Μάκον, Τζόρτζιας
12-12-2012
Η ημερομηνία που
γεννήθηκα. Η ημερομηνία που η μοίρα μου κέντησε με χρυσά γράμματα την πορεία
μου και με άφησε ξυπόλητη να την γευτώ. Τι να είχα κάνει άραγε στην προηγούμενη
μου ζωή για να το άξιζα αυτό; Θα μάθαινα άραγε ποτέ;
Μάκον, Τζόρτζιας 12-12-2017
Ηημέρα που η ζωή μου
άρχισε να χαράζει τον δικό της μονοπάτι. Η εναρκτήριος ημέρα για όλα όσα θα
έμελε να ζήσω. Η ημέρα που με ξεχώρισαν εκείνοι και με πήραν κοντά τους.
Γονείς δεν γνώρισα
ποτέ μου. Η μοναδική αγκαλιά που γεύτηκα ποτέ ήταν εκείνης της Ταμπηθά.
Πάντα ξεχώριζα από
όλα μου τα ‘Αδέλφια’ μέσα στο ορφανοτροφείο όπου μεγάλωνα. Ορφανή όπως και όλα
τα άλλα ‘Αδέλφια’ μου προσπαθούσα να προσαρμοστώ με χίλιους τρόπους - αλλά όπως
έλεγε και η Ταμπηθά– ήμουν πάντα ένα ασυμβίβαστο κορίτσι που δεν θα κατάφερνα ποτέ
να μπω σε καλούπια.
Ανεξάρτητη, αδέσποτη,
αγοροκόριτσο, αεικίνητη στον άνεμο που με μαστίγωνε καθώς τα γυμνά μου πόδια
έτρεχαν μέσα στα χόρτα και σκαρφάλωναν πάνω στα δέντρα με τόση ευκολία.
Αδιόρατη με μεγάλη ευκινησία και διορατικότητα. Ποτέ κανείς δεν κατάφερνε να με
πιάσει, πάντα ήξερα να ξεφεύγω από τους κίνδυνους και πάντα πρώτη ήμουν εγώ
αυτή που κατάφερνε να ρίξει κάτω όλους τους αντιπάλους αν και μόλις πέντε
χρόνων.
Όλοι με φοβόντουσαν.
Η ματιά μου – λέγανε – τους έκανε να θέλουν να τρέξουν μακριά μου. Γιατί όμως
ήμουν τόσο απρόσιτη σε εκείνους; Εγώ ποτέ δεν ήθελα το κακό τους ίσα, ίσα ήμουν
πάντα ευγνώμον για ότι μου πρόσφεραν.
12-12-2017
Η ημέρα που με
ξεχώρισαν εκείνοι, οι ‘θετοί μου γονείς’. Όταν με κοίταξε η γυναίκα κόλλησε τα
μάτια της απάνω μου, με έδειξε με το δάχτυλο της και ψιθύρισε στον άντρα που
ήταν δίπλα της.
«Αυτήν» με επιτακτικό τόνο αλλά ο άντρας
κούνησε το κεφάλι του κατηγορηματικά ‘όχι’.
«Είναι κορίτσι, γυναικά, μην ξεχνάς ότι
ψάχνουμε για αγόρι» δήλωσε αυστηρά, θα μπορούσες να πεις και κουρασμένα.
«Μπορεί να είναι κορίτσι αλλά – Αυτή – μπορεί
να βάλει κάτω οποιοδήποτε αγόρι. Κοίτα τα μάτια της» εκείνη απάντησε αλλά τότε
δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί αυτό ήταν τόσο σημαντικό για εκείνους ή τι θα
μπορούσε να σημαίνει αυτό για μένα... Μέχρι που ο άντρας συμφώνησε και με
πήρανε μαζί τους.
Γεννήθηκα μόνη.
Μεγάλωσα μέχρι τα πέντε μου, μόνη, μέσα σε ένα ορφανοτροφείο γεμάτο με παιδιά
που πίστευα ότι είχαν την ίδια μοίρα με μένα. Και κατέληξα – ή τουλάχιστον τότε
έτσι νόμιζα – να συνεχίζω να μεγαλώνω μόνη μέσα σε ένα ‘Στρατόπεδο;’ - θα
μπορούσες να το πεις και έτσι - σπίτι πάντως σίγουρα δεν το έλεγες.
Χάμαρ, Νορβιγίας 2027
«Μπορεί να είναι κορίτσι αλλά – Αυτή – μπορεί να βάλει
κάτω οποιοδήποτε αγόρι» είχε πει η κυρία που με υιοθέτησε τότε και τώρα
επιτέλους, μετά από δέκα χρόνια μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε.
Στην ομάδα που ζούσα πια, ήταν παιδιά από όλες
τις ηλικίες και όλες τις εθνικότητες. Παιδιά σαν και εμένα!Ορφανά, δυνατά,
αδίστακτα, ασυμβίβαστα αλλά με μεγάλη πειθαρχία. Εδώ που ζούσαμε δεν υπήρχαν
περιθώρια για παιχνίδια. Ή μάθαινες να υπακούς ή πέθαινες. Τόσο απλά.
Από την πρώτη μέρα που πέρασα την πύλη αυτού
του ‘σπιτιού’ έμαθα ένα πράγμα και αυτό, μέχρι και τώρα, είναι το μοναδικό
πράγμα που έχει καταφέρει να μου σώσει την ζωή.
‘Η
δύναμη σου είναι αυτή που καθορίζει την ζωή σου.’
Όσο περίεργο και να ακούγετε αυτό, για μας,
είναι η μόνη μας πραγματικότητα.
Από την πρώτη μέρα
λειτουργούσαμε σαν να βρισκόμασταν σε στρατόπεδο. Πρωινό ξύπνημα στις 5 το
πρωί, φυσική και πνευματική άσκηση και εκπαίδευση σε όλα τα πιθανά όπλα που
είχαν φτιαχτεί από ανθρώπινο και μη χέρι. Λέω και μη γιατί υπήρχαν και όπλα που
δεν μπορούσε κανείς μας να τα αναγνωρίσει.
Έξω από την πύλη, δεν γνωρίσαμε ποτέ τι
υπήρχε. Όλα γινόντουσαν μέσα σε αυτήν την τεράστια έκταση που μας περιέβαλε.
Πόσοι και πόσοι από μας δεν προσπαθήσαμε να το σκάσουμε. Πόσοι από μας δεν
τραυματιστήκαμε θανάσιμα για να τα καταφέρουμε. Πόσοι από μας δεν πεθάνανε ψυχικά
και σωματικά προσπαθώντας μάταια.
Δεν υπήρχε διέξοδος, ήταν μονόδρομος. Ή
υπακούαμε στους κανόνες ή τέλος. Τόσο τραγικά απλά.
Δεν έψαξα να κάνω φίλους, δεν ήξερα καν την
σημασία της λέξης, βλέπαμε πάντα ο ένας τον άλλον μόνο σαν αντίπαλο. Κοιτάζαμε
πάντα τα νότα μας για την στιγμή που εκείνοι θα σκεφτόντουσαν να μας την φέρουν.
Κοιμόμασταν με τα μάτια ανοιχτά και τον μοναδικό πιστό μας φίλο στο πλάι, το
όπλο μας. Το δικό μου ήταν ένα τόξο. Μπορεί αυτό να ακουγόταν παράδοξο αλλά για
μένα ήταν αυτό που μου είχε σώσει άπειρες φορές την ζωή και δεν το
αποχωριζόμουν ποτέ.
Και
μετά ήταν οι μάχες... Οι μάχες για την επιβίωση.
Οι μάχες γινόντουσαν πάντα στην αρένα. Ένα
ολοστρόγγυλο κτήριο που θύμιζε το ‘Κολοσσαίο’ της Ρώμης. Κλειστό γύρω-γύρω,
ανοιχτό από πάνω με κερκίδες και αρένα. Μόνο που μέσα στην αρένα δεν υπήρχαν
άγρια ζώα που κατασπάραζαν τις σάρκες των ανθρώπων. Υπήρχαν άνθρωποι που
προσπαθούσαν να κατασπαράξουν άλλους ανθρώπους προκειμένου να διεκδικήσουν μια
θέση δίπλα στου ‘Κολλέκτορς’. Οι ‘Κολλέκτορς’ ήταν μια πενταμελής ομάδα
ανθρώπων όπου έρχονταν μόνο μια φορά τον χρόνο αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτές
τις μάχες. Έρχονταν για να συλλέξουν τους καλύτερους από εμάς και να τους
πάρουν μαζί τους σε ένα άγνωστο για μας μέρος.
Η θητεία μας στο
‘Εκπαιδευτήριο’ ήταν δεκατρία χρόνια. Από την ηλικία των πέντε μέχρι και να
κλείσουμε τα δεκαοκτώ μας χρόνια. Ο αριθμός τον παιδιών σε κάθε ηλικία δεν είχε
όριο. Μέχρι τα δεκαοκτώ όμως δεν ξεπερνούσαν τα δέκα με δεκαπέντε παιδιά και όσα
απομένανε όλα κατέληγαν στην μεγάλη μάχη.
Η μάχη που καθόριζε αν
θα καταφέρνανε να πάνε στο ανώτερο επίπεδο ή θα τερματίζανε την σύντομη αυτή
ζωή τους.
Το αν θα επιβίωναν ή όχι καθοριζόταν
αποκλειστικά από τον ‘Οντιγκρέι’ τον αρχηγό των ‘Κολλέκτορς’. Έναν αδίστακτο
ατσαλάκωτο ‘άνθρωπο’ – αν θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις έτσι – που η ηλικία
του δεν μπορούσε με τίποτα να προσδιοριστεί.
Γεροδεμένος, ψηλός,
αγέρωχος, να κοιτάζει τα πάντα γύρω του σαν αρπακτικό με ψυχρό ύφος
παρατηρώντας τα μέσα από τα αετίσια καταγάλανα του μάτια. Με χρυσά μαλλιά,
χωρίς ούτε μια ρυτίδα να σπάει το πρόσωπο του και με μία χρυσή γενειάδα να
καλύπτει τα άκαμπτα χείλια του. Κανείς δεν μπορούσε να τον κάνει πάνω από
σαράντα ή πενήντα χρόνων αλλά το γενικό του σύνολο σε έκανε να νιώθεις ότι
είχαν περάσει αρκετοί αιώνες από πάνω του. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί με έκανε
να το νιώθω αυτό αλλά κάτι μέσα μου με έκανε να πιστεύω ότι είχα δίκιο.
Οι αγώνες ξεκίναγαν με μια σειρά από επίδειξη
ικανοτήτων από όλους μας και μετά το τέλος των επιδείξεων οι δεκαοκτάχρονοι
αγωνιζόμενοι πάλευαν μεταξύ τους. Όσοι κατάφερναν να επιβιώσουν – συνήθως δεν
ξεπερνούσαν τους πέντε – τότε πάλευαν ένας, ένας ξεχωριστά με τον ‘Θόρθαντερ’
τον γιο του ‘Οντιγκρέι’ που ήταν πραγματικά ανίκητος. Κανείς μέχρι σήμερα δεν
έχει καταφέρει να τον νικήσει αλλά όσοι φτάνανε να τον αντιμετωπίσουν το μόνο
που τους έσωζε ήταν η ανδρεία τους, η αποφασιστικότητα και η τεχνική τους.
Ο Θόρθαντερ δεν τους σκότωνε αν ο πατέρας του
αποφάσιζε ότι άξιζαν πραγματικά αλλά αν οι τεχνικές και η δυνατότητα τους δεν
έφταναν να τους πείσουν ότι ήταν ικανοί γι’ αυτό που εκείνοι τους ήθελαν τότε
τα χέρια του γέμιζαν αίμα. Ένα αίμα που είχε χαραχτεί βαθιά μέσα του. Βλέποντας
τον έφτανε για να το καταλάβεις. Όμως ήταν τόσο όμορφος... Ένας θεός
ομορφότερος ακόμα και από τους θεούς που απεικονίζονταν στους τεράστιους
πίνακες του ανακτόρου όπου ζούσαμε... Ένας θεός με όλη την σημασία της λέξεως.
Όλα αυτά ποτέ δεν έπαψαν να με αηδιάζουν και
βλέποντας τον θα έπρεπε να νιώθω μια απέχθεια απέναντι του αλλά απλά δεν
μπορούσα. Το βλέμμα του, αυτό το ψυχρό βλέμμα που δεν τσαλάκωνε ποτέ, ένιωθα να
με ανατριχιάζει. Οι γκριζογάλανες χάντρες τους να κάνουν τους χτύπους της
καρδιάς μου να αυξάνονται. Τα πυρόξανθα μαλλιά του που άγγιζαν τους ώμους του
να με τραβάνε, να με κάνουν να θέλω να βυθίσω το χέρι μου μέσα τους και να χαθώ
στο μεταξένιο τους άγγιγμα. Το ατσαλάκωτο νεανικό του πρόσωπο έκανε να δάχτυλα
μου να συσπώνται από τη λαχτάρα να αποτυπώσουν κάθε εκατοστό του. Εκείνα τα
χείλια που ήταν μονίμως ενωμένα σε μια ίσια άκαμπτη γραμμή… Αχ!Εκείνα τα χείλη
του… Τι δε θα έδινα για να τα γευτώ με τα δικά μου και να τα κάνω να λιώσουν
κάτω από την σιδερένια μου θέληση.
Ήμουν ερωτευμένη μαζί του, χρόνια τώρα, αλλά
δεν τολμούσα ποτέ να εκδηλώσω τα αισθήματα μου σε κανέναν. Αν κάποιος το
καταλάβαινε τότε αυτό θα σήμαινε την καταδίκη μου. Θα σήμαινε ότι θα γινόμουν άλλη
μια παλλακίδα του για το υπόλοιπο της ζωή μου. Όπως είχαν γίνει και όλες οι
άλλες κοπέλες που έκαναν το λάθος να τον ερωτευτούν και αυτό δεν θα το άντεχα
με τίποτα.
Χίλιες φορές μαχήτρια
παρά αυτό. Αυτό θα ήταν καταστροφικό. Θα ήταν πέρα από κάθε φαντασία μια αιώνια
φυλακή κάτω από την εξουσία του έρωτα του που θα μοιραζόμουν με άλλες - δεν
ξέρω και εγώ πόσες σαν και εμένα - μέχρι εκείνος να με βαρεθεί και μετά τι; Τι
θα μπορούσα να απογίνω εγώ; Αυτό σίγουρα θα ήταν η ίδια μου η καταστροφή και
δεν θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου. Όμως δεν μπορούσα και να μην τον
κοιτώ! Ήταν για μένα η αρχή και το τέλος μου από την ημέρα που τον πρωτοείδα
και το πιο παράλογο από όλα; Δεν έχει αλλάξει ούτε στο ελάχιστο. Παράλογο αλλά
ίσως όχι και τόσο.
Η ηλικία του – όπως
και του πατέρα του – δεν μπορούσε να προσδιοριστεί. Αλλά όταν τον κοίταζες ή
ακόμα καλύτερα, όταν εκείνος σε κοίταζε, ευθεία μέσα στα μάτια χωρίς δισταγμό,
αυτό δεν είχε καμία σημασία.
Στην
αρένα τώρα ήταν ο ‘Τζέικοπ’. Δεν είχα φίλους - κανείς μας δεν είχε - αλλά ο
Τζέικοπ είχε την αμέριστη συμπάθια και εκτίμηση μου. Τα αισθήματα ήταν
αμοιβαία. Εγώ όπως και ο Τζέικοπ, ήμασταν οι μοναδικοί που κρατάγαμε όλες μας
τις δυνάμεις μόνο για την εκπαίδευση και για τις μάχες. Ποτέ δεν περνάγαμε το
υπόλοιπο της ημέρας μας αναλώνοντας τις δυνάμεις και τις σκέψεις μας στο να την
φέρουμε σε κάποιον ανυποψίαστο ή νεοσύλλεκτο για να περάσουμε την ώρα μας. Και
αυτό, για μας, έφερνε μια αμοιβαία εμπιστοσύνη - αν μπορεί ποτέ να υπάρχει
εμπιστοσύνη μέσα σε αυτό το χάος - και σεβασμό.
Ο Τζέικοπ ήταν δυνατός, φοβερά καλός στις
τεχνικές του αλλά είχε και ένα ελάττωμα. Ήταν σαν άλογο με παρωπίδες. Κοίταζε
μόνο μπροστά ποτέ πλάγια και αυτό του στοίχιζε αρκετά, ιδίως στην μάχη που είχε
να αντιμετωπίσει τώρα με τον Θόρθαντερ.
Όσο και να
προσπαθούσα να κοιτάξω σφαιρικά την μάχη τους, οι τεχνικές του Θόρθαντερ με
μάγευαν. Οι μύες του που πάλλονταν στο γεροδεμένο του κορμί σε κάθε του κίνηση,
με μαγνήτιζαν. Σαν κουνούπι που δεν μπορεί να αποφύγει το κάλεσμα της φωτιάς
του φωτός, έτσι και εγώ. Με τους αγκώνες μου ακουμπισμένους πάνω στα γόνατα
μου, τις παλάμες μου να συγκρατούν το βαρύ κεφάλι μου με τους κροτάφους μου να
σφυροκοπούν ανελέητα, τον κοίταζα. Τον κοίταζα σαν μαγεμένη, τυφλά ερωτευμένη,
ξεχνώντας τελείως το που βρισκόμουν με την ελπίδα εκείνος να μην γυρίσει το
βλέμμα του προς το μέρος μου.
Γιατί να το κάνει,
βρίσκεται σε μια μάχη, θα έπρεπε να ήταν προσηλωμένος εκεί, αλλά όχι αυτός.
Παρόλο που τα μάτια του σκάναραν κάθε τι που γινόταν δεν έχανε και κανένα
βλέμμα από τις κερκίδες. Έβλεπε τα πάντα, άκουγε κάθε επιφώνημα ξεχωριστά,
ξεχώριζε, διάλεγε και παρατηρούσε τα θύματα του που θα αντιμετώπιζε σε λίγα
χρόνια και μέσα σε αυτούς και εμένα.
Όταν τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν τα έχασα.
Τα μάτια μου αμέσως κοίταξαν αλλού αλλά δεν τον ξεγέλασα. Τα μάγουλα μου με
είχαν προδώσει. Η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει.
‘Πόσο ηλίθια μπορείς να είσαι; Πόσο;’
επέπληττα τον εαυτό μου αλλά δεν του επέτρεπα να χάσει την ψυχραιμία του ούτε
για ένα λεπτό.
Κοιτώντας προς τον Τζέικοπ αναγνώρισα τα
βήματα του, ήμουν σίγουρη για την επόμενη κίνηση του και καθώς γέλασα για το
ανόητο λάθος του άθελα μου τον πρόδωσα. Το βλέμμα μου ήταν εκείνο που τον είχε
προδώσει. Δηλώνοντας ανοιχτά το σημείο όπου ήταν, ο Θόρθαντερ πήρε την θέση
ακριβώς στο σημείο που ο Τζέικοπ δεν μπορούσε να υπολογίσει. Ύψωσε το περίτεχνο
τετράγωνο σφυρί του που όμοιο του κανείς μας δεν είχε ξαναδεί και άρχισε να τον
γυρίζει πάνω από το κεφάλι του. Η ματιά του στραμμένη ακριβώς το σημείο που ο
Τζέικοπ προσπαθούσε να βρει μια διέξοδο δήλωνε ότι ήξερε ακριβώς που ήταν. Τους
χώριζε ένας τοίχος, αλλά για το σφυρί του Θόρθαντερ, αυτός το τοίχος ήταν απλά
ένα τραπουλόχαρτο.
Ο Τζέικοπ έχανε την
μάχη και η καρδιά μου σταμάτησε. Η ανάσα μου χάθηκε μακριά και πριν καλά, καλά
το καταλάβω σηκώθηκα όρθια. Ανεπίτρεπτο λάθος αλλά δεν με ένοιαζε. Κοίταξα τον
Τζέικοπ αλλά εκείνος δεν με κοιτούσε. Φώναξα με όλη την δύναμη της ψυχής μου το
όνομα του αλλά εκείνος δεν με άκουγε. Οι κραυγές του πλήθους κάλυψαν την δική
μου φωνή αλλά ο Θόρθαντερ την άκουσε και με κοίταξε με ένα βλέμμα που μου έκοψε
τα πόδια. Με είδε και ήξερα ότι αυτό ήταν η καταδίκη μου.
Δεν έκατσα να το σκεφτώ. Ο Τζέικοπ έχανε την
μάχη εξαιτίας μου και δεν θα μπορούσα ποτέ να το επιτρέψω. Έτρεξα… ήταν το μόνο
που μπορούσα να κάνω. Με το τόξο μου πεσμένο στο μέρος που καθόμουν και τα βέλη
μου στην πλάτη, έτρεξα κοντά του. Αψήφησα τους κανόνες, απέφυγα τους φρουρούς
και μπήκα την αρένα πηδώντας τα κάγκελα. Ο Τζέικοπ με είδε. Αυτό του γλύτωσε
προς στιγμήν την ζωή αλλά δεν ήταν αρκετό.
Ο λαβύρινθος ατελείωτος, ο θυμός του Θόρθαντερ
πιο δυνατός από ποτέ. Μέχρι και οι πέτρες του σταδίου το αναγνώριζαν και
σείονταν κάτω από την δύναμη του αλλά εγώ δεν τα παράταγα. Δεν θα άντεχα ο Τζέικοπ
να την πληρώσει για μένα.
Είχα βρεθεί αμέτρητες φορές στο στάδιο. Είτε
για τους αγώνες, είτε για τις επιδείξεις θάρρους που κάνανε τα μεγαλύτερα
παιδιά, αλλά μέσα στην αρένα δεν είχα βρεθεί ποτέ ξανά. Λύγισα. Το σώμα μου
κατρακύλησε βαρύ προς τα κάτω, τα γόνατα μου ακούμπησαν στο στήθος μου, τα
χέρια μου στο άγριο ματωμένο χώμα. Το αίμα στις παλάμες μου με ανατρίχιασε με
έκανε να συνειδητοποιήσω την πραγματικότητα.
Εδώ κρίνονται όλα. Ή όλα ή τίποτα.
‘Τι σκεφτόσουν Τάιρα; Πες μου τι; Δεν ήξερες; Δεν το
ήξερες πριν το κάνεις;’ Μια φωνούλα μέσα μου με βασάνιζε ανελέητα κάνοντας την
ανάσα μου να επιταχυνθεί.
‘Όχι μην τα
χάνεις τώρα, όχι τώρα’ φώναξα μέσα μου και κλείνοντας τα μάτια μου άρχισα να
αφουγκράζομαι τα πάντα.
Τις ανάσες, τα βήματα, τα πάντα. Καθώς οι
ανάσες του κοινού με αποσυντόνιζαν, επικεντρώθηκα στα βήματα. Αυτά με
οδηγούσαν. Σε θέση ετοιμότητας όπως ένα δρομέας με τις μύτες τον ποδιών μου να
αγγίζουν το χώμα και τα δάχτυλά των χεριών μου να σφίγγονται σε γροθιές
περίμενα. Περίμενα να έρθουν κοντά μου. Υπολόγιζα, μόλις τους ακούσω να με
πλησιάζουν να τρέξω, δεν είχα άλλη επιλογή. Αλλά να πάω που; Να κάνω τι;
Το τόξο μου, ο
μοναδικός μου φίλος με είχε εγκαταλείψει ή πιο σωστά το είχα εγκαταλείψει εγώ
και το μοναδικό μου όπλο τώρα ήταν μόνο τα βέλη μου. Αλλά τι θα μπορούσα να
κάνω με αυτά! Τώρα πια ήταν ένα άχρηστο φορτίο στην πλάτη μου που επιβράδυνε τα
βήματα μου.
Έβγαλα με την πιο ανεπαίσθητη κίνηση την θήκη
τους από την πλάτη μου και για μια στιγμή άνοιξα τα μάτια. Τα κοίταξα. Άχρηστα.
Τα ακούμπησα στο πάτωμα, έκλεισα ξανά σφιχτά
τα μάτια και πήρα μισή ανάσα. ‘Άχρηστα’ δάκρυσα με παράπονο ‘Ήταν άχρηστα’
σκέφτηκα πιο έντονα και τότε άκουσα το σφυρί να σχίζει και πάλι τον αέρα. Ήταν
τόσο κοντά που μπορούσε να μου κλέψει τον λιγοστό αέρα που υπήρχε στα πνευμόνια
μου και τότε το άρπαξα. Άρπαξα ένα από τα άχρηστα βέλη και έτρεξα ακριβώς την
στιγμή που το σφυρί έσπαγε το μοναδικό εμπόδιο που με χώριζε από τον άντρα που
είχα ερωτευτεί, από τον άντρα που κοίταζα και έλιωνα με κάθε του ανάσα.
‘Γιατί;’ ούρλιαζα μέσα μου. ‘Γιατί έπρεπε να γίνει έτσι;’
Δεν τα παρατούσα ήταν μάχη που έπρεπε να τα
δώσω όλα αλλά δεν ήμουν έτοιμη, όχι γι’ αυτό.
«Τάιρα» άκουσα τον Τζέικοπ να με φωνάζει και
χωρίς να το σκεφτώ, νιώθοντας την ανάσα του σφυριού σε απόσταση αναπνοής από
την δική μου, το τόλμησα. Τα πόδια μου σαν να ήταν ξεχωριστά από τον ίδιο μου
τον εαυτό πήραν πρωτοβουλία και σκαρφάλωσαν πάνω στο τοιχίο που ήταν μπροστά
μου. Καθώς το ανέβηκαν μου έδωσαν ώθηση και με κάνανε να πάρω δύναμη. Με έκανα
να καταφέρω να κάνω τα ακροβατικά που άπειρες φορές μου είχαν σώσει την ζωή. Το
σώμα μου αιωρήθηκε για μια μόνο στιγμή και το σφυρί πέρασε ανάμεσα στο σώμα και
τον τοίχο που πριν βρισκόταν τα πόδια μου. Πριν σκεφτώ την επόμενη μου κίνηση
εκείνη είχε έρθει ενστικτωδώς.
Πριν το σφυρί γυρίσει στον κάτοχο του σαν
μπούμερανκ όπως πάντα έκανε, το σώμα μου βρέθηκε μπροστά του. Το χέρι μου που
είχε γίνει ένα με το βέλος μου εκτινάχθηκε μπροστά και πριν προλάβει ο ίδιος να
με αντιμετωπίσει χώθηκε βαθιά μέσα στην σάρκα του, στην κοιλιακή του χώρα.
Σάστισε. Κοίταξε πρώτα το δόρυ που ακόμα ήταν μέσα στο χέρι μου με το τελείωμα
του να ακουμπάει το στήθος μου δύσπιστα και μετά κάρφωσε την ματιά του σε μένα.
Η γκριζογάλανη του ματιά σάστισε δεν πίστευε ότι το είχα καταφέρει αλλά δεν
τελείωσε εκεί.
Δεν το άκουγα άλλα το ένιωθα. Το σφυρί του
γύριζε, γύριζε σε εκείνων. Έπρεπε να αντιδράσω αλλά η ματιά του δεν με άφηνε. Με
καθήλωνε, με έκανε να λιώνω, όμως έπρεπε να αντιδράσω. Έπρεπε αλλά πως;
Πριν νιώσω το σφυρί να μου συνθλίβει τα κόκαλα
ένιωσα τον εγκέφαλο μου να παίρνει φωτιά, τα μάτια μου να πετούν σπίθες, το
ένστικτο της επιβίωση άρχισε να λειτουργεί και επιτέλους αντέδρασα. Έκανα στην
άκρη για να αποφύγω το σφυρί του, αφήνοντας το χέρι μου από το πυρωμένο του
κορμί που τόση ώρα με έκαιγε και άρχισα πάλι να τρέχω. Μακριά, χωρίς προορισμό
μέχρι που η μάχη έγινε ακόμα πιο σκληρή.
Τα τοίχοι έπεφταν το
ένα μετά το άλλο, δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από το να τον αντιμετωπίσω πια στα
ίσια αλλά με τι; Δεν μου είχε απομείνει τίποτα πέρα από την ίδια μου την ζωή
και ζωή χωρίς όπλο, σε αυτό το απρόσιτο και άγριο μέρος δεν ήταν ζωή αλλά
θάνατος. Ο θάνατος που με πλησίαζε. Ένιωθα την ανάσα του πίσω μου, με
προσπερνούσε και τώρα ήταν μπροστά μου. Με τα μάτια του να πετάνε σπίθες, με τις
φλέβες του προσώπου του να ξεπετάγονται από παντού και το αίμα από το βέλος μου
που ήταν ακόμα καρφωμένο στην κοιλιά του να τρέχει πορφυρό.
Όλα είχαν τελειώσει.
Εγώ είχα τελειώσει και το ήξερα. Δεν θα μου το συγχωρούσε. Όχι εκείνος.
Τα μάτια μου έψαξαν
για κάτι. Κάτι που θα μπορούσε να μου σώσει την ζωή αλλά δεν υπήρχε τίποτα παρά
μόνο μια ασπίδα. Τα πόδια μου γρήγορα, συντονίστηκαν με την σκέψη. Το κεφάλι
μου χαμήλωσε για να αποφύγει το χτύπημα του και το σώμα μου έγινε ένα με το
χώμα. Κατρακύλησα, το έφτασα, το κράτησα κοντά μου αλλά εκείνος πιο γρήγορος
ήδη είχε ετοιμάσει την επόμενη του επίθεση καταπάνω μου.
Δεν προσπάθησα να
αποφύγω την ριπή του. Ήταν μια μάταιη προσπάθεια. Αυτό που προσπάθησα ήταν να
χτυπήσω το ίδιο μου το βέλος την στιγμή που το σφυρί έκλεινε προς το μέρος μου.
Και το πέτυχα. Έχωσα το βέλος πιο βαθιά και εκείνος κλονίστηκε, έχασε την ανάσα
του και το σφυρί άλλαξε την πορεία του. Τα είχα καταφέρει αλλά για πόσο;
Ένα μουγκρητό του
έκανε όλο το στάδιο να διχαστεί. Ήταν μουγκρητό αγανάκτησης, σαν ένα λιοντάρι
που βρυχάται και τότε είδα το πραγματικό του εαυτό. Αυτό που δεν ήθελα ποτέ να
αντικρίσω. Ο διάβολος με σάρκα και οστά σκέφτηκα αλλά τόσο όμορφος διάβολος,
τόσο θεός!!!
«Αρκετά» ήταν η λέξη
που μου έσωσε την ζωή. «Την θέλω ζωντανή» ο Οντιγκρέι γάβγισε μέσα από τα
δόντια του χωρίς να δέχεται αντίρρηση και ο Θόρθαντερ τον κοίταξε με ένα βλέμμα
που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω.
«Δεν τελειώσαμε εδώ»
ο Θόρθαντερ μου έδωσε τελεσίγραφο και καθώς σηκώθηκε από πάνω μου έφυγε.
Με το κεφάλι ψηλά,
χωρίς ίχνος πόνου στο πρόσωπο. Με αγέρωχο βήμα σαν να μην τον είχε καν αγγίξει
το βέλος, έφυγε σπρώχνοντας όσους τον πλησίαζαν για να τον περιποιηθούν.
Όλο το στάδιο, χωρίς
να βγάλει άχνα άξαφνα άδειασε αλλά εγώ παρέμενα στην ίδια θέση ακίνητη να κοιτώ
την πλάτη του μπερδεμένη. Τι μπορεί να σήμαινε τώρα αυτό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου