Επειδή
υπάρχουν πάντα οι δύο όψεις του νομίσματος...
Η πιο σκοτεινή και η πιο φωτεινή, αυτή που δίνει ελπίδα...
Με ένα τραγούδι θα σας ανταμείψω με δύο ιστορίες
Η πιο σκοτεινή και η πιο φωτεινή, αυτή που δίνει ελπίδα...
Με ένα τραγούδι θα σας ανταμείψω με δύο ιστορίες
“The Light Side Of
Life”
Ποιος
είπε ότι η αγάπη σβήνει... με έναν χωρισμό;
Ποιος είπε ότι τα σημάδια της δεν μένουν για πάντα χαραγμένα πάνω στο κορμί μας;;;
Ποιος είναι αυτός που πιστεύει ότι οι αγάπες πάνε στον παράδεισο... ότι οι σχέσεις διαρκούν για πάντα;;;
Η ζωή είναι απρόβλεπτη... οι δρόμοι που είναι προορισμένοι να είναι κοινοί καμία φορά χωρίζουν... για πάντα;;;
Ποιος είπε ότι τα σημάδια της δεν μένουν για πάντα χαραγμένα πάνω στο κορμί μας;;;
Ποιος είναι αυτός που πιστεύει ότι οι αγάπες πάνε στον παράδεισο... ότι οι σχέσεις διαρκούν για πάντα;;;
Η ζωή είναι απρόβλεπτη... οι δρόμοι που είναι προορισμένοι να είναι κοινοί καμία φορά χωρίζουν... για πάντα;;;
"Για μια τελευταία
φορά"
Τα μάτια του καρφωμένα επάνω μου με κοιτάζουν
μαγεμένα. Μπορεί να ήμουν απορροφημένη από την ομορφιά που ανέδυε το
παιχνίδισμα τον παιδιών πάνω στο κύμα
αλλά η άκρη του ματιού μου δεν σταμάταγε να κοιτάει κάθε του βλέμμα, κάθε του
κίνηση ακόμα και κάθε αλλαγή στα χαρακτηριστικά του. Το χαμόγελο μου τον μαγνήτιζε.
Πάντα τον απορροφούσε. Κάθε φορά που αφηνόμουνα και το απελευθέρωνα για έναν
περίεργο λόγο δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω μου. Όπως και
τώρα.
Το σώμα του τον πρόδιδε. Ήθελε να έρθει κοντά
μου άλλα δίσταζε. Δεν απορούσα για το γιατί. Μετά από όσα είχαμε περάσει μαζί
δεν ήταν εύκολο. Με φοβόταν, ακόμα φοβόταν της αντιδράσεις μου. Θεέ μου πόσο
άδικο είχε.
Κάποιος του αποσπά την προσοχή. Στιγμιαία
νευριάζει μαζί του αλλά καταφέρνει να το καλύψει μόλις συνειδητοποιεί ποιος
ήταν. Ήταν εκείνη. Εκείνη που τον κέρδισε. Εκείνη που μπορούσε να τον έχει τώρα
και να υπερηφανεύεται ότι είναι δικός της. Μόνο δικός της. Πόσο λάθος έκανε.
Εστιάζω και πάλι στο παιχνίδισμα των παιδιών
στην παραλία. Είναι τόσο μαγεία να τα κοιτάς. Η ευτυχία που εκπέμπουν απλά με
παρασέρνει. Κάνει την καρδιά μου να εκτοξεύεται. Το χαμόγελο μου γίνεται ακόμα
πιο πλατύ, εκφράζει όλη την γαληνή και την ευδαιμονία που νιώθω μέσα μου. Το
σώμα μου ανατριχιάζει ολόκληρο. Τα μάτια μου κλείνουν για μια και μόνο στιγμή.
Η βαθιά μου ανάσα γεμίζει τα πνευμόνια μου με τόσο ενέργεια, τόση ζωή που
αυτόματα ξεχειλίζει μέσα από κάθε πόρο του κορμιού μου.
Παράδεισος. Ναι έτσι είναι ο παράδεισος
γεμάτος με χαρούμενες παιδικές φωνές που στα αυτιά σου ακούγονται σαν μελωδία.
Η μελωδία της δικής τους ευτυχίας που σε παρασέρνει και σε κάνει να χαμογελάς
μαζί τους σαν να είσαι και εσύ ένα μικρό παιδί.
Αλλά δεν είσαι και η γνώση αυτή σε πληγώνει.
Το κορμί μου ανατριχιάζει περισσότερο - ξέρω
ότι η ματιά του με αγγίζει με τον μοναδικό τρόπο που μόνο αυτή ξέρει και μόνο
ένας ερωτευμένος καταλαβαίνει. Τα μάτια μου ανοίγουν, δεν γυρίζω το πρόσωπο μου
προς το μέρος του αλλά μπορώ να τον δω. Τα μάτια του έχουν μια γλυκιά νοσταλγία,
στα χείλια του τρεμοπαίζει ένα δειλό χαμόγελο. Δεν μπορώ να το συγκρατήσω και
προδίδομαι αφήνοντας ένα χαχανητό. Το γέλιο του κόβεται στην μέση. Ξέρει ότι
τον παρακολουθώ παρόλο που δεν τον κοιτώ. Και πάλι νευριάζει.
Όχι μαζί μου. Πότε μαζί μου. Πάντα με τον
ίδιο του τον εαυτό. Και αυτό με πληγώνει. Δεν θέλω να πονάει για μένα.
Προσπαθώ να εστιάσω ξανά προς την παραλία
αλλά δεν μπορώ. Η ενέργεια του με έχει πια περικυκλώσει, με κάνει να νιώθω τα
κίνητρα του. Θα έρθει κοντά μου, δεν έχει ξεκινήσει ακόμα αλλά το ξέρω ότι θα
το κάνει. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό.
Πανικοβάλλομαι.
Ήρεμα κορίτσι μου, ήρεμα… συμβουλεύω τον
εαυτό μου και για να αποσπάσω την προσοχή μου από τις σκέψεις που αρχίζουν να κατακλύζουν
το μυαλό μου αφοσιώνομαι στα παιδιά. Στον παράδεισο μου. Στην ίδια μου την
δύναμη.
Ξέρω ότι είναι δίπλα μου πριν καν ακούσω την
φωνή του.
«Μοιάζεις να σαν να κάνεις διαλογισμό» η
απορία στην φωνή του με κάνει να χαχανίσω άηχα.
«Σαν;» αναρωτιέμαι ενώ γυρίζω αργά για να τον
κοιτάξω.
«Αν κάνεις διαλογισμό το κάνεις λάθος» η
μανία του να με διορθώνει πάντα απλά με ξεπερνά.
«Για να το κάνεις σωστά» συνεχίζει… «Πρέπει
να έχεις τα χέρια σου πάνω στα γόνατα και τις παλάμες στραμμένες προς τον
ουρανό».
Κουνάω το κεφάλι μου θετικά συμφωνώντας μαζί
του αλλά αφήνοντας την ανάσα μου να βγει προς τα έξω θλιμμένα του απαντώ. «Δεν
επιθυμώ να επικοινωνήσω με κάποιον».
«Και τι επιθυμείς;» ρωτάει εύλογα.
«Να γιατρέψω τα τραύματα μου» αυτό πραγματικά
τον μπερδεύει.
Η περιέργεια του τον ξεπερνά και χωρίς
επιλογή πλέον κάθετε δίπλα μου και με το βλέμμα του με παρακινεί να συνεχίσω.
«Πόσες φορές με έχεις δει να γιατρεύω τις
πληγές μου;» τον ρωτώ αλλά δεν είναι αρκετό. Δεν με έχει δει ποτέ να αιμορραγώ
πάνω στο κορμί μου.
«Πόσες φορές με έχεις δει να απορροφώ τον
πόνο και να συνεχίζω;» αναδιατυπώνω την ερώτηση. Η ματιά του διχασμένη. Δεν καταλαβαίνει.
«Δεν πονάει το σώμα… μόνο η ψυχή» μουρμουρίζω
μαραζωμένη.
Η ανάσα που άφησε να βγει από μέσα του με
διέλυσε.
«Κάνεις καιρό διαλογισμό;» αλλάζει απευθείας
το θέμα.
Δεν θέλει να μάθει γιατί αιμορραγώ μέσα μου.
Κατά βάθος όμως ξέρει. Ξέρει αλλά δεν θέλει να του το επιβεβαιώσω.
Ανασηκώνω τους ώμους αδιάφορα. «Από τότε που
θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήταν και εξακολουθεί να είναι ένας τρόπος για να
καταφέρω να αντιμετωπίσω τον κόσμο σας».
«Τον κόσμο ΜΑΣ» διορθώνει και γελάω.
«Τον κόσμο ΜΑΣ» επαναλαμβάνω ενώ άλλο ένα θλιμμένο
γελάκι μου ξεφεύγει. «Μακάρι να τον ένιωθα έτσι… αλλά δεν το κατάφερα ποτέ» η μελαγχολία
στην φωνή μου του τράβηξε την προσοχή. «Γι’ αυτό με βλέπεις μονίμως με βλέμμα
απλανές. Γιατί τον περισσότερο χρόνο τον περνάω στον δικό μου κόσμο παρά στον
δικό σας» συνέχισα και τον κοίταξα για να δω τις αντιδράσεις του.
«Άσε να μαντέψω» με διακόπτει με
χιουμοριστική διάθεση. «Αυτός ο κόσμος είναι γεμάτος πεταλούδες, ξωτικά και
άλλα τέτοια;» γελάω κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά.
«Κάθε άλλο. Είναι πιο σκληρός από τον δικό
σας αλλά εξακολουθεί να παραμένει πιο αληθινός. Σε εκείνον τον κόσμο δεν
χρειάζεται να είμαι κάποια άλλη για να με δεχτείτε».
«Μήπως τελικά εκεί είναι το λάθος σου;» ο
σοβαρός τόνος στην φωνή του με κάνει να τον κοιτάξω με απορία.
«Λες εμάς δήθεν. Εσύ τι είσαι αν προσποίησε
κάτι το οποίο δεν είσαι μόνο και μόνο για να σε δεχθούμε» γελάω με την καρδιά
μου κουνώντας το κεφάλι μου απηυδισμένα.
«Από αυτήν την άποψη θα μπορούσα να παραδεχτώ
ότι έχεις δίκιο. Όμως από την δική μου άποψη δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να
καταφέρω έστω και να συνυπάρξω μαζί σας. Με λίγα λόγια… κου-ρα-στη-κά.
Κουράστηκα να σας εξηγώ… κάθε φορά που σας μιλώ με κοιτάζεται σαν να μιλάω
κινέζικα. Κουράστηκα να δέχομαι την κρητική σας… γιατί με την δική σας λογική
ό,τι κάνω εγώ είναι λάθος και ας με δικαιώνεται στο τέλος ότι έπραξα το σωστό.
Κουράστηκα… να σας ενοχλούν τα πάντα επάνω μου γιατί απλά δεν σας μοιάζω. Και
έτσι απλά αποφάσισα να σας μοιάσω για να με αφήσετε ήσυχη… αλλά ακόμα και αυτό
- για σας - δεν είναι καν αρκετό. Οπότε κουράστηκα απλά να προσπαθώ. Είμαι αυτό
που βλέπεις. Σου αρέσει; Δεν σου αρνηθώ την παρέα μου. Δεν σου αρέσει; Άφησε με
απλά να υπάρχω. Γιατί κουράστηκα να αιμορραγώ απλά και μόνο γιατί εσείς δεν καταλαβαίνετε».
Από την ανεπαρκή αντίδραση του γύρισα την
ματιά μου προς το μέρος του για να βεβαιωθώ αν ήταν ακόμα εδώ. Δεν είχε
κουνηθεί σπιθαμή. Τα μάτια του καρφωμένα στο κενό δεν εξέφραζαν τις σκέψεις του
και αυτό με τρόμαζε. Είχα πει κάτι που τον πείραξε; Νιώθοντας το βλέμμα μου
επάνω του έσμιξε τις ματιές μας αλλά το μυαλό του εξακολουθούσε να είναι βαθειά
μέσα στις σκέψεις του.
«Αν θες να φύγεις δεν θα με προσβάλεις»
προσπάθησα να τον αποδεσμεύσω και αυτό τον έκανε μπαρούτι έτοιμο να εκραγεί.
Είχε πολλά να πει. Το έβλεπα, το διαισθανόμουν αλλά τελικά αποφάσισε να μην πει
τίποτα.
«Είπα κάτι…» προσπάθησα ξανά αλλά με έκοψε
στην μέση με μια κίνηση του χεριού του που δήλωνε ξεκάθαρα ότι δεν ήθελε να
ακούσει τίποτα άλλο.
Αυτό είχα καταλάβει και εγώ. Δεν ήθελε να
ξέρει και ένιωθα τόσο άσχημα που παρασύρθηκα και του είπα όσα μέσα μου έβραζαν.
Αν όμως δεν θέλει να ξέρει γιατί είναι ακόμα εδώ; Γιατί δεν φεύγει;
Τα μάτια του εστιάζουν στα δικά μου, υπάρχει
πόνος, συμπόνια, κατανόηση… υπάρχει μέσα τους αγάπη. Πόσα από αυτά που ακούει
δεν τα έχει γευτεί και ο ίδιος, δεν τα έχει ήδη σκεφτεί.
Η ματιά του ενστικτωδώς γυρίζει προς την
μεριά της. Κάτι μέσα του παλεύει αλλά αρνείται να το εξωτερικεύσει μέχρι που
εντελώς αναπάντεχα αλλάζει την κουβέντα και δηλώνει: «Πήραμε την απόφαση να το
επισημοποιήσουμε».
Τον κοιτώ με απορία. «Και που ακριβώς είναι
το πρόβλημα;» δεν με κοιτάζει παρά μόνο αναστενάζει πνιγμένα.
«Δεν είμαι σίγουρος πια αν κάνω το σωστό»
δηλώνει περισσότερο στον ίδιο του τον εαυτό παρά σε μένα καθώς σκύβει το κεφάλι.
Το χέρι μου, πριν προλάβω να το σταματήσω,
σηκώνετε και η παλάμη μου ακουμπάει απαλά πάνω στον ώμο του. Η ανάσα του
κόβεται στην μέση. Η ματιά του γυρίζει προς το μέρος μου και με κομμένη ακόμα
την ανάσα προσπαθεί να διαβάσει τις προθέσεις μου.
«Είσαι ευτυχισμένος;» δεν καταφέρνω να του
κρύψω την αγωνία στην φωνή μου. Εκείνος μόλις την νιώθει χαμογελά άθελα του.
Δεν με κοροϊδεύει το ξέρω, απλά, όπως πάντα τον σοκάρει το ενδιαφέρον μου.
Δεν απαντά.
«Όταν ήμασταν μαζί…» φυσικά εννοούσα με τον πρώην
μου. «Όσοι μας γνώριζαν μας ρωτούσαν… ποιο είναι το μυστικό και παρόλα τα
προβλήματα είσαστε τόσο ευτυχισμένοι! Η απάντηση ήταν απλή… η συμβίωση για να
είναι πετυχημένη βασίζεται σε πέντε βασικές αρχές …» σηκώνω πρώτα τον δείκτη
μου και σε κάθε αρχή σηκώνω ένα ένα και τα υπόλοιπα δάκτυλα του χεριού μου.
«Συμπόνια - Κατανόηση - Αγάπη = Ευτυχία» απαριθμώ ενώ μπροστά στο πρόσωπο του
έχω ανοιχτά μόνο τα τρία πρώτα μου δάχτυλα.
«Όμως ακόμα και όταν όλα αυτά υπάρχουν χωρίς
«τον σεβασμό και την ευγένεια» δεν μπορείς να καταφέρεις να γευτείς έστω και
λίγο όλη την ευτυχία που βρίσκεται μπροστά στα πόδια σου» γυρίζει το κεφάλι του
και την κοιτάζει. Την κοίταζε λες και την βλέπει για πρώτη φορά.
«Νιώθεις ότι υπάρχουν στην σχέση σας αυτές οι
πέντε αρχές;» τον ρωτώ και με κοιτά. Δεν απαντά.
«Αν υπάρχουν δεν χρειάζεται πια να αμφιβάλεις»
τον ενθαρρύνω αλλά αυτό τον προβληματίζει περισσότερο.
«Γι’ αυτό τον χώρισες;» με ρωτά και μου
καρφώνει το μαχαίρι στην καρδιά τόσο βαθιά που από τον πόνο μαραζώνω και χαμηλώνοντας
την ματιά μου κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά ενώ παίρνω το χέρι μου από πάνω του.
«Ακριβώς για τον αντίθετο λόγο» δηλώνω
εξασθενισμένα. «Δεν τον έδιωξα γιατί με πλήγωσε με την συμπεριφορά του μόλις
έμαθε ότι η καρδιά μου ανήκει πια σε άλλον, τον έδιωξα γιατί δεν μπορούσα να
τον βλέπω να σέβεται τον πόνο μου, να τον συμπονά, να τον κατανοεί και να με
αγαπά ακόμα και εγώ να μην μπορώ να του ανταποδώσω ποτέ ξανά. Ήταν άδικο. Άδικο
για εκείνον, γι’ αυτό και τον έδιωξα για να μπορέσει να βρει την ευτυχία μακριά
μου γιατί για μένα δεν υπήρχε γυρισμός».
Ο πόνος που εκφράστηκε μέσα από τα λόγια μου
τον λύγισε. Ήξερε… ήξερε πόσο τον αγαπώ αλλά στο δικό του μυαλό δεν μπορούσε να
καταλάβει γιατί αυτό δεν ήταν αρκετό. Μέχρι που γύρισε και κοίταξε προς την αμμουδιά
και τότε τα μάτια του κοίταξαν εκείνα…
Τα μάτια του γυάλισαν παιχνιδιάρικα.
Ευτυχισμένα. Με υπερηφάνεια που εκείνα μπορούσαν να γευτούν όλες τις ομορφιές
της ζωής. Τα κοίταζε σαν να ήταν όλος του ο κόσμος. Σαν να ζούσε μόνο για
εκείνα. Πόσο λάτρευα αυτήν την πλευρά του χαρακτήρα του. Όταν βρισκόταν μαζί
τους έμοιαζε να ήταν κάποιος άλλος. Αλλά ήταν ακριβώς ο εαυτός του.
Όταν επιτέλους το βλέμμα του αντίκρισε το
δικό μου έκφραζε ένα απίστευτα τεράστιο.. γιατί;
«Γιατί είναι άδικο» απάντησα στην ανείπωτη
ερώτηση του. «Είναι άδικο να θες να δώσεις στον άνθρωπο σου την ίδια σου την
ψυχή και ταυτόχρονα να μην μπορείς να χαρίσεις το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να
δωρίσει μια γυναίκα στον άντρα που αγαπά» του απάντησα όσο πιο απαλά μπορούσα
προσπαθώντας να μην τον πληγώσω. Δεν τα κατάφερα.
«Δεν είναι τα πάντα αυτό» ξέσπασε.
«Όχι δεν είναι» συμφώνησα. «Όμως πάντα θα
έμενε αυτό το κενό».
«Δεν το ξέρεις αυτό» αντέδρασε πεισματικά.
«Όχι δεν το ξέρω, αλλά δεν θα άντεχα να ζω
με την σκέψη ότι εκείνη μπορεί να σου
προσφέρει τα πάντα. Ενώ εγώ όχι».
«Και άξιζε να θυσιάσεις την αγάπη μας για μια
αμφιβολία;» δεν κατάφερε να κρατήσει αυτήν του την απορία για τον εαυτό του.
«Δεν είχα άλλα περιθώρια για λάθη. Λυπάμαι»
αυτό τον εξόργισε. Το ένιωσα μέσα μου αλλά εκείνος, έστω και αργά, σεβόμενος
τον πόνο μου, δεν άφησε τον εαυτό του να ξεσπάσει.
Τα λόγια ήταν αργά να διορθώσουν τις πράξεις
μας. Ήταν αργά για να σώσουν ότι είχαμε γκρεμίσει από έναν εγωισμό. Ήταν αργά
πια για πισωγυρίσματα. Όλα είχαν τελειώσει πριν καν αρχίσουν. Πριν καν μας
δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσουμε αν αυτό που νιώσαμε ήταν αρκετό για να μας
ενώσει για το υπόλοιπο της ζωής μας και αυτή η διαπίστωση πλήγωνε και τους δύο
μας. Και περισσότερο εκείνον γιατί δεν δεχόταν με τίποτα από την αρχή μέχρι και
τώρα ότι δεν μπορούσε να με έχει - όχι γιατί δεν είμαι ήδη δική του αλλά γιατί
προτιμούσα να κομματιάσω την ψυχή μου από το να πληγώσω εκείνον.
Την στιγμή που το κορμί του τινάχτηκε σαν
ελατήριο επάνω εντελώς εκνευρισμένα, προσπάθησα να τον σταματήσω.
«Ελπίζω να μου κάνεις την τιμή να με καλέσεις
στον γάμο σας» η παράκληση στην φωνή μου έκοψε το βήμα του στην μέση και η
μάτια του γύρισε να με αντικρίσει προβληματισμένη. «Θέλω μόνο να είμαι εκεί
στην πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής σου. Να σε δω να χαμογελάς» συνέχισα
πνιγμένα ενώ με την ματιά μου τον παρακάλαγα απλά να με συγχωρέσει.
Τότε κατάλαβε. Κατάλαβε ότι αυτό και μόνο μου
αρκούσε. Ένα χαμόγελο, μια κρυφή υπόσχεση που γνωρίζαμε μόνο εγώ και εκείνος,
μια υπόσχεση ότι είναι καλά και ας είναι μακριά μου. Δεν ζητούσα ποτέ τίποτα παραπάνω.
Ένα χαμόγελο. Ένα ειλικρινές χαμόγελο και μια υπόσχεση… όλα θα πάνε καλά. Τότε
ναι, θα το πίστευα. Θα πίστευα ότι όλα θα πάνε καλά και για μένα. Αυτό ήταν το
μόνο που ζητούσα.
«Να είσαι σίγουρη ότι θα είσαι η πρώτη που θα
μάθει την ημερομηνία» ήταν τα τελευταία του λόγια και αν και τα εξέφρασε με
πικρία, ήμουν σίγουρη ότι τα εννοούσε.
~*~*~*~*~*~*
Ήταν ένα πεισματάρικο μικρό παιδί… αυτό
ακριβώς ήταν.
Την είχα δει πριν από εκείνον και όμως εκείνη
δεν με είχε δει. Όλες μου οι προσπάθειες για να με προσέξει έπεσαν στο κενό.
Όσες φορές και να πέρασα από μπροστά της για εκείνη ήταν σαν να μην υπήρχαν καν
στον χώρο. Σαν μην υπήρχα καν στον κόσμο της. Μέχρι που εκείνος την κοίταξε.
Πρόσεξε ότι υπήρχε και από εκείνη την ημέρα την έχασα για πάντα. Από την στιγμή
που έσμιξαν για εκείνη δεν υπήρχε κανένας άλλος.
Πόσο τον ζήλευα γι’ αυτό. Την είχε
κυριολεκτικά όλη δική του. Αλλά εκείνος δεν έγινε ποτέ δικό της.
Πόσο με θύμωνε αυτό. Είχε όλον τον κόσμο στα
πόδια του, είχε εκείνη, και όμως για εκείνον δεν ήταν ποτέ αρκετό. Το έβλεπα
εγώ, το βλέπαμε όλοι μας, γιατί εκείνη ποτέ δεν κατάφερε να το δει; Ή μήπως το
έβλεπε και από την αγάπη της για εκείνον εθελοτυφλούσε;
Δεν άφησε κανέναν να το καταλάβει. Μέχρι που
σε μια στιγμή αδυναμίας της την κατάλαβα εγώ. Και από τότε όλα άλλαξαν.
Εννέα ολόκληρα χρόνια περίμενα την στιγμή που
θα προσέξει ότι υπάρχω. Εννέα ολόκληρα χρόνια έπνιγα την φλόγα που μου ξύπναγε
μέσα μου σιωπηρά. Εννέα ολόκληρα χρόνια ζούσα για την στιγμή που θα την έβλεπα
να χαμογελά… παρακολουθώντας την κρυφά. Μέχρι που την είδα να δακρύζει. Και ο
κόσμος μου γκρεμίστηκε. Ήξερα ότι ήμουν ικανός να σκοτώσω οποιοδήποτε την
πλήγωνε και αυτό με τρόμαζε. Γιατί ήταν η πραγματικότητα μου.
Την έβλεπα να κλαίει και ένιωθα όλο μου το
σώμα να μυρμηγκιάζει. Το μυαλό μου να θολώνει. Να θέλει να κάνει κακό. Μέχρι
που για πρώτη φορά με πρόσεξε. Είδε όλη την οργή να ξεχειλίζει μέσα στα μάτια
μου. Τρόμαξε. Ξεπέρασε στιγμιαία αυτό που της συνέβαινε εκείνη την στιγμή… και
για να προστατέψει αυτόν που την είχε πληγώσει, πήρε το θάρρος και μου μίλησε.
Ποτέ δεν έμαθα ποιος την είχε πληγώσει εκείνη την ημέρα. Όμως εκείνη επιτέλους
κατάλαβε ότι υπάρχω και εγώ. Στον ίδιο χώρο που δουλεύουμε μαζί εννέα ολόκληρα
χρόνια.
Είχα λατρέψει κάθε λεπτό εκείνη της ημέρας.
Είχα καταφέρει να δω όλο το μεγαλείο της καρδιά της. Τον διπλωματικό της τρόπο
να με κάνει να ξεχάσω για ποιον λόγο είχα εξ αρχής νευριάσει. Τον τρόπο με το
οποίο η οργή μου μετατράπηκε σε ένα γαργαλιστικό γέλιο που δεν μπορούσα με
τίποτα να σταματήσω. Είχε γελάσει και εκείνη και μάλιστα με την καρδιά της.
Εκείνο το γέλιο δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Όμως μετά… ξανά τίποτα.
Εκεί που ήμουν ο άνθρωπος που δεν υπήρχε στον
κόσμο της… πλέον είχα μετατραπεί σε έναν γνωστό - άγνωστο άνθρωπο που απλά
υπήρχα ΚΑΙ εγώ στον χώρο της δουλειά της. Τίποτα παραπάνω. Και αυτό με πόναγε
περισσότερο. Ιδίως όταν έβλεπα με τα μάτια μου πως το σώμα της αντιδρούσε όταν
το δικό μου έκανε το λάθος να την πλησιάσει. Οι τάσεις φυγής της με ισοπέδωναν.
Και τι δεν έκανα για να κρατήσω μια επαφή
μαζί της. Να καταφέρω έστω να της λέω μια ‘καλημέρα’ το πρωί - ένα ‘καλή
συνέχεια’ όταν τελείωνε η βάρδια μας. Η λέξη ‘απλησίαστη’ δεν έφτανε ούτε στο
ελάχιστο για να περιγράψει αυτό που πραγματικά ήταν. Τα είχα παίξει τελείως.
Είχα απελπιστεί. Και ο απελπισμένος άνθρωπος κάνει πράγματα που μετά τα
μετανιώνει. Έτσι έγινε και με μας. Την πλήγωσα. Την εξέθεσα. Όλοι κατάλαβαν στο
γραφείο ότι κάτι έτρεχε μεταξύ μας ενώ στην ουσία εγώ δεν είχα το δικαίωμα να
της πω ούτε μια καλημέρα.
Όταν είδα να μαζεύει τα πράγματα της από το γραφείο
έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Ζούσα για την στιγμή που θα την ξαναδώ.
Ξύπναγα και ετοιμαζόμουν για την δουλειά μόνο και μόνο για να μπορώ να είμαι
κοντά της έστω και με αυτόν τον τρόπο. Και τώρα μου στερούσε ΚΑΙ αυτό;
Το ξέσπασμα μου εκείνη την μέρα έφερε την
οριστική ρήξη… αλλά τι άλλο να έκανα; Με ποιο δικαίωμα μου το έκανε αυτό; Γιατί
δεν καταλάβαινε το πώς ένιωθα εγώ; Δεν ζήτησα ποτέ να χωρίσει από τον άνθρωπο
της… το μόνο που ζητούσα ήταν να με αφήνει έστω να αναπνέω δίπλα της. Χωρίς αυτήν
την ανάσα ήμουν νεκρός.
Όπως και κάθε άλλος άνθρωπος στην θέση μου,
έκανα την χειρότερη επιλογή που θα μπορούσα να κάνω. Όχι απλά έμπλεξα με κάποια
άλλη αλλά γνωρίζοντας που σύχναζε, πέρασα επιδεκτικά από μπροστά της
προσποιούμενο τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον πλανήτη. Η δική της αντίδραση;…
όχι απλά μου έδωσε τα συγχαρητήρια της αλλά μου ευχήθηκε μέσα από την καρδιά
της κάθε ευτυχία. Και το χειρότερο; Το εννοούσε!
Αυτό… αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε για
μένα. Μέχρι σήμερα.
Από την στιγμή που βρεθήκαμε σε μια κοινή
εκδήλωση που δεν μπορούσε κανένας από τους δύο μας να την αποφύγει… τα πάντα
άλλαξαν ξανά μέσα μου. Την κοίταζα να είναι μόνη, αποστασιοποιημένη από τον
υπόλοιπο κόσμο, να κάθετε πάνω στην άμμο με το καλό της φόρεμα και να κοιτάει
τα παιδία να παίζουν στην παραλία, ξεχνώντας ότι η διασκέδαση ήταν μέσα στον
χώρο όπου βρισκόμασταν εμείς. Η νοσταλγία στην ματιά της, στο χαμόγελο της, η
γνώση ότι εκείνη δεν θα γευτεί ποτέ μια τέτοια προσωπική στιγμή με κάποιο δικό
της παιδί… μου ράγιζε την καρδιά.
Έκανε αδύνατων να σταματήσω να την κοιτάω…
μέχρι που εκείνη άρχισε να χαχανίζει. Την είχα για άλλη μια φορά πατήσει. Με
παρακολουθούσε όπως και εγώ. Ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Έτσι πήρα την απόφαση να
την πλησιάσω.
Το να έχω την ευκαιρία να μιλάω μαζί της για άλλη
μια φορά, με έκανε ξυπνήσω από τον λήθαργο. Ήθελα να της πω τόσα πολλά. Να την
πάρω στην αγκαλιά μου και να μην κοιτάξω ποτέ ξανά πίσω μου. Να την κρύψω σε
ένα μέρος όπου κανείς δεν θα μπορούσε να τολμήσει να σπάσει αυτή την μαγεία που
δημιουργούσαν τα συναισθήματα μας όταν σμίγαμε με τον πιο απλό τρόπο. Αυτό της
οπτικής επαφής. Ήταν κάτι που δεν είχα ζήσει ποτέ άλλοτε και ήμουν σίγουρος ότι
δεν θα το ζούσα ξανά με καμία άλλη. Να μπορείς να πεις τα πάντα μόνο με μια
ματιά.
Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το εκφράσω με
λόγια ακριβώς επειδή ήταν τόσο μοναδικό. Φοβόμουν ότι οι λέξεις θα χάλαγαν την
μαγεία. Φοβόμουν ότι θα την τρόμαζαν. Ότι θα την έκανε να τρέξει μακριά μου.
Όπως πάντα έκανε.
«Δεν είχα άλλα περιθώρια για λάθη. Λυπάμαι»
την άκουσα να λέει και αυτό με εξόργισε.
Για ποια λάθη μου μιλούσε; Το να αγαπήσεις
κάποιον είναι λάθος; Στην τελική δεν πρόδωσε κανέναν ούτε καν εμένα… απλά ήμουν
πολύ εγωιστής για να το παραδεχτώ - τουλάχιστον ανοιχτά. Όμως δεν μας πρόδωσε.
Έμεινε πίσω μόνη να γλύφει τις πληγές της διώχνοντας και τους δύο μας μακριά.
Ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει ότι το να λες την αλήθεια δεν είναι
προδοσία. Για εκείνη δεν είχε διαφορά και το ήξερα. Γι’ αυτό και πονούσα
περισσότερο όταν έκλεισε και το τελευταίο παραθυράκι που είχε αφήσει ανοιχτό
για να την πλησιάσω. Γι’ αυτό και νευρίασα μαζί της όταν εξαφανίστηκε χωρίς να
αφήσει κανένα περιθώριο για επιστροφή. Είχε επιλέξει και για τους δύο μας ποιο
είναι το σωστό… χωρίς καν να ρωτήσει τι είχα να πω. Χωρίς καν να με αφήσει να
εκδηλώσω έστω και μια φορά τα συναισθήματα μου για εκείνη. Δεν χρειαζόταν.
Ήξερε. Ήξερε τα πάντα.
«Ελπίζω να μου κάνεις την τιμή να με καλέσεις
στον γάμο σας» η παράκληση στην φωνή της έκοψε το βήμα μου στην μέση. Την
κοίταξα προβληματισμένος. Τόσο πολύ ήθελε πια να με ξεφορτωθεί από την ζωή της;
«Θέλω μόνο να είμαι εκεί στην πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής σου. Να σε δω να
χαμογελάς» συνέχισε πνιγμένα ενώ με την ματιά της με παρακάλαγε να την
συγχωρέσω.
Και τότε κατάλαβα. Τότε κατάλαβα τα πάντα.
Κατάλαβα ότι αυτό και μόνο της αρκούσε. Ένα χαμόγελο, μια κρυφή υπόσχεση που
γνωρίζαμε μόνο εγώ και εκείνη, μια υπόσχεση ότι είμαι καλά και ας είμαι μακριά
της. Δεν ζητούσε ποτέ τίποτα παραπάνω. Ένα χαμόγελο. Ένα ειλικρινές χαμόγελο
και μια υπόσχεση… όλα θα πάνε καλά. Τότε ναι, θα το πίστευε. Θα πίστευε ότι όλα
θα πάνε καλά και για εκείνη. Αυτό ήταν το μόνο που ζητούσε. Μια ελπίδα…
«Να είσαι σίγουρη ότι θα είσαι η πρώτη που θα
μάθει την ημερομηνία» ήταν τα τελευταία μου λόγια και ταυτόχρονα μια υπόσχεση…
μια κρυφή υπόσχεση που θα την μάθαινε μόνο όταν θα ερχόταν η ώρα.
Ακριβώς την στιγμή που θα της ζητούσα να
γίνει γυναίκα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου