όχι όχι πάλι, όχι πάλι γιατί?? Όλα αυτά ήταν όνειρο? Οι 6 μήνες που περάσαν, το Ντάρτμουθ, ήταν όνειρο??
«Δεσποινίς Σουάν? Με ακούτε?»
«Δεσποινίς Σουαν?»
Άνοιξα δειλά τα μάτια μου να αντικρίσω αυτόν που με καλούσε
Δεν ήταν η μαμά μου άρα τι? Τι είναι όνειρο και τι αλήθεια?
«Δεσποινίς Σουαν? Είμαι ο Δόκτορ Κάλεν ξέρεις που βρίσκεσαι?»
Κοίταξα γύρο μου με περιέργεια και ξαναγύρισα στα μάτια του
«εεε (ξερόβηξα) δεν είμαι σίγουρη, σε νοσοκομείο?»
«ναι είσαστε στο νοσοκομείο, θυμόσαστε τον λόγο που σας έκανε να βρίσκεστε εδώ?»
«δεν είμαι σίγουρη»απάντησα με τρεμάμενη φωνή
«θα μπορούσατε να μου πείτε ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάστε?»
«δδεν δδεν ξέρω»
«πάρτε τον χρόνο σας δεν πειράζει»
«τι συνεβεί?? Γιατί είμαι εδώ??»
«λιποθυμήσατε και σας μετέφεραν εδώ για να σας συνεφέρουμε»
«α»
«το θυμόσαστε καθόλου» κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου
«έχετε κάποιον να ειδοποιήσω, συγγενής, γονείς?» κούνησα και πάλι αρνητικά το κεφάλι μου
«κάποιον φίλο?? Ίσως??»
«Αλις»
«Αλις Καλεν εννοείς?»
Αλις Κάλεν? Εντουάρτν Κάλεν? Δοκτορ Κάλεν?
Δεν το πιστεύω όχι όχι δεν το ζω αυτό, πως είναι δυνατόν, όχι όχι δεν είναι αλήθεια
Μπέλα ξύπνα είναι ένα όνειρο ξύπνα ξύπνααααααααααααα
«Δεσποινίς Σουαν?»
«εεεε νναι?»
«Μήπως εννοείτε την Αλις Κάλεν?»
«εεε ναι έτσι νομίζω ότι την λένε»
«είναι η κόρη μου ξέρεις, θες να της πω να έρθει να σε πάρει?»
«οχι οχι, εεε ευχαριστώ, είμαι μια χαρά, θαα θα πάρω ένα ταξί και θα γυρίσω σπίτι μου, μπορώ να γυρίσω σπίτι μου έτσι δεν είναι?»
«φυσικά και μπορείς δεν έχεις κάτι για να σε κρατήσουμε, αλλά θα προτιμούσα να μην φύγεις μόνη σου»
«οχι οχι δεν θέλω να την βάλω σε φασαρίες θα γυρίσω μόνη είμαι μια χαρά ευχαριστώ»
«όπως θες, απλός»
«μην ανησυχήτε το παθαίνω συχνά, τώρα κατάλαβα τι έγινε»
«αλήθεια?? Τι θυμάσαι» ρώτησε με ευγένεια
«είχαμε πάει με την Αλις σε ένα εργαστήρι δραματικής τέχνης και με έπιασε κρίση πανικού, είναι πολύ ντροπιαστικό για μένα άλλα πιστέψτε με το παθαίνω συχνά, βλέπετε είχα ένα δυσάρεστο ατύχημα πριν 6 μήνες και από τότε όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε πολύ κόσμο και μάλιστα άγνωστο κόσμο πάντα με πιάνει, τώρα όμως είμαι καλά, σας το υπόσχομαι»
«μμμμμ» είπε σκεφτικός «ξέρεις η αλήθεια είναι ότι αυτός που σε βρήκε είναι ο καθηγητής σου ο Εντουαρτν Κάλεν» είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια για οποιαδήποτε αντίδραση
«αλήθεια?? Δεν το θυμάμαι αυτό» είπα ψέματα
«αυτήν την στιγμή είναι έξω και περιμένει να αναρρώσεις θα ήθελες μήπως-«
«όχι όχι σας παρακαλώ νιώθω ήδη αρκετά άβολα με την ανοησία μου δεν θέλω να νομίζει ότι φταίει αυτός, σας παρακαλώ μπορείτε να τον ενημερώσετε ότι είμαι μια χαρά?»
«ναι φυσικά θα ήθελες να του πω να έρθει να σε δει?»
«εεε όχι καλύτερα, σας είπα νιώθω ήδη πολύ ντροπή για ότι έγινε δεν θα ξέρω τι να πω»
Και πράγματι αυτό δεν ήταν ψέματα
Τι να του έλεγα, ότι ξέρω ποιος είναι ότι τι?? Τι??
«ένταξη τότε θα πάω να τον ενημερώσω, μπορείς να κάτσεις όσο θέλεις δεν θα σε ενοχλήσει κανείς και όταν είσαι έτοιμη μπορείς να φύγεις»
«σας ευχαριστώ πάρα πολύ δόκτορ Κάλεν»
«τίποτα υποχρέωσης μου» είπε και βγήκε από το δωμάτιο
Και τώρα τι, τι έπρεπε εγώ να κάνω, ένιωθα την ανάγκη να φύγω να δραπετεύω άλλα ήξερα ότι ήταν απέξω και περίμενε, πως θα τον αντίκριζα τι θα του έλεγα? Σίγουρα όχι ότι ξέρω όχι ότι θυμάμαι, αλλά πως? Αυτός είναι δάσκαλος υποκριτικής και εγώ η χειρότερη ψεύτρα του κόσμου, πότε στην ζωή μου δεν μπόρεσα να πω ένα ψέμα χωρίς να κοκκινήσω ή να τα χάσω, πάντα με καταλάβαιναν σύγουρα και αυτός θα το καταλάβει. Ψυχραιμία Μπέλα Ψυχραιμία. Άκουγα την φωνή μέσα μου. Που να την βρωωωω της ούρλιαξα.
Δεν ήταν ότι φοβάμαι ότι θα μου κάνει κακό είναι ότι φοβάμαι να τον ξαναδώ, όλους αυτούς τους μήνες τον έβλεπα κάθε βράδυ, κάθε βράδυ τον παρακαλούσα να μην φύγει και εκείνος πάντα έφευγε και τώρα είναι εδώ, όχι όχι δεν θα τον αφήσω να μου το κάνει αυτό. Σηκώθηκα αποφασιστικά από το κρεβάτι και πήρα το μπουφάν μου και το φόρεσα, στάθηκα στην πόρτα και κρυφάκουσα να δω αν ήταν ακόμα εκεί, ψιθύριζαν αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω λέξη.
«Κύριε Κάλεν μπορείτε σας παρακαλώ να έρθετε για λίγο?» άκουσα μια γυναικεία φωνή από μακριά
«βεβαίως έρχομαι αμέσως» απάντησε
«Εντουρτν μπορείς σε παρακαλώ να πας στο γραφείο μου να πάρεις τις εξετάσεις?»
«ναι» είπε και μετά ησυχία
Αυτό είναι, είπα στον εαυτό μου, τώρα Μπέλα τώρα είναι η ευκαιρία που ζητάς
Άνοιξα την πόρτα διστακτικά για να ελέγξω και για καλή μου τύχη δεν ήταν κανείς
Έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς την έξοδο ελέγχοντας που και που πίσω μου μην με δει κανείς
Όταν βγήκα από το νοσοκομείο έριχνε αρκετή βροχή άλλα δεν πτοήθηκα
Έτρεξα προς τον δρόμο για να βρω ένα ταξί άλλα τίποτα
Περίμενα περίμενα και ξαφνικά
«Μπέλα?»
Όχι θεέ μου όχι γιατί σε μένα γιατί????
Έκανα ότι δεν άκουσα
«Μπέλα» τότε τον άκουσα να μου μιλάει από πίσω μου
Γύρισα αργά
«Κύριε Κάλεν?»
«Εντουαρτ» μου είπε με ένα ήρεμο χαμόγελο
«συγνώμη πραγματικά συγνώμη νιώθω τόσο άσχημα» είπα απολογητικά
«δεν χρειάζεται να ζητάς συγνώμη ο καθένας μπορεί να το πάθει»
«ναι αλλά συνήθως το παθαίνω εγώ» είπα και κοκκίνισα μέχρι τα αυτιά
Γέλασε ήρεμα και κοίταξε προς τα κάτω
«έχουμε γίνει αρκετά μούσκεμα» είπε και με κοίταξε στα μάτια «και δεν βλέπω κανένα ταξί» συνέχισε με έμφαση
Ήμουν σίγουρη ότι είχε ακούσει κάθε λέξη που ανταλλάξαμε με τον Δόκτορ Κάλεν
«τι λες να σε πάω εγώ στο σπίτι σου»
«ο σας παρακαλώ δεν είναι ανάγκη σας παρακ-«
«κανένας κόπος σε παρακαλώ θα ένιωθα καλύτερα αν σε πήγαινα με ασφάλεια στο σπίτι σου» δεν μίλησα χάθηκα μέσα στην ματιά του και άκουγα μόνο την καρδιά μου που κόντευε να φύγει από το στήθος μου
«σε παρακαλώωω» είπε με τον ίδιο τρόπο που μου το ζητούσε και εκείνο το βράδυ
«εεε τι?» ρώτησα εγώ ανόητα
«θα με αφήσεις να σε πάω στο σπίτι σου πριν κρυολογήσεις?»
«εεεε ναι» είπα μπερδεμένη
Μα τι στο καλό πως το κάνει αυτό? Γιατί όταν μου μιλάει έτσι δεν μπορώ να του αρνηθώ?
Προχωρήσαμε αργά μέχρι το πάρκινγκ μιας που εγώ περπατούσα λες και ήμουν μαγεμένη χωρίς σκέψεις χωρίς να έχω συναίσθηση ούτε του τι κάνω ούτε γιατί. Ήμουν σίγουρη ότι θα το μετάνιωνα.
Παρόλο που ήταν αρκετά σκοτεινά και με την βροχή δεν διακρινότανε και πολλά πράγματα εκείνος οδηγούσε αρκετά γρήγορα και πολύ προσεχτικά.
Δεν μίλαγε κανένας μας και η ατμόσφαιρα μέσα στο αυτοκίνητο ήταν αρκετά φορτισμένη.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω την πρώτη κίνηση, για την ακρίβεια ήλπιζα να μην με ρωτήσει τίποτα μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι.
«λοιπόν σου αρέσει η υποκριτική?»
Ωχ ξεκίνησε είπα μέσα μου
«δεν θα το έλεγα» είπα διστακτικά
«τότε πως και γράφτηκες στην σχολή?»
Τώρα τι λέμε? Η Αλις παρόλο που με είχε παγιδεύσει πολύ άσχημα, αν και δεν ξέρω πως άλλα είμαι σίγουρη ότι γνωρίζει, ωστόσο μου είχε φερθεί αρκετά καλά και δεν θα ήθελα να την προδώσω.
«εεε δεν είμαι σίγουρη, ίσως γιατί η Αλις μου υποσχέθηκε ότι θα με βοηθήσει»
«να σε βοηθήσει σε τι η υποκριτική?»ρώτησε μπερδεμένος
«είπε ότι θα μπορέσει να με βοηθήσει στην καθημερινότητα μου»
Γέλασε άλλα χωρίς χιούμορ
«είναι λογικό να μην το καταλαβαίνετε εσείς άλλα η Αλις είχε δίκιο»
«σε παρακαλώ μην μου μιλάς στον πληθυντικό με κάνεις και νιώθω γέρος» είπε και γέλασε χαμηλόφωνα
«συγνώμη» δεν ήξερα τι άλλο να πω
«και σε τι ακριβός είχε δίκιο δηλαδή?»
Δεν απάντησα
Κατάλαβα ότι με κοίταζε άλλα δεν είχα σκοπό να απαντήσω με ειλικρίνεια οποτέ του είπα
«απλός έχει δίκιο» και κοίταξα έξω από το παράθυρο ελπίζοντας να μην το συνεχίσει
«στην επόμενη γωνία κάντε – με κοίταξε με ένταση – κάνε – διόρθωσα αυτόματα – αριστερά και σταματήστε εεε σταμάτα ήθελα να πω όπου μπορείς»
«εδώ μένεις?»
«ναι»
«εδώ?»
«ναι είναι αυτό εκεί απέναντι»
«μάλιστα οπότε φτάσαμε»
«και με ασφάλεια» είπα κάπως πειραχτικά
«ναι» είπε γελώντας «με ασφάλεια»
«και πάλι ευχαριστώ πολύ για ότι έκανες, καλό βράδυ» είπα και έκανα να φύγω
«Μπέλα?» με σταμάτησε με το χέρι του
Γύρισα και κοίταξα πρώτα το χέρι του και μετά τον ίδιο με ένταση στο βλέμμα μου
Το τράβηξε αυτόματα με ένα σιγανό «συγνώμη» άνοιξα την πόρτα και βγήκα
Πέρασα απέναντι τον δρόμο και ανέβηκα τα σκαλιά, γύρισα να τον δω και στεκόταν εκεί και περίμενε, προφανώς να μπω μέσα
Τον κοίταζα συνέχεια μέχρι που κατάλαβε ότι με ενοχλούσε και έβαλε μπρος την μηχανή και έφυγε.
Ο πόνος που ένιωσα ήταν πολύ μεγάλος, η βροχή έπεφτε ασταμάτητα και εγώ καθόμουν εκεί και τον κοίταγα να φεύγει.
Όταν συνήλθα έψαξα για τα κλειδιά μου άλλα τίποτα, όχι δεν το πιστεύω, όχι δεν είναι δυνατόν, μέσα στην σύγχυση είχα ξεχάσει το γεγονός ότι πάνω στον πανικό μου άφησα την τσάντα μου στην τάξη.
Δεν είναι δυνατόν, τι άλλο πια μπορεί να πάει στραβά είπα και έβαλα τα κλάματα κλοτσώντας την πόρτα μου με δύναμη
Ααααααααααααααα όχι και αυτό είπα και έπεσα στο σκαλοπάτι ουρλιάζοντας με την βροχή να πέφτει απάνω μου με μανία
Γιατί, γιατί τι σου έκανααα γιατί σε μένα όλα αυτά γιατιιιιιιιιιιιιιιιιιιι έλεγα κλαίγοντας ενώ έγειρα το κεφάλι μου πάνω στα γόνατα μου και ξέσπασα σε κλάματα χωρίς να με νοιάζει αν με κοιτάει κανείς.
«Μπέλα?» άκουσα πάλι την φωνή του
«Μπέλα είσαι καλά??» με ρώτησε με εμφανές το άγχος στην φωνή του
Δεν είχα άλλο κουράγιο για ψέματα και αρνήσεις
Και έτσι κούνησα το κεφάλι μου
«τι έχεις, τι έγινε, τι συμβαίνει?» με ρώτησε φανερά αγχωμένος
«φύγε» ψιθύρισα με κόπο
«Μπέλα με ανήσυχης, τι συμβαίνει?»
«φύγεεεεεεεεεε» άρχισα να ουρλιάζω
Προσπάθησε να με πάρει αγκαλιά και εγώ τότε άρχισα να τον κοπανάω και να του φωνάζω
«φύγε σε μισώ το καταλαβαίνεις φύγεεεεεεεεεεεεεεεεε» του είπα ουρλιάζοντας με δάκρυα στα μάτια «σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ» είπα ξεψυχισμένα σαν να μην είχα άλλο αέρα στα πνευμόνια μου
Είχα σταματήσει να παλεύω και συνειδητοποίησα ότι ήμουν στην αγκαλιά του
Τότε χωρίς να σκεφτώ γαντζώθηκα από τον λαιμό του φέρνοντας τον πιο κοντά μου και άρχισα να κλαίω με λυγμούς
Δεν κουνήθηκε δεν είπε τίποτα, παρά μόνο με άφησε να ξεσπάσω
Μετά από αρκετή ώρα πήρα μια βαθιά ανάσα ηρεμώντας από την υστερία μου και σήκωσα το κεφάλι μου για να τον αντικρίσω
«τα κλειδιά είναι στην τσάντα μου» είπα ανάμεσα στα αναφιλητά
«και η τσάντα μου είναι στην σχολή» συνέχισα
Τον είδα που πήρε μια ήρεμη αναπνοή και με κοίταξε στα μάτια
«Μπέλα με εμπιστεύεσαι?»
Κούνησα το κεφάλι μου, πραγματικά τον εμπιστεύομαι
«τότε άσε με να σε πάω στο σπίτι μου, χρειάζεσαι οπωσδήποτε μπάνιο, έχεις παγώσει ολόκληρη και αν συνεχίσουμε να καθόμαστε εδώ τότε δεν θα γλυτώσεις την πνευμονία»
Κούνησα και πάλι το κεφάλι μου χωρίς να μπορώ να μιλήσω
Τότε προσπάθησε να με βοηθήσει να σηκωθώ με πολύ λίγη βοήθεια από μέρους μου, ήμουν εξουθενωμένη, είχα ξεχάσει ότι είχα χτυπήσει το πόδι και ο πόνος του με ξάφνιασε τόσο πολύ που διπλώθηκα στα δύο και έβγαλα μια κραυγή
«Μπέλα είσαι καλά? Τι έγινε τι έπαθες?»
«το πόδι μου» είπα με μεγάλη δυσκολία «το χτύπησα στην πόρτα πριν έρθεις» είπα με δάκρυα στα μάτια
Με πήρε αγκαλιά και με πήγε στο αυτοκίνητο
Και με έβαλε στην θέση του συνοδηγού και μου έδεσε την ζώνη
Καθόμουν ακίνητη και αμίλητη με το μυαλό μου να είναι κενό κοιτώντας έξω στο δρόμο
Δεν είπε τίποτα, με κοίταζε που και που άλλα δεν μίλησε καθόλου
Όταν φτάσαμε στο σπίτι του το μυαλό μου ήταν μακριά στις σκέψης μου και έτσι δεν το κατάλαβα καν παρά μόνο όταν σταμάτησε την μηχανή του αυτοκινήτου και άνοιξε την πόρτα, ότι είχαμε φτάσει στο σπίτι του
Δεν έκανα καμία κίνηση να κουνηθώ
Μου άνοιξε την πόρτα έβγαλε την ζώνη ασφαλείας μου και με πήρε πάλι στην αγκαλιά του
Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στο στήθος του και κοίταζα το κενό
Ένιωθα τόσο εξουθενωμένη που δεν μπορούσα να αντιδράσω σε τίποτα
Ακόμα και αν μου μίλαγε εγώ δεν θα το καταλάβαινα
Μπήκαμε στο σπίτι και με πήγε σε ένα τεράστιο δωμάτιο με άφησε πάνω στο κρεβάτι και έφυγε λέγοντας μου ότι θα πάει να ετοιμάσει την μπανιέρα για να κάνω μπάνιο
Τον άκουγα μηχανικά κουνώντας μόνο το κεφάλι δεν είχα κουράγιο για τίποτα άλλο
Κάποια στιγμή γύρισε και με πήρε πάλι στην αγκαλιά του και με έβαλε να κάτσω κάπου
Πήρε στα χέρια του το πρόσωπο μου και χάιδευε με πολύ απαλές κινήσεις τα μάγουλα μου
«Μπέλα μου πρέπει να κάνεις μπάνιο, είσαι τελείως παγωμένη»
Ένευσα καταφατικά
«θες να σε βοηθήσω?»
Ήμουν αρκετά εξουθενωμένη για να ντραπώ οπότε δεν είχα άλλη επιλογή απο το να γνεύσω για άλλη μια φορά καταφατικά
Με πολύ ήρεμες κινήσεις χωρίς να με κοιτάει καθόλου για να μην με φέρει σε μεγαλύτερη αμηχανία έβγαλε τα ρούχα μου και με ακούμπησε μαλακά στο νερό
«θες να φύγω? Θα είσαι καλά μόνη σου?»
Έγνευσα για άλλη μια φορά
Έφυγε αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή και εγώ έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι και αποκοιμήθηκα.
σχόλια για το Fanfiction μπορείτε να αφήνετε εδώ
Κεφάλαιο 3< > Κεφάλαιο 5