ότι θα έρθει με αυτόν τον τρόπο αλλά τουλάχιστον θα ερχόταν, έλεγα ξανά και ξανά μέσα μου για να πάρω κουράγιο. Τότε τον ένιωσα, μένα βίαιο τρόπο μπήκε μέσα μου και με έκανε να βγω από τον λήθαργο των σκέψεων μου. Με μια κραυγή άρχισα να τραντάζομαι και να ουρλιάζω, ο άλλος που με κράταγε μου έδωσε ένα χαστούκι και άρχισε να με φιλάει για να το βουλώσω, αλλά εγώ δεν άντεχα άλλο, συνέχισα να ουρλιάζω και να αντιστέκομαι σε κάθε του κίνηση σε κάθε του χτύπημα ώσπου ακούστηκε ένα θρόισμα, τότε και οι δύο τους πάγωσαν και κοιτάχτηκαν στα μάτια άλλα δε με άφησαν στιγμή από τα χέρια τους

«μην είσαι @#$#@$#@ ο αέρας ήταν συνέχισε γιατί την θέλω και εγώ» άκουσα να λέει αυτόν που με κρατούσε και εκεί που ο άλλος συνέχισε τότε τον είδα.

Ήρθε από το πουθενά δύο κατακόκκινα μάτια με κοιτάζανε. Το βλέμμα του ήξερα ότι έπρεπε να με τρομοκρατήσουν και όμως εγώ ένιωσα ανακούφιση.


Στάθηκε πίσω από αυτόν που με βίαζε και με μια κίνηση τον ξεκόλλησε από πάνω μου ενώ ταυτόχρονα τον δάγκωνε στον λαιμό πίνοντας λαίμαργα το αίμα του, πάντα κοιτώντας με μέσα στα μάτια.

Η ματιά του με μάγευε με αιχμαλώτιζε, δεν μπορούσα ούτε να σκεφτώ ούτε να κουνηθώ, δεν ήθελα να κουνηθώ, ήθελα μόνο να τον κοιτάω, περιμένοντας σιωπηλά για την δική μου σειρα, ελπίζοντας μόνο να έρθει γρήγορα. Αποτομα τον άφησε να πέσει απο τα χέρια του και στράφηκε στον άλλο που με κρατούσε ακόμα παγωμένος και αυτός όπως και εγώ. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι θα ήταν η σειρά του και τότε άρχισε να τρέχει. Ο σκωτινός μου φύλακας, ο λυτροτής μου δεν κουνήθικε παρά συνέχισε να με κοιτάει στα μάτια. Δύο μάτια κατακόκκινα και απιλιτικά, το πρόσωσο του γεμάτο με το αίμα που μόλις είχε πιει. Θα έπρεπε να νιώσω φόβο θα έπρεπε να νιώσω τρόμο, όμως εγώ το μονο που μπορούσα να νιώσω εκείνη την στιγμή ήταν δέος και ευγνωμοσύνη.

Τι περίμενε δεν ξέρω, δεν μπορούσα να καταλάβω. Κάτι του τράβηξε την προσοχή και έκανε την κίνηση να φύγει, αλλά το αδύναμο χέρι μου τον σταμάτησε

«Όχι μη μην με αφήνεις μηηηηηηηη σε παρακαλώ»

«Θα γυρίσω, μην φοβάσαι, θα γυρίσω για σένα»

«γύρνα πίσω σε παρακαλώωωωω όχιιιιιιιιιι» τον παρακαλούσα κλαίγοντας

Όταν γύρισε κοντά μου ήμουν ακριβός όπως με άφησε, ακίνητη και πνευματικά νεκρή, καθόμουν και κοίταζα το κενό, τα δάκρυα δεν είχαν σταματήσει να κυλάνε από τα μάτια μου και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να λέω ξανά και ξανά «γιατί?»

Ένιωσα την ανάσα του στο αυτί μου, κάτι μου ψιθύριζε άλλα δεν μπορούσα να καταλάβω τι. Ήμουν τόσο χαμένη στις σκέψης μου, στην απελπισία μου, που το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι μείνω ακίνητη και να περιμένω, να περιμένω, τι όμως? Τι μου έλεγε? Τι ήθελε από μένα? Γιατί δε με λύτρωνε επιτέλους από αυτό το μαρτύριο? Τι περίμενε?

Δεν με άγγιζε καθόλου, κάποια στιγμή πρέπει να κατάλαβε ότι δεν είχα ακούσει λέξη από όσα μου είχε πει και τότε ήρθε μπροστά μου και με τα δύο του χέρια με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«είσαι καλά???»δεν μίλησα

«δεν θα σε πειράξω δεν θέλω να με φοβάσαι» δεν μπορούσα να αντιδράσω

«με ακούς τι σου λέω?» με ρώτησε με την βελούδινη του φωνή γεμάτη θυμό, γεμάτη ένταση.

Δεν μίλησα.

«πως σε λένε?» με ρώτησε πιο ήρεμα τώρα. δε μίλησα.

«μην με φοβάσαι δεν θα σε πηράξω» μου είπε και εγώ τότε ξέσπασα

«ΓΙΑΤΙΙΙΙΙ ΓΙΑΤΙΙΙΙΙΙ»έλεγα ξανά και ξανά μέσα άπο τα δάκρυα μου και τότε όλα σκοτείνιασαν και το απόλυτο κενό ήρθε ακριβός την στιγμή που το ζήτησα.


---------------------------------------------------------------------------

«πρέπει να συνέλθει απο λεπτό σε λεπτό» άκουγα μια φωνή να λέει. Αυτό ήταν? Αναρωτήθηκα είμαι νεκρή?

«Μπέλα γλυκιά μου με ακούς?»αυτή ήταν η φωνή της μαμάς μου

Μα πως είναι δυνατών? Αν είμαι νεκρή πως ακούω την φωνή της?

Αν είμαι ζωντανή γιατί δεν νιώθω τίποτα? Μετά από όλη αυτήν την κακοποίηση δεν έπρεπε να πονάω? Και όμως εγώ ένιωθα καλά, ένιωθα ήρεμη και γαλήνια, πως είναι δυνατών?

«μαμά?»είπα αδύναμα και ξεψυχισμένα

«ναι ματάκια μου εδώ είμαι, άνοιξε τα ματάκια σου να με δει, είσαι καλά Μπέλα μου είσαι καλά»

Και όντως ήμουν

«μαμά?» είπα και άνοιξα τα μάτια μου να την αντικρίσω

«είσαι καλά καρδούλα μου είσαι καλά» έλεγε ξανά και ξανά

«μαμά τι έγινε? Που βρίσκομαι?»

«είσαι στο νοσοκομείο χαρά μου, κάποιος σε έφερε εδώ και με ειδοποίησε»

«κάποιος με έφερε εδώ? Ποιος? Ποιος ήταν?»

«δεν ξέρω ματάκια μου, οι νοσοκόμες μου είπαν ότι ήσουν σε άθλια κατάσταση, τα ρούχα σου ήταν σκισμένα άλλα εσύ είχες μόνο λίγες γρατζουνιές και ήσουν αναίσθητη άπο το σοκ»

«δεν καταλαβαίνω»

«δεν θυμάσαι τίποτα?»

«δεν δεν είμαι σίγουρη»

«μην ζορίζεσαι καρδιά μου πάρε τον χρόνο σου και όλα θα πάνε καλά» είπε και με φίλησε στα μαλλιά

«μαμά εσένα πως σε βρήκανε?»

«από την ταυτότητα σου καρδιά μου

«ααα» άρα ξέρει ποια είμαι άρα με έφερε εδώ για να με γλυτώσει, άρα εγώ τι πρέπει να κάνω τώρα?

«καρδιά μου χρειάζεσαι κάτι? Θέλεις να σου φέρω τίποτα?»

«όχι μαμά είμαι καλά, θέλω μόνο να κλείσω τα μάτια μου για να ηρεμήσω και να συνειδητοποιήσω τι έχει γίνει»

«να καλή μου ηρέμησε και όλα θα πάνε καλά. Έξω είναι μια αστυνομικός, μόλις νιώσεις έτοιμη, θέλει να σου μιλήσει εντάξει?»

Αστυνομικός να μου μιλήσει? Τι πρέπει να πω, τι μπορώ να πω? Εκείνος μου έσωσε την ζωή, μια ζωή που εγώ δεν ήθελα, αλλά με έναν περίεργο τρόπο τώρα την θέλω, θέλω να ζήσω όσο τίποτα, να προχωρήσω να την δημιουργήσω ξανά από την αρχή, ακόμα και στην γνώση ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ, θέλω να ζήσω και θέλω να ελπίζω. Τι περίεργο, τι παράλογο, γιατί?

«Μπέλα μου?» η φωνή της μαμάς μου με απέσπασε από τις σκέψεις

«Μπέλα μου το ξέρω ότι μπορεί να είναι νωρίς ή να μην είσαι έτοιμη άλλα η αστυνομικός μου είπε ότι πρέπει να σου μιλήσει τώρα» κούνησα το κεφάλι μου αφηρημένα

«δεσποινίς Σουάν καλησπέρα σας»

«καλησπέρα»

«ξέρω ότι είναι νωρίς και ότι πιθανών να μην θυμόσαστε και πολλά από το σοκ άλλα θα σας παρακαλέσω να μου πείτε ότι θυμόσαστε από το δυσάρεστο συμβάν σας»

«δεν ξέρω αν θα σας φανώ και πολύ χρήσιμη, η αλήθεια είναι ότι ακόμα δεν έχω καταλάβει τι έχει συμβεί»

Εκείνη την στιγμή μια σκια πέρασε από την πόρτα μου που με έκανε να ανατριχιάσω, όχι από φόβο άλλα δεν ξέρω γιατί, ένιωσα ότι ήταν εκείνος, ένιωσα ότι ήταν εδώ.

«δεσποινίς Σουάν με ακούτε?»

«εεε με συγχωρείτε τι είπατε?»

«σας ρώτησα, αν σας αναφέρω τα στοιχεία που έχουμε συλλέξει σας βοηθήσουν να θυμηθείτε κάτι»

«εεε μάλλον, δεν ξέρω μπορεί»

«ωραία λοιπών, πριν ώρες στο δασάκι που είναι 5 χιλιόμετρα από εδώ, βρέθηκαν δύο νεκροί με περίεργο τρόπο σκοτωμένοι, ο ένας ήταν μπροστά από ένα ξύλινο τραπέζι που ήταν γεμάτο αίματα και ο άλλος πολύ πιο μακριά. Ο πρώτος κατέληξε με μια περίεργη ουλή στον λαιμό του και στραγγισμένος από αίμα, ενώ ο άλλος με στραγγαλισμό»

«δεν καταλαβαίνω τι»

«αφήστε με να τελειώσω και θα καταλάβετε»

«εντάξει»

«ελέγξαμε όλα τα στοιχεία και δεν βρήκαμε καμία ένδειξη που να μας δείχνει τι ήταν αυτό που είχε κάνει την επίθεση, το μόνο που μπορέσαμε να αναλύσουμε ήταν το αίμα στο τραπέζι που ταυτοποίητε με το δικό σου»

«συγνώμη δηλαδή εννοείτε»

«όχι δεσποινίς Σουάν μην ταράζεστε φυσικά και δεν εννοώ ότι κάνατε εσείς κάτι τέτοιο, απλός τα στοιχεία οδηγούν σε σας και αυτό αυτομάτως σας καθιστούν μάρτυρα» είπε και με κοίταζε μέσα στα μάτια επίμονα διαβάζοντας την κάθε μου αντίδραση

«εσείς θυμόσαστε τίποτα απο αυτά?»

«δεν ξέρω δεν είμαι σίγουρη» τι να της πω, τι να τη έλεγα? Εκτός ότι σίγουρα θα μου περνούσαν ζουρλομανδία, αν αποκάλυπτα ότι ο σωτήρας μου είναι ένας βρυκόλακας, ταυτόχρονα θα πρόδιδα και εκείνον. Και τότε τι? Τι να έκανα? Πήρα μια βαθια αναπνοή και άρχισα

«αυτό που θυμάμαι, είναι ότι ήμουν στην βιβλιοθήκη και όταν συνειδητοποίησα ότι έχει σκοτηνιάσει έφυγα να πάω στο σπίτι. Περίμενα το λεοφορίο όταν...»

«όταν?» με ενθάρρυνε

«όταν δύο τύποι άρχισαν να με πειράζουν και να με παρενοχλούν» είπα με τρεμάμενη φωνή

«μετά?»

«μετά άρχισα να φωνάζω και να τους παρακαλώ να με αφήσουν ήσυχη και τότε άρχισαν να με χτυπούν και να με......» η φωνή μου είχε σπάσει από τα δάκρυα

«πάρε μια ανάσα καλή μου και ηρέμησε, όλα έχουν τελειώσει, απλός προσπάθησε να μου πεις ότι θυμάσαι, καταλαβαίνεις ότι χρειάζομαι οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορέσει να μας οδηγήσει στον δολοφόνο»

Τον ποιον? Τον δολοφόνο? Ακούει τι λέει? Της λέω ότι ήταν κακοπιοι αυτοί που είναι τώρα νεκροί και αυτοί θέλουν να τους πως ποιος είναι ο δολοφόνος τους? Δηλαδή ποιος είναι αυτός που με έσωσε από τα νύχια τους? ΟΧΙ δεν θα τον προδώσω, ΟΧΙ, εφόσον δεν μπορώ να τον ευχαριστήσω αλλιώς θα τον ευχαριστήσω με την σιωπή μου.

«λοιπόν?»

«ένας από τους δύο με άρπαξε από τα μαλλιά και με έσερνε δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα» ανάσες

«από τον πόνο δεν μπόρεσα να καταλάβω που ήμασταν ή τι γινόταν, μέχρι που με πέταξαν πάνω σε κάτι σκληρό και τότε – ανάσες – και τότε μου έσκισαν τα ρούχα – ανάσες και αναφιλητά – και και»

«ηρέμησε καλή μου, όλα έχουν τελειώσει, ηρέμησε και προσπάθησε να θυμηθείς»

Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι και ξέσπασα

«αυτά είναι όλα όσα θυμάμαι και να σας πω και κάτι? Δεν ξέρω ποιος το έκανε ή το γιατί ή το πως το έκανε, αλλά ειλικρινά θα των ευγνωμονώ σε όλη μου την ζωή και δεν με νοιάζει αν είναι δολοφόνος»

Η αστυνομικό με κοίταζε στα μάτια και κατάλαβα ότι είχε καταλάβει ότι κάτι έκρυβα άλλα για έναν περίεργο λόγο δεν είπε τίποτα

«εντάξει δεσποινίς Σουάν δεν θα σας πιέσω άλλο, θα γράψω την κατάθεση σας και θα σας την δώσω να την υπογράψετε, αν στο μεταξύ θυμηθείτε κάτι άλλο σας παρακαλώ να με ενημερώσετε, εντάξει?»

«εντάξει»

«καλή ανάρρωση και λυπάμαι που χρειάστηκε να το ζήσετε όλο αυτό»

«ευχαριστώ»

σχόλια για το Fanfiction μπορείτε να αφήνετε εδώ
Περίληψη <  > Κεφάλαιο 2

ESCAPE POLH FANTASMA