Επειδή
υπάρχουν πάντα οι δύο όψεις του νομίσματος...
Η πιο σκοτεινή και η πιο φωτεινή, αυτή που δίνει ελπίδα...
Με ένα τραγούδι θα σας ανταμείψω με δύο ιστορίες
Η πιο σκοτεινή και η πιο φωτεινή, αυτή που δίνει ελπίδα...
Με ένα τραγούδι θα σας ανταμείψω με δύο ιστορίες
“The Dark Side Of
Life”
Ποιος
είπε ότι η αγάπη σβήνει... με έναν χωρισμό;
Ποιος είπε ότι τα σημάδια της δεν μένουν για πάντα χαραγμένα πάνω στο κορμί μας;;;
Ποιος είναι αυτός που πιστεύει ότι οι αγάπες πάνε στον παράδεισο... ότι οι σχέσεις διαρκούν για πάντα;;;
Η ζωή είναι απρόβλεπτη... οι δρόμοι που είναι προορισμένοι να είναι κοινοί καμία φορά χωρίζουν... για πάντα;;;
Ποιος είπε ότι τα σημάδια της δεν μένουν για πάντα χαραγμένα πάνω στο κορμί μας;;;
Ποιος είναι αυτός που πιστεύει ότι οι αγάπες πάνε στον παράδεισο... ότι οι σχέσεις διαρκούν για πάντα;;;
Η ζωή είναι απρόβλεπτη... οι δρόμοι που είναι προορισμένοι να είναι κοινοί καμία φορά χωρίζουν... για πάντα;;;
Εισιτήριο Χωρίς
Επιστροφή
Με τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο… έβλεπε τα
τοπία να περνάνε μπροστά από τα μάτια της σαν ένα παλιό φιλμ φωτογραφικής
μηχανής. Εικόνες που είχε να δει πάνω από δέκα χρόνια. Το ίδιο μοτίβο - δέντρα,
σπαρτά, σπίτια - με το ίδιο κενό μέσα στην καρδιά της όπως και τότε.
Το μυαλό της αρνιόταν να συνεργαστεί. Ήθελε
να ξεχάσει. Το προσπάθησε πολύ αλλά μάταια. Τώρα που βρισκόταν στο τρένο της
επιστροφής, έμοιαζε λες και αυτά τα δέκα χρόνια ο χρόνος να είχε σταματήσει.
Σαν να μην είχαν περάσει καν.
«Παρακαλώ
οι επιβάτες με προορισμό την Θεσσαλονίκη να ετοιμαστούν για την επιβίβαση τους» άκουσε από τα
μεγάφωνα να ανακοινώνουν και η καρδιά της σταμάτησε αυτόματα να χτυπά.
Πως θα αντίκριζε ξανά την ίδια πόλη; Εκείνος
άραγε να είναι ακόμα εδώ;
‘Τι
σημασία έχει;’’… επέπληξε
τον εαυτό της αλλά μόλις άκουσε το επόμενο κομμάτι που άρχισε να παίζει στον
σταθμό του ραδιοφώνου που άκουγε… τα παράτησε.
Όλα όσα είχαν συμβεί ήρθαν και την βομβάρδισαν
ακούγοντας μόνο ένα τραγούδι.
‘Πραγματικά
δεν μπορώ να πιστέψω πόσα έκανα για την αγάπη’…
«Δεν θα
σε ξεχάσω» τα λόγια του ακόμα αντηχούσαν μέσα στα αυτιά της καθώς το αίμα της
έρεε με ορμή στην άσφαλτο. «Ακόμα και αν σε χάσω» συμπλήρωσε και η φωνή του της
φάνηκε μακρινή σαν ηχώ από ένα όνειρο που έσβηνε.
Οι
σειρήνες της αστυνομίας είχαν σβήσει κάθε άλλο ήχο. Τα μάτια της με πολύ
δυσκολία κατάφερναν να εστιάσουν κάπου. Η ζεστασιά του κορμιού του είχε
εξαφανιστεί. Ήταν μόνη. Ζαλισμένη από τις ουσίες που κυριαρχούσαν στο κορμί και
το μυαλό της. Κρύωνε όσο δεν είχε κρυώσει ποτέ ξανά στην ζωή της. Όμως αυτό που
την έκανε να τρέμει δεν ήταν η κρύα άσφαλτος αλλά το κενό που είχε δημιουργήσει
εκείνος. Την είχε αφήσει. Ακριβώς την στιγμή που τον χρειαζόταν περισσότερο την
είχε παρατήσει. Δεν προσπάθησε καν να την προστατέψει από το βαποράκι που την
κάρφωσε λίγο πιο κάτω από την καρδιά. Τον είδε… Είχε παγώσει. Αλλά εκείνη ήταν πλέον
σε πολύ χειρότερη κατάσταση… ήταν νεκρή. Μέσα της.
Θυμόταν
ακόμα πώς είχε, τότε, περάσει όλη τους η κοινή ζωή σαν ταινία μπροστά από τα
μάτια της. Η πρώτη τους ματιά. Το πρώτο τους φιλί. Και μετά οι απαίσιοι φίλοι
του. Οι ουσίες που ακολούθησαν. Τα τατουάζ που χτυπούσαν για να τους μοιάσουν.
Τα ξενύχτια μέσα στην θολούρα και την παραζάλη. Ο έρωτας τους. Ένας έρωτας που
τελείωσε άδοξα. Με μια φυγή. Την δική του φυγή.
Πως
μπορούσε να κατηγορήσει τους γονείς της για την απόφαση που είχαν πάρει για
εκείνη χωρίς να την ρωτήσουν. Προτιμούσαν χίλιες φορές να την αποχωριστούν και
να την ξεριζώσουν από τον ίδιο της τον τόπο παρά να την ξανά δουν αιμόφυρτη
στην άσφαλτο. Μόνη. Αβοήθητη. Σχεδόν νεκρή.
Και
όμως τους είχε μισήσει. Εκείνος ήταν η ζωή της όχι εκείνοι. Πόσο εγωιστικό από
μέρους της. Όμως αυτή ήταν η πικρή της αλήθεια. Μια αλήθεια που παρά την
απόσταση. Παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο
κάτι από τα αισθήματα της.
Δεν
μπορούσε πραγματικά ακόμα και τώρα να πιστέψει πόσα είχε κάνει για την αγάπη.
Δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε κάνει για τους δύο τους. Κι όμως αν γύριζε τον
χρόνο πίσω θα το έκανε ξανά. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Και ας κατέληγε νεκρή.
Τα ροδάκια της βαλίτσας, την στιγμή που άγγιξαν
το έδαφος άρχισαν να κάνουν τον γνωστό χαρακτηριστικό τους ήχο. Τα μάτια της
έψαχναν για εκνευρισμένες ματιές από τους συνταξιδιώτες της, αλλά κανείς δεν
έδινε σημασία στον σπαστικό ήχο που έκανε η βαλίτσα της. Όλοι χαμένοι στον δικό
τους κόσμο, στον δικό τους πλανήτη. Ψάχνανε την έξοδο και το ίδιο θα έπρεπε να
κάνει και εκείνη. Αλλά δεν μπορούσε. Στην ιδέα και μόνο ότι θα βρεθεί ξανά στα
ίδια μέρη… σφιγγόταν το στομάχι της.
~*~*~*~*~*~*~
Με σκυμμένο το κεφάλι, βήμα βαρύ και σκούρα
μαύρα γυαλιά (παρόλο που είχε ήδη βραδιάσει) πάλευε με στις σκιές του. Το βάρος
της βαλίτσας τον έκανε να αγκομαχά. Ο πόνος δεν έλεγε να τον αφήσει παρά τα
φάρμακα. Θα πέρναγε… όπως είχαν περάσει και όλα τα άλλα… ήταν σίγουρος γι’ αυτό.
Η διαδρομή πάντα η ίδια. Μέσα στα σκοτάδια
της πόλης του, περπατούσε σχεδόν με τα μάτια κλειστά. Ήξερε κάθε γωνία απ’ έξω
και ανακατωτά. Δεν χρειαζόταν να σκεφτεί που να πάει. Τα πόδια του τον
οδηγούσαν μόνα τους μέχρι έξω από εκείνη την ‘πόρτα’. Πάντα όταν έφτανε μπροστά της, εκείνα σταματούσαν.
Χωρίς την άδεια του. Και όταν το έκαναν η ανάσα του πάγωνε.
Είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια και όμως,
ακόμα και τώρα, κάθε φορά που πέρναγε από εκεί δεν άντεχε να μην κάτσει για ένα
λεπτό, μπροστά της, να κοιτάει την ξεφτισμένη της μπογιά. Οι αναμνήσεις που
ξεπετάγονταν μπροστά στα μάτια του ήταν τόσο ζωντανές που ήταν λες και το ζούσε
ξανά και ξανά από την αρχή.
Δεν είχε μπει ποτέ στον πειρασμό να ανοίξει
εκείνη την πόρτα κι όμως, σήμερα τον τράβαγε σαν μαγνήτης. Το χέρι του τον
έκαιγε σαν να τον προειδοποιούσε ότι αν δεν άγγιζε το πόμολο η καρδιά του θα
σταματούσε να χτυπά.
~*~*~*~*~*~*~
Περιπλανιόταν μέσα στην νύχτα με το σώμα της
να τρέμει. Κάθε ήχος την τρομοκρατούσε. Ένιωθε σαν να ήταν ξανά πέντε χρονών -
τότε που είχε αφήσει το χέρι της μητέρας της και χάθηκε ανάμεσα στον κόσμο. Δεν
θυμόταν τίποτα πια από αυτό που αντίκριζαν τα μάτια της. Τίποτα δεν της
φαινόταν το ίδιο. Λες και όλη η πόλη είχε πλέον αλλάξει. Δεν ήξερε πια
κατεύθυνση ήταν η σωστή για το σπίτι της και ας ήξερε ότι η απόσταση από τον
σταθμό ήταν τόσο γελοία μικρή που αν έπαιρνε ταξί, ο οδηγός θα την κορόιδευε.
Είχε χαθεί. Το ένιωθε ο πανικός της όμως δεν
την άφηνε να σκεφτεί λογικά. Όλα μοιάζανε τόσο ίδια και ταυτόχρονα τόσο
διαφορετικά. Μέσα στην παραζάλη της ήξερε ότι πήγαινε αντίθετα από την
κατεύθυνση που θα έπρεπε να είχε πάρει αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να
γυρίσει πίσω. Λες και τα πόδια της όριζαν την διαδρομή για εκείνη, την
παρότρυναν να συνεχίσει, μέχρι που έφτασε εκεί που δεν ήθελε με τίποτα να
βρεθεί. Εκεί όπου ο εφιάλτης ξεκινά και σταματά.
Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι πράγματι το
έκανε. Άνοιγε εκείνη την ‘πόρτα’.
Το τρίξιμο της έκανε το κορμί της να ανατριχιάσει. Τα μάτια της δεν διέκριναν
τίποτα στο σκοτάδι. Υπήρχε μόνο εκείνη η μυρωδιά… μια μυρωδιά που ανακάτευε το
παρελθόν με το παρόν. Και όμως μέχρι και αυτό δεν στάθηκε αρκετό. Η παρόρμηση
της να βρεθεί στο ίδιο μέρος όπου είχε σταματήσει η ζωή της, την έφερε
αντιμέτωπη με ένα ατελείωτο σκοτάδι.
Η πόρτα είχε κλείσει το ίδιο θορυβώδες όπως
είχε ανοίξει. Τα μάτια δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν
υπήρχε ούτε μια χαραμάδα από λιγοστό φως. Ο αέρας ήταν αποπνικτικός, η δυσοσμία
της έκαιγε τα μάτια και το μυαλό. Έπρεπε να βγει από εκεί μέσα αλλά για να το
κάνει αυτό χρειαζόταν λίγο φως. Βγάζοντας το κινητό της από την τσέπη του
παντελονιού της άνοιξε την οθόνη αλλά πριν προλάβει να πατήσει το πλήκτρο που
ενεργοποιούσε το φλας για να το χρησιμοποιήσει σαν φακό… ο ίδιος
χαρακτηριστικός ήχος από την πόρτα καθώς άνοιγε την έκανε να ακινητοποιηθεί.
~*~*~*~*~*~*~
Η πόρτα έτριξε όπως και τότε. Ο ίδιος ήχος, η
ίδια μυρωδιά, η ίδια εικόνα. Εκείνη να τον κοιτάει πανικόβλητη μέσα στο σκοτάδι
με ένα αχνό φως να φωτίζει ελάχιστα τα χαρακτηριστικά της.
Το χέρι του γράπωσε το ξεχαρβαλωμένο χερούλι.
Κάτω από την δύναμη του το ένιωθε να υποχωρεί αλλά δεν έδωσε σημασία.
Το πρόσωπο της τον είχε καθηλώσει. Τον έκανε
να πιστεύει ότι τρελαίνεται. Τον έκανε να νιώσει όπως τότε που το κορμί της
ιδρωμένο τεντωνόταν για να συναντήσει το δικό του κορμί. Το χέρι της περασμένο
γύρω από τον λαιμό του τον τράβαγε κοντά της. Τα δάχτυλα της μπερδεμένα μέσα
στις τούφες των μαλλιών του απαιτούσαν να συνεχίσει. Τα μάτια της κλειστά. Τα
χείλια της ανοιχτά. Η ανάσα της έψαχνε τρόπο να βγει προς τα έξω μα δεν την
άφηνε. Όλες οι φλέβες της πάλλονταν όπως παλλόταν και το κορμί της από την ηδονή.
Το κεφάλι της γερμένο προς τα πίσω έκανε τον τεντωμένο της λαιμό πρόσφορο
έδαφος για φιλιά. Τα δικά του φιλιά.
Όχι… δεν
ήταν εδώ. Δεν θα γυρίσει ποτέ ξανά…
~*~*~*~*~*~
Με την ανάσα της να πνίγεται μέσα της παρατηρούσε
την σκοτεινή φιγούρα που την κοίταζε με τέτοια οργή που έκανε τα πόδια της να
λυγίσουν. Το χέρι του στο πόμολο της πόρτας έδειχνε έτοιμο να σπάσει ότι
έβρισκε μπροστά του. Δεν κράτησε πολύ εκείνη η οπτική επαφή αλλά της φάνηκε
αιώνας. Για μια στιγμή μόνο ένιωσε σαν να γύριζε πίσω στον χρόνο. Τότε που η
ίδια σκηνή είχε γίνει η αιτία για να μετατραπεί το μεγαλύτερο της όνειρο σε
εφιάλτης.
Δεν έβλεπε το πρόσωπο του αγνώστου μέσα στο
σκοτάδι αλλά θα ορκιζόταν ότι ήταν εκείνος… εκείνος που είχε έρθει για να την
βρει.
Όχι… δεν
ήταν εδώ. Δεν θα την αναζητούσε ποτέ ξανά…
~*~*~*~*~*~*~
Καθισμένη στο παλιό της το δωμάτιο η αίσθηση
ότι ο χρόνος είχε σταματήσει την έπνιξε. Είχε μείνει στο δωμάτιο μόλις δέκα
λεπτά. Δεν άντεχε λεπτό παραπάνω.
Με ένα σάλτο σηκώθηκε όρθια. Τα χέρια της
άνοιξαν τα παράθυρα με τέτοια δύναμη που εκείνα έτριξαν. Τα παντζούρια λες και
ήθελαν να την φυλακίσουν εκεί δεν της έκαναν την χάρη να ανοίξουν. Η πόρτα της
άνοιξε με πάταγο. Η μητέρα της όρμησε στο δωμάτιο της. Έσβησε την απόσταση που
τις χώριζε. Την άρπαξε από τα μπράτσα. Την γύρισε προς το μέρος της. Κάτι της
έλεγε αλλά τι;
«Δεν έχω αέρα. Χρειάζομαι αέρα» έλεγε
απελπισμένη αλλά η μητέρα της δεν άκουγε κουβέντα.
Η παρουσία του πατέρα της έκανε τα πράγματα
χειρότερα. Το πρόσωπο του έλεγε όλα εκείνα που τα χείλια του αρνιόντουσαν να
πουν. «Ένα λάθος ακόμα και σε ξέγραψα».
Όλη της η ζωή ήταν ένα τεράστιο λάθος. Ένα
παραπάνω τι θα άλλαζε;
Αν την ρωτούσες πως κατάφερε να φύγει από το
δωμάτιο της, το ίδιο της το σπίτι και βρέθηκε ξανά έξω στον δρόμο, δεν θα γνώριζε
να σου πει. Η υγρασία διαπερνούσε το λεπτό της πουκάμισο αλλά δεν την ένοιαζε. Το
κινητό της, τα λεφτά της, η τσάντα της με την ταυτότητα της ξεχασμένα πίσω στο
σπίτι. Όμως ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό να την κάνει να γυρίσει πίσω.
Φωνές την προσπερνούσαν. Τα φώτα από τα
αυτοκίνητα την τύφλωναν. Η ψιλή βροχή που είχε αρχίσει να πέφτει, έγλυφε το
πρόσωπο της, νότιζε τα ρούχα της. Η ανάσα της άχνιζε. Το μυαλό της όμως
αρνιόταν να δει το λάθος. Το ίδιο λάθος που είχε κάνει και τότε….
«Αν δεν
έχεις λεφτά μπορείς να με πληρώσεις σε είδος» να τον πλήρωνε σε είδος. Πόσο
δύσκολο θα μπορούσε να είναι;
Για
εκείνον θα έκανα τα πάντα… είχε πει τότε. Αλλά
δεν μπόρεσε. Και το είχε πληρώσει ακριβά. Ακόμα το πλήρωνε.
Τώρα; Τώρα
θα ήταν ικανή να το κάνει; Να πληρώσει σε είδος για μια δόση; Ήξερε την
απάντηση.
Ένα ουρλιαχτό που ερχόταν από το απέναντι
πεζοδρόμιο την πάγωσε στην θέση της. Πριν προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει ένιωσε
το σώμα της να αιωρείται για λίγο πάνω από το καπό ενός αυτοκινήτου, να
συγκρούεται πάνω στο παρμπρίζ του και τέλος... μια ατελείωτη ανυπαρξία.
«Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ» λόγια από το παρελθόν
στριφογύριζαν μέσα στην σκέψη της. Ή μήπως δεν ήταν από το παρελθόν. «Όμως δεν
θα σε αφήσω να χαθείς. Όχι αυτήν την φορά».
Σαν να βρισκόταν σε όνειρο άκουγε την φωνή
του ξανά. Μέσα στ’ αφτιά της αντηχούσε δυνατή σαν καμπάνα που πάλευε να διώξει
το σκοτάδι από τα μάτια της.
‘Μίλα
μου’…
ούρλιαζε μέσα της. ‘Βοήθησε με’…
συνέχιζε πανικόβλητη. ‘Φέρε με ξανά κοντά
σου’.
~*~*~*~*~*~
Τα μάτια της τρεμόπαιζαν αλλά δεν έλεγαν να
ανοίξουν. Η καρδιά του μέσα στο στήθος του χτύπαγε τόσο δυνατά που του έκοβε
την ανάσα.
‘Δεν
είναι ώρα να τα χάσεις. Σε χρειάζεται βλάκα. Ξύπνα’…
Τα χέρια του την κράταγαν σφιχτά στην αγκαλιά
του. Το σώμα της σαν πάνινη κούκλα χοροπηδούσε πάνω στο κορμί του. Τα πόδια του
προσπαθούσαν να καλύψουν μια απόσταση που του φαινόταν ότι δεν είχε τέλος.
Έπρεπε να την σώσει. Με οποιοδήποτε κόστος. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί ότι
την βρήκε πάνω που η ζωή της τερμάτιζε. Για δεύτερη φορά. Αν έπιανε στα χέρια
του τον ηλίθιο οδηγό που έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και έπεσε επάνω της…
τώρα θα ήταν νεκρός. Όμως δεν είχε χρόνο για εκείνον. Έπρεπε να προλάβει.
«Βοηθήστε με» ούρλιαξε απελπισμένος στα
αυτοκίνητα που τον προσπερνούσαν. «Δεν μπορώ να την χάσω ξανά»…
~*~*~*~*~*~
Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το ζούσα ξανά
από την αρχή. Αν της έλεγε κάποιος πριν από χρόνια ότι θα ζούσε να δει την κόρη
της ξανά στο ίδιο νοσοκομείο, στην ίδια εντατική… θα τον σκότωνε χωρίς δεύτερη
σκέψη. Όμως συνέβη ξανά. Και αυτήν την φορά τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά. Οι
γιατροί δεν τους έδιναν πολλές ελπίδες. Δεν ΤΗΣ έδιναν πολλές ελπίδες. Ο
Πελοπίδας δεν θα είναι εδώ για να δει την οποιαδήποτε εξέλιξη. Η καρδιά του
ήταν πολύ αδύναμη για να το αντέξει. Μόλις είχε χάσει τον άνθρωπο της… δεν θα
άντεχε να χάσει και την κόρη της.
«Κυρία» άκουσε την παιδική φωνή της νοσοκόμας
πίσω της και ήξερε ότι ήταν ώρα να φύγει. Να πάει που;
~*~*~*~*~*~
Τα μάτια της ερμητικά κλειστά απέκλειε όλο το
περιβάλλον γύρω της από τον κόσμο όπου εκείνη περιπλανιόταν.
Να έκανε όνειρα; Να ήταν ακόμα εδώ; Άκουγε
όσα της ψιθύριζε;
«Σε έχασα μια φορά. Δεν θα ανεχτώ να σε χάσω
και δεύτερη».
Το ξέσπασμα του τάραξε τον θάλαμο αλλά δεν
έδωσε σημασία. Την ήθελε πίσω. Ήξερε ότι ήταν εγωιστικό να της ζητάει κάτι
τέτοιο. Αλλά ήταν άδικο γαμώτο. Μια αδικία που δεν μπορούσε να την χωνέψει με
τίποτα. Όλη του την ζωή ακροβατούσε μεταξύ ζωής και θανάτου. Είχε επιλέξει να
γίνει οδηγός σε αγώνες ράλι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που είχε γλυτώσει
από θαύμα… όπως του είπαν οι γιατροί από την σύγκρουση στον τελευταίο του
αγώνα. Κι όμως, εκείνος δεν έκλεισε τα μάτια. Δεν άφησε ούτε τα σπασμένα του
πλευρά, ούτε τα ράμματα να τον καθηλώσουν σε ένα κρεβάτι. Έπρεπε να ανοίξει τα
μάτια της.
«Δεν μπορείτε να μείνετε. Το επισκεπτήριο
έχει τελειώσει. Συμφώνησα μόνο για ένα λεπτό» η νοσοκόμα τον παρακάλαγε. Τον
είχε λυπηθεί, όμως έπρεπε να κάνει και την δουλειά της.
«Θα γυρίσω» ακούστηκε σαν απειλή αλλά δεν τον
ένοιαζε. Ήταν εξοργισμένος με όλα. Με την ίδια του την ρημάδα την ζωή που δεν
είχε κανένα νόημα χωρίς την παρουσία της.
«Μην αργήσεις»… η φωνή της σαν ψίθυρος μέσα
από την μάσκα του οξυγόνου έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου