Τα δάκρυα είχαν στερέψει... τα κορμιά μας ταιριασμένα απόλυτα είχαν σταματήσει να τρέμουν από την ένταση και με ανάλαφρη καρδιά και αναπνοή και οι δύο είχαμε μείνει να απολαμβάνουμε αυτήν την μοναδική στιγμή της ένωσης μας χωρίς να λέμε τίποτα που θα μπορούσε να χαλάσει όλην αυτήν την μαγεία της λύτρωσης που νιώθανε οι ψυχές μας... Όμως τίποτα δεν είχε τελειώσει, αντιθέτως όλα τώρα αρχίζανε και έπρεπε να φανούμε δυνατοί... Έπρεπε να βάλουμε όλην την δύναμη της ψυχής μας και ενωμένοι να παλέψουμε για την ευτυχία μας με κάθε δυνατό τρόπο.
Ένας αναστεναγμός της έσπασε την σιωπή και σφίγγοντας την περισσότερο στην αγκαλιά μου άφησα ένα απαλό φιλί στην βάση του λαιμού της και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, είπα αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτώ.
«Τουλάχιστον ορκίσου μου ότι δεν θα κάνεις τίποτα απερίσκεπτο από εδώ και πέρα...» ξεκίνησα τρομοκρατημένος στην ιδέα για το τι είχε μέσα στο μυαλό της όσο αφορούσε τα σχέδια που είχε κάνει με το θέμα του Μάρκου... Ωστόσο η έλλειψη ανταπόκρισης από την μεριά της με έκανε ακόμα πιο νευρικό... «Ορκίσου μου Μπέλα ότι δεν θα με αφήσεις απ' έξω» προσπάθησα και την ανάγκασα να με κοιτάξει αλλά εκείνη αρνιόταν να με κοιτάξει απευθείας στα μάτια και αυτό μου έδωσε όσα ζητούσα επιβεβαιώνοντας τους πιο φριχτούς μου φόβους... Έκρυβε πολλά περισσότερα από όσο άφηνε να εννοηθεί και δεν ήταν διατεθειμένη να εξωτερικεύσει τίποτα... «Μπέλα...» την αφύπνισα κρατώντας το πρόσωπο της μέσα στα δύο μου χέρια αναγκάζοντας την να με κοιτάξει ....Όταν το έκανε το βλέμμα της ήταν τελείως άδειο και αυτό με προβλημάτισε περισσότερο... «Ορκίσου» είπα επιτακτικά και ξεφύσησε απηυδισμένα χαμηλώνοντας την ματιά της προσπαθώντας να συγκεντρώσει τις σκέψεις της.
«Δεν θέλω να ανακατευτείς σε αυτό Έντουαρτ... Δεν θέλω να καταλάβει ο Καρλάιλ ότι ξέρεις τίποτα από όλα αυτά... Θα σε πιέσει χειρότερα δεν το καταλαβαίνεις... Άσε που αν ανακατευτεί το όνομα σου μπορεί να σε κατηγορήσουν ότι τον κάλυπτες όλον αυτόν τον καιρό... Είναι τόσα πολλά...» συνέχισε πιάνοντας το κεφάλι της και έκλεισε τα μάτια της για να μπορέσει να βρει τις ισορροπίες της.
«Ακούω» είπα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση γι αυτό και με κοίταξε απευθείας στα μάτια με ένα επιβλητικό βλέμμα.
«Δεν έχω να πω τίποτα άλλο...» τόνισε... «Ότι και να κάνεις δεν μπορείς να με πείσεις για το αντίθετο... Τελεία και παύλα» είπε χωρίς να δέχεται αντίρρηση γι 'αυτό και με έβγαλε από τα ρούχα μου.
«Μην με κάνεις χειρότερα από όσο ήδη είμαι Μπέλα, δεν καταθέτω τα όπλα ότι και να λες» το γύρισα στην επίθεση και τότε ξεπέρασε τα όρια της.
«Ναι σωστά, σε μένα δεν ξέρεις να καταθέτεις τα όπλα, στον πατέρα σου όμως ξέρεις να βάζεις την ουρά στα σκέλια και να δέχεσαι ότι παπαριά σου πασάρει» πέταξε σκληρά με δηλητήριο στην φωνή της, φεύγοντας από πάνω μου και παίρνοντας στο χέρι της το τηλέφωνο της ντουζιέρας ξέβλαλε από πάνω της τους αφρούς πριν πάρει την πετσέτα για να στεγνώσει το σώμα της.
«Καταλαβαίνεις πόσο άδικη είσαι αυτήν την στιγμή;... Έχεις ιδέα τι τράβηξα εγώ όλον αυτόν τον καιρό;... Έχεις ιδέα πως καρδιοχτυπούσα;» της φώναξα και χωρίς να γυρίζει προς το μέρος μου με γρήγορες κινήσεις άρχισε να ντύνεται χωρίς να απαντάει... Όλο της το κορμί έτρεμε από τον εκνευρισμό της και δήλωνε ότι κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια ώστε να μην αντικρούσει τα λόγια μου.
Σηκώθηκα από το πάτωμα και αφού καθάρισα το σώμα μου από τους αφρούς την μιμήθηκα και εκείνη ακόμα σε έξαλλη κατάσταση βγήκε από το μπάνιο κοπανώντας την πόρτα πίσω της.
Μόλις φόρεσα τα ρούχα μου και βγήκα από το μπάνιο την βρήκα να είναι όρθια κολλημένη στο τζάμι να κοιτάει μακριά. Με το ένα της χέρι πάνω στην μέση της και το άλλο πάνω στο τζάμι πάλευε σκληρά να βρει την αυτοκυριαρχία της αλλά βλέποντας και μόνο την στάση του σώματος της κατάλαβα αμέσως ότι είχε ξεπεράσει κάθε προσωπικό της όριο και αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι καλό... Ωστόσο έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου να μην της εναντιωθώ σε ότι και να πει, γιατί στο κάτω κάτω έχει μαζέψει πάρα πολλά μέσα της και είναι λογικό ότι η έκρηξη της δεν θα αργήσει να έρθει.
«Έφτασες στο σημείο να μου στερήσεις το ένα μου παιδί...» ξεκίνησε με πικρία στην φωνή της εκφράζοντας μου καθαρά το πόσο δύσκολο είναι για εκείνην να το ξεπεράσει αυτό... Όσο και να κατανοεί τους λόγους που το έκανα, δεν θα είναι εύκολο για εκείνην να μου το συγχωρήσει όσο και να το θέλει... «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να μου στερήσεις και το δεύτερο» δήλωσε σκληρά και η αγωνία στα λόγια της Τζέσικας με αφύπνισαν επιβεβαιώνοντας μου για άλλη μια φορά ότι κάτι πολύ σοβαρό τρέχει με το μωρό και εκείνη το κρύβει πολύ καλά.
«Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;» απαίτησα με ήρεμη φωνή προσπαθώντας σκληρά να μην εκφράσω όλην την αγανάκτηση που ένιωθα μέσα μου.
« Σημαίνει ότι δεν πρόκειται να σε αφήσω να με καταστρέψεις, σημαίνει αρκετά Έντουαρτ... ΑΡΚΕΤΑ» φώναξε χτυπώντας το χέρι της πάνω στο τζάμι με δύναμη ενώ λυγίζοντας το κορμί της μπροστά πήρε μια βαθιά ανάσα, την κράτησε για να ελέγξει την ένταση της πνίγοντας ένα βογκητό πόνου, τρέμοντας σύγκορμη... Αυτόματα το σώμα μου βρέθηκε σε εγρήγορση, κάνοντας όμως την κίνηση να την πλησιάσω εκείνη με ακινητοποίησε σηκώνοντας το χέρι της προς το μέρος μου... «Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις... Μην τολμήσεις να με ακουμπήσεις» φώναξε και πάγωσα στην θέση μου... «Σας σιχάθηκα πια, σιχάθηκα όλα όσα σας περιβάλουν, σιχάθηκα τον ίδιο μου τον εαυτό... Δεν ξέρω πια, ποια είμαι, τι κάνω, τι λέω... Πληγώνω τον ίδιο μου τον εαυτό ελπίζοντας... Ελπίζοντας τι Έντουαρτ;... Για ένα καλύτερο αύριο;... Τι έχω να ελπίζω Έντουαρτ πες μου τι;...» δεν ήξερα πως να ανταποκριθώ σε αυτό... «Πες μου τι;» απαίτησε και έκανα άλλη μια προσπάθεια να την πλησιάσω... Εκείνη προσπάθησε να μου αντισταθεί αλλά δεν τα παράτησα... Την έκλεισα στην αγκαλιά μου και την κράτησα σφιχτά απάνω μου, σταμάτησε να παλεύει αλλά ήξερα ότι δεν το έκανε για μένα αλλά για να μην κάνει την κατάσταση της χειρότερα.
«Προσπάθησα Μπέλα σου το ορκίζομαι» έκανα μια προσπάθεια αλλά το βλέμμα της μου έκοψε ότι άλλο ήθελα να συμπληρώσω.
«Προσπάθησες πως Έντουαρτ;... Πες μου πως;... Με το να με εξευτελίζεις και να με μειώνεις με την πρώτη ευκαιρία;... Με το να με κάνεις να νιώθω ανεπιθύμητη και ξένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι;... Πως Έντουαρτ προσπάθησες;... Έχεις αναλογιστεί όσα έχεις κάνει;... Έχεις μπει έστω και μια στιγμή στην θέση μου;... Έχεις ιδέα πως ένιωθα και πως νιώθω αυτήν την στιγμή;»
«Και τι άλλο ήθελες να κάνω;... Να τους αφήσω να σε πειράξουνε;... Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι η ζωή σου για μένα είναι πολύ πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο;»
«Και τι ακριβώς κατάφερες;» ρώτησε σκληρά με τα μάτια της να γυαλίζουν με μίσος... «Να με διώξεις;... Πες μου τι;»
«Νόμιζα ότι με συγχώρεσες» είπα ξέπνοα αιφνιδιασμένος από τα λόγια της και άφησε ένα χαιρέκακο γελάκι.
«Θα μπορούσα να το κάνω, αν έστω και μια φορά κατάφερνες έστω και λίγο να με ακούσεις, αλλά βλέπω ότι δεν είναι αρκετό σωστά;... Με το που γυρίσουμε πίσω στο σπίτι, με το που βρεις και πάλι την πρώτη ευκαιρία να με δεις λίγο πιο λάσκα δεν θα αργήσει η στιγμή που θα κάνεις τα ίδια Έντουαρτ και εγώ δεν έχω άλλη δύναμη να καταπνίξω όλα αυτά που με πνίγουν... Δεν έχω άλλα περιθώρια για λάθη, αν θέλω να επιβιώσω από όλο αυτό...»
«Τι προσπαθείς να μου πεις ότι με αφήνεις;» ρώτησα σοκαρισμένος και εκείνη αφαιρώντας τα χέρια μου από πάνω της ξεμάκρυνε από κοντά μου γυρίζοντας μου την πλάτη της ... Αφού ανασυγκρότησε τις σκέψεις της , προσπάθησε να διαλέξει μια μια της λέξεις που θα ξεστόμιζε...
«Δεν είχα σκοπό να σου πω για το μωρό, αν δεν με προλάβαινες στο ασανσέρ σου δεν θα με έβλεπες ποτέ ξανά στην ζωή σου, ούτε εμένα ούτε και την μικρή...» δήλωσε και η αναπνοή μου άρχισε να γίνεται δύσκολη αλλά περίμενα υπομονετικά να συνεχίσει... «Όσο βρίσκομαι μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα το μωρό δεν έχει καμία ελπίδα να φτάσει μέχρι το τέλος... Εγώ δεν έχω καμία ελπίδα να καταφέρω να επιβιώσω από όλο αυτό... Είμαι ένα ράκος Έντουαρτ, δεν ξέρω που να αναζητήσω να βρω τα κομμάτια μου για να τα ξαναενώσω, δεν ξέρω πια τι επιλογές έχω... Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι αντοχές μου εκμηδενίστηκαν και δεν έχω άλλο κουράγιο να σηκώσω το ανάστημα μου για να παλέψω, δεν έχω άλλο κουράγιο» είπε ενώ η φωνή της έσπασε στο τέλος και έβαλε το χέρι της πάνω στο γραφείο για να υποβαστάξει το βάρος της ώστε να μην αφήσει το σώμα της να σωριαστεί στο πάτωμα ...Με όση δύναμη της είχε απομείνει, έκατσε στην καρέκλα της βαριά, ανασαίνοντας με δυσκολία ενώ έκλεισε το πρόσωπο της μέσα στης χούφτες της για να μπορέσει ξανά να βρει λίγη δύναμη για να συνεχίσει.
Με αργά βήματα την πλησίασα , γονάτισα μπροστά της, της αφαίρεσα τα χέρια της από το πρόσωπο της και την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Σ’ αγαπώ...» ξεκίνησα και εκείνη προσπάθησε να με σταματήσει αλλά βάζοντας τα ακροδάχτυλα μου πάνω στα χείλια της κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου για να την σταματήσω... «Δεν δικαιολογεί τις πράξεις μου, δεν περίμενα ποτέ ότι θα μπορούσες να με συγχωρέσεις, δεν απαιτώ να το κάνεις... Αν θες να φύγεις από την ζωή μου για το καλό όλων μας δεν θα σε σταματήσω ...Θα με αποτελειώσει , αλλά δεν θα σε σταματήσω... Έχεις κάθε δικαίωμα να το κάνεις και δεν πρόκειται να σε κατηγορήσω ποτέ γι αυτό...» ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου διαλύοντας με αλλά δεν το έβαλα κάτω... Ήξερα ότι το μόνο σωστό ήταν να την αποδεσμεύσω... «Το μόνο που θέλω είναι να είσαι ασφαλής, να είσαι ευτυχισμένη, έστω αν σημαίνει ότι για να γίνει αυτό θα πρέπει να είσαι μακριά μου... Και μόνο στην ιδέα να μην σε ξαναδώ τρελαίνομαι, με κάνει να θέλω να πάρω φόρα και να δώσω τέλος σε αυτήν την άθλια ζωή, αλλά κοντά σου όλα αυτά τα χρόνια έμαθα να είμαι δυνατός... Εσύ μου δίδαξες να αντιμετωπίζω τις καταστάσεις με ψυχραιμία και ωριμότητα και αυτό θα κάνω και τώρα... Δεν θα φερθώ απερίσκεπτα, δεν θα βάλω τα θέλω μου πάνω από το ίδιο σου το καλό, αλλά θέλω να μου ορκιστείς ότι θα κάνεις τα πάντα για να σταθείς στα πόδια σου, ότι θα κάνεις τα πάντα να ξαναβρεις την δύναμη να γίνεις η γυναίκα που λάτρεψα και θαύμασα όσο κανέναν άλλον στην ζωή μου... Έχεις την δύναμη να το κάνεις και το ξέρεις» είπα χωρίς δισταγμό και χάιδεψα δειλά το πρόσωπο της και από το ξάφνιασμα της πετάρισε για λίγο τα βλέφαρα της.
«Έντουαρτ...» ξεκίνησε ξέπνοα και κλείνοντας για άλλη μια φορά τα χείλια της με τα ακροδάχτυλα μου κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Όποτε νιώσεις την ανάγκη να γυρίσεις κοντά μου, ξέρεις ότι θα είμαι εδώ για σένα... Μπορείς να γυρίσεις όποτε το θελήσεις, όμως θέλω να το κάνεις μόνο αν αυτό είναι που θέλεις εσύ και όχι για μένα... Δεν ξέρω με ποιον τρόπο μπορώ να σου ξεπληρώσω τα όσα έχεις κάνει για μένα, όμως νομίζω ότι είναι παραπάνω από αρκετά αυτά που σου χρωστάω και θα σου χρωστάω για όλην μου την ζωή... Γι αυτό και είναι καιρός να αρχίζω να σου τα ξεπληρώνω ξεκινώντας από τώρα... Κάνε αυτό που θες αν νομίζεις ότι με αυτόν τον τρόπο μπορείς να διασφαλίσεις το καλό το δικό σου και των παιδιών μας ότι επίπτωση και να έχει αυτό σε μένα...» έκανα μια παύση «Γι αυτό δεν έλεγες τίποτα όλον αυτόν τον καιρό έτσι δεν είναι;» ξαφνικά σαν επιφοίτηση μου ήρθε και επιτέλους κατάλαβα γιατί το κράταγε μέσα της ή ακόμα χειρότερα γιατί δεν τους πρόδιδε... Εκείνη το επιβεβαίωσε με ένα νεύμα χωρίς να έχει κουράγιο να μιλήσει και χαμογέλασα θλιμμένα χαμηλώνοντας την ματιά μου αναδιοργανώνοντας την σκέψη μου και αφού πήρα μια βαθιά ανάσα σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της πιο αποφασιστικά και την κοίταξα κατάματα.
«Κάνε αυτό που πρέπει» είπα και σηκώνοντας το ανάστημα μου την τράβηξα κοντά μου, αναγκάζοντας την να σταθεί στα πόδια της... Εκείνη με κοίταζε διχασμένη, δεν ήξερε τι να πει... Χάιδεψα απαλά το πρόσωπο της και αφήνοντας ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στο μέτωπο της έσφιξα τα δόντια μου καταπίνοντας όλον τον πόνο που ένιωσα εκείνην την στιγμή και έφυγα αφήνοντας την μόνη της για να πάρει τις αποφάσεις τις ανεπηρέαστη.
Μπαίνοντας στο ασανσέρ έψαξα να βρω το κινητό μου αλλά θυμήθηκα ότι το είχα αφήσει στο γραφείο της και πατώντας το στοπ κάλεσα πάλι τον όροφο της και περίμενα να ανοίξουν οι πόρτες... Στον διάδρομο ήταν εκείνη και μόλις με είδε ένα δάκρυ άρχιζε να κυλάει στα μάγουλα της και χωρίς να το σκεφτούμε, καλύψαμε την απόσταση και πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου χωρίς κανένα δισταγμό.
«Σ’ αγαπώ» κατάφερε να πει με πνιγμένη φωνή και τρίβοντας την πλάτης της παρηγορητικά ανασήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια.
«Είσαι όλη μου η ζωή, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό» της απάντησα και μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
«Θα γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ» είπε και η καρδιά μου αμέσως αντέδρασε και άρχισε να καλπάζει ζωηρά.
«Θα σε περιμένω» της ανταποκρίθηκα και την έσφιξα για άλλη μια φορά στην αγκαλιά μου για να πάρω δύναμη ώστε να καταφέρω να καταπνίξω την ανάγκη μου να τρέξω πίσω της και να μην την αφήσω από κοντά μου.
Με την πιο απαλή κίνηση με απομάκρυνε από κοντά της και χαρίζοντας μου ένα θλιμμένο χαμόγελο άρχισε να πισωπατεί χωρίς να αποχωρίζεται το χέρι μου δηλώνοντας μου πόσο και η ίδια με είχε ανάγκη αλλά ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει μόνη της και έπρεπε να της δώσω την ώθηση που χρειαζόταν για να πάρει δύναμη.
«Σ’ αγαπάω» είπα με σταθερή φωνή και κάνοντας το χαμόγελο της πιο πλατύ μου ανταποκρίθηκε με όση δύναμη της είχε απομείνει.
«Είσαι όλη μου η ζωή, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό»
«Θα σε περιμένω» επανέλαβα και γνέφοντας γύρισε την πλάτη της και κίνησε προς το ασανσέρ... Η ματιά μου είχε κολλήσει επάνω της, δεν ήθελα να χάσω ούτε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου από το να την κοιτώ... Ένιωθα τόσο αβοήθητος, καταπνίγοντας όλα μου τα θέλω, κάνοντας το κορμί μου να παγώσει για να μην τρέξω κοντά της... Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου αλλά έπρεπε να την εμπιστευτώ, έπρεπε να της αποδείξω ότι ήμουν δυνατός... Πόσο απέχει η θεωρία από την πράξη τελικά... αλλά δεν το έβαλα κάτω.
Λίγο πριν οι πόρτες κλείσουν τελείως εκείνη έβαλε το χέρι της ενδιάμεσα και τις ανάγκασε να ξανά ανοίξουν.
«Έντουαρτ;» είπε και την κοίταξα με απορία πλησιάζοντας την.
«Ακολούθα την καρδιά μου, εκεί θα βρεις ότι ψάχνεις» είπε και για λίγο έμεινα ακίνητος να την κοιτάω χωρίς να καταλαβαίνω... «Ακολούθα την καρδιά μου» επανέλαβε κοιτώντας με με νόημα στα μάτια και μόλις οι πόρτες έκλεισαν έμεινα για λίγο να τις κοιτώ προσπαθώντας να καταλάβω τι προσπαθούσε να μου περάσει.
Γύρισα στο γραφείο της και μηχανικά πήρα το κινητό μου από τον καναπέ που το είχα αφήσει και κίνησα προς την τουαλέτα για να πάρω και το πορτοφόλι μου... Βάζοντας το πορτοφόλι μου στο παντελόνι μου άρχισα να ψάχνω και τις υπόλοιπες τσέπες του παντελονιού και μόλις το χέρι μου ακούμπησε στο δαχτυλίδι της το έβγαλα και το κοίταξα με έναν αναστεναγμό...
«Έπρεπε να μου το πετάξεις στα μούτρα πιο νωρίς» μονολόγησα και φέρνοντας το κοντά στα χείλια μου το φίλησα με πάθος και αφού το φύλαξα μέσα στην τσέπη μου άρχισα να ψάχνω και για την βέρα της αλλά δεν ήταν πουθενά.
Για λίγο πάγωσα, κοίταξα το πάτωμα τίποτα... Βγαίνοντας στο γραφείο της κοίταξα παντού αλλά ούτε και εκεί ήταν και τότε τα λόγια της ήρθαν ξανά στην μνήμη μου και με έκανε να καταλάβω τα πάντα.
Έβγαλα από την τσέπη μου ξανά το δαχτυλίδι της και το κοίταξα χαμογελώντας... Ήξερα ακριβώς που να κοιτάξω... Αλλά γιατί τώρα;... Γιατί δεν μου το είπε πιο πριν;... Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει άρρυθμα, ένας πόνος στο στήθος μου με άφησε ξέπνοο και κρατώντας το δαχτυλίδι της σφιχτά στην χούφτα μου πήγα στο γραφείο της και παίρνοντας γραμμή από το σταθερό της κάλεσα τον Ντάρμπιαν που τον είχα προσλάβει για να την προσέχει από απόσταση.
«Ντάρμπιαν, μην την χάσεις από τα μάτια σου, να με ενημερώσεις για όλες της, τις κινήσεις, έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα» του είπα αμέσως μόλις απάντησε στην κλήση μου χωρίς περιστροφές ...Μόλις έλαβε την εντολή και μου επιβεβαίωσε ότι την έβλεπε να φεύγει από το κτίριο με τον Βλαντίμ να οδηγεί κλείσαμε το τηλέφωνο και έτρεξα κατευθείαν στο γκαράζ.
«Τάηλερ... οδήγα εσύ» του είπα αμέσως πηγαίνοντας προς την θέση του συνοδηγού και εκείνος χωρίς να χάνει χρόνο μπήκε μέσα στο αμάξι και το σανίδωσε.
«Θα σε πάω στην κλινική» δήλωσε αυστηρά κοιτώντας το χέρι μου.
«Όχι τώρα...» τον έκοψα και πριν διαμαρτυρηθεί συνέχισα... «Πρώτα πρέπει να πάρω κάτι από την θυρίδα μας στην τράπεζα, μετά θα πάμε να το κοιτάξουν» του είπα επιτακτικά χωρίς να δέχομαι αντίρρηση και με ένα ξεφύσημα τα παράτησε και αλλάζοντας κατεύθυνση εκτέλεσε την εντολή μου, χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρός, μου είχε πει ότι το δαχτυλίδι της είναι η ασπίδα που φύλαγε την καρδιά της για πάντα ζωντανή... Μου είχε τονίσει ότι όταν θα έρθει ο καιρός να ακολουθήσω την καρδιά της θα βρω ότι χρειάζομαι μέσα σε αυτήν για να με προστατέψει όπως είχε προστατέψει και την ίδια, μετά τον θάνατο του παππού μου.
Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω... Μετά τον θάνατο της όταν ανοίξανε την διαθήκη της ενώ σε όλους μοίρασε την περιουσία της σε μένα το μόνο που άφησε ήταν το δαχτυλίδι της λέγοντας αυτολεξεί:
Όλοι χλευάσανε το γεγονός αυτό, κανείς δεν ήξερε παρά μόνο εγώ ότι η καρδιά της ήταν το δαχτυλίδι της και ότι το δαχτυλίδι αυτό ήταν το κλειδί που άνοιγε μια θυρίδα στην τράπεζα και φυσικά δεν το είχα εκμυστηρευτεί ποτέ σε κανέναν ούτε καν στην Μπέλα... Πως εκείνη το ήξερε;... Να της το είχε πει η γιαγιά μου;... Πολύ πιθανόν.
Πάντα φανταζόμουν ότι μέσα σε αυτήν την θυρίδα υπήρχαν τίτλοι από περιουσιακά της στοιχεία ή ακόμα και λεφτά και ότι άλλο χρειαζόμουν για να κάνω ένα νέο ξεκίνημα στην περίπτωση που ο πατέρας μου έπαιρνε την απόφαση να με αποκληρώσει ή να με πετάξει από την ζωή του... Για όλα τον είχαμε ικανό, ποτέ δεν μας ξεγέλασε, αλλά να έχει κάτι περισσότερο από αυτό;... Όχι αυτό δεν το φανταζόμουν ποτέ και για να μου το τονίζει τώρα η Μπέλα αφήνοντας μου το δαχτυλίδι της ενώ είμαι σίγουρος ότι την βέρα της την είχε εκείνη... Σίγουρα έχει να κάνει με ένα μεγάλο μυστήριο που πρέπει να το ανακαλύψω πριν να είναι αργά, πριν η ζωή της κινδυνέψει περισσότερο.
Φτάνοντας στην τράπεζα και περνώντας από όλον τον απαραίτητο έλεγχο ο φύλακας με οδήγησε μέσα στην θυρίδα και βγάζοντας το ειδικό κουτί που είχε φτιάξει η γιαγιά μου το άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στην μέση του δωματίου και με κοίταξε ανέκφραστα.
«Έχετε το κλειδί μαζί σας;» ρώτησε και κατένευσα χωρίς να το βγάζω από την τσέπη μου....Μόλις εκείνος έφυγε και έκλεισε την πόρτα πίσω του , πλησίασα το τραπέζι και κρατώντας το δαχτυλίδι σφιχτά στην χούφτα μου , πήρα μια βαθιά ανάσα και πήρα την απόφαση να το ανοίξω.
Μέσα στο κουτί υπήρχε μόνο ένα γράμμα και ένας σφραγισμένος κίτρινος φάκελος αλληλογραφίας... Άνοιξα το γράμμα και το διάβασα.
Έγραφε και αυθόρμητα γέλασα δυνατά...
«Και εγώ σ’ αγαπάω γιαγιά, ποτέ δεν πρόκειται ξανά να πατήσω τους όρκους μου» είπα δυνατά και φίλησα ευλαβικά το γράμμα της εισπνέοντας το άρωμα της που είχε ποτιστεί πάνω στο χαρτί.
Δεν είχα χρόνο για περισσότερα, έπρεπε να κάνω αγώνα ταχύτητας... Ήξερα ότι έπρεπε να πάω να βρω την Μπέλα και να την κρατήσω ασφαλή, αλλά το χέρι μου είχε ήδη μελανιάσει σε άσχημο βαθμό και δεν μπορούσα να το αμελήσω περισσότερο.
Ένας αναστεναγμός της έσπασε την σιωπή και σφίγγοντας την περισσότερο στην αγκαλιά μου άφησα ένα απαλό φιλί στην βάση του λαιμού της και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, είπα αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτώ.
«Τουλάχιστον ορκίσου μου ότι δεν θα κάνεις τίποτα απερίσκεπτο από εδώ και πέρα...» ξεκίνησα τρομοκρατημένος στην ιδέα για το τι είχε μέσα στο μυαλό της όσο αφορούσε τα σχέδια που είχε κάνει με το θέμα του Μάρκου... Ωστόσο η έλλειψη ανταπόκρισης από την μεριά της με έκανε ακόμα πιο νευρικό... «Ορκίσου μου Μπέλα ότι δεν θα με αφήσεις απ' έξω» προσπάθησα και την ανάγκασα να με κοιτάξει αλλά εκείνη αρνιόταν να με κοιτάξει απευθείας στα μάτια και αυτό μου έδωσε όσα ζητούσα επιβεβαιώνοντας τους πιο φριχτούς μου φόβους... Έκρυβε πολλά περισσότερα από όσο άφηνε να εννοηθεί και δεν ήταν διατεθειμένη να εξωτερικεύσει τίποτα... «Μπέλα...» την αφύπνισα κρατώντας το πρόσωπο της μέσα στα δύο μου χέρια αναγκάζοντας την να με κοιτάξει ....Όταν το έκανε το βλέμμα της ήταν τελείως άδειο και αυτό με προβλημάτισε περισσότερο... «Ορκίσου» είπα επιτακτικά και ξεφύσησε απηυδισμένα χαμηλώνοντας την ματιά της προσπαθώντας να συγκεντρώσει τις σκέψεις της.
«Δεν θέλω να ανακατευτείς σε αυτό Έντουαρτ... Δεν θέλω να καταλάβει ο Καρλάιλ ότι ξέρεις τίποτα από όλα αυτά... Θα σε πιέσει χειρότερα δεν το καταλαβαίνεις... Άσε που αν ανακατευτεί το όνομα σου μπορεί να σε κατηγορήσουν ότι τον κάλυπτες όλον αυτόν τον καιρό... Είναι τόσα πολλά...» συνέχισε πιάνοντας το κεφάλι της και έκλεισε τα μάτια της για να μπορέσει να βρει τις ισορροπίες της.
«Ακούω» είπα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση γι αυτό και με κοίταξε απευθείας στα μάτια με ένα επιβλητικό βλέμμα.
«Δεν έχω να πω τίποτα άλλο...» τόνισε... «Ότι και να κάνεις δεν μπορείς να με πείσεις για το αντίθετο... Τελεία και παύλα» είπε χωρίς να δέχεται αντίρρηση γι 'αυτό και με έβγαλε από τα ρούχα μου.
«Μην με κάνεις χειρότερα από όσο ήδη είμαι Μπέλα, δεν καταθέτω τα όπλα ότι και να λες» το γύρισα στην επίθεση και τότε ξεπέρασε τα όρια της.
«Ναι σωστά, σε μένα δεν ξέρεις να καταθέτεις τα όπλα, στον πατέρα σου όμως ξέρεις να βάζεις την ουρά στα σκέλια και να δέχεσαι ότι παπαριά σου πασάρει» πέταξε σκληρά με δηλητήριο στην φωνή της, φεύγοντας από πάνω μου και παίρνοντας στο χέρι της το τηλέφωνο της ντουζιέρας ξέβλαλε από πάνω της τους αφρούς πριν πάρει την πετσέτα για να στεγνώσει το σώμα της.
«Καταλαβαίνεις πόσο άδικη είσαι αυτήν την στιγμή;... Έχεις ιδέα τι τράβηξα εγώ όλον αυτόν τον καιρό;... Έχεις ιδέα πως καρδιοχτυπούσα;» της φώναξα και χωρίς να γυρίζει προς το μέρος μου με γρήγορες κινήσεις άρχισε να ντύνεται χωρίς να απαντάει... Όλο της το κορμί έτρεμε από τον εκνευρισμό της και δήλωνε ότι κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια ώστε να μην αντικρούσει τα λόγια μου.
Σηκώθηκα από το πάτωμα και αφού καθάρισα το σώμα μου από τους αφρούς την μιμήθηκα και εκείνη ακόμα σε έξαλλη κατάσταση βγήκε από το μπάνιο κοπανώντας την πόρτα πίσω της.
Μόλις φόρεσα τα ρούχα μου και βγήκα από το μπάνιο την βρήκα να είναι όρθια κολλημένη στο τζάμι να κοιτάει μακριά. Με το ένα της χέρι πάνω στην μέση της και το άλλο πάνω στο τζάμι πάλευε σκληρά να βρει την αυτοκυριαρχία της αλλά βλέποντας και μόνο την στάση του σώματος της κατάλαβα αμέσως ότι είχε ξεπεράσει κάθε προσωπικό της όριο και αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι καλό... Ωστόσο έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου να μην της εναντιωθώ σε ότι και να πει, γιατί στο κάτω κάτω έχει μαζέψει πάρα πολλά μέσα της και είναι λογικό ότι η έκρηξη της δεν θα αργήσει να έρθει.
«Έφτασες στο σημείο να μου στερήσεις το ένα μου παιδί...» ξεκίνησε με πικρία στην φωνή της εκφράζοντας μου καθαρά το πόσο δύσκολο είναι για εκείνην να το ξεπεράσει αυτό... Όσο και να κατανοεί τους λόγους που το έκανα, δεν θα είναι εύκολο για εκείνην να μου το συγχωρήσει όσο και να το θέλει... «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να μου στερήσεις και το δεύτερο» δήλωσε σκληρά και η αγωνία στα λόγια της Τζέσικας με αφύπνισαν επιβεβαιώνοντας μου για άλλη μια φορά ότι κάτι πολύ σοβαρό τρέχει με το μωρό και εκείνη το κρύβει πολύ καλά.
«Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;» απαίτησα με ήρεμη φωνή προσπαθώντας σκληρά να μην εκφράσω όλην την αγανάκτηση που ένιωθα μέσα μου.
« Σημαίνει ότι δεν πρόκειται να σε αφήσω να με καταστρέψεις, σημαίνει αρκετά Έντουαρτ... ΑΡΚΕΤΑ» φώναξε χτυπώντας το χέρι της πάνω στο τζάμι με δύναμη ενώ λυγίζοντας το κορμί της μπροστά πήρε μια βαθιά ανάσα, την κράτησε για να ελέγξει την ένταση της πνίγοντας ένα βογκητό πόνου, τρέμοντας σύγκορμη... Αυτόματα το σώμα μου βρέθηκε σε εγρήγορση, κάνοντας όμως την κίνηση να την πλησιάσω εκείνη με ακινητοποίησε σηκώνοντας το χέρι της προς το μέρος μου... «Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις... Μην τολμήσεις να με ακουμπήσεις» φώναξε και πάγωσα στην θέση μου... «Σας σιχάθηκα πια, σιχάθηκα όλα όσα σας περιβάλουν, σιχάθηκα τον ίδιο μου τον εαυτό... Δεν ξέρω πια, ποια είμαι, τι κάνω, τι λέω... Πληγώνω τον ίδιο μου τον εαυτό ελπίζοντας... Ελπίζοντας τι Έντουαρτ;... Για ένα καλύτερο αύριο;... Τι έχω να ελπίζω Έντουαρτ πες μου τι;...» δεν ήξερα πως να ανταποκριθώ σε αυτό... «Πες μου τι;» απαίτησε και έκανα άλλη μια προσπάθεια να την πλησιάσω... Εκείνη προσπάθησε να μου αντισταθεί αλλά δεν τα παράτησα... Την έκλεισα στην αγκαλιά μου και την κράτησα σφιχτά απάνω μου, σταμάτησε να παλεύει αλλά ήξερα ότι δεν το έκανε για μένα αλλά για να μην κάνει την κατάσταση της χειρότερα.
«Προσπάθησα Μπέλα σου το ορκίζομαι» έκανα μια προσπάθεια αλλά το βλέμμα της μου έκοψε ότι άλλο ήθελα να συμπληρώσω.
«Προσπάθησες πως Έντουαρτ;... Πες μου πως;... Με το να με εξευτελίζεις και να με μειώνεις με την πρώτη ευκαιρία;... Με το να με κάνεις να νιώθω ανεπιθύμητη και ξένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι;... Πως Έντουαρτ προσπάθησες;... Έχεις αναλογιστεί όσα έχεις κάνει;... Έχεις μπει έστω και μια στιγμή στην θέση μου;... Έχεις ιδέα πως ένιωθα και πως νιώθω αυτήν την στιγμή;»
«Και τι άλλο ήθελες να κάνω;... Να τους αφήσω να σε πειράξουνε;... Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι η ζωή σου για μένα είναι πολύ πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο;»
«Και τι ακριβώς κατάφερες;» ρώτησε σκληρά με τα μάτια της να γυαλίζουν με μίσος... «Να με διώξεις;... Πες μου τι;»
«Νόμιζα ότι με συγχώρεσες» είπα ξέπνοα αιφνιδιασμένος από τα λόγια της και άφησε ένα χαιρέκακο γελάκι.
«Θα μπορούσα να το κάνω, αν έστω και μια φορά κατάφερνες έστω και λίγο να με ακούσεις, αλλά βλέπω ότι δεν είναι αρκετό σωστά;... Με το που γυρίσουμε πίσω στο σπίτι, με το που βρεις και πάλι την πρώτη ευκαιρία να με δεις λίγο πιο λάσκα δεν θα αργήσει η στιγμή που θα κάνεις τα ίδια Έντουαρτ και εγώ δεν έχω άλλη δύναμη να καταπνίξω όλα αυτά που με πνίγουν... Δεν έχω άλλα περιθώρια για λάθη, αν θέλω να επιβιώσω από όλο αυτό...»
«Τι προσπαθείς να μου πεις ότι με αφήνεις;» ρώτησα σοκαρισμένος και εκείνη αφαιρώντας τα χέρια μου από πάνω της ξεμάκρυνε από κοντά μου γυρίζοντας μου την πλάτη της ... Αφού ανασυγκρότησε τις σκέψεις της , προσπάθησε να διαλέξει μια μια της λέξεις που θα ξεστόμιζε...
«Δεν είχα σκοπό να σου πω για το μωρό, αν δεν με προλάβαινες στο ασανσέρ σου δεν θα με έβλεπες ποτέ ξανά στην ζωή σου, ούτε εμένα ούτε και την μικρή...» δήλωσε και η αναπνοή μου άρχισε να γίνεται δύσκολη αλλά περίμενα υπομονετικά να συνεχίσει... «Όσο βρίσκομαι μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα το μωρό δεν έχει καμία ελπίδα να φτάσει μέχρι το τέλος... Εγώ δεν έχω καμία ελπίδα να καταφέρω να επιβιώσω από όλο αυτό... Είμαι ένα ράκος Έντουαρτ, δεν ξέρω που να αναζητήσω να βρω τα κομμάτια μου για να τα ξαναενώσω, δεν ξέρω πια τι επιλογές έχω... Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι αντοχές μου εκμηδενίστηκαν και δεν έχω άλλο κουράγιο να σηκώσω το ανάστημα μου για να παλέψω, δεν έχω άλλο κουράγιο» είπε ενώ η φωνή της έσπασε στο τέλος και έβαλε το χέρι της πάνω στο γραφείο για να υποβαστάξει το βάρος της ώστε να μην αφήσει το σώμα της να σωριαστεί στο πάτωμα ...Με όση δύναμη της είχε απομείνει, έκατσε στην καρέκλα της βαριά, ανασαίνοντας με δυσκολία ενώ έκλεισε το πρόσωπο της μέσα στης χούφτες της για να μπορέσει ξανά να βρει λίγη δύναμη για να συνεχίσει.
Με αργά βήματα την πλησίασα , γονάτισα μπροστά της, της αφαίρεσα τα χέρια της από το πρόσωπο της και την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Σ’ αγαπώ...» ξεκίνησα και εκείνη προσπάθησε να με σταματήσει αλλά βάζοντας τα ακροδάχτυλα μου πάνω στα χείλια της κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου για να την σταματήσω... «Δεν δικαιολογεί τις πράξεις μου, δεν περίμενα ποτέ ότι θα μπορούσες να με συγχωρέσεις, δεν απαιτώ να το κάνεις... Αν θες να φύγεις από την ζωή μου για το καλό όλων μας δεν θα σε σταματήσω ...Θα με αποτελειώσει , αλλά δεν θα σε σταματήσω... Έχεις κάθε δικαίωμα να το κάνεις και δεν πρόκειται να σε κατηγορήσω ποτέ γι αυτό...» ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου διαλύοντας με αλλά δεν το έβαλα κάτω... Ήξερα ότι το μόνο σωστό ήταν να την αποδεσμεύσω... «Το μόνο που θέλω είναι να είσαι ασφαλής, να είσαι ευτυχισμένη, έστω αν σημαίνει ότι για να γίνει αυτό θα πρέπει να είσαι μακριά μου... Και μόνο στην ιδέα να μην σε ξαναδώ τρελαίνομαι, με κάνει να θέλω να πάρω φόρα και να δώσω τέλος σε αυτήν την άθλια ζωή, αλλά κοντά σου όλα αυτά τα χρόνια έμαθα να είμαι δυνατός... Εσύ μου δίδαξες να αντιμετωπίζω τις καταστάσεις με ψυχραιμία και ωριμότητα και αυτό θα κάνω και τώρα... Δεν θα φερθώ απερίσκεπτα, δεν θα βάλω τα θέλω μου πάνω από το ίδιο σου το καλό, αλλά θέλω να μου ορκιστείς ότι θα κάνεις τα πάντα για να σταθείς στα πόδια σου, ότι θα κάνεις τα πάντα να ξαναβρεις την δύναμη να γίνεις η γυναίκα που λάτρεψα και θαύμασα όσο κανέναν άλλον στην ζωή μου... Έχεις την δύναμη να το κάνεις και το ξέρεις» είπα χωρίς δισταγμό και χάιδεψα δειλά το πρόσωπο της και από το ξάφνιασμα της πετάρισε για λίγο τα βλέφαρα της.
«Έντουαρτ...» ξεκίνησε ξέπνοα και κλείνοντας για άλλη μια φορά τα χείλια της με τα ακροδάχτυλα μου κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Όποτε νιώσεις την ανάγκη να γυρίσεις κοντά μου, ξέρεις ότι θα είμαι εδώ για σένα... Μπορείς να γυρίσεις όποτε το θελήσεις, όμως θέλω να το κάνεις μόνο αν αυτό είναι που θέλεις εσύ και όχι για μένα... Δεν ξέρω με ποιον τρόπο μπορώ να σου ξεπληρώσω τα όσα έχεις κάνει για μένα, όμως νομίζω ότι είναι παραπάνω από αρκετά αυτά που σου χρωστάω και θα σου χρωστάω για όλην μου την ζωή... Γι αυτό και είναι καιρός να αρχίζω να σου τα ξεπληρώνω ξεκινώντας από τώρα... Κάνε αυτό που θες αν νομίζεις ότι με αυτόν τον τρόπο μπορείς να διασφαλίσεις το καλό το δικό σου και των παιδιών μας ότι επίπτωση και να έχει αυτό σε μένα...» έκανα μια παύση «Γι αυτό δεν έλεγες τίποτα όλον αυτόν τον καιρό έτσι δεν είναι;» ξαφνικά σαν επιφοίτηση μου ήρθε και επιτέλους κατάλαβα γιατί το κράταγε μέσα της ή ακόμα χειρότερα γιατί δεν τους πρόδιδε... Εκείνη το επιβεβαίωσε με ένα νεύμα χωρίς να έχει κουράγιο να μιλήσει και χαμογέλασα θλιμμένα χαμηλώνοντας την ματιά μου αναδιοργανώνοντας την σκέψη μου και αφού πήρα μια βαθιά ανάσα σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος της πιο αποφασιστικά και την κοίταξα κατάματα.
«Κάνε αυτό που πρέπει» είπα και σηκώνοντας το ανάστημα μου την τράβηξα κοντά μου, αναγκάζοντας την να σταθεί στα πόδια της... Εκείνη με κοίταζε διχασμένη, δεν ήξερε τι να πει... Χάιδεψα απαλά το πρόσωπο της και αφήνοντας ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στο μέτωπο της έσφιξα τα δόντια μου καταπίνοντας όλον τον πόνο που ένιωσα εκείνην την στιγμή και έφυγα αφήνοντας την μόνη της για να πάρει τις αποφάσεις τις ανεπηρέαστη.
Μπαίνοντας στο ασανσέρ έψαξα να βρω το κινητό μου αλλά θυμήθηκα ότι το είχα αφήσει στο γραφείο της και πατώντας το στοπ κάλεσα πάλι τον όροφο της και περίμενα να ανοίξουν οι πόρτες... Στον διάδρομο ήταν εκείνη και μόλις με είδε ένα δάκρυ άρχιζε να κυλάει στα μάγουλα της και χωρίς να το σκεφτούμε, καλύψαμε την απόσταση και πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου χωρίς κανένα δισταγμό.
«Σ’ αγαπώ» κατάφερε να πει με πνιγμένη φωνή και τρίβοντας την πλάτης της παρηγορητικά ανασήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια.
«Είσαι όλη μου η ζωή, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό» της απάντησα και μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
«Θα γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ» είπε και η καρδιά μου αμέσως αντέδρασε και άρχισε να καλπάζει ζωηρά.
«Θα σε περιμένω» της ανταποκρίθηκα και την έσφιξα για άλλη μια φορά στην αγκαλιά μου για να πάρω δύναμη ώστε να καταφέρω να καταπνίξω την ανάγκη μου να τρέξω πίσω της και να μην την αφήσω από κοντά μου.
Με την πιο απαλή κίνηση με απομάκρυνε από κοντά της και χαρίζοντας μου ένα θλιμμένο χαμόγελο άρχισε να πισωπατεί χωρίς να αποχωρίζεται το χέρι μου δηλώνοντας μου πόσο και η ίδια με είχε ανάγκη αλλά ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει μόνη της και έπρεπε να της δώσω την ώθηση που χρειαζόταν για να πάρει δύναμη.
«Σ’ αγαπάω» είπα με σταθερή φωνή και κάνοντας το χαμόγελο της πιο πλατύ μου ανταποκρίθηκε με όση δύναμη της είχε απομείνει.
«Είσαι όλη μου η ζωή, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό»
«Θα σε περιμένω» επανέλαβα και γνέφοντας γύρισε την πλάτη της και κίνησε προς το ασανσέρ... Η ματιά μου είχε κολλήσει επάνω της, δεν ήθελα να χάσω ούτε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου από το να την κοιτώ... Ένιωθα τόσο αβοήθητος, καταπνίγοντας όλα μου τα θέλω, κάνοντας το κορμί μου να παγώσει για να μην τρέξω κοντά της... Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου αλλά έπρεπε να την εμπιστευτώ, έπρεπε να της αποδείξω ότι ήμουν δυνατός... Πόσο απέχει η θεωρία από την πράξη τελικά... αλλά δεν το έβαλα κάτω.
Λίγο πριν οι πόρτες κλείσουν τελείως εκείνη έβαλε το χέρι της ενδιάμεσα και τις ανάγκασε να ξανά ανοίξουν.
«Έντουαρτ;» είπε και την κοίταξα με απορία πλησιάζοντας την.
«Ακολούθα την καρδιά μου, εκεί θα βρεις ότι ψάχνεις» είπε και για λίγο έμεινα ακίνητος να την κοιτάω χωρίς να καταλαβαίνω... «Ακολούθα την καρδιά μου» επανέλαβε κοιτώντας με με νόημα στα μάτια και μόλις οι πόρτες έκλεισαν έμεινα για λίγο να τις κοιτώ προσπαθώντας να καταλάβω τι προσπαθούσε να μου περάσει.
Γύρισα στο γραφείο της και μηχανικά πήρα το κινητό μου από τον καναπέ που το είχα αφήσει και κίνησα προς την τουαλέτα για να πάρω και το πορτοφόλι μου... Βάζοντας το πορτοφόλι μου στο παντελόνι μου άρχισα να ψάχνω και τις υπόλοιπες τσέπες του παντελονιού και μόλις το χέρι μου ακούμπησε στο δαχτυλίδι της το έβγαλα και το κοίταξα με έναν αναστεναγμό...
«Έπρεπε να μου το πετάξεις στα μούτρα πιο νωρίς» μονολόγησα και φέρνοντας το κοντά στα χείλια μου το φίλησα με πάθος και αφού το φύλαξα μέσα στην τσέπη μου άρχισα να ψάχνω και για την βέρα της αλλά δεν ήταν πουθενά.
Για λίγο πάγωσα, κοίταξα το πάτωμα τίποτα... Βγαίνοντας στο γραφείο της κοίταξα παντού αλλά ούτε και εκεί ήταν και τότε τα λόγια της ήρθαν ξανά στην μνήμη μου και με έκανε να καταλάβω τα πάντα.
“Ακολούθα την καρδιά μου, εκεί θα βρεις ότι ψάχνεις”
Έβγαλα από την τσέπη μου ξανά το δαχτυλίδι της και το κοίταξα χαμογελώντας... Ήξερα ακριβώς που να κοιτάξω... Αλλά γιατί τώρα;... Γιατί δεν μου το είπε πιο πριν;... Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει άρρυθμα, ένας πόνος στο στήθος μου με άφησε ξέπνοο και κρατώντας το δαχτυλίδι της σφιχτά στην χούφτα μου πήγα στο γραφείο της και παίρνοντας γραμμή από το σταθερό της κάλεσα τον Ντάρμπιαν που τον είχα προσλάβει για να την προσέχει από απόσταση.
«Ντάρμπιαν, μην την χάσεις από τα μάτια σου, να με ενημερώσεις για όλες της, τις κινήσεις, έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα» του είπα αμέσως μόλις απάντησε στην κλήση μου χωρίς περιστροφές ...Μόλις έλαβε την εντολή και μου επιβεβαίωσε ότι την έβλεπε να φεύγει από το κτίριο με τον Βλαντίμ να οδηγεί κλείσαμε το τηλέφωνο και έτρεξα κατευθείαν στο γκαράζ.
«Τάηλερ... οδήγα εσύ» του είπα αμέσως πηγαίνοντας προς την θέση του συνοδηγού και εκείνος χωρίς να χάνει χρόνο μπήκε μέσα στο αμάξι και το σανίδωσε.
«Θα σε πάω στην κλινική» δήλωσε αυστηρά κοιτώντας το χέρι μου.
«Όχι τώρα...» τον έκοψα και πριν διαμαρτυρηθεί συνέχισα... «Πρώτα πρέπει να πάρω κάτι από την θυρίδα μας στην τράπεζα, μετά θα πάμε να το κοιτάξουν» του είπα επιτακτικά χωρίς να δέχομαι αντίρρηση και με ένα ξεφύσημα τα παράτησε και αλλάζοντας κατεύθυνση εκτέλεσε την εντολή μου, χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρός, μου είχε πει ότι το δαχτυλίδι της είναι η ασπίδα που φύλαγε την καρδιά της για πάντα ζωντανή... Μου είχε τονίσει ότι όταν θα έρθει ο καιρός να ακολουθήσω την καρδιά της θα βρω ότι χρειάζομαι μέσα σε αυτήν για να με προστατέψει όπως είχε προστατέψει και την ίδια, μετά τον θάνατο του παππού μου.
Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω... Μετά τον θάνατο της όταν ανοίξανε την διαθήκη της ενώ σε όλους μοίρασε την περιουσία της σε μένα το μόνο που άφησε ήταν το δαχτυλίδι της λέγοντας αυτολεξεί:
“Στον πολυαγαπημένο μου Έντουαρτ αφήνω ότι πολυτιμότερο έχω, την καρδιά μου...Ακολούθα την και θα σε προστατεύει για πάντα”
Όλοι χλευάσανε το γεγονός αυτό, κανείς δεν ήξερε παρά μόνο εγώ ότι η καρδιά της ήταν το δαχτυλίδι της και ότι το δαχτυλίδι αυτό ήταν το κλειδί που άνοιγε μια θυρίδα στην τράπεζα και φυσικά δεν το είχα εκμυστηρευτεί ποτέ σε κανέναν ούτε καν στην Μπέλα... Πως εκείνη το ήξερε;... Να της το είχε πει η γιαγιά μου;... Πολύ πιθανόν.
Πάντα φανταζόμουν ότι μέσα σε αυτήν την θυρίδα υπήρχαν τίτλοι από περιουσιακά της στοιχεία ή ακόμα και λεφτά και ότι άλλο χρειαζόμουν για να κάνω ένα νέο ξεκίνημα στην περίπτωση που ο πατέρας μου έπαιρνε την απόφαση να με αποκληρώσει ή να με πετάξει από την ζωή του... Για όλα τον είχαμε ικανό, ποτέ δεν μας ξεγέλασε, αλλά να έχει κάτι περισσότερο από αυτό;... Όχι αυτό δεν το φανταζόμουν ποτέ και για να μου το τονίζει τώρα η Μπέλα αφήνοντας μου το δαχτυλίδι της ενώ είμαι σίγουρος ότι την βέρα της την είχε εκείνη... Σίγουρα έχει να κάνει με ένα μεγάλο μυστήριο που πρέπει να το ανακαλύψω πριν να είναι αργά, πριν η ζωή της κινδυνέψει περισσότερο.
Φτάνοντας στην τράπεζα και περνώντας από όλον τον απαραίτητο έλεγχο ο φύλακας με οδήγησε μέσα στην θυρίδα και βγάζοντας το ειδικό κουτί που είχε φτιάξει η γιαγιά μου το άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στην μέση του δωματίου και με κοίταξε ανέκφραστα.
«Έχετε το κλειδί μαζί σας;» ρώτησε και κατένευσα χωρίς να το βγάζω από την τσέπη μου....Μόλις εκείνος έφυγε και έκλεισε την πόρτα πίσω του , πλησίασα το τραπέζι και κρατώντας το δαχτυλίδι σφιχτά στην χούφτα μου , πήρα μια βαθιά ανάσα και πήρα την απόφαση να το ανοίξω.
Μέσα στο κουτί υπήρχε μόνο ένα γράμμα και ένας σφραγισμένος κίτρινος φάκελος αλληλογραφίας... Άνοιξα το γράμμα και το διάβασα.
“Αγαπημένο μου παιδί, για να διαβάζεις αυτό το γράμμα σημαίνει ότι πατέρας σου είναι ανάξιος να είναι γιος μου...” έγραφε και ένα γελάκι ξέφυγε από τα χείλια μου... “Λυπάμαι τόσο πολύ γι αυτό, αλλά ξέρω ότι είσαι δυνατός να αντιμετωπίσεις τα πάντα... Ότι χρειάζεσαι βρίσκεται μέσα στον κίτρινο φάκελο... Μην το λυπηθείς... Μην καταστρέψεις άλλο την ζωή σου για χάρη του... Δεν άξιζε ποτέ την αγάπη σου, όσο σκληρό και να ακούγεται αυτό από μια μάνα... Σ’ αγαπάω αντράκι μου και πάντα θα σε προστατεύω από όπου και να είμαι, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό.
Με όλην μου την καρδιά εύχομαι πάντα να είσαι ευτυχισμένος και μαζί με την υπέροχη σου οικογένεια να συμπληρώσεις όλο το κενό που σου άφησε ο άχρηστος ο γιος μου.
ΥΓ. Τα κορίτσια σου και τα μάτια σου, αλλιώς κακομοίρη μου θα σε στοιχειώσω”
Με όλην μου την καρδιά εύχομαι πάντα να είσαι ευτυχισμένος και μαζί με την υπέροχη σου οικογένεια να συμπληρώσεις όλο το κενό που σου άφησε ο άχρηστος ο γιος μου.
ΥΓ. Τα κορίτσια σου και τα μάτια σου, αλλιώς κακομοίρη μου θα σε στοιχειώσω”
Έγραφε και αυθόρμητα γέλασα δυνατά...
«Και εγώ σ’ αγαπάω γιαγιά, ποτέ δεν πρόκειται ξανά να πατήσω τους όρκους μου» είπα δυνατά και φίλησα ευλαβικά το γράμμα της εισπνέοντας το άρωμα της που είχε ποτιστεί πάνω στο χαρτί.
Δεν είχα χρόνο για περισσότερα, έπρεπε να κάνω αγώνα ταχύτητας... Ήξερα ότι έπρεπε να πάω να βρω την Μπέλα και να την κρατήσω ασφαλή, αλλά το χέρι μου είχε ήδη μελανιάσει σε άσχημο βαθμό και δεν μπορούσα να το αμελήσω περισσότερο.
6 σχόλια:
"Σαν με κοιτάς ηλιοβασίλεμα τα μάτια σου ξανά"...και κατά τα αλλά δεν είσαι αγάπες και λουλούδια...Οφείλω να πω ότι όλο αυτό το κράτημα του χεριού που προχωρούν και σιγά σιγά απομακρύνονται δεν μου άρεσε και γενικά το βρήκα πολύ μελοδράμα και έχει λύσσαξει με την έκφραση "ξεπερνώ τα όρια" δηλαδή 10 κεφάλαιο τώρα αλλά πράγμα δεν κάνουν ξεπερνούν τα όρια τους ...έλεος!!!Στα θετικά τώρα χάρηκα για την "νοητή" εμφάνιση της γιαγιάς και η τσακπινιά και το δαχτυλίδι και την θυρίδα ήταν ..τζάμι!!
επιτέλους το πρώτο μου σχόλιο...λίγο αργά βέβαια και καθηστεριμένα, αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ που λένε ! Ποποποπο...ρε Χρυσάνθη τι γράφεις ? όπως λες κι εσύ έχω μείνει μαλάκας να διαβάζω, με την καλή έννοια...Ποποποπο λίγο ακόμα και φτάνουμε προς το τέλος... Πάντως ένα έχω να πω μπροστά σου τύφλα να χει ο Φωσκολος! Μόνο αυτό λέω ! El!n@ έχω ξεραθεί με τα σχόλια σου...Αχαχαχα...!!!
Σας ευχαριστώ καρδιές μου... χαίρομαι που σας αρέσει τόσο πολύ... όσο για τον Φώσκολο σκέφτομαι πολύ σοβαρά να του ζητήσω συνεργασία χαχαχαχαχαχα
το'χω η ροουφιανα το'χω το ταλεντο!!!!!λολ λολ (εδω δεν εχω emoticon κριμα θα εβαζα αυτον που κλαιει απο τα γελια λολ)
Παναγία μου. Αυτήν η ιστορία άνετα θα μπορούσε να γίνει σίριαλ στην τηλεόραση. Η αν το έχεις σε χειρόγραφο (Σε χαρτί γραμμένο στο χερι) θα μπορούσες να το εκδόσεις. Συγχαρητήρια. Η ιστορία σου με έχει συγκινήσει παρά πολύ Χρυσάνθη. Παρά πολύ καλή δουλειά. Λίγο αργά διαβασα την ιστορία σου αλλά έχω κάτι μήνες που κόλλησα με Έντουαρντ και Μπελλα.
Σε ευχαριστώ <3
Δημοσίευση σχολίου