Ο Αύγουστος είχε μπει για τα καλά… η ζέστη
αφόρητη. Ο ιδρώτας έσταζε πάνω στο κορμί μου αλλά εγώ τον αγνοούσα. Με το
βιβλίο της φυσικής στα χέρια μου πάλευα να συγκεντρωθώ. Πως μπορούσα να το κάνω
όταν ο λόγος της τιμωρίας μου αυτής γύριζε συνέχεια στο μυαλό μου;
Γιατί έπρεπε να υποστώ ΚΑΙ αυτό;
Πλήρωσα… τα πλήρωσα όλα… πολύ ακριβά… και
ακόμα δεν ήμουν καν στην αρχή.
Γιατί;
Η απάντηση ήρθε αυτόματα πίσω από τα κλειστά
μου βλέφαρα. Ήταν τα μάτια σου… εκείνα τα μάτια που με κοίταζαν… ικετευτικά. «Μην
φύγεις» να μου λένε.
Έπρεπε να σε ξεχάσω αλλά πως; Όταν κάθε φορά
που κοίταζα τις σελίδες με τις ατελείωτες λέξεις που δεν έλεγαν να αποτυπωθούν
με τίποτα στο μυαλό μου έβλεπα και τις δικές σου λέξεις που ήταν σε κάθε σελίδα
γραμμένες με άστατο χαρακτήρα και κόκκινο μελάνι.
Εσύ φταις που δεν είμαστε μαζί… έγραφες σε
κάθε σελίδα για να με τιμωρήσεις και κάθε φορά που διάβαζα αυτές τις έξη λέξεις
το πρώτο πράγμα που ήθελα να κάνω ήταν να ουρλιάξω…
ΝΑΙΙΙΙΙ εγώ φταίω… που δεν σε άφησα να με
πλησιάσεις.
ΝΑΙΙΙΙΙΙ φταίω εγώ… που δεν σε άφησα να με
αγκαλιάσεις.
Τα χείλια σου που δεν άφησα να αγγίξουν τα
δικά μου… ΦΤΑΙΩ εγώωωω που αρνήθηκα να με κάνουνε δικά τους.
ΦΤΑΙΩ… γιατί ήξερα από την αρχή πως θα με
πλήγωνες… όπως έκανες και τώρα.
Το ότι με άφησαν στο μάθημα εξαιτίας σου ήταν
το λιγότερο τίμημα που μπορούσα να πληρώσω… το μεγαλύτερο… θα το πληρώνω όσο
ζω.
Τα μάτια μου ενστικτωδώς άνοιξαν και γύρισαν
στο πλάι. Η μαύρη Μερσεντές του πατέρα σου ήταν εκεί στην διασταύρωση λίγο πιο
κάτω από το σπίτι μου, ακίνητη, η μηχανή της αναμμένη. Όμως εσύ δεν πάτησες το
γκάζι. Έμενες εκεί να με κοιτάς όπως σε κοιτούσα και εγώ τώρα, με την ίδια
ματιά να με κατηγορεί όπως και τότε… ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ για όλα.
Τα μάτια της καρφωμένα επάνω σου δεν συνειδητοποιούσαν
τι συμβαίνει μέχρι που το βλέμμα της γύρισε και με αντίκρισε. Δεν μου το
συγχώρεσε ποτέ ότι σε έκλεψα από εκείνη και ας μην σε άφησα να μου αγγίξεις
έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά μου. Εκείνη όμως ήξερε ότι είχες αγγίξει την
καρδιά μου… ακριβώς όπως είχα αγγίξει και εγώ την δική σου.
Κάτι πήγε να πει… προς τα εμένα; Δεν ήξερα
αλλά δεν είχε και σημασία γιατί πριν προλάβει να το κάνει εσύ πάτησες το γκάζι
και έστριψες στην γωνία. Εξαφανίστηκες.
ΝΑΙΙΙΙΙΙΙ εγώ έφταιγα… αλλά εσύ τι έκανες γι’
αυτό;
==========================================================================
Τα βράδια περνούσαν βασανιστικά αργά. Οι ώρες
έμοιαζαν ατελείωτες. Όλοι οι φίλοι μου τώρα διασκέδαζαν σε κάποιο μπαρ, σε
κάποια παραλία, αγκαλιά με μια μπύρα να γιορτάζουν την ελευθερία τους.
Επιτέλους δεν θα ανοίξουμε ποτέ ξανά βιβλίο… να σκέφτονται όσοι δεν περάσανε σε
κάποιο πανεπιστήμιο. Επιτέλους θα ζήσω την φοιτητική ζωή μακριά από τους γονείς
μου… οι υπόλοιποι που περάσανε κάπου. Και εγώ εδώ, κλισμένη μέσα, να κοιτάω τους
τοίχους του σπιτιού μου και να σκέφτομαι… άλλος ένας χρόνος μου έμεινε για να
φύγω και εγώ.
Θα τα καταφέρω… ήμουν σίγουρη. Όμως γιατί
αυτό δεν αρκούσε να κάνει την μικρή μου φυλακή πιο φιλόξενη;
Ο παρουσιαστής του ραδιοφώνου, λες και έπιασε
την διάθεση μου, έβαλε το αγαπημένο μου τραγούδι…
και με πόνο καρδιάς, έκλεισα τα μάτια και
άρχισα να το σιγοτραγουδάω, παρέα με το δάκρυ μου που ήταν πλέον ο μόνιμος
σύντροφος μου.
Μου λείπεις…
Εξέφρασα τις δύο αυτές λέξεις πνιγμένα και με
πόνο στα μάτια γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι για να κοιτάξω το κενό όπου πριν
δύο μέρες έστεκε η Μερσεντές του πατέρα σου. Ήσουν εκεί.
Στην αρχή πίστεψα ότι το μυαλό μου άρχισε να
μου παίζει ένα σαδιστικό παιχνίδι… όμως δεν ήταν της φαντασίας μου. Ήσουν εκεί.
Με το τσιγάρο στο χέρι, κοίταζες προς το μπαλκόνι μου ακίνητος, σαν μαύρος
πειρατής που ήσουν έτοιμος να χιμήξεις για να κλέψεις αυτό που νομίζεις ότι δικαιωματικά
σου ανήκει.
Ήσουν εκεί… με το σώμα σου να τρέμει, από
νεύρα; Από προσμονή; Δεν είχε σημασία. Ήσουν εκεί.
Το σώμα μου χωρίς την συγκατάθεση μου εκτινάχτηκε
μπροστά και άρχισε να τρέχει προς την πόρτα. Δεν σκέφτηκα τις συνέπειες. Δεν
είχα χρόνο να τις σκεφτώ. Ήσουν εκεί, με περίμενες, έπρεπε να ακούσω τι είχες
να μου πεις. Ήθελα να αφήσω τα λόγια σου να μου χαϊδέψουν τ’ αυτιά. Να αφήσω εκείνη την
μελωδική φωνή να με σαγηνέψει και ας το πλήρωνα, για άλλη μια φορά. Πολύ
ακριβά. Το είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη να σε δω. Ίσως αυτήν την φορά να μην κρατιόμουν
και να σε άφηνα μέχρι και να με αγγίξεις. Δεν με ένοιαζε το που. Αρκεί να με
άγγιζες. Αν δεν το έκανες ίσως και να τρελαινόμουν. Το άξιζα να τρελαθώ. Για εσένα.
Ήσουν όλα όσα ζητούσα αλλά δεν μπορούσα να αγγίξω. Όμως το ομολογώ. Σε ήθελα
όπως το χώμα που ζητάει την βροχή… για να με ξεδιψάσεις από αυτή την φωτιά που
έκαιγε μήνες ολόκληρους μέσα μου. Σε ήθελα. Αλλά δεν μπορούσα να σε έχω γιατί
δεν ήσουν δικός μου. Άνηκες σε εκείνη.
Τα πόδια μου έφτασαν μια ανάσα πριν τα δικά σου
πόδια. Η ματιά μου καρφωμένη στην δική σου σε ικέτευε να πεις κάτι. Οτιδήποτε.
Η ανάσα μου, γρήγορη εκδήλωνε το άγχος της στιγμής. Δεν ήξερα αν έπρεπε να
μιλήσω πρώτη. Τι θα μπορούσα να πω που δεν το έλεγε ήδη το ίδιο μου το σώμα;
«Ήταν λάθος μου» ήταν οι μοναδικές λέξεις που
βγήκαν από τα χείλη σου και με έκαναν κομμάτια. Για άλλη μια φορά.
«Νο…» δεν μπορούσα να ολοκληρώσω την λέξη που
προσπάθησα να πω. Η καρδιά μου από τα δικά σου λόγια είχε σταματήσει. Η ανάσα
μου είχε σβήσει. Τα μάτια μου πρόδωσαν τον πόνο που ένιωθα στο στήθος.
Προσπάθησα ξανά… «Νόμιζα…» δεν κατάφερα να πω
τίποτα άλλο.
Τα χέρια σου με βία άρπαξαν τα μπράτσα μου.
Με καθήλωσαν στην θέση μου. Μου απαγόρευσαν να κάνω έστω και ένα ακόμα πίσω
βήμα. Δεν μου επέτρεψες να το σκάσω πάλι. Με ήθελες εδώ. Ήθελε να παλέψω εγώ
και για τους δύο μας. Γιατί εσύ δεν μπορούσες.
«Που να σε πάρει…» τα λόγια σου μαχαίρια
καρφώθηκαν στα σωθικά μου. Τα χέρια σου με οργή με κάρφωσαν πάνω στα κάγκελα
της γκαραζόπορτας της πολυκατοικίας. Τα μάτια σου πετούσαν σπίθες. Ήταν ικανά
να με κάψουν. Πόσο περισσότερο;
Ήθελα να σου φωνάξω… «Σταμάτα να με πονάς»…
αλλά δεν τόλμησα να κάνω τίποτα. Ήξερα καλά αυτές τις εκρήξεις οργής σου. Και
με τρόμαζαν. Πραγματικά με τρομοκρατούσαν.
«Έχεις ιδέα πόσο με έκανες να υποφέρω;» ο
πόνος ψυχής που εκφράστηκε μέσα από αυτές τις μοναδικές λέξεις με έκαναν να
ξεχάσω όλα τα άλλα.
Υπέφερες… υπέφερες όσο και εγώ; Αλλά
εξακολουθούσες να επιλέγει την αγκαλιά της άλλης. Εκείνης που μπορούσε να σου
προσφέρει ότι δεν μπορούσα να σου προσφέρω εγώ. Μερικές βραδιές άγριου σεξ. Εγώ
δεν ήμουν πλασμένη για τέτοια. Και το ήξερες.
«Λυπάμαι» ήταν η μοναδική λέξη που κατάφερα
να ξεστομίσω. Και πραγματικά το εννοούσα.
Λυπόμουν για τις βραδιές που χάσαμε. Τα λόγια
που ξεχάσαμε. Τις στιγμές που γελάσαμε… με την καρδιά μας. Όμως δεν μπορούσα να
κάνω τίποτα περισσότερο από αυτό. Αν σου δινόμουν, θα με πλήγωνες. Και το
ξέραμε και οι δύο. Περισσότερο εσύ.
«Λυπάσαι;» η ειρωνεία στην χροιά της φωνής σου
έσταζε φαρμάκι. Ένα φαρμάκι που έκαψε την λογική και των δύο μας.
«Μόνο αυτό έχεις να πεις; Λυπάσαι;» δεν τα
παρατούσες.
«Επέλεξες εκείνη» πόσες φορές το είχα
επαναλάβει μέσα μου και όμως ακόμα και τώρα, που επιτέλους το εξέφραζα δυνατά
για να το ακούσεις και εσύ, έμοιαζε τόσο ψεύτικο.
«Εσύ το επέλεξες και για τους δύο μας… όχι
εγώ. Την στιγμή που δεν μου άφησες κανένα άλλο περιθώριο. Την στιγμή που αποφάσισες
να φύγεις. Χωρίς να μου δώσεις το δικαίωμα να παλέψω για μας» ήταν η αλήθεια.
Δεν μπορούσα να σου το αρνηθώ.
«Λυπάμαι» επανέλαβα πνιχτά. Δεν είχα ιδέα πως
αλλιώς να εκφράσω πόσο πραγματικά το εννοούσα.
«Που να σε πάρει…» το πρόσωπο σου ξαφνικά
έσβησε την απόσταση που μας χώριζε. Τα μάτια σου άγρια με καθήλωσαν. Η ανάσα σου
βαριά με μαστίγωσε. Μύριζε θάνατο. Τον δικό σου θάνατο. Αυτόν που σιγόβραζε
μέσα σου.
Είχα καταλάβει από καιρό ότι το είχες ρίξει
στο αλκοόλ και τις ουσίες… όμως να επιβεβαιώνω ότι ήταν αλήθεια… όχι αυτό δεν
το άντεξα.
Το χέρι μου πριν προλάβω να το σταματήσω,
ανέβηκε προς τα πάνω, όμως πριν αγγίξει τον ώμο σου, να τυλιχτεί γύρω από τον
αυχένα σου, να σε παροτρύνει να έρθεις κοντά μου, μέσα στην αγκαλιά μου… εσύ,
νιώθοντας τι ήμουν έτοιμη να κάνω, με άφησες απότομα και τινάχτηκες αρκετά
βήματα μακριά μου.
«Ήταν λάθος… το μεγαλύτερο λάθος της ζωής
μου» αυτά ήταν τα τελευταία σου λόγια και μετά εξαφανίστηκες… για άλλη μια
φορά. Μόνο που αυτή την φορά ήταν για πάντα.
Αφήνοντας με πίσω σου να κοιτώ την πλάτη σου
να ξεμακραίνει με ένα αναπάντητο γιατί…
Γιατί δεν σου αξίζω… αυτή ήταν η μοναδική σου
δικαιολογία. Και ήταν η αλήθεια. Όχι δεν μου άξιζες… γι’ αυτό επέλεξα να σε παραχωρήσω
σε εκείνη. Εκείνη τουλάχιστον σε ήξερε, σε καταλάβαινε… εγώ. Εγώ θα μένω πάντα
εδώ να θυμάμαι… τι έχασα. Ακριβώς επειδή ήμουνα δειλή να παραδεχτώ ότι σε
αγάπησα… έτσι όπως δεν θα αγαπήσω ποτέ κανέναν άλλον.
====================================================================
Είχαν περάσει τριάντα ολόκληρα χρόνια… κι
όμως… ακόμα και τώρα, κάθε φορά που διαβάζω όσα είχα γράψει στο ημερολόγιο μου
για τις στιγμές που περάσαμε μαζί… ακόμα νιώθω ότι ζω την κάθε στιγμή… ξανά από
την αρχή.
«Μαμά;» η λεπτή φωνούλα της Ευτυχίας μου έφτασε
στα αυτιά μου και αυτόματα με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Από την χροιά της
φωνής της κατάλαβα ότι κάτι θέλει να ρωτήσει αλλά για κάποιον λόγο διστάζει.
«Τι είναι καρδούλα μου;» την ενθάρρυνα να
συνεχίσει και με κοίταξε στα μάτια.
«Τελικά θα μου πεις πως γνωριστήκατε με τον
μπαμπά;» αυτήν την απορία, όποτε και να την εξέφραζε, πάντα την αφήναμε να
παραμένει απορία. Γιατί άραγε;
=================================================================
Μετά από δέκα χρόνια και τρεις αποτυχημένες
σχέσεις που δεν κρατήσανε παραπάνω από έξη μήνες, είχα πάρει την απόφαση ότι
δεν είχα πολλές ελπίδες να γνωρίσω τον πραγματικό έρωτα. Εκείνον που θα με
κάνει να πω… ναι εδώ θέλω να μείνω και να κουρνιάσω το κορμί μου για το
υπόλοιπο της ζωής μου. Η μητέρα μου με πίεζε όσο δεν πήγαινε. Λόγο της δικής
της μοναξιάς, αφού έχασε τον πατέρα μου αρκετά νωρίς και λόγω του ότι δεν
κατάφερε ποτέ να γνωρίσει κάποιον άλλον που θα μπορούσε να θυμίζει κάπως τον
εκπληκτικό άνθρωπο που είχε χάσει… πίστευε ότι το καλύτερο για μένα ήταν να βρω
κάποιον να είμαστε μαζί και όχι να κυνηγώ μια καριέρα που το μόνο που μου
αποφέρει είναι λεφτά. Και ήταν αρκετά λεφτά αλλά αυτό για την μητέρα μου δεν
είχε καμία σημασία. Η μόνιμη προβληματισμένη - κατσουφιασμένη μου έκφραση έφτανε να της το επιβεβαιώσει.
«Όλα στον καιρό τους» ήταν η μοναδική
απάντηση που μπορούσα να της δώσω. Αλλά εκείνη δεν τα παράταγε.
Όταν γνώρισα τον Δημήτρη… από την πρώτη
στιγμή μου είπε… «Αυτόν θα τον παντρευτείς».
«Αμάν βρε μαμά… το μυαλό σου εκεί» είχα
αντιδράσει εγώ… τότε. Όμως να που είχε δίκιο.
Η σχέση μας πήγαινε ανέλπιστα καλά… αλλά
πάντα κάτι έλειπε. Εγώ όμως δεν τόλμαγα να το παραδεχτώ ούτε καν στον ίδιο μου
τον εαυτό. Από ένα σημείο και μετά… πράγματι ήθελα η μητέρα μου να είχε δίκιο.
Τι μας έλειπε στο κάτω - κάτω; Την δουλειά μας την είχαμε… από λεφτά κανένα
πρόβλημα… αυτοκίνητο είχαμε και οι δύο… δύο σπίτια στο όνομα μας… τι άλλο
χρειάζεσαι για να ξεκινήσεις μια οικογένεια. Μάλλον την απαραίτητη χημεία. Σε
αυτό… πρέπει να παραδεχτώ… ότι μάλλον δεν το είχαμε. Απλά μάλλον και οι δύο
προτιμούσαμε να εθελοτυφλούμε.
Δύο χρόνια παντρεμένοι και από παιδί τίποτα…
είχα αρχίσει να προβληματίζομαι όμως δεν έλεγα τίποτα. Ο Δημήτρης από την άλλη…
ότι βρέξει θα κατεβάσει. Η ιδέα και μόνο ότι υπάρχει πρόβλημα γι’ αυτόν ήταν
απαγορευτική. Εγώ πάλι έκανα το κορόιδο… και με μεγάλη επιτυχία, καθώς οι
εξετάσεις μου ήταν όλες τέλειες. Οι δικές του πάλι… αν τις έκανε ίσως και να
μαθαίναμε. Μέχρι που ήρθε η ημέρα που πήρε μετάθεση… εκεί χάσαμε πια την μπάλα
για τα καλά. Στην αρχή… όλα ήταν τέλεια. Στην συνέχεια… αραίωναν και τα
τηλέφωνα. Λίγο πριν πω άντε μου στον γέρο διάολο… ήρθε η ανατροπή.
Ήμουν στο σπίτι της μητέρας μου και σιδέρωνα
τα ατελείωτα ρούχα που είχαν μαζευτεί. Είχε χτυπήσει το χέρι της καιρό τώρα
αλλά δεν το παραδεχόταν μέχρι που ανακάλυψα τα ασιδέρωτα της. Μετά από έναν
γερό καυγά και αφού την έστειλα στην θεία Καλλιόπη για να με αφήσει για λίγο
μόνη ώστε να μαζέψω ότι προλάβαινα… έκατσα να βοηθήσω λίγο την κατάσταση. Τι
λίγο δηλαδή που είχα έρθει στις δέκα το πρωί, είχε πάει πέντε η ώρα το απόγευμα
και εγώ ακόμα δεν είχα κάνει ούτε τα μισά από όσα θα ήθελα να κάνω. Δεν άντεχα
άλλο. Και με το ερκοντίσιον ακόμα έσταζα ολόκληρη από τον ατμό του σίδερου.
Έπρεπε να κάνω ένα διάλειμμα.
Την στιγμή που έκατσα στην αγαπημένη μου
καρέκλα στο μπαλκόνι για να πιω λίγο καφέ και να ανάψω ένα τσιγάρο, μου ήρθε
ένα μήνυμα…
«Πως από τα μέρη μας;»
Με το που το είδα τα μάτια μου γούρλωσαν και
η γουλιά που είχα μέσα στο στόμα μου εκσφενδονίστηκε σε κάθε πιθανή γωνία.
Έψαξα με τα μάτια μου… έψαξα παντού. Αλλά δεν σε βρήκα. Αποφάσισα να σε
αγνοήσω. Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια και τώρα ξαφνικά με θυμήθηκες; Και από
μένα τι θες; Να πέσω στα τέσσερα και να κάνω το σκυλάκι; Άντε μου στο διάολο
και εσύ και όλοι σας. Σας βαρέθηκα. Μα τον θεό περισσότερο δεν πάει.
Εκεί που αποφασίζω να κλείσω το κινητό
τελείως έρχεται και άλλο μήνυμα… δεν ήταν από σένα… ήταν από τον ανεπρόκοπο τον
Δημήτρη.
«Μπήκα σπίτι… μπαίνω κάνω ντους» βρε δε πα να
κάνεις και υδρομασάζ με το χαρέμι σου λίγο με νοιάζει… φυσικά δεν του το
έστειλα.
«Και εγώ εδώ ιδρώνω» του απάντησα και άφησα
το κινητό στην άκρη.
Η απάντηση ήρθε μετά από δύο ώρες ακριβώς την
στιγμή που είχα τελειώσει με το σίδερο είχα τακτοποιήσει τα ρούχα στην θέση
τους και μόλις έστρωνα καθαρά σεντόνια στο κρεβάτι της μητέρας μου για να φύγω
και εγώ να πάω σπίτι να ξεκουραστώ.
«Ιδρώνεις ακούω…» έγραφε.
«Και φουντώνω μην σου πω» το συνέχισα.
«Έχει κάψες το μωρό μου;» απαντά και δεν
κρατιέμαι άλλο… μόλις η ματιά μου πέφτει στο ξεχασμένο ποτήρι της μητέρας μου
από εχθές το βράδυ… ρίχνω μια αρκετή ποσότητα νερού πάνω στο σεντόνι… το βγάζω
φωτογραφία και του την στέλνω… μαζί με το εξής μήνυμα.
«Είχα… τώρα μόλις τελείωσα» για καμία ώρα
ακόμα απάντηση καμία.
Όταν τελείωσα και με τις τελευταίες μου
δουλειές φώναξα την μητέρα μου να κατέβει και εκείνη. Βλέποντας ότι δεν είμαι
καλά (λόγο κούρασης και καλά) με έπεισε να μείνω. Για να είμαι ειλικρινής… δεν
το προσπάθησε και πολύ. Δεν ήθελα να κλειστώ στο άδειο σπίτι που θα είχε την
μυρωδιά του ανεπρόκοπου. Ήθελα να μείνω κάπου που ένιωθα περισσότερο ότι με
νοιάζονται.
Και δεν είχα άδικο… ιδίως μετά την επόμενη
απάντηση του.
«Θέλω να μου περιγράψεις τι φανταζόσουν» τι
του λες τώρα;
«Το θες πολύ μωρό μου;» η απάντηση μου.
«Ναι… σαν τρελός. Την ερχόμενη Δευτέρα θα
φύγω για Καλαμπάκα και θέλω να πάρω μαζί μου μια ανάμνηση σου» η μούντζα που
έριξα στο κινητό έφτανε; Μπαααα μάλλον όχι.
Δεν απάντησα αμέσως. Πραγματικά είχα
ξεπεράσει κάθε προσωπικό μου όριο. Ακριβώς γιατί ήξερα ότι στην Καλαμπάκα… από
δική του μαλακία… είχε κατά λάθος ξεσκεπάσει ότι ήταν η κόρη του αφεντικού του.
Που όοοολος τυχαίος, τον τελευταίο καιρό, δεν μίλαγε απλά γι’ αυτήν αλλά
παραμίλαγε. Και τον Δημήτρη τον ήξερα καλά… όπου υπήρχε καπνός σίγουρα από πίσω
υπήρχε και φωτιά. Απλά είχα την ελπίδα ότι ήταν απλό ενδιαφέρον. Αλλά πόσο απλό
πια; Είχε σημασία;
Δεν ήθελα να το σκέφτομαι… άλλα έλα που δεν
έλεγε να βγει και από το μυαλό μου. Και από πείσμα και μόνο ήθελα να τον κάνω
να τρελαθεί… να τον κάνω να δει τι χάνει… τι έχασε… γιατί όταν γυρίσει με το
καλό… τότε το μόνο που θα βρει είναι ένα άδειο σπίτι. Το είχα αποφασίσει. Δεν
υπήρχε πλέον επιστροφή.
Με μάτια θολά… πρησμένα από την κούραση… πήρα
μια βαθιά ανάσα και άνοιξα το μέσεντζερ… πάτησα την συνομιλία μας να ανοίξει
και πριν προλάβω να σκεφτώ τι κάνω και το μετανιώσω… άρχισα να γράφω.
«Οκ λοιπόν… αφού θες να μάθεις άκου
Μην πεις όμως μετά ότι δεν σε προειδοποίησα…
γιατί θα χύσεις… τον καφέ σου στο πληκτρολόγιο και ο λόγος;;;»
Τον είδα ότι κάτι πληκτρολογούσε αλλά πριν
προλάβει να πατήσει αποστολή… εγώ συνέχισα.
«Είναι αυτός….
Είχα τα μάτια μου κλειστά, το χέρι μου πάνω
στο κορμί μου να ταξιδεύει. Πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα έβλεπα…
Το απέραντο γαλάζιο…
Τα κύματα έσκαγαν πάνω στα ξυπόλυτα πόδια
μου…
Τα δάχτυλα μου μυρμήγκιαζαν, σχεδόν ένιωθα να
γαργαλιούνται…
Και οι αισθήσεις μου παίρνανε φωτιά…
Η γλώσσα μου αχόρταγη… πέρναγε ξανά και ξανά…
αργά… πολύ αργά… πάνω από την στρογγυλή κορυφή που άφηνε στο πέρασμα της
λαχταριστή βανίλια να απλώνεται επάνω της… και το κορμί μου αντιδρούσε…
Ανατρίχιαζε από το παγωμένο γλυκό που έτρεχε
πάνω στο χέρι μου, κατρακυλούσε πιο χαμηλά και κατέληγε να στάζει στα γυμνά μου
μπούτια…
Πόσο θα ήθελα αυτό το υγρό να ήταν τα χύσια
σου αντί για ένα συνηθισμένο παγωτό!!!»
======================================================================
Πριν συνεχίσω τον είδα να πληκτρολογεί… αλλά
για άλλη μια φορά συνέχισα πριν προλάβει να γράψει κάτι… δεν ήθελα να διαβάσω
κάποιο του μήνυμα γιατί ήξερα ότι θα με ξενέρωνε και θα με έκοβε και εγώ ήθελα
να το φτάσω μέχρι το τέρμα… να τον αποτελειώσω. Του το χρωστούσα.
======================================================================
«Πριν προλάβω να ολοκληρώσω την σκέψη μου η
φωνή σου έφτασε στα αυτιά μου…
Η επιθυμία σας είναι για μένα διαταγή!!!...
Σε άκουσα να λες και μόλις άνοιξα τα μάτια…
το υπέρτατο, ανυπέρβλητο χαρισματικό σου εγώ … ήρθε και αντικατέστησε το φτηνιάρικο
πυραυλάκι…
Δεν άντεξα την φωτιά που ένιωσα να ξεσπά μέσα
στα στήθια μου και με μιας…
Το χέρι μου κατηφόρισε προς το ζεστό μου
μουνάκι…
Το σεντόνι είχε ήδη μουσκέψει αλλά δεν με
ένοιαζε…
Ήθελα να τελειώσω… να χύσω… να ξεσπάσω όλη
την καταπιεσμένη μου φλόγα πάνω στα σεντόνια… ενώ εσύ…
Μπροστά μου έστεκες γυμνός… έτοιμος… με τον
καυλιάρι σου να πάλετε σε κάθε μου βλέμμα…
Το χέρι μου απλώθηκε μπροστά ενστικτωδώς… το
μουνάκι μου αυτόματα συσπάστηκε ήταν έτοιμο… αλλά εγώ ήθελα κι άλλο… λίγο
ακόμα….
Η γλώσσα μου ανυπόμονη βγήκε από το στόμα μου
ψάχνοντας…
Το καυλί σου….
Μα δεν ήταν εκεί….
Το χέρι μου έψαχνε να γεμίσει το κενό… που
ήθελε μόνο το δικό σου όργανο να το γεμίσει…
Να το κάνει να ουρλιάξει… από ηδονή…
Να το κάνει να σφιχτεί… κι άλλο… κι άλλο..
πιο δυνατά… γύρω σου…
Ενώ άκουγα την λαχανιασμένη σου φωνή σου να ουρλιάζει
μες τ’ αυτιά μου….»
===============================================================
Πριν προλάβω να συνεχίσω έφτασε η δική του
απάντηση…
«Δώστα μου μωρό μου… δώστα όλα…»
Και χωρίς να το σκεφτώ… συνέχισα το παιχνίδι
ενώ πιάστηκα από τα δικά του λόγια.
«Και εγώ… υπάκουα…
Πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα…
Κάνοντας την δική σου επιθυμία, διαταγή…
Άρπαξα μέσα στις χούφτες μου το καυτό σου
όργανο και άρχισα να το ρουφαώ…
Ξανά και ξανά…
Αχόρταγα…
Λυσσασμένα…
Δυνατά…
Μέχρι που τα δάχτυλά μου έγιναν μούσκεμα….
Από τα καυτά μου υγρά….
Ακριβώς την στιγμή που…
Τα δικά σου χύσια ήρθαν και πλημύριζαν τον
ουρανίσκο μου, τις αισθήσεις μου…
Όλα δικά σου μωρό μου… φώναξα… και σου τα
έδωσα… όλα… την ίδια στιγμή που…
Τα κατάπια.» απάντηση καμία.
Τέρμα εξαντλημένη… μειωμένη… και ηττημένη…
έσβησα το τσιγάρο μου και τράβηξα με βαριά βήματα να πάω στο παλιό μου δωμάτιο.
Σε αυτό που είχα σκοπό να εγκατασταθώ μέχρι να βρω κάτι δικό μου και να αρχίσω
την ζωή μου ξανά από την αρχή. Δεν πρόλαβα. Το κουδούνι που άρχισε να χτυπάει
με μανία έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει ξέφρενα.
«Άνοιξε την ριμάδα την πόρτα πριν την
γκρεμίσω ΤΩΡΑ!!!» άκουσα μια αλλοιωμένη από οργή φωνή και η καρδιά μου
σταμάτησε απότομα.
«Δημήτρη;» αναρωτήθηκα φωναχτά και με ελπίδα
έτρεξα στο παράθυρο μου για να κοιτάξω προς την αυλόπορτα.
Δεν ήταν ο Δημήτρης… ήσουν εσύ. Πιο έξαλλος
από ποτέ να με κοιτάς στα μάτια με τέτοια οργή που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά
στην ζωή μου.
«Στέργιε;» πραγματικά με τα βίας μπορούσα να
πιστέψω αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου.
«Κατέβα… κάτω… ΤΩΡΑ» μα το θεό το ορκίζομαι…
έβγαζε αφρούς από το στόμα του.
«Στέργιε… τι έπαθες; Τι συμβαίνει;»
πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε προκαλέσει την συγκεκριμένη σου
συμπεριφορά.
«Θες να σου απαντήσω από εδώ; Και να ακούσει
όλη η γειτονιά;» ρώτησε με εμφανή απειλή ενώ μου έδειχνε για κάποιον λόγο την
οθόνη του κινητού του. Από περιέργεια άνοιξα και την δική μου οθόνη του κινητού
και βρήκα ένα μήνυμα στο μένσεντζερ… ήταν από εσένα.
«Αν δεν έχεις σκοπό να ολοκληρώσεις αυτό που
άρχισες… αυτήν την φορά δεν θα με σταματήσει τίποτα… αυτή την φορά θα σε
απαγάγω και δεν θα σε αφήσω να γυρίσεις ποτέ πίσω ξανά» τον κοίταξα στα μάτια
σοκαρισμένη. Το μήνυμα που έγραφα τόση ώρα στον Δημήτρη το είχες λάβει εσύ… πως
στο καλό την πάτησα έτσι;
«Στέργιε… να σου εξηγήσω» προσπάθησα αλλά δεν
άκουγε κουβέντα.
Βάζοντας το χέρι του στο χερούλι άνοιξε την
πόρτα και μπήκε μέσα στην είσοδο. Δεν θα έφευγε αν δεν του άνοιγα… ή αν δεν
έσπαγε πράγματι την πόρτα. Ήταν ικανός για κάτι τέτοιο;
«Τι έγινε; Ποιος φωνάζει;» η φωνή της μητέρας
μου με επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Τίποτα μανούλα… μια παρεξήγηση είναι… θα την
πάω να την λύσω αμέσως» της είπα και πριν προλάβει να με ρωτήσει άλλα… έφυγα
σαν σίφουνας.
Την στιγμή που άνοιξα την πόρτα, δεν πρόλαβα
να κάνω πολλά. Το χέρι σου με μιας, γράπωσε τον αυχένα σου και τα χείλια σου,
χωρίς να μου δίνουν το δικαίωμα να διαμαρτυρηθώ, κατέκτησαν τα δικά μου. Ήταν
ήδη δικά σου. Απλά εκείνη την στιγμή έπαιρνες την επιβεβαίωση σου. Μόλις έμεινα
από ανάσα… το κεφάλι μου πριν το καταλάβω βρέθηκε να κρέμεται ανάποδα στην
πλάτη σου. Δεν ήταν απλά μια απειλή… είχες έρθει για να το κάνεις πράξη… με
απήγαγες.
«Που πας την κόρη μου;» άκουσα την μητέρα μου
να ουρλιάζει από το μπαλκόνι ενώ πάλευα να καταφέρω να μην ζαλιστώ από το
τράνταγμα στο κεφάλι και την πίεση της κοιλιάς μου πάνω στον κόκαλό σου… έτσι
όπως με είχες φορτώσει στον ώμο σου σαν κατσίκι.
«Μην ανησυχείς κυρία Μαρία… και η κόρη σου θα
γνωρίσει σύντομα την Ευτυχία»….
==========================================================================
«Εεεεε μαμάααα… θα μου πεις επιτέλους; »
άκουσα την φωνή της κόρης μου να μου φωνάζει κάπου κοντά στ’ αυτιά μου αλλά το
μυαλό μου ακόμα ήταν πολύ μακριά για να καταφέρω να αντιδράσω.
«Βρε γιαγιά μπορείς τουλάχιστον να μου πεις
εσύ;» γκρίνιαξε στην πεθερά μου που μόλις είχε μπει και είχε αφήσει στον πάγκο
της κουζίνας ένα καλάθι με λεμόνια και πορτοκάλια από τον κήπο της.
Η ματιά της όλο νόημα κοίταξε προς την δική
μου ματιά. Τα χείλια μας ταυτόχρονα σχημάτισαν ένα πονηρό χαμόγελο αλλά καμία
από τις δύο μας δεν τόλμησε να μιλήσει.
«Αν περιμένεις μέχρι το βράδυ… θα πω στον
μπαμπά να σου την διηγηθεί εκείνος… από την δική του οπτική γωνία είναι πάντα
πιο ξεκαρδιστική αυτή η ιστορία».
Τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου