Ήταν λες και τα
στοιχεία της φύσης είχαν βαλθεί να την κάνουν ένα με το έδαφος. Ο αέρας σαν ένας τεράστιος μαγνήτης τράβαγε το σώμα προς τα πίσω. Η βροχή που
μαστίγωνε το σώμα της, το έκανε να πονάει τόσο πολύ που κάθε σταγόνα έμοιαζε
με βουρδουλιά. Οι κεραυνοί που έπεφταν με μανία γύρω της έμοιαζαν να την
κυνηγάνε. Κάθε φορά που άγγιζαν την γη, το σώμα της τρανταζόταν ενώ το υγρό
χώμα χωρίζονταν στα δύο σκορπίζοντας γύρω της πέτρες και λάσπη. Η ανάβαση της προς το ψηλότερο σημείο του
Ολύμπου γινόταν λεπτό το λεπτό όλο και πιο δύσκολη. Τα χέρια της είχαν πια
μουδιάσει, τα νύχια της είχαν αρχίσει να αιμορραγούν, το σώμα της το ίδιο
έμοιαζε να καταρρέει. Πόνος συνόδευε την κάθε της κίνηση, τόσο φρικτός λες και τα κόκαλα της ξεκολλούσαν από την θέση τους βήμα το βήμα.
Οι δυνάμεις της εξανεμίζονταν αλλά
εκείνη δεν εγκατέλειπε την μάχη.
Αν έπρεπε να νικήσει ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο, ήταν ικανή να το κάνει. Τόση
ένιωθε τη δύναμη της.
Λίγο ακόμα… άκουγε
την φωνή που την καθοδηγούσε μέσα στο κεφάλι της να λέει ξανά και ξανά δίνοντας
της κουράγιο.
Λίγο ακόμα… αυτό «το
λίγο» όμως, με όλα τα στοιχεία της φύσης να
μαίνονται εναντίον της, έμοιαζε
να μετατρέπεται σε μια αιωνιότητα. Οι πέτρες από όπου στηρίζονταν υποχωρούσαν,
το υγρό χώμα έμπαινε στα μάτια της
κάνοντας την όραση της να λιγοστεύει.
«Δεν θα με νικήσετε!»
ούρλιαξε και πράγματι δεν ηττήθηκε.
Την στιγμή που το
χέρι της έπιασε το πρώτο σκαλοπάτι του ναού το σώμα της ηττημένο έγινε ένα με
το έδαφος.
Μια ανάσα… και άλλη
μια. Μία για να πάρει δύναμη, άλλη μια για κουράγιο και μια τρίτη για να βρει
τον τρόπο ώστε τα σχεδόν παράλυτα πόδια της να την υπακούσουν ξανά.
Καμία από τις τρεις
δεν ήταν αρκετή. Το σώμα της δεν ανταποκρινόταν πια. Μέχρι που μια αστραπή
προσγειώθηκε δίπλα της και έκανε το σώμα να τιναχτεί αρκετά μέτρα μακριά.
Το ουρλιαχτό που
βγήκε από τα βάθη της ψυχής της ήταν αρκετό ώστε να της δώσει ξανά δύναμη στα
μουδιασμένα της μέλη.
Με το κεφάλι της να
τεντώνεται ψηλά, τα χέρια της να ανασηκώνουν με κόπο το πάνω μέρος του σώματος
της, τα πόδια της με μεγάλο κόπο υπάκουσαν την εντολή της και έδωσαν ώθηση στο
σώμα να σηκωθεί.
Πέντε σκαλοπάτια…
άκουσε ξανά την φωνή μέσα στο κεφάλι της να της λέει και με πείσμα έκανε το
πρώτο βήμα.
Πέντε σκαλοπάτια και
μετά μπορούσε να παραδοθεί στην γλυκιά ανυπαρξία. Πέντε σκαλοπάτια και η
ανθρωπότητα θα είχε άλλη μια ευκαιρία. Πέντε σκαλοπάτια… Τόσα χρειάζονταν μόνο
για να πραγματοποιήσει τον στόχο σου… η φωνή πάλευε να της δώσει κουράγιο.
Ο αέρας λες και αντιλήφθηκε την δύναμη που είχε ξαναφουντώσει μέσα της, έβαζε τα δυνατά
του να την αποτελειώσει. Σε κάθε της
βήμα την έσπρωχνε με περισσότερο μένος προς τον γκρεμό αλλά το πείσμα της ήταν πιο ισχυρό.
Βάζοντας το κεφάλι
κάτω για να του εναντιωθεί και με τα πόδια της να τρέμουν σε κάθε της βήμα,
κράτησε την ανάσα της και με όλη την δύναμη που της είχε απομείνει, ανέβηκε
εκείνα τα πέντε τελευταία σκαλοπάτια.
Τα μάτια της με το
που αντίκρισε το εσωτερικό του ναού άνοιξαν διάπλατα. Τεράστια αγάλματα που
έμοιαζαν να αγγίζουν τον ουρανό στεκότανε μπροστά της επιβλητικά. Η ανύπαρκτη
σκεπή έφερνε την καταιγίδα μέσα στον ναό ξεπλένοντας όλα τα συντρίμμια που
κείτονταν στο έδαφος. Τα βρύα που είχαν αντικαταστήσει τους τοίχους πάλευαν με
τα στοιχεία της φύσης και έχαναν την μάχη. Τα ξεραμένα φύλλα στροβιλίζονταν
γύρω από τα ακίνητα αγάλματα, τα τεράστια κομμάτια μαρμάρου που έμοιαζαν να
έχουν αποκοπεί από τις κολώνες που περιστοίχιζαν τον ναό και γύρω από το κορμί
της.
Τα σύννεφα που είχαν
αντικαταστήσει την σκεπή του ναού άξαφνα έλαμψαν. Μια αστραπή που προσπάθησε να
σταματήσει τα βήματα της μόλις εκείνα άγγιξαν την είσοδο του ναού έκανε το σώμα
της να εκτοξευτεί ψηλά.
Φτάνει μόνο να
αγγίξεις ένα από τα αγάλματα… ούρλιαξε η φωνή μέσα στο κεφάλι της.
Μόνο ένα φτάνει…
συνέχισε με περισσότερο σθένος.
Μόνο ένα, χρειάζεσαι
μόνο ένα … έλεγε μέσα της και πριν τα χάσει τελείως άπλωσε τα χέρια της μπροστά
και έγειρε το κορμί της έτσι ώστε να δώσει τη σωστή κλίση για να φτάσει στο πιο
κοντινό άγαλμα που έμοιαζε με γιγαντιαίο άγγελο, με τα φτερά του ορθάνοιχτα και
επιβλητικά.
Μια δεύτερη αστραπή
χτύπησε ακριβώς πίσω της κάνοντας τα συντρίμμια του ναού να πεταχτούν στον
αέρα. Ένα από αυτά την βρήκε κατευθείαν στην κοιλιά και το σώμα της
συγκρούστηκε επώδυνα πάνω στο στήθος του πελώριου αγάλματος που έμοιαζε να έχει μια έκφραση
πόνου στα πέτρινα χαρακτηριστικά του. Με το σώμα της να γλιστρά πάνω στην
γυαλιστερή πέτρα το άψυχο πλέον χέρι της άγγιξε φευγαλέα το χέρι του πριν το
σώμα της καταλήξει πάνω στα συντρίμμια που υπήρχαν ακριβώς κάτω από τα πόδια
του.
Μια λάμψη έκανε το
άψυχο άγαλμα να τρανταχτεί. Ένα ωστικό κύμα
τράνταξε το σώμα του κοιμισμένου αγάλματος με τα τεράστια φτερά
διαπερνώντας από άκρη σε άκρη τον ναό και ότι είχε απομείνει όρθιο τώρα άρχισε
να καταρρέει. Πρώτα οι τοίχοι και σιγά-σιγά και τα θεόρατα αγάλματα.
Η βροχή που μαστίγωνε
τα αγάλματα έμοιαζε να τα ξεπλένει. Οι τεράστιες φλούδες μαρμάρου ξεκολλούσαν
αποκαλύπτοντας τα σώματα που κοιμόντουσαν από κάτω ενώ καθώς έσκαγαν στο πάτωμα
συνθλίβονταν σαν άμμος.
Τα δάχτυλα του
κοιμισμένου θεού με τα τεράστια φτερά άρχισαν να κουνιούνται. Σαν να
ένιωσε κάποια ενόχληση, άνοιξε τα
θεόρατα κρυστάλλινα μάτια του και κοίταξε απορημένος γύρω του. Τα ‘αδέλφια’ του που ξύπναγαν και εκείνα σιγά-σιγά από τον λήθαργο
έκαναν το ίδιο. Τα τεράστια πλάσματα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η απορία ήταν
χαραγμένη στα πρόσωπα όλων.
Το μεγαλύτερο άγαλμα
από όλα με την τεράστια χρυσή αστραπή στο χέρι, τέντωσε με δύναμη το σώμα του
και όλα τα υπολείμματα του μαρμάρου που είχε απομείνει απάνω του έγιναν με μιας
σκόνη και διασκορπίστηκε σε όλο τον χώρο.
Καθώς τον μιμήθηκαν
και οι υπόλοιποι θεοί που είχαν μόλις ξυπνήσει από τον αιώνιο λήθαργο τους
έκαναν ένα βήμα μπροστά κατεβαίνοντας
από τον βωμό όπου τους είχαν εναποθέσει. Όλα εκτός από ένα.
«Είμαστε ελεύθεροι»
ακούστηκε πρώτη η τσιριχτή φωνή του τραγοπόδαρου Διόνυσου και όλοι γύρισαν να
τον κοιτάξουν που χόρευε ξέφρενα γύρω
από τον κάθε ένας τους.
«Είμαστε ελεύθεροι»
τιτίβιζε ενώ σκούνταγε και χτύπαγε τις πλάτες των ‘αδελφών’ του.
«Επιτέλους… είμαστε
ελεύθεροι» επανέλαβε φτάνοντας δίπλα στον ακίνητο θεό που τα φτερά του είχαν
πλέον χαθεί.
«Ε! Έρωτα… Οδήγησε με
στον έρωτα… δείξε μου την αγάπη» άρχισε να τραγουδά και να κουνιέται στον ρυθμό
ενώ πιάνοντας το τεράστιο τόξο του Έρωτα από το έδαφος το έτεινε προς το μέρος
του μαζί με τα χρυσά του βέλη.
«Κόφ’ το επιτέλους
Διόνυσε» τον επέπληξε παίρνοντας απότομα το τόξο μαζί με τα βέλη του από τα
χέρια του.
«Ουυυ κάποιος ξύπνησε
με νευράκια;» του γύρισε κοροϊδευτικά βγάζοντας την γλώσσα του έξω.
«Αρκετά» η βροντερή
φωνή του Δία ήταν αρκετή να συνετίσει μέχρι και τον Διόνυσο. «Ποιος μας
ξύπνησε;» θέλησε να μάθει.
«Ποια είναι η σωστή
ερώτηση» διόρθωσε η θεά Αθηνά κάνοντας ένα βήμα μπροστά ενώ με το βλέμμα της
κοιτούσε τα συντρίμμια κάτω από τα πόδια του θεού Έρωτα.
«Ωωω! Ανιψιέ δεν χρειάζομαι τα βέλη σου. Είμαι
ήδη ερωτευμένος» αναφώνησε ο Διόνυσος βάζοντας το χέρι στην καρδιά του.
«Διόνυσε…» προσπάθησε
ο Έρωτας να τον συνετίσει αλλά η Αθηνά τον πρόλαβε.
«Αρκετά!! Το κορίτσι
είναι δικό μου» δήλωσε ενώ γονάτιζε μπροστά της.
«Δικιά σου!»
επανέλαβε όλο υπονοούμενο ο Διόνυσος κοιτώντας την περιπαικτικά στα μάτια ζητώντας εξηγήσεις.
«Προστατευόμενη μου
εννοώ φυσικά» του γύρισε παγερά η Αθηνά δηλώνοντας ανοιχτά την αγανάκτηση της
για τα παιδιαρίσματα του αδερφού της.
«Είναι μια θνητή»
αναφώνησε ο Έρωτας με τα μάτια του να πετάνε σπίθες από οργή.
«Δεν είναι μια απλή
θνητή» τον διόρθωσε η Αθηνά ενώ την εναπόθεσε μέσα στην παλάμη της.
«Είναι μια γνήσια
απόγονος μου» ολοκλήρωσε την φράση της και χωρίς να κοιτάξει κανέναν τους
έκλεισε την μικροσκοπική κοπέλα μέσα στα δύο της χέρια.
Ακουμπώντας τα χείλη
της πάνω στην σχισμή που είχαν δημιουργήσει τα χέρια της φύσηξε με δύναμη μέσα
του και μια λάμψη έκανε το σώμα της μικρής κοπέλας να τιναχτεί. Τα χέρια της
και τα πόδια της που εξείχαν από τις παλάμες της Αθηνάς, τεντώθηκαν και μόλις η
λάμψη έσβησε αφέθηκαν ξανά προς τα κάτω σαν να ήταν παράλυτα.
«Αθηνά, πες μας τι
ξέρεις» ζήτησε επιτακτικά ο Δίας και εκείνη γυρίζοντας την ματιά της προς το
μέρος του έσπευσε να του εξηγήσει.
«Πριν ανταποκριθώ στο
κάλεσμα σου, είδα ένα όραμα. Είδα αυτήν την θνητή πιο γενναία από όλες τις
γενιές της, να αψηφά τα πάντα και θυσιάζεται για τον λαό της. Έτσι, πριν έρθω
να σας συναντήσω εδώ, άφησα τον σπόρο μου στο σώμα μιας θνητής και απλά
περίμενα μέχρι να γεννηθεί. Όταν ένιωσα το πνεύμα της να ξυπνά ένιωσα ξανά την
ελπίδα και από εκείνη την ημέρα την καθοδηγώ… πνευματικά».
«Μητέρα» ακούστηκε
μια αχνή κελαριστή φωνή και όλα τα βλέμματα αυτόματα γύρισαν προς το
μικροσκοπικό κορίτσι που δεν ξεπέρναγε την παλάμη της θεάς Αθηνάς όπου την
κράταγε ακόμα προστατευτικά.
«Ξύπνα γλυκό μου
κορίτσι, όλα τελείωσαν. Είσαι ασφαλής»
της ψιθύρισε στοργικά η Αθηνά. Το κορίτσι ανοίγοντας έκπληκτη τα μάτια
της, ξέπνοη κοίταξε γύρω της έντρομη.
«Σε ευχαριστούμε για
την γενναιότητα σου θνητό κορίτσι» τα λόγια του Δία την έκαναν να παγώσει και
να τον κοιτάξει έντρομη.
«Όμως ποιος είναι ο
λόγος που μας ξύπνησες;» θέλησε να μάθει.
«Ποιοι… ποιοι είσαστε
εσείς; Πως βρέθηκα εδώ; Τι θέλετε από μένα;» ρώταγε τρομοκρατημένη ενώ πάλευε
για μια ανάσα.
Όλοι ταυτόχρονα
γύρισαν και κοίταξαν την θεά Αθηνά για εξηγήσεις. Εκείνη κοίταζε μόνο την μικρή
της προστατευόμενη.
«Ο λαός σου μας
χρειάζεται» της εξήγησε ήρεμα.
«Δεν χρειαζόμαστε
κανέναν…» αρνήθηκε τα λόγια της με σθένος. «Μα ποιοι είσαστε τέλος πάντων; Τι
θέλετε από μας;» ρώτησε ξανά με απόγνωση.
«Είμαστε οι θεοί του
Ολύμπου» δήλωσε ο Δίας και γύρισε με απορία να τον κοιτάξει.
«Οι ποιοι;» ρώτησε
ξανά το κορίτσι χωρίς να καταλαβαίνει.
«Μα είναι δυνατών να
μην μας ξέρεις; Τι σας μαθαίνουν οι πρόγονοι σας;» αναρωτήθηκε ο Δίας
αιφνιδιασμένος.
«Από την πρώτη στιγμή
που καταφέρνουμε να σταθούμε στα πόδια μας, το μόνο που μαθαίνουμε είναι πως να
επιβιώνουμε, με αυτά» του απάντησε δείχνοντας τα χέρια της.
«Και γιατί ήρθες εδώ;
Πως ήξερες πώς να μας βρεις;» συνέχισε ο Δίας της απορίες του.
«Πως ήρθα εδώ;»
αναρωτήθηκε το μικρό κορίτσι και κοιτάζοντας για λίγο μακριά προσπάθησε να
θυμηθεί.
«Θυμάμαι…» ξεκίνησε
και μόλις τα μάτια της περιπλανήθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν αυτόματα θόλωσαν.
«Θυμάμαι εκείνο το απαίσιο γιγάντιο Γκορκ να έχει καθηλώσει τον αδελφό μου στο
έδαφος…»
«Γκορκ;» αναρωτήθηκε
ο Δίας.
«Είναι ανθρωποειδή
ρομπότ με τεχνίτη νοημοσύνη» εξήγησε η Αθηνά και παρόλο που ο Δίας δεν έμοιαζε
να κατανοεί ακριβώς τα λόγια της άφησε την μικρή κοπέλα να συνεχίσει.
«Τι άλλο θυμάσαι» την
παρότρυνε να συνεχίσει.
«Θυμάμαι που
προσπάθησα να το σταματήσω πριν τον σκοτώσει. Θυμάμαι που έπεσα απάνω του. Το
βάραγα με μια μεγάλη κοτρώνα αλλά εκείνο δεν σταματούσε να τον πνίγει…» τα
τελευταία της λόγια βγήκαν πνιχτά εκφράζοντας όλο τον πόνο που βίωνε εκείνη την
στιγμή η ψυχή της.
«Δεν τα κατάφερε»
συμπλήρωσε η Αθηνά τα λόγια της και το μικρό κορίτσι γύρισε να την κοιτάξει.
Κουνώντας το κεφάλι
της αρνητικά το έγειρε προς τα κάτω και προσπάθησε να απομακρύνει τα καυτά της
δάκρυα από τα μάτια.
«Αυτό δεν εξηγεί το
πώς έφτασες εδώ… αλλά περισσότερο το γιατί» πήρε τον λόγο ο θεός Έρωτας που
εκδήλωνε όλη την αποστροφή του γι αυτό το ανθρώπινο πλάσμα.
«Δεν ξέρω τίποτα
άλλο… αυτά είναι όλα όσα θυμάμαι» προσπάθησε το κορίτσι να υπερασπιστεί τον
εαυτό της και η Αθηνά τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω της προστατευτικά για να της
προσφέρει λίγη παρηγοριά.
«Δεν θυμάται
πραγματικά» την υπερασπίστηκε η θεά Αθηνά.
«Πριν προλάβει το
Γκορκ να την σκοτώσει κατέλαβα το πνεύμα της και την οδήγησα εδώ».
«Γιατί;» απαίτησε ο
θεός Δίας να του εξηγήσει.
«Επειδή είμαστε η
μοναδική τους ελπίδα. Η γη δεν είναι πια όπως την γνωρίζαμε. Οι πιο δυνατοί,
αυτοί που έχουν όλον τον πλούτο και την δύναμη έχουν βαλθεί να αφανίσουν τους
πιο αδύναμους, τους πιο αφυείς, αυτούς που κατάφεραν να εξελιχτούν πνευματικά…»
εξήγησε κοιτώντας έναν έναν στα μάτια.
«Όποιος δεν είναι
μαζί τους είναι νεκρός» συμπλήρωσε το μικρό κορίτσι πνιγμένα ενισχύοντας τα
λόγια της.
«Πάντα τα ίδια… ξανά
και ξανά» σχολίασε ο Δίας αδιάφορα.
«Και γιατί ακριβώς
αυτό θα έπρεπε να είναι δικό μας πρόβλημα;» συμπλήρωσε ο Ποσειδώνας που όλη
αυτήν την ώρα τους κοίταζε από απόσταση αμέτοχος.
«Γιατί είναι η
τελευταία γενιά που έχουν το αίμα μας. Οι τελευταίοι μας απόγονοι» σχεδόν
ούρλιαξε η Αθηνά με απόγνωση και όλοι ταυτόχρονα την κοίταξαν.
«Μην με κοιτάτε σαν
να μιλάω σε άλλη γλώσσα. Όλοι ξέρετε πολύ καλά τι εννοώ» συνέχισε εξαγριωμένη.
«Όπως και να έχει δεν
είναι δικιά μας δουλειά να ανακατευτούμε» είπε ο Δίας απευθυνόμενος προς την
Αθηνά.
«Ωστόσο εγώ λέω να
ρίξω μια ματιά να δω τι συμβαίνει» είπε αμέσως ο Ποσειδώνας και χωρίς να
περιμένει απάντηση, το κορμί του έγινε διάφανο και ενώθηκε με το νερό της
βροχής.
«Μην πας στην
θάλασσα» φώναξε το μικρό κορίτσι για να τον προλάβει αλλά ήταν αργά ο
Ποσειδώνας είχε ήδη φύγει. Παρόλα αυτά συμπλήρωσε. «Είναι μολυσμένη».
Το γάργαρο γέλιο του
Διόνυσου την έκανε να τον κοιτάξει απορημένη.
«Είναι θεός» της
απάντησε στην ανείπωτη ερώτηση της ενώ τείνοντας το χέρι του μπροστά προσπάθησε
να της χαϊδέψει τα μικροσκοπικά της μαλλιά. Η Αθηνά, γυρνώντας του την πλάτη
της τον εμπόδισε να την πειράξει και κοίταξε τον πατέρα της σοβαρή.
«Πατέρα…»
«Όλοι μας θα
πάμε να ελέγξουμε την κατάσταση. Αυτό
όμως δεν σημαίνει απολύτως τίποτα» δήλωσε εκείνος και τείνοντας το χέρι του
προς τον ουρανό, μια τεράστια αστραπή που πήγαζε από την χρυσή αστραπή που
κρατούσε στο χέρι του, ξεπήδησε προς τα σύννεφα και τον παρέσυρε μαζί της.
«Επιτέλους ώρα για
λίγο κρασάκι» αναπήδησε όλο χαρά ο Διόνυσος χοροπηδώντας εκστασιασμένος.
«Αν βρεις κανένα
παλιό κρασί θαμμένο στην γη… να θεωρήσεις πολύ τυχερό τον εαυτό σου» σχολίασε
πικραμένα η μικρή κοπέλα καθώς όλοι οι υπόλοιποι θεοί, ο κάθε ένας με τον τρόπο
του, έφευγαν από τον ναό και αυτό έκανε τον Διόνυσο να γυρίσει να την κοιτάξει με
φρίκη.
«Τι; Δεν έχει κρασί;
Ούτε καπηλειά;»
«Δεν ξέρω τι είναι
αυτά τα καπηλειά αλλά αν θες χρωματιστό νερό τότε θα πρέπει να γίνεις ένας από
αυτούς» του απάντησε και τα μάτια του Διόνυσου άνοιξαν με πονηριά.
«Τότε ξέρω ακριβώς
που θα πάω».
«Δεν γυρίσαμε για να
γλεντοκοπήσουμε» τον επέπληξε η Αθηνά.
«Οι καλύτερες
πληροφορίες έρχονται μέσα από τα πιο απρόσμενα μέρη» της γύρισε με πονηριά και
μετά από αυτό δεν τον κρατούσε τίποτα άλλο.
«Εσύ;» ρώτησε η Αθηνά
τον Έρωτα που δεν το είχε κουνήσει ρούπι.
«Θα πάω με τα πόδια»
δήλωσε και πριν εκείνη πει κάτι τους γύρισε την πλάτη του και έφυγε.
«Τι έπαθαν τα φτερά
του αγγέλου;» ρώτησε η κοπέλα με απορία όταν έμειναν πια μόνες.
«Δεν είναι άγγελος… είναι ο
θεός Έρωτας» την διόρθωσε. «Και τα φτερά του μαράζωσαν σαν την καρδιά του και
αποκόπηκαν» της απάντησε η Αθηνά ενώ πιάνοντας την ασπίδα και το
δόρυ της από το πάτωμα ακολούθησε τα βήματα του Έρωτα.
«Πως;» ρώτησε ευλόγα
το μικρό κορίτσι και η Αθηνά την κοίταξε.
«Μια θνητή, τον έκανε
να την αγαπήσει και μετά έκλεψε ένα βέλος του προς όφελος της» εξήγησε.
«Μάλλον τώρα
καταλαβαίνω γιατί με κοιτάει με απέχθεια» μουρμούρισε το κορίτσι μέσα από τα
δόντια της περισσότερο στον εαυτό της.
«Μάλλον τώρα
καταλαβαίνεις γιατί δεν μπορεί κανείς μας να βασίζεται σε εκείνον» της
επιβεβαίωσε η Αθηνά βγαίνοντας από τον ναό.
«Επειδή;» πίεσε το
κορίτσι για περισσότερα.
«Επειδή τα βέλη του
είναι δηλητηριασμένα και αντί για αγάπη τώρα φέρνουν μίσος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου