Ετικέτες

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Τα παιχνίδια των θεών "3. Παραισθήσεις και πραγματικότητα"




             


«Μην τα παρατάς μικρό μου κορίτσι, έχεις την δύναμη να παλέψεις» άκουγα την φωνή του να με παρακαλά αλλά δεν είχα την δύναμη να τον ακούσω άλλο.
            «Λυπάμαι τόσο πολύ» πάλεψα να πω αλλά το πνεύμα μου ήταν πολύ μακριά για να μπορέσει να ανταποκριθεί το σώμα.

~*~*~*~*~

          «Ποιος σου το έκανε αυτό;... Ποιος περιποιήθηκε τις πληγές σου;... Ποιο είναι το όνομα του» άκουγα μια άλλη φωνή τόσο βροντερή που έκανε τα αυτιά μου να πονάνε καθώς ένιωθα να με ταρακουνά.
          «Κανένας» τα χείλια μου πρόφεραν αδύναμα ενώ τα μάτια μου δάκρυζαν.
          «Ποιος;... Ποιος;... Ποιος;» τον άκουγα να επιμένει και το μυαλό μου μούδιασε.
          «Ο κανένας» επέμενα εγώ με παράπονο. «Ο κανένας»

~*~*~*~*~

            «Υποσχέσου μου ότι δεν θα τα παρατήσεις, είσαι δυνατή, μπορείς να καταφέρεις!» άκουγα ξανά την φωνή του να με παρακαλεί και η καρδιά μου ένιωσα να φτερουγίζει κάτω από το ζεστό του άγγιγμα. Το σώμα μου να φλέγεται κάτω από τα καυτά του φιλιά πάνω στο πρόσωπο μου και την ανάσα μου, χωρίς ρυθμό, να παλεύει να νιώσει την δική του ανάσα.
            «Γιατί;» ρώτησα με παράπονο και η ζεστή του αγκαλιά ήρθε πάλι λυτρωτική να μου προσφέρει την ασφάλεια που τόσο είχα ανάγκη.
            «Για να μπορέσεις να βρεις έναν τρόπο να φύγεις από εδώ. Δεν σου αξίζει αυτή η ζωή. Πάλεψε, είσαι μαχήτρια, θα τα καταφέρεις».
            «Γιατί;» επανέλαβα με περισσότερο πείσμα.
            «Γιατί μια μαχήτρια δεν τα παρατάει ποτέ. Σου έλειπε μόνο το κίνητρο για να συνεχίζεις να παλεύεις, τώρα έχεις ένα. Να παλέψεις για την ελευθερία σου, να βρεις την ευτυχία! Την ευτυχία που σου αξίζει! Την ευτυχία που σου στέρησαν».
            Τα λόγια του σαν βάλσαμο μαλάκωναν την καρδιά μου όμως δεν ήμουν σίγουρη αν το ήθελα πια.

~*~*~*~*~

          «Όλα τελείωσαν, θα γίνεις καλά» άκουσα μια γυναικεία φωνή να μου λέει και τα μάτια μου πετάρισαν, άνοιξαν και τότε την είδα.
          «Ταμπηθά;» ρώτησα με ελπίδα.
          «Θα γίνεις καλά» επανέλαβε αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα.
          «Ταμπηθά!» επαναλάμβανα το όνομα της ξανά και ξανά. «Πάρε με μαζί σου» παρακάλαγα με παράπονο αλλά τα χέρια της ποτέ δεν μου πρόσφεραν την αγκαλιά που τόσο είχα ανάγκη.

~*~*~*~*~

          «Άρχοντα μου» άκουσα την ίδια γυναικεία φωνή να λέει και το θρόισμα του φορέματος της με έκανε να καταλάβω ότι έκανε μια βαθιά υπόκλιση.
          «Συνήλθε;» άκουσα την βροντερή εκείνη φωνή που με βασάνιζε να του πω ένα όνομα. Το όνομα εκείνου που με είχε σώσει.
          «Όχι άρχοντα μου αλλά δεν θα αργήσει» του απάντησε η γυναικεία φωνή και η καρδιά μου ένιωθα να βουλιάζει μέσα μου απαρηγόρητη.
          «Είπε τίποτα άλλο;» συνέχισε ο άρχοντας πιο επιτακτικά, σχεδόν νευριασμένα.
          «Με φώναζε Ταμπηθά, άρχοντα μου και μου ζήταγε να την πάρω μαζί μου».
          «Τίποτα άλλο;» ρώταγε τώρα ο άρχοντας πιο ανυπόμονα.
          «Και άλλο ένα» επιβεβαίωσε η γυναίκα με δισταγμό κάνοντας μια παύση.
«Το δικό σας άρχοντα μου» συνέχισε και ένιωσα την καρδιά μου να σταματά.
‘Θόρθαντερ; Μπορεί αυτός που αποκαλεί άρχοντα να είναι ο Θόρθαντερ;’ Αναρωτήθηκα για μια στιγμή και η φωνή του που ήρθε στα αυτιά μου τώρα πιο ξεκάθαρη μου το επιβεβαίωσε.
«Τίποτα άλλο;» συνέχισε εκείνος.
«Τίποτα άρχοντα μου» επιβεβαίωσε εκείνη και έπεσαν για λίγο στην σιωπή.
«Μόλις συνέλθει να έρθεις αμέσως να με ενημερώσεις» διέταξε και ένιωσα τον αέρα να ταράζεται καθώς το κορμί του βρέθηκε σε κίνηση με τα βήματα του να αντηχούν δυνατά πάνω στην ξύλινη επιφάνεια που αγκομαχούσε κάτω από το βάρος του.
«Όπως επιθυμείτε άρχοντα μου» πρόλαβε να πει η γυναίκα που – λογικά – με φρόντιζε και η πόρτα έκλεισε δυνατά, τόσο δυνατά που έκανε μέχρι και την κλειδαριά να αναπηδήσει.

Η σιωπή που απλώθηκε με βοήθησε να βρω ξανά την αυτοκυριαρχία μου. Περίμενα και μόλις άκουσα την πόρτα για δεύτερη φορά να κλείνει άνοιξα τα μάτια και πήρα μια ανάσα. Κοίταξα γύρω μου και μόλις βεβαιώθηκα ότι δεν ήταν κανείς μέσα στο δωμάτιο ανασηκώθηκα κρατώντας σφιχτά πάνω στο γυμνό μου κορμί το σεντόνι μου σαν ασπίδα.
Το δωμάτιο όχι μόνο ήταν τελείως άδειο αλλά και παντελώς άγνωστο στα μάτια μου. Οι πέτρινοι τοίχοι, τα χρυσά παράθυρα που στέλνανε ακτίνες φωτός σχηματίζοντας ουράνια τόξα στο άγγιγμα του ήλιου και χάιδευαν τα χρυσά κάγκελα που υπήρχαν πίσω από τα παράθυρα, δεν έμοιαζαν με το απρόσιτο και μουντό μου δωμάτιο αλλά ούτε και με τα δωμάτια της φροντίδας όπου είχα νοσηλευτεί πριν για να μου κλείσουν τις πληγές μου. Αυτό το δωμάτιο, ήμουν περισσότερο από σίγουρη, ότι δεν άνηκε στο ‘σπίτι’ όπου είχα περάσει τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής μου αλλά ούτε και στο ‘σπίτι’ όπου διέμενα τον τελευταίο χρόνο. Ήταν κάτι άλλο.
Παρόλο που ήταν λιτό και άδειο ήταν τόσο εντυπωσιακό. Το κρεβάτι ήταν όλο φτιαγμένο από ατόφιο χρυσάφι ενώ τα σεντόνια που ακουμπούσαν το κορμί μου από μετάξι. Το μοναδικό αντικείμενο που υπήρχε στον χώρο ήταν ένα μικρό τραπέζι που χώραγε απάνω του με δυσκολία έναν δίσκο σερβιρίσματος αλλά ακόμα και αυτό ήταν τόσο διαφορετικό. Είχε χρυσά ανάγλυφα πόδια και μαρμάρινη επιφάνεια όλη σκαλιστή σαν ένα έργο τέχνης.
‘Που βρίσκομαι;’ Ήταν η πρώτη σκέψη που έκανα αλλά μόλις η ματιά μου έπεσε πάνω στο τόξο μου που ήταν ακουμπισμένο στο κάτω μέρος του κρεβατιού, αμέσως οι σκέψεις μου λοξοδρόμησαν και αναμνήσεις άρχισαν να ξεπηδούν αφοπλίζοντας με.

«Πες μου το όνομα του» ο άρχοντας μου, επιτακτικά, μου επέβαλε να του πω καθώς τα χέρια του σχεδόν τρύπαγαν την σάρκα των μπράτσων μου.
«Δεν ήταν κανένας» αναφώνησα νιώθοντας πια ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να με πιστέψει.
«Κανένας!» χλεύασε και αφήνοντας το κορμί μου να πέσει ξανά στο απαλό στρώμα γύρισε την πλάτη του και έμεινε για λίγο εκεί. «Κανένας!» επανέλαβε με απογοήτευση. «Και αυτό;» συνέχισε πιο νευριασμένα δείχνοντας μου το τόξο και τα βέλη που τώρα κρατούσε μέσα στο ένα του χέρι. «Ο κανένας σου το έφερε;» τον άκουσα να λέει και δεν ήξερα τι να πω ή τι να σκεφτώ.
«Το τόξο μου!!!» είπα συγκινημένη απλώνοντας το χέρι μου για να αγγίξω τον μοναδικό μου φίλο με ευλάβεια νιώθοντας τα μάτια μου να βουρκώνουν αλλά δεν τους επέτρεψα να με προδώσουν.
«Ποιος ήταν Τάιρα; Μπορείς να τον περιγράψεις;» ρώτησε τώρα πιο ήρεμα αλλά εγώ δεν τον άκουγα. Με την ματιά μου καρφωμένη ακόμα πάνω στο τόξο μου απλά άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του.
«Όποιος και να ήταν, θα του το χρωστάω για πάντα» ήταν τα τελευταία μου λόγια και με την καρδιά μου γεμάτη από ευτυχία τα μάτια μου έκλεισαν για άλλη μια φορά.

Τα όνειρα μου, μετά από εκείνη την ανάμνηση, άλλαξαν, έγιναν πιο ζωντανά σε σημείο να μην μπορώ να αναγνωρίσω ποια από αυτά ήταν αληθινά και ποια όχι. Δεν με ένοιαζε πια καθώς τώρα ήμουν σίγουρη ότι όποιος και να ήταν, αυτός ο άγνωστος, είχε αψηφήσει τα πάντα και είχε έρθει εδώ, κοντά μου για να βεβαιωθεί ότι θα ακούσω το θέλημα του και εγώ απλά τον είχα υπακούσει.

Η πόρτα άνοιξε διάπλατα με ένα δυνατό κρότο και το κεφάλι μου, με το χέρι μου να ακουμπά ακόμα το τόξο μου και όλες μου τις αισθήσεις να είναι σε επιφυλακή, γύρισε να αντικρίσει τον νεοφερμένο.
«Άρχοντα μου» προσφώνησα αφήνοντας από το κράτημα μου το τόξο και γέρνοντας το κεφάλι μου προς τα κάτω σαν ένδειξη υποταγής.
Το χέρι μου αυτόματα έσφιξε το σεντόνι περισσότερο απάνω μου με ένα αίσθημα ντροπής για το εκτεθειμένο μου σώμα μπροστά στο αετίσιο του βλέμμα που ένιωθα να με τρυπά με δύναμη.
Δεν απάντησε. Έκλεισε, κλείδωσε την πόρτα και άρχισε να με πλησιάζει. Αργά, βασανιστικά κάνοντας το κορμί μου να σφίγγεται όλο και πιο πολύ. ‘Ποια θα ήταν άραγε η τιμωρία μου;’ αναρωτήθηκα για μια στιγμή άλλα μόλις τον ένιωσα να κάθετε δίπλα μου, τόσο κοντά μου που μπορούσα να νιώσω την καυτή του αύρα να καίει το δέρμα μου, ένιωσα την καρδιά μου να επιταχύνετε. ‘Τι θέλει από μένα;’
«Καλωσόρισες» τον άκουσα να λέει τρυφερά, σχεδόν ψιθυριστά με την ανάσα του να χαϊδεύει το πρόσωπο μου ενώ το χέρι του ακούμπησε πάνω στο μάγουλο μου ανασηκώνοντας το πρόσωπο μου για να τον αντικρίσω στα μάτια.
Δεν ήξερα τι να πω ή πως να ανταποκριθώ σε αυτό του το άγγιγμα. Το περίμενα τόσο καιρό και τώρα που ήρθε...
«Πόσα θυμάσαι;» ρώτησε μόλις κατάλαβε ότι δεν είχα σκοπό να πω κάτι και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Δεν είμαι σίγουρη, άρχοντα μου» είπα με ειλικρίνεια και εκείνος συναίνεσε με κατανόηση.
 «Ίσως είναι νωρίς ακόμα» ψιθύρισε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε μένα με τον αντίχειρα του να χαϊδεύει απαλά το μάγουλο μου και την ματιά του να έχει απορροφηθεί πάνω στην κίνηση του χεριού του. Η καρδιά μου ταλαντεύτηκε, η ανάσα μου άρχισε να βγαίνει ακανόνιστη αλλά το μυαλό μου το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να συγκρίνει αυτό το άγγιγμα με εκείνο το άλλο άγγιγμα που είχε χαραχτεί βαθιά μέσα στην μνήμη μου. Εκείνο το άγγιγμα που ξύπναγε όλες μου τις αισθήσεις, που με είχε φέρει ξανά πίσω από τον ίδιο τον θάνατο.
Δεν μπορούσε να συγκριθεί. Αυτό το άγγιγμα μου θύμιζε την σκληρότητα του πολέμου ενώ εκείνο την ασφάλεια και την ζεστασιά που πρόσφερε απλόχερα η αγάπη κάποιου όπου νοιαζόταν.
 Όχι ο Θόρθαντερ δεν νοιαζόταν. Δεν ήξερα καν γιατί τώρα διάλεξε να μου προσφέρει αυτό το άγγιγμα, ίσως για να μπορέσει να με ξελογιάσει ώστε να του πω τα πάντα; Το πιο πιθανόν.
«Πως νιώθεις;» ρώτησε και με το σθένος ενός γνήσιου πολεμιστή απάντησα.
 «Έτοιμη να υπακούσω τις προσταγές σας, άρχοντα μου» δήλωσα χωρίς δισταγμό και είδα την ματιά του για λίγο να σκοτεινιάζει.
Οι γκριζογάλανες χάντρες του που τώρα κοίταζαν ευθεία μέσα στα μάτια μου αδιαπέραστα, σκούριναν. Χωρίς να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του, τράβηξε το χέρι του απότομα από το πρόσωπο μου σαν να τον είχε κάψει, ισιώνοντας το κορμί του πριν μιλήσει. Ο λόγος του σκληρός, απόλυτος, έκφρασε την επιθυμία του όπως θα την εξέφραζε σε έναν οποιονδήποτε άλλο στρατιώτη του.
«Δεκαπέντε μέρες ανάπαυσης είναι υπεραρκετές για έναν απλό τοξοβόλο» έφτυσε σκληρά. «Από αύριο γυρίζεις και πάλι στα καθήκοντα σου» συμπλήρωσε την εντολή του και με αυτά τα λόγια άρχισε να φεύγει.
Τα λόγια του μαχαίρια τρύπησαν την ψυχή μου μα το σώμα μου δεν αντέδρασε ήξερα πια την δύναμη του.
«Όπως επιθυμείτε, άρχοντα μου» είπα κρύβοντας επιμελώς όλα τα ανάμεικτα συναισθήματα που μου είχε προκαλέσει η σημερινή του συμπεριφορά αλλά δεν τον ξεγέλασα.
Το βήμα του σταμάτησε, τα χέρια του σχημάτισαν γροθιές και οι μύες πάνω στα εκτεθειμένα του χέρια άρχισα να πάλλονται τόσο πολύ που μέχρι και τα παράθυρα έτριξαν κάτω από τον ηλεκτρισμό που δημιουργούσε η θυμωμένη του αύρα. Γύρισε, με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και εγώ του ανταπέδωσα το βλέμμα του σταθερά και αλύγιστα έτσι ακριβώς όπως θα άρμοζε σε μια μαχήτρια σαν και εμένα.
«Μόνη σου επέλεξες αυτήν την μοίρα» ξέσπασε με την ματιά του να πετάει σπίθες.
«Εσύ και μόνο εσύ επέλεξες αυτός ο πόλεμος να γίνει δικός σου» συνέχιζε καθώς τώρα με πλησίαζε ξανά με ένα θυμωμένο βλέμμα που έκανε όλα τα μέσα μου να τρομοκρατηθούν.
Δεν αντέδρασα, δεν βλεφάρισα καν, παρέμεινα εκεί, ακίνητη περιμένοντας το ξέσπασμα του να ολοκληρωθεί.
«Θα μπορούσες να τα είχες όλα» συμπλήρωσε με πάθος πιο ήρεμα τώρα καθώς καθόταν ξανά δίπλα μου.
«Όλα» επανέλαβε σχεδόν ικετευτικά ενώ με άγγιζε ξανά.
Τρυφερά, ανεπαίσθητα, σαν να ήμουν από πορσελάνη που θα μπορούσε να σπάσει κάτω από το ατσαλένιο του κράτημα. Κοιτώντας -  με την σκέψη του να  βρίσκετε κάπου μακριά σε απάτητα για μένα μονοπάτια - τα χείλια μου, που τα ακροδάχτυλα του τώρα ακουμπούσαν.
«Όλα! Αλλά εσύ...» έσμιξε τα χείλια τόσο που σχημάτισαν μια ίσια γραμμή και σιώπησε, τα φρύδια του σχημάτισαν ένα ίσιο τόξο και η ανάσα του για πρώτη φορά χάθηκε μακριά.
«Με όλον τον σεβασμό, άρχοντα μου, αλλά εγώ γεννήθηκα μαχήτρια…» είπα με όλη την δύναμη της ψυχής μου και τα μάτια του, νευριασμένα, συνάντησαν και πάλι τα δικά μου.
«…όχι ερωμένη» συνέχισα με περισσότερο σθένος και καθώς το χέρι μου απομάκρυνε το δικό του χέρι συνέχισα με περισσότερη αποφασιστικότητα.
«Και σαν μαχήτρια που είμαι, προτιμώ χίλιες φορές να γευτώ το θάνατο σε μια μάχη παρά να ζήσω έστω και για μια μέρα μέσα σε μια φυλακή σαν μια ακόμα παλλακίδα περιμένοντας το πότε ο άρχοντας μου θα καταδεχτεί να μου ρίξει έστω και μια ματιά».
Ήταν βαριά προσβολή, το ήξερα, όμως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να σταματήσω τον εαυτό μου ώστε να μην την εκφράσω δυνατά αυτό που πραγματικά πίστευα.
Δεν είπε τίποτα. Τα μάτια του καρφωμένα μέσα στα δικά μου με κοίταζαν με ένα βλέμμα που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω. Ήταν φανερό ότι τον είχα προσβάλει, ότι του είχα πατήσει τον εγωισμό αλλά εκείνος, αμίλητος, ακίνητος, κοιτώντας με ακόμα δεν αντιδρούσε. Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό; Δεν γνώριζα αλλά ίσως και να μην μάθαινα και ποτέ.
«Σε μία ώρα ξεκινάμε για το  Άσγκαρντ*, να είσαι έτοιμη» είπε μόνο και αφού σηκώθηκε σαν ελατήριο χωρίς να περιμένει απάντηση έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω του αφήνοντας με μόνη να κοιτώ την πλάτη του αποσβολωμένη.

*σ.σ. Στη σκανδιναβική μυθολογία το Σύμπαν αποτελείται από τρία επίπεδα που χωρίζονται το καθένα σε άλλα τρία, δίνοντας συνολικά εννέα «κόσμους». Ο καθένας συγκρατείται στη θέση του από ένα κλαδί του Ύγκντρασιλ, του Παγκόσμιου Δένδρου. Τα τρία βασικά επίπεδα είναι το Χελ, το Μίντγκαρντ και το Άσγκαρντ,
«Άσκαρντ»… είναι η κατοικία των θεών, των Εσίρ, στη Σκανδιναβική μυθολογία.


Άσγκαρντ 2030

Δύο χρόνια μετά και ακόμα δεν είχα γευτεί την οργή του άρχοντα μου ούτε όμως και κανένα άλλο του βλέμμα. Με άφησε να επιλέξω την μοίρα μου, με έβαλε από την ίδια κιόλας ώρα ξανά στην μάχη και με άφησε να γευτώ την κόλαση σε όλο της το μεγαλείο. Χωρίς καμία άλλη λέξη, χωρίς καμία άλλη ποινή. Ίσως η ποινή μου ήταν ο ίδιος ο πόλεμος αλλά τώρα πια δεν με ένοιαζε γιατί, για μένα, αυτός ο πόλεμος είχε πια ένα σκοπό, τον μοναδικό σκοπό που χρειαζόμουν για να συνεχίζω να μάχομαι με περισσότερη πυγμή.
            «Σου έλειπε μόνο το κίνητρο για να συνεχίζεις να παλεύεις, τώρα έχεις ένα. Να παλέψεις για την ελευθερία σου, να βρεις την ευτυχία! Την ευτυχία που σου αξίζει»
Με αυτά τα λόγια να ηχούν ακόμα στα αυτιά μου, η θέληση μου κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο δυνατή πιο αποφασιστική. Ναι είχε δίκιο, μου έλειπε μόνο το κίνητρο για να συνεχίσω και αυτό ήταν ένα: Να εκείνος. Θα έκανα τα πάντα για να τον βρω ώστε να τον ευχαριστήσω, γιατί μου είχε σώσει την ζωή με χίλιους δύο τρόπους.
Με έβγαλε από το λήθαργο και μου έδωσε φτερά για να πετάξω, να πετάξω μακριά από όλη αυτήν την σκληρή πραγματικότητα που μου κατέστρεφε το σώμα αλλά όχι πλέον την ψυχή γιατί τώρα η ψυχή μου είχε βρει πια τον δρόμο της και ήξερε ποιος ήταν. Ήταν ο δρόμος προς την ελευθερία, ο δρόμος προς την ευτυχία και δεν θα σταμάταγε ποτέ μέχρι να τον βρει.
         
          Δύο χρόνια πάλευα σκληρά και έψαχνα. Σε κάθε πρόσωπο που πέρναγε από μπροστά μου σε κάθε πρόσωπο που υπήρχε στην μάχη. Σε κάθε πρόσωπο που βρισκόταν μέσα στο ‘σπίτι’ αλλά δεν ήταν πουθενά και η απογοήτευση μου μέρα με την ημέρα αυξανόταν αλλά η καρδιά μου δεν τα παράταγε. Θα τον έβρισκα ο κόσμος να χαλούσε, κάπου θα τον έβρισκα ξανά και θα είχα την ευκαιρία μου αλλά αυτή η μέρα δεν ερχόταν.
          Αφού προσπάθησα να τον βρω μέσα στα πρόσωπα των συμμάχων μου, σε μια μάχη, σκέφτηκα να τον ψάξω στα πρόσωπα των αντιπάλων αλλά και εκεί δεν είχα καλύτερη τύχη. Η θέση που είχα ήταν τόσο πίσω που δεν είχα καμία ελπίδα να καταφέρω να δω πολλούς και όσους έβλεπα ήταν μόνο πάνω στην μάχη, ματωμένους και εξαθλιωμένους από τον πόνο και την αγριότητα που μόλις είχαν βιώσει. Δεν ήταν ούτε και εκεί και δεν ήξερα τι άλλο να κάνω μέχρι που πήρα την απόφαση να προσπαθήσω περισσότερο.      
          Μέσα από τις αναμνήσεις μου, τα ρούχα του ήταν απλά, δεν φόραγε καν στολή όπως φόραγαν οι ανώτεροι μας, δεν είχε καν το διακριτικό χρώμα φορούσαμε όλοι μας. Δεν ήξερα σε ποια παράταξη άνηκε, ούτε αν είχε κάποιον βαθμό αλλά όσο πέρναγε ο καιρός όλα και κάτι μέσα μου με έκανε να πιστεύω ότι δεν θα τον έβρισκα στα κατώτερα στρώματα όπως ήμουν εγώ και έτσι με περίσσιο πείσμα άρχισα να ανεβαίνω.
          Πάλευα σκληρά, έδινα όλη μου την ψυχή και δύο χρόνια μετά τα είχα καταφέρει. Η γενναιότητα, η αποφασιστικότητα, η αποτελεσματικότητα και το κουράγιο μου ήταν αρκετά για να με ανεβάσουν μέχρι την φρουρά του βασιλιά. Από αύριο κιόλας θα πολέμαγα στην πρώτη γραμμή, θα ήμουν μια από τις πιο βασικές πολεμίστριες δίπλα στον ίδιο μου το βασιλιά και αυτό με έκανε πιο περήφανη από ποτέ για τον ίδιο τον εαυτό μου.

Λίγες μέρες πριν γίνω δεκαοκτώ, λίγες μέρες πριν ενηλικιωθώ, έπαιρνα στα χέρια μου τον μοναδικό μου φίλο, το τόξο μου και ταξίδευα προς το παλάτι με ένα υπέροχο μαύρο άτι.


Με τις οπλές του αλόγου να βυθίζονταν στο υγρό χώμα, ένα μελωδικό μουρμουρητό από βαριές φωνές έκανε τα μάτια μου να ψάξουν για τους ανθρώπους, που όπως φαινόταν, εκείνη την ώρα διάλεξαν να ξεκινήσουν το τραγούδι τους.

«Far over the Misty Mountains cold
To dungeons deep and caverns old
We must away, ere break of day
To find our long forgotten gold

The pines were roaring on the heights
The wind were moaning in the night
The fire was red, it flaming spread
The trees like torches blazed with light»

Όταν τα μάτια μου προσαρμοστήκαν με το τοπίο ασυναίσθητα έκανα το άλογο να σταματήσει τον βαρύ βηματισμό του. Η θέα που απλωνόταν μπροστά μου με καθήλωσε. Άνθρωποι μινιατούρες σκυμμένοι πάνω στην πέτρα, ακολουθούσαν τον ρυθμό του τραγουδιού που σιγομουρμούριζαν και δούλευαν χωρίς να σταματούν.
Δεν ήταν άνθρωποι, όχι κανονικοί, ήταν νάνοι βγαλμένοι μέσα από παραμύθια. Με κορμί αρκετά δυνατό αλλά κοντό. Χέρια που έστιβαν την πέτρα και χωρίς εργαλεία. Γενιάδες που συναγονίζονταν τα μακριά τους μαλλιά και φτάνανε μέχρι τα γόνατα τους. Η δουλειά τους σκληρή μα τα πρόσωπα τους νεανικά. Σαν μικρά παιδιά που τα είχες πάρει από την αγκαλιά της μητέρας τους και τα είχες αφήσει σε μια άγονη γη γεμάτη με λάσπη και πέτρες. Γεμάτοι ζωή ξανά και ξανά, σιγομουρμούριζαν το τραγούδι τους. Και κάθε φορά που ο στοίχος τους τελείωνε, ο πρώτος έδινε τον ρυθμό και το τραγουδούσαν από την αρχή. Τα μελένια μάτια του ενός αντάμωσαν τα δικά μου. Δεν υπήρχε συναίσθημα, υπήρχε καλοσύνη. Μια γλυκήτητα που με ξάφνιασε μέσα σε αυτόν τον αμύλικτο σκληρό κόσμο που εγώ είχα συνηθήσει. Η αξίνα του είχε μείνει μετέωρη στο χέρι του. Τα χείλια του με τα βίας κατάλαβα ότι μου χαμογελούσαν. Το κεφάλι του έγιρε σε μια υπόκληση. Μόνο το κεφάλι του, όχι το σώμα. Με καλοσόριζε. Ίσως στον δικό του κόσμο. Δεν ήξερα. Του το ανταπέδωσα και εγώ. 

«Μακριά πάνω από τα κρύα των Misty Mountains»

Άρχισε να λέει ξανά το τραγούδι τους αλλά με πιο δυνατή φωνή λες και ήθελε να κρατήσω τους στοίχους του βαθιά χαραγμένα μέσα μου.

«Τα βαθιά μπουντρούμια και τα παλιά σπήλαια»
Τόνισε κοιτώντας με έντονα στα μάτια σαν να προσπαθούσε με αυτό κάτι να μου πει.

«Πρέπει να φύγουμε μακριά, από της ημέρας το διάλειμμα»
Δεν ήθελε να σταματήσω για να κάνω διάλειμμα. Να σταματήσω όμως να κάνω τι;

«Για να βρούμε το ξεχασμένο μας χρυσό»
Για ποιον χρυσό μου μιλούσε;

«Τα πεύκα ήταν θορυβώδης στα ύψη»
Συνέχισε…

«Ο άνεμος ήταν γκρινιάρης μέσα στη νύχτα»
Τόνισε ξανά κοιτώντας μια συγκεκριμένη κορυφή ενός βουνού που μέχρι τώρα δεν είχα παρατηρήσει ότι υπήρχε.

«Η φωτιά ήταν κόκκινη, εξαπλώνονταν φλεγόμενη»
Έλεγε…

«Τα δέντρα σαν πυρσούς έλαμψαν με φως»
Ο στοίχος εκεί σταματά απότομα… και αρχίζει πάλι από την αρχή ενώ εκείνος ξαφνικά κόβει την οπτική μας επαφή για να συνεχίσει την δουλειά του. Προσπαθεί να σπάει την πέτρα που έχει μπροστά του με περισσότερο ζήλο. Και τότε η πέτρα σπάει στα δύο. Ένα περίεργο παγερό φως βγαίνει από μέσα της. Το κοιτάω σαν υπνωτισμένη. Το τραγούδι σταματά για άλλη μια φορά. Και το φως χάνετε. Οι νάνοι χάνονται και αυτοί από το οπτικό μου πεδίο ενώ εγώ μένω να κοιτάω γύρω μου σαν τρελή για να καταλάβω… τελικά όλο αυτό ήταν πραγματικό ή μια οφθαλμαπάτη;
Δεν ήξερα… 

Φτάνοντας στο παλάτι τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Τα κτήρια εδώ ήταν όλα χρυσά αλλά αυτό που σε τράβαγε περισσότερο να κοιτάξεις ήταν το παλάτι που δέσποζε στην μέση της πόλης. Ψηλό σαν μια πυραμίδα, με ολόχρυσες κολόνες να δημιουργούν περίτεχνες ηλιαχτίδες που σε έκαναν να πιστεύεις ότι αγγίζουν τον ουρανό.
Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν ο ίδιος ο ουρανός. Ήταν τόσο φωτεινός με τα κοραλλένια του σύννεφα να αγκαλιάζουν την κορυφή του παλατιού και στα αριστερά του να αχνό φαίνονται δύο πλανήτες σαν φεγγάρια. Τους έβλεπα όλα αυτά τα χρόνια αλλά δεν ρώτησα ποτέ να μάθω ποιοι ήταν. Σήμερα όμως, πιο πολύ από όλες τις άλλες φορές, μου κινούσαν ακόμα περισσότερο την περιέργεια μου.
Ποιο να ήταν αυτό το περίεργο μέρος; Θα μάθαινα άραγε ποτέ;

Φτάνοντας στο παλάτι όλα γίνανε γρήγορα. Μόλις ανακοίνωσα το όνομα μου στον φρουρό που με σταμάτησε στην είσοδο του παλατιού, πήραν το άλογο μου και με οδήγησαν ευθύς αμέσως στον κοιτώνα μου. Εκεί με ενημέρωσαν ότι θα έπρεπε να αλλάξω αμέσως και να φορέσω την πανοπλία μου που θα φορούσα από εδώ και πέρα και μόλις υπάκουσα με οδήγησαν στην αίθουσα του θρόνου.
Αν με την άφιξη μου στην πόλη μου άνοιξαν τα μάτια διάπλατα από την έκπληξη, τώρα, βλέποντας την αίθουσα του θρόνου, μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα.

Αν είχα κάποια αμφιβολία πριν για τον πλούτο και τη μεγαλοπρέπεια του παλατιού, είχε σίγουρα εξαφανιστεί τώρα καθώς έστεκα πλαισιωμένη από τόσο χρυσό όσο δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Η επιβλητική παρουσία του Οντιγκρέι καθώς έστεκε στον ολόχρυσο του θρόνο με τα μαύρα μαρμάρινα σκαλιά και με τις προεξοχές που σχημάτιζαν μια τρίαινα γύρω του με έκανε να ανατριχιάζω από φόβο και θαυμασμό. 
Προχωρώντας στην αίθουσα, φορώντας πια την καινούργια μου άβολη προστατευτική μου πανοπλία που αντανακλούσε τους χρυσαφιούς και ανθρακί τόνους της αίθουσας ίσιωσα την περικεφαλαία που αγκάλιαζε το πρόσωπο μου και στάθηκα στην θέση όπου μου υπέδειξαν. Η κόκκινη μου μπέρτα αγκάλιασε το σώμα μου ενώ το δόρυ που κράταγα στο χέρι και ξεπερνούσε το ύψος μου ακούμπησε το πάτωμα με ένα βαρύ γδούπο.
Με τα μάτια μου να κοιτάνε μόνο τον απέναντι συμπολεμιστή μου, έμεινα ακίνητη περιμένοντας όπως ακριβώς έπρεπε να κάνω μέχρι που η αίθουσα άρχισε να γεμίζει.
Δεν είχα ενημερωθεί για το τι ακριβώς θα γινόταν γι’ αυτό και όταν με την άκρη του ματιού μου, μετά την είσοδο των ακολούθων του βασιλιά των Εσίρ* - όπου ήμασταν εμείς - είδα το μπλε χρώμα των Βανίρ* – των εχθρών μας – να μπαίνουν στην αίθουσα, δεν ήξερα πως ακριβώς να αντιδράσω. Παρέμεινα ψύχραιμη, δεν κούνησα βλέφαρο, εφόσον οι άλλοι φρουροί δεν κουνήθηκαν τότε θα σήμαινε ότι τους περίμεναν και πράγματι έτσι ήταν.

* Οι Εσίρ ήταν οι κύριες θεότητες στη σκανδιναβική μυθολογία, μαζί με τους Βανίρ. Ύστερα από τον πόλεμο μεταξύ τους, οι Βάνιροι ενώθηκαν με τους Αισίρους, οι οποίοι τους πήραν αιχμαλώτους. Οι Εσίρ σχετίζονται συνήθως με τη δύναμη και τον πόλεμο.[1]
* Οι Βανίρ είναι θεοί της γονιμότητας και της ευημερίας.

Ο άρχοντας μου ο Οντιγκρέι με το Θόρθαντερ στο πλευρό του, τους υποδέχτηκε προσφωνώντας πρώτα τον Στρατηγό των Βανίρ, Άρη και έπειτα τον ακόλουθο του, Υποστράτηγο Κάι. Το περίεργο ήταν ότι, οι δύο νεοφερμένοι αποκάλεσαν τους άρχοντες μου Όντιν* αντί για Οντιγκρέι και Θόρ αντί για Θόρθαντερ όπως τους ήξερα εγώ.

* Ο Όντιν[1] θεωρείται ο ανώτατος θεός –αρχηγός των Εσίρ–στη Σκανδιναβική μυθολογία.
* Ο Θωρ, είναι ο θεός του κεραυνού στη Σκανδιναβική μυθολογία.

 Αυτό ήταν κάτι που έκανε την ματιά μου να γυρίσει προς το μέρος τους με απορία αλλά η άγρυπνη ματιά του Θόρ, που έπιασε αμέσως έστω και αυτή την πιο ανεπαίσθητη κίνηση, με επανέφερε στην τάξη. Ακολούθησαν οι τυπικοί χαιρετισμοί και αμέσως μετά αποσύρθηκαν. Μπαίνοντας όλοι μαζί στην αίθουσα που υπήρχε πίσω από τον θρόνο η πόρτα σφραγίστηκε και ο αρχηγός της φρουράς στάθηκε μπροστά της χτυπώντας την χρυσή του ράβδο στο πάτωμα. Η απόλυτη σιωπή ήρθε να μας καλύψει για άλλη μια φορά. Κανείς από την φρουρά δεν κουνήθηκε. Το ίδιο έκανα και εγώ.

Η ώρα πέρναγε απελπιστικά αργά και εγώ που είχα συνηθίσει να είμαι σε διαρκή κίνηση τώρα αυτή η ακινησία μου φαινόταν βουνό. ‘Ίσως τελικά αυτή να ήταν η τιμωρία μου’ σκέφτηκα για μια στιγμή ενώ με κόπο έκρυψα το χαμόγελο μου καθώς κάθε λεπτό που περνούσε ένιωθα ότι αυτό ίσχυε όλο και πιο πολύ.
Κοιτώντας με την άκρη του ματιού μου τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής φρουράς, ένιωθα τόσο παράταιρη από εκείνους. Όλοι τους ήταν πιο γεροδεμένοι και σίγουρα πολύ μεγαλύτεροι μου αλλά το μόνο παρήγορο σε όλο αυτό ήταν ότι δεν ήμουν η μόνη γυναίκα. Μια κοπέλα τουλάχιστον στα διπλάσια χρόνια από μένα, ήταν ακριβώς απέναντι μου και η επικριτική της ματιά με έκανε να νιώθω ακόμα πιο παράταιρη από πριν. Για ακόμη μία φορά αυτό το περίεργο συναίσθημα που έκανε τα πάντα γύρω μου να μοιάζουν ξένα με πλημμύρισε για να μου υπενθυμίσει αυτό που το υποσυνείδητο μου ήξερε καλά… δεν άνηκα εδώ - όχι ότι ήξερα ποια ήταν η θέση μου στον κόσμο αλλά ένα ήταν το σίγουρο... δεν ήταν εδώ.

Ο φρουρός άξαφνα γύρισε το σώμα του προς την πόρτα και αφού την άνοιξε μπήκε μέσα και την έκλεισε πίσω του. Όταν βγήκε ξανά, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή, χτύπησε την χρυσή του ράβδο μια φορά και φώναξε με την βροντερή του φωνή ένα όνομα. Το δικό μου όνομα.
Κοίταξα πρώτα γύρω μου, κανείς δεν άλλαξε στάση, ούτε γύρισαν να με κοιτάξουν. Γυρίζοντας την ματιά μου προς τον αρχηγό της φρουράς εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα με νόημα παροτρύνοντας με να τον πλησιάσω. Δεν είχα επιλογή, έπρεπε να υπακούσω. Κρατώντας σφιχτά την χρυσή μου ράβδο κινήθηκα προς το μέρος του και φτάνοντας μπροστά του εκείνος με την ματιά του μου έκανε νόημα να μπω μέσα. Επιστρατεύοντας όλο μου το θάρρος, πήρα μια βαθιά ανάσα και το έκανα.
Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω, κανείς δεν με είχε ενημερώσει για το πως θα έπρεπε να συμπεριφερθώ σε μια τέτοια στιγμή και αφήνοντας το ένστικτο μου ελεύθερο έκανα αυτό που θα έκανα σε κάθε άλλη τέτοια περίπτωση. Η πόρτα πίσω μου έκλεισε βαριά και μόλις έκανα δύο βήματα μπροστά, χωρίς να κοιτάω κανέναν καταπρόσωπο, έκανα μια βαθιά υπόκλιση.
«Βασιλιά μου» απευθύνθηκα σε εκείνον αλλά δεν ήταν ο Οντιν αυτός που έσπασε πρώτος την σιωπή αλλά κάποιος άλλος, ίσως ο Στρατηγός των Βανίρ; Δεν ήμουν σίγουρη.
«Ώστε εσύ είσαι αυτή που λένε όλοι;;;!!!» ρώτησε, με θαυμασμό; Δεν θα το έλεγα. Δεν απάντησα, δεν ήξερα πως να ανταποκριθώ στα λόγια του χωρίς να τον προσβάλω.
Ο τρόπος που είχε εκφράσει αυτά τα λόγια περισσότερο μου έμοιαζαν για προσβολή παρά για οτιδήποτε άλλο.
«Μπορείς να σηκώσεις την ματιά σου γλυκιά μου, είμαστε μόνοι μας πλέον» συνέχισε και ένιωσα την καρδιά μου να σταματά.
Αν πριν με έκανε να νιώσω ότι ο σκοπός του ήταν να με προσβάλει, τώρα ήμουν σίγουρη ότι πράγματι αυτό έκανε. Δεν αντέδρασα. Δεν άφησα καν να διακρίνουν τίποτα στο πρόσωπο μου όμως η έκπληξη που με περίμενε καθώς σήκωνα το πρόσωπο μου ήταν πολύ μεγαλύτερη και πολύ πιο βαριά για να την αντέξω.
«Από που μας έρχεσαι;» συμπλήρωσε ο Στρατηγός των Βανίρ αλλά το μυαλό μου είχε πια παγώσει.
Αυτός που ο Βασιλιάς μου ο Οντιν είχε προσφωνήσει ως Υποστράτηγο Κάι, ήταν εκείνος, εκείνος που έψαχνα όλο αυτόν τον καιρό, εκείνος που μου είχε σώσει το σώμα και την ψυχή με χίλιους δύο τρόπους και εγώ, τώρα εγώ δεν θα έπρεπε με τίποτα να τον προδώσω.
«Μάλλον στην μάχη είναι πιο αποτελεσματική από ότι σε μια τυπική συζήτηση» συνέχισε με χλευασμό αλλά ούτε αυτό κατάφερε να με αγγίξει.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα πέντε μου στην Μάκον της Τζόρτζια στην Αμερική. Εκπαιδεύτηκα από τα πέντε μου μέχρι τα δεκαπέντε μου στο Χάμαρ της Νορβιγίας. Μέχρι σήμερα ζούσα σε ένα περίχωρο του Άζγκαρντ την Ντρακούντα. Σε ποιο από όλα αυτά τα μέρη αναφέρεστε άρχοντα μου» ρώτησα ενώ έκανα άλλη μια υπόκλιση και σηκώθηκα ξανά κοιτώντας τον ευθεία στα μάτια.
Ο Κάι προσπάθησε πολύ σκληρά να καλύψει το γέλιο του όμως μάταια. Ο Όντιν ο Βασιλιάς μου και ο Θόρ ο ιός του δεν το εξέλαβαν για τόσο αστείο. Όσο για τον Άρη, τον στρατηγό των Βανίρ… εκείνου δεν ίδρωσε το αυτί του.
«Έμαθα ότι κατάφερες να νικήσεις τον Θόρ γι’ αυτό και σε έφεραν σε τόση μικρή ηλικία, είναι αλήθεια;» συνέχισε ο Άρης απτόητος και τον κοίταξα με δυσπιστία.
«Εγώ να νικήσω τον άρχοντα μου και μάλιστα σε τόση μικρή ηλικία;» ρώτησα και όλοι με κοίταξαν με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα.
«Δηλαδή ισχυρίζεσαι ότι οι πληροφορίες μου είναι λάθος;» ρώτησε ο Άρης προσβεβλημένος. Του το αρνήθηκα αμέσως.
«Δεν αρνήθηκα ποτέ ότι δεν είναι η αλήθεια, άρχοντα μου, αλλά δεν είναι και η πραγματικότητα».
«Και τότε ποια είναι η πραγματικότητα;» συνέχισε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον τώρα.
«Η αλήθεια είναι ότι κατάφερα να αιφνιδιάσω τον άρχοντα μου...»
«Δύο φορές» συμπλήρωσε ο Άρης και ένευσα θετικά.
«Δύο φορές» επιβεβαίωσα. «Αλλά αν δεν ήταν ο βασιλιάς μου δεν θα είχα καταφέρει ποτέ να επιζήσω από εκείνην την μάχη και γι’ αυτό θα είμαι πάντα ευγνώμον για την μεγαλοψυχία του» συνέχισα κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση προς τον Όντιν με μεγάλο σεβασμό και εκείνος, κουνώντας ανεπαίσθητα μόνο το κεφάλι του, σοβαρός χωρίς να τσαλακώνει καθόλου το πρόσωπο του, μου το ανταπέδωσε.
«Δηλαδή δεν τον νίκησες;» συνέχισε ο Άρης και ο Κάι, τρομερά κουρασμένος, τον κοίταξε με έμφαση.
«Πως θα μπορούσε ποτέ, πατέρα, ένα τόσο μικρό και άπειρο κορίτσι να καταφέρει να νικήσει τον Θόρ!» είπε σχεδόν κοροϊδευτικά. «Τον θεό του κεραυνού και της αστραπής» συνέχισε με μια περίεργη χροιά που μαρτυρούσε φθόνο για το Θόρ.
«Και μάλιστα μόνο με ένα βέλος και μια ασπίδα;» κατέληξε κοροϊδευτικά και δεν άντεξα άλλο αυτό το πανηγύρι που ένιωθα να μου έχουν στήσει για να με περιγελάσουν.  
«Στον πόλεμο, άρχοντα μου, έχω καταφέρει και με λιγότερα όπλα, να αφοπλίσω και να εξουδετερώσω τον εχθρό μου, από όσα διέθετα εκείνη την ημέρα» αντέκρουσα τα λόγια του με θράσος και ταυτόχρονα όλοι μαζί με κοίταξαν αιφνιδιασμένοι γι’ αυτό μου το παράπτωμα.
«Αλλά όπως είπατε και εσείς, άρχοντα μου, με έναν θεό και μάλιστα του κεραυνού και της αστραπής, κανείς δεν μπορεί να τα βάλει γιατί η δύναμη του ξεπερνάει κάθε λογική. Ποιος θνητός θα μπορούσε να τον αντικρούσει, όταν με τα ίδια μου τα μάτια έχω δει ισάξιους του να υποχωρούν κάτω από την σιδερένια του θέληση;» συνέχισα και ο Κάι περισσότερο από όλους τους άλλους με κοίταξε με ένα βλέμμα που ένιωθα να μου τρυπάει την ίδια μου την ύπαρξη.
Δεν διάφερε από τα βλέμματα των υπολοίπων αλλά αυτό που παρατήρησα ήταν ότι πια τα μάτια του σταμάτησαν να χαμογελούν ενώ στην ματιά του Θόρ τώρα υπήρχε μια νέα σπίθα που με έκανε για λίγο να τρομοκρατηθώ. Τι θα μπορούσε αυτό να σημαίνει;
Δεν ήξερα πως να νιώσω γι’ αυτό, δεν ήθελα να τον κάνω να με μισήσει όμως δεν μπορούσα και να τους αφήσω να με κάνουν να μειώσω τους άρχοντες μου μπροστά στα ίδια τους τα μάτια. Το καθήκον μου ήταν να τους υπερασπιστώ και αυτό ακριβώς έκανα, με οποιοδήποτε κόστος.
Η σιωπή που απλώθηκε με έκανε να ταραχτώ περισσότερο από όσο με τάραζαν τα ίδια τους τα βλέμματα. Μια σιωπή τόσο εκκωφαντική που για λίγο άρχισα να ανησυχώ μέχρι και για τους ίδιους.
«Γύρνα στα καθήκοντα σου φρουρέ» ο Όντιν τελικά έσπασε πρώτος την σιωπή και κάνοντας αμέσως μια βαθιά υπόκλιση προς το μέρος του, με ανακούφιση δέχτηκα την εντολή του.
«Βασιλιά μου» απευθύνθηκα πρώτα σε εκείνον. «Άρχοντες μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA